Oλος ὁ βίος τῆς Θεοτόκου εἶναι ἕνα θαῦμα, ἕνα μυστήριο καί ἕνα μεγαλεῖο, διότι «ὑπῆρξε τό μεγαλεῖο τῆς φρικτῆς Οἰκονομίας στό ὁποῖο ἐπιθυμοῦν οἱ Ἄγγελοι νά παρακύψουν»[1]. Τά μεγαλεῖα πού ἀναφέρει ἡ ἴδια στήν ᾨδή της –«ἐποίησέ μοι μεγαλεῖα ὁ Δυνατός»– εἶναι τά θαυμαστά ἔργα καί σημεῖα, πού ἐπετέλεσε ὁ Θεός στήν Θεοτόκο καί διά τῆς Θεοτόκου. Ὅλων αὐτῶν «ἀρχή εἶναι ἡ ἄσπορη σύλληψη, ἡ θεία ἐνοίκηση, ὁ τόκος ὁ ἄφθορος… Γι᾿ αὐτό, ἀπό τήν στιγμή τῆς συλλήψεως μακαρίζεται»[2] ἡ ἀξιομακάριστη καί δοξάζεται ἡ ὑπερένδοξη, γιά τόν καρπό τῆς κοιλίας της, τόν κυοφορούμενο Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ δόξα τῆς Θεοτόκου.
Ἡ Θεοτόκος εἶναι μοναδική καί μεγαλειώδης. «Τό μεγαλεῖο πού γνωρίζει ἡ ἀνθρώπινη φύση στό πρόσωπο τῆς Παναγίας ὑπερβάλλει τό μεγαλεῖο ὁλόκληρης τῆς κτίσεως»[3]. Δέν ὑπάρχει ἄλλο πρόσωπο στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος «ἴσον ἤ μεῖζον τῆς ἁγίας καί Θεοτόκου Παρθένου»[4]. Ἀκόμη καί καί σέ ὅλον τόν κτιστό καί ἀόρατο Κόσμο (Ἀγγέλους) δέν ὑπάρχει ἀνώτερο πρόσωπο ἀπό τήν Παναγία. Ὑπερέβαλε ἀνθρώπους καί Ἀγγέλους στήν ἁγιότητα, καί ὡς μήτηρ Θεοῦ ἀξιώθηκε πολλῶν μεγαλείων. «Τά μεγαλεῖα τῆς Θεοτόκου εἶναι ἄπειρα κατά τό μέγεθος καί ἀναρίθμητα κατά τό πλῆθος»[5].
Ποιός εἶναι ἱκανός νά ὁμιλήση γιά τίς ἀρετές τῆς Θεοτόκου καί νά κάνη γνωστά τά χαρίσματά της καί νά διηγηθῆ ὅλα τά θαυμάσια μεγαλεῖα της ἤ νά συλλάβη τό βάθος τῆς θεοτοκίας της; «Πολλοί μέν ἀνεδείχθηκαν Ἅγιοι πρίν ἀπό τήν Θεοτόκο, ἀλλά κανείς δέν χαριτώθηκε ὅπως αὐτή· κανείς δέν μακαρίστηκε ὅπως αὐτή· κανείς δέν καθαγιάστηκε ὅπως αὐτή· κανείς δέν μεγαλύνθηκε ὅπως αὐτή· κανείς δέν ὑπερυψώθηκε ὅπως αὐτή· κανείς ὅπως αὐτή δέν δέχθηκε χάρη Θεοῦ· ὑπερνικᾶ ὅλα τά ἐξαιρετικά ἀνθρώπινα (κατορθώματα) ἡ Θεοτόκος»[6]. Ἡ Θεογεννησία ἀποτελεῖ τό θαῦμα τῶν θαυμάτων καί τό μεγαλεῖο τῶν μεγαλείων της.
