
Γράφει ο Δημήτριος Νικ. Δασκαλάκης, Δικηγόρος Αθηνών
Ι. ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΣ ΕΤΑΙΡΟΣ
ΙΙ. ΠΥΡΗΝΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
ΙΙΙ. ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΩΝ ΠΥΡΗΝΙΚΩΝ
ΙV. ΤΑ ΑΤΑΚΤΑ ΚΡΑΤΗ
V. ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΕΚΕΧΕΙΡΙΑ
VI. ΔΕΥΤΕΡΟ ΗΜΙΧΡΟΝΟ
Πριν από 23 χρόνια ο λεπτοδείκτης του ρολογιού του χρόνου παρέμεινε πεισματικά ακινητοποιημένος, δείχνοντας επίμονα την ημερομηνία της 29ης Ιανουαρίου 2002, μοιάζοντας να έχει παραιτηθεί από την αέναη πορεία του στο ανηφορικό μονοπάτι του ιστορικού γίγνεσθαι. Με τον τρόπο αυτό ήλπιζε να κεντρίσει το νυσταλέο ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας αναφορικά με μία βαρύνουσας σημασίας πολιτική δήλωση του ενοίκου του Λευκού Οίκου, που έμελλε να έχει καταστρεπτικές συνέπειες, επηρεάζοντας καθοριστικά τον γεωπολιτικά ευαίσθητο χώρο της Μέσης Ανατολής.
Στις 29 Ιανουαρίου 2002 (δηλαδή λίγους μήνες μετά από το παγκόσμιο σοκ των «τρομοκρατικών επιθέσεων» που προκάλεσαν την κατάρρευση των Δίδυμων Πύργων στην Νέα Υόρκη) ο Αμερικανός Πρόεδρος Τζορτζ Μπους ο νεότερος εκφωνεί την καθιερωμένη ετήσια προεδρική του ομιλία για την κατάσταση του έθνους –στην οποία εμφανίζεται ως αδιαφιλονίκητος ηγέτης του Ελεύθερου, Δημοκρατικού Κόσμου–, στοχοποιώντας ανοικτά για πρώτη φορά, στο όνομα της καταπολέμησης της διεθνούς τρομοκρατίας, όχι μεμονωμένες τρομοκρατικές οργανώσεις, αλλά κυρίαρχα κράτη υποκείμενα του διεθνούς δικαίου.
Κατά την διάρκεια της ομιλίας του, εμπνεόμενος από την ναζιστική ρητορική, αναφέρθηκε όχι στις δυνάμεις του Άξονα, αλλά στον «Άξονα του Κακού», εντάσσοντας τα κράτη του Ιράκ, του Ιράν και της Βόρειας Κορέας στις «δυνάμεις του σκότους» που εποφθαλμιούν την πρόοδο, την ευημερία και τις δημοκρατικές κατακτήσεις της φιλελεύθερης δυτικής κοινωνίας.
Μετά την ευόδωση της στρατιωτικής επιχείρησης «Ιρακινή Ελευθερία» (2003) που οδήγησε στην γρήγορη και βίαιη ανατροπή του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεϊν, το Ιράκ κατέστη αμερικανικό προτεκτοράτο, ενώ σήμερα, μετά από δύο δεκαετίες εσωτερικής αποσταθεροποίησης, ένοπλων συγκρούσεων, κοινωνικών αναταραχών και σεχταριστικής βίας, φαίνεται να βρίσκεται σε «φάση δυτικής αναμόρφωσης», απολαμβάνοντας τους «καρπούς» του «αμερικανοποιημένου» μοντέλου πολιτικής διακυβέρνησης, αλλά παραμένοντας κράτος μειωμένης κυριαρχίας.
Την ίδια στιγμή, πλησιάζει η «ώρα της κρίσεως» και για το ιρανικό καθεστώς, που καλείται να γνωρίσει την αμερικανική πειθώ της στρατιωτικής υπεροχής, προκειμένου μέσω της καθεστωτικής ανατροπής και του συνεπαγόμενου άδικου θανάτου χιλιάδων αθώων πολιτών να εγκατασταθεί στην Τεχεράνη μια κυβέρνηση «αχυρανθρώπων», υποταγμένη δουλικά στα αυτοκρατορικά κελεύσματα του Λευκού Οίκου και πρόθυμη να ικανοποιήσει τα ζωτικά συμφέροντα των Η.Π.Α. στην γεωπολιτικά εύφλεκτη περιοχή του Περσικού Κόλπου.
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΣ ΕΤΑΙΡΟΣ
Κατά τραγική ειρωνεία της Ιστορίας, στις αρχές της δεκαετίας του 1970 το Ιράν (μία εκ των πιο πυκνοκατοικημένων χωρών της Μέσης Ανατολής) είχε επιλεγεί από τους γραφειοκράτες του βαθέως αμερικανικού κατεστημένου ως στρατηγικός περιφερειακός σύμμαχος των Η.Π.Α., προκειμένου να συμβάλει στην παγίωση της αμερικανικής επιρροής στα υπόλοιπα κράτη της Αραβικής Χερσονήσου και του Περσικού Κόλπου. Στο πλαίσιο της αμερικανο-ιρανικής συνεργασίας, το Ιράν είχε προβεί σε διπλωματική αναγνώριση του κράτους του Ισραήλ, φθάνοντας στο σημείο να είναι ο βασικότερος προμηθευτής πετρελαίου του εβραϊκού κράτους, προκαλώντας την μήνιν και την αντιπάθεια των αραβικών κρατών. Εις αντάλλαγμα, οι Η.Π.Α. ενίσχυαν οικονομικά την αυταρχική διακυβέρνηση του Σάχη, ο οποίος επεδίωκε με πολιτικά κατασταλτικά μέτρα τον βίαιο εκδυτικισμό της χώρας, προκαλώντας κύματα λαϊκής δυσαρέσκειας ανάμεσα στις τάξεις του Σιιτικού Ισλάμ και των πολιτικά φιλελεύθερων δυνάμεων.
