Ὁ γέρων Γρηγόριος καθηγούμενος τῆς ἱ. μονῆς Δοχειαρίου γράφει γιὰ τοὺς κοιμηθέντας Λογγοβαρδῖτες
Αὐτὲς
τὶς μέρες δύο ἀστέρια μᾶς ἔσκιαξε τὸ μαῦρο σύννεφο τῆς παρακοῆς τοῦ
Ἀδάμ, ὁ θάνατος. Στὴν κοινὴ ἀνάσταση ὅμως θὰ τὸ κυνηγήση ὁ ἦχος τῆς
σάλπιγγος καὶ θὰ μᾶς ξαναφέξουν.
Ἡ παιδεία του καὶ τὰ σπουδαῖα ἑλληνικὰ ποὺ γνώριζε δὲν τὸν ἄφηναν νὰ μὴ πονᾶ γιὰ τὰ λάθη ποὺ εἶχαν τὰ βιβλία καὶ πάντοτε, ὅταν ἔψαλλε καὶ διάβαζε, εἶχε μαζί του τὸ κοντύλι νὰ διορθώση στὰ ἔντυπα τὰ λάθη. Δὲν συσχηματίσθηκε μὲ τὴν τάση τῶν νέων μοναχῶν νὰ ἐξέρχωνται ἀπὸ τὴν ἀποκλείστρα τους γιὰ διαλέξεις καὶ ἐπιδείξεις γνώσεων καὶ –τὸ πιὸ φοβερὸ– γιὰ τὴν ἔκφραση ἐσωτερικῶν καταστάσεων τῆς μοναχικῆς καρδιᾶς, ἀλλὰ παρέμεινε στὸ μοναστήρι ἀκριβὴς τηρητὴς τῆς λογγοβαρδίτικης παράδοσης. Μὲ τὴν παιδεία του ὁ γερο-Ἰάκωβος εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ ἐμφανισθῆ στὸ γυαλί, ἀλλὰ εἶναι ἀλήθεια πὼς τὸ θεωροῦσε βδέλυγμα καὶ ἐρήμωση τῆς καρδιᾶς τοῦ μοναχοῦ, γιατὶ πίστευε ὅτι ὁ μοναχὸς εἶναι ἐσχατολογικὸς προφήτης καὶ διδάσκαλος.
Ὠργάνωσε τὴν βιβλιοθήκη τοῦ μοναστηριοῦ, χειρόγραφα καὶ ἔντυπα, καὶ τὰ φύλαξε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ. Παρ᾽ ὅλο ποὺ δὲν ἦταν Ἕλληνας, δὲν ἐπέτρεψε στὸν ἑαυτό του νὰ ἀπολεσθῆ οὔτε φύλλο χαρτιοῦ.
Διάβαζε τὶς σύγχρονες μεταφράσεις τῶν Πατέρων καὶ ὠνείδιζε τὴν ἀγραμματοσύνη τῶν ἑλλήνων μεταφραστῶν, φωνάζοντας δυνατά: «Καταστρέφουν τὰ κείμενα». Ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὰ ἔντυπα ποὺ παρακολουθοῦσε, πολλὴ λύπη ἀποκόμιζε γιὰ τὶς θέσεις ποὺ εἶχαν γιὰ κάποια θέματα τῆς Ἐκκλησίας. Ἦταν –ὅπως ἔλεγε– «τέλεια ἐφημερίδες· δὲν ἐκφράζουν κάτι οὔτε γιὰ τὴν πίστη, οὔτε γιὰ τὴν οἰκοδομὴ τῶν χριστιανῶν. Οἱ Νεοέλληνες εἶναι οἱ καλύτεροι συγγραφεῖς τοῦ κόσμου, ὅταν γκρεμίζουν τὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς παραδόσεως. Τότε χύνουν πολὺ μελάνι στὸ χαρτί τους».
Διακόνησε ὄχι ἐξουσιαστικὰ, ἀλλὰ παρακλητικὰ καὶ μάλιστα, ὅταν ἔμεινε ὁ μοναδικὸς διαβαστὴς καὶ ψάλτης στὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς, διάβαζε καὶ ἔψαλλε ρωμαλέα, σὰν νὰ εἶχε ἀκροατήριο, ἐνῶ ἦταν μόνος του. Δὲν μπουρμπούλιαζε τὰ γράμματα τῆς Ἐκκλησίας, δὲν τά ᾽βλεπε μόνον μὲ τὸ μάτι, ἀλλὰ ἀπέδιδε τὴν λατρεία ὅπως οἱ ἀρχαῖοι ἡμῶν πατέρες. Δὲν ἦταν οὔτε καλλίφωνος οὔτε γλυκόφθογγος, ἀλλὰ καρδιακός. Δὲν ἡδύνετο ἡ ἀκοὴ τοῦ ἀκροατῆ τόσο, ὅσο ἡ καρδιά του.
Ξεναγοῦσε τοὺς Εὐρωπαίους, τοὺς ὁποίους χαρακτήριζε ἀρειανόφρονες, ἐπειδὴ δὲν πιστεύουν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεός. Γι᾽ αὐτό, πάντοτε τὰ ἔφερνε ἔτσι τὰ πράγματα, ὥστε, τελειώνοντας τὴν ξενάγηση, νὰ φωνάζη μέσα στὴν ἐκκλησία «Ὁ Χριστὸς εἶναι Θεός». Ὅταν τὸν ρώτησα:
–Γιατί αὐτὸ τὸ φωνάζης τόσο δυνατά;
Μοῦ ἀπήντησε:
–Ἐκεῖ κεντράρω τὴν ξενάγησή μου. Δὲν στοχεύω νὰ τοὺς διηγηθῶ τὴν ἱστορία τῆς Μονῆς, ἀλλὰ νὰ τοὺς σφυρίξω στὸ αὐτὶ πὼς ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς καὶ ἄνθρωπος.
Ὑπῆρξε γνώστης τῆς βιογραφίας ὅλων τῶν Ἁγίων καὶ ὅλους τοὺς τιμοῦσε, ἰδιαίτερα ὅμως εὐλαβεῖτο τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο καὶ τὴν ἁγία Ἑλένη. Δὲν μᾶς ἄφηνε νὰ βάλουμε στὸ κατάγραφο Καθολικὸ ἕνα προσκυνητάρι μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βλαχερνιώτισσας, ἡ ὁποία κατὰ τὸν μακαριστὸ Φώτη Κόντογλου χρονολογεῖται ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς εἰκονομαχίας, γιατὶ θὰ ἔκρυβε τὴν τοιχογραφία τῶν ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης.
Σὲ ὅλα τὰ διακονήματα συμμετεῖχε ἐργαζόμενος φιλότιμα, καὶ στὶς ἀγροτικὲς δουλειὲς καὶ στὸ μαγειρεῖο, καὶ βίωνε ὅσο ἐλάχιστοι τὸ «δὲν ἦρθα γιὰ νὰ μὲ διακονήσετε, ἀλλὰ νὰ σᾶς διακονήσω». Μοῦ μένει πάντοτε ἀξέχαστη ἡ φιγούρα του μὲ τὴν ἄσπρη ποδιὰ καὶ τὰ τεθωρακισμένα ἀπὸ τὶς φόλες τοῦ μπαλωματῆ τσαγκάρη Σήφη παπούτσια.
Στὴν διατροφή του λιτὸς, ὅπως οἱ παλαιοὶ Λογγοβαρδίτες: ὄσπρια ὅλη τὴν ἑβδομάδα καὶ μόνον τὴν Κυριακὴ «παράκλησις», λίγο ψάρι. Ἦταν αὐστηρὸς τηρητὴς τῆς νηστείας τῆς Παρασκευῆς. Ποτὲ δὲν κατέλυε Παρασκευή, οὔτε τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, ποὺ γιόρταζε τὸ μοναστήρι του!
Τοῦ εἶπα μιὰ φορά:
–Νὰ σᾶς φτιάξω τσάι;
Καὶ ἀπήντησε:
–Δὲν εἶμαι ἄρρωστος. Πίνω νερὸ ἀπὸ τὴν βρύση.
Παρ᾽ ὅλο ποὺ ἦταν ξένος, δὲν εἶχε τὴν τρέλλα τῶν Ρώσσων ποὺ πίνουν συνέχεια τσάι, μοναχοὶ καὶ λαϊκοί. Τὸν εὐχαριστοῦσε τὸ νερό. Ἀρνήθηκες τὸ τσάι στὸν ρῶσσο μοναχό; Τὸν ἔκανες ἐχθρό σου. Θυσιάζει καὶ τὸ σχῆμα του ἀκόμα, ἀρκεῖ νὰ ἔχη τσάι.