Στήν Παναγία ἑνώθηκαν τά πιό ἀντίθετα πράγματα καί «ἀναμίχθηκαν τά ἄμικτα… Ὄχι μόνο τό ἄχρονο (τοῦ Θεοῦ) μέ τόν χρόνο, καί τό ἀπεριόριστο μέ τό μέτρο, ἀλλά καί ἡ γέννηση μέ τήν παρθενία»[7]. Πράγματι, σέ αὐτήν ἀκούστηκαν τά ἀνήκουστα καί ἑνώθηκαν τά ἀντίθετα, ἡ παρθενία καί ἡ μητρότητα, διότι ὑπῆρξε «ἄνανδρος μητέρα καί παιδοτόκος Παρθένος»[8], δηλαδή ἔγινε Παρθενομήτωρ καί Μητροπάρθενος, ὄνομα, πού ἀποτελεῖ «ξένον ἄκουσμα τῆς οἰκουμένης»[9].
Στήν Παρθένο Μαρία ἔγιναν πολλές καινοτομίες καί θεϊκά παράδοξα, ὅπως στήν συνέχεια παρατίθενται. Πρῶτα ἀναφέρονται τά μεγαλεῖα πού ἐπετέλεσε ὁ Θεός στήν Ἀειπάρθενη, καί ὕστερα ὅσα μεγαλεῖα ἔκανε καί κάνει ὁ Θεός διά τῆς Θεοτόκου γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Ἡ Παναγία εἶναι τό θαυμασιώτερο δημιούργημα ὅλης τῆς κτίσεως. Δημιουργώντας ὁ Θεός τόν νοητό ‒ Ἀγγελικό κόσμο, τόν αἰσθητό καί τόν ἄνθρωπο, ἀπέβλεπε στήν Θεοτόκο, στό ἀκρότατο καί κάλλιστο δημιούργημά Του. Εἶναι μετά τόν Θεό θεός, καί κατέχει «τά δευτερεῖα τῆς Τριάδος»[10], δηλαδή τήν δεύτερη θέση μετά τήν Ἁγία Τριάδα. Γι᾿ αὐτήν ἔκανε ὁ Θεός τόν οὐρανό, θεμελίωσε τήν γῆ, δημιούργησε τόν κόσμο καί κάθε ἄλλη ὀμορφιά[11]. «Ὅλη ἡ ἱερή μεγαλοπρέπεια τῆς κτίσεως καί ἡ χάρη καί ἡ ὡραιότης…, πρέπει ν᾿ ἀποδοθῆ ἀποκλειστικά καί μόνο στήν Παρθένο. Ὥστε μποροῦμε νά ποῦμε πώς ἡ κρίση, πού διατύπωσε ὁ Θεός λέγοντας ὅτι τά δημιουργήματά Του εἶναι καλά καί “καλά λίαν”, ἀποτελοῦσε ἐγκώμιο τῆς Παρθένου»[12]. Ὁ κόσμος ὁλόκληρος ἔγινε γιά τόν ἄνθρωπο, ὁ ἄνθρωπος γιά τήν Θεοτόκο καί ἡ Θεοτόκος γιά τόν Θεό.
Στήν θεία Γραφή ἀναφέρεται: «Πᾶν πρωτότοκον πρωτογενές διανοῖγον πᾶσαν μήτραν ἐν τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ… ἐμοί ἐστιν»[13], γι᾿ αὐτό τά πρωτότοκα ἄρρενα τέκνα τά ἀφιέρωναν στόν Θεό. Ἔχομε καί εἰδικές ἀφιερώσεις, ὅπως τοῦ Σαμουήλ, τοῦ Σαμψών κ.ἄ. Πουθενά, ὅμως, στήν Π. Διαθήκη δέν φαίνεται νά ἀφιερώθηκε στόν Θεό θῆλυ τέκνον. Αὐτή ἡ ἐξαίρεση ἔγινε μόνο στήν Παρθένο Μαρία. Ἦταν «καινουργία» καί «καινοτομία» μοναδική τῆς γυναικείας φύσεως, ἡ μόνη ἀπαρχή τῆς ἀνθρωπότητος, πού μετά ἀπό ὑπόσχεση προσφέρθηκε στόν Θεό, ὡς ὑπέρτιμο ἀφιέρωμα ἡ τριετίζουσα Μαριάμ[14]. Καί μάλιστα, ὄχι μόνον ἀφιερώθηκε στόν Θεό, ἀλλά εἰσῆλθε καί στά Ἅγια τῶν ἁγίων, γιά τήν ὑπερβολική φιλοθεΐα της καί τήν καθαρότητά της αὐτή πού ἐπρόκειτο νά γίνη μητέρα τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Θεοτόκος ὑπῆρξε ὁ μόνος ἀληθινός ἄνθρωπος. Αὐτή μέ τήν