Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2020

Άμβλωση ή ζωή; Θεολογικό και ποιμαντικό σχόλιο


amvlosi 1

Του Δρ. Γεωργίου Δ. Παναγόπουλου
Αν. Καθηγητού Ορθόδοξης Δογματικής ΑΕΑ Βελλάς Ιωαννίνων

Ο ιερός Αυγουστίνος είπε κάποτε ότι αν τον ρωτήσουν τι είναι ο χρόνος γνωρίζει μέσα του πολύ καλά την απάντηση, αν όμως του ζητήσουν να το εξηγήσει, βρίσκεται σε αμηχανία.
Θα έλεγα παραφράζοντας τον ιερό Πατέρα ότι για ελάχιστα θέματα η Εκκλησία μας εμφανίζεται τόσο κατηγορηματικά απορριπτική και την ίδια στιγμή τόσο αμήχανη να πείσει για τη στάση της το ευρύ κοινό όσο για την άμβλωση.

Σε ό,τι ακολουθεί δίνω ένα περίγραμμα της σχετικής προβληματικής σε τρία σύντομα μέρη. Στο πρώτο θεωρώ διά βραχέων το δογματικό πλαίσιο της εκκλησιαστικής απόρριψης της αμβλώσεως, στο δεύτερο σκιαγραφώ την μαρτυρία των ιερών κανόνων και στο τρίο θίγω την ποιμαντική αντιμετώπιση του προβλήματος.
1. Η μαρτυρία της δογματικής συνείδησης της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας
Αποτελεί έκφραση του καθολικού φρονήματος της Εκκλησίας η «εξ άκρας συλλήψεως ύπαρξη αυτοτελούς ανθρώπινου όντος» εμψυχωμένου με ψυχή λογική και νοερή.
Η ανθρωπολογική αυτή πεποίθηση δεν είναι αντικείμενο επιστημονικής-βιολογικής έρευνας αλλά απόρροια της χριστολογικής πίστης της Εκκλησίας μας.
Η εκκλησιαστική ανθρωπολογία αυγάζεται υπό το φως του μυστηρίου του Υιού του Θεού που ενηνθρώπησε: Ο Θεός Λόγος γίνεται τέλειος άνθρωπος «εξ άκρας συλλήψεως» στην μήτρα της απειρογάμου Παρθένου Μαρίας ενώνοντας με την θεία προαίωνια και άκτιστη φύση του καθ’ υπόστασιν, δηλαδή στο ένα και μοναδικό πρόσωπό Του ως Λόγος του Πατρός, την εκ της παρθένου ληφθείσα έμψυχη, λογική και νοερή σάρκα, δηλ. ανθρώπινη φύση.
Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας στην β΄ πρὸς Νεστόριον Eπιστολή του εξηγεί τι σημαίνει το ότι ο προαιώνιος του Θεού Λόγος ενηνθρώπησε και σαρκώθηκε λέγοντας ότι: «ὅτι σάρκα ἐμψυχωμένην ψυχῇ λογικῇ ὁ Λόγος ἑαυτῷ καθ’ ὑπόστασιν ἀφράστως καὶ ἀπερινοήτως ἑνώσας γέγονεν ἄνθρωπος…». Η διδασκαλία αυτή κυρώθηκε με την αυθεντία της Δ΄ και Ε΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Επομένως κατά την δογματική συνείδηση της Εκκλησίας μας δεν χωρεί αμφιβολία ότι η εκούσια διακοπή της κυήσεως ισοδυναμεί με φόνο, δηλαδή με αφαίρεση της ζωής εμβρύου «ἐμψυχωμένου ψυχῇ λογικῇ», όσο κι αν δεν έχουν ακόμη αναπτυχθεί πλήρως τα επί μέρους όργανα του και δεν έχει απαρτισθεί η λογική δύναμη της ψυχής.