Ἔκανε ὄνειρα γιὰ τὸ μοναστήρι, ἀλλὰ δὲν εὕρισκε ἀνταπόκριση. Τὰ ἔπαιρνε ὅλα πίσω καὶ γύριζε στὴν κέλλα του καλογερικός, ἁπλός, φρόνιμος, εὐγενής. Σὲ πολλὰ πράγματα ἦταν ἀπόλυτος, χωρὶς ὅμως νὰ στασιάζη καὶ νὰ φατριάζη. Ὥρισε τὸ μοναστήρι τὴν ὥρα τῆς τράπεζας, τὴν ὥρα τῆς ἐκκλησίας, τὴν ὥρα τῆς διακονίας. Τὰ ἤθελε αὐτὰ ἀπαρασάλευτα.
Δὲν τὸν ἤθελε τὸν σύγχρονο πολιτισμό: ἠλεκτρισμό, κινητό, ραδιόφωνο καὶ ὅλα ὅσα ἀλλοτριώνουν τὴν ζωὴ τοῦ μοναχοῦ. Μᾶς ἐπισκέφθηκε στὸ Δοχειάρι δύο φορές. Ὅταν τὴν δεύτερη φορὰ εἶδε ὅτι στὶς τουαλέτες εἴχαμε ἀλλάξει τὰ βυζαντινὰ τρίγωνα καὶ βάλαμε λεκάνες ἀπὸ πορσελάνη, πολὺ λυπήθηκε καὶ μοῦ εἶπε:
–Πολὺ φοβᾶμαι πὼς θὰ ὁμοιωθῆτε τοῖς ἔθνεσιν.
Ἔξω ἀπὸ τὸ καθολικὸ τῆς Μονῆς τῆς μετανοίας του ἔβαλαν οἱ πατέρες μιὰ λάμπα ἠλεκτρικὴ καί, ὅταν τελείωνε ἡ ἀκολουθία καὶ εἶχε μῆκος ἡ νύχτα, ἄναβαν τὴν λάμπα αὐτήν, γιὰ νὰ μὴ προσκόψουν τὰ γεροντάκια καὶ οἱ προσκυνητές. Ὁ Ἰάκωβος σκέπαζε ἐξερχόμενος τὸ πρόσωπό του μὲ τὸ ράσο του, γιὰ νὰ μὴ διαβῆ τὸ κατώφλι τῆς ἐκκλησίας μὲ τὸ ἠλεκτρικὸ φῶς, μὲ ἀποτέλεσμα κάποια φορὰ νὰ πέση κάτω καὶ νὰ σπάση τὴν λεκάνη του. Θυσίαζε ὥς καὶ τὴν ζωή του, προκειμένου νὰ παραμείνη στὴν ἀρχαία παράδοση!
Ἦταν ἀπόλυτος. Ἤθελε τὸν μοναχὸ ἀκριβῆ τηρητὴ τῶν ὑποσχέσεων ποὺ ἔδωσε ἐνώπιον τῆς Ἁγίας Τράπεζας. Ἄφησε κυριολεκτικὰ τὰ πάντα. Ἀκόμα καὶ μιὰ σύνταξη ποὺ ἔπαιρνε ἀπ᾽ τὴν ὑπηρεσία τους ὡς ἱερεύς, δὲν ρώτησε ποτὲ ἂν ἔρχεται στὸ μοναστήρι, πόση εἶναι καὶ ποῦ διατίθεται. Ὑπῆρξε ἔναντι τοῦ μοναστηριοῦ τίμιος σὲ ὅσα διαχειριζόταν.
Ἐξόδους ἀπ᾽ τὸ μοναστήρι δὲν εἶχε. Μιά-δυὸ φορὲς ἦρθε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Πάντοτε θεωροῦσε ἀνώτερη τὴν παράδοση τῆς Λογγοβάρδας ἀπὸ αὐτὴν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἔλεγε:
–Αὐτὲς οἱ δύο παραδόσεις γιὰ τὸ ἴδιο πρᾶγμα μιλοῦν, ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει μέτρο σύγκρισης μεταξύ τους. Μπορῶ νὰ πῶ πὼς πουθενὰ δὲν ταυτίζονται.
Ποτὲ δὲν περιήρχετο τοὺς διαδρόμους τοῦ μοναστηριοῦ, γιὰ νὰ βρῆ ἄνθρωπο νὰ κονέψη. Τέλειωσε τὸ Ἀπόδειπνο; Σφραγίστηκε ἡ μέρα, ἀλλὰ καὶ τὸ κελλὶ τοῦ Ἰακώβου.
Στὰ ἐμπερίστατα τοῦ μοναστηριοῦ ἔμενε ἀτάραχος. Ἡ δὲ εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ ἦταν ἀσταμάτητη, χωρὶς νὰ κάνη βιτρίνα καὶ χωρὶς νὰ ἐμφανίζεται στὸν κόσμο ὡς ἐργάτης αὐτῆς τῆς ὑψηλῆς προσευχῆς. Ἦταν πραγματικὰ ἡ ζωή του κεκρυμμένη ἐν τῷ Χριστῷ καὶ ἀσυμβίβαστη πέρα γιὰ πέρα στὸν ἐκσυγχρονισμὸ τοῦ μοναχισμοῦ. Κάθε χρόνο στὴν λιτανεία τῆς Παναγίας τῆς Καταπολιανῆς τρεῖς ἢ τέσσερις μοναχοὶ ἀπὸ τὴν Λογγοβάρδα προπορεύοντο τοῦ ἱερατείου. Τὸν ρώτησα:
–Σᾶς γεμίζει αὐτὸ τὴν ψυχή;
Καὶ μοῦ εἶπε:
–Ὄχι, ὑπακοὴ κάνω. Ὁ μοναχὸς ποὺ ἐπιδιώκει τὴν ἀφάνεια, αὐτὴν τὴν ὥρα μαρτυρεῖ ὅπως οἱ τρεῖς Παῖδες.
Ἦταν
εὐγενὴς στοὺς τρόπους, ἀλλὰ Ἄγγλος· δὲν τὸ εἶχε σὲ τίποτε νὰ σοῦ
ἐκφράση αὐτὰ ποὺ αἰσθανότανε. Καθόλου δὲν ἀγαποῦσε τὴν τρυφή, οὔτε στὴν
διατροφή του οὔτε στὰ ἐνδύματά του οὔτε στὴν διαμονή του. Ἀγαποῦσε πολὺ
τὴν ἁπλότητα σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς τῆς Μονῆς. Δὲν πρέπει νὰ
ἀποκρύψω πὼς ταλανίστηκε ἀπὸ λογισμούς, ἀλλὰ παρέμεινε βράχος
ἀμετακίνητος στὶς ἀπόκρημνες ἀκρογιαλιὲς τῆς Λογγοβάρδας. Θεωροῦσε τὴν
μοναχικὴ κουρὰ μυστήριο καὶ τοὺς ὅρκους μέχρι θανάτου ἀπαράβατους. Δὲν
πῆγε στὸ μοναστήρι νὰ παιδιαρίση, ἀλλὰ νὰ ἀθληθῆ καὶ νὰ στεφανωθῆ
νόμιμα.
Ὡς Ἄγγλος ἀποδοκίμαζε μὲ πολλὴ διάκριση τὰ προφαντικὰ καὶ πρωτόγνωρα μέσα στὸ μοναστήρι. Ἤξερε, ὡστόσο, νὰ ἐκτιμᾶ καὶ νὰ μετρᾶ κόπους καὶ θυσίες. Γι᾽ αὐτό, ὅταν μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ πατρὸς Ἐπιφανίου ἀνέλαβα ὡς ἡγουμενεύων τὸ μοναστήρι, δὲν μοῦ ἔφερε κανένα πρόσκομμα, καμμία δυσκολία, ἀλλὰ ἐδέχετο τὰ πάντα ἀδιαμαρτύρητα καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη του στὸ πρόσωπό μου ἦταν ἀκλόνητη. Στὸ βαθύ του γῆρας δοκιμάστηκε πάρα πολύ…
Καὶ τώρα ποὺ ἔφυγε, τὸν παρακαλῶ, ἂν ὁ Θεὸς δεχθῆ τοὺς καμάτους του, νὰ εὔχεται γιὰ μένα ποὺ ἀκόμα ὑπάρχω στὸν κόσμο καὶ σέρνω τὸ κάρο τῆς βιοτῆς μου γεμᾶτο ὑποχρεώσεις καὶ ἡγουμενικὰ καθήκοντα, ἀρρώστιες καὶ πόνους ψυχικοὺς καὶ σωματικούς.
