Πέμπτη 7 Αυγούστου 2025

ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΑΦΘΑΡΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΟΖΕΒΙΤΟΥ, ΤΟΥ ΡΟΥΜΑΝΟΥ. (1913-1960)

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ» 

Ὁ ὅσιος Ἰωάννης Ἰακώβου, προερχόμενος ἀπό τήν Ἱερά Μονή Νεάμτς τῆς βορείου Ρουμανίας, ἦταν ἕνας μεγάλος ἡσυχαστής τῶν ἡμερῶν μας, ὁ ὁποῖος ἀσκήτευσε στούς Ἁγίους Τόπους 24 χρόνια, τόσο στήν κοιλάδα τοῦ Ἰορδάνου, ὅσο καί στήν ἔρημο τοῦ Χοζεβᾶ. Αὐτός ὁ μακάριος καί θεοφόρος Πατήρ γεννήθηκε στίς 23 Ἰουλίου τοῦ 1913 στό χωριό Γκραϊνιτσένι, τῆς κοινότητος Παλτινίσι, τοῦ νομοῦ Μποτοσάνι ἀπό μία οἰκογένεια χωρικῶν εὐλαβῶν Χριστιανῶν, πού ὠνομάζοντο Μάξιμος καί Αἰκατερίνα. Στό βάπτισμά του ἐπῆρε τό ὄνομα Ἠλίας καί ἦταν τό μοναδικό τους παιδί. Στόν ἕκτο μῆνα τῆς ἡλικίας του, ἡ μητέρα του άρρώστησε καί ἀπέθανε. Τό μωρό παρέμεινε στήν φροντίδα τῆς γιαγιᾶς του Μαρίας Ἰακώβου, ἡ ὁποία τό μεγάλωσε σάν πραγματική του μητέρα μέχρι τήν ἡλικία τῶν δέκα ἐτῶν.

Τό ἔτος 1916, ὅταν ὁ μικρός Ἠλίας ἦταν τριῶν ἐτῶν, ὁ πατέρας του ἀπέθανε στόν πόλεμο. Τό 1923 άπέθανε καί ἡ γιαγιά του καί ἄφησε τόν μικρό Ἠλία πεντάρφανο, χωρίς γονεῖς καί παπποῦδες. Ἀπό τότε τό παιδάκι τό ἐπροστάτευσε ὁ θεῖος του Ἀλέξανδρος Ίακώβου, ὁ ὁποῖος εἶχε στό σπίτι του καί τά ἕξι δικά του παιδιά. Μεταξύ τῶν ἐτῶν 1926-1932 ὁ νεαρός Ἠλίας ἐφοίτησε στό γυμνάσιο καί στό Λύκειο.

Τό καλοκαίρι τοῦ 1933 εἰσῆλθε σάν Δόκιμος στήν Ἀδελφότητα τῆς Μονῆς Νεάμτς. Στίς 8 Ἀπριλίου 1936 ἐκάρη μοναχός λαμβάνοντας τό ὄνομα Ἰωάννης, ἐνῶ τόν Νοέμβριο τοῦ ἰδίου ἔτους ἔφυγε μέ δύο ἄλλους μοναχούς καί ἐπῆγε στήν Παλαιστίνη γιά νά προσκυνήση τούς Ἁγίους Τόπους καί τόν Τάφο τοῦ Κυρίου μας. Ἀπό τότε παρέμεινε ὁριστικά στήν Ἁγία Χώρα, ὅπου εἰσήχθη στήν Ἀδελφότητα τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ ἡγιασμένου.

Στίς 14 Σεπτεμβρίου 1947 χειροτονήθηκε ἱερεύς στήν ἐκκλησία τοῦ Παναγίου Τάφου ἀπό τόν μητροπολίτη Εἰρήναρχο καί κατόπιν διωρίσθηκε ἡγούμενος στήν ρουμανική Σκήτη τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου τοῦ Ἰορδάνου. Μετά ἀπό πέντε ἐκεῖ χρόνια διακονίας, ἀνεχώρησε μέ τόν μαθητή του, μοναχό Ἰωαννίκιο Πιριάλα γιά τήν ἔρημο τοῦ Χοζεβᾶ, πού εἶναι  πλησίον τῆς Ἱεριχοῦς. Ἐδῶ ἀσκήθηκαν μαζί ὀκτώ χρόνια στήν σπηλιά τῆς Ἁγίας Ἄννης, πού εἶναι στήν κοιλάδα τοῦ ποταμοῦ Χοράτ.

Στίς 5 Αὐγούστου τοῦ 1960, μετά ἀπό 47 χρόνια ἐπιγείου ζωῆς, ὁ π.Ἰωάννης μετέβη στούς οὐρανίους τόπους καί ἐνταφιάσθηκε στήν σπηλιά στήν ὁποία καί ἀσκήτευσε. Μετά ἀπό 20 χρόνια, στίς 8 Αὐγούστου τοῦ 1980, εὑρέθηκε τό Λείψανό του ὁλόκληρο μέσα στόν τάφο του, διότι εὐηρέστησε τόν Θεό.

Στίς 15 Αὐγούστου τοῦ ἰδίου ἔτους, τό ἱερό του Σκήνωμα μεταφέρθηκε στό γειτονικό μοναστήρι τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ Χοζεβίτου μέ τήν εὐλογία τοῦ πατριάρχου Ἱεροσολύμων κ.κ. Βενεδίκτου καί διατηρεῖται σέ εἰδική λειψανοθήκη στήν ἐκκλησία, δίπλα σέ ἄλλα ἅγια Λείψανα.

