Προτεστάντες

Με αφορμή το έργο «Ο Λόγος» του Kaj Munk

Ο Κεσατιανισμός

και η Απόρριψη των θαυμάτων

(Cessationism)

    Ο Κεσατιανισμός, γνωστός και ως θεωρία της παύσης των χαρισμάτων, αποτελεί μια από τις πιο αμφιλεγόμενες δογματικές θέσεις μέσα στον προτεσταντικό κόσμο, η οποία υποστηρίζει ότι τα θαυματουργά δώρα του Αγίου Πνεύματος—όπως η γλωσσολαλιά, οι προφητείες, οι θεραπείες, οι αποκαλύψεις και άλλα υπερφυσικά φαινόμενα που περιγράφονται στην Καινή Διαθήκη—έπαψαν να εκδηλώνονται μετά την αποστολική εποχή. Αυτή η ιδέα αναπτύχθηκε σταδιακά μέσα από την ιστορία της χριστιανικής θεολογίας, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης, ως αντίδραση σε αυτό που θεωρήθηκε υπερβολική έμφαση στα θαύματα και τις αποκαλύψεις από την Καθολική Εκκλησία, και αργότερα ως απάντηση σε νεότερα κινήματα όπως την λεγόμενη χαρισματική κίνηση. Στην ουσία, ο κεσατιανισμός βλέπει αυτά τα χαρίσματα ως προσωρινά εργαλεία που δόθηκαν από τον Θεό για να εδραιώσουν την πρώιμη Εκκλησία, να επιβεβαιώσουν το κήρυγμα των Αποστόλων και να πείσουν τους απίστους, μέχρι να ολοκληρωθεί ο Κανόνας της Αγίας Γραφής. Μόλις η Γραφή έγινε το “τέλειο” και αυτοτελές σημείο αναφοράς, όπως ερμηνεύεται το χωρίο από την Πρώτη προς Κορινθίους Επιστολή (13:8-10), όπου λέγεται ότι “οι προφητείες θα καταργηθούν και οι γλώσσες θα παύσουν”, τα θαύματα αυτά δεν ήταν πλέον απαραίτητα και σταμάτησαν να συμβαίνουν σε σύγχρονες εποχές, αφήνοντας χώρο μόνο για τη θεϊκή πρόνοια και την προσευχή.

Η ιστορική ρίζα του κεσατιανισμού εντοπίζεται πρωτίστως στους μεταρρυθμιστές του 16ου αιώνα, όπως ο Ιωάννης Καλβίνος, ο οποίος, στην προσπάθειά του να απομακρυνθεί από τις “παραδόσεις των ανθρώπων” που έβλεπε στην Καθολική Εκκλησία, έδωσε απόλυτη προτεραιότητα στην αυθεντία της Γραφής. Ο Καλβίνος υποστήριζε ότι τα θαύματα ήταν σημεία για την εποχή των Αποστόλων, προορισμένα να εδραιώσουν την πίστη σε μια εποχή χωρίς ολοκληρωμένη Γραφή, αλλά στη σύγχρονη εποχή, η πίστη βασίζεται αποκλειστικά στη Βίβλο και όχι σε υπερφυσικά γεγονότα, τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε απάτες ή αιρέσεις. Αυτή η άποψη ενισχύθηκε αργότερα από θεολόγους όπως ο Benjamin Breckinridge Warfield, ένας από τους πιο επιδραστικούς προτεστάντες του 20ού αιώνα, ο οποίος στο έργο του “Counterfeit Miracles” ανέπτυξε μια συστηματική επιχειρηματολογία, βασισμένη σε ιστορικά, βιβλικά και λογικά επιχειρήματα, ότι τα αληθινά θαύματα έπαψαν μετά τον πρώτο αιώνα μ.Χ., και όσα ισχυρίζονται οι σύγχρονοι—όπως θεραπείες ή προφητείες—είναι είτε ψευδή, είτε ψυχολογικά φαινόμενα, είτε δαιμονικές παρεμβάσεις. Ο Warfield, επηρεασμένος από τον Πριγκιπικό σχολείο θεολογίας, έβλεπε τον κεσατιανισμό ως προστασία της πίστης από υποκειμενικές εμπειρίες που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την αντικειμενική αλήθεια της Γραφής.

