Σάββατο 7 Μαρτίου 2020

Ὁ ἑορτασμὸς τῶν Ἀ Χαιρετισμῶν τῆς Θεοτόκου καὶ ἡ ἱστορία τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου

Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἑορτάζει τοὺς Ἃ' Χαιρετισμούς. Ποιὰ εἶναι ὅμως τὰ ἱστορικὰ γεγονότα πίσω ἀπὸ τὸν ἑορτασμὸ τῶν Ἃ' Χαιρετισμῶν καὶ ποιὸς εἶναι ὁ ὑμνογράφος τοῦ Ἀκάθιστου Ὕμνου ποὺ ἐμπερικλείει σὲ ποιητικὴ μορφή, μὲ πανέμορφα λόγια, ὅλες οἱ βασικὲς διδασκαλίες τῆς Ὀρθοδοξίας γιὰ τὸ Χριστό, τὴν ἐνανθρώπισή του, τὸ ρόλο τῆς Παναγίας γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, κλπ. 

Ἀκάθιστος ὕμνος ἐπικράτησε νὰ λέγεται ἕνας ὕμνος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, πρὸς τιμὴν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἀπὸ τὴν ὄρθια στάση, ποὺ τηροῦσαν οἱ πιστοὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ψαλμωδίας του. Οἱ πιστοὶ ἔψαλλαν τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο ὄρθιοι, ὑπὸ τὶς συνθῆκες ποὺ θεωρεῖται ὅτι ἐψάλη γιὰ πρώτη φορά, ἐνῶ τὸ ἐκκλησίασμα παρακολουθοῦσε ὄρθιο κατὰ τὴν ἀκολουθία τῆς γιορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, μὲ τὴν ὁποία συνδέθηκε ὁ ὕμνος. 
Ψάλλεται ἐνταγμένος στὸ λειτουργικὸ πλαίσιο τῆς ἀκολουθίας τοῦ Μικροῦ Ἀποδείπνου, σὲ ὅλους τους Ἱεροὺς Ναούς, τὶς πέντε πρῶτες Παρασκευὲς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τὶς πρῶτες τέσσερις τμηματικά, καὶ τὴν πέμπτη ὁλόκληρος. Εἶναι ἕνας ὕμνος ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ προοίμιο καὶ 24 οἴκους (στροφὲς) σὲ ἑλληνικὴ ἀλφαβητικὴ ἀκροστιχίδα, ἀπὸ τὸ Ἃ ὡς τὸ Ὢ (κάθε οἶκος ξεκινᾶ μὲ τὸ ἀντίστοιχο κατὰ σειρὰ ἑλληνικὸ γράμμα), καὶ εἶναι γραμμένος πάνω στοὺς κανόνες τῆς... ὁμοτονίας, ἰσοσυλλαβίας καὶ ἐν μέρει τῆς ὁμοιοκαταληξίας. 
Θεωρεῖται ὡς ἕνα ἀριστούργημα τῆς βυζαντινῆς ὑμνογραφίας, ἡ γλώσσα τοῦ εἶναι σοβαρὴ καὶ ποιητικὴ καὶ εἶναι ἐμπλουτισμένος ἀπὸ κοσμητικὰ ἐπίθετα καὶ πολλὰ σχήματα λόγου (ἀντιθέσεις, μεταφορές, κλπ). Τὸ θέμα τοῦ εἶναι ἡ ἐξύμνηση τῆς ἐνανθρώπισης τοῦ Θεοῦ μέσω τῆς Θεοτόκου, πράγμα ποὺ γίνεται μὲ πολλὲς ἐκφράσεις χαρᾶς καὶ ἀγαλλίασης, οἱ ὁποῖες τοῦ προσδίδουν θριαμβευτικὸ τόνο. 
Τὰ ἱστορικὰ γεγονότα 
Κατὰ τὸ ἔτος 626 μ.Χ., καὶ ἐνῶ ὁ Αὐτοκράτορας Ἡράκλειος μαζὶ μὲ τὸ βυζαντινὸ στρατὸ εἶχε ἐκστρατεύσει κατὰ τῶν Περσῶν, ἡ Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε αἰφνίδια ἀπὸ τοὺς Ἀβάρους. Οἱ Ἄβαροι ἀπέρριψαν κάθε πρόταση ἐκεχειρίας καὶ τὴν 6η Αὐγούστου κατέλαβαν τὴν Παναγία τῶν Βλαχερνῶν. Σὲ συνεργασία μὲ τοὺς Πέρσες ἑτοιμάζονταν γιὰ τὴν τελικὴ ἐπίθεση, ἐνῶ ὁ Πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τὰ τείχη τῆς Πόλης μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βλαχερνίτισσας καὶ ἐνθάρρυνε τὸ λαὸ στὴν ἀντίσταση. 
