Η παρουσία του Επισκόπου στον χώρο της Εκκλησίας αποτελεί εγγύηση
γνησιότητας της Αποστολικής παραδόσεως. Διασφαλίζεται και το περιεχόμενο
της πίστεως και αποδεικνύεται το ενδιαφέρον και η ποιμαντική μέριμνα
της Εκκλησίας για τα μέλη της, τους πιστούς.
Ο απόστολος Παύλος μας συμβουλεύει να πιστεύουμε στους πνευματικούς
μας ηγέτες και να ακούμε αυτά που μας λένε (Εβρ. 13, 17). Και προβάλλει
τον ουσιαστικό λόγο ότι «αυτοί αγρυπνούν για τη σωτηρία μας, επειδή θα
δώσουν λόγο στον Θεό για μας». Επειδή αυτοί είναι υπεύθυνοι για τη
σωτηρία μας και την πνευματική μας προκοπή, αγωνίζονται να φέρουν εις
πέρας το μεγάλο ποιμαντικό έργο που τους εμπιστεύθηκε η Εκκλησία. Αν
εμείς αποδίδουμε τον πρέποντα σεβασμό και την ανάλογη εμπιστοσύνη στο
πρόσωπό τους, τους βοηθάμε να προσφέρουν την πνευματική τους διακονία με
πολλή διάθεση και χαρά. Γιατί δεν θα τους στενοχωρούμε με την απείθεια
και ανυπακοή μας. Δεν είναι προς το πνευματικό μας συμφέρον να
πικραίνουμε εκείνους που μεριμνούν για την ψυχή μας.
Μάλιστα ο Απόστολος μας παροτρύνει να προσευχόμαστε για τους
Επισκόπους μας και όλους τους πνευματικούς πατέρες μας (Εβρ. 13, 18).
Όχι μόνο γιατί έχουν αναλάβει βαρύ πνευματικό έργο να φέρουν εις πέρας,
αλλά γιατί ό,τι κάνουν το κάνουν με αγαθή συνείδηση, με πηγαίο
ενδιαφέρον, με πνευματική ειλικρίνεια. Επιθυμία τους είναι να
συμπεριφέρονται σε μας όπως αρμόζει σε πνευματικούς ηγέτες και πατέρες.
Ιδιαίτερα δε ο απ. Παύλος δίνει βάρος και στην προσωπική επαφή του
Επισκόπου με το ποίμνιο (στ. 19).
Υπακοή στο περιεχόμενο της πίστεως ή στην προσωπική συμπεριφορά;
Ποια όμως θα ᾽πρεπε να είναι η συμπεριφορά των πιστών σε περιπτώσεις
πνευματικών ποιμένων που δεν ανταποκρίνονται στις πνευματικές τους
δεσμεύσεις έναντι του ποιμνίου τους;
Οι πατέρες της Εκκλησίας κάνουν διάκριση μεταξύ αφ᾽ ενός μεν
αποκλίσεων σε θέματα πίστεως και δογμάτων, αφ᾽ ετέρου δε σε θέματα
ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ο ιερός Χρυσόστομος μας διδάσκει ότι σε θέματα
που αφορούν στο δόγμα και στο περιεχόμενο της πίστεώς μας δεν υπάρχουν
περιθώρια συμβιβασμού.
Δεν επιτρέπεται να υπακούουμε σε αιρετικές διδασκαλίες έστω κι αν
προέρχονται από χείλη επισκόπων ή πνευματικών ποιμένων: «Αν διαστρέφει
το δόγμα της πίστεως να μην πεισθείς, να μην υπακούσεις, έστω κι αν
λέγονται από αγγελικά χείλη». Όμως αν ο πνευματικός ηγέτης «διδάσκει την
ορθή διδασκαλία της Εκκλησίας, να ακούς και να προσέχεις αυτά που λέει
(έστω κι αν στην προσωπική του ζωή δεν είναι συνεπής)».
Η καταφρόνηση εκ μέρους μας των ποιμένων είναι καταφρόνηση του ίδιου
του Θεού που τους χειροτόνησε, λέει ο ιερός Πατέρας. Οι προσωπικές
αμαρτίες του επισκόπου ή του ιερέα ή του διακόνου δεν παρεμποδίζουν τη
χάρη του Αγίου Πνεύματος να αγιάζει τα μυστήρια και τις ιεροτελεστίες.
Διότι «δια πάντων ενεργεί, έστω κι αν οι κληρικοί αυτοί είναι ανάξιοι,
κι αυτό για χάρη του πιστού λαού», συνεχίζει ο ιερός Πατέρας.