Από θεολογική άποψη, η βάση του κεσατιανισμού στηρίζεται σε συγκεκριμένες ερμηνείες βιβλικών χωρίων, με κεντρικό ρόλο την Α’ προς Κορινθίους, όπου ο Απόστολος Παύλος μιλά για την παύση των προφητειών και των γλωσσών όταν έρθει “το τέλειο”. Για τους κεσατιανιστές, αυτό το “τέλειο” δεν είναι η Δευτέρα Παρουσία, όπως υποστηρίζουν οι αντίπαλοί τους οι κοντινιουατιστές (continuationists), αλλά η ολοκλήρωση του βιβλικού κανόνα γύρω στον 1ο-2ο αιώνα, μετά την οποία η αποκάλυψη θεωρείται κλειστή και επαρκής. Επιπλέον, βλέπουν την ιστορία της Εκκλησίας ως επιβεβαίωση αυτής της παύσης: μετά τον πρώτο αιώνα, οι αναφορές σε θαύματα μειώνονται δραστικά, και όσα καταγράφονται από Πατέρες όπως ο Ιωάννης Χρυσόστομος ή ο Αυγουστίνος αποδίδονται σε εξαιρέσεις ή μύθους, ενώ η αύξησή τους στη μεσαιωνική περίοδο θεωρείται απόρροια δεισιδαιμονίας. Αυτή η θεωρία έρχεται σε έντονη αντίθεση με τον κοντινιουατισμό, ο οποίος πιστεύει ότι τα χαρίσματα συνεχίζονται μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία, ως μέρος της ζωντανής παρουσίας του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία, και βλέπει τον κεσατιανισμό ως περιορισμό της θεϊκής δράσης, βασισμένο σε ορθολογισμό και όχι σε πίστη. Οι κοντινιουατιστές, συχνά από πεντηκοστιανικές ή χαρισματικές ομάδες, κατηγορούν τους κεσατιανιστές ότι αγνοούν χωρία όπως το Ιωάννης 14:12, όπου ο Ιησούς λέει ότι οι πιστοί θα κάνουν μεγαλύτερα έργα από Εκείνον, υπονοώντας συνέχεια.

Μια κρίσιμη πτυχή που ενισχύει τον κεσατιανισμό είναι η στενή του σχέση με την αρχή του sola scriptura, μια από τις πέντε solae της Μεταρρύθμισης, η οποία δηλώνει ότι η Γραφή είναι η μόνη αλάνθαστη και επαρκής πηγή θείας αποκάλυψης για την πίστη και την πρακτική. Το sola scriptura, διατυπωμένο από τον Λούθηρο και τον Καλβίνο, απορρίπτει άλλες πηγές όπως η εκκλησιαστική παράδοση, τα συνοδικά διατάγματα ή νέες αποκαλύψεις ως ισότιμες, και αυτή η αρχή λειτουργεί ως θεμελιώδης κινητήριος δύναμη για τον κεσατιανισμό. Συγκεκριμένα, αν τα χαρίσματα όπως η προφητεία συνέχιζαν, θα μπορούσαν να εισάγουν νέα “θεϊκά μηνύματα” ή αποκαλύψεις, κάτι που θα έθετε σε κίνδυνο την αποκλειστική αυθεντία της Γραφής και θα παραβίαζε το sola scriptura. Οι μεταρρυθμιστές χρησιμοποίησαν αυτή την αρχή για να καταπολεμήσουν τις καθολικές αξιώσεις για θαύματα και παπικές αποκαλύψεις, βλέποντας τα ως υπονόμευση της Βίβλου. Ο Warfield, για παράδειγμα, υποστήριζε ότι τα θαύματα ήταν προσωρινά για την επικύρωση της Γραφής, και η συνέχειά τους θα υπονοούσε ότι η αποκάλυψη δεν είναι κλειστή, κάτι απαράδεκτο για το sola scriptura. Σε προτεσταντικές παραδόσεις όπως οι Μεταρρυθμισμένοι Πρεσβυτεριανοί ή οι Βαπτιστές, αυτή η σχέση είναι εμφανής και ο κεσατιανισμός προστατεύει την επάρκεια της Γραφής από υποκειμενικές εμπειρίες, ενισχύοντας μια πιο ορθολογική προσέγγιση της πίστης, όπου η θεϊκή δράση περιορίζεται στην ερμηνεία της Βίβλου και όχι σε υπερφυσικά σημεία.