Η
παράδοση καὶ γιὰ τὰ ἁπλᾶ πράγματα εἶναι σοβαρὴ ὑπόθεση, πολὺ
περισσότερο μάλιστα μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὲς τὶς μέρες δύο
γεροντάκια, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Γαβριήλ, ἀπίστευτο, ἀλλὰ ἀληθινό, ἔκλεισαν
μὲ τὸ τέλος τῆς βιοτῆς τους τὴν ἀρχαία παράδοση τῶν ἁγίων Κολλυβάδων
στὴν μονὴ τῆς Λογγοβάρδας. Ἀλώβητη τὴν κουβάλησαν, ὁ ἕνας ἑκατὸν πέντε
χρόνια καὶ ὁ ἄλλος ἐνενήντα πέντε. Ὁ ἕνας πεπαιδευμένος καὶ ὁ ἄλλος
ἀπαίδευτος. Ἄφησε ὁ πεπαιδευμένος τὴν μόρφωση τοῦ κόσμου καὶ μαθήτευσε
στὸν ἀπαίδευτο Γαβριήλ, ἢ μᾶλλον στὸν κάθε Γαβριὴλ ποὺ ἐγκαταβίωνε σ᾽ αὐτὸ τὸ μοναστήρι, χωρὶς νὰ αἰσθάνεται καθόλου μειωμένος.
Ὁ
γερο-Ἰάκωβος ἦταν ἀγγλικῆς καταγωγῆς καὶ παιδείας. Ἦταν ἀγγλικανὸς
ἱερέας καὶ τὸν προσέλαβε ἡ Ὀρθόδοξη Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία μὲ χρῖσμα. Ἐπειδὴ
λοιπὸν προσῆλθε μὲ οἰκονομία
στὴν Ὀρθοδοξία, ὁ γέροντας Φιλόθεος δὲν ἐπέτρεψε νὰ χειροτονηθῆ ἱερέας.
Ἦταν βέβαια δοκιμασία γι᾽ αὐτόν, ἀλλὰ τὴν ὑπέμεινε χωρὶς νὰ τὸ
σχολιάση. Τὰ πρῶτα χρόνια ὁ ἐπιχώριος ἐπίσκοπος δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ
ἐγκαταβιώση στὸ μοναστήρι, γιατὶ τὸν θεωροῦσε κατάσκοπο. Δὲν μποροῦσε νὰ
χωρέση ὁ νοῦς του ὅτι αὐτὸς ὁ εὐγενὴς καὶ ὑψηλόβαθμος στὴν παιδεία
Ἄγγλος τὰ ἐγκατέλειψε ὅλα, γιὰ νὰ γίνη μοναχὸς στὸ φτωχομονάστηρο τῆς
Πάρου, καὶ δημιουργοῦσε πόλεμο καὶ μάχες στὸ μοναστήρι ἡ ἀντίδρασή του.
Τὰ χρόνια ὅμως ποὺ ἔμεινε στὸ μοναστήρι ὁ γερο-Ἰάκωβος καὶ ὁ τρόπος τῆς
ζωῆς του διέψευσαν τὸν δεσπότη, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη τὸ ᾽58, ἐνῶ ὁ Ἰάκωβος
σήμερα. Ἡ παιδεία του καὶ τὰ σπουδαῖα ἑλληνικὰ ποὺ γνώριζε δὲν τὸν ἄφηναν νὰ μὴ πονᾶ γιὰ τὰ λάθη ποὺ εἶχαν τὰ βιβλία καὶ πάντοτε, ὅταν ἔψαλλε καὶ διάβαζε, εἶχε μαζί του τὸ κοντύλι νὰ διορθώση στὰ ἔντυπα τὰ λάθη. Δὲν συσχηματίσθηκε μὲ τὴν τάση τῶν νέων μοναχῶν νὰ ἐξέρχωνται ἀπὸ τὴν ἀποκλείστρα τους γιὰ διαλέξεις καὶ ἐπιδείξεις γνώσεων καὶ –τὸ πιὸ φοβερὸ– γιὰ τὴν ἔκφραση ἐσωτερικῶν καταστάσεων τῆς μοναχικῆς καρδιᾶς, ἀλλὰ παρέμεινε στὸ μοναστήρι ἀκριβὴς τηρητὴς τῆς λογγοβαρδίτικης παράδοσης. Μὲ τὴν παιδεία του ὁ γερο-Ἰάκωβος εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ ἐμφανισθῆ στὸ γυαλί, ἀλλὰ εἶναι ἀλήθεια πὼς τὸ θεωροῦσε βδέλυγμα καὶ ἐρήμωση τῆς καρδιᾶς τοῦ μοναχοῦ, γιατὶ πίστευε ὅτι ὁ μοναχὸς εἶναι ἐσχατολογικὸς προφήτης καὶ διδάσκαλος.
Ὠργάνωσε τὴν βιβλιοθήκη τοῦ μοναστηριοῦ, χειρόγραφα καὶ ἔντυπα, καὶ τὰ φύλαξε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ. Παρ᾽ ὅλο ποὺ δὲν ἦταν Ἕλληνας, δὲν ἐπέτρεψε στὸν ἑαυτό του νὰ ἀπολεσθῆ οὔτε φύλλο χαρτιοῦ.
Διάβαζε τὶς σύγχρονες μεταφράσεις τῶν Πατέρων καὶ ὠνείδιζε τὴν ἀγραμματοσύνη τῶν ἑλλήνων μεταφραστῶν, φωνάζοντας δυνατά: «Καταστρέφουν τὰ κείμενα». Ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὰ ἔντυπα ποὺ παρακολουθοῦσε, πολλὴ λύπη ἀποκόμιζε γιὰ τὶς θέσεις ποὺ εἶχαν γιὰ κάποια θέματα τῆς Ἐκκλησίας. Ἦταν –ὅπως ἔλεγε– «τέλεια ἐφημερίδες· δὲν ἐκφράζουν κάτι οὔτε γιὰ τὴν πίστη, οὔτε γιὰ τὴν οἰκοδομὴ τῶν χριστιανῶν. Οἱ Νεοέλληνες εἶναι οἱ καλύτεροι συγγραφεῖς τοῦ κόσμου, ὅταν γκρεμίζουν τὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς παραδόσεως. Τότε χύνουν πολὺ μελάνι στὸ χαρτί τους».
Διακόνησε ὄχι ἐξουσιαστικὰ, ἀλλὰ παρακλητικὰ καὶ μάλιστα, ὅταν ἔμεινε ὁ μοναδικὸς διαβαστὴς καὶ ψάλτης στὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς, διάβαζε καὶ ἔψαλλε ρωμαλέα, σὰν νὰ εἶχε ἀκροατήριο, ἐνῶ ἦταν μόνος του. Δὲν μπουρμπούλιαζε τὰ γράμματα τῆς Ἐκκλησίας, δὲν τά ᾽βλεπε μόνον μὲ τὸ μάτι, ἀλλὰ ἀπέδιδε τὴν λατρεία ὅπως οἱ ἀρχαῖοι ἡμῶν πατέρες. Δὲν ἦταν οὔτε καλλίφωνος οὔτε γλυκόφθογγος, ἀλλὰ καρδιακός. Δὲν ἡδύνετο ἡ ἀκοὴ τοῦ ἀκροατῆ τόσο, ὅσο ἡ καρδιά του.
Ξεναγοῦσε τοὺς Εὐρωπαίους, τοὺς ὁποίους χαρακτήριζε ἀρειανόφρονες, ἐπειδὴ δὲν πιστεύουν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεός. Γι᾽ αὐτό, πάντοτε τὰ ἔφερνε ἔτσι τὰ πράγματα, ὥστε, τελειώνοντας τὴν ξενάγηση, νὰ φωνάζη μέσα στὴν ἐκκλησία «Ὁ Χριστὸς εἶναι Θεός». Ὅταν τὸν ρώτησα:
–Γιατί αὐτὸ τὸ φωνάζης τόσο δυνατά;
Μοῦ ἀπήντησε:
–Ἐκεῖ κεντράρω τὴν ξενάγησή μου. Δὲν στοχεύω νὰ τοὺς διηγηθῶ τὴν ἱστορία τῆς Μονῆς, ἀλλὰ νὰ τοὺς σφυρίξω στὸ αὐτὶ πὼς ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς καὶ ἄνθρωπος.
