ΕΝΟΤΗΤΑ Β’ – ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΚΑΙ ΔΙΔΑΚΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο Ἀντώνης Κοσκινᾶς ἀπό τό χωριό Κουραμάδες Κερκύρας ἦταν
παιδί ὅταν οἱ γονεῖς του τόν ἔστειλαν σέ καιρό χειμῶνος στό
χωριό Βαρυποτάδες, ὅπου ὑπῆρχε μύλος, γιά νά ἀλέση ἕνα
σακκούλι καλαμπόκι. Ἦταν ἀρκετά μεγάλη ἡ ἀπόσταση γιά τήν
ἡλικία του. Πῆγε πεζός ἀλλά καθυστέρησε πολύ γιατί ἔδινε
τήν σειρά του στούς ἄλλους. Ἔμεινε τελευταῖος καί τόν πῆρε ἡ
νύχτα.
Ἡ μητέρα του ἀνησύχησε γιά τό παιδί της καί παίρνοντας ἕνα
φανάρι πῆγε νά τό ἀναζητήση. Φοβόταν μήπως περνώντας μία
ρεματιά μέ δένδρα τοῦ ἐπιτεθοῦν τά τσακάλια, τά ὁποῖα
κρύβονταν ἐκεῖ καί τή νύχτα ἐπετίθεντο στούς περαστικούς.
Ὅταν ἔφθασε στό ὕψωμα φώναξε μέ ὅλη της τήν δύναμη:
«Ἀντώνηηη…». Ἄκουσε τήν φωνή τοῦ παιδιοῦ της ἀπό τό ἀπέναντι
ὕψωμα νά ἀποκρίνεται: «Ἐδῶ εἶμαι…». Ἡ μητέρα του
θορυβήθηκε γιατί τό παιδί της θά ἔμπαινε στό ἐπικίνδυνο ρέμα
καί ποιός θά τό βοηθοῦσε μέσα στό σκοτάδι;
Ξαφνικά βλέπει ἔκπληκτη τόν Ἀντώνη κοντά της.
–Παιδί μου, ἐσύ ἐδῶ; Πῶς ἀρέβαρες (ἔφθασες) δελέγκου (στήν στιγμή) μέ τήν ἀπολοή σου;
–Μάννα
μου, δέν ἦρθα μοναχός μου. Μ᾽ ἀνέβασε ἕνας καβαλλάρης π᾽
ἄστραφτε τ᾽ ἄλογό του γιατί μέ λυπήθηκε ὁπόκλαιγα, καί μ᾽
ἔφερε.
–Καί ἀπό ποῦθε ἦταν ὁ καβαλλάρης καί πῶς δέν ἄκουσα τά πέταλα τ᾽ ἀλόγου του;
–Μοὖπε ὅτι εἶναι ἀπό τσού Ψωραρούς καί τόνε λένε Προκόπη, μά τό ἄλογό του δέν ἐπατοῦσε τή γῆς γιατί ἐπέτουνε.
Ἡ μητέρα κατάλαβε ὅτι πρόκειται γιά θαῦμα τοῦ ἁγίου
Προκοπίου. Τήν ἄλλη μέρα παίρνει τόν Ἀντώνη καί πηγαίνουν στήν
Ἐκκλησία του στό κοντινό Χωριό Ψωραροί (σήμερα Ἅγιος
Προκόπιος). Μόλις εἶδε τήν εἰκόνα του ὁ Ἀντώνης ξεφώνησε:
«Αὐτός ἦταν, μάννα μου, πού μέ γλύτωσε».
Εὐχαρίστησαν τόν Ἅγιο καί ἀπό τότε ὁ Ἀντώνης ἀφοῦ
προσκολλήθηκε στήν Ἐκκλησία, δόθηκε ὁλόψυχα στόν Θεό.
Διακρινόταν γιά τήν εὐλάβειά του, τήν ἀσκητικότητά του καί
γιά τίς ἄλλες ἀρετές του.
Τό 1839 οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ Ἅγιος Ἰωάννης τοῦ Πετριτῆ,
πού εἶχαν ἀνάγκη ἐφημερίου, ζήτησαν νά γίνη ἱερέας τους ὁ
Ἀντώνης ἀπό τόν Ὕπαρχο τοῦ Νησιοῦ καί ἔλαβαν τήν ἄδειά του.
Ἔτσι ὁ Ἀντώνης χειροτονήθηκε ἱερομόναχος μέ τό ὄνομα
Ἄνθιμος. Ἦταν καταρτισμένος στά ἐκκλησιαστικά γράμματα καί
γνώστης τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς. Ζοῦσε ἀσκητικά καί ἦταν
πολύ ἐλεήμων. Εἶχε φήμη Ἁγίου. Ὅταν ἐκοιμήθη,
ἐνταφιάσθηκε κατά πάνδημη ἀπαίτηση μέσα στήν Ἐκκλησία τοῦ
ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου στούς Κουραμάδες, σάν νά ἦταν
ἅγιο Λείψανο. Γύρω στά 1960, ὅταν ὁ κανδηλανάπτης πήγαινε τή
νύχτα ν᾽ ἀνάψη τά καντήλια, ἔβλεπε ἕνα ἀνεξήγητο
ὑπερφυσικό φῶς νά φωτίζη τίς πλάκες τοῦ δαπέδου. Ρωτώντας
ἔμαθε ὅτι ἐκεῖ εἶναι θαμμένο τό λείψανο τοῦ ἱερομονάχου
Ἀνθίμου.