Δευτέρα 18 Αυγούστου 2025

«Τόση ήταν η ευλάβειά του και η αφοσίωσή του στη θεία Λειτουργία, ώστε και φίδια να τον δάγκωναν δεν θα έπαιρνε είδηση».

    Την ημέρα που θα λειτουργούσε πήγαινε πρωί- πρωί στην εκκλησία, πριν το νεωκόρο. Η πρώτη του κίνηση ήταν να προσκυνήσει όλες τις εικόνες. Άρχιζε από τον πρόναο, «χαιρέτιζε» με ευλάβεια μία – μία τις εικόνες του Κυρίου, της Παναγίας, των Αγίων. Ήθελε κατά κάποιο τρόπο να πάρει ευχή κι ευλογία, ή να ζητήσει συγχώρηση και να συμφιλιωθεί μαζί τους. Έπειτα άρχιζε την προσκομιδή, όπου διάβαζε πάρα πολλά ονόματα. Πολλές φορές διέκοπτε τον ήρεμο τόνο και μνημόνευε κάποια συγκεκριμένα ονόματα με πολλά δάκρυα. Δεν ήταν μια τυπική διαδικασία, αλλά έδινε και την καρδιά του, μνημόνευε με πόνο τα ονόματα αυτά, συμμετέχοντας στον πόνο των άλλων. Και όταν ερχόταν ο ψάλτης, ή τέλειωνε ο νεωκόρος, τους έβαζε να διαβάζουν το μεσονυκτικό, ή το ψαλτήρι, για να έχει περισσότερο χρόνο, να μνημονεύει πιο πολλά ονόματα.

Η θεία Λειτουργία ήταν σχετικά σύντομη, χωρίς να παραλείπει τίποτα. Είχε εμπνεύσει με το δικό του διακριτικό τρόπο τους ιεροψάλτες να ψάλλουν «μετά πολλής προσευχής και κατανύξεως.. βοαίς ατάκτοις και αναρμόστοις μη χρώμενοι», αποφεύγοντας τα αργά μέλη. Ο ίδιος ήταν λιτός στις τελετουργικές του κινήσεις, μετρημένος, απαλός, «βελούδινος», «σαν πούπουλο», όπως χαρακτηριστικά εκφράζονται τα πνευματικά του παιδιά. Το βάδισμά του ήσυχο, ταπεινό, το βλέμμα κάτω, τα άμφιά του απλά και καθαρά.

Είχε μια ασυνήθιστη ευλάβεια και φόβο Θεού. Αξιοσημείωτο είναι ότι ποτέ δεν ακουμπούσε στην αγία Τράπεζα. Έλεγε σε νεότερο ιερέα:
-Δεν είναι σωστό να ακουμπάμε ή να αγγίζουμε την αγία Τράπεζα. Ο Μ. Βασίλειος στεκόταν ένα μέτρο μακριά από την αγία Τράπεζα!Προς το τέλος του βίου του, όταν μια μέρα συλλειτουργούσε με άλλους ιερείς, ακούμπησε λίγο στη γωνία της αγίας Τραπέζης και αισθάνθηκε την ανάγκη να ζητήσει συγγνώμη:
-Πατέρες, με συγχωρείτε που ακουμπώ στην αγία Τράπεζα. Δεν μπορώ πλέον να σταθώ όρθιος, δεν με κρατάνε τα πόδια μου!

Όσο προχωρούσε η θεία Λειτουργία, τόσο περισσότερο αλλοιωνόταν. Όσοι τον έβλεπαν είχαν την αίσθηση ότι βρισκόταν σε άλλον κόσμο. Τα παιδιά του ιερού τον έβλεπαν να ιδρώνει κα να τρέμει από την ευλάβεια, το δέος, το φόβο του Θεού. Είχε πάντα ένα χοντρό μαντίλι, μάλλον πετσέτα, και σκουπιζόταν, γιατί ο ιδρώτας έτρεχε είτε είχε κρύο είτε είχε ζέστη.
Στη φωνή ήταν μάλλον κακόφωνος και λίγο παράφωνος. Όμως όπως γράφει ο π. Α.Μ.: «Αυτό δεν μας ενοχλούσε καθόλου. Παρ’ ότι δεν ήταν ωραία, μας φαινόταν η πιο ωραία του κόσμου, γιατί ήταν μια φωνή που έβγαινε από την καρδιά που αγαπούσε πολύ τον Χριστό».