Ὑπῆρξε γνώστης τῆς βιογραφίας ὅλων τῶν Ἁγίων καὶ ὅλους τοὺς τιμοῦσε, ἰδιαίτερα ὅμως εὐλαβεῖτο τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο καὶ τὴν ἁγία Ἑλένη. Δὲν μᾶς ἄφηνε νὰ βάλουμε στὸ κατάγραφο Καθολικὸ ἕνα προσκυνητάρι μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βλαχερνιώτισσας, ἡ ὁποία κατὰ τὸν μακαριστὸ Φώτη Κόντογλου χρονολογεῖται ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς εἰκονομαχίας, γιατὶ θὰ ἔκρυβε τὴν τοιχογραφία τῶν ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης.
Σὲ ὅλα τὰ διακονήματα συμμετεῖχε ἐργαζόμενος φιλότιμα, καὶ στὶς ἀγροτικὲς δουλειὲς καὶ στὸ μαγειρεῖο, καὶ βίωνε ὅσο ἐλάχιστοι τὸ «δὲν ἦρθα γιὰ νὰ μὲ διακονήσετε, ἀλλὰ νὰ σᾶς διακονήσω». Μοῦ μένει πάντοτε ἀξέχαστη ἡ φιγούρα του μὲ τὴν ἄσπρη ποδιὰ καὶ τὰ τεθωρακισμένα ἀπὸ τὶς φόλες τοῦ μπαλωματῆ τσαγκάρη Σήφη παπούτσια.
Στὴν διατροφή του λιτὸς, ὅπως οἱ παλαιοὶ Λογγοβαρδίτες: ὄσπρια ὅλη τὴν ἑβδομάδα καὶ μόνον τὴν Κυριακὴ «παράκλησις», λίγο ψάρι. Ἦταν αὐστηρὸς τηρητὴς τῆς νηστείας τῆς Παρασκευῆς. Ποτὲ δὲν κατέλυε Παρασκευή, οὔτε τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, ποὺ γιόρταζε τὸ μοναστήρι του!
Τοῦ εἶπα μιὰ φορά:
–Νὰ σᾶς φτιάξω τσάι;
Καὶ ἀπήντησε:
–Δὲν εἶμαι ἄρρωστος. Πίνω νερὸ ἀπὸ τὴν βρύση.
Παρ᾽ ὅλο ποὺ ἦταν ξένος, δὲν εἶχε τὴν τρέλλα τῶν Ρώσσων ποὺ πίνουν συνέχεια τσάι, μοναχοὶ καὶ λαϊκοί. Τὸν εὐχαριστοῦσε τὸ νερό. Ἀρνήθηκες τὸ τσάι στὸν ρῶσσο μοναχό; Τὸν ἔκανες ἐχθρό σου. Θυσιάζει καὶ τὸ σχῆμα του ἀκόμα, ἀρκεῖ νὰ ἔχη τσάι.
Ἔκανε ὄνειρα γιὰ τὸ μοναστήρι, ἀλλὰ δὲν εὕρισκε ἀνταπόκριση. Τὰ ἔπαιρνε ὅλα πίσω καὶ γύριζε στὴν κέλλα του καλογερικός, ἁπλός, φρόνιμος, εὐγενής. Σὲ πολλὰ πράγματα ἦταν ἀπόλυτος, χωρὶς ὅμως νὰ στασιάζη καὶ νὰ φατριάζη. Ὥρισε τὸ μοναστήρι τὴν ὥρα τῆς τράπεζας, τὴν ὥρα τῆς ἐκκλησίας, τὴν ὥρα τῆς διακονίας. Τὰ ἤθελε αὐτὰ ἀπαρασάλευτα.
Δὲν τὸν ἤθελε τὸν σύγχρονο πολιτισμό: ἠλεκτρισμό, κινητό, ραδιόφωνο καὶ ὅλα ὅσα ἀλλοτριώνουν τὴν ζωὴ τοῦ μοναχοῦ. Μᾶς ἐπισκέφθηκε στὸ Δοχειάρι δύο φορές. Ὅταν τὴν δεύτερη φορὰ εἶδε ὅτι στὶς τουαλέτες εἴχαμε ἀλλάξει τὰ βυζαντινὰ τρίγωνα καὶ βάλαμε λεκάνες ἀπὸ πορσελάνη, πολὺ λυπήθηκε καὶ μοῦ εἶπε:
–Πολὺ φοβᾶμαι πὼς θὰ ὁμοιωθῆτε τοῖς ἔθνεσιν.
Ἔξω ἀπὸ τὸ καθολικὸ τῆς Μονῆς τῆς μετανοίας του ἔβαλαν οἱ πατέρες μιὰ λάμπα ἠλεκτρικὴ καί, ὅταν τελείωνε ἡ ἀκολουθία καὶ εἶχε μῆκος ἡ νύχτα, ἄναβαν τὴν λάμπα αὐτήν, γιὰ νὰ μὴ προσκόψουν τὰ γεροντάκια καὶ οἱ προσκυνητές. Ὁ Ἰάκωβος σκέπαζε ἐξερχόμενος τὸ πρόσωπό του μὲ τὸ ράσο του, γιὰ νὰ μὴ διαβῆ τὸ κατώφλι τῆς ἐκκλησίας μὲ τὸ ἠλεκτρικὸ φῶς, μὲ ἀποτέλεσμα κάποια φορὰ νὰ πέση κάτω καὶ νὰ σπάση τὴν λεκάνη του. Θυσίαζε ὥς καὶ τὴν ζωή του, προκειμένου νὰ παραμείνη στὴν ἀρχαία παράδοση!
Ἦταν ἀπόλυτος. Ἤθελε τὸν μοναχὸ ἀκριβῆ τηρητὴ τῶν ὑποσχέσεων ποὺ ἔδωσε ἐνώπιον τῆς Ἁγίας Τράπεζας. Ἄφησε κυριολεκτικὰ τὰ πάντα. Ἀκόμα καὶ μιὰ σύνταξη ποὺ ἔπαιρνε ἀπ᾽ τὴν ὑπηρεσία τους ὡς ἱερεύς, δὲν ρώτησε ποτὲ ἂν ἔρχεται στὸ μοναστήρι, πόση εἶναι καὶ ποῦ διατίθεται. Ὑπῆρξε ἔναντι τοῦ μοναστηριοῦ τίμιος σὲ ὅσα διαχειριζόταν.
Ἐξόδους ἀπ᾽ τὸ μοναστήρι δὲν εἶχε. Μιά-δυὸ φορὲς ἦρθε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Πάντοτε θεωροῦσε ἀνώτερη τὴν παράδοση τῆς Λογγοβάρδας ἀπὸ αὐτὴν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἔλεγε:
–Αὐτὲς οἱ δύο παραδόσεις γιὰ τὸ ἴδιο πρᾶγμα μιλοῦν, ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει μέτρο σύγκρισης μεταξύ τους. Μπορῶ νὰ πῶ πὼς πουθενὰ δὲν ταυτίζονται.
Ποτὲ δὲν περιήρχετο τοὺς διαδρόμους τοῦ μοναστηριοῦ, γιὰ νὰ βρῆ ἄνθρωπο νὰ κονέψη. Τέλειωσε τὸ Ἀπόδειπνο; Σφραγίστηκε ἡ μέρα, ἀλλὰ καὶ τὸ κελλὶ τοῦ Ἰακώβου.
Στὰ ἐμπερίστατα τοῦ μοναστηριοῦ ἔμενε ἀτάραχος. Ἡ δὲ εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ ἦταν ἀσταμάτητη, χωρὶς νὰ κάνη βιτρίνα καὶ χωρὶς νὰ ἐμφανίζεται στὸν κόσμο ὡς ἐργάτης αὐτῆς τῆς ὑψηλῆς προσευχῆς. Ἦταν πραγματικὰ ἡ ζωή του κεκρυμμένη ἐν τῷ Χριστῷ καὶ ἀσυμβίβαστη πέρα γιὰ πέρα στὸν ἐκσυγχρονισμὸ τοῦ μοναχισμοῦ. Κάθε χρόνο στὴν λιτανεία τῆς Παναγίας τῆς Καταπολιανῆς τρεῖς ἢ τέσσερις μοναχοὶ ἀπὸ τὴν Λογγοβάρδα προπορεύοντο τοῦ ἱερατείου. Τὸν ρώτησα:
–Σᾶς γεμίζει αὐτὸ τὴν ψυχή;
Καὶ μοῦ εἶπε:
–Ὄχι, ὑπακοὴ κάνω. Ὁ μοναχὸς ποὺ ἐπιδιώκει τὴν ἀφάνεια, αὐτὴν τὴν ὥρα μαρτυρεῖ ὅπως οἱ τρεῖς Παῖδες.