Αποτέλεσμα της κοινωνικής οργής, που υποκινήθηκε από φανατικούς ισλαμικούς κύκλους, ήταν η ανατροπή του Σάχη Μοχαμάντ Ρεζά Παχλαβί –ο οποίος στις 16 Ιανουαρίου 1979 εγκατέλειψε οριστικά την χώρα του υπό το βάρος της επικράτησης της Ιρανικής Επανάστασης– και η εγκαθίδρυση ενός βαθιά συντηρητικού θεοκρατικού καθεστώτος υπό την ηγεσία του Αγιατολάχ Χομεϊνί.
Ο τελευταίος ανακηρύσσεται σε ανώτατο θρησκευτικό ηγέτη του Ιράν, έχοντας καθοριστική επιρροή και συμμετοχή στην λήψη κρίσιμων πολιτικών αποφάσεων, καταπνίγοντας κάθε εσωτερική αντιπολιτευτική φωνή και έκφραση ελευθερίας του ιρανικού λαού. Την ίδια στιγμή, η νέα ισλαμική ηγεσία δεν διστάζει να προχωρήσει στην διακοπή των διπλωματικών και οικονομικών σχέσεων με το Ισραήλ, καταγγέλλοντας συνολικά την πολιτική της Δύσης στην Μέση Ανατολή.
ΠΥΡΗΝΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Η εντελώς παράνομη αμερικανο-βρετανική επέμβαση στο γειτονικό Ιράκ το 2003, προκάλεσε σε πρώτο χρόνο την κατακραυγή της διεθνούς κοινότητος, καθώς η κυβέρνηση των Η.Π.Α. επικρίθηκε έντονα για την αυθαίρετη και μονομερή απόφασή της να εισβάλει στην επικράτεια ξένης χώρας, κατά παράβαση κάθε έννοιας διεθνούς νομιμότητας που απαιτεί την έκδοση ψηφίσματος από τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. πριν από την ανάληψη στρατιωτικής δράσης εναντίον άλλου κράτους.
Σε δεύτερο χρόνο άφησε ένα βαθύ αποτύπωμα αγωνίας και αβεβαιότητας στην ιρανική ηγεσία, η οποία θεώρησε –όχι αβάσιμα– την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεϊν ως προειδοποιητική βολή για την ίδια, με αποτέλεσμα να πιστεύει δικαιολογημένα ότι αποτελεί τον επόμενο στόχο της αμερικανικής πολεμικής μηχανής.
Στο πλαίσιο των ήδη τεταμένων αμερικανο-ιρανικών σχέσεων, η στρατιωτική ηγεσία του Ιράν συνειδητοποιεί ότι οφείλει να αποκτήσει ικανή αποτρεπτική ισχύ έναντι της απρόκλητης αμερικανικής επιθετικότητας, και επομένως αρχίζει να εξοπλίζεται, εγκαινιάζοντας το πυρηνικό του πρόγραμμα ως προς το οποίο διατυπώνονται σοβαρές υπόνοιες ότι υπηρετεί αθέμιτους στρατιωτικούς σκοπούς, ενώ την ίδια στιγμή η πολιτική και θρησκευτική ηγεσία επιδίδεται σε ένα κρεσέντο αντιαμερικανικής ρητορικής, εξαπολύοντας φραστικές επιθέσεις κατά των Η.Π.Α. και κατά του στενότερου συμμάχου τους στην περιοχή, δηλ. κατά του Ισραήλ.
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, το σύνολο της διεθνούς κοινότητας παρακολουθεί με έκδηλη αγωνία την ανάπτυξη του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος που απειλεί να διαταράξει την εύθραυστη ισορροπία δυνάμεων στην Μέση Ανατολή.
Η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ, υπό το πρόσχημα της εξάλειψης των όπλων μαζικής καταστροφής του σανταμικού καθεστώτος, παίρνοντας την σκυτάλη της παγκόσμιας χειραγώγησης από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, στοιχειοθετεί την δεύτερη μεγαλύτερη προσπάθεια συνειδητής και εσκεμμένης εξαπάτησης της ανθρωπότητας, αφού, όπως παραδέχεται ένας εκ των βασικών πρωταγωνιστών της περιόδου εκείνης, ο ίδιος δηλ. ο πρώην Αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους ο νεότερος, «όπλα μαζικής καταστροφής στο Ιράκ δεν βρέθηκαν ποτέ».
Στην βιογραφία του με τίτλο «Decision Points», ο Τζορτζ Μπους υπερασπίζεται την απόφασή του για εισβολή στο Ιράκ, δηλώνοντας παράλληλα τα ακόλουθα:
«Κανένας δεν υπέστη μεγαλύτερο σοκ και δεν θύμωσε περισσότερο από μένα όταν δεν βρήκαμε τα όπλα», συμπληρώνοντας: «Με αρρώσταινε αυτή η σκέψη. Ακόμα με αρρωσταίνει»1.