Όσο προχωρούσε η θεία Λειτουργία τόσο και ο γέροντας ανέβαινε. Η όψη του αλλοιωνόταν. Δεν ήταν ο άνθρωπος που γνώριζαν όλοι από το εξομολογητήριο, ή άλλες ώρες. Το «εν τω ναώ εστώτες της δόξης σου εν ουρανώ εστάναι νομίζομεν…» γινόταν πραγματικότητα.
Όπως λέει και ο Σ. Σ., «τα χέρια του έτρεμαν, τα μάτια του έρρεαν δάκρυα. Εντελώς απορροφημένος από τα τελούμενα. Η φωνή του έπαιρνε ένα δραματικό ύφος, κλαψιάρικο. Κυριολεκτικά σε περόνιαζε, σου δημιουργούσε ρίγος. Όχι θεατρινίστικο, στομφώδες, υποκριτικό. Οι λέξεις έβγαιναν από τα βάθη της ψυχής του».
Περιέγραφε αυτά που έβλεπε και ζούσε και έδινε στους πιστούς την αίσθηση ότι αυτή την ώρα ήταν παρόντες οι άγγελοι, οι άγιοι, η θεότητα, ο Ίδιος ο Κύριος, το εσφαγμένον αρνίον. Οι αναστεναγμοί του ακούγονταν μέχρι έξω. Κανείς δεν μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος. Τόση ήταν η κατάνυξή του ώστε «δακρύειν αυτόν σφοδρώς εν τω καιρώ της αναιμάκτου θυσίας, προς έκπληξιν των ορώντων και δόξαν του των αγαθών δοτήρος Θεού».
Πολλοί έκλαιγαν μαζί του. Το εκκλησίασμα έκανε απόλυτη σιωπή για να τον ακούσει. Κάποιοι πήγαιναν μπροστά – μπροστά για να τον βλέπουν, να ακούνε καλύτερα και να ζουν τις συγκλονιστικές στιγμές.
Μια φορά ο γέροντας λειτουργώντας έκλαιγε πάρα πολύ με αναφιλητά, με λυγμούς. Τόσο που η φωνή του κόπηκε. Η λειτουργία σταμάτησε. Η ώρα περνούσε και απ’ το ιερό ακούγονταν μόνον οι λυγμοί του. δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Το εκκλησίασμα ανησύχησε, έπεσε σε αμηχανία. Τόση ώρα σιωπής! Μήπως έπαθε τίποτα; Τελικά ο γέροντας με πολλή δυσκολία συνέχισε τη λειτουργία. Όλοι κατάλαβαν και ησύχασαν.

Έλεγε ο μακαριστός Μητροπολίτης Άρτης Ιγνάτιος: «Τόση ήταν η ευλάβειά του και η αφοσίωσή του στη θεία Λειτουργία, ώστε και φίδια να τον δάγκωναν δεν θα έπαιρνε είδηση».
Όταν έλεγε «τα σα εκ των σων» ακουγόταν ένας γδούπος και όλοι έπεφταν γονατιστοί. Κανείς δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος. Ποιος μπορεί να περιγράψει τον τόνο και το χρώμα της φωνής του, όταν πρόφερε τα λόγια του καθαγιασμού.