Ὡς Ἄγγλος ἀποδοκίμαζε μὲ πολλὴ διάκριση τὰ προφαντικὰ καὶ πρωτόγνωρα μέσα στὸ μοναστήρι. Ἤξερε, ὡστόσο, νὰ ἐκτιμᾶ καὶ νὰ μετρᾶ κόπους καὶ θυσίες. Γι᾽ αὐτό, ὅταν μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ πατρὸς Ἐπιφανίου ἀνέλαβα ὡς ἡγουμενεύων τὸ μοναστήρι, δὲν μοῦ ἔφερε κανένα πρόσκομμα, καμμία δυσκολία, ἀλλὰ ἐδέχετο τὰ πάντα ἀδιαμαρτύρητα καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη του στὸ πρόσωπό μου ἦταν ἀκλόνητη. Στὸ βαθύ του γῆρας δοκιμάστηκε πάρα πολύ…
Καὶ τώρα ποὺ ἔφυγε, τὸν παρακαλῶ, ἂν ὁ Θεὸς δεχθῆ τοὺς καμάτους του, νὰ εὔχεται γιὰ μένα ποὺ ἀκόμα ὑπάρχω στὸν κόσμο καὶ σέρνω τὸ κάρο τῆς βιοτῆς μου γεμᾶτο ὑποχρεώσεις καὶ ἡγουμενικὰ καθήκοντα, ἀρρώστιες καὶ πόνους ψυχικοὺς καὶ σωματικούς.
Μεγαλύτερος
στὴν ἡλικία ἐκοιμήθη ὁ μοναχὸς Γαβριήλ, ἀλλὰ ἦρθε δεύτερος στὴν πύλη
τοῦ οὐρανοῦ. Τὸν ἐνθυμοῦμαι ἀπ᾽ τὸ ᾽53. Ποτέ δὲν καθότανε, δὲν ἔπιανε
κουβέντες. Πάντα ἦταν πρῶτος καὶ πρόθυμος καὶ ἀγόγγυστος διακονητής. Μὲ
τοὺς ἴδιους τοὺς ὀφθαλμούς μου τὸν εἶδα νὰ θερίζη, νὰ ἁλωνίζη, νὰ
λιχνίζη, νὰ βόσκη πρόβατα, νὰ φροντίζη τὶς ἀγελάδες τοῦ μοναστηριοῦ, νὰ
περιποιῆται τὰ ὀρνίθια καὶ τοὺς χοίρους, νὰ καλλιεργῆ μὲ τὴν τσάπα καὶ
τὸ δικέλλι τοὺς κήπους, νὰ φυτεύη καὶ νὰ ποτίζη. Ἀσθμαίνων ἀνέβαινε στὸ
μοναστήρι μέχρι τὰ βαθιά του γεράματα, γιὰ νὰ παρακολουθήση τὴν
ἀναστάσιμη τελετὴ τῆς Κυριακῆς, Ὄρθρο καὶ θεία Λειτουργία.
Κάπου-κάπου καθόταν στὴν τράπεζα σὰν ντροπαλὴ παιδίσκη καὶ ἅπλωνε τὸ χέρι του στὸ ψωμὶ καὶ στὸ φαγητό, σὰν νὰ μὴν εἶχε κοπιάσει, σὰν νὰ τοῦ τὰ προσέφερε τὸ μοναστήρι χαριστικά. Ποτέ δὲν φάνηκε νὰ πιστεύη ὅτι τὸ ψωμὶ εἶναι ἀπ᾽ τὸν κόπο του καὶ τὸν ἱδρῶτα του.
Τὸν ρώτησα κάποτε πῶς γνώρισε τὸν γέροντα Ἱερόθεο Βοσινιώτη καὶ μοῦ εἶπε:
–Ἦταν ἀγωνιστής, ἤρεμος, ἀλλὰ ἰσχυρός. Μετὰ τὴν ἀκολουθία τὸ μοναστήρι μᾶς ἔδινε ἕνα ρόφημα καὶ μᾶς παρεῖχε μιὰ ὥρα ξεκούραση. Κτυποῦσε τὸ καμπανάκι ὁ Γέροντας καὶ πρῶτος ξεκινοῦσε μὲ τὸ τσαπὶ στὸν ὦμο του γιὰ τὶς καλλιέργειες τῆς κάθε ἐποχῆς καὶ ἔπειτα ἀκολουθούσαμε κι ἐμεῖς. (Αὐτὸ προσπάθησα νὰ ἐφαρμόσω κι ἐγὼ στὸ μοναστήρι μου καὶ «μπουλντόκ» μὲ εἴπανε. Τοὺς ἔγινε ἐφιάλτης ὁ ἦχος τῆς καμπάνας αὐτὴν τὴν ὥρα). Εἶχε ὁ παπα-Ἱερόθεος εἴκοσι μοναχούς. Ἦταν ἕνας κι ἕνας, παλληκάρια φιλότιμα καὶ φίλεργα. Τοὺς γογγυστὲς καὶ τοὺς μεμψίμοιρους δὲν τοὺς ἤθελε. Τοὺς ἔλεγε: «Δὲν θὰ χαλάσω ἐγὼ τὴν τάξη τοῦ μοναστηριοῦ γιὰ τὸ χουζούρι τὸ δικό σας. Τὸ μοναστήρι ἔχει δύο πόρτες, ἀνοίγουν τὸ πρωὶ καὶ κλείνουν τὸ βράδυ. Διαβῆτε ἀπ᾽ ὅποια θέλετε, γιὰ νὰ βρῆτε αὐτὸ ποὺ σᾶς ἀναπαύει».
Ἐλάχιστα γράμματα ἤξερε ὁ γερο-Γαβριὴλ καὶ γι᾽ αὐτὸ δούλευε πάντα τὸ κομποσχοίνι. Ζοῦσε πάντοτε στὴν ἄκρια καὶ ποτέ δὲν γινότανε διδάχος οὔτε στοὺς νεώτερους μοναχοὺς οὔτε στοὺς λαϊκούς. Συνεχῶς ἐπεκαλεῖτο τὴν Παναγία. Οὐδένα κατέκρινε, οὐδένα καταλαλοῦσε καὶ στοὺς νέους ἔκανε ὑπομονὴ οὐ τὴν τυχοῦσαν. Γνωρίζω περίπτωση ποὺ δύο νέοι προδόκιμοι τὸ θέρος μετὰ τὸ ἁλώνι πῆγαν στὴν θάλασσα. Περιῆλθε στὴν ἀντίληψή του, ἀλλὰ δὲν εἶπε τίποτε στὸν ἡγούμενο. «Ἀφῆστε το, θὰ κάνω προσευχὴ γι᾽ αὐτούς».
Ἀγαποῦσε τὸ μοναστήρι καί, χωρὶς νὰ ἀναμειγνύεται στὰ διοικητικά, φρόντιζε τὰ τῆς οἰκονομίας τῆς Μονῆς. Μιὰ φορά –θὰ ἦταν τότε ὑπὲρ τὰ ἐνενήκοντα– τὸν βρῆκα νὰ περπατάη δυὸ διπλῶ, βαστώντας στὸ ἕνα χέρι τὸ μπαστούνι καὶ μὲ τὸ ἄλλο σέρνοντας τὸν γκαζοτενεκέ, γιὰ νὰ ταΐση τὰ γουρούνια.
–Ἔ, γερο-Γαβριήλ, ἀκόμη ἐργάζεσαι;
–Γέροντα, τὸ μοναστήρι εἶναι ἀγροτικό. Ἂν δὲν δώσουν φέτος οἱ καλλιέργειες, νὰ ἔχουν νὰ πουλήσουν ἕνα ζῶο, νὰ πορευθοῦνε.
Βιαστὴς μοναχός, ὅσο καὶ νὰ μὴ τοῦ φαινότανε, γιατὶ ἦταν μικρὸς τὸ δέμας, ὑπῆρξε στῦλος τοῦ μοναστηριοῦ γιὰ πάρα πολλὰ χρόνια. Βασίλεψε στὴν κατοικιὰ καὶ ἔζησε ταπεινὰ καὶ κεκρυμμένα. Οὔτε σκανδάλισε, οὔτε ὑπερηφανεύθηκε, οὔτε τρύφησε, οὔτε δικαιώματα ζήτησε, οὔτε παραπονέθηκε: «Πάντα θὰ ἐγκαταβιώνω στὴν κατοικιὰ μαζὶ μὲ τὰ πτηνὰ καὶ τὰ τετράποδα; Γιατί νὰ μὴ μὲ ἀντικαταστήση ἕνας νεώτερος, νὰ ζήσω κι ἐγὼ μέσα στὸ κοινόβιο;». Μὲ τὸ ταπεινό του φρόνημα καὶ τὴν ταπεινή του διακονία σήκωνε σὰν Ἄτλας τὸ μοναστήρι καὶ παρακαλοῦσε τὴν Παναγία νὰ τὸ εὐλογῆ, νὰ τὸ συντηρῆ, νὰ τὸ κρατᾶ.