Τὴ νύχτα ἐκείνη, φοβερὸς ἀνεμοστρόβιλος, ποὺ ἀποδόθηκε σὲ θεϊκὴ ἐπέμβαση, δημιούργησε τρικυμία καὶ κατάστρεψε τὸν ἐχθρικὸ στόλο, ἐνῶ οἱ ἀμυνόμενοι προξένησαν τεράστιες ἀπώλειες στοὺς Ἀβάρους καὶ τοὺς Πέρσες, οἱ ὁποῖοι ἀναγκάστηκαν νὰ λύσουν τὴν πολιορκία καὶ νὰ ἀποχωρήσουν ἄπρακτοι. 
Στὶς 8 Αὐγούστου, ἡ Πόλη εἶχε σωθεῖ ἀπὸ τὴ μεγαλύτερη, ὡς τότε, ἀπειλῆ τῆς ἱστορίας της. Ὁ λαός, θέλοντας νὰ πανηγυρίσει τὴ σωτηρία του, τὴν ὁποία ἀπέδιδε σὲ συνδρομὴ τῆς Θεοτόκου, συγκεντρώθηκε στὸ Ναὸ τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν. Τότε, κατὰ τὴν παράδοση, ὄρθιο τὸ πλῆθος ἔψαλλε τὸν ἀπὸ τότε λεγόμενο «Ἀκάθιστο Ὕμνο», εὐχαριστήρια ὠδὴ πρὸς τὴν ὑπέρμαχο στρατηγὸ τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, τὴν Παναγία, ἀποδίδοντας τὰ «νικητήρια» καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη τοῦ «τὴ ὑπερμάχω στρατηγῶ». 
Κατὰ τὴν ἐπικρατέστερη ἄποψη, δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ συνετέθη ὁ ὕμνος σὲ μία νύκτα. Μᾶλλον εἶχε συντεθεῖ νωρίτερα καὶ μάλιστα θεωρεῖται ὅτι ψαλλόταν στὸ συγκεκριμένο ναό, στὴν ἀγρυπνία τῆς 15ης Αὐγούστου κάθε χρόνου. Ἁπλῶς, ἐκείνη τὴν ἡμέρα ὁ ὕμνος ἐψάλη «ὀρθοστάδην», ἐνῶ ἀντικαταστάθηκε τὸ ὡς τότε προοίμιο («Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβῶνεν γνώσει»), μὲ τὸ ὡς σήμερα χρησιμοποιούμενο «Τὴ ὑπερμάχω στρατηγῶ τὰ νικητήρια», τὸ ὁποῖο ἔδωσε τὸν δοξολογικὸ καὶ ἐγκωμιαστικὸ τόνο, στὸν ὡς τότε διηγηματικὸ καὶ δογματικὸ ὕμνο. 
Σύμφωνα, ὅμως, μὲ ἄλλες ἱστορικὲς πηγές, ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος συνδέεται καὶ μὲ ἄλλα παρόμοια γεγονότα, ὅπως τὶς πολιορκίες καὶ τὴ σωτηρία τῆς Κωνσταντινούπολης ἐπὶ τῶν Αὐτοκρατόρων Κωνσταντίνου τοῦ Πωγωνάτου (673 μ.Χ.), Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου (717 - 718 μ.Χ.) καὶ Μιχαὴλ Γ΄ (860 μ.Χ.). Δεδομένων τῶν τότε ἱστορικῶν συνθηκῶν (εἰκονομαχικὴ ἔριδα, κλπ.), δὲν θεωρεῖται ἀπίθανο, ἡ Παράδοση νὰ ἔχει ἀλλοιώσει τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καθίσταται πολὺ δύσκολο νὰ λεχθεῖ μετὰ βεβαιότητας ποιὸ ἦταν τὸ ἱστορικὸ περιβάλλον τῆς δημιουργίας τοῦ Ὕμνου. 
