Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2025

Ἡ παιδαγωγία τοῦ πόνου – 3ον

Τοῦ κ. Ἰωάννου Β. Κωστάκη

3ον

Περιστατικὸν 3

  Συνέβη σὲ κάποιον ποὺ διέθετε πλούσια καὶ πολλὰ ὑλικὰ ἀγαθά, στεροῦνταν ὅμως τοῦ ἀντίστοιχου μυαλοῦ γιὰ διαφύλαξη καὶ ἀξιοποίηση. Ἔτσι ἡ ἀλόγιστη καὶ σπάταλη χρήση τους τὸν ἔφερε σύντομα στὴν  ἀπόλυτη ἔνδεια, πτώχεια. Ἀπελπισμένος, ὅπως ἦταν, ἄρχισε νὰ περιφέρεται σὲ πόλεις καὶ χωριὰ ἀναζητώντας τρόπους καὶ μέσα, γιὰ νὰ ἀποκτήσει ξανὰ τὰ χαμένα ἀγαθά του.  Καθὼς περπατοῦσε συλλογισμένος συνάντησε  σ’ ἕνα χωριὸ ἕνα ἀγρότη νὰ ἀνακατεύει, μὲ τὸ δίκρανο, τὸ φρεσκοκομμένο χορτάρι ποὺ ἦταν ἁπλωμένο στὸ χωράφι του. Μὲ ἀπορία τὸν ρωτᾶ: Γιατί δὲν ἀφήνεις ἥσυχο τὸ ἁπλωμένο χορτάρι; -Γιὰ νὰ ἀερίζεται, ὥστε νὰ μὴ μουχλιάσει, τοῦ ἀπάντησε ὁ χωρικός. Πιὸ πέρα συνάντησε ἕνα ἄλλο ἀγρότη ποὺ μὲ τὸ ζευγάρι τῶν ἀλόγων του ὄργωνε τὸ χωράφι του, γιὰ νὰ ἀκολουθήσει ἡ σπορά. Μὲ τὴν ἴδια περιέργεια τὸν ρωτάει: Γιατί ἀνοίγεις τὰ σπλάγχνα τῆς γῆς; –Δέν καταλαβαίνεις; Τοῦ ἀπαντᾶ ἐκεῖνος. Γιὰ νὰ ἀεριστεῖ τὸ χῶμα, νὰ τὸ δεῖ ὁ ἥλιος καὶ ἔτσι εὐκολότερα νὰ ρίξω τὸ σπόρο στὴ γῆ μου. Λίγο πιὸ κάτω συνάντησε ἕναν ἀμπελουργό, ποὺ κλάδευε  τὰ κλήματα τοῦ ἀμπελιοῦ του. Καὶ σ’ αὐτὸν πάλι ἀπευθύνει τὸ ἐρώτημά του: Τί κάνεις αὐτοῦ; Γιατί κόβεις τὰ κλήματα; – Δὲν βλέπεις τοῦ ἀπαντᾶ. Ἀφαιρῶ ὅ,τι ἄχρηστο ὑπάρχει σὲ κάθε κλῆμα, καὶ τὸ κλαδεύω ὥστε τὴν Ἄνοιξη νὰ πετάξει ξανὰ νέα πιὸ μεγάλα καὶ δυνατὰ κλαδιά, γιὰ πλουσιότερη καὶ καλύτερη καρποφορία.

  Τότε ἄνοιξαν τὰ μάτια τοῦ ἀπελπισμένου, καὶ συγκλονισμένος ὁμολόγησε: «Θεέ μου, ἐγὼ εἶμαι τὸ χορτάρι ποὺ ἀνασηκώνεις, γιὰ νὰ μὴ μουχλιάσω. Ἐγὼ εἶμαι τὸ χῶμα, ποὺ ὀργώνεις, γιὰ νὰ ἑτοιμαστεῖ, ὥστε νὰ δεχθεῖ τὸ σπόρο τῆς χάρης σου. Ἐγὼ εἶμαι τὸ κλῆμα, ποὺ περιποιεῖσαι-κλαδεύεις, γιὰ νὰ δώσει περισσότερο καὶ καλύτερο καρπό».