ἀναμαρτησία της διέσωσε τό ἀρχέγονο καί πρωτόκτιστο κάλλος, διότι ἔγινε ὅπως ἦταν οἱ πρωτόπλαστοι πρίν τήν παράβαση. Ἡ Παναγία εἶναι ὁ μοναδικός ἄνθρωπος πού φανέρωσε τήν ἀνθρώπινη φύση «τέτοια πού πλάσθηκε, γιά νά προξενήση στόν Τεχνίτη ‒ (Θεό) τήν τιμή καί τήν δόξα πού Τοῦ ἔπρεπε. Γιατί βέβαια οὔτε στόν γενάρχη (Ἀδάμ), οὔτε στούς ἀπογόνους του ἦταν δυνατόν νά βρῆ κανείς ἀκέραιο τόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ ὅλοι ἦταν διεφθαρμένοι ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἔπρεπε, λοιπόν, νά φανῆ ἐκεῖνος πού, ἐνῶ μποροῦσε νά ἁμαρτήση, δέν ἁμάρτησε καθόλου, φανερώνοντας ἔτσι πῶς ἤθελε ὁ Θεός νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος σέ αὐτή τήν ζωή»[15]. Καί τέτοιος ἀληθινός καί ἀναμάρτητος ἄνθρωπος, μετά τόν Υἱό της, ὑπῆρξε μόνη ἡ κεχαριτωμένη Μητέρα Του.
Πρώτη ἡ Θεοτόκος γνώρισε τό Τριαδικό μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Σέ αὐτήν ὁ Ἀρχάγγελος κατά τόν Εὐαγγελισμό ἀπεκάλυψε ὅτι ὁ Θεός εἶναι τρία πρόσωπα. «Πρόσεξε ποῦ φανερώνεται τό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Λέγοντας (ὁ Ἀρχάγγελος) “Πνεῦμα Ἅγιο”, τόν Παράκλητο ἀπεκάλεσε, “Δύναμη τοῦ Ὑψίστου”, φανερά τόν Υἱό δηλώνει καί μέ τήν ὀνομασία “τοῦ Ὑψίστου”, τό πρόσωπο τοῦ Πατρός ἀναφέρεται»[16]. Ὄχι μόνο γνώρισε τό Τριαδικό μυστήριο ἡ Θεοτόκος, ἀλλά ἔφερε μέσα στήν ψυχή της ὁλόκληρη τήν ἄκτιστη Τριάδα, τῆς ὁποίας τόν Ἕνα συνέλαβε. Ἡ Παναγία ὑπῆρξε θυγάτηρ τοῦ Πατρός, Μήτηρ τοῦ Υἱοῦ καί νύμφη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Στήν Θεοτόκο ὑμνεῖται καί δοξάζεται τό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, διότι ὁ Πατήρ εὐδόκησε, «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο» καί τό Ἅγιον Πνεῦμα τήν ἐπεσκίασε. Συμπαρίσταται ἡ Ἁγία Τριάς κατά τήν σάρκωση. «Ὁ Πατήρ ὁ ἄναρχος δοξάζεται, ἡ Δύναμις τοῦ ὁποίου ἐπεσκίασε τήν Παρθένο, προσκυνεῖται ὁ Υἱός τόν ὁποῖο γέννησε σωματικῶς, δοξολογεῖται τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο ἐνήργησε στήν κοιλία της τήν γέννηση τοῦ μεγάλου Βασιλέως. Ἐπί πλέον διά τῆς κεχαριτωμένης Θεοτόκου ἡ Ἁγία καί ὁμοούσιος Τριάς γνωρίζεται στόν κόσμο»[17]. Ἔτσι, ἡ Παναγία ἔγινε αἰτία «διά τῆς ὁποίας ἐμεῖς γνωρίσαμε τήν κοσμοποιό καί ζωαρχική καί τήν πάντοτε βασιλεύουσα Ἁγία Τριάδα»[18]. Καί ὄχι μόνο στούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί στούς Ἀγγέλους ἔγινε μυσταγωγός καί κήρυκας τῆς τριαδικότητος τοῦ Θεοῦ ἡ Θεοτόκος.