Ὁ ὑμνογράφος 
Σὲ ὅλη τὴ χειρόγραφη παράδοση, ὁ ὕμνος φέρεται ὡς ἀνώνυμος, ἐνῶ ὁ Συναξαριστὴς ποὺ τὸν συνδέει μὲ τὰ γεγονότα τοῦ Αὐγούστου τοῦ 626 μ.Χ. δὲν ἀναφέρει οὔτε τὸ χρόνο τῆς σύνθεσής του, οὔτε τὸν μελωδό του. Τὸ περιεχόμενό του πάντως ἀπηχεῖ τὶς δογματικὲς θέσεις τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ συνῆλθε στὴν Ἔφεσο, στὴ βασιλική της Θεοτόκου, τὸ 431 μ.Χ. ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Σὲ αὐτὴν συμμετεῖχαν 200 ἐπίσκοποι, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξάνδρειας. Καταδίκασε τὶς διδαχὲς τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριου, ὁ ὁποῖος ὑπερτόνιζε τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Ἰησοῦ ἔναντί της θείας, ὑποστηρίζοντας ὅτι ἡ Μαρία γέννησε τὸν ἄνθρωπο Ἰησοῦ καὶ ὄχι τὸν Θεό. 
Ἡ Σύνοδος διακήρυξε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, μὲ πλήρη ἕνωση τῶν δύο φύσεων καὶ ἀπέδωσε ἐπίσημα στὴν Παρθένο Μαρία τὸν τίτλο «Θεοτόκος». Ἑπομένως, ἡ χρονολογία σύγκλησής της, τὸ 431 μ.Χ., ἀποτελεῖ μία σταθερὴ ἡμερομηνία, καθὼς εἶναι σίγουρο ὅτι ὁ ὕμνος δὲν εἶχε συντεθεῖ νωρίτερα. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, κάποιοι ἐρευνητὲς θεωροῦν ὅτι ἀπὸ τὸ περιεχόμενό του συνάγεται ὅτι ὁ ὕμνος ἀναφέρεται σὲ κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ τῶν Χριστουγέννων, ἑορτὲς οἱ ὁποῖες χωρίστηκαν κατὰ τὴ βασιλεία τοῦ Ἰουστινιανοῦ (527 - 565 μ.Χ.), πράγμα πού, ἂν ἰσχύει, ἀφενὸς σημαίνει ὅτι ὁ ὕμνος γράφτηκε τὸ ἀργότερο ἐπὶ Ἰουστινιανού, ἀφετέρου ἐνισχύει τὴν ἄποψη ὅτι προϋπῆρχε τῶν γεγονότων τοῦ 626 μ.Χ. 
Ἡ παράδοση, ὅμως, ἀποδίδει τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο στὸ μεγάλο βυζαντινὸ ὑμνογράφο τοῦ 6ου αἰώνα μ.Χ., Ρωμανὸ τὸν Μελωδό. Τὴν ἄποψη αὐτὴ ὑποστηρίζουν πολλοὶ ἐρευνητές, οἱ ὁποῖοι θεωροῦν ὅτι οἱ ἐκφράσεις τοῦ ὕμνου, ἡ γενικότερη ποιητική του ἀρτιότητα καὶ δογματική του πληρότητα δὲν μποροῦν παρὰ νὰ ὁδηγοῦν στὸν Ρωμανό. Ἀκόμη, σὲ κώδικα τοῦ 13ου αἰώνα μ.Χ. ὑπάρχει μεταγενέστερη σημείωση, τοῦ 16ου αἰώνα μ.Χ., ἡ ὁποία ἀναφέρει τὸν Ρωμανὸ ὡς ποιητὴ τοῦ ὕμνου. 
Ὅμως, ἡ ἄποψη αὐτὴ ἀντικρούεται ἀπὸ πολλοὺς μελετητές, ποὺ βρίσκουν στὴ δομή, στὸ ὕφος καὶ τὸ περιεχόμενό του πολλὰ στοιχεῖα μετὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ρωμανοῦ. Κατὰ μία ἄποψη, ὁ ὕμνος ψάλθηκε καλοκαίρι, στὴ γιορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, καὶ μᾶλλον ἀργότερα μεταφέρθηκε στὸ Σάββατο τῆς Ἐ΄ ἑβδομάδος τῶν νηστειῶν, ἴσως ἀπὸ τοὺς εἰκονόφιλους μοναχούς του Στουδίου. Ἔτσι πλησίασε τὴ γιορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Εἶναι, δέ, ἐνδεχόμενο σὲ αὐτὴ τὴ μεταφορά, καὶ πάλι γιὰ λόγους σχετικοὺς μὲ τὴν Εἰκονομαχία, νὰ ἀλλοιώθηκε καὶ τὸ ἱστορικό του Συναξαριστῆ, καὶ ἀπὸ τὸ 728 μ.Χ., ποῦ αὐτοκράτορας ἦταν ὁ εἰκονομάχος Λέων Γ΄ Ἴσαυρος, νὰ μεταφέρθηκε στὸ 626 μ.Χ., στὰ χρόνια του Ἡρακλείου, ὁ ὁποῖος πολεμοῦσε τοὺς Πέρσες γιὰ νὰ ἐπανακτήσει τὸν Τίμιο Σταυρό. 