Και ερχόταν η ώρα της θείας Μεταλήψεως. Η θεία Λειτουργία στο αποκορύφωμά της. Τα παιδιά του έφερναν στην κατάλληλη στιγμή το ζέον που έβραζε, έτσι το ήθελε.
-Να βράζει παιδί, το ζέον πρέπει να είναι καυτό.
Διηγείται ένα από τα «παπαδάκια»:
«Όταν του πηγαίναμε το ζέον, το σκεύος έκαιγε. Δεν πιανόταν. Αυτός δεν ενοχλείτο καθόλου. Το έπιανε με το χέρι του και το έριχνε σταυρωτά στο Άγ. Ποτήριο. Όλα τα παιδιά απορούσαμε πως δεν καιγόταν. Όσες φορές πήγαμε να το ακουμπήσουμε καιγόμασταν… Έπειτα μας έβγαζε από το ιερό. Ήθελε να μείνει μόνος του αυτή την ιερή στιγμή».
Και αυτό έχει την εξήγησή του, όπως γράφει ο π. Α. Ρ.: «Είχε ιδιάζουσες παιδαγωγικές αντιλήψεις. Φρόντιζε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την αγωγή των παιδιών που τον διακονούσαν στο ιερό Βήμα. Τα αγαπούσε πατρικά. Τα δίδασκε και τα κρατούσε αυθεντικά. Όταν έφτανε το χρονικό σημείο που επρόκειτο να «μελίσει τον άγιον Άρτον» και να μεταλάβει εκείνος, έπρεπε να μείνει μόνος, εκείνη τη μοναδική γι’ αυτόν άχρονη στιγμή.
-Και τώρα, Κύριε, Εσύ κι εγώ, έλεγε.
Ίσως τα παιδιά δεν θα μπορούσαν να εισπράξουν με το δέοντα σεβασμό τις «εκδηλώσεις» του προ του Κύριό του. Η παρουσία άλλων, σε τέτοιες στιγμές, επηρεάζει αρνητικά την κατάνυξη. Ο γέροντας δεν ήθελε, ή δεν μπορούσε να κοινωνεί χωρίς δάκρυα. Μιλούσε στον Κύριό του θερμά και απλά, «χωριάτικα». Καθώς έτρεχαν – κάποτε κρουνηδόν – τα δάκρυά του, ακουγόταν ιεροπρεπής και ικετευτική η αχνή κραυγή του, επίμονα και επαναληπτικά.
-Σχώρα με, Σχώρα με…
Και τότε, τον διαπερνούσε, εμφανώς και αισθητώς, ένας σεισμός θεϊκός! Μετά από κάθε θεία Λειτουργία, ήταν μούσκεμα, υποχρεωμένος να αλλάζει».
Θα παραθέσουμε τρεις ακόμη μαρτυρίες ιερέων – πνευματικών του παιδιών, που έζησαν τέτοιες στιγμές κοντά του.
Διηγείται ο Μητροπολίτης Αργολίδος Ιάκωβος: «Κατά την ώρα του κοινωνικού απαγόρευε αυστηρά να υπάρχει άλλος άνθρωπος μέσα στο ιερό Βήμα. Τα παιδιά έβγαιναν έξω. Όταν κοινωνούσε αλλοιωνόταν η μορφή του. Ως διάκονος είχα αντικρύσει θέαμα εξαίσιο. Έκλαιγε σαν μικρό παιδάκι. Ή ένα μικρό παιδάκι έβλεπες ή τον π. Αθανάσιο ήταν το ίδιο. Και παράλληλα η μορφή του έλαμπε από ένα περίεργο φως όταν κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων. Τότε κατάλαβα γιατί δεν επέτρεπε στα παιδιά ή σε οποιονδήποτε άλλον να παραμείνει μέσα».
ο Κ. Β. γράφει: «Από την πρώτη μου συνάντηση μ’ αυτόν έμεινε στην ψυχή μου ανεξίτηλη η βιβλική μορφή του. Και δεν άργησα να διακρίνω στον ευλογημένο αυτόν Γέροντα, από τις αρετές της ευσεβείας μας, κυρίως: την βαθυτάτη πίστη και αγάπη του στο Χριστό, την μειλιχιότητά του, την άδολη παιδική ψυχή του, το ειρηνικό και πράο βλέμμα του, την κατανυκτική μετά δακρύων τέλεση της θείας Λειτουργίας και προπαντός τον ένθεο τρόπο της θείας Μεταλήψεως. Αυτός ο τρόπος της θείας Μεταλήψεως ήταν και η αιτία που σα ισχυρός μαγνήτης με είλκυσε κοντά του.

«Ενθυμούμαι, λοιπόν, ότι με την πρώτη επίσκεψή μου στην Νερατζιώτισσα τον επρόλαβα λειτουργούντα. Εισήλθα στο ιερό Βήμα και συμπροσευχόμενος παρακολουθούσα τα τελούμενα. Η άγνωστη παρουσία μου δεν τον επηρέασε. Λειτουργούσε με τον άγιο τρόπο του – αυτοεξυπηρετούμενος χωρίς να διακονείται από κανένα. Τότε ήταν πρώτη φορά που ένιωσα την αγία «Αναφορά» με βαθύ δέος και κατάνυξη. Ο όσιος Γέροντας στην αγία αυτή ¨Ευχή¨ δεν συνεκινείτο απλά, αλλά έκλαιγε με πολλά δάκρυα. Δεν είχα άλλοτε συναντήσει τέτοιο λειτουργό ιερέα. Άλλ’ εκείνο που συνεκλόνισε την ψυχή μου ήταν η ώρα της θείας Μεταλήψεως. Τότε, άκουσα εκεί τις ¨Ευχές¨ της προετοιμασίας να λέγονται με βαθειά συναίσθηση και συγκίνηση. Στα συνοδεύοντα δε λόγια Αυτής στο: «Ιδού προσέρχομαι…. Αναξίω Πρεσβυτέρω… πρόσθεσε τις λέξεις: «τω αναξιωτάτω και οικτροτάτω και ελεεινοτάτω Πρεσβυτέρω…» και στη συνέχεια επαναλάμβανε ζωηρά:… ¨το τίμιον (τίμιον, τίμιον, τίμιον) και πανάγιον (πανάγιον, πανάγιον, πανάγιον)…¨με ρέοντα θερμά δάκρυα.
Ομολογώ, ότι η θεία εκείνη Λειτουργία έμεινε βαθύτατα χαραγμένη στην ψυχή μου και ο εξαϋλωμένος λειτουργός της ιερό πρότυπο για την λειτουργική διακονία μου…»
Και τέλος ο π. Α.Λ.: «Ασταμάτητα ήταν τα δάκρυα που έχυνε την ώρα της λειτουργίας. Την ώρα δε της θείας Κοινωνίας έλεγε κλαίγοντας:
-Μην με κατακαύσεις, Κύριε. κατάκαυσε ας αμαρτίας μου.
Και τα δάκρυα να τρέχουν κρουνηδόν. Δεν είχα ξαναδεί γέροντα να κλαίει έτσι. Και αυτό με εξέπληξε. Τόλμησα στο τέλος να τον ρωτήσω:
-Γιατί έκλαιγες, γέροντα;
– Για τις αμαρτίες μου έκλαιγε, απάντησε. Γιατί είναι τόσες που δεν έπρεπε να είμαι στο θυσιαστήριο. Κάπου αλλού έπρεπε να είμαι!»