Ἡ Θεοτόκος «πρώτη μέσα σέ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα, μυεῖται στό μεγάλο μυστήριο τῆς Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου καί δέχεται νά τεθῆ ταπεινά στήν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ, γιά τήν πραγματοποίηση τοῦ θείου σχεδίου»[19]. Ἀκόμη καί ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ, χάρη στήν ἁγία Παρθένο, γνώρισε σαφέστερα τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως. Διότι μετά τόν λόγο της «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου», εἶδε στήν πανάμωμη κοιλία της σαρκούμενο τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ. Συνεπῶς ἡ Θεοτόκος ὄχι μόνο ὑπηρέτησε τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως, ἀλλά ἀκόμη εἶναι «ξένου καί φρικτοῦ μυστηρίου φανέρωσις»[20]. Ὁ Θεός, τόν ὁποῖον ἀδυνατοῦσαν νά δοῦν οἱ ἄνθρωποι καί νά ἀτενίσουν οἱ Ἄγγελοι, διά τῆς Θεοτόκου φανερώθηκε ὡς «Λόγος σεσαρκωμένος»[21].
Συνέλαβε ἡ Παρθένος παραδόξως τόν Λόγο μέ τόν λόγο της. «Ὁ Λόγος διά λόγου καί σύν τῷ λόγῳ καί ὑπέρ λόγον τήν ἕνωσιν εἰργάσθη»[22]. Παρομοίως θαυμάσια θεολογεῖ ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας: «Μόλις ἡ Παρθένος ἔδωσε τήν ἀπάντησή της στόν Θεό, δέχεται ἀμέσως ἀπό Αὐτόν τό Πνεῦμα, πού δημιουργεῖ τήν ὁμόθεη ἐκείνη σάρκα. Ἦταν, λοιπόν, ἡ φωνή της “φωνή δυνάμεως”, ὅπως εἶπε ὁ Δαυΐδ. Καί πλάθεται ἔτσι μέ λόγο μητρικό ὁ τοῦ Πατρός Λόγος. Καί κτίζεται μέ τήν φωνή τοῦ κτίσματος ὁ Δημιουργός. Κι ὅπως, μόλις εἶπε ὁ Θεός “γεννηθήτω φῶς”, ἔγινε ἀμέσως φῶς, ἔτσι ἀμέσως μέ τήν φωνή τῆς Παρθένου τό ἀληθινό Φῶς ἀνέτειλε, καί ἑνώθηκε μέ τήν ἀνθρώπινη σάρκα, καί κυοφορήθηκε Αὐτός πού φωτίζει “πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον”»[23]. Ὄχι μέ σαρκική ἕνωση, ἀλλά ἐκ Πνεύματος Ἁγίου ἔγινε ἡ σύλληψη τοῦ Λόγου καί «δι᾿ ἀκοῆς συνέλαβε ἡ Μαρία ἡ Προφῆτις Θεόν ζῶντα»[24].
Ἀποτελεῖ ἡ Θεοτόκος τήν μεγαλύτερη Θεοφάνεια, διότι μᾶς ἀπεκάλυψε, ὄχι μόνο μέ σκιές καί αἰνίγματα καί τύπους, ὅπως οἱ Προφῆτες, ἀλλά ἀληθινά καί πραγματικά τόν Λόγον, πού σαρκώθηκε ἀπό τήν ἴδια. «Ὁ Θεός… ὅλον τόν ἄλλο καιρό παρέμενε… ἀθέατος, ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε κανείς γιά νά τόν φανερώση. Μόλις, ὅμως, ὑπῆρξε ἡ Παρθένος, ἔγινε καί αὐτός φανερός»[25]. Τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως μόνο διά τῆς Θεοτόκου γίνεται κατανοητό, καί κανείς δέν μπορεῖ νά γνωρίση τόν Χριστό χωρίς τήν Παναγία.