Είναι δε συγκλονιστική η μαρτυρία του διάσημου «άνκορμαν» του CBS Νταν Ρέιδερ στον Τζον Πίλτζερ για τον σκοτεινό ρόλο που διαδραμάτισε η αμερικανική δημοσιογραφία στον πόλεμο του Ιράκ, καθώς προτίμησε να σιωπήσει αντί να κραυγάσει, ξεσκεπάζοντας την φοβερή συνωμοτική πλεκτάνη των τρισάθλιων διαχειριστών της εξουσίας (Μπους, Μπλερ, Ράμσφελντ, Τσένι, Πάουελ), επιλέγοντας εν τέλει να γίνει το θλιβερό δεκανίκι της διεφθαρμένης αμερικανικής κυβέρνησης.
Ο Νταν Ρέιδερ φέρεται να δήλωσε τα ακόλουθα:
«Υπήρχε ένας διάχυτος φόβος σε όλα τα αμερικανικά newsrooms… Φόβος μη χάσουμε τη δουλειά μας, μη μας κολλήσουν την ταμπέλα του αντιπατριώτη… Αν οι δημοσιογράφοι είχαμε κάνει σωστά τη δουλειά μας, κι εγώ μαζί, και δεν αποδεχόμασταν τον ρόλο των στενογράφων της εξουσίας, είναι πολύ πιθανό να μην είχαμε φτάσει στον πόλεμο»2.
Η χρήση της κωδικής ονομασίας «Ιρακινή Ελευθερία» για την εισβολή των αμερικανο-βρετανικών στρατευμάτων στο Ιράκ δημιουργεί εύλογους και δικαιολογημένους συνειρμούς με την άλλη κωδική ονομασία «Ελευθερία», με την οποία συνδέθηκε η εμβολιαστική εκστρατεία της ελληνικής κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της πρόσφατης κρίσης της δημόσιας υγείας.
Με την χρήση του εύηχου κωδικού «Ιρακινή Ελευθερία» κατέστη εφικτή η παραπλάνηση της διεθνούς κοινότητας ότι ο πόλεμος διεξάγεται δήθεν για έναν ανώτερο σκοπό, δηλ. για την προστασία της ανθρωπότητας από τα όπλα μαζικής καταστροφής του ιρακινού καθεστώτος, ενώ κατά την εμβολιαστική διαδικασία με την αξιοποίηση του κωδικού «Ελευθερία» επιτεύχθηκε η μαζική χειραγώγηση των πολιτών, που έπρεπε να πιστέψουν ότι ο εμβολιασμός είναι η απάντηση της επιστήμης στην επιδρομή ενός «φονικού» ιού που θα επαναφέρει την «κανονικότητα», με αποτέλεσμα να σπεύσουν έκοντες-άκοντες στα εμβολιαστικά κέντρα και να εμβολιαστούν με πειραματικά, επικίνδυνα και άχρηστα φαρμακευτικά σκευάσματα, στο όνομα της δήθεν προστασίας της δημόσιας υγείας.
Η «Ιρακινή Ελευθερία» προκάλεσε εκατόμβη νεκρών και γενικευμένη αποσταθεροποίηση του συστήματος ασφαλείας στην Μέση Ανατολή, ενώ η κωδική ονομασία «Ελευθερία» που χρησιμοποιήθηκε για την προώθηση του εμβολιαστικού προγράμματος έχει προκαλέσει (και συνεχίζει να προκαλεί μέχρι σήμερα) χιλιάδες ξαφνικούς θανάτους και εκατομμύρια περιστατικά σοβαρών παρενεργειών σε ολόκληρο τον κόσμο, αποσταθεροποιώντας το ατομικό σύστημα υγείας των εμβολιασμένων πολιτών.
Η εμβολιαστική εκστρατεία, που διεξήχθη με το πρόσχημα της ασφαλούς θωράκισης της δημόσιας υγείας, συνιστά την τρίτη μεγαλύτερη προσπάθεια σκόπιμης εξαπάτησης της ανθρωπότητας, αφού κατόρθωσε να επιβληθεί σε παγκόσμιο επίπεδο με όρους ψυχολογικής τρομοκρατίας, διαρκούς τηλεοπτικής χειραγώγησης, ιατρικής παραπληροφόρησης και εργασιακού εκφοβισμού.
Θλιβερό αποτέλεσμα της διεθνούς παραφροσύνης και του δημοσιογραφικού ξεπουλήματος ήταν να παρασυρθεί η παγκόσμια κοινότητα σε έναν παράνομο πόλεμο, που προκάλεσε τρομακτικές απώλειες στον άμαχο ιρακινό πληθυσμό, ενώ είχε μακροχρόνιες γεωπολιτικές συνέπειες, τις οποίες καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε σήμερα, καθώς το Ιράν αποφάσισε να επανεξοπλιστεί στον υπερθετικό βαθμό, διεκδικώντας μερίδιο συμμετοχής στην λίστα των πυρηνικών κρατών.
Το Ιράν από πιστός σύμμαχος των Η.Π.Α. μετασχηματίστηκε σε σοβαρό και επικίνδυνο περιφερειακό αντίπαλό τους, ενώ το Ισραήλ αντιμετωπίζει πλέον ανοικτά το ιρανικό καθεστώς ως υπαρξιακή απειλή και πυκνώνουν οι φωνές που απαιτούν τον μαζικό βομβαρδισμό των πυρηνικών εγκαταστάσεων, προκειμένου να ματαιωθεί οριστικά η ικανότητα της ιρανικής ηγεσίας να κατασκευάσει πυρηνικό όπλο.
ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΩΝ ΠΥΡΗΝΙΚΩΝ
Στις 13 Ιουνίου 2025 το Ισραήλ εξαπέλυσε αιφνιδιαστική (ως προς τον χρόνο, αλλά όχι ως προς την στρατηγική επιδίωξη της καταστροφής του πυρηνικού προγράμματος) επίθεση κατά του Ιράν, πλήττοντας δεκάδες στρατιωτικούς στόχους και κρίσιμες δημόσιες υποδομές, χωρίς όμως να επιφέρει συντριπτικό πλήγμα στις καλά φυλασσόμενες και προστατευμένες ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις.
Η ανάπτυξη του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος τελούσε υπό την στενή παρακολούθηση των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών τουλάχιστον τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Δεν αποτελεί υπερβολή να ισχυριστούμε ότι η καταστροφή των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων είχε καταστεί έμμονη ιδέα της πολιτικής ελίτ και των υπηρεσιών ασφαλείας του εβραϊκού κράτους, υπό την υψηλή εποπτεία των οποίων λειτουργούσε στο έδαφος του Ιράν ένα πυκνό δίκτυο Iσραηλινών πρακτόρων, που τροφοδοτούσε την ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων με πολύτιμες πληροφορίες αναφορικά με τις νευραλγικές τοποθεσίες, στις οποίες αναπτυσσόταν το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα.
Στις 22 Ιουνίου 2025 οι Η.Π.Α. ενεπλάκησαν ανοιχτά στην εμπόλεμη σύρραξη μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, υποστηρίζοντας το πρώτο –καθώς είχε περιέλθει σε κατάσταση στρατηγικής αδυναμίας από τις αλλεπάλληλες εκτοξεύσεις των ιρανικών βαλλιστικών πυραύλων, όχι μόνο κατά πολιτικών στόχων, αλλά και εναντίον σημαντικών στρατιωτικών και τεχνολογικών υποδομών–, αποφασίζοντας να βομβαρδίσει με διατρητικές βόμβες καταστροφής υπόγειων εγκαταστάσεων «bunker buster» τα πυρηνικά εργοστάσια στο Φορντό, στην Νατάνζ και στο Ισφαχάν.
Η αμερικανο-ισραηλινή επιθετικότητα εκδηλώθηκε με το πρόσχημα της εξάλειψης του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος, στην πραγματικότητα όμως συνδέεται με την βαθύτερη γεωπολιτική επιδίωξη των Η.Π.Α. να εξασφαλίσουν την ελεύθερη πρόσβαση των ιδίων και των συμμάχων τους στις πετρελαιοπηγές του Περσικού Κόλπου.
Ο κίνδυνος ανάπτυξης πυρηνικού όπλου αποτελεί την αφορμή, το εύπεπτο αφήγημα των διαπλεκόμενων δυτικών ΜΜΕ, που δικαιολογεί στα μάτια των αποχαυνωμένων πολιτών του κόσμου την απρόκλητη ισραηλινή επίθεση της 13ης Ιουνίου, ενώ ο απώτερος σκοπός του ελέγχου από την συλλογική Δύση των πλουτοπαραγωγικών πηγών και των στενών του Ορμούζ του Ιράν, μολονότι αποσιωπάται τεχνηέντως, εντούτοις συνιστά την βαθύτερη αιτία του βομβαρδισμού του. Δηλαδή, υπογραμμίζουμε ότι, ακόμη και αν δεν υπήρχε το θρυλούμενο πυρηνικό πρόγραμμα, το Ιράν θα βομβαρδιζόταν και πάλι με σφοδρότητα, απλώς το επικοινωνιακό αφήγημα του πολέμου θα ήταν διαφορετικό.
Προς επίρρωση της πιο πάνω θέσης, επικαλούμαστε ρεπορτάζ του αμερικανικού δικτύου CNN3, το οποίο ανατρέπει τους αβάσιμους και παραπλανητικούς ισχυρισμούς του Τελ Αβίβ, που διαδίδει ότι «η Τεχεράνη ήταν κοντά στο να δημιουργήσει πυρηνικό όπλο».
Σύμφωνα με το δημοσίευμα του έγκριτου ειδησεογραφικού τηλεοπτικού δικτύου τέσσερις πηγές των αμερικανικών υπηρεσιών ασφαλείας υποστηρίζουν ότι η Τεχεράνη απείχε τουλάχιστον τρία χρόνια από την τεχνολογική δυνατότητα κατασκευής πυρηνικού όπλου!
Αξίζει να σημειωθεί ότι η επικεφαλής της Διεύθυνσης Εθνικών Πληροφοριών των Η.Π.Α. Τulsi Gabbard (προσωπική επιλογή του νέου ενοίκου του Λευκού Οίκου) δήλωσε ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι το Ιράν κατασκευάζει πυρηνικά όπλα (!), ενώ ο υπερεκτιμημένος από πολλούς νέος πρόεδρος των Η.Π.Α. προέβη στην εξωφρενική δήλωση, λέγοντας ότι «οι δικές μου υπηρεσίες πληροφοριών κάνουν λάθος4»(!), πλήττοντας ανεπανόρθωτα το κύρος των μυστικών υπηρεσιών της Αμερικής και αποδεικνύοντας ότι παραμένει βαθιά δεσμευμένος στην εξυπηρέτηση των σκοτεινών σιωνιστικών συμφερόντων.