Έπειτα έκανε τη συστολή με ευλάβεια και σχολαστικότητα, με δέος. Σα να λειτουργούσε για πρώτη φορά. Πριν πει το «Μετά φόβου Θεού…», πάντα θα προετοίμαζε τους ανθρώπους που θα κοινωνούσαν, με απλά λόγια:
-Προσέξτε, παιδιά. Να μην πλησιάσετε αν δεν είσαστε έτοιμοι, αν είσαστε αξομολόγητοι. Μην πλησιάσετε όπως ο Ιούδας. Η θεία Κοινωνία είναι φωτιά. Και όποιος έρχεται ανέτοιμος «κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει, μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου. Δια τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και κοιμώνται ικανοί». Σας το λέω για να μην έχω ευθύνη και για να μην πάθουμε κανένα κακό. Γι’ αυτό «δοκιμαζέτω άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηρίου πινέτω».
Αυτό το «δοκιμαζέτω» το τόνιζε με έμφαση, με μια φωνή όλο αγωνία, μήπως κανείς «ως ο Ιούδας δολίως προσέλθη τη τραπέζη». Και αυτά τα λόγια τα επαναλάμβανε σε κάθε θεία Λειτουργία, όμως κανείς δεν βαριόταν να τα ακούει. Ενώ ήταν υπέρ της συχνής θείας Μεταλήψεως, εντούτοις δεν επέτρεπε την προσέλευση χωρίς την κατάλληλη προετοιμασία, ή όταν ο άνθρωπος βαρυνόταν από θανάσιμα αμαρτήματα και δεν έδειχνε κάποια ίχνη μετάνοιας και αγωνιστική διάθεση.
Η θεία Κοινωνία γινόταν με υποδειγματική τάξη, με προσοχή και ευλάβεια.

Κάποια μέρα, διηγείται η κ. Ε. Μ., μεταξύ των εκκλησιαζομένων ήταν και μια μητέρα με το μικρό τετράχρονο παιδί της. Ο π. Αθανάσιος βγήκε στην ωραία Πύλη με το Άγ. Ποτήριο. Ο μικρός άρχισε να φωνάζει:
-Μαμά, κοίτα! Ένα φως το ποτήρι που κρατά ο παπάς.
Όλοι θαύμασαν. Ο π. Αθανάσιος ατάραχος.

