
Γράφει ὁ π. Γεράσιμος Βουρνᾶς, Πρεσβύτερος
Σέ ὅσους ἔχει ἀπομείνει λίγη καρδιά στόν ἄσπλαγχνο κόσμο πού ζοῦμε, κυριαρχεῖ τό αἴσθημα τῆς λύπης. Ὅσοι ἔχουν, ἔστω στοιχειωδῶς, διατηρήσει τίς ἀνθρώπινες αἰσθήσεις τους λυποῦνται γιά τήν κατάσταση στόν κόσμο, γιά τίς ἀδικίες εἰς βάρος τῶν ἀδυνάτων καί κατατρεγμένων ὅπου γῆς – ὅπως οἱ κάτοικοι τῆς Γάζας, πού κατασφάζονται ἄνανδρα ἀπό τό Ἰσραήλ μέ τήν ἐνθάρρυνση τῶν “πολιτισμένων” τυραννικῶν καθεστώτων τῆς Δύσης μέ δημοκρατικὸ προσωπεῖο. Λυποῦνται οἱ ἄνθρωποι, ἐπειδή ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, σέ ἐπίπεδο διοίκησης, εἶναι διχασμένη καί ἀσχολεῖται μέ τά ἀξιώματα καί τίς ἐξουσίες ἀντί μέ τόν Κύριό μας καί Θεό Ἰησοῦ Χριστό. Ἀσχολοῦνται μέ τήν ἕνωση μέ αἱρετικούς, τήν ὥρα πού ἐκτρέφουν καί θάλπουν τήν ἔχθρα μέ τούς ὁμόδοξους ἀδελφούς. Λυποῦνται ὅσοι στοιχειωδῶς παραμένουν ζωντανοί, μέ τήν κατάσταση στήν Πατρίδα μας, ὅπου γιά ἄρχοντες ἔχουμε λύκους βαρεῖς πού ἀφαιμάσσουν τόν λαό μας οἰκονομικά καί ἠθικά. Λυποῦνται ὅσοι παραμένουν ἄνθρωποι, γιά τίς ἀνθρώπινες σχέσεις, πού πᾶνε ἀπό τό κακό στό χειρότερο, πού δέν ὑπάρχουν φίλοι ἀληθινοί, παρά ἄτομα πρός κάθε εἴδους ἐκμετάλλευση. Ἡ ἔννοια τῆς συζυγίας στόν Γάμο ἔχει χαθεῖ, ὅπως καί οἱ ἔννοιες τῆς ἑνότητας σέ ἕνα σῶμα, τῆς εἰς βάθος γνωριμίας τῶν δύο καί τῆς ἐπίγνωσης ὅτι ὁ Γάμος εἶναι Μυστήριο Αἰώνιο! Ἡ λύπη κορυφώνεται ἀπό τήν ἀσχήμια πού ἔχει ἁπλωθεῖ σέ ὅλη τήν Πατρίδα μας: καμένα δάση στίς ἐπαρχίες, ἀμέτρητα σκουπίδια παντοῦ στίς πόλεις, βρώμικοι καί μισογκρεμισμένοι τοῖχοι, φασαρία ἀπό αὐτοκίνητα, μηχανάκια, ἀπό φωνές ἀνθρώπων πού ὠρύονται…
Χρέος μας λοιπόν, ἡμῶν τῶν Ἱερέων, εἶναι νά εἴμαστε κοντά σέ ὅσους νιώθουν λύπη, σέ ὅσους ἀπελπίζονται, σέ ὅσους ἀδικοῦνται, σέ ὅσους φοβοῦνται καί σέ ὅσους μπερδεύονται, ἀλλά θέλουν νά βροῦν τήν ἄκρη καί νά διατηρήσουν τό μυαλό καί τήν καρδιά τους στήν θέση τους.
Νιώθει λύπη ὅποιος κάτι τοῦ λείπει! Καί εἶναι σημαντικό νά καταλάβουν ὅσοι λυποῦνται, γιά ὅποιον λόγο καί ἂν λυποῦνται, ὅτι κατ’ οὐσίαν τούς λείπει ἡ χαρά. Καί ὁ Χριστός εἶναι ἡ Χαρά, γιατί ὁ Χριστός εἶναι τό Φῶς, ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή!