Τονίζουμε με έμφαση ότι από την στιγμή που είχε ληφθεί στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο η απόφαση να πληγεί το Ιράν με στρατιωτικά μέσα, κάθε πολιτικά άστοχη απόφαση του ιρανικού καθεστώτος, ακόμη και ελάσσονος σημασίας, θα μπορούσε να αξιοποιηθεί επικοινωνιακά ως άλλοθι για την πυροδότηση πολεμικών επιχειρήσεων εναντίον του.
Από το εξαιρετικό βιβλίο του Michel Chossudovsky «Η Παγκοσμιοποίηση του Πολέμου, ο μακροχρόνιος πόλεμος της Αμερικής εναντίον της Ανθρωπότητας»5), αντλούμε τις ακόλουθες συγκλονιστικές πληροφορίες που αφήνουν άναυδο τον αναγνώστη αναφορικά με τα σκοτεινά σχέδια των δαιμονοκίνητων νεοταξιτών εις βάρος των λαών της οικουμένης:
«To 2004 o Αντιπρόεδρος Dick Cheney έδωσε εντολή στην Αμερικανική Στρατηγική Διοίκηση να καταρτίσει ένα “εναλλακτικό σχέδιο” για μια στρατιωτική επιχείρηση μεγάλης κλίμακας, κατευθυνόμενης εναντίον του Ιράν “που θα αποτελεί την απάντηση σε μια τρομοκρατική επίθεση τύπου 11ης Σεπτεμβρίου εναντίον των ΗΠΑ”, βασισμένο στην υπόθεση ότι η κυβέρνηση της Τεχεράνης θα είναι πίσω από την τρομοκρατική συνομωσία. Το σχέδιο περιλάμβανε την προληπτική χρήση πυρηνικών όπλων εναντίον ενός μη-πυρηνικού κράτους».
ΤΑ ΑΤΑΚΤΑ ΚΡΑΤΗ
Ήδη από την εποχή της διακυβέρνησης του Κλίντον η Αμερικανική Κεντρική Διοίκηση εκπονούσε στρατιωτικά σχέδια εισβολής στο Ιράκ και στο Ιράν, καθώς η πολύτιμη πρόσβαση στο πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής αποτελούσε την κορυφαία, αλλά ανομολόγητη στρατηγική επιδίωξη της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Ο συγγραφέας του πιο πάνω βιβλίου εξακολουθεί να μας αιφνιδιάζει, αναφέροντας τα ακόλουθα:
«Η Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας (NSS) κατευθύνει την εφαρμογή μιας στρατηγικής διττής αναχαίτισης των άτακτων κρατών του Ιράκ και του Ιράν, εφόσον αυτά τα κράτη αποτελούν απειλή για τα αμερικανικά συμφέροντα, για άλλα κράτη στην περιοχή, και για τους δικούς τους πολίτες. Ο σκοπός της εμπλοκής των ΗΠΑ, όπως τον έχει ενστερνιστεί η NSS, είναι να προστατέψει τα ζωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή –αδιάλειπτα– την ασφαλή πρόσβαση των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στο πετρέλαιο του Κόλπου. Ο πόλεμος στο Ιράν θεωρήθηκε ως μέρος μιας σειράς στρατιωτικών επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τον (πρώην) Γενικό Διοικητή του NATO Wesley Clark, ο στρατιωτικός οδικός χάρτης του Πενταγώνου αποτελούνταν από σειρά χωρών (Σ.Σ. εννοεί προφανώς τα κράτη εκείνα, τα οποία έχουν στοχοποιηθεί από τους μηχανισμούς εξουσίας του αμερικανικού βαθέως κράτους ως υποψήφια προς διάλυση): [Το] Πενταετές σχέδιο εκστρατείας [περιλαμβάνει]… ένα σύνολο επτά χωρών, ξεκινώντας με το Ιράκ, έπειτα η Συρία, ο Λίβανος, η Λιβύη, το Ιράν, η Σομαλία και το Σουδάν»6.
Όσοι διερωτώνται αν η αμερικανική κυβέρνηση θα μπορούσε να πλήξει απευθείας τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν χωρίς την εμπλοκή του Ισραήλ, ο Michel Chossudovsky δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας, τονίζοντας ότι η εκτέλεση του σχεδίου επέβαλε στην ισραηλινή πλευρά για επικοινωνιακούς λόγους να εκδηλώσει πρώτη την επιθετική της δραστηριότητα. Ας τον αφήσουμε να ξεδιπλώσει την σκέψη του:
«Η Ουάσινγκτον είχε όντως σκεφτεί την εναλλακτική μιας αρχικής (υποστηριζόμενης από τις ΗΠΑ) επίθεσης από το Ισραήλ αντί για μια ξεκάθαρη στρατιωτική επιχείρηση καθοδηγούμενη από τις ΗΠΑ και κατευθυνόμενη εναντίον του Ιράν. Η ισραηλινή επίθεση –παρότι καθοδηγούμενη σε στενή συνεργασία με το Πεντάγωνο και το NATO– θα παρουσιάζονταν στην κοινή γνώμη ως μια μονόπλευρη απόφαση του Τελ Αβίβ. Θα χρησιμοποιούνταν τότε από την Ουάσινγκτον για να δικαιολογήσει στα μάτια της παγκόσμιας κοινής γνώμης μια στρατιωτική επέμβαση των Η.Π.Α. και του ΝΑΤΟ με σκοπό την “υπεράσπιση του Ισραήλ” και όχι για να επιτεθεί στο Ιράν. Υπό τις υπάρχουσες στρατιωτικές συμφωνίες συνεργασίας, και οι Η.Π.Α. και το ΝΑΤΟ θα ήταν “αναγκασμένοι” να υπερασπιστούν το Ισραήλ απέναντι στο Ιράν και τη Συρία»7.
