Η Αδελφότητα των Μουσουλμάνων
Μυστική Στρατηγική Ισλαμισμού
και Αντισημιτισμού στην Ευρώπη
Η Αδελφότητα των Μουσουλμάνων (Muslim Brotherhood) είναι μια διεθνής ισλαμιστική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1928 στην Αίγυπτο με στόχο την προώθηση μιας πολιτικής και κοινωνικής αναμόρφωσης βάσει των αρχών του πολιτικού Ισλάμ. Σταδιακά, η Αδελφότητα απέκτησε επιρροή σε πολλές χώρες του αραβικού κόσμου και πέραν αυτού, δημιουργώντας ένα πολύπλοκο δίκτυο θρησκευτικών, εκπαιδευτικών και φιλανθρωπικών φορέων. Αν και επίσημα δηλώνει ότι απορρίπτει τη βία, έχει συνδεθεί με εξτρεμιστικές παραφυάδες, όπως η Χαμάς, και κατηγορείται για προσπάθειες υπονόμευσης των δημοκρατικών θεσμών μέσω της σταδιακής διείσδυσής της στην κοινωνία, συχνά υπό το προσωπείο θρησκευτικών και εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων. Όσον αφορά την Ελλάδα, η παρουσία της Αδελφότητας δεν είναι τόσο εμφανής ή οργανωμένη όσο σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ωστόσο, λόγω της γεωγραφικής θέσης της χώρας και της ύπαρξης μουσουλμανικών κοινοτήτων, υπάρχουν ανησυχίες για ενδεχόμενη επιρροή ή διείσδυση μέσω θρησκευτικών και πολιτισμικών δικτύων. Είναι σημαντικό για το ελληνικό κοινό να έχει πλήρη ενημέρωση και να παρακολουθεί με προσοχή τυχόν εξελίξεις, ώστε να διασφαλίζεται η κοινωνική συνοχή και η ασφάλεια, πάντα μέσα από το πρίσμα της νομιμότητας και των δημοκρατικών αρχών.
Η Αδελφότητα των Μουσουλμάνων υλοποιεί μια κρυφή
στρατηγική ισλαμιστικής πολιτικής και αντισημιτισμού στην Ευρώπη;
Έκθεση του γαλλικού Κοινοβουλίου, η οποία έχει προκαλέσει αντιπαράθεση, αναφέρει ότι η
οργάνωση έχει δημιουργήσει εκτενή ιδεολογική υποδομή στη Γαλλία — «όχι
με τη βία, αλλά μέσω σχολείων, φιλανθρωπικών οργανώσεων, τεμενών και
ήπιας επιρροής». Η έκθεση, βασισμένη σε πληροφορίες από μυστικές υπηρεσίες, επιτόπιες έρευνες και δεκάδες συνεντεύξεις που πραγματοποίησαν δύο δημόσιοι υπάλληλοι, καταλήγει ότι «η
στρατηγική της Αδελφότητας είναι να εγκαθιδρύσει μια μορφή ιδεολογικής
ηγεμονίας διεισδύοντας στην κοινωνία των πολιτών υπό το πρόσχημα
θρησκευτικών και εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων».
Η Σιμόνε Ροντάν-Μπενζακέν, γράφοντας στην εφημερίδα Free Press (2 Ιουνίου), επισημαίνει ότι η έκθεση αποτελεί την πιο λεπτομερή κυβερνητική μελέτη μέχρι σήμερα για την παρουσία της Αδελφότητας στην Ευρώπη, συνδυάζοντας μήνες επιτόπιων ερευνών και ανάλυσης με συνεισφορές διπλωματών, αξιωματούχων μυστικών υπηρεσιών, ακαδημαϊκών και θρησκευτικών προσώπων.
Τα συμπεράσματα της έκθεσης διατυπώνονται στο πλαίσιο της πολιτικής «λαϊκότητας» (laïcité), που επιδιώκει τον περιορισμό της δημόσιας έκφρασης της θρησκείας. Η Ροντάν-Μπενζακέν τονίζει ότι η έκθεση αποκαλύπτει μια χαρακτηριστική στρατηγική της Αδελφότητας: «Η Αδελφότητα λειτουργεί ως πολιτικό σχέδιο. Ο στόχος της δεν είναι η ξαφνική επανάσταση, αλλά η σταδιακή μεταμόρφωση. Στόχος της είναι οι καρδιές και τα μυαλά. Η δύναμή της δεν έγκειται στην μυστικότητα, αλλά στην στρατηγική ασάφεια. Και δεν έρχεται μόνο για τη Γαλλία. Έρχεται για όλη τη Δύση.»
Η έκθεση υποστηρίζει ότι η Αδελφότητα επιδιώκει να επιβάλει τον ισλαμικό νόμο με σταδιακά, ιδεολογικά μέσα — κυρίως μέσω σχολείων, φιλανθρωπικών οργανώσεων και θρησκευτικών δικτύων.