 

Διάφορα περιστατικά ἀπό τήν ζωή τοῦ ὁσίου Γέροντος Ἰωάννου Ἰακώβου

Ὅταν μπῆκε ὁ π.Ἰωάννης στήν μονή τοῦ ἁγίου Σάββα τό 1937, ἔμαθε καλά τήν ἑλληνική γλῶσσα, τήν ὡμιλοῦσε τέλεια σάν ἕνας ἕλληνας μοναχός. Ἀσχολεῖτο πολύ μέ τήν ἀνάγνωσι, ἐνδιαφερόταν γιά τά βιβλία τῆς περιφήμου βιβλιοθήκης τῆς Μονῆς καί μετέφραζε ἀπό τά ἑλληνικά στά ρουμανικά πνευματικά κείμενα γιά τήν ὠφέλεια ὅλων τῶν ρουμάνων πού θά τά ἐδιάβαζαν. Ἐργάσθηκε ἀκόμη σάν βοηθός τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ, βοηθός τοῦ Οἰκονόμου καί ίδιαίτερα ἐφρόντιζε τούς ἀσθενεῖς, γιά τούς ὁποίους ἐθυσίαζε πολύ χρόνο. Σάν βοηθός τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ ἄναβε τά καντήλια σέ δύο μεγάλες ἐκκλησίες καί σέ τέσσερα παρεκκλήσια. Ἐπέστρεφε στό κελλί του τό βράδυ, ὥρα 10 γιά νά ξεκουρασθῆ. Ὅταν ἐκοιμᾶτο τόν ἐνωχλοῦσε ἔνας γείτονας γέροντας μέ τίς γνωστές ἰδιοτροπίες του, ὁ ὁποῖος εἶχε χορτάσει ὕπνο καί ἄρχιζε νά ψάλη τροπάρια καί κοντάκια, ἐνῶ ὁ π. Ἰωάννης ἔπρεπε νά σηκωθῆ καί πάλι ὥρα 11 νά ἀνάψη τά καντήλια, νά κτυπήση τίς καμπάνες γιά τήν ἔγερσι τῶν μοναχῶν. Γι᾿ αὐτό ὁ π. Ἰωάννης ἦταν μία ἀκοίμητη κανδήλα, πού φρόντιζε γιά ὅλα.

 

ΕΝΑΣ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΑΠΟ ΤΑ ΠΕΤΕΙΝΑ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ρουμᾶνος τῆς Μονῆς Χοζεβᾶ τῆς Παλαιστίνης γεννήθηκε τό ἔτος 1913 στό χωριό Κραϊνιτσένι τῆς κοινότητος Χωροδίστεα τοῦ νομοῦ Βποτοσάνι τῆς βορείου Ρουμανίας.  Φλεγόμενος γιά τήν μοναχική ζωή ἀπό τήν νεότητά του ἐπῆγε νά ἀγωνισθῆ στήν Μονή Νεάμτς Ρουμανίας.

Κατόπιν, ἐπιθυμώντας νά προσκυνήση τούς Ἁγίους Τόπους, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἀσκήθηκε καί ἐκεῖ, ἐνῶ τό τελευταῖο μέρος τῆς ζωῆς του ἀγωνίσθηκε στό κελλίο τῆς Ἁγίας Ἄννης, πού εἶναι στήν κοιλάδα πλησίον τῆς Μονῆς τοῦ Χοζεβᾶ.

Στίς 5 Αὐγούστου 1960, ἡμέρα κοιμήσεως τοῦ Ὁσίου, τήν ὁποία ἐγνώριζε ὀ ἴδιος ἐκ τῶν προτέρων, συνέβη ἕνα θαυμαστό περιστατικό.

Ὅταν ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς π. Ἀμφιλόχιος ἄκουσε γιά τόν θάνατο τοῦ ὁσίου Γέροντος Ἰωάννου, συνοδευόμενος ἀπό μερικούς ἄλλους ἐρημίτες ἀνέβηκαν μέ μία σκάλα στήν σπηλιά του. Ὁ Γέροντας ἦταν ξαπλωμένος στήν ψάθα καί φαινόταν σάν νά ἐκοιμᾶτο. Ἦτο ἡ ὥρα 10 τό πρωΐ. Οἱ Πατέρες ἄρχισαν τό διάβασμα τοῦ Τρισαγίου καί ξαφνικά μπῆκαν μέσα καί γέμισαν τήν σπηλιά ἕνα πυκνό σμῆνος ἀπό ἀγριοπούλια τῆς ἐρήμου. Πετοῦσαν παντοῦ σέ ὅλα τά σημεῖα. Ἐκάθοντο ἐπάνω στά βιβλία, ἔσβηναν μέ τό φτερούγισμά τους τά ἀναμμένα κεριά, πετοῦσαν ἐπάνω ἀπό τό σκήνωμα τοῦ Ὁσίου, ἐκάθοντο ἐπάνω στό σῶμα του, στό κεφάλι, στό στῆθος του, στά πόδια του καί τό καθένα ἔκραζε μέ τήν δική του φωνή.

Οἱ Πατέρες πού ἦσαν μπροστά ἐνόμισαν ὅτι τά πουλιά πεινοῦσαν. Ἔφεραν ψωμί καί τό ἄφησαν κάτω, ἀπ᾿ αὐτό πού εἶχε ὁ π. Ἰωάννης καί καθημερινά τούς ἔδινε. Ἀλλά αὐτά ἦσαν σάν παραπλανεμένα καί δέν ἤθελαν νά φάγουν.

Μετά τό τέλος τῆς ἐπιμνημοσύνου δεήσεως, τό σῶμα τοῦ π. Ἰωάννου τοποθετήθηκε μέσα στόν τάφο τῆς σπηλιᾶς του. Ὅταν οἱ Πατέρες τό ἐσκέπαζαν μέ σανίδες καί μέ λάσπη, ἕνα πλῆθος πουλιῶν καί πάλι ἔκανε ὁρμητικά τήν ἐμφάνισί του καί διασκορπιζόταν σέ ὅλα τά μέρη. Ἰδού πῶς ἦλθαν νά ἀποχαιρετίσουν τόν πατέρα τους Ἰωάννη, κατά τήν ἀναχώρησί του ἀπ᾿ αὐτό τόν κόσμο, τά πουλιά τοῦ οὐρανοῦ, τά ὁποῖα ἐλάμβαναν ἀπό τά χέρια του τήν τροφή τους καί τοῦ προσέφεραν τούς στίχους τῆς δικιᾶς τους μελωδίας, πρός αὐτόν, τό τρυγόνι τῆς ἐρήμου, πού τούς ἔμοιαζε στήν μοναξιά καί στίς ψαλμωδίες πρός τόν Θεό.