Ὁ Χριστός εἶπε στούς μαθητές Του ὅτι «Δέν θά μέ δεῖτε πιά» (Ἰω. 16, 10) κι ἔπειτα θά «μέ δεῖτε γιά λίγο, γιατί πηγαίνω στόν Πατέρα». Πρά-γματι, ὁ Χριστός ἀπέθανε, παρέμεινε στόν τάφο, ὅμως τήν τρίτη ἡμέρα ἀναστήθηκε καί κατόπιν «ἀνῆλθε μέ δόξα στόν Πατέρα Του». Ὁ Χριστός μέ αὐτά τά λόγια προετοίμασε τούς Μαθητές Του, γιατί ὁ θάνατός Του ἐπρόκειτο νά «προκαλέσει βαθιά θλίψη σέ αὐτούς, ἀλλά» μέ τήν Ἀνάστασή Του θά μετέτρεπε σύντομα τὴν «λύπη τους σέ Χαρά». Ἡ λύπη τους ἐπρόκειτο νά «εἶναι μεγάλη, γιατί τό μαρτύριο τοῦ Κυρίου» ἐπρόκειτο νά εἶναι μεγάλο, [1] ἀλλά καί ἡ Χαρά πού θά ἀκολουθοῦσε στή συνέχεια θά ἦταν ἀκόμη πιό μεγάλη.
Ἐδῶ βρίσκεται καί τό κλειδί τοῦ προβληματισμοῦ μας. Ὅλοι οἱ λυπημένοι τῆς γῆς θά πρέπει νά καταλάβουν ὅτι ἡ λύπη τους ὀφείλεται στό ὅτι ὁ Χριστός θανατώνεται καί ὑποβάλλεται σέ μαρτύρια ἀμέτρητες φορές σέ κάθε ἐποχή καί τόπο. Γιατί περνᾶ ἀπό μαρτύριο ὁ τρόπος ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, τόν ὁποῖο ἐνσαρκώνουν οἱ Ἅγιοι, οἱ Δίκαιοι καί οἱ Φίλοι Του ἀνά τούς αἰῶνες. Ὅλοι ἔχουν βαλθεῖ νά ξεριζώσουν τήν Χαρά τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ ἀπό τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων, κάποτε μὲ βία, ἀλλά συνήθως μέ εἰρωνεία καί μέ δῆθεν ἐπιστημονικά ἐπιχειρήματα. Καί τά προβλήματα δέν τά δημιουργοῦν οἱ ἄθεοι, ἀλλά περισσότερο οἱ θρησκευόμενοι. Λένε πολλοί «δέν πειράζει, ἄς συζοῦν τά νέα ζευγάρια, ἀρκεῖ νά ἀγαπιοῦνται καί βλέπουμε γιά τόν Γάμο». Μέ αὐτή τή φράση τους ὅμως δέν καταλαβαίνουν ὅτι ὑποβάλλουν σέ μαρτύριο τόν ἐν Χριστῷ τρόπο ζωῆς, διότι μαθαίνουν στά παιδιά νά βάζουν σέ τελευταία μοῖρα τήν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, σταυρώνεται ἐκ τῶν ἔσω ὁ Χριστός, ἐξορίζεται ἀπό τήν ζωή μας ὡς ἀχρείαστος, μέ ἀποτέλεσμα νά σταυρώνεται ἡ Χαρά μας καί νά ἐξοβελίζεται ἀπό τίς καρδιές καί τίς σχέσεις μας.
Πολλοί σταυρώνουν τόν Χριστό, ἐνῷ μάλιστα αὐτοπροβάλλονται ὡς πιστοί, διακηρύττοντας πώς, Ἐκεῖνος, ὁ σαρκωθείς Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, «δι’ Οὗ τά πάντα ἐγένετο», ἔπλασε λ. χ. καί ὁρισμένους ἀνθρώπους ὡς ὁμοφυλόφιλους καί κατόπιν, ὡς ἄλλος παρανοϊκός, ἐπέβαλε καί τιμωρίες σέ αὐτούς, ὅπως καί σέ κάθε εἴδους διαστροφή, διά τοῦ Εὐαγγελίου Του, τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί τῆς Πατερικῆς Παράδοσης. Μέ τόση εὐκολία σταυρώνεται ὁ Χριστός καθημερινά, μαζί μέ τόν ἐν Χριστῷ τρόπο ζωῆς! Κι ἀναφέραμε ἁπλῶς δύο ἐνδεικτικὰ παραδείγματα.
