«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Οἱ Ὀρθόδοξοι μοναχοί βλέπουν στήν προσευχή τους τό ἄκτιστο φῶς
Μέ τήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ στά Ἱερά Μυστήρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ἠμπορεῖ ὁ κάθε συνειδητός ὀρθόδοξος Χριστιανός καί μάλιστα ὁ μοναχός νά καθαρισθῆ σταδιακά ἀπό τά σωματικά καί ψυχικά του πάθη καί νά ἀνέβη στήν ὑψηλότερη κορυφή πού εἶναι ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου φωτός. Αὐτή ἡ κατάστασις εἶναι ἡ τελευταία βαθμίδα τῆς ἐν Χριστῶ πνευματικῆς ζωῆς, πού σημαίνει ὅτι ὁ ἀγωνιστής ἔχει φθάσει πλέον στά μέτρα τῆς ἁγιότητος καί ἔχει ἑνωθῆ μυστικά ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μέ ὁλόκληρη τήν Παναγία Τριάδα καί εὑρίσκεται ἤδη στήν δόξα τοῦ Παραδείσου.
Τό φῶς αὐτό εἶναι ἄϋλο καί ταυτίζεται μέ τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, διότι καί ὁ Χριστός σάν φῶς ἀπεκάλυψε στό Θαβώρειο Ὄρος τήν θεότητά του στούς τρεῖς μαθητές του. Δέν ψηλαφᾶται, δέν ἐλέγχεται ἀπό τήν βούλησι τοῦ ἀγωνιστοῦ καί δέν ἐκδηλώνεται στόν καθένα κατά τόν ἴδιο τρόπο καί μέ τά ἴδια ἀποκαλυπτικά σημεῖα. Ὁ ἀγωνιστής δέν τό ἐπιζητεῖ, διότι κινδυνεύει νά τόν παραπλανήση ὁ διαβολος καί νά δεχθῆ μέσα του τό πνεῦμα τῆς πλάνης. Αὐτό εἶναι τό πνεῦμα τοῦ διαβόλου πού μπορεῖ νά παρασύρη τόν ἄνθρωπο μέχρι τά φαράγγια τῆς κολάσεως. Ὁ ἀγωνιστής μόνο κλαίει τίς ἁμαρτίες του καί ταπεινώνεται συνεχῶς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Καί ἐάν εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ, θά λάβη αὐτή τήν ὑψίστη δωρεά, ὅταν κρίνει ὁ Θεός ἕτοιμη τήν ψυχή του γι᾿ αὐτή τήν Χάρι. Στήν περίπτωσι αὐτή ὁ Θεός κατευθύνει τήν Ψυχή καί ἡ Ψυχή ὑποτάσσεται. Κατά τήν θεωρία τοῦ θείου φωτός παύει πλέον νά ἐνεργεῖται ἡ καρδιακή προσευχή, διότι ὁ ἀγωνιστής εὑρίσκεται σέ θεωρία τοῦ Θεοῦ. Καί θεωρία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ θεωρία τοῦ ἀκτίστου φωτός.
Ὡς γνωστόν, οἱ Καθολικοί χριστιανοί καί μάλιστα οἱ μοναχοί δέν γνωρίζουν νά προσεύχωνται μέ τήν γλυκυτάτη εὐχή τοῦ Ἰησοῦ: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν», ἀλλά στοχάζονται μέσα στήν σκέψι τους γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τῶν Ἀποστόλων κλπ. Δέν ἠμποροῦν νά κλαύσουν γιά τίς ἁμαρτίες τους, διότι δέν ὑπάρχει μέσα τους τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τό πνεῦμα τῆς πλάνης. Ὅταν κάποτε ἐρώτησα ἕναν θεολόγο τους, ὅταν κάνει τό σταυρό του τί λέγει μέσα του, μοῦ ἀπήντησε: «Σ᾿ εὐχαριστῶ Θεέ μου, διότι εἶμαι σωσμένος». Δέν λέγουν: «Σῶσε με, Χριστέ μου», ἀλλά τόν εὐχαριστοῦν διότι ἔχουν σωθῆ καί ὄχι ὅτι θά σωθοῦν.
