Πρωτ. Στέφανου Στεφόπουλου
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΗ ΠΛΑΝΗ
ΟΤΙ Η ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ
ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΙΑΒΟΛΟ
Σε ρεύματα πεντηκοστιανών και λοιπών φονταμενταλιστών προτεσταντών έχει διαδοθεί έντονα η ιδέα ότι κάθε ασθένεια προέρχεται από τον διάβολο. Θεωρείται δηλαδή ξένη προς τη θεϊκή βούληση και πάντα ως αποτέλεσμα αμαρτίας ή έλλειψης πίστης, και κατά συνέπεια, το ζητούμενο είναι η άμεση και αναγκαστική θεραπεία. Αυτή η θεολογία όμως, συγκρούεται άμεσα με την Βιβλική εμπειρία, όπως αυτή αποκαλύπτεται στα ιερά κείμενα της Αγίας Γραφής.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία διδάσκει πως οι θλίψεις και οι ασθένειες δεν αποτελούν πάντοτε συνέπεια της αμαρτίας, ούτε είναι πάντοτε αποτέλεσμα πνευματικής αποστασίας ή δαιμονικής επιρροής. Ο Θεός επιτρέπει τις ασθένειες ακόμη και στους δικαίους, όχι για τιμωρία, αλλά για παιδαγωγία, δοκιμασία και τελείωση.
Ο ίδιος ο Κύριος προειδοποίησε τους μαθητές Του: «Θα σας παραδώσουν σε θλίψη» (Ματθ. 24,9). Δεν τους υποσχέθηκε επίγεια ευμάρεια, ασφάλεια ή σωματική υγεία. Αντίθετα, τους μίλησε για στενό και τεθλιμμένο δρόμο: «στενή είναι η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η φέρουσα εις την ζωήν» (Ματθ. 7,13-14· & Λουκ. 13,24). Η οδός προς τη σωτηρία είναι δρόμος προσωπικού αγώνα, κόπου, πόνου και σταυρού. Δεν περνά από την καλοπέραση.
Ο Απόστολος Παύλος με απόλυτη σαφήνεια γράφει: «Ως αποθνήσκοντες και ιδού ζώμεν, ως παιδευόμενοι και μη θανατούμενοι, ως λυπούμενοι, πάντοτε δε χαίροντες» (Β΄ Κορ. 6,9-10). Δηλαδή, ακόμη και όταν δοκιμαζόμαστε, ακόμη και όταν βρισκόμαστε στο κατώφλι του θανάτου ή της θλίψης, γνωρίζουμε ότι ζούμε με την ελπίδα της αιωνιότητας και της Χάριτος. Η χαρά του χριστιανού δεν εξαρτάται από την απουσία ασθενειών, αλλά από την παρουσία του Χριστού.
Ορισμένοι χρησιμοποιούν ως επιχείρημα το χωρίο Β΄ Κορινθίους 12,7-9 όπου ο Παύλος αναφέρει ότι του δόθηκε «σκόλοψ τη σαρκί». Όμως, κατά τον άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο, ο σκόλοπας αυτός δεν είναι ασθένεια σωματική, αλλά τα μεγάλα εμπόδια και οι διωγμοί που αντιμετώπιζε ο Παύλος στο αποστολικό του έργο. Όταν ο Παύλος ζήτησε από τον Θεό να απομακρύνει αυτό το εμπόδιο, έλαβε την απάντηση: «Αρκεί σοι η χάρις μου· διότι η δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται». Η διδασκαλία εδώ δεν είναι ότι πρέπει να θεραπευτούμε πάση θυσία, αλλά ότι ο Θεός ενεργεί δυναμικά και σωτήρια ακόμη και μέσα στην ανθρώπινη αδυναμία.
Το ίδιο πνεύμα συναντάμε και στην προς Γαλάτας επιστολή, όπου ο Παύλος υπενθυμίζει: «Εξαρχής γνωρίζετε ότι λόγω ασθένειας της σαρκός σας ευαγγέλισα… και τον πειρασμό μου στην σάρκα δεν τον εξουθενώσατε ούτε τον απορρίψατε, αλλά με δεχτήκατε σαν άγγελο Θεού» (Γαλάτας 4,13-14). Ο Παύλος δεν θεράπευσε τον εαυτό του, παρότι είχε το χάρισμα θαυμάτων. Αποδέχθηκε τη δοκιμασία.
Ασθενής ήταν και ο συνεργάτης του, ο Επαφρόδιτος. Ο ίδιος ο Παύλος ομολογεί: «Ασθένησε μέχρι θανάτου· αλλά ο Θεός ελέησε αυτόν, και όχι μόνο αυτόν αλλά και εμέ, για να μη έχω λύπη επί λύπην» (Φιλιπ. 2,25-27). Ούτε εδώ βλέπουμε θεραπεία με το «λόγο της πίστεως» ή κάποια δήθεν νίκη κατά του διαβόλου. Η θεραπεία παρουσιάζεται ως έλεος του Θεού και όχι ως αυτονόητο αποτέλεσμα της πίστης.