Τό κυριότερο πρόβλημά μας, ὅμως, εἶναι ἡ τύφλωση τῶν περισσοτέρων ἡγετῶν καὶ ὁδηγῶν αὐτοῦ τοῦ τόπου πού, ἂν καί Χριστιανοί, ἀδυνατοῦν νά ξεχωρίσουν τό ποιός μιλᾶ καί ζεῖ χριστοειδῶς καί ποιός ἁπλᾶ ἰσχυρίζεται ὅτι ζεῖ χριστοειδῶς. Δέν καταφέρνουν οἱ ταλαίπωροι νά διακρίνουν τό ποιοί εἶναι οἱ Ἅγιοι μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, οἱ Δίκαιοι καί οἱ Φίλοι τοῦ Θεοῦ, πού σέ κάθε ἐποχή ὑπῆρξαν αὐθεντίες σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στήν ἐν Χριστῷ ζωῇ, ἀφοῦ ἡ ζωή τους ἀπετέλεσε μιά μοναδική καί ἀνεπανάληπτη ἐπανάληψη τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Καί, ἄν οἱ Χριστιανοί ὁδηγοί τοῦ λαοῦ – δηλαδή οἱ Ἱερεῖς – εἶναι στήν πλειοψηφία τους τυφλοί, τί καλύτερο νά περιμένουμε καί ἀπό ποιόν; Γι’ αὐτούς εἶναι ἀδύνατον κάποιος ἄλλος ἐκτός ἀπό τούς ἴδιους νά μοιάζει περισσότερο στόν Χριστό. Ἡ ἐγωκεντρικότητά τους, τούς ἀπαγορεύει νά δοῦν. Δέν βλέπουν τόν ἑαυτό τους στόν καθρέπτη, γιά νά ἀντιληφθοῦν ὅτι οἱ Πατέρες μας, σέ ἀντίθεση μέ ἐκείνους, ποτέ δέν νοιάστηκαν γιά τό ἄν θά τά ἔχουν μέ ὅλους καλά εἰς βάρος τῆς Ἀλήθειας, ποτέ δέν νοιάστηκαν γιά τά ἀξιώματα, ἤ γιά νά ἀποκτήσουν ὀπαδούς. Μοναδικό μέλημα τῶν Πατέρων ἦταν νά ὀρθοτομοῦν, «πάσας τάς ἡμέρας» τῆς ζωῆς τους, τόν λόγο τῆς Ἀληθείας, ἐνῷ ὅλοι οἱ ἄλλοι, ὅσα πτυχία καὶ ἀξιώματα καί ἂν κατέχουν, νοθεύουν τόν λόγο τῆς Ἀληθείας, δηλαδή ὑποβάλλουν σέ μαρτύριο καί θάνατο τόν ἴδιο τόν Χριστό.
Γι’ αὐτό, πολλές φορές, ἡ λύπη τῶν ἀνθρώπων ὀφείλεται στό ὅτι βασανίζουμε τόν Χριστό, καί τόν σκοτώνουμε κάθε φορά πού δέν διστάζουμε ἀκόμα καί στό ὄνομα Του νά προβάλουμε τούς ἰδιοτελεῖς σκοπούς μας! Σκοτώσαμε τόν Χριστό διότι ἀδιαφορήσαμε καί ὑποβάλλαμε σέ μαρτύρια ἐκείνους πού, ἀπ’ ἀρχῆς ἕως τῶν ἡμερῶν μας, ἐργάστηκαν γιά νά ὁδηγήσουν τούς ἀνθρώπους μέ ἀκρίβεια στήν ἐν Χριστῷ ζωῆ.
