Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2025

1940: Ὅταν ἡ Πίστη βάδισε ξυπόλυτη στὸ χιόνι

Ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ σήμερα στραβομουτσουνιάζουν στὴ λέξη Πατρίδα καὶ ἀνατριχιάζουν στὴ φράση Θρησκεία – Πατρίδα – Οἰκογένεια, θὰ ἔπρεπε νὰ σταθοῦν μία φορά στὸ Καλπάκι, νὰ τοὺς παγώσει ὁ ἄνεμος τοῦ 1940, γιὰ νὰ καταλάβουν τί σημαίνει Ἐλλάδα. Διότι τότε, στὰ χιόνια τῆς Πίνδου, δὲν πολεμοῦσαν “φανατικοί χριστιανοί” ὅπως λένε οἱ ἐπαναστάτες τοῦ πληκτρολογίου, ἀλλὰ ἄνθρωποι ποὺ σταυροκοπιόντουσαν καὶ φιλούσαν εἰκόνες πρὶν ἀνέβουν στὸ πολυβόλο.

Ἐκεῖ ποὺ σήμερα τοὺς ἀντικαθιστοῦν μὲ influencers καὶ «θεραπευτὲς ψυχῆς», τότε ὑπῆρχαν στρατιώτες ποὺ ἔλεγαν «Παναγία μου, φύλαγε μας» καὶ παπᾶδες ποὺ μοίραζαν μετάνοιες ἀνάμεσα στὰ χαρακώματα. Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν ἦταν ταυτότητα» τότε· ἦταν πνοή, ἀνάσα, ὅρκος. Ὅπως μαρτυρεῖ ὁ παπᾶς στὴν πρώτη γραμμή, ποὺ ἔστησε ἐπὶ τοῦ γόνατος πρόχειρη λειτουργία, μὲ πρόσφορο ἀπὸ κονσερβοκούτι καὶ ἀντίδωρο ἀπὸ παξιμάδι.

Οἱ σημερινοὶ «προοδευτικοὶ» θὰ ἔλεγαν βέβαια πὼς ὅλα αὐτὰ ἦταν θρησκοληψίες». Μόνο ποὺ αὐτοὶ δὲν ἦταν ἐκεῖ, νὰ βλέπουν πῶς ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ χωριὸ τῆς Ἠπείρου ἔσφιγγε στὸ στήθος του τὸ σταυρουδάκι ποὺ τοῦ ἔδωσε ἡ μάνα του. Τότε ὁ σταυρὸς δὲν ἦταν «κόσμημα» ἀλλὰ ἀσπίδα. Καὶ ἡ Παναγία δὲν ἦταν «σύμβολο γυναικείας δύναμης» ἀλλὰ Μητέρα τοῦ Ἔθνους.

Ὅταν ὁ Ἑλληνικὸς Στρατὸς μπῆκε στὴ Χειμάρρα, οἱ κάτοικοι τῆς Βορείου Ἠπείρου ἔβγαιναν μὲ εἰκόνες καὶ λάβαρα. Οἱ γυναῖκες τοὺς ἔραιναν μὲ ἄνθη καὶ τοὺς ἔλεγαν «Καλῶς τὰ παιδιά τῆς Παναγίας». Δὲν τοὺς ἔλεγαν «στρατὸς κατοχῆς», ὅπως θὰ τοὺς ἔλεγαν σήμερα κάτι κολλεγιόπαιδα μὲ σημαίες τοῦ “Παγκόσμιου Πολίτη”. Τότε ἡ Ἑλλάδα δὲν ἤθελε νὰ «ἀνοίξει σύνορα»· ἤθελε νὰ ἀνοίξει τὸν οὐρανὸ γιὰ ὅσους ἔπεσαν στὸ χιόνι μὲ τὸ «Ὀ Θεὸς μεθ’ ἡμῶν» στὰ χείλη.

Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι δὲν πολέμησαν γιὰ grant, οὔτε γιὰ χορηγία ἐκπαιδευτικοῦ ἰδρύματος. Πολέμησαν γιὰ νὰ μὴν γίνουμε κοπάδι χωρὶς πίστη. Τὸ «Ὄχι» δὲν ἦταν ἑθνικιστικὸ σύνθημα· ἦταν λειτουργικὴ ἀπάντηση σὲ ἕνα ἔθνος ποὺ εἶπε «Ἄξιόν ἐστιν» ἐκεῖ ποὺ ἄλλοι εἶπαν «Ναί σε ὅλα».

Καὶ σήμερα, οἱ ἴδιοι ποὺ λοιδοροῦν τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν Πατρίδα, φορᾶνε τὸν φιλανθρωπισμὸ ὡς ἔνδυμα καὶ μιλᾶνε γιὰ “ἀνθρωπιστικὲς ἀξίες”. Ἀξίες, λέει, χωρὶς ἀναφορὰ στὸν Θεό. Ἀλλὰ ὅταν σβήσει ἡ πίστη, δὲν μὲνουν ἀξίες· μὲνουν μόνο προγράμματα καὶ “δικαιώματα”.

Ἡ Ἐκκλησία τότε δὲν ἦταν «θεσμικὸς φορέας». Ἦταν ἡ καρδιά τοῦ στρατοῦ. Οἱ ἱερεῖς εὐλογοῦσαν ὅπλα, ἔθαβαν παλληκάρια στὸ χιόνι, καὶ ἔγραφαν στὴν πέτρα τὴν πιὸ ἁπλὴ ἐπιγραφή: «Ἔπεσε γιὰ τὴν Πατρίδα καὶ τὸν Χριστό». Ἔτσι ἀπλὰ. Χωρὶς hashtags.

Ὅμως ἂν σήμερα θέλουμε νὰ κρατήσουμε κάτι ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ Ἔπος, ἂς θυμηθοῦμε ὅτι ὁ Ἕλληνας ἔγινε ἀθάνατος ὅχι ἐπειδὴ πολέμησε, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐπίστεψε. Ἡ νίκη ἦταν πρώτα στὴν ψυχή του καὶ μετὰ στὸ μέτωπο.

Ἔτσι, ὅταν ἀκούσεις κάποιον νὰ λέει πὼς τὸ «Θρησκεία – Πατρίδα – Οἰκογένεια» εἶναι «σκοταδισμὸς», χαμογέλα. Ἐκεῖνος ἔχει παγωμένα δάχτυλα ἀπὸ τὴν πληκτρολόγηση. Ὁ Ἕλληνας τοῦ ’40 εἶχε παγωμένα δάχτυλα ἀπὸ τὸ ντουφέκι.