Ἐπιπλέον ὑπάρχουν καὶ ἄλλες δύο ἐκδοχὲς γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ μελωδοῦ τοῦ Ἀκάθιστου Ὕμνου. Ἡ μία ἐκδοχὴ ἀναφέρει τὸ ὄνομα τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανοῦ Ἃ΄ (715 - 730 μ.Χ.) (βλέπε 12 Μαΐου), ὁ ὁποῖος ἔζησε τὰ γεγονότα τῆς θαυμαστῆς λύτρωσης τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τὴν πολιορκία της ἀπὸ τοὺς Ἄραβες τὸ 718 μ.Χ., ἐπὶ Αὐτοκράτορος Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου. Ἡ ἐκδοχὴ αὐτὴ βασίζεται στὸ γεγονός, ὅτι μία λατινικὴ μετάφραση τοῦ ὕμνου, ἡ ὁποία ἔγινε γύρω στὸ 800 μ.Χ. ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Βενετίας Χριστόφορο, τὸν ἀναφέρει ὡς δημιουργό του ὕμνου. 
Ἡ ἄλλη ἐκδοχὴ ποὺ ὑποστηρίζεται βασίζεται σὲ μία παλαιὰ ἀχρονολόγητη εἰκόνα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς ὀνομαστῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου εἰκονίζεται καὶ ἕνας μοναχός, ὁ ὁποῖος κρατάει ἕνα εἰλητάριο ποὺ γράφει «Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη» (ἀρχὴ τοῦ ἃ΄ οἴκου τοῦ Ἀκάθιστου ὕμνου). Στὸ κεφάλι τοῦ μοναχοῦ αὐτοῦ γράφει «ὁ ἅγιος Κοσμᾶς». Πρόκειται γιὰ τὸν Κοσμᾶ τὸν Μελωδὸ (βλέπε 14 Ὀκτωβρίου), ὁ ὁποῖος ἔζησε καὶ αὐτὸς τὰ γεγονότα τοῦ 718 μ.Χ., καθὼς ἀπεβίωσε τὸ 752 ἢ 754 μ.Χ. 
Ἄλλες, λιγότερο πιθανὲς ἀπόψεις θεωροῦν ὡς μελωδὸ τοῦ ὕμνου τὸν Πατριάρχη Σέργιο, τὸν ἱερὸ Φώτιο (βλέπε 6 Φεβρουαρίου), τὸν Ἀπολινάριο τὸν Ἀλεξανδρέα, τὸν Μητροπολίτη Νικομήδειας Γεώργιο Σικελιώτη, τὸν Γεώργιο Πισίδη, καὶ ἄλλους, ποὺ ἔζησαν ἀπὸ τὸν Ζ΄ μέχρι τὸν Θ΄ αἰώνα. 
Βέβαιο, εἶναι πάντως, ὅτι οἱ εἱρμοὶ τοῦ Κανόνα τοῦ Ἀκάθιστου Ὕμνου εἶναι ἔργο τοῦ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ (676 - 749 μ.Χ.), ἐνῶ τὰ τροπάρια τοῦ Ἰωσὴφ Ξένου του Ὑμνογράφου. 
Τὸ περιεχόμενο τοῦ Ὕμνου 
Γενικὸ θέμα τοῦ ὕμνου εἶναι ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου, ὁ ὁποῖος πηγάζει ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ περιγράφει τὰ ἱστορικὰ γεγονότα, ἀλλὰ προχωρεῖ καὶ σὲ θεολογικὴ καὶ δογματικὴ ἀνάλυσή τους. 
Οἱ πρῶτοι δώδεκα οἶκοι τοῦ (Α-Μ) ἀποτελοῦν τὸ ἱστορικὸ μέρος. Ἐκεῖ ἐξιστοροῦνται τὰ γεγονότα ἀπὸ τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου μέχρι τὴν Ὑπαπαντή, ἀκολουθώντας τὴ διήγηση τοῦ Εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ. Ἀναφέρεται ὁ Εὐαγγελισμὸς (Α, Β, Γ, Δ), ἡ ἐπίσκεψη τῆς ἐγκύου Παρθένου στὴν Ἐλισάβετ (Ἐ), οἱ ἀμφιβολίες τοῦ Ἰωσὴφ (Ζ), ἡ προσκύνηση τῶν ποιμένων (Η) καὶ τῶν Μάγων (Θ, Ι, Κ), ἡ Ὑπαπαντὴ (Μ) καὶ ἡ φυγὴ στὴν Αἴγυπτο (Λ), ἡ ὁποία εἶναι ἡ μόνη ποὺ ἔχει ὡς πηγὴ τὸ ἀπόκρυφο πρωτευαγγέλιο τοῦ Ψευδὸ-Ματθαίου. 