Γνωρίζουμε γιά τό πῶς ἀδιαφόρησαν οἱ ἄνθρωποι, ἰδίως οἱ ὑψηλά ἱστάμενοι, γιά τόν ἅγιο Γέροντα Σίμωνα Ἀρβανίτη καί πῶς τόν καταταλαιπώρησαν, στερῶντας του ἀκόμα καί τό στοιχειῶδες δικαίωμα νά διώξει ἀνθρώπους ἀντίθετους στό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἀπό τό Μοναστήρι του.[2] Γνωρίζουμε γιά τόν ὅσιο Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο, τό πῶς προσέτρεχαν σέ αὐτόν οἱ ὑψηλά ἱστάμενοι ὅποτε εἶχαν ἀνάγκη, ἀλλά σήμερα πόσοι ἄραγε μελετοῦν τά κείμενά του πού δίδουν λύσεις σέ ἀκανθώδη ἐκκλησιαστικά ζητήματα; Ἀγνοοῦν οἱ ὑψηλά ἱστάμενοι, ἐν γνώσει τους, τόν πατέρα Μᾶρκο Μανώλη καί τούς δικούς του ἀγῶνες καί τό πῶς δέχθηκε τά πυρά ὅσο ζοῦσε, ὄχι μόνο ἀπό τούς λεγομένους προοδευτικούς, ἀλλά ἀκόμα καί ἀπό ὑποτιθέμενους μαχητές ὑπέρ τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως.[3] Γνωρίζουμε αὐτούς τούς Πατέρες, (ἀσφαλῶς ὑπάρχουν καί πολλοί ἄλλοι), διότι μᾶς τούς γνώρισε ὁ Πνευματικός Πατέρας καί Διδάσκαλός μας π. Βασίλειος Βολουδάκης, ὁ ὁποῖος καί μᾶς ἔδωσε τά μάτια, παρά τίς ἁμαρτίες μας, νά βλέπουμε τήν διαφορά ἐκείνων ἀπό τούς ὑποκριτές Φαρισαίους ὅλων τῶν ἐποχῶν! Ἡ ζωή δέ τοῦ π. Βασιλείου, ὑπῆρξε γιά ἐμᾶς ὅ,τι πιό κοντά στήν ζωή τοῦ Χριστοῦ θά μπορούσαμε νά συναντήσουμε. Κι ὅμως, ἠγνοεῖτο καί ἀγνοεῖται ἐπιμελῶς, ὄχι μόνο ἀπό τούς ἐκκλησιαστικούς ἡγέτες αὐτοῦ τοῦ τόπου, ὅλων τῶν βαθμίδων τῆς Ἱεραρχίας, ἀλλά καί – τό πιό ἀκατανόητο – ἀπό κάποια πνευματικά του παιδιά. Μάλιστα, τώρα πού ἐκοιμήθη προσπαθοῦν νά τόν παρουσιάσουν ὡς ἕνα ἁπλῶς καλό καί εὐσεβῆ κληρικό, ἀλλά «ὄχι τέλος πάντων καί αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας», ὅπως ἐπὶ λέξει εἶπε ἕνας ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος! Ἂν ἦταν ἐφικτό θά ἀφάνιζαν καί τό ὄνομά του ἀκόμη ἀπό τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ δική μας μαρτυρία (ἀκόμα κι ἄν δέν ἐνδιαφέρει κανένα, ἐμεῖς ὀφείλουμε νά τήν καταθέσουμε) εἶναι ἡ ἑξῆς: ὁ π. Βασίλειος ὑπῆρξε καί παραμένει αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας στήν ἐποχή μας. Εἶναι ἐκεῖνος πού μίλησε γιά ὅλα τά θέματα, πού ἀπασχόλησαν καί ἀπασχολοῦν τήν Ἐκκλησία μας μέ αὐθεντικό καί σύγχρονο τρόπο. Δέν νόθευσε οὔτε στό ἐλάχιστο τήν παρακαταθήκη πού ἔλαβε ἀπό τόν Χριστό μέσῳ τῆς διαδοχῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων, μέχρι καί τοῦ Γέροντος Σίμωνος, ἀλλά τήν κατέστησε προσιτή μέ μοναδικό τρόπο σέ ὅλους ἐμᾶς πού εἴμαστε ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μας. Ὅσοι ἐπιμένουν νά ὑποβαθμίζουν τήν προσφορά του δέν ἐπιθυμοῦν νά λάμψει το φῶς τοῦ Χριστοῦ σέ ὅλα τά ζητήματα καί τίς πτυχές τῆς ζωῆς μας. Ἔτσι, συμβάλλουν στήν ἐξορία τοῦ Χριστοῦ μας ἀπό τήν ἐποχή μας.