Η σύλληψη κάθε ανθρώπου, όπως και τα επόμενα στάδια της ζωής τους μέχρι και πέρα από το θάνατο στην εσχατολογική εν Χριστώ θεωρία της δόξας του Θεού εικονίζει το πρότυπο του ανθρώπου, τον Χριστό: Ο Χριστός, αν και προ αιώνων Θεός αληθινός, άρχισε, ευδοκία του Πατρός, την προσωπική ιστορία του ως άνθρωπος με ψυχή λογική και νοερή από την στιγμή της σύλληψής Του στην αγία μήτρα της Αειπαρθένου, για να διανύσει όλα τα στάδια των ανθρωπίνων μεθηλικιώσεων (το περίφημο «per omnes venit aetates» του αγίου Ειρηναίου) και διά του σταυρικού θανάτου και της αναστάσεως να εισέλθει στη δόξα του Πατρός «διά Πνεύματος αἰωνίου» (Εβρ. 9, 14).
Κατ’ εικόνα του προτύπου της και κάθε ανθρώπινη ύπαρξη ξεκινά το θεανδρικό ταξίδι της προς τη θεοκοινωνία ως ύπαρξη έμψυχη και εικόνα του Υιού του Θεού από τη στιγμή της συλλήψεώς της στον μητρικό κόλπο. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Γάλλος Ορθόδοξος θεολόγος Ζαν-Κλωντ Λαρσέ: «Για τους Πατέρες η εικόνα του Θεού είναι παρούσα στον άνθρωπο από την στιγμή της συλλήψεώς του, μολονότι ο νους, στον οποίο εντοπίζεται το κατ’ εικόνα, δεν μπορεί να εκδηλωθεί όσο το σώμα δεν έχει πλήρως αναπτυχθεί…
Η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο… είναι η ανεξάλειπτη σφραγίδα του βαθύτερου είναι του, της αληθινής φύσης του της οποίας η συγκροτητική ουσιώδης αρχή, ο λόγος της, δεν μπορεί να μεταβληθεί.
Παρούσα στον άνθρωπο από τη στιγμή της σύλληψης του υφίσταται ακόμα και μετά τον θάνατό του, εφόσον ο θάνατος τροποποιεί τον τρόπο ύπαρξης του ανθρώπου αλλά όχι τον «λόγο» της φύσης του».
Θυμάμαι εδώ τον συγκλονιστικό ψαλμικό στίχο:
«Ἐπὶ σὲ ἐπεστηρίχθην ἀπὸ γαστρός, ἐκ κοιλίας μητρός μου σύ μου εἶ σκεπαστής· ἐν σοὶ ἡ ὕμνησίς μου διαπαντός» (Ψαλ. 70, 6) και πάλι: «Ἐπὶ σὲ ἐπερρίφην ἐκ μήτρας, ἐκ κοιλίας μητρός μου Θεός μου εἶ σύ»! (Ψαλμ. 21, ).
Το έμβρυο είναι ήδη στον μητρικό κόλπο δυνάμει μέλος της Διαθήκης του Θεού των πατέρων Του, δυνάμει μέτοχος της πολιτείας του καινού Ισραήλ της χάριτος (Εφεσ. 2, 12).
Η προσωπική ιστορία μας ξεκινά από την μήτρα της μάνας μας, θα μας θυμίσει ο Ιερεμίας (Ιερ. 1, 4) αλλά και ο συγγραφέας της Σοφίας Σολομώντος. (Σοφ. Σολ. 7, 1-3). Ο Θεός «ξεχωρίζει» και «αγιάζει», κατά την βουλή Του, διακόνους των Διαθηκών Του ήδη από τον μητρικό κόλπο, όπως βεβαιώνει η προφηταποστολική μαρτυρία (Ιερεμίας και Παύλος).
Ο Θεός δύναται ακόμη και εκ μήτρας να αναδείξει το έμβρυο σε προφήτη του Υιού Του, όπως καταδεικνύει η περίπτωση του Βαπτιστού Ιωάννου, ο οποίος επλήσθη Πνεύματος προφητείας στην κοιλιά της αγίας μητέρας του (Λουκ. 1, 44).
Εν τέλει ο Κύριος μας καλεί όλους στην αγάπη Του από τη σύλληψή μας κατά τον προαιώνιο εν Χριστώ προορισμό μας «εἰς υἱοθεσίαν».