Ο Τιμόθεος επίσης υπέφερε από συχνές ασθένειες. Ο Παύλος του γράφει: «Μη πίνε πλέον νερό, αλλά χρησιμοποίησε λίγο οίνο για την στομαχική σου αδυναμία και τις συχνές σου ασθένειες» (Α΄ Τιμ. 5,23). Δεν του πρότεινε «να ζητήσει τη θεραπεία» ή να αρνηθεί την ασθένεια με «λόγο πίστης». Του προτείνει απλή, πρακτική αντιμετώπιση. Αυτό δηλώνει τη νηφαλιότητα και τη σοφία της Εκκλησίας, όχι την υπερφίαλη και αλλόκοτη θεολογία κάποιων νεοπροτεσταντικών κύκλων.
Ο απόστολος Παύλος, γράφοντας στους Κορινθίους, επισημαίνει ακόμη μια βαθύτερη διάσταση της θλίψης και του πόνου. Λέει: «Αν και φθείρεται ο εξωτερικός μας άνθρωπος, ο εσωτερικός όμως ανανεώνεται ημέρα με την ημέρα. Διότι η πρόσκαιρη ελαφριά θλίψη μας εργάζεται για μας αιώνιο βάρος δόξης υπερβολικά μεγάλο» (Β΄ Κορ. 4,16-17). Ο χριστιανός βλέπει πέρα από την παρούσα κατάσταση· στρέφεται στα «μη βλεπόμενα», στην αιωνιότητα. Αυτή είναι η γνήσια θεραπεία, όχι απλώς του σώματος, αλλά της ψυχής και όλου του ανθρώπου.
Ο Ιώβ αποτελεί μία από τις ισχυρότερες βιβλικές μορφές που καταρρίπτουν την ιδέα ότι η πίστη πρέπει οπωσδήποτε να συνοδεύεται από θεραπεία. Δοκιμάστηκε σκληρά από τον διάβολο, με την άδεια του Θεού, μέσα από την απώλεια των παιδιών του, την καταστροφή της
περιουσίας του και τη σωματική του εξάντληση. Όμως η νίκη του δεν ήρθε με την απαλλαγή από τις θλίψεις, αλλά με την υπομονή και την εμπιστοσύνη του προς τον Θεό. Ποτέ δεν απαιτεί τη θεραπεία του, ούτε ζητά να του αφαιρεθεί η ασθένεια. Όμως μόλις είδε ο Θεός ότι πάει να γονατίσει, έρχεται και τον κρατάει και του λέει: «Στάσου, ξέρεις γιατί σε έχω δοκιμάσει; Ξέρεις γιατί επέτρεψα όλα αυτά να σου γίνουν; Για να σε αναδείξω άγιο. Για να σε αναδείξω κραταιό παράδειγμα υπομονής σ’ όλες τις γενεές. Και από το δικό σου παράδειγμα και πάθημα να ωφεληθούν οι μεταγενέστεροι άνθρωποι και να στερεωθούν στις δοκιμασίες της ζωής».
Το επίκεντρο του αγώνα του είναι η πίστη, όχι η σωματική αποκατάσταση. Ο Ιώβ γίνεται νικητής του διαβόλου ακριβώς επειδή δέχτηκε να υπομείνει χωρίς γογγυσμό, δείχνοντας πως η αληθινή πνευματική μάχη δεν είναι να απαλλαγείς από τη δοκιμασία, αλλά να μείνεις πιστός μέσα της.
Οι θλίψεις, κατά την Ορθόδοξη εμπειρία, είναι πύλες αγιασμού, σχολεία μετάνοιας, τρόποι ταπείνωσης και κοινωνίας με τον Χριστό. Δεν είναι κατ’ ανάγκην κατάρα ή έργο του διαβόλου. Μπορεί να γίνουν όργανα του Θεού για να αποκαλυφθεί η δόξα Του μέσα από την ανθρώπινη αδυναμία.
Η Ορθοδοξία λοιπόν δεν αρνείται τη θεραπεία. Πιστεύει στα θαύματα και δέχεται τη θαυματουργική επέμβαση του Θεού. Όμως αρνείται να τη μετατρέψει σε ένδειξη πνευματικότητας. Διδάσκει πως αν ο Θεός επιτρέψει την ασθένεια, ο πιστός πρέπει να την αντιμετωπίσει με πίστη, υπομονή και ταπείνωση. Γιατί «ο υπομείνας έως τέλους, ούτος σωθήσεται» (Ματθ. 24,13). Αυτός ο δρόμος, όσο στενός και να είναι, οδηγεί «εις την ζωήν».