Τοῦ Μητροπολίτου Λεμεσοῦ Ἀθανασίου, ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ὁμιλία: «Ἡ θεραπεία ἀπὸ τὴν ἀρρώστια τοῦ Φαρισαϊσμοῦ»
Αὐτοὶ
οἱ ἄνθρωποι νὰ ξέρετε, αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, οἱ θρῆσκοι ἄνθρωποι εἶναι τὸ
πιὸ ἐπικίνδυνο εἶδος μέσα στὴν ἐκκλησία. Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς φυλάει
ἀπ'αὐτούς, διότι θρῆσκος ἄνθρωπος σημαίνει μία προσωπικότης διεστραμμένη
ἡ ὁποία οὐδέποτε εἶχε προσωπικὴ σχέση μὲ τὸν Θεό. Ἁπλῶς μόνον κάμνει τὰ
καθήκοντά της ἀπέναντί Του, ἀλλὰ καμιὰ σοβαρὴ σχέση δὲν εἶχε γιὰ αὐτὸ
καὶ ὁ Θεὸς δὲν λέει αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο τίποτε. Καὶ σᾶς ὁμολογῶ καὶ ἐγὼ
ἀπὸ τὴν πείρα μου ὅτι δὲν εἶδα χειρότερους ἐχθρούς τῆς ἐκκλησίας ἀπὸ
τοὺς θρήσκους ἀνθρώπους. Γι΄ αὐτὸ οἱ θρῆσκοι ἄνθρωποι εἶναι τὸ πιὸ
δύσκολο εἶδος μεσ' τὴν ἐκκλησία. Γιατί ξέρετε κάτι. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι
καμιὰ φορᾶ δὲν θὰ θεραπευθοῦν. Γιατί νομίζουν ὅτι εἶναι κοντὰ στὸν Θεό.
Ἐσὺ πού πᾶς στὴν ἐκκλησία τί σὲ ὠφέλησε ἡ ἐκκλησία; Πῆγες στούς χαιρετισμούς τῆς Παναγίας, στά
προσκυνήματα, εἶδες τοὺς πατέρες, εἶδες τὰ ἅγια λείψανα, εἶδες τὸ Ἅγιον
Ὅρος, τὴν Παναγία τῆς Τήνου ὅλα αὐτὰ πήγαμε, ἤρθαμε. Ποιὸ τὸ ὄφελος
τελικὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα; Μεταμορφώθηκε ἡ καρδιά μας; Γίναμε πιὸ
ταπεινοὶ ἄνθρωποι; Γίναμε πιὸ γλυκὺς ἄνθρωποι; Γίναμε πιὸ πραεῖς
ἄνθρωποι εἰς τὸ σπίτι μας εἰς τὴν οἰκογένειά μας στὸ μοναστήρι μας; Ξέρω
‘γῶ ἐκεῖ ποὺ ἐργαζόμαστε. Αὐτὸ ἔχει σημασία. Ἐὰν δὲν τὰ καταφέραμε αὐτὰ
τὰ πράγματα τουλάχιστον ἂς γίνομεν ταπεινοί. Μέσα ἀπὸ τὴν μετάνοια. Ἂς
γίνομαι ταπεινοί. Ἐὰν οὔτε καὶ αὐτὸ τὸ καταφέραμε τότε εἴμαστε ἄξιοι
πολλῶν δακρύων, ἔτσι. Εἴμαστε γιὰ κλάματα. Διότι δυστυχῶς ὁ χρόνος περνᾶ
καὶ χάνεται καὶ ἐμεῖς μετροῦμε χρόνια.
Ἔλεγε ὁ γέρων Παΐσιος ὅταν τὸν
ρωτοῦσαν: Γέροντα πόσα χρόνια ἔχεις ἐσὺ στὸ Ἅγιο Ὅρος; Λέει: Ἐγὼ ἦρθα
τὴν ἴδια χρονιὰ ποὺ ἦρθε τὸ μουλάρι τοῦ γείτονα. Ὁ γείτονάς τοῦ ὁ
γερο-Ζῆτος εἶχε ἕνα μουλάρι καὶ ξέρετε στὸ Ἅγιο Ὅρος κάθε κελὶ ἔχει καὶ
ἕνα ζῶο, ἕνα μουλάρι ποὺ κουβαλοῦν τὰ πράγματά τους. Ε, τὸ ζῶο αὐτὸ ζεῖ
πολλὰ χρόνια δὲν ἀγοράζεις κάθε μέρα μουλάρια, εἶναι ἀκριβά. Λοιπόν, τὴν
χρονιὰ ποὺ ἦρθα ἐγὼ λέει στὸ Ἅγιο Ὅρος ἀγόρασε καὶ ὁ γείτονας τὸ
μουλάρι του. Ἔχομε τὰ ἴδια χρόνια στὸ Ἅγιο Ὅρος, ἀλλὰ τὸ καημένο ἐκεῖνο
ἔμεινε μουλάρι καὶ ἐγὼ τὸ ἴδιο ἔμεινα. Δὲν ἄλλαξα.
Λοιπὸν λέμε πολλὲς φορὲς ἐγὼ ἔχω
σαράντα χρόνια καὶ τὸ λέμε ἐμεῖς οἱ παπάδες καὶ οἱ καλόγεροι αὐτὰ τὰ
πράγματα. Ἔχω σαράντα χρόνια στὸ μοναστήρι. Μὰ τὰ χρόνια εἶναι εἰς βάρος
σου. Ὁ Θεὸς θὰ σοὺ πεῖ: Σαράντα χρόνια καὶ ἀκόμα δὲν κατάφερες νὰ
γίνεις τίποτα; Ἔχεις σαράντα χρόνια ἀκόμα θυμώνεις, ἀκόμα κατακρίνεις,
ἀκόμα ἀντιλογεῖς, ἀκόμα ἀντιστασαι, ἀκόμα δὲν ὑποτάσσεσαι; Ἔχεις σαράντα
χρόνια καὶ δὲν ἔμαθες τὸ ἄλφα, τὸ πρῶτο πράγματα τῆς μοναχικῆς ζωῆς τῆς
χριστιανικῆς ζωῆς; Τί νὰ κάμω τὰ χρόνια σου; Τί νὰ σὲ κάμω ἂν ἔχεις
πενήντα χρόνια μὲ ψωμολογῆσε καὶ δὲν μπορεῖς νὰ ἀπαντήσεις στὸν ἄλλον μὲ
ἕναν καλό του λόγο. Τί νὰ κάμω ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα.