Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2019

«Αὐ­τός ἦ­ταν, μάν­να μου, πού μέ γλύ­τω­σε»...

Σχετική εικόναΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – Ὁ ἅγιος Προκόπιος τόν πῆρε στό ἄλογό του
ΕΝΟΤΗΤΑ Β’ – ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΚΑΙ ΔΙΔΑΚΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
   Ο Ἀντώ­νης Κο­σκι­νᾶς ἀ­πό τό χω­ριό Κου­ρα­μά­δες Κερ­κύ­ρας ἦταν παι­δί ὅ­ταν οἱ γο­νεῖς του τόν ἔ­στει­λαν σέ και­ρό χει­μῶ­νος στό χω­ριό Βα­ρυ­πο­τά­δες, ὅ­που ὑ­πῆρ­χε μύ­λος, γι­ά νά ἀ­λέ­ση ἕ­να σακ­κού­λι κα­λαμ­πό­κι. Ἦ­ταν ἀρ­κε­τά με­γά­λη ἡ ἀ­πό­στα­ση γι­ά τήν ἡ­λι­κί­α του. Πῆ­γε πε­ζός ἀλ­λά κα­θυ­στέ­ρη­σε πο­λύ για­τί ἔ­δι­νε τήν σει­ρά του στούς ἄλ­λους. Ἔ­μει­νε τε­λευ­ταῖ­ος καί τόν πῆ­ρε ἡ νύ­χτα.
   Ἡ μη­τέ­ρα του ἀ­νη­σύ­χη­σε γι­ά τό παι­δί της καί παίρ­νοντας ἕ­να φα­νά­ρι πῆ­γε νά τό ἀ­να­ζη­τή­ση. Φο­βό­ταν μή­πως περ­νώντας μί­α ρε­μα­τιά μέ δέν­δρα τοῦ ἐ­πι­τε­θοῦν τά τσα­κά­λια, τά ὁ­ποῖ­α κρύ­βο­νταν ἐ­κεῖ καί τή νύ­χτα ἐ­πε­τί­θε­ντο στούς πε­ρα­στι­κούς.
  Ὅ­ταν ἔ­φθα­σε στό ὕ­ψω­μα φώ­να­ξε μέ ὅ­λη της τήν δύ­να­μη: «Ἀντώ­νη­η­η…». Ἄ­κου­σε τήν φω­νή τοῦ παι­διοῦ της ἀ­πό τό ἀ­πέ­ναντι ὕ­ψω­μα νά ἀ­πο­κρί­νε­ται: «Ἐ­δῶ εἶ­μαι…». Ἡ μη­τέ­ρα του θο­ρυ­βή­θη­κε για­τί τό παι­δί της θά ἔμ­παι­νε στό ἐ­πι­κίν­δυ­νο ρέμα καί ποιός θά τό βο­η­θοῦ­σε μέ­σα στό σκο­τά­δι;
Ξαφ­νι­κά βλέ­πει ἔκ­πλη­κτη τόν Ἀντώ­νη κοντά της.
–Παι­δί μου, ἐ­σύ ἐ­δῶ; Πῶς ἀ­ρέ­βα­ρες (ἔ­φθα­σες) δε­λέγ­κου (στήν στιγ­μή) μέ τήν ἀ­πο­λο­ή σου;
–Μάν­να μου, δέν ἦρ­θα μο­να­χός μου. Μ᾽ ἀ­νέ­βα­σε ἕ­νας κα­βαλ­λά­ρης π᾽ ἄ­στρα­φτε τ᾽ ἄ­λο­γό του για­τί μέ λυ­πή­θη­κε ὁ­πό­κλαι­γα, καί μ᾽ ἔ­φε­ρε.
–Καί ἀ­πό ποῦ­θε ἦ­ταν ὁ κα­βαλ­λά­ρης καί πῶς δέν ἄ­κου­σα τά πέ­τα­λα τ᾽ ἀ­λό­γου του;
–Μοὖ­πε ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­πό τσού Ψω­ρα­ρούς καί τό­νε λέ­νε Προ­κό­πη, μά τό ἄ­λο­γό του δέν ἐ­πα­τοῦ­σε τή γῆς για­τί ἐ­πέ­του­νε.
    Ἡ μη­τέ­ρα κα­τά­λα­βε ὅ­τι πρό­κει­ται γι­ά θαῦ­μα τοῦ ἁ­γί­ου Προ­κο­πί­ου. Τήν ἄλ­λη μέ­ρα παίρ­νει τόν Ἀντώ­νη καί πη­γαί­νουν στήν Ἐκ­κλη­σί­α του στό κοντι­νό Χω­ριό Ψω­ρα­ροί (σή­με­ρα Ἅγιος Προ­κό­πιος). Μό­λις εἶ­δε τήν εἰ­κό­να του ὁ Ἀντώ­νης ξε­φώ­νη­σε: «Αὐ­τός ἦ­ταν, μάν­να μου, πού μέ γλύ­τω­σε».
   Εὐ­χα­ρί­στη­σαν τόν Ἅ­γιο καί ἀ­πό τό­τε ὁ Ἀντώ­νης ἀφοῦ προ­σκολ­λή­θη­κε στήν Ἐκ­κλη­σί­α, δό­θη­κε ὁ­λό­ψυ­χα στόν Θεό. Δια­κρι­νό­ταν γι­ά τήν εὐ­λά­βειά του, τήν ἀ­σκη­τι­κό­τη­τά του καί γι­ά τίς ἄλ­λες ἀ­ρε­τές του.
   Τό 1839 οἱ κά­τοι­κοι τοῦ χω­ριοῦ Ἅ­γι­ος Ἰ­ω­άν­νης τοῦ Πε­τρι­τῆ, πού εἶ­χαν ἀ­νάγ­κη ἐ­φη­με­ρί­ου, ζή­τη­σαν νά γί­νη ἱ­ε­ρέ­ας τους ὁ Ἀντώ­νης ἀ­πό τόν Ὕ­παρ­χο τοῦ Νη­σιοῦ καί ἔ­λα­βαν τήν ἄ­δειά του. Ἔ­τσι ὁ Ἀ­ντώ­νης χει­ρο­το­νή­θη­κε ἱ­ε­ρο­μό­να­χος μέ τό ὄ­νο­μα Ἄν­θι­μος. Ἦ­ταν κα­ταρ­τι­σμέ­νος στά ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά γράμ­μα­τα καί γνώ­στης τῆς βυ­ζαντι­νῆς μου­σι­κῆς. Ζοῦ­σε ἀ­σκη­τι­κά καί ἦ­ταν πο­λύ ἐ­λε­ή­μων. Εἶ­χε φή­μη Ἁ­γί­ου. Ὅ­ταν ἐ­κοι­μή­θη, ἐντα­φι­ά­σθη­κε κα­τά πάν­δη­μη ἀ­παί­τη­ση μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Κα­λυ­βί­του στούς Κου­ρα­μά­δες, σάν νά ἦ­ταν ἅ­γιο Λεί­ψα­νο. Γύ­ρω στά 1960, ὅ­ταν ὁ καν­δη­λα­νά­πτης πή­γαι­νε τή νύ­χτα ν᾽ ἀ­νά­ψη τά καντή­λια, ἔ­βλε­πε ἕ­να ἀ­νε­ξή­γη­το ὑ­περ­φυ­σι­κό φῶς νά φω­τί­ζη τίς πλά­κες τοῦ δα­πέ­δου. Ρω­τώντας ἔ­μα­θε ὅ­τι ἐ­κεῖ εἶ­ναι θαμ­μέ­νο τό λεί­ψα­νο τοῦ ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου Ἀν­θί­μου.