Ὅταν ἐκοιμήθη ὁ μακαριστὸς π. Ἐπιφάνιος, τὸν φωνάξαμε στὸ μοναστήρι, μπῆκε στὸ δωμάτιό του, εἶδε τὴν κοίμησή του καὶ ἐξερχόμενος μοῦ λέγει:
–Τί θὰ γίνουμε ἐμεῖς τώρα, Γρηγόριε;
–Ἐγὼ εἶμαι κοντά σας. Μὴ φοβᾶστε –τὸν διαβεβαίωσα.
Καὶ ἀναπαύθηκε ὁ Γέρων.
Δὲν γνώριζε νὰ ψάλλη –ταπεινὰ ψέλλιζε κάποια τροπάρια– ἀλλά, ὅταν τὰ τελευταῖα χρόνια ἔλεγε τὰ προϊσταμενικά, ὡς ἀρχαιότερος τῇ τάξει, καὶ μάλιστα τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως καὶ τὸ «Πάτερ ἡμῶν...», ἦταν τόσο ρωμαλέα ἡ φωνή του, ποὺ ξεσκέπαζε τὸν τροῦλλο τοῦ μικροῦ Καθολικοῦ, γιὰ νὰ φθάση μέχρι τὸν Θεό.
Καμαριώτης ὤν, δὲν χανότανε στοῦ σπιτιοῦ του καὶ στῶν ἀδελφῶν του καὶ συγγενῶν του τὰ λημέρια. Θὰ τὸν εὕρισκες πάντοτε στὴν κατοικιά. Ἀπ᾽ τὸν καιρὸ ποὺ ἐγκαταβίωσε στὸ μοναστήρι δὲν νομίζω νὰ ἐξῆλθε ποτὲ τῆς Πάρου, οὔτε γιὰ προσκυνήματα οὔτε γιὰ γνωριμίες μεγάλων ἀσκητῶν καὶ μεγαλοσχήμων. Ὁ Γέροντάς του ἦταν τὸ πᾶν γι᾽ αὐτόν. Δὲν ἄφηνε νὰ φανῆ πὼς κάτι τοῦ ἔλειπε. Ἀρκεῖτο στὴν διδαχὴ καὶ νουθεσία τοῦ παπα-Φιλόθεου.
Δὲν ἔχανε ποτέ στιγμή, χωρὶς νὰ τὴν διαθέση στὴν διακονία του. Ποτέ δὲν σταμάτησε νὰ αἰσθάνεται ὑπεύθυνος γιὰ τὴν κατοικιά, τὶς φυτεῖες του, τὰ ζωντανά του. Ὅπου καὶ νὰ παρακολουθοῦσε Λειτουργία, μόλις τελείωνε ἄφαντος ἐγίνετο. Δὲν χαζολογοῦσε μὲ τοὺς πατριῶτες, ἀλλὰ ἔφευγε στὴν εὐλογημένη διακονία, νὰ ταΐση καὶ νὰ ποτίση τὰ ζῶα καὶ τὶς καλλιέργειές του. Εἶναι ἀλήθεια πέρα γιὰ πέρα πὼς ἀγαποῦσε αὐτὸ ποὺ ἔκανε. Ποτέ δὲν ἔδειχνε πὼς τοῦ λείπει ἡ κουβέντα καὶ ἡ συντροφιά.
Αὐτὰ τὰ μικρὰ χεράκια του πόσο μεγάλα ὑπῆρξαν, πόσο ἀγωνίστηκαν! Καὶ πόσο λυπότανε ποὺ στὸ τέλος πάθαινε κράμπες καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ἀρμέξη.
–Δὲν τὸ χωράει ὁ νοῦς μου –ἔλεγε– νὰ μὴ μπορῶ νὰ γυρίσω σ᾽ αὐτὴν τὴν γῆ ποὺ τὴν χιλιοπάτησα καὶ τὴν περπάτησα σὰν ταπεινὸς διακονητὴς τῆς Παναγίας τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς.
Θυμᾶμαι τὴν φιγούρα του ἀπὸ τὰ νιάτα του, ποὺ μοῦ ἐνέπνεε τὴν ἀφοσίωση στὸν Χριστὸ καὶ στὴν διακονία τοῦ μοναστηριοῦ.
Στὰ παιδικά μου χρόνια δὲν τοῦ μίλησα ποτέ, πάντοτε τὸν ἔβλεπα σὰν ἀναμνηστικὴ στήλη τοῦ ἀρχαίου μοναχισμοῦ. Ὅποιος σεβαστικὰ τὸν πλησίαζε διάβαζε τὸν μοναχισμὸ τῆς Αἰγύπτου, τῆς Παλαιστίνης, τοῦ ὄρους τῆς Βιθυνίας καὶ τοῦ Ἄθωνα. Στὰ γεράματά του μόνον μοῦ ἐξέφρασε τὸν πόθο του νὰ μὴν ἀφήσουν οἱ νέοι μοναχοὶ τὰ ἴχνη τῶν παλαιῶν πατέρων, ἀλλὰ νὰ τὰ ἀκολουθήσουνε. Καὶ συμπλήρωσε:
–Χωριάτικα ὁμιλῶ, ἀλλὰ ἐγὼ μέσα σ᾽ αὐτὴν τὴν παλαίστρα ἀνάπαυσα τὴν ψυχή μου.
Συμπορεύθηκε μὲ τὸν π. Ἠλία πολλὰ χρόνια. Δὲν φαίνεται τὸ πνεῦμα τῆς ὑπακοῆς, ποὺ εἶχε κατακυριεύσει τὴν ψυχή του, νὰ ἐπέτρεψε ποτὲ νὰ ἔρθη σὲ ρήξη μαζί του. Εἴχανε μιὰν ἁγίαν ἀνταμοσύνη. Ἀμφότεροι βίωναν τὸ τοῦ Δαυῒδ «Ἰδοὺ δὴ τί καλὸν ἢ τί τερπνόν, ἀλλ᾽ ἢ τὸ κατοικεῖν ἀδελφοὺς ἐπὶ τὸ αὐτό». Θὰ ἤθελα καὶ ἐγὼ νὰ εἶμαι μαζί τους, ἀλλὰ ἡ ἀρρώστια ποὺ μὲ κατατρύχει ἀπὸ τὰ νεανικά μου χρόνια δὲν μοῦ ἐπέτρεψε.
Πορεύθηκε καὶ ὁ γερο-Γαβριὴλ ταπεινοφορῶν καὶ ἄθελά του ἀποδοκιμάζων τὴν τρυφὴ τοῦ σημερινοῦ μοναχισμοῦ, τὴν ἐξαλλοσύνη τῶν καλῶν ἐνδυμάτων καὶ τὴν καλοπερασιὰ τῶν σύγχρονων κληρικῶν. Ἐκοιμήθη μὲ πλήρη διαύγεια καὶ συναίσθηση. Μὲ τὴν εὐχὴ τῆς Παναγίας καὶ τῶν ἁγίων Γερόντων τῆς Μονῆς βάδισε τὸ στάδιο τῆς βιοτῆς του. Δὲν γνωρίζω ἂν βρεθῆ ἄλλος Γαβριὴλ νὰ μείνη στὴν κατοικιὰ τοῦ μοναστηριοῦ φωτολαμπτήρας.
Αὐτὲς τὶς μέρες θεωρῶ πὼς τὸ μαῦρο σύννεφο τοῦ θανάτου ἔκρυψε δύο μεγάλα ἀστέρια, δύο φωτεινὰ ἀστέρια μέσα στὸ στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Πάρου καὶ τῆς παράδοσης τῆς μονῆς Λογγοβάρδας. Φύγε, μαῦρο σύννεφο, καὶ ἄφησε τὸ φῶς αὐτῶν τῶν δύο ἄστρων νὰ μᾶς φέγγουν στὴν ζωή, καὶ τὴν καλογερικὴ καὶ τὴν λαϊκή.