Συνεπώς, ο ιρανο-ισραηλινός πόλεμος των δώδεκα ημερών υπήρξε μια καλοστημένη θεατρική παράσταση που αποσκοπούσε να αποδώσει ηθικό έρεισμα στην σκληροτράχηλη στρατιωτική επιθετικότητα του Ισραήλ, το οποίο επεδίωκε να εμφανιστεί στα μάτια της παγκόσμιας κοινής γνώμης ότι ενεργεί προληπτικά έναντι μιας μελλοντικής ιρανικής πυρηνικής επίθεσης. Στην πραγματικότητα όμως, η ισραηλινή πολιτική ηγεσία (με την σύμφωνη γνώμη και την ενθάρρυνση των Η.Π.Α.) ξεκίνησε έναν πόλεμο, που μεσοπρόθεσμα θα αποσταθεροποιήσει την περιοχή της Μέσης Ανατολής, επί τη βάσει μιας προειλημμένης από το 2004 απόφασης.
Ο Michel Chossudovsky αναφέρει στο βιβλίο του τα ακόλουθα:
«Μια επιχείρηση βομβαρδισμού του Ιράν έχει υπάρξει στο ενεργό στάδιο σχεδιασμού από το 2004. Αξιωματούχοι από το Υπουργείο Άμυνας, υπό τον Μπους και τον Ομπάμα, έχουν δουλέψει εντατικά με τους Ισραηλινούς ομολόγους τους στον στρατό και τις υπηρεσίες πληροφοριών, εντοπίζοντας προσεκτικά στόχους στο εσωτερικό του Ιράν. Με πρακτικούς στρατιωτικούς όρους οποιαδήποτε ενέργεια από πλευράς του Ισραήλ θα έπρεπε να έχει σχεδιαστεί και συντονιστεί στα υψηλότερα επίπεδα της καθοδηγούμενης από τις Η.Π.Α. συμμαχίας»8.
Εντυπωσιάζει ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο συγγραφέας του πιο πάνω βιβλίου γνώριζε ήδη από το 2016 ότι η κυβέρνηση Νετανιάχου θα είναι εκείνη που θα δώσει το «πράσινο φως» για την έναρξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων κατά του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος και, επιχειρώντας να αφυπνίσει την κοινή γνώμη του εβραϊκού κράτους, την καλεί να αντισταθεί στα πολεμοχαρή σχέδια του ισραηλινού πρωθυπουργού, που επιχειρεί να εμπλέξει ολόκληρη την περιοχή της Μέσης Ανατολής στις φλόγες ενός καταστρεπτικού πολέμου.
Ο Michel Chossudovsky αναφέρει προφητικά (;) τα ακόλουθα:
«Είναι γνωστό στους στρατιωτικούς σχεδιαστές των Η.Π.Α. ότι το Ισραήλ (και όχι οι Η.Π.Α.) θα ήταν ο πρώτος στόχος των στρατιωτικών αντιποίνων από το Ιράν. Γενικώς, οι Ισραηλινοί θα ήταν τα θύματα των μηχανορραφιών της Ουάσινγκτον και της δικής τους κυβέρνησης. Είναι, από αυτή την άποψη, εντελώς κρίσιμο οι Ισραηλινοί να αντιταχθούν σθεναρά σε οποιαδήποτε ενέργεια της κυβέρνησης Νετανιάχου να επιτεθεί στο Ιράν»9.
ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΕΚΕΧΕΙΡΙΑ
Μετά τον βομβαρδισμό των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων, ο πρόεδρος των Η.Π.Α. Donald Trump προέβη στις 24 Ιουνίου στην μεγαλόστομη εξαγγελία της καταπαύσεως του πυρός μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, προσθέτοντας ότι «ο κόσμος θα καλωσορίσει το επίσημο τέλος του 12ήμερου πολέμου».
Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι η προσφάτως συμφωνηθείσα εκεχειρία, που επιβλήθηκε ύστερα από τις ασφυκτικές πιέσεις του Αμερικανού προέδρου σε αμφότερα τα εμπλεκόμενα μέρη, ενδέχεται να μην έχει μακρά διάρκεια ζωής, δεδομένου ότι επιτεύχθηκε με αδιαφανείς όρους χωρίς την θεσμική συμμετοχή του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε.
Η διακήρυξη του «τέλους του 12ήμερου πολέμου» δεν εμπνέει καμία απολύτως αισιοδοξία στην διεθνή κοινότητα, αλλά αποτελεί προϊόν του τραμπικού τσαρλατανισμού, καθώς υλοποιείται στο πλαίσιο της εγκαινιαζόμενης νέας fast track διπλωματικής διαδικασίας του Λευκού Οίκου που υπακούει στο δόγμα:
«Προειδοποιείστε, Βομβαρδίστε, Διαπραγματευτείτε»!
Συνεπώς, η κατάπαυση του πυρός μοιάζει περισσότερο με αναστολή των εχθροπραξιών και λιγότερο με την βεβαιότητα της διεθνούς κοινότητας ότι δεν θα επαναληφθούν στο άμεσο μέλλον και με μεγαλύτερη αγριότητα τα στρατιωτικά χτυπήματα της μίας χώρας έναντι της άλλης. Εξάλλου, από πολλές πλευρές διατυπώνονται σοβαρές επιφυλάξεις για την επιτυχία του βομβαρδισμού των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων, με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται η πολλαπλώς υποστηριζόμενη άποψη, σύμφωνα με την οποία το Ιράν παραμένει ακόμη αξιόμαχο και ικανό, διαθέτοντας την απαιτούμενη τεχνογνωσία να προχωρήσει στην κατασκευή πυρηνικού όπλου.