Ο Επίσκοπος και πνευματικός ηγέτης ως τύπος Χριστού
Ο απ. Παύλος για να μας τονίσει τη μεγάλη αξία της υπακοής στους
Ποιμένες της Εκκλησίας μας υπενθυμίζει τον μεγάλο ποιμένα της Εκκλησίας
Χριστό (Εβρ. 13, 20). Εκείνος έχει χρισθεί με το αίμα του ως σωτήρας μας
από τον Θεό που τον ανέστησε απ᾽ τους νεκρούς. Είναι το αίμα της Καινής
Διαθήκης, της καινούργιας συμφωνίας Θεού και ανθρώπου στο πρόσωπο του
Ιησού Χριστού. Σ᾽ αυτόν εδράζεται η σωτηρία μας και είναι βέβαιη και
ασάλευτη. Ανθρώπινα λάθη ή σκάνδαλα δεν μπορούν να επηρεάσουν αυτή τη
σχέση μας.
Ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, βασιζόμενος σ᾽ αυτή τη θεολογική αλήθεια
μας συμβουλεύει: «Πάντες τω Επισκόπω ακολουθείτε, ως ο Ιησούς τω
Πατρί». Η υπακοή μας στους ποιμένες της Εκκλησίας είναι υπακοή στον
Χριστό που κι ο ίδιος έκανε υπακοή στον Πατέρα του. «Εις τιμήν Θεού
γίνεται» λέει ο ίδιος Πατέρας. Με άλλα λόγια, η τιμή προς τον επίσκοπο,
τον ποιμένα, είναι τιμή προς τον Θεό της πίστεώς μας.
Δεν είναι μόνο η πίστη που μας αξιώνει να είμαστε Ορθόδοξοι, αλλά και
η στενή πνευματική μας σχέση με τους εκκλησιαστικούς μας ποιμένες που
φέρουν την αδιάκοπη αποστολική διαδοχή, την παράδοση της πνευματικής
σκυτάλης της ιεράς παραδόσεως, την αμώμητη θεία παρακαταθήκη του
σαρκωμένου Θεού, του σώματος και του αίματος του Χριστού.
Η ζωή του αληθινού ποιμένα και πιστού είναι πόλη κτισμένη ψηλά
Τίποτε δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς τον Θεό, καθώς «άνευ εμού ου
δύνασθε ποιείν ουδέν». Τα έργα μας για να είναι «έργα αγαθά», όπως λέει ο
Απόστολος, πρέπει να εμπνέονται από τον Θεό, από τη χάρη του Θεού, από
το Πανάγιο Πνεύμα (Εβρ. 13, 21). Κριτήριο της πολιτείας μας είναι ο
Χριστός και η χάρη του. Και αυτό το κριτήριο το έχει εμπιστευθεί στους
ποιμένες και επισκόπους της Εκκλησίας που χορηγούν τη χάρη του Θεού.
Ούτε εμείς, ούτε οι ποιμένες είμαστε ανεξέλεγκτοι. Γνώμονας αληθείας
είναι ο Θεάνθρωπος, η κεφαλή της Εκκλησίας.
Αν οφείλουμε εμείς να σεβόμαστε και να ακούμε τους πνευματικούς μας
ποιμένες, την ίδια στιγμή και οι ποιμένες μας έχουν χρέος αιώνιο να
είναι πιστοί μιμητές του Χριστού και των Αποστόλων. Για να έχουν
παρρησία στον Θεό και Εκείνος να ακούει τις προσευχές τους. Και με τη
σειρά του να δέχεται τα αιτήματά μας μέσω του μεσίτη της Καινής
Διαθήκης, Ιησού Χριστού. Και εμείς και οι ποιμένες μας οφείλουμε να
είμαστε φως που φωτίζει, που διδάσκει, που εμπνέει. Ο σκανδαλισμός των
απλών ανθρώπων, των αδυνάτων, προσκρούει στα λόγια του Κυρίου (Ματθ. 18,
6). λόγια που ακούγονται σκληρά αλλά μας διδάσκουν πόσο προσεκτικοί
πρέπει να είμαστε, ποιμαινόμενοι και ποιμένες, στην προσωπική και
κοινωνική ζωή μας μέσα στον κόσμο, για να μην σκανδαλίζουμε αλλά να
καθοδηγούμε.
(Πηγή: ΦΩΝΗ ΚΥΡΙΟΥ, 6 Δεκεμβρίου 2009)