Ὅσοι ὅμως λυποῦνται γι’ αὐτήν τήν ἄνομη ἐξορία, ἄς μή ἀνησυχοῦν, ἀλλά ἄς μένουν πιστοί σέ αὐτά πού παρέλαβαν ἀπό τούς Πατέρες μας. Ὁ Χριστός φεύγει ἀπό ἐκεῖ πού δέν τόν θέλουν, τούς κάνει πάντα τήν χάρη προσωρινά, ἀλλά δέν ἀφήνει «ὀρφανούς» ἐκείνους πού λυποῦνται γιά τήν ἀπουσία Του. Τούς παρηγορεῖ, ὑποσχόμενος ὅτι «μικρόν καί οὐ θεωρεῖτε με, καί πάλιν μικρόν καί ὄψεσθέ με, ὅτι ἐγώ ὑπάγω πρός τόν Πατέρα» καί πληροφορῶντας τους ὅτι «κλαύσετε καί θρηνήσετε ὑμεῖς, ὁ δέ κόσμος χαρήσεται˙ ὑμεῖς δέ λυπηθήσεσθε, ἀλλ’ ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαράν γενήσεται». Ὅσοι λυποῦνται γιά τήν ἐκδίωξη τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν ἐποχή μας θά λάβουν χαρά, τήν ὁποία κανείς δέν θά τούς ἀποστερήσει!
Καί ὁ πανάγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς ἑρμηνεύει: «κανένας ἀπό τούς ἀνθρώπους δέν θά τήν ἀποστερήσει ἀπό ἐσᾶς, κανένας ἀπό τούς δαίμονες, οὔτε καμία ἀπό τίς ὑπόλοιπες ὑπάρξεις. Γιατί αὐτή ἡ χαρά θα γίνει ἡ ψυχή τῆς ψυχῆς σας, ἀλλά καί ἡ οὐσία τῆς ὕπαρξής σας. Αὐτή ἡ χαρά θά καταστεῖ τό ἀναπόσπαστο μέρος τοῦ αἰωνίου Εὐαγγελίου σας, τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Θεοῦ. «Κανένας» δέν θά τήν ἀφαιρέσει ἀπό ἐσᾶς, οὔτε ὁ θάνατος, οὔτε οἱ βασανιστές, οὔτε οἱ διῶκτες, οὔτε αὐτοί πού θά σᾶς θανατώσουν. Γιατί αὐτή ἡ χαρά τῆς ἀναστάσεως θά γίνει ἡ ἀθανασία σας, ἡ αἰωνιότητά σας, πού θά εἶναι ἀπρόσιτη, γιά κάθε θάνατο καί γιά κάθε προσωρινότητα».
«Χριστός Ἀνέστη! Ἀπό τί ἄλλο ἔχουμε ἀνάγκη; Ποιό εἶναι αὐτό πού δέν μᾶς τό χάρισε ὁ Κύριος μέ τήν Ἀνάστασή Του; […] Ὁ Χριστός μέ τήν Ἀνάστασή Του προσφέρει στούς ἀνθρώπους ὅλους τούς θησαυρούς τῆς ἀθανασίας καί τῆς αἰώνιας ζωῆς»![4]
Σημειώσεις:
[1] Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἑρμηνεία στό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, μτφρ. Γεώργιος Ἰω. Ἀβραμόπουλος, ἐκδ. Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα 2025, σελ. 481. [2] π. Βασίλείου Ἐ. Βολουδάκη, Ὁ Γέροντάς μας, ὁ π. Σίμων, ἐκδ. Ὑπακοή, Ἀθήνα, 2022, σελ. 194 κ.ἑ. [3] π. Βασίλείου Ἐ. Βολουδάκη, Ὁ π. Μᾶρκος Μανώλης καί ἡ Δημοσιογραφία ὡς ἔργον Θεοῦ, Ὀρθόδοξος Τύπος, 26 Νοεμβρίου 2010, ἀρ. φύλ. 1855. [4] Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, ὅ. π., σελ. 481-482.