Η άρνηση των θαυμάτων έχει βαθιές ρίζες στον φιλελεύθερο προτεσταντισμό του 19ου αιώνα, που γεννήθηκε στη Γερμανία και εξαπλώθηκε στη βόρεια Ευρώπη και την Αμερική. Εκεί, τρεις κυρίως κατηγορίες εκκλησιών ή ρευμάτων εκφράζουν αυτή τη στάση.

Πρώτη είναι η Ευαγγελική Εκκλησία της Γερμανίας, η οποία συγκεντρώνει τις περισσότερες λουθηρανικές και μεταρρυθμισμένες κοινότητες της Γερμανίας. Από τα τέλη του 19ου αιώνα, οι περισσότεροι θεολόγοι της σχολής αυτής (όπως ο Friedrich Schleiermacher, ο Albrecht Ritschl και ο Adolf von Harnack) αντιμετώπισαν τα θαύματα ως μυθικές διηγήσεις που εξέφραζαν το θρησκευτικό βίωμα της πρώτης Εκκλησίας. Ο Θεός, έλεγαν, δεν «παραβιάζει» τους φυσικούς νόμους. Αυτή η θεολογία είναι η βάση για τις σημερινές «προοδευτικές» ή «εκκοσμικευμένες» μορφές λουθηρανισμού και καλβινισμού, οι οποίες εξακολουθούν να θεωρούν τα θαύματα ποιητικές εικόνες και όχι ιστορικά γεγονότα.

Δεύτερη ομάδα είναι οι λεγόμενοι Unitarian ή Unitarian Universalists στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Αγγλία. Αυτοί απορρίπτουν κάθε υπερφυσικό στοιχείο, δεν πιστεύουν στην Αγία Τριάδα, και θεωρούν ότι ο Χριστός ήταν ηθικός διδάσκαλος, όχι Θεάνθρωπος. Κατά συνέπεια, όλα τα θαύματα τα εξηγούν ψυχολογικά ή ηθικά. Οι Ουνιταριανοί υπήρξαν πρόδρομοι του «ορθολογικού χριστιανισμού» και άσκησαν μεγάλη επιρροή σε θεολόγους που προσπάθησαν να προσαρμόσουν την πίστη στη σύγχρονη επιστήμη.

Τρίτη τάση είναι οι φιλελεύθερες πτέρυγες των αγγλικανών και των πρεσβυτεριανών. Στα πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Κέμπριτζ, ήδη από τον 19ο αιώνα, διαμορφώθηκε η λεγόμενη “Broad Church” θεολογία, που δίδασκε ότι οι αφηγήσεις των θαυμάτων είναι παραβολές με ηθικό περιεχόμενο, και ότι η πίστη δεν χρειάζεται την «απόδειξη» των θαυμάτων. Αυτή η αντίληψη υπάρχει και σήμερα σε πολλούς αγγλικανούς ιερείς και επισκόπους.