Αὐτό τό θαῦμα τῶν πτηνῶν συνέβη μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ μέ τίς προσευχές τοῦ ὁσίου Ἰωάννου γιά νά γνωρίσουμε ὅλοι ἐμεῖς ὅτι, ἐάν ἐργαζόμαστε μέ ἐπιμέλεια τό δῶρο πού ἐλάβαμε στό ἅγιο Βάπτισμα, τότε ὅλη ἡ κτίσις συναδελφώνεται μαζί μας. Ἐάν τά πουλιά ἐκάθοντο ἤρεμα στήν ὥρα τῆς Κηδείας τοῦ Πατρός, τί ἄλλο αὐτό μᾶς δείχνει παρά ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό Ὁποῖον ἐμφανίσθηκε κάποτε μέ τήν μορφή περιστεριοῦ, ἀναπαύεται τώρα στήν ψυχή καί στό σῶμα τοῦ ὁσίου Ἰωάννου!

Μετά τό πέρας τῆς κηδείας τοῦ σκηνώματος τοῦ Ὁσίου, τά πουλιά ἐξῆλθαν ἀπό τήν σπηλιά του, πετώντας σέ διάφορα ἄλλα μέρη. Ὁ Θεός ἤθελε νά μᾶς δείξη ἀπ᾿ αὐτό, μέ μυστικό τρόπο, ὅτι ὅπως εἶναι γοργό τό πέταγμα τῶν πουλιῶν σέ ὅλα τά μέρη, ἔτσι θά εἶναι γοργή καί ἡ ἐξάπλωσις τῆς εἰδήσεως τῆς ἁγιότητος τοῦ ὁσίου Ἰωάννου στόν καιρό μας σ᾿ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ ἑορτή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τελεῖται τήν 5ην Αὐγούστου, ὅπου πλήρεις πνευματικῆς χαρᾶς ψάλλουμε καί τό τροπάριό του.

 

Ὁ γιατρός τοῦ μοναστηριοῦ

Τό καιρό πού ὁ π. Ἰωάννης ἦτο στό μοναστήρι τοῦ ἁγίου Σάββα τῆς Παλαιστίνης, ἤρχοντο πολλοί γέροι βεδουΐνοι ἤ καί προσκυνητές, οἱ ὁποῖοι ἀσθενοῦσαν ἀπό τήν  πολλή ὁδοιπορία πρός τήν Μονή. Ἀπό τήν στιγμή πού ὁ π. Ἰωάννης τούς ἀνελάμβανε στά χέρια του, ἐλαφρύνοντο οἱ πόνοι τους καί σέ λίγο διάστημα ἐθεραπεύοντο.

Γιά ὅλα αὐτά διηγοῦνται καί οἱ μουσουλμᾶνοι βεδουΐνοι, οἱ ὁποῖοι τόν ἐγνώριζαν καί μέ ἄκρα δικαιοσύνη καί ἀλήθεια τόν ὠνόμαζαν «ὁ γιατρός τοῦ μοναστηριοῦ».

Ὅταν ὁ π. Ἰωάννης ἦτο στήν ζωή, ὁ μαθητής του π. Ἰωαννίκιος τραυματίσθηκε στόν ἀγκώνα τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ του. Κατόπιν πρίσθηκε τό τραῦμα καί μετά ἀπό λίγα χρόνια ἰσχυρῶν πόνων τοῦ ἐμφανίσθηκε ἡ ἀσθένεια τῆς φυματιώσεως. Τώρα ἡ πληγή ἦταν ἀνοικτή καί μολυσμένη, ἐνῶ πύον ἔτρεχε συνέχεια. Ἄρχισαν νά καθαρίζουν τήν πληγή ἀπό τά σαπισμένα κομμάτια τοῦ κρέατος καί τῶν ὀστῶν.

Βλέποντας αὐτά ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς, ἔφερε τόν π. Ἰωαννίκιο σ᾿ ἕνα νοσοκομεῖο τῆς Ἱερουσαλήμ, ὅπου οἱ γιατροί ἀπεφάσισαν νά τοῦ κόψουν τό χέρι. Τότε ὁ π. Ἰωαννίκιος τούς εἶπε:

-Ἐάν ἀπ᾿ αὐτή τήν πάθησι εἶναι νά πεθάνω, θέλω νά πεθάνω, ἀλλά μέ ὅλα τά μέλη τοῦ σώματός μου!

Ἔτσι ἀρνήθηκε κάθε ἄλλη ἰατρική ἐπέμβασι καί ἔφυγε ἀπό τό νοσοκομεῖο.

Ὅταν ἔφθασε στό μοναστήρι, ἄρχισε ὁ π. Ἰωάννης νά τόν περιποιῆται καί νά πλένη τήν πληγή μέ ἀφέψημα ἀπό διάφορα βότανα. Μετά ἀπό μερικά τέτοια πλυσίματα, ἡ πληγή ἔκλεισε καί θεραπεύθηκε.

Ἔλεγε ὁ π. Ἰωαννίκιος ὅτι ἀφ᾿ὅτου ἔβαλε τό χέρι του ὁ π. Ἰωάννης ἐπάνω στήν πληγή του, αἰσθανόταν μία μεγάλη ἀνακούφισι. Οἱ πόνοι σταδιακά τόν ἄφησαν καί μία βαθειά εἰρήνη καί χαρά τόν περιέλαβε στό σῶμα του, ὥστε δέν αἰσθανόταν πάλι κανένα εἶδος πόνου. Τό χέρι του θεραπεύθηκε, ἀλλά δέν μποροῦσε πλέον νά τό κινήση ἀπό τόν ἀγκώνα καί κάτω.