Σήμερα ποὺ γράφω καὶ τελεῖται καὶ ἡ ταφὴ τοῦ γερο-Γαβριήλ, εἶναι τοῦ ἁγίου Νικολάου μὲ τὸ ἁγιορείτικο ἡμερολόγιο. Ἐπιτρέψτε μου λοιπὸν νὰ μέλψω ἕνα τροπάριο ἀπ᾽ τὴν ἀκολουθία του γι᾽ αὐτοὺς τοὺς δύο ὁσίους:
«Εὖγε δοῦλοι τοῦ Θεοῦ ἀγαθοὶ καὶ πιστοί,
εὖγε ἐργάτες τοῦ ἀμπελῶνα τοῦ Χριστοῦ.
Σεῖς βαστάξατε τὸ βάρος τῆς ἡμέρας,
σεῖς ἐπαυξήσατε τὸ τάλαντο ποὺ σᾶς δόθηκε,
ἀλλὰ κι ἐκείνους ποὺ ἦλθαν μετὰ ἀπὸ σᾶς δὲν τοὺς φθονήσατε.
Γι᾽ αὐτό, ἄνοιξε γιὰ σᾶς ἡ πύλη τῶν οὐρανῶν.
Εἰσέλθετε στὴν χαρὰ τοῦ Κυρίου σας
καὶ πρεσβεύετε γιὰ μᾶς, ἅγιοι.»
Σᾶς εὐχαριστοῦμε γιὰ τὸ καλὸ παράδειγμα ποὺ μᾶς ἀφήσατε. Ἡ εὐχή σας πάντα μαζί μας.
Κάπου-κάπου καθόταν στὴν τράπεζα σὰν ντροπαλὴ παιδίσκη καὶ ἅπλωνε τὸ χέρι του στὸ ψωμὶ καὶ στὸ φαγητό, σὰν νὰ μὴν εἶχε κοπιάσει, σὰν νὰ τοῦ τὰ προσέφερε τὸ μοναστήρι χαριστικά. Ποτέ δὲν φάνηκε νὰ πιστεύη ὅτι τὸ ψωμὶ εἶναι ἀπ᾽ τὸν κόπο του καὶ τὸν ἱδρῶτα του.
Τὸν ρώτησα κάποτε πῶς γνώρισε τὸν γέροντα Ἱερόθεο Βοσινιώτη καὶ μοῦ εἶπε:
–Ἦταν ἀγωνιστής, ἤρεμος, ἀλλὰ ἰσχυρός. Μετὰ τὴν ἀκολουθία τὸ μοναστήρι μᾶς ἔδινε ἕνα ρόφημα καὶ μᾶς παρεῖχε μιὰ ὥρα ξεκούραση. Κτυποῦσε τὸ καμπανάκι ὁ Γέροντας καὶ πρῶτος ξεκινοῦσε μὲ τὸ τσαπὶ στὸν ὦμο του γιὰ τὶς καλλιέργειες τῆς κάθε ἐποχῆς καὶ ἔπειτα ἀκολουθούσαμε κι ἐμεῖς. (Αὐτὸ προσπάθησα νὰ ἐφαρμόσω κι ἐγὼ στὸ μοναστήρι μου καὶ «μπουλντόκ» μὲ εἴπανε. Τοὺς ἔγινε ἐφιάλτης ὁ ἦχος τῆς καμπάνας αὐτὴν τὴν ὥρα). Εἶχε ὁ παπα-Ἱερόθεος εἴκοσι μοναχούς. Ἦταν ἕνας κι ἕνας, παλληκάρια φιλότιμα καὶ φίλεργα. Τοὺς γογγυστὲς καὶ τοὺς μεμψίμοιρους δὲν τοὺς ἤθελε. Τοὺς ἔλεγε: «Δὲν θὰ χαλάσω ἐγὼ τὴν τάξη τοῦ μοναστηριοῦ γιὰ τὸ χουζούρι τὸ δικό σας. Τὸ μοναστήρι ἔχει δύο πόρτες, ἀνοίγουν τὸ πρωὶ καὶ κλείνουν τὸ βράδυ. Διαβῆτε ἀπ᾽ ὅποια θέλετε, γιὰ νὰ βρῆτε αὐτὸ ποὺ σᾶς ἀναπαύει».
Ἐλάχιστα γράμματα ἤξερε ὁ γερο-Γαβριὴλ καὶ γι᾽ αὐτὸ δούλευε πάντα τὸ κομποσχοίνι. Ζοῦσε πάντοτε στὴν ἄκρια καὶ ποτέ δὲν γινότανε διδάχος οὔτε στοὺς νεώτερους μοναχοὺς οὔτε στοὺς λαϊκούς. Συνεχῶς ἐπεκαλεῖτο τὴν Παναγία. Οὐδένα κατέκρινε, οὐδένα καταλαλοῦσε καὶ στοὺς νέους ἔκανε ὑπομονὴ οὐ τὴν τυχοῦσαν. Γνωρίζω περίπτωση ποὺ δύο νέοι προδόκιμοι τὸ θέρος μετὰ τὸ ἁλώνι πῆγαν στὴν θάλασσα. Περιῆλθε στὴν ἀντίληψή του, ἀλλὰ δὲν εἶπε τίποτε στὸν ἡγούμενο. «Ἀφῆστε το, θὰ κάνω προσευχὴ γι᾽ αὐτούς».
Ἀγαποῦσε τὸ μοναστήρι καί, χωρὶς νὰ ἀναμειγνύεται στὰ διοικητικά, φρόντιζε τὰ τῆς οἰκονομίας τῆς Μονῆς. Μιὰ φορά –θὰ ἦταν τότε ὑπὲρ τὰ ἐνενήκοντα– τὸν βρῆκα νὰ περπατάη δυὸ διπλῶ, βαστώντας στὸ ἕνα χέρι τὸ μπαστούνι καὶ μὲ τὸ ἄλλο σέρνοντας τὸν γκαζοτενεκέ, γιὰ νὰ ταΐση τὰ γουρούνια.
–Ἔ, γερο-Γαβριήλ, ἀκόμη ἐργάζεσαι;
–Γέροντα, τὸ μοναστήρι εἶναι ἀγροτικό. Ἂν δὲν δώσουν φέτος οἱ καλλιέργειες, νὰ ἔχουν νὰ πουλήσουν ἕνα ζῶο, νὰ πορευθοῦνε.
Βιαστὴς μοναχός, ὅσο καὶ νὰ μὴ τοῦ φαινότανε, γιατὶ ἦταν μικρὸς τὸ δέμας, ὑπῆρξε στῦλος τοῦ μοναστηριοῦ γιὰ πάρα πολλὰ χρόνια. Βασίλεψε στὴν κατοικιὰ καὶ ἔζησε ταπεινὰ καὶ κεκρυμμένα. Οὔτε σκανδάλισε, οὔτε ὑπερηφανεύθηκε, οὔτε τρύφησε, οὔτε δικαιώματα ζήτησε, οὔτε παραπονέθηκε: «Πάντα θὰ ἐγκαταβιώνω στὴν κατοικιὰ μαζὶ μὲ τὰ πτηνὰ καὶ τὰ τετράποδα; Γιατί νὰ μὴ μὲ ἀντικαταστήση ἕνας νεώτερος, νὰ ζήσω κι ἐγὼ μέσα στὸ κοινόβιο;». Μὲ τὸ ταπεινό του φρόνημα καὶ τὴν ταπεινή του διακονία σήκωνε σὰν Ἄτλας τὸ μοναστήρι καὶ παρακαλοῦσε τὴν Παναγία νὰ τὸ εὐλογῆ, νὰ τὸ συντηρῆ, νὰ τὸ κρατᾶ.
Ὅταν ἐκοιμήθη ὁ μακαριστὸς π. Ἐπιφάνιος, τὸν φωνάξαμε στὸ μοναστήρι, μπῆκε στὸ δωμάτιό του, εἶδε τὴν κοίμησή του καὶ ἐξερχόμενος μοῦ λέγει:
–Τί θὰ γίνουμε ἐμεῖς τώρα, Γρηγόριε;
–Ἐγὼ εἶμαι κοντά σας. Μὴ φοβᾶστε –τὸν διαβεβαίωσα.
Καὶ ἀναπαύθηκε ὁ Γέρων.
Δὲν γνώριζε νὰ ψάλλη –ταπεινὰ ψέλλιζε κάποια τροπάρια– ἀλλά, ὅταν τὰ τελευταῖα χρόνια ἔλεγε τὰ προϊσταμενικά, ὡς ἀρχαιότερος τῇ τάξει, καὶ μάλιστα τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως καὶ τὸ «Πάτερ ἡμῶν...», ἦταν τόσο ρωμαλέα ἡ φωνή του, ποὺ ξεσκέπαζε τὸν τροῦλλο τοῦ μικροῦ Καθολικοῦ, γιὰ νὰ φθάση μέχρι τὸν Θεό.