Σύμφωνα με το περιεχόμενο διαβαθμισμένου εγγράφου της Υπηρεσίας Πληροφοριών του Πενταγώνου, εγείρονται σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα της επιχείρησης των αμερικανικών στρατηγικών βομβαρδιστικών, αφού κρίνεται πολύ πιθανό να διασώθηκαν ουσιώδη και σημαντικά στοιχεία του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος, είτε δηλαδή συσκευές φυγοκέντρισης, είτε επαρκή αποθέματα εμπλουτισμένου ουρανίου10, οπότε σε αυτή την περίπτωση θα καταρρεύσει με πάταγο το αμερικανικό αφήγημα περί του αφανισμού των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων, ενώ θα στραπατσαριστεί επιπλέον και η δημόσια εικόνα του Donald Trump.
Πάντως, κατά την προσωπική μου εκτίμηση, είτε δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ ο βομβαρδισμός των κρίσιμων πυρηνικών τοποθεσιών του Ιράν, είτε η επιχείρηση του βομβαρδισμού κατέληξε σε φιάσκο μεγατόνων, θέση που ενισχύεται και από το γεγονός της αλλοπρόσαλλης και προσβλητικής συμπεριφοράς του Αμερικανού προέδρου, ο οποίος σε έξαλλη κατάσταση απαιτεί την απόλυση της δημοσιογράφου του CNN Νατάσας Μπέρτραντ (!), που έφερε στο φως της δημοσιότητας την πληροφορία σύμφωνα με την οποία κατά την εσωτερική εκτίμηση των αμερικανικών υπηρεσιών ασφαλείας ο βομβαρδισμός των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων δεν οδήγησε στην εξάλειψη του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος, αλλά μόνο σε προσωρινή καθυστέρηση λίγων μηνών!11
Επομένως, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η αμερικανο-ισραηλινή επιχείρηση «Αναδυόμενος Λέων» κατέληξε σε οικτρή αποτυχία, όχι μόνο γιατί δεν πέτυχε τον φαινομενικά ως πρωταρχικό της στόχο, δηλ. την καταστροφή του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος, αλλά και επειδή οι μαζικοί αεροπορικοί βομβαρδισμοί των κρίσιμων πολιτικών υποδομών του Ιράν δεν έφεραν την (πολυπόθητη για το Ισραήλ) εσωτερική αποσταθεροποίηση της ιρανικής κοινωνίας και συνακόλουθα την κατάρρευση του θεοκρατικού καθεστώτος, που αποτελούσε την ενδόμυχη στρατηγική επιδίωξη της αμερικανο-ισραηλινής συμμαχίας.
Συνεπώς, παρά τις θριαμβευτικές ιαχές του Τραμπ για την επιτευχθείσα κατάπαυση του πυρός, είναι κάτι περισσότερο από βέβαιο ότι οι εχθροπραξίες θα επαναληφθούν (ίσως με την νέα κωδική ονομασία «Βρυχώμενος Λέων»), καθώς ο απώτερος σκοπός του ελέγχου των πετρελαιοπηγών του Περσικού Κόλπου και της ανατροπής του ιρανικού καθεστώτος, διά της αντικαταστάσεώς του από μια κυβέρνηση δυτικόφιλων ανδρείκελων δεν υλοποιήθηκε κατά την πρώτη φάση του πολέμου, και ως εκ τούτου μεταξύ όλων των κρατών υπάρχουν «ανοικτοί λογαριασμοί» που παραπέμπουν λογικά σε ένα δεύτερο φονικότερο ημίχρονο ένοπλης αντιπαράθεσης.
Γενικώς, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι η ιρανο-ισραηλινή μακροχρόνια διαμάχη πολύ δύσκολα θα επιλυθεί διά της διπλωματικής οδού, αφού είναι γνωστό ότι η μία χώρα αντιλαμβάνεται το καθεστώς διακυβέρνησης της άλλης ως υπαρξιακή απειλή για την ίδια, με αποτέλεσμα το γεωπολιτικό χάσμα μεταξύ Τελ Αβίβ και Τεχεράνης να διευρύνεται συνεχώς, ενώ το άσπονδο μίσος μεταξύ των πολιτικών ελίτ των δύο κρατών μοιάζει να είναι τόσο αβυσσαλέο, που εξαλείφει εκ προοιμίου κάθε πιθανότητα μακροημέρευσης της τραμπικής εκεχειρίας.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΗΜΙΧΡΟΝΟ
Στην περίπτωση που υπάρξει δεύτερο ημίχρονο στην ιρανο-ισραηλινή εμπόλεμη σύγκρουση, τα μετριοπαθή αραβικά κράτη του Κόλπου, τα οποία κράτησαν διακριτική απόσταση στην πρώτη φάση του πολέμου, γρήγορα θα κληθούν να επιλέξουν στρατόπεδο, και επομένως δεν θα μπορέσουν να αποφύγουν την ανάμειξή τους σε μια τρομακτικής ισχύος και έντασης πολεμική σύρραξη.