Οἱ τελευταῖοι δώδεκα (Ν-Ώ) ἀποτελοῦν τὸ θεολογικὸ ἢ δογματικὸ μέρος, στὸ ὁποῖο ὁ μελωδὸς ἀναλύει τὶς βαθύτερες θεολογικὲς καὶ δογματικὲς προεκτάσεις τῆς Ἐνανθρώπισης τοῦ Κυρίου καὶ τὸ σκοπό της, ποὺ εἶναι ἡ σωτηρία τῶν πιστῶν. 
Ὁ μελωδὸς βάζει στὸ στόμα τοῦ ἀρχαγγέλου, τοῦ ἐμβρύου Προδρόμου, τῶν ποιμένων, τῶν μάγων καὶ τῶν πιστῶν τὰ 144 συνολικὰ «Χαῖρε», τοὺς Χαιρετισμοὺς πρὸς τὴ Θεοτόκο, ποὺ ἀποτελοῦν ποιητικὸ ἐμπλουτισμὸ τοῦ χαιρετισμοῦ τοῦ Γαβριὴλ («Χαῖρε Κεχαριτωμένη»), ποὺ ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς (Λούκ. ἃ΄ 28). 
Στὰ μοναστήρια, ἀλλὰ καὶ στὴ σημερινὴ ἐνορία καὶ παλαιότερα κατὰ τὰ διάφορα Τυπικά, ὑπάρχουν καὶ ἄλλα λειτουργικὰ πλαίσια γιὰ τὴν ψαλμωδία τοῦ ὕμνου. Ἡ ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου, τοῦ ἑσπερινοῦ, τῆς παννυχίδος ἢ μίας ἰδιόρρυθμης Θεομητορικῆς Κωνσταντινουπολιτικῆς ἀκολουθίας, τὴν πρεσβεία. Σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς περιπτώσεις, σὲ ἕνα ὁρισμένο σημεῖο τῆς κοινῆς ἀκολουθίας γίνεται μία παρεμβολή. Ψάλλεται ὁ κανὼν τῆς Θεοτόκου καὶ ὁλόκληρο ἢ τμηματικὰ τὸ κοντάκιο καὶ οἱ οἶκοι τοῦ Ἀκαθίστου. 
Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος συνδέθηκε μὲ τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, προφανῶς, ἐξ αἰτίας ἑνὸς ἄλλου καθαρῶς λειτουργικοῦ λόγου. Μέσα στὴν περίοδο τῆς Νηστείας ἐμπίπτει πάντοτε ἡ μεγάλη γιορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Εἶναι ἡ μόνη μεγάλη γιορτή, ποὺ λόγω τοῦ πένθιμου χαρακτήρα τῆς Τεσσαρακοστῆς, στερεῖται προεορτίων καὶ μεθεορτίων. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἔλλειψη ἔρχεται νὰ καλύψει ἡ ψαλμωδία τοῦ Ἀκαθίστου, τμηματικὰ κατὰ τὰ ἀπόδειπνα τῶν Παρασκευῶν καὶ ὁλόκληρος κατὰ τὸ Σάββατο τῆς Ἐ΄ ἑβδομάδας. 
Τὸ βράδυ τῆς Παρασκευῆς καὶ τὸ Σάββατο εἶναι μέρες ποὺ μαζὶ μὲ τὴν Κυριακὴ εἶναι οἱ μόνες μέρες τῶν ἑβδομάδων τῶν Νηστειῶν, κατὰ τὶς ὁποῖες ἐπιτρέπεται ὁ γιορτασμὸς χαρμόσυνων γεγονότων, καὶ στὶς ὁποῖες, μετατίθενται οἱ γιορτὲς τῆς ἑβδομάδας. Σύμφωνα μὲ ὁρισμένα Τυπικά, ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος ψαλλόταν πέντε μέρες πρὶν τὴ γιορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ κατὰ ἄλλα τὸν ὄρθρο τῆς μέρας τῆς γιορτῆς.