Ἀφ᾿ ὅτου ὁ ὅσιος Ἰωάννης μετατέθηκε στήν σπηλιά τῆς ἁγίας Ἄννης, ὁ π. Ἰωαννίκιος μετέφερε μέ ἕνα γαϊδουράκι μερικά ξύλινα κανδρόνια καί μερικά σανίδια, πού ἔβγαλαν ἀπό μεγάλα βαρέλια τοῦ κρασιοῦ. Αὐτά τά χρειαζόταν γιά τό κελλί τῆς σπηλιᾶς του  ὁ π. Ἰωάννης. Ἀλλά, ὅταν περνοῦσε ὁ π. Ἰωαννίκιος μέ τό γαϊδουράκι ἀπό ἐκεῖνο τό στενό μονοπάτι, σερνόμενος ἀνάμεσα στά βράχια, τό ζῶο ξαφνιάσθηκε ἀπό τό ἀπότομο φτερούγισμα ἑνός πουλιοῦ, πού πετάχθηκε ἀπό μία τοῦφα θάμνων. Τότε ὁ μοναχός ἔπεσε μέ τό ζῶο κάτω στόν γκρεμό βάθους 20 μέτρων.

Πέφτοντας στόν γκρεμό ὁ π. Ἰωαννίκιος, τραυματίσθηκε στό χέρι καί στό σημεῖο, πού τόν εἶχε παλαιότερα θεραπεύσει ὁ Γέροντάς του π. Ἰωάννης. Ἀκόμη κτυπήθηκε στό κεφάλι καί στά πόδια καί μεγάλη δυσκολία κατώρθωσε νά ἐξέλθη ἀπ᾿ αὐτή τήν χαράδρα καί νά φθάση κατόπιν στήν σπηλιά τοῦ Γέροντός του. Ὁ π. Ἰωάννης, ὅταν τόν εἶδε, περιποιήθηκε τίς πληγές τοῦ μαθητοῦ του, ἀλλά καί μυστικά ζήτησε τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παναχράντου Μητρός του.

Ὁ ὅσιος Γέροντας τόν ἔπλυνε, ἔδεσε τίς πληγές καί τό δεξί χέρι τό ὁποῖον εἶχε ἀποκοπῆ ἀπό τόν ἀγκώνα καί κάτω. Σέ λίγο διάστημα ὁ π. Ἰωαννίκιος θεραπεύθηκε καί πάλι,ἀλλά  τό δεξί του χέρι ἔμεινε πλέον ἀνάπηρο.

Παρότι εἶχε ἀνίατο τό δεξί χέρι του, ἐδούλευε στόν κῆπο, στό μαγειρεῖο, ἔψηνε πρόσφορα καί ψωμί, σφουγγάριζε τήν ἐκκλησία, ἄναβε τά κανδήλια μέ τίς προσευχές τοῦ Γέροντός του π. Ἰωάννου καί γενικά ἐπιτελοῦσε ὅλες τίς διακονίες στήν περίοδο πού εἶχε μείνει στό μοναστήρι μόνο αὐτός μέ τόν ἡγούμενο ἀρχιμ. π. Ἀμφιλόχιο.

Ἔτσι μέ τίς μυστικές προσευχές ὁ ὅσιος Γέροντας Ἰωάννης ἐθεράπευσε τό χέρι τοῦ μαθητοῦ του καί τίς δύο φορές.

 

Πῶς οἱ ληστές τιμωρήθηκαν...

Ὅταν ὁ π. Ἰωάννης ζοῦσε στήν σπηλιᾶ τῆς κοιλάδος τοῦ Χοζεβᾶ, κάποιο μεσονύκτιο ἦλθαν μερικοί ἑβραῖοι μέ φανάρια ἀναμμένα ψάχνοντας γιά ἀρχαῖα ἀντικείμενα, ὅπου ἔζησαν παλαιότερα ἑκατοντάδες ἡσυχαστές. Αὐτά κατόπιν τά πωλοῦσαν στούς τουρίστες ἤ στά μουσεῖα ἀντί ἑκατοντάδων δολλαρίων.

Ὄχι μακριά ἀπό τήν σπηλιά τοῦ Ὁσίου, ἦτο μία ἄλλη σπηλιά στήν ὁποία εὑρέθησαν δέκα κρανία καί ἑκατοντάδες ἀνθρώπινα ὀστᾶ ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἐτελειώθησαν ἐκεῖ μέ ὁσιότητα.

Ὅταν οἱ ληστές πλησίασαν τήν σπηλιά του, ὁ Γέροντας τούς ἀντελήφθηκε ἀπό τά ἀναμμένα φανάρια τους καί τίς συνομιλίες τους καί κατάλαβε τί στόχο εἶχαν βάλει γιά νά φθάσουν μέχρι ἐκεῖ.

Τότε μέ τήν καρδιά γεμάτη ἀπό συγκίνησι, ὕψωσε τά χέρια του πρός τόν οὐρανό καί εἶπε: «Ἄρα γε θ᾿ ἀφήσης, Κύριέ μου, αὐτούς τούς ἀνθρώπους νά ταράξουν τήν ἡσυχία τῶν ἰδικῶν σου δούλων;

Καί ἀμέσως μέγα θαῦμα ἐπηκολούθησε, διότι γκρεμίσθηκε ἕνας μεγάλος βράχος καί ἔκλεισε τήν θύρα τῆς σπηλιᾶς του. Οἱ ἑβραῖοι, ταραγμένοι ἀπ᾿ αὐτό τό γεγονός, ἄρχισαν νά τρέχουν. Λόγῳ τῆς δικαιολογημένης ἐσωτερικῆς ταραχῆς τους, παραπάτησαν καί βρέθηκαν κάτω στήν κοίτη τῆς χαράδρας, ἀπό ὅπου ἐξῆλθαν μέ πολλή δυσκολία καί εἶχαν πολύ τραυματισθῆ ἀπ᾿ αὐτή τήν πτῶσι.

Ἰδού πῶς μέ τήν προσευχή τοῦ π. Ἰωάννου, ἀποσπάσθηκε ὁ βράχος κι ἔκλεισε τήν πόρτα τῆς σπηλιᾶς του καί ἔτσι δέν ἄφησε νά εἰσέλθουν μέσα οἱ παράνομοι καί νά ταράξουν τήν ἁγία ἡσυχία του.