Μάλιστα ὁ πόνος καὶ οἱ δυστυχίες λειτουργοῦν συχνὰ ὡς φωνὴ σωτηρίας, ποὺ ἀπευθύνει ὁ Θεὸς γιὰ ἐξαγνισμὸ καὶ ἀρχὴ νέας πορείας στὴ ζωή.

β) Πνευματικὴ ὠφέλεια. Αὐτὸ γίνεται ἀντιληπτό, ἂν σὲ κάθε δοκιμασία δεχόμαστε τὸν πόνο μὲ ὑπομονὴ , προσκαρτερία καὶ ἐλπίδα, πὼς «σὺν τῷ πειρασμῷ»,ἔρχεται καὶ ἡ «ἔκβασις» δηλαδὴ ἡ λυτρωτικὴ ἔξοδος ἀπ’ αὐτόν.

Ὁ Ἅγιος  Ἰάκωβος τονίζει σχετικά: «Πᾶσαν χαρὰν ἡγήσασθε, ἀδελφοὶ μοί, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις , γινώσκοντες ὅτι τὸ δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως κατεργάζεται ὑπομονήν. Ἡ δὲ ὑπομονὴ ἔργον τέλειον ἐχέτω, ἵνα ἦτε τέλειοι καὶ  ὁλόκληροι, ἐν μηδενὶ λειπόμενοι..».(Ἰακ .Α, 2,4). Δηλαδή: «Σὰν τέλεια χαρὰ νὰ θεωρῆτε, ἀδελφοί, ὅταν πέσετε στὴ δοκιμασία καὶ τὶς θλίψεις, γνωρίζοντες ὅτι τὸ νὰ δοκιμάζεται ἡ πίστις σας δημιουργεῖ ὑπομονή. Καὶ ἡ ὑπομονὴ ἂς συνοδεύεται ἀπὸ τέλεια ἔργα, γιὰ νὰ εἶστε τέλειοι καὶ ὁλοκληρωμένοι, ὥστε νὰ μὴ σᾶς λείπει τίποτα».

«Οἱ σταυροὶ τῶν θλίψεων εἶναι στὸ δρόμο πρὸς τὸν οὐρανό, μία γέφυρα πάνω ἀπὸ ἕνα ποτάμι. Οἱ χριστιανοὶ ποὺ δὲν ἀγαποῦν τοὺς σταυροὺς τῶν θλίψεων, εἶναι σὰν νὰ θέλουν νὰ περάσουν τὸ ποτάμι πετώντας, πρᾶγμα βέβαια ἀκατόρθωτο. Ὑπάρχουν ἀγκάθια, ποὺ ξεχύνουν βάλσαμο. Ὁ σταυρὸς ξεχύνει γλυκιὰ παρηγοριά. Πρέπει ὅμως νὰ πιέσης τ’ ἀγκάθια μὲ τὰ χέρια καὶ νὰ σφίξης τὸ σταυρὸ πάνω στὴν καρδιά σου, γιὰ νὰ ἀπολαύσης τὸν χυμὸ ποὺ περιέχουν».  Τὸ νερὸ εἶναι καθαρὸ ὅσο κατρακυλᾶ καὶ κτυπιέται στὸ βουνὸ ἀνάμεσα στὶς πέτρες. Ὅταν ὅμως κατεβεῖ στὸν κάμπο καὶ ἁπλωθεῖ στὴν πεδιάδα, ἀνάμεσα στὰ χορτάρια καὶ μείνει στάσιμο, λιμνάζει, τότε ἀρχίζει νὰ χαλάει, νὰ  χάνει τὴν διαύγειά  του καὶ νὰ μολύνεται.

Στὴν ἄκρη μιᾶς λίμνης βρισκόταν πολλὰ βατράχια καὶ μερικὰ περιστέρια. Ξαφνικὰ ἀκούστηκε κάποιος θόρυβος ἀπ’ τὴν  παρουσία ἀνθρώπων. Τότε τὰ περιστέρια πέταξαν ψηλά, καὶ τὰ βατράχια τρομαγμένα βούτηξαν στὸ βοῦρκο.

Αὐτὴ εἶναι μία εἰκόνα τῆς ζωῆς. Γιὰ πολλοὺς ὁ πόνος καὶ οἱ δοκιμασίες γίνονται κίνητρο ἐξύψωσης πρὸς τὸν Θεό. Γιὰ ἄλλους γίνονται ἀφορμὴ νὰ ριχθοῦν στὴν ἀπιστία, τὴν ἀκολασία, τὴ διαφθορά.