Η συνειδητοποίηση του μυστηρίου αυτού αποβαίνει για τους γονείς κλήση όχι μόνον να μεριμνήσουν για την βιολογική διεκπεραίωση της εγκυμοσύνης, αλλά, πολύ να περισσότερο, να καλλιεργήσουν για το παιδί τους ήδη από τη φάση της κυοφορίας του εκκλησιαστικό περιβάλλον: Οι γονείς μπορούν να δανείσουν στο έμβρυο την φωνή και τη λογική προσευχή τους για να ακουσθεί η σεσιωπημένη προσευχή του εμβρύου, να σαρκώσουν την ύμνηση του νέου ανθρώπου σε πράξη προσευχής και αγάπης: «ἐκ κοιλίας μητρός μου Θεός μου εἶ σύ… ἐν σοὶ διὰ παντός ἡ ὕμνησίς μου»! Κάθε άμβλωση ισοδυναμεί με διάρρηξη της δυναμικής πορείας εκκλησιοποιήσεως ενός ανθρώπινου όντος, μια άρνηση της εικόνας του Θεού στον άνθρωπο, ένα τραγικό φτώχεμα της Εκκλησίας, ένα φτώχεμα του ίδιου του Θεού, καθόσον με προμηθεϊκή αλαζονεία του αρνούμαστε την εκδήλωση της άπειρης αγάπης του σε ένα νέο ανθρώπινο πρόσωπο.
2. Η μαρτυρία της κανονικής παραδόσεως της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας
Έρχομαι τώρα στην κανονική μαρτυρία, στην διδασκαλία δηλαδή της κανονικής παραδόσεως.
Από την μελέτη του συνόλου των μαρτυρίων εξάγονται, φρονώ, τα ακόλουθα σημεία, τα οποία παραθέτω επιγραμματικώς:
α) Δεν γίνεται δεκτή η διάκριση μεταξύ «ἐκμεμορφωμένου» και «ἀνεξεικονίστου» εμβρύου-foetus ως προς την αποτίμηση της απαξίας της αμβλώσεως και της ποιμαντικής οικονομήσεως του ή των μετανοούντων (2ος Καν. Μ. Βασιλείου). Συναφώς απορρίπτεται η θεωρία περί μεταγενέστερης ή σταδιακής «εμψύχωσης» του εμβρύου
β) Η εκούσια διακοπή της κυήσεως ισοδυναμεί με φόνο (21ος καν. Αγκύρας, 2ος καν. Βασίλειος, 91ος καν. Πενθέκτης), γεγονός που εξηγείται με βάση την δογματική και θεολογική συνείδηση της Εκκλησίας περί της «εξ άκρας συλλήψεως» υπάρξεως εμβρύου εμψυχωμένου με ψυχή λογική και νοερά –έστω κι αν η διαδικασία συμπληρώσεως του δυνάμει υπάρχοντος λογικού άρχεται και ολοκληρώνεται μετά την γέννηση.
γ) Η άμβλωση -ο Μ. Βασίλειος το υπογραμμίζει- δεν στρέφεται μόνον εναντίον του εμβρύου αλλά και εναντίον της ίδιας της εγκυμονούσης μητέρας, η οποία έτσι αναδεικνύεται, τραγικώ τω τρόπω, σε θύτη και θύμα.
δ) Παρόλα αυτά το προβλεπόμενο επιτίμιο για την μετανοούσα ήδη από τον 4ου αιώνα (με τον 21ο κανόνα της Συνόδου της Αγκύρας και τον 2ο κανόνα του Μ. Βασιλείου) δεν είναι αυτό του εκουσίου φόνου, αλλά συντέμνεται κατά το ήμισυ.
ε) Οι κανονικές διατάξεις στρέφουν την προσοχή μας και στην βαρύτατη ευθύνη που έχει όποιος ή όποιοι βοηθούν την γυναίκα να αποβάλει, δηλαδή, θα λέγαμε, εφαρμόζοντάς τον κανόνα στην σύγχρονη εποχή μας, ο ιατρός ή η νοσηλευτική μονάδα που διενεργεί την διακοπή της κύησης.
Κατ’ επέκταση αναδύεται εξίσου βαριά η ευθύνη του άρρενος συντρόφου ή συζύγου, τυχόν αδιάφορων γονέων και άλλων ενδεχομένως προσώπων που με την στάση τους συμβάλλουν στην άμβλωση. 
