Ὁ γιατρὸς γιος καὶ ἡ «ἀγράμματη» μάνα.
Ζοῦσε κάποτε, σ' ἕνα χωριὸ μία χήρα πολὺ φτωχιὰ μὲ τὸ μοναχογιό της. Γιὰ νὰ μεγαλώσῃ τὸ παιδὶ της ξενοδούλευε κι ἐπειδὴ ἔβαλε σ' αὐτὸ ὅλο τὸ μεράκι της, ἀπ' τὸν καημό της ἀποφάσισε νὰ τὸ σπουδάσῃ. Πῆγε λοιπὸν κι ἔπεσε στὰ γόνατα μπροστὰ στὴν Παναγία κι ἔλεγε: «Παναγία μου ἀξίωσέ με ἐμένα τὴν ἁμαρτωλὴ νὰ σπουδάσω τὸ μοναχογιό μου». Ἔτσι μὲ χίλιες στερήσεις καὶ προσευχὲς κατάφερε ἡ φτωχὴ χήρα νὰ σπουδάσῃ τὸ γιό της γιατρό.
Κάποια μέρα, μὲ τὸ δίπλωμα στὴν τσάντα ξεκίνησε ὁ γιατρὸς νὰ ἐπισκεφτῇ τὴ μάνα του, ποὺ εἶχε πιά γεράσει, γιὰ νὰ τὴν εὐχαριστήσῃ. Ἡ μάνα τον ὑποδέχτηκε μὲ πολλὴ χαρὰ καὶ μὲ βαθιὰ εὐγνωμοσύνη στὴν Παναγία, ποὺ τὴν ἀξίωσε νὰ πραγματοποιήσῃ τὸ ὄνειρο τῆς ζωῆς της. Τὴν ἄλλη μέρα, Κυριακή, πηγαίνει καὶ ξυπνάει τὸ γιό της καὶ τοῦ λέει: «Σήκω, γιέ μου, νὰ πᾶμε νὰ εὐχαριστήσουμε τὴν Παναγία γιὰ τὴν προκοπή σου. Ὁ γιατρὸς ὅμως τῆς ἀρνήθηκε νὰ πάῃ στὴν ἐκκλησία, γιατί δὲν πίστευε, ὅπως εἶπε, στὰ λόγια της καὶ τὰ θεωρεῖ ξεπερασμένα.
Ἡ μάνα φαρμακώθηκε, δὲν εἶπε τίποτε, μόνο πῆγε μονάχη της κι ἔκλαψε μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Μεγαλόχαρης μὲ εὐχαριστία ἀλλὰ καὶ πόνο. Ὅταν γύρισε στὸ σπίτι, ὁ γιός της, ὁ γιατρός, τὴ ρώτησε: «Ἔ μάνα, τί κατάλαβες ἀπ' τὰ τῆς ἐκκλησίας, ἐσύ, ἀγράμματη γυναῖκα;».
Ἡ χήρα δὲν ἀπάντησε, μόνο ἔπιασε ἕνα καλάθι ἀπὸ τὴν ἀποθήκη καὶ τοῦ λέει: «Γιε μου, τὸ πρωὶ δὲν μὲ ἄκουσες νὰ ‘ρθῇς μαζί μου στὴν ἐκκλησία. Συγχωρεμένος νὰ εἶσαι. Τώρα ὅμως θέλω νὰ μοῦ κάνῃς μία ἄλλη χάρη καὶ μὴ μοῦ τὴν ἀρνηθεῖς. Θέλω νὰ πάρῃς τὸ καλάθι καὶ νὰ πᾶς στὸ ποτάμι νὰ μοῦ φέρῃς νερό. «Μὰ μὲ τὸ καλάθι νὰ σοῦ φέρω νερό, μάνα; Τόσο τὰ 'χεις χαμένα»; Λέει ἐκεῖνος. «Πήγαινε ἐσὺ γιὰ τὸ χατίρι μου, τοῦ ἀπαντάει ἐκείνη, κι ὅ,τι θέλει ἂς γίνει».
Παραξενεμένος ὁ γιατρός, πηγαίνει στὸ ποτάμι, βουτάει μέσα το καλάθι, τὸ βγάζει καὶ γυρίζει στὸ σπίτι μὲ τὸ καλάθι ἄδειο. «Νά, μάνα τὸ καλάθι σου, ὅπως μου τό ‘δωσες. Σοῦ τὴν ἔκανα τὴν χάρη. Βλέπεις ἐσὺ νὰ ἔχει νερὸ μέσα;», λέει ὁ γιατρός. «Εὐχαριστῶ, γιέ μου, ποὺ μ' ἄκουσες. Βλέπεις ὅμως ἐσὺ τὸ καλάθι ὅπως σου τό 'δωσα»; Ἀπαντάει ἡ μάνα. «Ἔ ναί, μόνο ποὺ εἶναι βρεγμένο». «Βλέπεις λοιπόν, γιέ μου, ὅτι δὲν εἶναι τὸ ἴδιο, ὅπως σου τό 'δωσα; Τὸ πῆρες στεγνό, κατάξερο καὶ μου τό 'φερες μουσκεμένο. Ἔτσι κι ἐγὼ πηγαίνω ἀγράμματη στὴν ἐκκλησία. Δὲν φέρνω τὴ σοφία της, ἀλλὰ εἶμαι δροσισμένη ἀπ' τὴ χάρη Τῆς καὶ αὐτὸ μὲ συντηρεῖ τόσα καὶ κατάφερα μὲ τὴ χάρη Της νὰ σὲ σπουδάσω.
Τότε κατάλαβε ὁ γιατρός, ὅτι ὁ Θεὸς «ἐμώρανε τὴν σοφία τοῦ κόσμου τούτου... καὶ τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο...» κι ἔβαλε μετάνοια στὴ μάνα του καὶ πῆγαν ὕστερα μαζὶ στὴν ἐκκλησία κι εὐχαρίστησαν τὴν Παναγία.
kaiomenivatos