Όλες αυτές οι μορφές ορθολογικού προτεσταντισμού πέρασαν και στον ελληνικό θεολογικό χώρο. Από τα μέσα του 20ού αιώνα, ορισμένοι ορθόδοξοι θεολόγοι που σπούδασαν στη Δύση (κυρίως στη Γερμανία, στη Γαλλία ή στις Ηνωμένες Πολιτείες) υιοθέτησαν κριτικές μεθόδους ερμηνείας της Αγίας Γραφής. Έτσι άρχισαν να μιλούν για τα θαύματα του Χριστού όχι ως ιστορικά γεγονότα, αλλά ως θεολογικά μηνύματα. Εμφανίστηκε η λεγόμενη “ερμηνευτική θεολογία”, που εστίαζε στο «νόημα» και όχι στο «γεγονός». Αυτές οι ιδέες δεν έγιναν ποτέ επίσημη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ωστόσο εισχώρησαν σε πανεπιστημιακούς κύκλους, κυρίως μέσω της βιβλικής κριτικής και των μεταπολεμικών διαλόγων με τους προτεστάντες.

Ενώ λίγοι Ορθόδοξοι θεολόγοι θα υιοθετούσαν ρητά το δόγμα ότι τα χαρίσματα έπαυσαν (καθώς αυτό θα ήταν αντίθετο προς την Ορθόδοξη αγιολογία και λατρεία), ορισμένοι Ορθόδοξοι ακαδημαϊκοί, θέλοντας να καταστήσουν την Ορθοδοξία συμβατή με την «επιστημονική» κοσμοθεωρία, υιοθέτησαν την Ιστορικοκριτική Μέθοδο του δυτικού φιλελευθερισμού που οδηγεί στην απομυθοποίηση καθώς ερμηνεύουν τα θαύματα της Αγίας Γραφής, ακόμη και τα κεντρικά γεγονότα του Ευαγγελίου, ως «μύθους» ή συμβολικές αφηγήσεις που πρέπει να «απογυμνωθούν» από το υπερφυσικό τους περίβλημα. Αντιμετωπίζουν τα θαύματα των Αγίων και των ιερών λειψάνων με σκεπτικισμό, τα οποία αποδίδονται στη «λαϊκή ευσέβεια» ή την «αμάθεια» των πιστών, παρά στην πραγματική θεία ενέργεια. Αυτή η προσέγγιση απομακρύνει τη θεολογία από τη λατρευτική εμπειρία της Εκκλησίας καθώς η ανθρωποκεντρική ηθική οδηγεί σε μία μετατόπιση του ενδιαφέροντος από τη θεολογία στην ηθική και την κοινωνική δράση, κάτι που αποτελεί επίσης κύριο χαρακτηριστικό του φιλελεύθερου Προτεσταντισμού.

Όταν όμως εξετάζουμε την επιρροή του κεσατιανισμού στους ορθόδοξους θεολόγους, η εικόνα γίνεται πιο σύνθετη και κυρίως αρνητική, καθώς η Ανατολική Ορθοδοξία, με την έμφασή της στην παράδοση, τα μυστήρια και την αδιάλειπτη παρουσία του Αγίου Πνεύματος, δεν υιοθέτησε ποτέ αυτή τη θεωρία ως δική της, αλλά μάλλον την κριτικάρει ως προτεσταντική καινοτομία που αγνοεί την πατερική μαρτυρία.