Μέ τό θαῦμα αὐτό ἐπαληθεύεται ὁ λόγος τοῦ Κυρίου μας πού λέγει: «Ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ, μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται, καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν».

 

Ἐγώ εἶμαι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χοζεβίτης

Τό ἔτος 1986, τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως ἦλθαν στούς Ἁγίους Τόπους πολλοί Ἕλληνες προσκυνητές. Μία γυναῖκα ἀπό τήν Κρήτη ἔδωσε στόν ἡγούμενο τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου Γεωργίου Χοζεβίτου ἕνα χρυσό κοχλιάριο καί τοῦ εἶπε:

-Μία γυναῖκα ἡ ὁποία ἐπισκέφθηκε τούς Ἁγίους Τόπους καί τήν μονή σας παλαιότερα, προσκύνησε μέ πολλή εὐλάβεια τούς ἁγίους τῆς Μονῆς σας. Κάποτε αὐτή ἀρρώστησε καί οἱ γιατροί δέν τήν ἄφηναν νά κάνη τίποτε, διότι πλησίαζε καί ὁ θάνατός της. Παρέμενε ἀκίνητη μέ τά μάτια της κλειστά, δέν ὡμιλοῦσε καθόλου καί ὅλοι περίμεναν νά παραδώση καί τήν  ψυχή της. Ξαφνικά καί ἀπροσδόκητα, ἄνοιξε τά μάτια της καί ἄρχισε νά λέγη τά ἑξῆς: «Εἶδα ἕναν ἱερέα μέ τό Ἅγιο Ποτήριο στό χέρι καί μοῦ εἶπε νά μοῦ κάνει τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Μετά μέ ἄγγιξε μέ τήν λαβίδα στήν γλῶσσα μου καί μοῦ εἶπε: «Ἐγώ εἶμαι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χοζεβίτης». Καί κατόπιν ἔγινε ἄφαντος.

Ἡ γυναῖκα θεραπεύθηκε καί ἀπό τήν πολλήν χαρά της ἐπλήρωσε ἔνα κοσμηματοπώλη καί τῆς ἔκανε αὐτή τήν λαβίδα, τήν ὁποία στέλλει μέ μένα γρήγορα ἐδῶ στό μοναστήρι σας, σάν ἕνα δῶρο εὐγνωμοσύνης της πρός τόν ἅγιο Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος τήν ἐθεράπευσε.

 

Ἕνας ἕλληνας ἱερεύς, ὁ ὁποῖος ἐβοήθησε στήν  μεταφορά τοῦ Σκηνώματος τοῦ ὁσίου Ἰωάννου ἀπό τήν σπηλιά του στό μοναστήρι τοῦ ἁγίου Γεωργίου, εἶπε τά παρακάτω: Ἕνα πρόσωπο ἔκοψε τρεῖς τρίχες ἀπό τά μαλλιά τοῦ ὁσίου Ἰωάννου γιά νά τά ἔχει γιά εὐλογία. Τοῦ φανερώθηκε ὁ ὅσιος Ἰωάννης καί  τοῦ εἶπε νά τοποθετήσει πάλι τίς τρίχες στά μαλλιά του διότι τίς χρειάζεται. Καί πράγματι τό ἄτομο αὐτό ἐπέτρεψε τίς τρίχες στόν Ἅγιο. (Τό πρόσωπο αὐτό εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἱερεύς, ὁ ὁποῖος καί ἀποκρύπτει τό ὄνομά του).

 

Τό ἔτος 1965 ἀσθένησε ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς ἀρχιμ. π. Ἀμφιλόχιος καί μπῆκε στό νοσοκομεῖο. Ἐδῶ, στό μοναστήρι ἦλθε ἕνας σέρβος ἱερεύς, ὁ ὁποῖος δέν γνώριζε καλά τά ἑλληνικά κι αὐτός φρόντιζε γιά τό μοναστήρι, γιά τήν ἐκκλησία διότι δέν ὑπῆρχε ἄλλος. Οἱ ἄλλοι μοναχοί ἦσαν ἡλικιωμένοι. Αὐτός ἄναπτε τά καντήλια καί θυμιάτιζε. Μία ἤ δύο φορές δέν θυμιάτισε, μετά πού ἄναψε τά καντήλια. Τοῦ φανερώθηκε ὁ ὅσιος Ἰωάννης καί τοῦ εἶπε: «Γιατί δέν θυμιατίζεις στήν ἐκκλησία;» Ἀπό τότε ὁ ἱερεύς ἦταν προσεκτικός καί θυμιάτιζε πάντοτε.

 

Τό ἔτος 1986 ἐκοιμήθη ὁ ἡγούμενος π. Ἀμφιλόχιος, αὐτός πού ξέθαψε τόν π. Ἰωάννη καί τόν τοποθέτησε στήν ἐκκλησία τῆς Μονῆς, ὅπου εὑρίσκεται καί μέχρι σήμερα. Στήν θέσι του ἐστάλη ἕνας νέος ἡγούμενος, ἀρχιμανδρίτης ἐπίσης, νέος στήν ἡλικία 22 ἐτῶν, ἐνῶ ὁ σέρβος ἱερομόναχος ὑπηρετοῦσε σάν οίκονόμος. Μετά τόν θάνατο τοῦ π. Ἀμφιλοχίου, οἱ μεγάλοι Ἐπίτροποι καί ἀρχιερεῖς τοῦ Πατριαρχείου ἀπεφάσισαν νά βγάλουν τό σκήνωμα τοῦ ὁσίου Γέροντος ἀπό τήν ἐκκλησία καί νά τό ξαναθάψουν. Ἀλλά τό πρόβλημα αὐτό παρέμεινε μέχρι νά ἐπιστρέψη ὁ νέος ἡγούμενος ἀπό τήν Ἐλβετία. Ὅταν ἐπέστρεψε, συνέβη ὁ πατριάρχης τῶν Ἱεροσολύμων νά ταξιδεύσει στήν Ρουμανία, ὅπου προσκλήθηκε γιά τήν ἐνθρόνισι τοῦ νέου πατριάρχου τῆς Ρουμανίας.