Ἡ Παναγία εἶναι ἡ πρώτη «ἁγιογράφος» τοῦ Χριστοῦ, διότι ἔδωσε σάρκα καί μορφή στόν ἀόρατο Θεό μέσα στήν θεοχώρητη κοιλία της. «Ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος τοῦ Πατρός ἐκ σοῦ, Θεοτόκε, περιεγράφη σαρκούμενος καί τήν ῥυπωθεῖσαν εἰκόνα εἰς τό ἀρχαῖον ἀναμορφώσας, τῷ θείῳ κάλλει συγκατέμιξεν. Ἀλλ᾿ ὁμολογοῦντες τήν σωτηρίαν, ἔργῳ καί λόγῳ ταύτην ἀνιστοροῦμεν»[26].
Παναγία ἡ Ὁδηγήτρια
(Ἁγίου Λουκᾶ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, Μ. Σπηλαίου).
Ἡ Θεοτόκος ἕνωσε τόν πρῶτο Ἀδάμ μέ τόν νέο Ἀδάμ–Χριστό, διότι ὑπῆρξε θυγατέρα τοῦ πρώτου Ἀδάμ καί Μητέρα τοῦ νέου Ἀδάμ–Χριστοῦ.
Πολλοί Δίκαιοι, Πατριάρχες καί Προφῆτες εὐαρέστησαν στόν Θεό πρό τῆς χάριτος, ἀλλά κανείς δέν βρέθηκε ἄξιος νά γίνη τόπος καί κατοικία τοῦ Θεοῦ, παρά μόνον ἡ Παρθένος Μαρία. Ὁ ἄοικος Θεός, ζητώντας κατοικία καί διαμονή στούς ἀνθρώπους, βρῆκε τόπο φιλοξενίας καί ἀναπαύσεως στήν ἁγνή καί ἄσπιλη μήτρα τῆς Παρθένου. «Ἐπειδή ὅλα τά εἶχε κυριέψει ἡ φθορά, ὁ Θεός, συμπόνεσε πολύ τό πλάσμα τῶν δικῶν Του χεριῶν, νά μήν χαθῆ τελείως, καί εὐδοκεῖ νά δημιουργήση μία ἄλλη καινή κτίση οὐρανοῦ, γῆς καί θαλάσσης, ὅπου θά εὕρισκε θέση ὁ Ἀχώρητος γιά τήν ἀνάπλαση τοῦ γένους μας. Καί αὐτή ἡ καινή κτίση εἶναι ἡ μακαρία καί πολυύμνητη Παρθένος»[27], ἡ ὁποία πρόσφερε στόν Θεό σκήνωμα καί τόπο. «Αὐτή τόσο βαθιά κατανόησε τό μυστήριο τοῦ ἐρχομοῦ Του, πού “ὅταν ἦρθε” ὁ Δεσπότης καί “ἔκρουσε”, ὅπως λέγει ἡ Γραφή, ἄνοιξε ἀμέσως τήν οἰκία τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός της καί χορήγησε ἔτσι σ᾿ Ἐκεῖνον, πού ἦταν πρίν ἀπό αὐτήν ἄοικος, πραγματικό κατοικητήριο ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους»[28]. Ὁ ἄοικος καί ἀχώρητος Θεός βρῆκε κατοικία καί ἔγινε χωρητός διά φιλανθρωπίαν ἀπό τήν παρθένο, τήν χώρα τοῦ Ἀχωρήτου.