Η επανάληψη της ανταλλαγής στρατιωτικών πληγμάτων θα οδηγήσει σε γενικότερη εμπόλεμη ανάφλεξη ολόκληρη την περιοχή της Μέσης Ανατολής, προκαλώντας βαθύ ρήγμα στην παγκόσμια αρχιτεκτονική δομή ασφαλείας, που θα θέσει σε τροχιά περιδίνησης τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές με ανυπολόγιστες επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία.
Μάλιστα, η επανάληψη του πολέμου δεν αποκλείεται να περιλαμβάνει τον βομβαρδισμό του Ιράν ακόμη και με τακτικά πυρηνικά όπλα. Ο Michel Chossudovsky επιχειρεί να αφυπνίσει την παγκόσμια κοινή γνώμη για τον επαπειλούμενο τρομακτικό κίνδυνο ενός πυρηνικού πλήγματος εναντίον του Ιράν, αναφέροντας τα ακόλουθα:
«Υπό την Αναθεώρηση Πυρηνικής Πολιτικής του 2010, η κυβέρνηση Ομπάμα επιβεβαίωσε “ότι διατηρεί το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα εναντίον του Ιράν” για τη μη συμμόρφωσή του με τις αμερικανικές απαιτήσεις, σχετικά με το υποτιθέμενο (ανύπαρκτο) πρόγραμμα πυρηνικών όπλων του. Η κυβέρνηση Ομπάμα έχει επίσης υπαινιχθεί ότι θα χρησιμοποιούσε πυρηνικά στην περίπτωση μιας ιρανικής απάντησης σε μια ισραηλινή επίθεση στο Ιράν. Το Ισραήλ έχει επίσης καταρτίσει τα δικά του “μυστικά σχέδια” να βομβαρδίσει το Ιράν με τακτικά πυρηνικά όπλα!
Μέσω μιας προπαγανδιστικής εκστρατείας που έχει συγκεντρώσει τη στήριξη “αξιόπιστων” πυρηνικών επιστημόνων, τα “μίνι” πυρηνικά υποστηρίζονται ως ένα όργανο ειρήνης, δηλαδή ένα μέσο για να πολεμήσουν την “ισλαμική τρομοκρατία” και να εγκαταστήσουν δυτικού τύπου “δημοκρατία” στο Ιράν. Τα χαμηλής απόδοσης πυρηνικά έχουν εγκριθεί για “χρήση σε πεδίο μάχης”.
Προορίζονται να χρησιμοποιηθούν εναντίον του Ιράν και της Συρίας στο επόμενο στάδιο του “Πολέμου στην Τρομοκρατία” της Αμερικής μαζί με συμβατικά όπλα. Το προτιμώμενο πυρηνικό όπλο για να χρησιμοποιηθεί εναντίον του Ιράν είναι τα τακτικά πυρηνικά όπλα (κατασκευασμένα στην Αμερική), δηλαδή βόμβες καταστροφής υπόγειων καταφυγίων με πυρηνικές κεφαλές (για παράδειγμα, Β61-11), με εκρηκτική δυνατότητα μεταξύ ενός τρίτου με έξι φορές μιας βόμβας τύπου Χιροσίμα»12.
Συνεπώς, μετά τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο που μαίνεται με αμείωτη σφοδρότητα στην καρδιά της Ανατολικής Ευρώπης, την ίδια στιγμή διαμορφώνεται στη Μέση Ανατολή μια νέα πολύ επικίνδυνη εστία περιφερειακής γεωπολιτικής έντασης ικανή να αποσταθεροποιήσει πλήρως το διεθνές σύστημα ασφάλειας και σταθερότητας.
Ο συγγραφέας Michel Chossudovsky με την διεισδυτική του ματιά καταλήγει σε μια τραγική διαπίστωση για το μέλλον της ανθρωπότητας, που κανονικά οφείλει να λειτουργήσει ως σήμαντρο της ευρισκομένης σε βαθύ λήθαργο συνείδησης των πολιτών του κόσμου, αναφέροντας τα ακόλουθα:
«Η διεθνής κοινότητα έχει αποδεχθεί τον πυρηνικό πόλεμο εν ονόματι της παγκόσμιας ειρήνης. “Να κάνουμε τον κόσμο πιο ασφαλή” είναι η δικαιολογία για να ξεκινήσει μια στρατιωτική επιχείρηση που θα μπορούσε εν δυνάμει να καταλήξει σε πυρηνικό ολοκαύτωμα»13.
Σε κάθε περίπτωση, στην ιρανο-ισραηλινή ένοπλη σύγκρουση, όχι μόνο δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο της χρήσης τακτικών πυρηνικών όπλων, αλλά δυστυχώς έχουμε φθάσει σε μια κατάσταση ιστορικής και ανεπανάληπτης μαζικής παράκρουσης, καθώς προβλέπεται με απίστευτο κυνισμό στο ανώτατο κυβερνητικό επίπεδο η φρικτή χρήση των «μίνι» πυρηνικών (και μόνο η αποκρουστική ορολογία «μίνι» πυρηνικά καταδεικνύει την έκδηλη περιφρόνηση των Νεοταξιτών για την αξία της ανθρώπινης ζωής), με αποτέλεσμα να κρίνεται πολύ πιθανή η πρόκληση μιας παγκόσμιας πυρηνικής καταστροφής αποκαλυπτικών διαστάσεων, η οποία θα σημαδέψει ανεξίτηλα κάθε άνθρωπο που θα κατορθώσει να επιβιώσει.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε σε δύο μέρη στα φύλλα της «ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ» της 20-7-2025, σελ. 58, και της 27-7-2025, σελ. 58 και 59.