Στό διάστημα αὐτό ἐπισκέφθηκαν τό μοναστήρι τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ Χοζεβίτου τρεῖς ἡγούμενοι ἀπό τήν Ρουμανία, τῶν μονῶν Σέκου, Νεάμτσου καί Μπίστριτσας, οἱ ὁποῖοι προσκύνησαν τό Σκήνωμα τοῦ Ὁσίου καί μετέφεραν τήν εἴδησι στήν Ρουμανία περί τοῦ ἐνταφιασμοῦ ἐκ νέου τοῦ ὁσίου Ἰωάννου.

Κατά τήν ἐπιστροφή τοῦ Πατριάρχου στά Ἱεροσόλυμα, ἡ Ρουμανική Ἐκκλησία τοῦ ἐζήτησε νά δώσει τό Λείψανο τοῦ Ὁσίου γιά νά τό μεταφέρει στήν Ρουμανία, ἀλλά τό πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων δέν ἐνέκρινε.

Τό ἔτος 1988, στίς 8 Σεπτεμβρίου, γιά τήν διεκπεραίωσι τῆς ἑορτῆς τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου, παρέμεινε ὁ ἱερομ. Γρηγόριος, δεδομένου ὅτι ὁ ἡγούμενος ἀνεχώρησε γιά τήν Ἑλλάδα. Ὅλες τίς ὑποθέσεις τίς ἔκανε πολύ καλά αὐτός καί ὅλος ὁ κόσμος ἦταν εὐχαριστημένος.

Τήν δεύτερη νύκτα, μετά τήν ἑορτή τῆς Παναγίας, ὁ π. Γρηγόριος, εἶδε στό ὄνειρό του ὅτι εὑρισκόταν δίπλα στό Σκήνωμα τοῦ Ὁσίου. Ξαφνικά ὁ π. Γρηγόριος βλέπει τόν Ὅσιο ὄρθιον ἔξω ἀπό τήν Θήκη του καί ὁ π. Γρηγόριος τόν ἐρωτᾶ: «Τί κάνεις, πάτερ;  Ὁ ὅσιος Ἰωάννης τοῦ ἀπήντησε: «Καλά». Τότε ὁ π. Γρηγόριος ἀνεχώρησε, κάνοντας μετάνοια ἐνώπιόν του καί τοῦ εἶπε: «Εὐλογεῖτε», καί τοῦ φίλησε τό χέρι. Ὁ ἅγιος τοῦ εἶπε: «Ὁ Κύριος νά σ᾿ εὐλογῆ» καί τοῦ ἔκανε ἐπάνω στό κεφάλι του τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ . Ὅταν σηκώθηκε ὁ π. Γρηγόριος, δέν τόν εἶδε, ἀλλά κυττάζοντας μέσα στήν θήκη, τόν εἶδε ἐξαπλωμένον, ὅπως ἦταν καί παλαιότερα. Αὐτό ἦταν ἕνα σημεῖο ὅτι ὁ ὅσιος Ἰωάννης ἔμεινε εὐχαριστημένος μέ τόν τρόπο πού διεκπεραιώθηκε ἡ ἑορτή τῆς Γεννήσεως τῆς Παναγίας.

Ἄλλη φορά ὁ π. Γρηγόριος εἶδε τόν ὅσιο Ἰωάννη νά εὑρίσκεται ὄρθιος στήν ἐκκλησία, πολύ ὄμορφος, ὅπως καί ἦταν καί τοῦ εἶπε: «Ἐγώ δέν ξέρω γιατί ἔφυγες ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος καί ἦλθες νά μείνης ἐδῶ»῎ Αὐτό συνέβη, διότι ὁ π.Γρηγόριος σκεπτόταν νά φύγη ἀπό τό μοναστήρι, ἐνῶ ὁ ὅσιος Ἰωάννης τοῦ ἔδινε κουράγιο νά κάνη ὑπομονή καί νά μείνη στό μοναστήρι.

Μεγάλο δεσμό εἶχε ὁ ἅγιος μέ τόν μαθητή του, τόν μοναχό Ἰωαννίκιο, τόν πλησιέστερο βοηθό καί φίλο του.

Στό μοναστήρι ἔρχονται καί πρόσωπα, τά ὁποῖα κάνουν ἤ λέγουν ἀνεπίτρεπτα πράγματα, ἀπό τά ὁποῖα ὁ π. Ἰωαννίκιος ἦτο πολύ στενοχωρημένος.

Μία φορά παρουσιάσθηκε ὁ Ὅσιος καί τοῦ εἶπε: «Μή συνομιλῆς καί σύ μαζί τους». Ἔλεγε ὁ π. Ἰωαννίκιος: «Ὁ Ἅγιος εἶναι σάν ζωντανός ἀνάμεσά μας. Ἄλλους τούς παρηγορεῖ καί ἄλλους τούς μαλλώνει».

 

Τήν Μεγάλη Τετάρτη τοῦ ἔτους 1989 ἦλθαν στόν Ἅγιο νά τόν προσκυνήσουν πολλοί χριστιανοί ἀπ᾿ ὅλο τόν κόσμο. Ἦλθε καί μία οἰκογένεια ἀπό τήν Ἑλλάδα, ἀλλά ἡ γυναῖκα εἶχε ἀκάθαρτο πνεῦμα. Πλησίασε ἐκείνη τό Λείψανο τοῦ Ὁσίου καί ὁ διάβολος πού ἦταν μέσα της τήν ἔριξε κάτω καί ἐκείνη ἔκραζε μέ δύναμι: «Ἰωάννη, μέ καῖς, Ἰωάννη μέ καῖς», καί ἐξῆλθε ἀπό τήν γυναῖκα, ἡ ὁποία στήν συνέχεια σηκώθηκε, προσκύνησε τό Λείψανο τοῦ Ὁσίου καί ἀνεχώρησε εἰρηνική καί χαρούμενη.