Στο τέλος διαβαζόταν η ευχαριστία και ο π. Αθανάσιος έκανε την κατάλυση. Εδώ ο γέροντας αργούσε πάρα πολύ. Σχεδόν μία ώρα.
Ο κ. Κ. Γ. λέει: «Κυριολεκτικά «έξυνε» το Άγιο Ποτήριο, ενώ τα δάκρυά του ήταν ασταμάτητα. Μαζί με το σώμα και το αίμα του Κυρίου έπινε και τα δάκρυά του!»
Η ώρα αυτή ήταν για τον π. Αθανάσιο ιερότατη. Όπως και στη θεία Λειτουργία έτσι και εδώ, ήταν εντελώς αφοσιωμένος.
Μια φορά, την ώρα που κατέλυε, ήλθε στη Νερατζιώτισσα ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Νικόλαος. Ήταν χειμώνας και πολλοί πιστοί παρέμεναν στο ναό. Ο Πατριάρχης προσκύνησε τις εικόνες και μπήκε στο ιερό. Όλοι σηκώθηκαν. Ο π. Αθανάσιος αφοσιωμένος στην πρόθεση, δεν γύρισε να δει ποιος είναι. Κάποιος έτρεξε να τον ενημερώσει. Συνέχισε την κατάλυση σαν να μην άκουσε τίποτα. Ούτε διέκοψε, ούτε γύρισε να δει. Ο Πατριάρχης σεβάστηκε τη στάση του και δεν επέτρεψε να τον ξαναενοχλήσουν.
Το ίδιο επαναλήφθηκε και άλλη φορά με κάποιον Μητροπολίτη. Ο π. Αθανάσιος, εντελώς προσηλωμένος, δεν γύρισε να κοιτάξει. Ο Μητροπολίτης στενοχωρήθηκε και είπε πειραγμένος.
-Καλά, αόμματος είναι αυτός ο παπάς!
Ο γέροντας απτόητος. Στα τρεμάμενα χέρια του κρατούσε Αυτόν που κρατάει τα σύμπαντα. Πώς μπορούσε να διακόψει; Στη θεία μυσταγωγία, παραγγέλλει ο Μ. Βασίλειος:
«Ούτω παράστηθι εν κατανύξει και καθαρά καρδία τω αγίω θυσιαστηρίω μη περιβλέπων ένθεν κακείθεν, αλλά φρίκη και φόβω παριστάμενος τω επουρανίω βασιλεί. Μη δια θεραπείαν ανθρωπίνην επισπεύσης τας ευχάς, ή συντάμης, μηδέ λάβης πρόσωπον, άλλ’ ό΄ρα προς μόνον τον προκείμενον βασιλέα και τας περιεστώσας κύκλω Δυνάμεις…»
Ο γέροντας είχε την αίσθηση ότι συλλειτουργούσε με αγίους και τας «κύκλω δυνάμεις».

Είναι εντυπωσιακό το γεγονός που διηγείται η Ε. Μ.: «Γνώριζα τον π. Αθανάσιο από την αρχή σχεδόν που ήλθε στο Μαρούσι και μέχρι που έφυγε τον είχα πνευματικό. Πάντα εκκλησιαζόμουν στη Νερατζιώτισσα. Πήγαινα πολύ πρωί και συνήθιζα να κάθομαι μπροστά στο ιερό. Κάποια μέρα, την ώρα της θείας Λειτουργίας, είδα ένα διάκονο με λευκή στολή και ξανθά μαλλιά να στέκεται δίπλα και δεξιά στον π. Αθανάσιο. Με παραξένεψε το γεγονός ότι δεν είπε καμιά αίτηση, απ’ αυτά που λέει ο διάκονος, ούτε γύρισε καθόλου να δω το πρόσωπό του. Σκέφθηκα πως μάλλον χειροτονήθηκε πρόσφατα και τον έστειλαν εδώ για να μάθει το τυπικό και την τάξη της θείας Λειτουργίας κοντά στον π. Αθανάσιο. Τελείωσε η θεία Λειτουργία και σιγά – σιγά ο ναός άδειασε. Εγώ περίμενα να δω ποιος ήταν αυτός ο διάκος. Μετά από ώρα ο π. Αθανάσιος τελείωσε την κατάλυση και βγήκε από το ιερό. Περίμενα να βγει ο διάκος, τίποτα.
«Μα τι συμβαίνει;» λέω. Είχα μείνει μόνη στην εκκλησία. Πηγαίνω, ανοίγω το παραπέτασμα, κοιτάζω μέσα στο ιερό, δεν υπήρχε κανείς. Το ιερό δεν έχει άλλη πόρτα. Δεν ήξερα τι να υποθέσω. Μετά από λίγες μέρες πήγα να εξομολογηθώ. Στο τέλος λέω στον παππούλη:
-Πάτερ Αθανάσιε, την Κυριακή είδα μέσα στο ιερό έναν ξανθό λευκοφορεμένο διάκο που σας βοηθούσε, αλλά μετά τον έχασα. Δεν βγήκε έξω…
Πολύ απλά και φυσικά μου απάντησε:
-Ε! παιδί, αυτά συμβαίνουν, αλλά μην πεις πουθενά τίποτα!»

Από το βιβλίο: Ιερομόναχος Αθανάσιος Χαμακιώτης, 1891-1967. Του Αρχιμ. (και νυν Μητροπ. Αργολίδος) Νεκταρίου Αντωνοπούλου.
Εκδόσεις, Ακρίτας. 

https://proskynitis.blogspot.com