Τό πρόβλημα στήν Παπική ἐκκλησία, ὅσον ἀφορᾶ τό ἄκτιστον φῶς, εἶναι πολύ μεγαλύτερο καί ξεκινᾶ ἀπό τήν ἐποχή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Στήν ἐποχή του ὁ Ἅγιος αὐτός ὑπεραμύνθηκε μέ τά σοφά συγγράμματά τῆς θεωρίας τοῦ ἀκτίστου φωτός, τοῦ ὁποίου καί ὁ ἴδιος ὑπῆρχε μέτοχος καί θεωρός. Πολεμήθηκε ἀπό τόν μοναχό Βαρλαάμ, πού ξεκίνησε ἀπό τήν Καλαβρία τῆς Σικελίας καί ἦλθε στήν Ἑλλάδα. Ἐδῶ, μή ἔχοντας ὁ ἴδιος σχετικές ἐμπειρίες τοῦ θείου φωτός, εἰρωνεύθηκε τήν ἡσυχαστική ζωή τῶν μοναχῶν τοῦ Ἄθωνος, τήν ὁποίαν κατηγόρησε σάν μία αἱρετική μοναχική Κίνησι. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος δικαιώθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ὀκτώ χρόνια μετά τήν κοίμησί του ἀναγνωρίσθηκε ἐπισήμως ἅγιος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Ἡ Παπική ἐκκλησία μισεῖ θανάσιμα αὐτόν τόν Ἅγιο καί ἀπορρίπτει τήν διδασκαλία του καί τήν ἁγιότητά του. Γιά ἐμᾶς ὅμως εἶναι ὁ κῆρυξ τῆς Χάριτος καί τῶν μοναζόντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα. Ἀπό τότε λοιπόν ἡ Παπική ἐκκλησία πλανήθηκε καί στό θέμα αὐτό μέσῳ τοῦ πλανεμένου ἐκπροσώπου της μοναχοῦ Βαρλαάμ καί ἐδογμάτισε ἐσφαλμένως ὅτι τό φῶς αὐτό εἶναι κτιστό. Ἄρα γε δέν μπορεῖ νά θεοποιήση τόν ἄνθρωπο, πού εἶναι κι αὐτός κτίσμα τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό, ὅσο καί νά ἀγωνίζωνται οἱ οἰκουμενιστές νά κάνουν τήν ἕνωσι, ἄς γνωρίζουν ὅτι αὐτό εἶναι ἔργον τῆς Θείας Προνοίας. Δέν μπορεῖ στηρίζεται σέ ἐξωτερικές σχέσεις καί πολιτιστικές ἐκδηλώσεις, ἀλλά στήν ταπείνωσι τῶν ἐκπροσώπων τοῦ ἐκπεσόντος πατριαρχείου τῆς Ρώμης καί στήν ἄνευ ὅρων ἀποδοχή τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας τῶν δέκα περίπου αἰώνων.