Αὐτή ἡ ὑπερένδοξη Μητέρα τοῦ Θεοῦ «χώρεσε στήν κοιλία της τόν Θεό, ὁ ὁποῖος διεχώρισε τόν πρωτόπλαστο ἀπό τόν παράδεισο. Ἡ ἀπόγονη τοῦ Ἀδάμ χώρεσε τόν πλάστη τοῦ Ἀδάμ. Αὐτός (ὁ Θεός Λόγος), πού ἔρραψε δέρματα στόν παράδεισο (γιά τούς πρωτοπλάστους), (τώρα) καλύπτεται στήν κοιλία της. Ἔβγαλε ἀπό τόν παράδεισο τόν προπάτορα, λόγῳ τῆς παρακοῆς τῆς Εὔας καί ἦρθε μέ εὐσπλαχνία στήν ἀπόγονή της Μαρία»[29].
Ἡ Θεοτόκος ὑπῆρξε ἡ μόνη στήν ὁποία ὁ Θεός Λόγος εἶναι ὀφειλέτης, διότι πῆρε ἀπό αὐτήν κάτι πού δέν εἶχε, τήν ἀνθρώπινη φύση. Ἔτσι ἡ Παναγία «ἔχει ὑπόχρεο τόν δανειστή τῶν πάντων. Ὅλοι ὀφείλομε στόν Θεό, ἐνῶ ὁ Θεός ὀφείλει στήν Παναγία»[30]. Σέ κανένα ἄλλο κτίσμα ὁ Θεός Λόγος δέν χρωστᾶ, ἀντιθέτως ὅλους τούς εὐεργετεῖ μέ τήν θεία Του πρόνοια καί τίς δωρεές Του. «Ὁ Χριστός ὅταν ἦλθε στόν κόσμο σέ ὅλους ἔδωσε, ἀλλά ἀπό κανέναν δέν πῆρε»[31] τίποτε, παρά μόνο ἀπό τήν Μητέρα Του τό σῶμα Του.
Ἡ Παναγία εἶναι ἡ μόνη, πού ἠδύνατο νά ἀποκαλῆ τόν Θεό «τέκνο», «παιδί» της· καί ἡ μόνη, τήν ὁποία ἠδύνατο νά ἀποκαλῆ ὁ Θεός κυριολεκτικά «Μητέρα» Του.
Εἶναι ἡ μόνη, πού ἀγάπησε περισσότερο ἀπό ὅλους τόν Θεό καί ἡ μόνη, πού ἀγαπήθηκε τόσο πολύ ἀπό τόν Θεό. «Ποιός θ᾿ ἀγαποῦσε Αὐτόν περισσότερο ἀπό τήν Μητέρα Του, ἡ ὁποία ὄχι μόνο Μονογενῆ τόν γέννησε, ἀλλά καί μόνη της, χωρίς ἀνδρική ἕνωση, ὥστε νά εἶναι ἡ ἀγάπη της διπλάσια, ἀφοῦ δέν ὑπάρχη σύζυγος πού νά ἑνώθηκε μέ αὐτήν γιά νά τόν μοιρασθῆ; Καί ποιόν θά μποροῦσε νά ἀγαπήση ὁ Μονογενής περισσότερο ἀπό τήν Μητέρα Του;»[32].
Ὅ,τι θέλει νά κάνη ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους, τό κάνει διά τῆς Θεοτόκου, καί ὅ,τι ζητοῦν οἱ ἄνθρωποι ἀπό τόν Θεό, τό ζητοῦν διά τῆς Θεοτόκου. «Κανείς δέν θά ἠδύνατο νά ἔλθη πρός τόν Θεό παρά μόνο δι᾿ αὐτῆς καί διά τοῦ Μεσίτου (Χριστοῦ), πού γεννήθηκε ἀπό αὐτήν· καί κανένα ἀπό τά δωρήματα τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ νά δοθῆ καί σέ Ἀγγέλους καί σέ ἀνθρώπους παρά μόνο δι᾿ αὐτῆς»[33], ἐπειδή ὡς Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἔχει παρρησία καί εἰσακούεται ἡ πρεσβεία της ἀπό τόν Υἱό της.