Ὅταν ὁ ἡγούμενος τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ ἁγίου Γεωργίου εἶπε στόν πατριάρχη Διόδωρο γι᾿ αὐτό τό θαῦμα, ἐκεῖνος ἐνώπιον κι ἑνός γέροντος ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος ἦτο φίλος μέ τόν Ὅσιο, εἶπε: «Ἐγώ τόν γνωρίζω ἀπό παλαιά ὅτι ἦταν ἅγιος ἀπό τότε πού ζοῦσε». Τά ἴδια εἶπε καί ὁ φίλος του ὁ γέρων ἀρχιερεύς: «Κι ἐγώ τόν γνωρίζω καλά καί εἶναι ἅγιος ἀπό τότε πού ζοῦσε».

Ἀπό τό βιβλίο μέ τίτλο: «Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ρουμᾶνος», πού ἐκδόθηκε στό ὀρθόδοξο μοναστήρι τοῦ ἁγίου Μιχαήλ Lavardac τό 1988 διαβάζουμε: «Μία ἡμέρα ἦλθαν πέντε ἄτομα στήν Μονή καί συζητοῦσαν στό μπαλκόνι τί ἐγνώριζαν καί τί εἶχαν ἀκούσει γιά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Ρουμᾶνο τόν Χοζεβίτη. Μία ἦταν καθηγήτρια καί οἱ ἄλλοι ἦσαν δύο οίκογένειες.

Μία ἀπό τίς γυναῖκες εἶπε: «Ἐγώ θά εἰπῶ αύτό πού εἶδα μέ τά ἴδια τά μάτια μου. Ἡ μητέρα μου ὑπέφερε ἀπό ἰσχυρούς πονοκεφάλους γιά πολλά χρόνια καί δέν ὑπῆρχε ἐλπίδα θεραπείας της. Ἀπεφάσισα νά ἔλθω μέ τήν μαμά στό μοναστήρι μέ μία ἅμαξα, ἀλλά ἐπειδή ἦταν ἡλικιωμένη, δέν τό ἀποτολμήσαμε καί τό ἐγκαταλείψαμε τό πρόγραμμα. Αὐτή μοῦ εἶπε κατόπιν νά προσκυνήσουμε τόν ἅγιο Ἰωάννη καί νά τόν παρακαλέσουμε νά τήν θεραπεύση καί, ἐάν οἱ πόνοι της σταματήσουν, αὐτή θά νηστεύση 40 ἡμέρες ὅλη τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Τό θαῦμα ἔγινε καί ἡ μητέρα μου αἰσθανόταν καλά χωρίς πόνους καί ἐνήστευσε ὅλη τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή τοῦ 1985. Ὁ καθένας λέγει ὅ,τι ξέρει, ἐγώ εἶπα αὐτό πού εἶδα».

 

Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1985 μοῦ προσφέρθηκε τό βιβλίο: «Ἡ ζωή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ρουμάνου» καί ἐγνώριζα τήν ἁγία ζωή του ἀπό τά θαύματά του. Τό μεγαλύτερο ἀπό τά ἀγόρια μου ἔπεσε κάτω ἀσθενής καί ἐγώ προσευχόμουν συχνά στόν Ἅγιο νά τό θεραπεύση καί νά ἔλθη βοηθός στό παιδί μου. Καί πράγματι, αὐτός τό θεράπευσε καί ἐπανῆλθε ὅπως ἦταν πρωτύτερα, ὑγιής καί χαρούμενος. Ὁ Ἅγιος αὐτός μέ βοηθεῖ πάντοτε. Ἀρχίζοντας  ἀπ᾿ αὐτή τήν ἡμέρα σ᾿ ὅλες τίς δυσκολίες μας, τόν ἐπικαλούμεθα καί μᾶς βοηθεῖ καί ἐπαγρυνπνεῖ στήν ζωή μας. Εὐχαριστῶ τόν Κύριόν μας Ἰησοῦ Χριστό καί τήν Παναγία Μητέρα του καί ὅλους τούς Ἁγίους καί τόν νέον ἅγιο Ἰωάννη τόν Χοζεβίτη.

 

Ἀπό τό ἴδιο περιοδικό, νούμερο 42 διαβάζουμε μία ἄλλη μαρτυρία:

Ἐγώ ἀναγνωρίζω ὅτι οἱ ἐπιθυμίες μου πού ἐξέθεσα στόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Ρουμᾶνο, ὅλες ἐξεπληρώθησαν τίς προσεχεῖς ἑβδομάδες». Jean Jacques Gerard.

Ἄλλη μαρτυρία: «Ἐγώ ἐζήτησα στίς προσευχές μου τόν ἅγιο Ἰωάννη νά ἔλθη καί νά μέ θεραπεύση ἀπό τήν ἀσθένιεά μου πού μέ βασάνιζε πολλά χρόνια κι αἰσθάνθηκα ἐλάφρωσι ἀπό τούς πόνους καί μετά πλήρη θεραπεία». Luciene Saroste.

Ἀπό τό περιοδικό Foi Trasmise, Saint Tradition nr. 47. Noemb.1989, διαβάζουμε:

« ἅγιος Ἰωάννης Ρουμᾶνος προσεύχεται στόν Θεό γιά ἐμᾶς! Ὁ ἅγιος Ἰωάννης κάνει θαύματα κι ἐγώ κρατῶ σημειώσεις γι᾿ αὐτά. Εἶμαι εὐτυχής ἀπ᾿ αὐτό τό βιβλίο τοῦ ἁγίου στά γαλλικά, τό ὁποῖο κυκλοφορεῖ παντοῦ. Ὅταν ἔχω πόνους καί βάσανα, τόν ἐπικαλοῦμαι καί ἀμέσως εἶμαι σέ καλλίτερη κατάστασι, ὁμοίως καί τά παιδιά μου».

 

Μία θεϊκή τιμωρία σέ μοναχό...