στ) Αν λάβουμε, τέλος υπ’ όψη μας το Κανονικόν του αγίου Ιωάννου του Νηστευτού, αλλά και την πράξη που ακολουθεί η Ορθόδοξη Εκκλησία κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο -όπως καταφαίνεται από μια περίπτωση άμβλωσης που αντιμετωπίσθηκε τον 14ο αιώνα σύμφωνα με κειμενική μαρτυρία που παρουσίασε η Μαρί Ελέν Κονγκουρντώ- παρατηρείται μια περαιτέρω τάση «οικονομικής» αντιμετώπισης της γυναίκας, ακόμη και ενάντια στις τάσεις της σχετικής αυτοκρατορικής νομοθεσίας.
Εν τέλει σε μια άμβλωση η γυναίκα μπορεί να μην είναι η μόνη αθώα, όπως ο ισχυρίστηκε ο «άγιος» των παπικών Αλφόνσος, είναι όμως βέβαιο ότι δεν είναι η μόνη υπεύθυνη: Εδώ επιβάλλεται να αναλογισθούμε την ευθύνη του άρρενος συντρόφου/συζύγου, την αμέλεια ή την αδιαφορία των γονέων για την διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους, την ελευθεριότητα κάποιων από αυτούς που έχουν επιφορτισθεί με την εκπαίδευση τους, αλλά και τα μεγάλα, ενίοτε, ελλείμματα που παρουσιάζει η ποιμαντική, κατηχητική και θεολογική εγρήγορση πολλών από εμάς που διακονούμε από διάφορες θέσεις την Εκκλησία.
3. Ορόσημα ποιμαντικής ευθύνης και μέριμνας
Ερχόμαστε στην λεπτότερη πτυχή του προβλήματος, την ποιμαντική ευθύνη της Εκκλησίας και τον τρόπο εκδήλωσή της. Όπως ήδη είπα, στην παπική Δύση ο «άγιος» Αλφόνσος είχε πει ότι σε μια άμβλωση ο μόνος που δεν φταίει είναι η γυναίκα.
Δεν μπορώ να ξέρω ποιο είναι το μερίδιο ευθύνης της εγκύου σε περίπτωση αμβλώσεως· ξέρω όμως πως η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία δεν μπορεί να αγνοήσει τον ασφυκτικό οικογενειακό και κοινωνικό περίγυρο που σαν μέγγενη, ουκ ολίγες φορές, περισφίγγει μέχρι ασφυξίας μια κοπέλα με ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, πολλώ δε μάλλον αν αυτή η τελευταία είναι ανήλικη.
Αυτό ασφαλώς και δεν σημαίνει ότι θα δεχθεί το έγκλημα και θα επευλογήσει το αμάρτημα· όμως υποδεικνύει το μέτρο των δυσκολιών που οι υπεύθυνοι ποιμένες καλούνται να αντιμετωπίσουν.
Απαιτείται γνώση, οξυμμένο αίσθημα ευθύνης, ικανότητα ενσυναίσθησης, αλλά και εμμονή στην παραδεδομένη πίστη και ζωή της Εκκλησίας: Δεν βοηθούμε τον μετανοούντα όταν παραγνωρίζουμε ή υποτιμάμαι την βαρύτητα του αμαρτήματός του, όμοια όπως ο κομπογιαννίτης ιατρός ουδόλως δύναται να φανεί χρήσιμος στον ασθενή εφόσον παραβλέπει τη βαρύτητα του νοσήματος ή την επικινδυνότητα του τραύματος.
Η άμβλωση είναι ένα ιδιαιτέρως βαρύ αμάρτημα, εφόσον εν τέλει συνιστά φόνο ανθρώπινης ύπαρξης και μάλιστα ανυπεράσπιστης. Εκτός από τον Μ. Βασίλειο και τους Πατέρες της Πενθέκτης ως φόνο αντιλαμβάνονται την άμβλωση στην Ανατολή και οι Αθηναγόρας, Ιωάννης Χρυσόστομος και στην Δύση οι Μινούκιος Φήληξ, Τερτυλλιανός, Κυπριανός Καρθαγένης, Αμβρόσιος Μεδιολάνων, Ιερώνυμος και Καισάριος Αρελάτης κ. ά.