Οι ορθόδοξοι βλέπουν τον κεσατιανισμό ως απόρροια ενός δυτικού ορθολογισμού, επηρεασμένου από τον Διαφωτισμό και τη Μεταρρύθμιση, ο οποίος αρνείται τη συνεχή θεϊκή δράση στον κόσμο, ενώ η Ορθοδοξία τονίζει ότι τα χαρίσματα δεν έπαψαν ποτέ, αλλά συνεχίζονται σε μορφές όπως τα θαύματα των αγίων, η θεία Ευχαριστία και οι πνευματικές εμπειρίες των μοναχών. Αυτή η κριτική δεν είναι απλώς αμυντική, αλλά βασίζεται σε μια βαθιά κατανόηση της εκκλησιαστικής ιστορίας, όπου τα θαύματα θεωρούνται φυσική επέκταση της θείας οικονομίας. Για παράδειγμα, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, στα ομιλίες του για την Προς Κορινθίους Επιστολή, παρατηρεί μια μείωση στα θαύματα στην εποχή του, αλλά την αποδίδει όχι σε θεϊκή απόφαση παύσης, αλλά στην ανθρώπινη απώλεια αρετής και πίστης, τονίζοντας ότι τα χαρίσματα δίνονται ελεύθερα από τον Θεό σε όσους τα ζητούν με ταπείνωση.

Αυτή η στάση επηρεάζει σύγχρονους ορθόδοξους θεολόγους, όπως ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκι, ο οποίος υπερασπίζεται την καθολικότητα της Εκκλησίας ως ζωντανή παρουσία του Πνεύματος, όπου τα μυστήρια και τα θαύματα είναι αδιάλειπτα, κριτικάροντας έμμεσα δυτικές θεωρίες όπως ο κεσατιανισμός που “παγώνουν” τη θεϊκή δράση. Παρομοίως, ο π. Ιωάννης Μέγεντορφ, στο “Βυζαντινή Θεολογία”, βλέπει τον άνθρωπο ως συμμετέχοντα στη θεία ζωή, όπου τα θαύματα δεν είναι “υπερφυσικά δώρα” αλλά φυσική έκφραση αυτής της συμμετοχής, και ο Επίσκοπος Κάλλιστος Γουέαρ χαρακτηρίζει τον κεσατιανισμό ως “ηττημένο” δόγμα, αφού η Ορθοδοξία μαρτυρεί συνεχή θαύματα, από το Άγιο Φως στην Ιερουσαλήμ μέχρι τις εμπειρίες αγίων όπως ο Άγιος Πορφύριος ή ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ.

Μια ενδεικτική περίπτωση που αποκαλύπτει αυτή την αντίθεση είναι η ζωή και η διδασκαλία του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου (949-1022), ο οποίος αντιμετώπισε παρόμοιες κατηγορίες ότι τα θαύματα και τα πνευματικά χαρίσματα δεν γίνονται πλέον στην εποχή του, μια στάση που προσομοιάζει με τον μετέπειτα κεσατιανισμό, αν και χωρίς τη δογματική του διατύπωση. Στην Βυζαντινή εποχή, ορισμένοι κληρικοί και μοναχοί κατηγορούσαν τον Συμεών ότι οι μυστικές του εμπειρίες—όπως τα οράματα του θείου φωτός, οι εκστάσεις και η άμεση εμπειρία του Θεού—ήταν υπερβολικές ή αιρετικές, υποστηρίζοντας ότι τέτοια χαρίσματα ανήκαν αποκλειστικά στους Αποστόλους ή τους πρώτους Πατέρες και δεν ήταν πλέον δυνατά, λόγω της πνευματικής “ψυχρότητας” της εποχής. Ο βιογράφος του, Νικήτας Στηθάτος, καταγράφει αυτές τις διαμάχες, όπου οι κατήγοροι έβλεπαν τις διδασκαλίες του ως καινοτομίες. Ωστόσο, ο Συμεών υποστήριζε ότι τα χαρίσματα δεν περιορίζονται χρονικά, αλλά είναι διαθέσιμα σε κάθε πιστό που ζει με μετάνοια και προσευχή, και ότι η απουσία τους οφείλεται στην ανθρώπινη απιστία, όχι σε θεϊκή παύση.

