Τετάρτη 13 Αυγούστου 2025

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΟΖΕΒΙΤΟΥ: Τό δῶρο τῆς γιαγιᾶς

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ» 

Στήν βεράντα τοῦ σπιτιοῦ στόν ἥλιο
 κάθεται ἡ γερόντισσα μέ τό ἐγγόνι της,
 κοιτάζουν καί οἱ δυό τόν ὁρίζοντα,
 ὅπου πετοῦν κλωστές ἀράχνης.
 
Στήν κυρτωμένη της ράχη
 πέφτουν τά λευκά μαλλιά της
 καί 'χει μόνη παρηγοριά της
 τ' ὀρφανό ἐγγόνι.

 

Ὄντας τώρα ἑορτή
 ἔβαλε ἡ γιαγιά τό ἐγγόνι
 νά διαβάση ἕνα βιβλίο
 μέ «τά Πάθη τοῦ Ἰησοῦ».
  
Ἀλλ' ὅταν νά διαβάζη ἄρχισε,
 ἐκείνη πνιγόταν στό κλάμμα,
 ἐνῶ στό στῆθος του τό τρυφερό,
 ἐσπάραζε ἡ παιδική του καρδιά.
  
Τί ἔχεις, μαμά, καί πάντοτε κλαῖς
 ἔτσι μέ πόνο,
 ὅταν διαβάζω γιά τόν Τίμιο Σταυρό
 καί τό «Ὄνειρο τῆς Μητέρας τοῦ Χριστοῦ»;
  
Μέ τήν ἀνέκφραστα γλυκειά φωνή της,
 πού πνιγόταν στόν στεναγμό,
 ἀπαντάει σ' αὐτό,
 κοιτάζοντάς το μέ ἀσυνήθιστη πραότητα:
  
—Ὅταν μιλᾶς γιά τήν Πανάχραντο Μητέρα
 καί τά Πάθη τοῦ Ἰησοῦ
 τότε σκέπτομαι τόν θάνατο,
 διότι, νά, ἐγέρασα!
  
Καί ἡ καρδιά της ράγισε
 ὅταν θυμήθηκε πάλι
 τόν Μάξιμο πού πολεμᾶ
 καί τόν περιμένει ματαίως ἡ καϋμένη!
  
—Μαμά μου, ποιός εἶναι αὐτός πού τόν κλαῖς,
 ὅταν κάθεσαι νά γνέσης;
 Φυλακίσθηκε κι' αὐτός ἀπό τούς Ἑβραίους
 ἤ δέν ἐγύρισε πάλι;
  
—πουλάκι μου, ἔχεις τώρα πνεῦμα ἁπαλό
 καί δέν μπορεῖς νά καταλάβης
 τόν πόνο του σπιτιοῦ μας
 θά ἤθελα νά μήν τόν γνωρίσης τώρα!
  
—Γιατί κρύβεσαι (σέ παρακαλῶ) ἀπό μένα
 καί κλαῖς πάντοτε μέ τέτοιο πόθο;
 Τί θέλεις νά σου φέρω τώρα
 γιά νά σέ βλέπω εὐτυχισμένη!;
  
—Ἃ, ὄχι! Ἡ εὐτυχία μου εἶναι ἄλλη,
 εἶσαι σύ «τό παιδί τοῦ μηδενός»!
 γιά τόν πατέρα σου δέν ξέρω τίποτε τώρα,
 ἐνῶ ἡ καϋμένη ἡ μάνα σου δέν ὑπάρχει πλέον.
  
Ὁ Μάξιμος, ὅταν ἔφυγε ἀπό τό σπίτι
 περισσότερο ἀπ' ὅλα μέ παρακάλεσε
 νά εἶμαι μάνα καί πατέρας
 γιά τό μικρό του παιδί!
  
Πάντοτε ἀνυπόμονα περιμένω
 νά 'ρθῆ αὐτός ἀπό τόν πόλεμο
 καί βλέπω ὅτι οἱ ἀποστρατευμένοι
 δέν λένε τίποτα γι' αὐτόν.
  
Κοιτάζω στόν ὁρίζοντα συχνά
 καί ἄλλοτε στέκομαι στόν δρόμο
 καί τόν φαντάζομαι νά ἔρχεται
 ἴσως ἀπό μακριά- τώρα.
  
Ἀκούω ὅτι αὐτός ἦταν σέ μάχη
 μέ τούς Οὕγγρους στά Καρπάθια
 καί πολλοί μ' αὐτόν ἀπ' τό σύνταγμά του
 εἶχαν παρθῆ ὡς αἰχμάλωτοι.
  
Σήμερα ἀκόμη τρέφω ἐλπίδα
 ὅτι ἴσως τόν ἰδῶ νά ἔρχεται,
 ἀλλά τά χρόνια πέρασαν
 καί ἡ χαρά φαίνεται ν' ἀργῆ!
  
Καί δέν λυπᾶμαι τόσο βέβαια
 ἄν ἤσουν πιό μεγάλος τώρα,
 ἀλλά, νά, εἶσαι παιδί μιᾶς μόνο παλάμης
 καί 'γώ αὔριο ἴσως νά πεθάνω!
  
Σάν ἐμένα κανείς δέν ἔχει συμπόνοια
 νά σέ φροντίζη, παιδί μου,
 παρά ὁ μόνος Ἐλεήμων
 καί οἰκτίρμων Θεός.
  
Σ' Αὐτόν νά θέσης κάθε ἐλπίδα
 Αὐτόν νά παρακαλῆς πάντοτε θερμά
 διότι Αὐτός γιά τίς δυστυχισμένες ψυχές
 εἶναι Μητέρα καί Πατέρας!
  
Ὅταν ἡ μητέρα σου ἦταν στήν ζωή
 ἔδωσα τότε ὑπόσχεσι 
νά πάω σ' ἕν' ἅγιο μοναστήρι
 νά φροντίσω τήν μετάνοιά μου.
  
Ἀλλ' ἀφήνοντας ὀρφανό ἐσένα οἱ γονεῖς
 ἦταν ἀνάγκη νά σ' ἀναθρέψω
 καί δέν εἶχα πλέον ἡ φτωχειά ἐλπίδες
 γιά τήν μοναχική ζωή.
 
Εἴθε σέ σένα ὁ Θεός
 τόν ἅγιο πόθο μου νά ἐκτελέση
 νά ἔχω καί 'γώ μιά παρηγοριά
 γιατί σ' ἐφύλαξα σάν ἕνα κειμήλιο!
  
Σκουπίζοντας τά μάτια ἡ γερόντισσα,
 φιλεῖ μ' ἀγάπη τό ἐγγόνι
 κι' αὐτό συνέχισε νά διαβάζη
 τ' Ἅγια Πάθη τοῦ Ἰησοῦ!

 

Σημείωσις:   Ἡ γερόντισσα εἶναι ἡ γιαγιά μου, πού μέ ἀνέθρεψε ἀπό 6 μηνῶν ἔως 10 ἐτῶν Ἱερομ. Ἰωάννης Ἰακώβ.

Ἀπόσπασμα ἀπό ἐδῶ