Οἱ Ἅγιοί μας εἶναι οἱ παθόντες τά θεῖα μέσα ἀπό τήν αὐστηρά μοναστική παράδοσι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Ἀπηλλάγησαν μέ τόν προσωπικό τους ἀγῶνα ἀπό τούς ρύπους τῆς ἐμπαθοῦς κοινωνίας μέ τόν κόσμο καί ἀνεδείχθησαν δοχεῖα τῆς Χάριτος καί στόματα θείων διδαχῶν τοῦ Πνεύματος. Τρανό παράδειγμα ἀποτελεῖ ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Θεολόγος, ὁ ὁποῖος περιέγραψε μέ ποιητική μορφή τήν προσπάθειά του γι᾿ αὐτή τήν μετοχή του στήν θεωρία τοῦ ἀκτίστου φωτός. Καί ἰδού τί γράφει στόν πρῶτο Λόγο τῶν ἐρωτικῶν ποιημάτων του: «Βιαστή γάρ ὑπάρχει οὐρανῶν ἡ Βασιλεία. Ποίας πράξεις δέ σοί λέγω: Ἀγρυπνίαν καί νηστείαν, τήν μετάνοιαν θερμήν τε, πένθος καί δακρύων ὄμβρους, ἄπαυστον θανάτου μνήμην, ἀδιάλειπτον εὐχήν τε καί ὑπομονήν παντοίων πειρασμῶν ἐπερχομένων, σιωπήν πρό τούτων πάντων, καί ταπείνωσιν βαθείαν καί ὑπακοήν τελείαν, καί θελήματος ἐκκοπήν. Τούτοις ἡ ψυχή ἀδολεσχοῦσα, λαμπηδόνας μέν ἐν πρώτοις δέχεσθαι ποιεῖ τόν νοῦν σου...». Στόν 37ον Λόγο του περιγράφει τά πνευματικά του αἰσθήματα ἀπό τίς ἀλλεπάλληλες ἐπισκέψεις τοῦ θείου φωτός: «Τοῦτο τερπνότης καί χαρά, πραότης καί εἰρήνη. Ἔλεος ἀναρίθμητον, ἄβυσσος εὐσπλαγχνίας. Ἀόρατον βλεπόμενον, χωρητόν ἀχωρήτως. Ἀναφές, ἀψηλάφητον, κρατητόν ἐν νοΐ μου. Τοῦτο ἔχων οὐ καθορῶ, θεωρῶν δέ οὐκ ἀφιέν τάχος ὁρμῶ τοῦ δράξασθαι καί ἀφίπταται ἅπαν.... Τοῦτο ὀλίγον χρόνον φαίνεται καί συστέλλεται».
Καί τώρα γιά νά ἐπιβεβαιώσουμε τούς διστακτικούς ὅτι ἡ ἴδια φωτιστική Χάρις ὑπάρχει καί στόν 20ον αἰῶνα θά καταχωρήσουμε στήν συνέχεια ἕνα τεμάχιο ἀπό ἐπιστολή τοῦ θεοφόρου Μοναχοῦ Κυρίλλου Ἁγιορείτου, τήν ὁποία ἔστειλε σέ εὐλαβῆ οἰκογένεια τῆς Ἀθήνας στήν δεκαετία τοῦ ’60. Στό κεφάλαιο τῆς ἐπιστολῆς του «περί φωτισμοῦ καί θείας ἐλλάμψεως» ἰδού τί γράφει: «Ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάση εἰς τήν καθαρότητα τῆς καρδίας, τότε ἀκολουθεῖ καί ἡ καθαρότης τῆς προσευχῆς, δηλαδή τῆς νοερᾶς καί καρδιακῆς, ἡ ὁποία ἡμέρᾳ τῆ ἡμέρᾳ καθαρίζει τήν καρδίαν καί τήν κάμνει δεκτικήν τοῦ θείου φωτισμοῦ καί τῆς θείας ἐλλάμψεως, καί ἀναλόγως τῆς καθαρότητος ἀκολουθεῖ ὁ φωτισμός, ὁ δέ φωτισμός ἀκολουθεῖ τήν ὥραν τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κάθεται εἰς τό σκαμνίον του καί εὔχεται ἡσύχως καί ἀμερίμνως, κυκλοῦται ὑπό φωτός θείου οὐρανίου, τότε διανοίγονται οἱ ὀφθαλμοί της ψυχῆς καί βλέπει ὅολα τά πράγματα φωτεινά ὅ,τι τοῦ ἀποκαλύψῃ ὁ Θεός...». (Ἀπό τό βιβλίο «Ἡσυχαστικός Μοναχισμός», ἔκδοσις Ὀρθόδοξος Κυψέλη, 2009).
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου