
Γράφει ὁ κ. Ἀνδρέας Κεφαλληνιάδης
Δάσκαλος Γ΄ Ἀρσακείου – Τοσιτσείου Δημοτικοῦ Σχολείου Ἑκάλης
Ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν εἶναι βέβαια ἐπιστημονικὸ βιβλίο, ἀλλὰ θρησκευτικό. Μᾶς διδάσκει τί πρέπει νὰ πιστεύουμε καὶ πῶς πρέπει νὰ ζοῦμε. Παρ’ ὅλα αὐτά, ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν εἶναι ἄσχετη μὲ τὴν ἐπιστήμη. Καταρχάς διδάσκει ὅτι ὁ Θεὸς ἔδωσε τὴν ἐπιστήμη (Βαρ. γ΄ 37), δηλαδὴ μᾶς λέει ὅτι ἡ ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐρευνᾶ καὶ νὰ ἀνακαλύπτει εἶναι δοσμένη ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ γι’ αὐτὸ ἡ ἐνασχόληση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἐπιστήμη εἶναι σύμφωνη μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης ἡ Ἁγία Γραφὴ προηγεῖται τῆς ἐπιστήμης, γράφοντας ἐπιστημονικὲς ἀλήθειες, τὶς ὁποῖες οἱ ἄνθρωποι ἀνακάλυψαν διὰ τῆς ἐπιστήμης αἰῶνες μετά. Γιὰ παράδειγμα στὸ βιβλίο τοῦ Ἰὼβ (Ἰώβ, ιστ΄ 7) διαβάζουμε ὅτι ὁ Θεὸς στηρίζει τὴ Γῆ στὸ πουθενά, δηλαδὴ ὅτι ἡ Γῆ εἶναι μετέωρη στὸ κενό, πρᾶγμα ἀδιανόητο γιὰ ἐκείνη τὴν ἐποχή. Στὴν Ἀποκάλυψη, προφητεύονται ἔμμεσα ἐπιστημονικὲς ἐφευρέσεις τῆς σύγχρονης ἐποχῆς, ὅπως π.χ. ἡ τηλεόραση (Ἀποκ. ια΄ 8 – 10) (Βλ. Νικολάου Σωτηροπούλου, Ἑρμηνεία δυσκόλων χωρίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τόμ. γ, σελ. 565 – 568).
Δυστυχῶς ὅμως, ὑπάρχουν κάποιοι θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι ὑποστηρίζουν ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἐκλαμβάνουμε ὡς ἐπιστημονικὴ τὴ διήγηση τῆς Γενέσεως γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί ἄραγε τὸ ἰσχυρίζονται αὐτό; Διότι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἀμφισβητοῦν τὴν ἀξιοπιστία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ θεωροῦν περισσότερο ἀξιόπιστο τὸ λόγο τοῦ Δαρβίνου! Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς λέει μονάχα ποιὸς εἶναι ὁ Δημιουργός τοῦ κόσμου καὶ τίποτα περισσότερο! Ἀλλὰ ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν μᾶς ἀποκαλύπτει μόνο ὅτι ὁ κόσμος καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔχουν Δημιουργό, μᾶς ἀποκαλύπτει καὶ τὸν τρόπο τῆς δημιουργίας τους. Μᾶς λέει δηλαδὴ ὅτι ὁ Θεὸς δημιούργησε τὰ πάντα ἀπὸ τὸ μηδὲν ( Β΄ Μακ. ζ΄ 28 ). Μᾶς λέει ἀκόμα ὅτι ὁ ἔμβιος κι ὁ ἄβιος κόσμος δημιουργήθηκαν μέσα σὲ ἕξι χρονικὰ διαστήματα ποὺ τὰ ὀνομάζει ἡμέρες. Μᾶς λέει ἀκόμα ὅτι κάθε εἶδος ζώου καὶ φυτοῦ δημιουργήθηκε ξεχωριστὰ ἀπὸ τὸ ἄλλο. Μᾶς λέει ἀκόμα γιὰ τὴ σειρὰ, μὲ τὴν ὁποία ἐμφανίστηκαν τὰ ἔμβια ὄντα πάνω στὴ Γῆ. Μᾶς λέει τέλος ὅτι τὸ τελευταῖο σὲ σειρὰ δημιούργημα καὶ κορωνίδα ὅλης τῆς Δημιουργίας εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τοῦ ὁποίου τὸ μὲν σῶμα προέρχεται ἀπὸ τὸ χῶμα, ἡ δὲ ψυχὴ ἀπὸ τὸ Θεό. Φυσικὰ ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς ἀποκαλύπτει ὅσα εἶναι ἀπαραίτητα νὰ γνωρίζουμε, ὥστε νὰ ἔχουμε ἀπάντηση στὰ κύρια ἐρωτήματα, πῶς δημιουργήθηκε ὁ κόσμος, ἀπὸ ποῦ προερχόμαστε κ.λπ.
(Γέν. α΄ 1 – β΄ 3). Τὶς λεπτομέρειες τῆς ἀφήνει νὰ τὶς συμπληρώσει ὁ ἄνθρωπος μέσα ἀπὸ τὴν ἐπιστημονική του ἔρευνα.
Ὅμως ὅλα τὰ παραπάνω ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, γιὰ τοὺς ὁρισμένους θεολόγους δὲν ἔχουν ἴχνος ἀλήθειας. Μᾶς λένε ὅτι εἶναι μῦθοι ποὺ δανείστηκαν οἱ συγγραφεῖς τῆς Γενέσεως ἀπὸ ἄλλους λαοὺς καὶ γι’ αὐτὸ ἔχουν μόνο συμβολικὴ σημασία! Μᾶς λένε δηλαδὴ ὅτι ἡ Γένεση εἶναι μία ἄλλη βελτιωμένη ἔκδοση τῶν μύθων περὶ Δημιουργίας καὶ ὅτι κατὰ συνέπεια, τὰ ἕνδεκα πρῶτα κεφάλαια τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως δὲν πρέπει νὰ θεωροῦνται ἱστορικά.
Ὡς πρὸς τὸν ἰσχυρισμὸ τῶν ἀρνητῶν ὅτι ἡ βιβλικὴ διήγηση περὶ Δημιουργίας τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι δάνεια μύθων προσαρμοσμένων στὸ ἐπίπεδο τῶν ἀπαίδευτων ἀνθρώπων ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ἀπαντᾶμε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν περιέχει μύθους, ἀλλὰ γεγονότα, ποὺ ἐπιβεβαιώνονται συνεχῶς ἀπὸ τὴν ἀρχαιολογικὴ σκαπάνη. Δὲν γράφτηκε μόνο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τῆς τότε ἐποχῆς, ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους κάθε ἐποχῆς. Δὲν ἀπευθύνεται μόνο στοὺς ἀπαίδευτους, ἀλλὰ καὶ στοὺς εὐπαίδευτους. Ἰσχυρὲς ἐπιστημονικὲς διάνοιες θαυμάζουν τὸ κείμενο τῆς Γενέσεως γιὰ τὶς θαυμαστὲς ἀντιστοιχίες ποὺ παρουσιάζει μὲ τὰ ἀποδεδειγμένα ἐπιστημονικὰ πορίσματα καὶ τὸ ἐπαινοῦν. Ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ὁ ἀστρονόμος Πίτερ Στόνερ, εἶπε: «Ἂν καὶ ἡ Γένεση γράφτηκε πρὶν ἀπὸ χιλιάδες χρόνια, καθετὶ στὸ πρῶτο της κεφάλαιο ποὺ ἀναφέρεται στὴν Ἀστρονομία, ἐπιβεβαιώθηκε θαυμαστὰ ἀπὸ τὶς σύγχρονες ἐπιστημονικές μας πληροφορίες». Καὶ ὁ βιολόγος Γουίλιαμ Τὶνκλ συμπληρώνει: «Οἱ ἐπαληθευμένες βιολογικὲς ἀρχὲς δὲν ἀντιτίθενται στὴν Ἁγία Γραφή. Συμπεραίνουμε λοιπὸν ὅτι ἡ βιβλικὴ ἀφήγηση περὶ τῆς Δημιουργίας εἶναι λογικὴ καὶ ὁ Θεὸς ἔχει φέρει εἰς πέρας τὴ δημιουργία Του, ὅπως ἀκριβῶς ἡ Γένεση ἀναφέρει» (Βλ. Καλλίνικου Καρούσου, Οἱ ἐπιστήμονες μιλοῦν γιὰ τὸ Θεό, ἔκδ. «Ἡ Χρυσοπηγή», σελ. 18 – 19 καὶ 50 – 51).
Ἐξίσου ἀπαράδεκτη εἶναι καὶ ἡ προσπάθεια τῶν θεολόγων αὐτῶν νὰ διαιρέσουν τὴ Γραφὴ σὲ δύο μέρη, τὰ θεόπνευστα καὶ τὰ μὴ θεόπνευστα. Ἡ θεοπνευστία καὶ ἄρα ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ἀκρίβεια τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐπεκτείνεται στὸ σύνολό της κι ὄχι ἐπιλεκτικά. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος», δηλαδὴ ὅλη ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι θεόπνευστη (Β΄ Τιμ. β΄ 16 ). Ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς ἀναγνώρισε ὅτι ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα ἦταν τὸ πρῶτο ζευγάρι (Ματθαῖος ιθ΄ 3 – 6, Μᾶρκος ι΄ 3 – 9 ) καὶ ὅτι ὁ Ἄβελ μαρτύρησε (Λουκᾶς ια΄ 50–51 ). Ἔκανε ἀναφορὰ στὸν Νῶε καὶ τὸν Κατακλυσμὸ (Ματθαῖος ιδ΄ 37-39 ), στὸν Λὼτ καὶ τὴ σύζυγό του ( Λουκᾶς ιζ΄ 28-32 ), στὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα ( Ματθαῖος ι΄ 15 ), στὸν Μωυσῆ καὶ τὰ φίδια στὴν ἔρημο ( Ἰωάννης γ΄14 ), στὸ μάννα ἐξ οὐρανοῦ ( Ἰωάννης στ΄ 32– 33, στ΄ 49 ), στὰ θαύματα τοῦ προφήτη Ἠλία ( Λουκᾶς δ΄25–27 ), στὸν Ἰωνᾶ καὶ τὸ μεγάλο ψάρι (Ματθαῖος ιβ΄40-41). Ἑπομένως ὁ Ἰησοῦς ἐκλάμβανε τὶς ἱστορίες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὡς πραγματικὲς καὶ ὄχι ὡς μυθικές, ἀλλιῶς δὲν θὰ ἀναφερόταν σ’ αὐτές. Οἱ θεολόγοι τῆς μοντέρνας σχολῆς ὅμως λένε ὅτι θεόπνευστες εἶναι μονάχα οἱ θεολογικὲς ἀλήθειες. Ξεχνοῦν ὅμως ὅτι αὐτὲς οἱ θεολογικὲς ἀλήθειες εἶναι στενὰ συνδεδεμένες μὲ συγκεκριμένα πρόσωπα καὶ ἱστορικὰ γεγονότα. Ἂν λοιπὸν τὰ πρόσωπα καὶ τὰ γεγονότα εἶναι φανταστικά, τότε πῶς μποροῦν νὰ σταθοῦν οἱ θεολογικὲς ἀλήθειες πού στηρίζονται πάνω σ’ αὐτά; Σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση τὰ βιβλικὰ κείμενα δὲν ἔχουν παραπάνω ἀξία, ἀπὸ αὐτὴν ποὺ ἔχουν καὶ οἱ διδακτικοὶ μῦθοι τοῦ Αἰσώπου…
Οἱ θεολόγοι αὐτοὶ τέλος, ὑποστηρίζουν ὅτι οἱ Χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ κρίνουν τὴν ἐπιστήμη καὶ νὰ μὴ ἀνακατεύονται στὰ ἐπιστημονικὰ θέματα, διότι ἔτσι παρουσιάζουν σὲ ἀντίθεση τὴ θρησκεία μὲ τὴν ἐπιστήμη. Ἀλλὰ οἱ Χριστιανοὶ οὔτε κρίνουν οὔτε συγκρούονται μὲ τὴν πραγματικὴ ἐπιστήμη. Οἱ Χριστιανοὶ κρίνουν καὶ συγκρούονται μὲ τὴν κακὴ ἐπιστήμη. Καὶ δὲν εἶναι πρῶτοι οἱ πιστοὶ ποὺ ἀνακατεύονται μὲ τὰ ἐπιστημονικὰ θέματα, ἀλλὰ οἱ ἄπιστοι ποὺ ἀνακατεύονται μὲ τὰ θρησκευτικὰ ( ὅπως π.χ. ὁ ἄθεος Ρίτσαρντ Ντόκινς ). Οἱ πιστοὶ τιμοῦν πάντοτε τὴν ἀληθινὴ ἐπιστήμη, ἐργάζονται ὡς ἐπιστήμονες καὶ οἱ ἴδιοι καὶ στὶς τάξεις τους ἀνήκουν αὐτοὶ ποὺ ὑπῆρξαν οἱ θεμελιωτὲς τῶν ἐπιστημῶν.
Σὲ τελικὴ ἀνάλυση, οἱ Χριστιανοί, ὅπως καὶ κάθε σκεπτόμενος ἄνθρωπος, ἔχουν δικαίωμα νὰ κρίνουν τὶς ἀντιχριστιανικὲς θεωρίες, ὄχι μόνο ἐπειδὴ ἀποδεικνύονται…ἀναπόδεικτες, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ ἐργαλειοποιοῦνται κατάλληλα, προκειμένου νὰ προωθηθοῦν οἱ ἀθεϊστικὲς ἀντιλήψεις. Ἡ ἄσκηση κριτικῆς σὲ ὑλιστικές, δῆθεν ἐπιστημονικὲς θεωρίες, καὶ ἡ ὑπεράσπιση τῆς ἱστορικότητας τῶν βιβλικῶν κειμένων εἶναι ὑπηρεσία πρὸς τὴν ἀλήθεια καὶ δὲν ἀποτελεῖ μόνο δικαίωμα, ἀλλὰ καὶ βασικὴ ὑποχρέωση κάθε ἀληθινοῦ Χριστιανοῦ καὶ μάλιστα θεολόγου.