Καμαριώτης ὤν, δὲν χανότανε στοῦ σπιτιοῦ του καὶ στῶν ἀδελφῶν του καὶ συγγενῶν του τὰ λημέρια. Θὰ τὸν εὕρισκες πάντοτε στὴν κατοικιά. Ἀπ᾽ τὸν καιρὸ ποὺ ἐγκαταβίωσε στὸ μοναστήρι δὲν νομίζω νὰ ἐξῆλθε ποτὲ τῆς Πάρου, οὔτε γιὰ προσκυνήματα οὔτε γιὰ γνωριμίες μεγάλων ἀσκητῶν καὶ μεγαλοσχήμων. Ὁ Γέροντάς του ἦταν τὸ πᾶν γι᾽ αὐτόν. Δὲν ἄφηνε νὰ φανῆ πὼς κάτι τοῦ ἔλειπε. Ἀρκεῖτο στὴν διδαχὴ καὶ νουθεσία τοῦ παπα-Φιλόθεου.
Δὲν ἔχανε ποτέ στιγμή, χωρὶς νὰ τὴν διαθέση στὴν διακονία του. Ποτέ δὲν σταμάτησε νὰ αἰσθάνεται ὑπεύθυνος γιὰ τὴν κατοικιά, τὶς φυτεῖες του, τὰ ζωντανά του. Ὅπου καὶ νὰ παρακολουθοῦσε Λειτουργία, μόλις τελείωνε ἄφαντος ἐγίνετο. Δὲν χαζολογοῦσε μὲ τοὺς πατριῶτες, ἀλλὰ ἔφευγε στὴν εὐλογημένη διακονία, νὰ ταΐση καὶ νὰ ποτίση τὰ ζῶα καὶ τὶς καλλιέργειές του. Εἶναι ἀλήθεια πέρα γιὰ πέρα πὼς ἀγαποῦσε αὐτὸ ποὺ ἔκανε. Ποτέ δὲν ἔδειχνε πὼς τοῦ λείπει ἡ κουβέντα καὶ ἡ συντροφιά.
Αὐτὰ τὰ μικρὰ χεράκια του πόσο μεγάλα ὑπῆρξαν, πόσο ἀγωνίστηκαν! Καὶ πόσο λυπότανε ποὺ στὸ τέλος πάθαινε κράμπες καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ἀρμέξη.
–Δὲν τὸ χωράει ὁ νοῦς μου –ἔλεγε– νὰ μὴ μπορῶ νὰ γυρίσω σ᾽ αὐτὴν τὴν γῆ ποὺ τὴν χιλιοπάτησα καὶ τὴν περπάτησα σὰν ταπεινὸς διακονητὴς τῆς Παναγίας τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς.
Θυμᾶμαι τὴν φιγούρα του ἀπὸ τὰ νιάτα του, ποὺ μοῦ ἐνέπνεε τὴν ἀφοσίωση στὸν Χριστὸ καὶ στὴν διακονία τοῦ μοναστηριοῦ.
Στὰ παιδικά μου χρόνια δὲν τοῦ μίλησα ποτέ, πάντοτε τὸν ἔβλεπα σὰν ἀναμνηστικὴ στήλη τοῦ ἀρχαίου μοναχισμοῦ. Ὅποιος σεβαστικὰ τὸν πλησίαζε διάβαζε τὸν μοναχισμὸ τῆς Αἰγύπτου, τῆς Παλαιστίνης, τοῦ ὄρους τῆς Βιθυνίας καὶ τοῦ Ἄθωνα. Στὰ γεράματά του μόνον μοῦ ἐξέφρασε τὸν πόθο του νὰ μὴν ἀφήσουν οἱ νέοι μοναχοὶ τὰ ἴχνη τῶν παλαιῶν πατέρων, ἀλλὰ νὰ τὰ ἀκολουθήσουνε. Καὶ συμπλήρωσε:
–Χωριάτικα ὁμιλῶ, ἀλλὰ ἐγὼ μέσα σ᾽ αὐτὴν τὴν παλαίστρα ἀνάπαυσα τὴν ψυχή μου.
Συμπορεύθηκε μὲ τὸν π. Ἠλία πολλὰ χρόνια. Δὲν φαίνεται τὸ πνεῦμα τῆς ὑπακοῆς, ποὺ εἶχε κατακυριεύσει τὴν ψυχή του, νὰ ἐπέτρεψε ποτὲ νὰ ἔρθη σὲ ρήξη μαζί του. Εἴχανε μιὰν ἁγίαν ἀνταμοσύνη. Ἀμφότεροι βίωναν τὸ τοῦ Δαυῒδ «Ἰδοὺ δὴ τί καλὸν ἢ τί τερπνόν, ἀλλ᾽ ἢ τὸ κατοικεῖν ἀδελφοὺς ἐπὶ τὸ αὐτό». Θὰ ἤθελα καὶ ἐγὼ νὰ εἶμαι μαζί τους, ἀλλὰ ἡ ἀρρώστια ποὺ μὲ κατατρύχει ἀπὸ τὰ νεανικά μου χρόνια δὲν μοῦ ἐπέτρεψε.
Πορεύθηκε καὶ ὁ γερο-Γαβριὴλ ταπεινοφορῶν καὶ ἄθελά του ἀποδοκιμάζων τὴν τρυφὴ τοῦ σημερινοῦ μοναχισμοῦ, τὴν ἐξαλλοσύνη τῶν καλῶν ἐνδυμάτων καὶ τὴν καλοπερασιὰ τῶν σύγχρονων κληρικῶν. Ἐκοιμήθη μὲ πλήρη διαύγεια καὶ συναίσθηση. Μὲ τὴν εὐχὴ τῆς Παναγίας καὶ τῶν ἁγίων Γερόντων τῆς Μονῆς βάδισε τὸ στάδιο τῆς βιοτῆς του. Δὲν γνωρίζω ἂν βρεθῆ ἄλλος Γαβριὴλ νὰ μείνη στὴν κατοικιὰ τοῦ μοναστηριοῦ φωτολαμπτήρας.
Αὐτὲς τὶς μέρες θεωρῶ πὼς τὸ μαῦρο σύννεφο τοῦ θανάτου ἔκρυψε δύο μεγάλα ἀστέρια, δύο φωτεινὰ ἀστέρια μέσα στὸ στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Πάρου καὶ τῆς παράδοσης τῆς μονῆς Λογγοβάρδας. Φύγε, μαῦρο σύννεφο, καὶ ἄφησε τὸ φῶς αὐτῶν τῶν δύο ἄστρων νὰ μᾶς φέγγουν στὴν ζωή, καὶ τὴν καλογερικὴ καὶ τὴν λαϊκή.
Σήμερα ποὺ γράφω καὶ τελεῖται καὶ ἡ ταφὴ τοῦ γερο-Γαβριήλ, εἶναι τοῦ ἁγίου Νικολάου μὲ τὸ ἁγιορείτικο ἡμερολόγιο. Ἐπιτρέψτε μου λοιπὸν νὰ μέλψω ἕνα τροπάριο ἀπ᾽ τὴν ἀκολουθία του γι᾽ αὐτοὺς τοὺς δύο ὁσίους:
«Εὖγε δοῦλοι τοῦ Θεοῦ ἀγαθοὶ καὶ πιστοί,
εὖγε ἐργάτες τοῦ ἀμπελῶνα τοῦ Χριστοῦ.
Σεῖς βαστάξατε τὸ βάρος τῆς ἡμέρας,
σεῖς ἐπαυξήσατε τὸ τάλαντο ποὺ σᾶς δόθηκε,
ἀλλὰ κι ἐκείνους ποὺ ἦλθαν μετὰ ἀπὸ σᾶς δὲν τοὺς φθονήσατε.
Γι᾽ αὐτό, ἄνοιξε γιὰ σᾶς ἡ πύλη τῶν οὐρανῶν.
Εἰσέλθετε στὴν χαρὰ τοῦ Κυρίου σας
καὶ πρεσβεύετε γιὰ μᾶς, ἅγιοι.»
Σᾶς εὐχαριστοῦμε γιὰ τὸ καλὸ παράδειγμα ποὺ μᾶς ἀφήσατε. Ἡ εὐχή σας πάντα μαζί μας.
http://www.xrspitha.gr/archeio/2013/ianouarios-2013/--monachos-iakobos-ouilliams-monachos-gabriel-mparmparigos