Είναι επίσης προφανές ότι η καταστροφή του κυοφορούμενου εμβρύου ισοδυναμεί με αφαίρεση ανθρώπινης ζωής, παντελώς αθώας, στην οποία δεν δόθηκε, δεν αναγνωρίστηκε κανέναν δικαίωμα, καμία δυνατότητα προστασίας.
Το έμβρυο διαθέτει δικό του DNA ήδη από της συλλήψεώς του, οπότε , σε αντίθεση με ό, τι υποστηρίζουν οι απανταχού της γης υποστηριχτές της αμβλώσεως ως δήθεν δικαιώματος κάθε γυναίκας, το έμβρυο δεν είναι pars ventris, δηλαδή τμήμα της κοιλίας, αλλά αυτοδύναμη ύπαρξη, όσο κι αν η επιβίωσή του εξαρτάται από την παραμονή του σε αυτήν μέχρι τον τοκετό. Η αντίληψη που βλέπει στην άμβλωση ένα ανθρώπινο δικαίωμα πρέπει περαιτέρω να καταγγελθεί ως καινοφανώς αποκρουστική.
Η ιστορία των αγώνων για τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν γνωρίζει δικαίωμα αφαίρεσης αθώας, αναπολόγητης και απροστάτευτης ζωής – εάν βεβαίως εξαιρέσουμε την φρικιαστική ναζιστική θεωρία περί ζωής «αναξίας προς το ζην» (Lebensunwertes Leben). Η έννοια του δικαιώματος είναι σύμφυτη με αυτή της προστασίας και την προαγωγής της ζωής, όχι με την υπονόμευση και την καταστροφή της.
Όλα τούτα είναι δεδομένα για την ζωντανή εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία. Εξίσου δεδομένη πρέπει να είναι εντούτοις και η λεπτότητα της ποιμαντικής αντιμετώπισης της γυναίκας που προέβη σε άμβλωση. Κρίνω, ειδικότερα, ως εξόχως λεπτή την περίπτωση ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης ανήλικης κοπέλας.
Σε τέτοιες η ποιμαντική μέριμνα θα πρέπει να εκδηλωθεί σύμφωνα με το πνεύμα της εκκλησιαστικής «οικονομίας». Όμως εδώ η δράση της Εκκλησίας αυτονοήτως να ξεκινήσει πολύ πριν τα πράγματα φτάσουν στην εγκυμοσύνη.
Με δεδομένη την πρόωρη σεξουαλική ενεργοποίηση των νέων στις δυτικές κοινωνίες, η οποία στην πατρίδα μας επισπεύδεται έτι μάλλον από την νεοελληνική ημιμάθεια (έλλειψη ενημέρωσης), την ψευδο-προοδευτικότητα αλλά και την δεσπόζουσα ιδεολογία της «ηδονοδοξίας» (Ι. Κουρεμπελές), οι περιπτώσεις ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης θα βαίνουν οσημέραι αυξανόμενες.
Η Εκκλησία καλείται να εντείνει την κατηχητική ενημέρωσή της εμμένοντας με προφηταποστολικό ηρωϊσμό και πατερική ετοιμότητα στην σημασία της εγκράτειας και της σωφροσύνης μέχρι τον νόμιμο γάμο.
Παράλληλα θα πρέπει να αποφύγει τον ηθικισμό και τις νομικιστικές προσεγγίσεις: Η εγκράτεια και οι λοιπές αρετές είναι εκφάνσεις μιας ασκητικής θεραπευτικής διαδικασίας στην οποία ο πιστός δεν διδάσκεται να συμμορφώνεται με νόρμες αλλά να καθαίρεται από τα πάθη καθ’ οδόν προς την μεταμορφωτική θεοκοινωνία.
Πρόκειται εντούτοις για έργο εξόχως δυσχερές δεδομένης της ογκούμενης εχθρότητας της ελληνικής πολιτείας προς το κατηχητικό έργο της Εκκλησίας και της ολοκληρωτικής σχεδόν εκκοσμίκευσης της κοινωνίας και τους αποχριστιανισμού μεγάλου μέρους του ελληνικού λαού.