Παρότι η Αδελφότητα δηλώνει ότι απορρίπτει τη βία, διαθέτει εξτρεμιστικές παραφυάδες όπως η Χαμάς, και η επιρροή της συχνά θολώνει τα όρια ανάμεσα στην μη βία και τη ριζοσπαστικοποίηση. Μετά την καταστολή της στον αραβικό κόσμο, η Αδελφότητα «έχει διευρύνει μεθοδικά την παρουσία της σε όλη την ήπειρο — εδραιώνοντας τον εαυτό της στις τοπικές κοινότητες μέσω ενός δικτύου τεμενών, φιλανθρωπικών οργανώσεων, εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και κοινωνικών ενώσεων, όλα σχεδιασμένα να προωθούν το όραμά της για τον πολιτικό Ισλάμ υπό το πρόσχημα θρησκευτικής δράσης».
Το δίκτυο της Αδελφότητας στη Γαλλία περιλαμβάνει 280 ενώσεις, μεταξύ των οποίων 139 επίσημα συνδεδεμένα τεμένη και 68 ακόμη με ορισμένους δεσμούς με την ιδεολογία της οργάνωσης, που αποτελούν το 10% των τεμενών που άνοιξαν από το 2010. Κάθε Παρασκευή περίπου 91.000 άτομα συμμετέχουν στις λατρευτικές τελετές σε αυτούς τους χώρους. Το κίνημα ελέγχει ή επηρεάζει επίσης 21 ιδιωτικά σχολεία (εκ των οποίων τρία χρηματοδοτούνται από το κράτος) και 815 σχολές Κορανίου.
Πιο αμφιλεγόμενα, η έκθεση υποστηρίζει ότι ο αντισημιτισμός αποτελεί βασικό ιδεολογικό στοιχείο της Αδελφότητας, συχνά «ξεπλένεται» μέσα από αντισιωνιστικά συνθήματα. «Σε ένα τζαμί κοντά στο Παρίσι, ένας ομιλητής πρόσφατα φώναξε “Je suis Hamas” (“Είμαι Χαμάς”) σε ένα ενθουσιώδες ακροατήριο. Σε άλλα τζαμιά, ο αντι-ισραηλινός λόγος μεταβαίνει ομαλά σε κλασικά αντισημιτικά στερεότυπα.» Η Ροντάν-Μπενζακέν προσθέτει ότι η έκθεση τονίζει τη χρήση «διπλού λόγου» από την Αδελφότητα — προβάλλοντας μετριοπάθεια δημοσίως, ενώ προωθεί ιδιωτικά τον αντισημιτισμό, τον φυλετικό διαχωρισμό και τον ιδεολογικό απομονωτισμό.
Η έκθεση προσθέτει πως το νέο μέτωπο της Αδελφότητας είναι ο ψηφιακός χώρος, όπου ένα κύμα διαδικτυακών influencers εκπαιδευμένων σε ιδρύματα της Αδελφότητας απευθύνεται σε νεότερα ακροατήρια, θίγοντας θέματα όπως η ισλαμοφοβία και παρουσιάζοντας την ισλαμιστική ιδεολογία σε θεραπευτική ή επιχειρηματική γλώσσα.
Κριτικοί της έκθεσης υποστηρίζουν ότι αυτή στερείται επαρκούς τεκμηρίωσης και στηρίζεται περισσότερο σε υποψίες και αβάσιμα συμπεράσματα. Ο πολιτικός επιστήμονας Ολιβιέ Ρουά γράφει στην γαλλική εβδομαδιαία Nouvel Obs (23 Μαΐου) ότι η έκθεση χρησιμοποιεί «ρητορική ηθικού πανικού» που δεν αποκαλύπτει τίποτα καινούργιο. Επισημαίνει πως εστιάζει σε μια ιδεολογική κατασκευή της Μουσουλμανικής Αδελφότητας ως απειλής, αντί σε απτά γεγονότα. Όπως και άλλες πριν από αυτήν, στερείται εις βάθος ανάλυσης των ισλαμιστικών κινημάτων ή των πολιτικών στρατηγικών της Αδελφότητας, και βασίζεται σε μια «κατασκευασμένη αντίληψη του εχθρού».
Παρόλα αυτά, η παρουσίαση της Αδελφότητας και άλλων ισλαμιστικών οργανώσεων ως ομάδων μίσους οδηγεί σε ανάλογες έρευνες και αλλού. Η Σουηδία ξεκινά τη δική της έρευνα, ενώ η Αυστρία έχει ήδη εκπονήσει εκτιμήσεις, αν και λίγες οδήγησαν σε δράσεις. «Το Βέλγιο έχει φιλοξενήσει δίκτυα συνδεδεμένα με την Αδελφότητα υπό τη σημαία του πολυπολιτισμού», γράφει η Ροντάν-Μπενζακέν. «Και οι Ηνωμένες Πολιτείες; Εδώ, η συζήτηση σχεδόν δεν υφίσταται. Παρότι αρκετές αμερικανικές μουσουλμανικές οργανώσεις έχουν ιστορικούς ή ιδεολογικούς δεσμούς με την Αδελφότητα, η δημόσια εποπτεία είναι σπάνια και ο πολιτικός λόγος τείνει να αποφεύγει το θέμα εντελώς.»