Η στάση του αγ. Συμεών είχε διαχρονική επίδραση στην Ορθοδοξία, ενισχύοντας την ησυχαστική παράδοση που κορυφώθηκε με τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, ο οποίος υπερασπίστηκε τα χαρίσματα ως διαρκή και προσβάσιμα, αντικρούοντας κάθε ιδέα παύσης. Συνολικά, ο κεσατιανισμός, ενώ κυριαρχεί σε προτεσταντικές ομάδες, στην Ορθοδοξία λειτουργεί ως καταλύτης για βαθύτερη κατανόηση της πνευματικής συνέχειας, υπενθυμίζοντας ότι ο Θεός δεν σταματά να δρα, αλλά οι άνθρωποι πρέπει να είναι ανοιχτοί στην παρουσία Του, κάνοντας τα θαύματα όχι παρελθόν, αλλά παρόν και μέλλον της πίστης.

    Αφορμή για το παραπάνω κείμενο στάθηκε η παρακολούθηση της ταινίας, ο «Λόγος» (Ordet), του Δανού Λουθηρανού πάστορα Kaj Munk, που εξερευνά τη σύγκρουση πίστης, ορθολογισμού και θαυμάτων. Ο Munk, γεννημένος το 1898, υπήρξε μια εξέχουσα φυσιογνωμία στη Δανία, γνωστός όχι μόνο για το συγγραφικό του έργο αλλά και για την αντίστασή του κατά της ναζιστικής κατοχής. Η ειλικρινής του κριτική ενάντια στους Ναζί και η πατριωτική του στάση οδήγησαν στη δολοφονία του το 1944 από την Gestapo, καθιστώντας τον μάρτυρα της ελευθερίας. Το έργο του «Ο Λόγος» απέκτησε παγκόσμια αναγνώριση μέσω της κινηματογραφικής του μεταφοράς το 1955 από τον σπουδαίο Δανό σκηνοθέτη Carl Theodor Dreyer. Η ταινία, όπως και το έργο, θέτει ερωτήματα για τη φύση της πίστης και την παρουσία του θείου στον σύγχρονο κόσμο, ενώ η αναφορά σε δογματικές θέσεις, όπως η άρνηση των σύγχρονων θαυμάτων, παραπέμπει σε θεολογικές συζητήσεις, όπως ο κεσατιανισμός.

Η ιστορία διαδραματίζεται το 1925 στην αγροτική περιοχή του Δυτικού Γιούτλαντ της Δανίας, εστιάζοντας στην οικογένεια Borgen. Ο πατριάρχης, Morten Borgen, ένας ευκατάστατος αγρότης, ηγείται ενός χριστιανικού δόγματος, αλλά η ίδια του η οικογένεια μαστίζεται από εσωτερικές συγκρούσεις και αμφιβολίες. Ο γιος του, Johannes, είναι παράφρων και πιστεύει ότι είναι ο Ιησούς Χριστός, εκστομίζοντας προφητείες και κατηγορώντας τους άλλους για τη «χλιαρή» τους πίστη. Ο Mikkel, ο μεγαλύτερος γιος, έχει χάσει την πίστη του, ζώντας όμως ευτυχισμένος με τη σύζυγό του, την Inger, η οποία είναι η μόνη που διατηρεί μια ζεστή, αυθεντική και ανεπιτήδευτη πίστη. Ο Anders, ο νεότερος γιος, θέλει να παντρευτεί την κόρη του γείτονα, Peter Petersen, ο οποίος ανήκει σε ένα πιο αυστηρό, φανατικό θρησκευτικό δόγμα, καθιστώντας τον γάμο αδύνατο λόγω της δογματικής μισαλλοδοξίας των δύο πατεράδων.

Η κεντρική δραματική κορύφωση έρχεται με τον θάνατο της Inger κατά τη διάρκεια μιας αποτυχημένης γέννας. Αυτή η τραγωδία φέρνει στην επιφάνεια την απόγνωση του Mikkel, την αμφιβολία του Morten και τη μισαλλοδοξία των δύο οικογενειών, δημιουργώντας το σκηνικό για το απροσδόκητο φινάλε.

 

Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ

https://www.entaksis.gr/cessationism/