Επομένως η Εκκλησία, παρά την προσπάθεια «κατηχητικής πρόληψης», θα πρέπει να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει ανήλικες κοπέλες με ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη.
Κι εδώ δεν θα αρκεί μόνον τη κατήχηση και το κήρυγμα. Οι άνθρωποι των ημερών μας βαρέθηκαν το κήρυγμα. Το μόνον που μπορεί να τους συγκινήσει είναι πράξη έλλογος και λόγος έμπρακτος.
Ο ιερός Χρυσόστομος έλεγε «οὐκ οἷς λέγομεν ἀλλ’ οἷς πράττομεν προσέχουσιν ἅπαντες». Και εδώ έχει πολλά να πράξει η Εκκλησία προκειμένου να αμβλύνει τις αφόρητες πιέσεις στις οποίες εκτίθεται μια ανήλικη εγκυμονούσα από το στενότερο οικογενειακό και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον της ώστε να διακόψει την ανεπιθύμητη κύηση. Δεν αρκεί μόνον ο λόγος και η νουθεσία· η ανάγκη, η ντροπή και το ψυχολογικό αδιέξοδο είναι δυνάμεις ασύγκριτα ισχυρότερες από την όποια παραίνεση.
Θα απαιτηθεί λοιπόν δημιουργία δομών στήριξης των εγκυμονουσών και ενίσχυση των υπαρχουσών. Ο πνευματικός που θα «απαιτήσει» από μια ανήλικη να κρατήσει και να γεννήσει το παιδί που φέρει στα σπλάχνα της πρέπει να ξέρει και να μπορεί να σταθεί δίπλα της· η τοπική Εκκλησία πρέπει να ξέρει και να μπορεί όχι μόνον «πνευματικά» αλλά και «υλικά» να σταθεί δίπλα στην ανήλικη που πρέπει πάση θυσία να αποφύγει το φόνο του παιδιού της.
Όμως πώς θα συμβεί αυτό χωρίς κατάλληλη γνώση, ασκητικό ήθος, ηρωικό φρόνημα αλλά και υλικές υποδομές;
Ομοίως θεραπευτική, μαρτυρική και ηρωική θα είναι η στάση της Εκκλησίας έναντι όσων τελικώς προέβησαν σε άμβλωση: Στόχος της Εκκλησίας δεν είναι η εξόντωση του αμαρτωλού αλλά η γιατρειά του· όχι η τιμωρία, αλλά η παιδαγωγία του· όχι η εκδίκηση αλλά η ιαματική αποκατάσταση.
Η Εκκλησία δεν φωνασκεί, αλλά μαρτυρεί· δεν κρίνει, αλλά δια-κρίνει (Ο Χριστός είναι ο ορισθείς υπό του Πατρός εσχατολογικός κριτής)· δεν καταδικάζει, αλλά «ετάζει».
Εν τέλει, όπως έλεγε ο αείμνηστος Ι. Ρωμανίδης, η Εκκλησία δεν στέλνει κανέναν ούτε στην κόλαση ούτε στον Παράδεισο· πολύ περισσότερο προετοιμάζει στα μυστήρια, την άσκηση, τη διδαχή και τη θεραπεία τα μέλη της για να δουν ως «παράδεισο» την έκπαγλη δόξα και φυσική ευπρέπεια του Θεού εν Χριστώ και όχι ως «κόλαση» και «πῦρ καταναλίσκον».
Στην προοπτική αυτή κατανοείται η αντιμετώπιση όσων εμπλέκονται στο βαρύ αμάρτημα της εκούσιας διακοπής της κύησης ενός νέου ανθρώπου ενός δυνάμει ήδη εκ κοιλίας μητρός του, εκκλησιοποιημένου όντος!
Ο δρόμος δύσβατος και η πορεία δολιχή. Αλλά ας μη λησμονούμε το ψαλμικό:
«Ἅπαξ ἐλάλησεν ὁ Θεός· δύο ταῦτα ἤκουσα, ὅτι τὸ κράτος τοῦ Θεοῦ, καὶ σοῦ, Κύριε, τὸ ἔλεος, ὅτι σὺ ἀποδώσεις ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ» (Ψαλμ. 61, 21-13).