Ὅλα τά καλά διά τῆς Θεοτόκου γίνονται, διότι εἶναι ἡ πρόξενος τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν. «Ἐπειδή στούς οὐρανούς εἶναι καί τοῦτο αἰώνιος θεσμός, τό νά μετέχουν διά τῶν μεγαλυτέρων οἱ μικρότεροι Ἐκείνου, πού βρίσκεται πέρα ἀπό τά ὄντα, καί ἐπειδή μεγαλύτερη ἀπό ὅλους εἶναι ἡ Παρθενομήτωρ, διά μέσου αὐτῆς βεβαίως θά μετάσχουν, ὅσοι μετάσχουν τοῦ Θεοῦ… Αὐτή εἶναι ἀρχή καί πηγή καί ρίζα τῶν ἀπορρήτων ἀγαθῶν. Αὐτή εἶναι ἡ κορυφή καί ἡ τελειοποίηση κάθε ἁγίου»[34], διότι διά τῆς Θεοτόκου «οἱ Ἅγιοι δέχονται ὅλη τήν ἁγιότητά τους[35]. «Διά τῆς Θεοτόκου ἐπέρχεται ὅλη ἡ ἁγιότητα στούς Ἁγίους. Ξεπέρασε σέ ἀσύγκριτο βαθμό… ὅλες τίς ὑπερκόσμιες δυνάμεις μέ τήν ἐγγύτητα πρός τόν Θεό τῶν ὅλων, καί μέ τά ὅσα θαυμάσια ἔχουν ἀπ᾿ αἰῶνος γραφῆ γι᾿ αὐτήν καί πραγματοποιήθηκαν σέ αὐτήν»[36]. Ἀπό τόν πρῶτο Ἀδάμ μέχρι τήν συντέλεια τοῦ αἰῶνος, στούς Προφῆτες, στούς Δικαίους, στούς Ἀποστόλους, στούς μάρτυρες, στούς ταπεινούς κάθε δόξα καί τιμή καί ἁγιότητα διά τῆς Θεοτόκου ἐδόθη, δίδεται καί θά δοθῆ[37].
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…… αύριο το 2ο μέρος του κεφαλαίου
- 1. Ἁγ. Ἀνδρέου Κρήτης, Λόγ. Γ΄, Εἰς τήν Κοίμησιν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, PG 97, 1097A.
- 2. Ἁγ. Δαμασκηνοῦ, Λόγ. Α΄, Εἰς τήν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου, PG 96, 717BC.
- 3. Μαντζαρίδου Γεωργίου, Ἡ παρθένος Μαρία μητέρα τῆς καινῆς κτίσεως, Πρακτικά…, σ. 275.
- 4. Ἁγ. Πρόκλου Κωνσταντινουπόλεως, Λόγ. Ε΄, Ἐγκώμιον εἰς τήν ἁγίαν Παρθένον καί Θεοτόκον Μαρίαν, PG 65, 717D.
- 5. Ἁγ. Νικοδήμου, Κῆπος Χαρίτων, σ. 213.
- 6. Ἁγ. Σωφρονίου Ἱεροσολύμων, Λόγ. Εἰς τόν Εὐαγγελισμόν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, PG 87Γ΄, 3248A.
- 7. Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγ. ΛΘ΄, Εἰς τά ἅγια Φῶτα, ΕΠΕ 5, σ. 97.
- 8. Ἁγ. Ἀνδρέου Κρήτης, Λόγ. Γ΄, Εἰς τήν Κοίμησιν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, PG 97, 1096A.
- 9. Ἁγ. Γεωργίου Νικομηδείας, ἦχ. Β΄, ᾠδή γ΄, Θεοτοκάριον Ἁγ. Νικοδήμου, τῇ Τετάρτῃ.
- 10. Ἁγ. Ἀνδρέου Κρήτης, Θεοτοκάριον Ἁγ. Νικοδήμου, προσόμιο, ἦχ. πλ. Α΄, τῇ Κυριακῇ.
- 11. Βλ. Ἰσιδώρου Θεσσαλονίκης, Λόγ. Δ΄, Εἰς τήν πάνσεπτον Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου, PG 139, 137CD.
- 12. Ἁγ. Νικολάου Καβάσιλα, …, σ. 169–171.
- 13. Ἐξ. ιγ΄, 2.