γ). Ὁ πόνος μορφώνει τὴν ἀνθρώπινη καρδιά. Τὴν κάνει εὐαίσθητη, νὰ λυγίζει μπροστὰ στὸν πόνο, τὴ δυστυχία τοῦ ἄλλου. Λίγοι καταλαβαίνουν τὶς δυσκολίες τοῦ ἄλλου. Ὅσο κάποιος ἀπολαμβάνει τὴν εὐτυχία, ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸν πόνο τοῦ συνανθρώπου του. Ὅταν ὅμως ὁ ἴδιος δοκιμάζεται σκληρά, τότε ἀρχίζει νὰ σκέπτεται ὅτι ὑπάρχουν καὶ ἀναρίθμητοι ἄλλοι ποὺ δοκιμάζονται καὶ ὑποφέρουν χειρότερα ἀπ’ αὐτόν. Τὰ εὐγενικὰ αἰσθήματα συμπόνιας καὶ φιλαλληλίας γεννιόνται, κυρίως, τὴν ὥρα τοῦ πόνου. Καὶ ὅποιος πονᾶ προσεύχεται καὶ παρηγορεῖ καὶ τοὺς ἄλλους. Ἕνας σύγχρονος ποιητής, ποὺ δοκιμάστηκε σκληρά, τὴν ὥρα ποὺ πονοῦσε δυνατά, ἔγραψε  τὴν ἀκόλουθη θαυμάσια προσευχὴ στὸ Χριστό, γιὰ τοὺς πονεμένους:

«Λυπήσου, Κύριε τῆς ζωῆς τοὺς ταλαιπωρημένους, ἐκείνους, ποὺ νυχτώθηκαν στοῦ βίου τ’ ἀνηφόρι, κι’ εἶναι μικρὸς ὁ δρόμος τους, κ’ εἶναι πολλὰ τ’ ἀγκάθια. Κ’ ἐκεῖνοι παίρνουν κλαίγοντας τὴν ἐρημιὰ καὶ πᾶνε, σκυφτοί, βουβοί, κατάχλωμοι στῆς μοίρας τὴν πορεία. Κ’ εἶναι πολλοὶ κ’ εἶναι λαός, ἀμέτρητα κοπάδια, σὰν τὰ ξερὰ δενδρόφυλλα, στὸ φύσημα τ’ ἀνέμου. Πρῶτος τὸν πόνο γνώρισες, Χριστέ, στὸν Γολγοθᾶ Σου, καὶ τὸ ποτήρι στράγγισες τῆς πίκρας στάλα, στάλα. Ὢ κάμε κάθε σου πιστός, ποτὲ νὰ μὴ δειλιάσει, καὶ νὰ νικᾶ στὸ διάβα του τ’ ἀνθρώπινα τὰ πάθη, ὅπου τ’ ἀγκάθια, τριαντάφυλλα ν’ ἀνθίσουν, κι’ ὅπου τό δάκρυ στάλαξε πηγὴ χαρᾶς ν’ ἀνοίξει».

Ἄλλοι πάλι ἀφιερώνουν τὸν πόνο  γιὰ τοὺς συν­ανθρώπους τους καὶ γίνονται θύματα ἐξαγνισμοῦ γι’ αὐτούς. Ἕνα ἀνοιξιάτικο πρωινὸ μία νεαρὴ καλλιτέχνης (χορεύτρια) βγαίνοντας  στὸν κῆπο της ἄκουσε τὸ μελῳδικὸ κελάηδημα ἑνὸς ἀηδονιοῦ. Στάθηκε, ἀθέατη, κάτω ἀπὸ ἕνα δένδρο γιὰ νὰ τὸ ἀπολαύση καλύτερα. Στὴ βιασύνη της, ἀπρόσεκτα, γλίστρησε καὶ τραυματίστηκε σοβαρά, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὑποφέρει γιὰ πολλοὺς μῆνες δυνατοὺς πόνους. Ἡ ἴδια διηγεῖται τὴν περιπέτειά της: «Στὴν ἀρχὴ ἤμουνα ἐπαναστατημένη καὶ ἀνήσυχη. Σκεπτόμουν πὼς κανεὶς ἄλλος δὲν ἦταν πιὸ δυστυχισμένος ἀπὸ ἐμένα, ποὺ ἔπρεπε μέρα-νύκτα νὰ βρίσκομαι ξαπλωμένη ὑποφέροντας σκληροὺς πόνους. Σιγὰ-σιγὰ ὅμως , ἄλλες ἀνώτερες σκέψεις κυριάρχησαν μέσα. Τότε ἄρχισα νὰ ψάλλω ὕμνους καὶ νὰ τραγουδῶ, χωρὶς νὰ μπορῶ νὰ χορεύω, ὅπως ἔκανα πρίν. Τώρα ὅμως μ’ αὐτὴ τὴ δοκιμασία γνώρισα τὸν προορισμὸ καὶ τὴν κλίση μου».

Ποιὸς μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ προορισμὸς καὶ ἡ κλίση μιᾶς νέας χορεύτριας; Νὰ ὑποφέρει; Ἀσφαλῶς ὄχι γιὰ τήν ἀνθρώπινη λογική. Ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἕνα σκοπό, ἕνα προορισμό, μία ἀποστολή. Νὰ γίνουν: καλοὶ ἐπαγγελματίες, καλοὶ οἰκογενειάρχες, ἰατροὶ , ἱερεῖς, μοναχοὶ κ.λ.π. Ἡ νεαρὴ χορεύτρια ἔνοιωσε ὡς κλήση της νὰ ὑποφέρει γιὰ τοὺς ἄλλους. Εἶναι κι’ αὐτὸ κάτι ποὺ ὑπερβαίνει τὰ συνηθισμένα.

Στὸ πνευματικὸ βιβλίο: «Μίμηση Χριστοῦ» σημειώνεται πώς : «Μαζὶ μὲ τὸν πόνο ὁ Θεὸς δίνει καὶ τὴ δύναμη νὰ τὸν ὑπομένουμε κι ὅσο μεγαλύτερος εἶναι αὐτὸς , τόσο ἀφθονότερη εἶναι καὶ ἡ θεία χάρις ποὺ τὸν συνοδεύει. Πολλὲς φορές, μάλιστα, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ τόσο ἀποτελεσματικά, ποὺ ὅ,τι ἡ ψυχὴ φυσικὰ ἀποστρέφεται καὶ μισεῖ, αὐτὸ τελικὰ γίνεται ἐπιθυμητὸ καὶ ἀξιαγάπητο». Βέβαια δὲν εἶναι σύμφωνο μὲ τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου νὰ ὑποφέρη, νὰ ἀγαπᾶ τὸν πόνο, νὰ «ὑποπιάζει καὶ δουλαγωγεῖ» τὸ σῶμα του, νὰ ἀνέχεται προσβολές, νὰ μὴ ὑπολογίζει τὸν ἑαυτό του, νὰ ὑπομένει ὅλες τὶς ἀντιξοότητες τῆς ζωῆς, τὶς ζημιές,  καὶ νὰ μὴ ζηλεύει καμία κοσμικὴ ἀπόλαυση καὶ τιμή. Ὅταν ὅμως ἔλθει στὴ ζωή του ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, τότε ὅλα αὐτά, καὶ πολλὰ ἄλλα δυσάρεστα, ἐπώδυνα, ὀδυνηρὰ γίνονται ἀγαπητά. Λογίζονται ὡς παιδαγωγικὰ μέσα, «ὡς «σκύβαλα ἵνα Χριστὸν κερδίσει». Ἀντὶ νὰ θλίβουν καὶ μαραζώνουν τὴν ψυχή, σκορποῦν μέσα της Θεϊκὴ γαλήνη καὶ οὐράνια παρηγοριά. Μὲ ἄλλα λόγια ἐπαναλαμβάνουμε τὴν  ἐναγώνια κραυγὴ τοῦ Δαβίδ: «Αἱ θλίψεις τῆς καρδίας μου ἐπληθύνθησαν, Κύριε, ἐκ τῶν ἀναγκῶν μοι ἐξάγαγέ με».(Ψαλμ.24,17).

Ἡ παιδαγωγία τοῦ πόνου – 2ον