- 14. Βλ. Ἁγ. Γεωργίου Νικομηδείας, Λόγ. Β΄, Ἐγκώμον εἰς τήν σύλληψιν τῆς ἁγίας Ἄννης, PG 100, 1372A.
- 15. Ἁγ. Νικολάου Καβάσιλα, …, σ. 101.
- 16. Ἁγ. Ἀνδρέου Κρήτης, Λόγ. Εἰς τόν Εὐαγγελισμόν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, PG 97, 909A.
- 17. Ἁγ. Γρηγορίου Νεοκαισαρείας, Ὁμ. Β΄, Ἐγκώμιον εἰς τόν Εὐαγγελισμόν, PG 10, 1169CD.
- 18. Ἁγ. Δαμασκηνοῦ, Λόγ. Εἰς τόν Εὐαγγελισμόν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ΕΠΕ 9, σ. 170.
- 19. Καραβιδοπούλου Ἰωάννου, Ἡ Θεοτόκος στούς συνοπτικούς Εὐαγγελιστές, Πρακτικά…, σ. 220‒221.
- 20. Ἁγ. Δαμασκηνοῦ, Προσόμοιον, ἦχ. Γ΄, Θεοτοκάριον Ἁγ. Νικοδήμου, τῇ Παρασκευῇ.
- 21. Εἱρμός θ΄ ᾠδῆς, Ἀναστασίμου κανόνος, ἦχ. πλ. Β΄.
- 22. Ἰωάννου Γεωμέτρους, Λόγ. χαριστήριος εἰς τόν Εὐαγγελισμόν τῆς Θεοτόκου, PG 106, 820B.
- 23. Ἁγ. Νικολάου Καβάσιλα, …, σ. 159.
- 24. Ἁγ. Θεοδότου Ἀγκύρας, Ὁμ. Δ΄ , Εἰς τήν ἁγίαν Θεοτόκον καί εἰς τόν Συμεῶνα, PG 77, 1392D.
- 25. Ἁγ. Νικολάου Καβάσιλα, …, σ. 110–111.
- 26. Κοντάκιον τῆς Α΄ Κυριακῆς τῶν νηστειῶν.
- 27. Ἁγ. Δαμασκηνοῦ, Λόγ. Β΄, Εἰς τό Γενέσιον τῆς Θεοτόκου, ΕΠΕ 9, σ. 213.
- 28. Ἁγ. Νικολάου Καβάσιλα, …, σ. 145.
- 29. Ἀντιπάτρου Βόστρων, Εἰς τόν ἅγιον Ἰωάννην τόν Βαπτιστήν, εἰς τήν σιωπήν τοῦ Ζαχαρίου καί εἰς τόν ἀσπασμόν τῆς Παναγίας Θεοτόκου, PG 85, 1765 AB.
- 30. Ἁγ. Μεθοδίου Ἱερομάρτυρος, Λόγ. Εἰς τόν Συμεῶνα καί εἰς τήν Ἄννην, PG 18, 373A.
- 31. Ἁγ. Ἡσυχίου πρεσβυτέρου Ἱεροσολύμων, Λόγ. Ϟ΄, Εἰς τήν Ὑπαπαντήν τοῦ Κυρίου, PG 93, 1473C.
- 32. Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὁμ. ΛΖ΄, Εἰς τήν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου, ΕΠΕ 10, σ. 459. PG 151, 472C.
- 33. Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Λόγ. ΝΓ΄, Εἰς τήν Εἴσοδον καί εἰς τόν θεοειδῆ βίον τῆς Θεοτόκου, ΕΠΕ 11, σ. 309.
- 34. Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὁμ. ΛΖ΄, Εἰς τήν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου, PG 151, 472D–473A.
- 35. Αὐτόθι, 461A.
- 36. Αὐτόθι, 461AB.
- 37. Βλ. Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου, Εὐχαί τῆς Θεοτόκου, Ἔργα, τόμ. Ϟ΄, σ. 369–370.
Ἀπόσπασμα ἀπό τό ἐκδοθέν βιβλίο Η ΘΕΟΓΕΝΝΗΤΡΙΑ, Ἅγ. Ὄρος, σ. 298.