Τό ἔτος 1988, μετά ἀπό ὀκτώ ἀκριβῶς χρόνια, ἀπό τήν ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου τοῦ ὁσίου Ἰωάννου ἀπό τόν τάφο του, ὁ πατριάρχης τῶν Ἱεροσολύμων Διόδωρος διώρισε νέον ἡγούμενο τῆς μονῆς τοῦ Χοζεβᾶ, τόν ἱερομόναχο Σ., ἀφοῦ ἐν τῶν μεταξύ εἶχε κοιμηθῆ ὁ προηγούμενος ἡγούμενος π. Ἀμφιλόχιος. Τότε ὁ π. Σ. ἦτο ἡλικίας 24 ἐτῶν. Τό 1980 ἦλθε στήν μονή Χοζεβᾶ καί ἕνας διάκονος ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος τοῦ Ἄθω, μέ τό ὄνομα Ν.. Ἀλλά οὔτε ὁ π. Σ., οὔτε καί ὁ διάκονος εἶχαν εὐλάβεια στόν ὅσιο Ἰωάννη καί συχνά περιφρονοῦσαν καί κακολογοῦσαν τόν Ἅγιο.

Κάποια ἡμέρα, πού εἶχαν ἔλθει στήν Μονή πολλοί ρουμᾶνοι προσκυνητές, ὁ ἡγούμενος π. Σ. ἐμάλωσε ἄγρια τον π. Ἰωαννίκιο, μαθητή τοῦ ὁσίου Ἰωάννου, διότι ἔφερε πολλούς ἀνθρώπους νά προσκυνήσουν τό λείψανο τοῦ Ὁσίου καί ἀκόμη τούς ἔδωσε μερικά βιβλία μέ τόν τίτλο «Πνευματική τροφή» βιβλίο πού ἔγραψε ὁ ὅσιος καί περιέχει ποιήματά του καί διδασκαλίες του. Ἐξ αἰτίας τῆς ὀργῆς καί νοερᾶς ταραχῆς του ὁ π. Σ. άπηγόρευσε στόν π. Ἰωαννίκιο νά γράφη κάτι γιά τόν μακαριστό Γέροντά του, λέγοντας ὅτι τό σῶμα του μυρίζει ἄσχημα καί πρέπει πάλι νά ταφῆ.

Τότε ὁ π. Ἰωαννίκιος ἀναστέναξε βαθειά καί εἶπε:

-Δέν θά συμπληρωθοῦν σαράντα ἡμέρες καί σύ ὁ ἴδιος μέ τόν μαθητή σου  θά ἰδῆτε ἐάν ὁ ὅσιος Ἰωάννης εἶναι ἤ ὄχι ἅγιος.

Τήν δεύτερη ἡμέρα τό πρωΐ ὁ ἡγούμενος Σ. μπῆκε στήν ἐκκλησία, ἔχοντας κομμένη τήν γενειάδα του. Ὅταν ὁ π. Ἰωαννίκιος τόν ἐρώτησε τί συμβαίνει, ἐκεῖνος τοῦ εἶπε:

-Αὐτή τήν νύκτα ἦλθε ἕνας μοναχός σέ μένα, μέ κτύπησε σκληρά καί ἔβαλε στό κελλίο μου φωτιά, ἀλλά δέν ὑπῆρχε κάτι εὔφλεκτο στό κελλίο μου, ἐκτός ἀπό τήν γενειάδα μου.

Κατόπιν, μέσα στό διάστημα  τῶν 40 ἡμερῶν, αὐτός ὁ μοναχός, ὁ ὁποῖος μπῆκε στό κελλί τοῦ π. Σ., μέ κλειδωμένη τήν πόρτα κι αὐτός δέν ἦταν ἄλλος ἀπό τόν ὅσιο Ἰωάννη, ἐρχόταν καί τόν κτυποῦσε κάθε νύκτα, μέχρις ὅτου ὁμολογήση τό σφάλμα του καί διορθώση τόν λογισμό του. Μετά ὁ ἡγούμενος ἐπίστευσε στόν ὅσιο, προσευχήθηκε καί ζήτησε νά τόν συγχωρήση.

Ὅλο αὐτό τό διάστημα ὁ διάκονος Ν., παρότι ἐγνώριζε ὅλα αὐτά πού συνέβαιναν στόν Ἡγούμενο, συνέχιζε νά καταδικάζει καί περιφρονεῖ τόν ὅσιο Ἰωάννη. Τότε ὁ π. Ἰωαννίκιος τόν συμβούλευσε νά εἶναι πολύ προσεκτικός μέ τούς ἁγίους τοῦ Θεοῦ γιά νά μή τιμωρηθῆ κι αὐτός ἀπό τόν Ἅγιο.

Ὁ Ν. ὅμως δέν ἤθελε νά βαδίσει τήν σωστή καί εὐθεία ὁδό καί ἡ τιμωρία τοῦ Ἁγίου δέν ἄργησε νά ἔλθη. Μετά ἀπό μερικές ἡμέρες αὐτός ὁ διάκονος ἄρχισε νά πηγαίνει στούς βεδουΐνους, νά τρώγει μαζί τους καί νά κοιμᾶται στίς καλύβες τους. Μετά ἀπό ἕξι μῆνες ὁ Ν. ἔφυγε ἀπό τήν Ἱεριχώ, ἀποσχηματίσθηκε καί δέχθηκε τήν θρησκεία τοῦ Μωάμεθ καί ὠνομάσθηκε Μουσταφᾶς. Καί τό χειρότερο ἀκόμη νυμφεύθηκε μία χήρα ἀράβισσα μέ τήν ὁποία ἀπέκτησε καί δύο παιδιά.

 

 

Μετά ἀπό ὅσα συνέβησαν στόν ἡγούμενο π. Σ. καί στόν διάκονο τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων ἔστειλε ἕνα νέον ἡγούμενο, τόν π. Ἀντώνιο, ὁ ὁποῖος προερχόταν ἀπό τήν μονή τοῦ ἁγίου Σάββα.

Ὁ νέος ἡγούμενος π. Ἀντώνιος δέν ὕβριζε τόν ὅσιο Ἰωάννη, ἀλλά οὔτε καί τόν τιμοῦσε σάν ἅγιο, δεδομένου ὅτι τόν θεωροῦσε σάν ἕνα ἁπλό καλόγερο. Ἀλλά ὁ Πανάγαθος Θεός, γιά τήν ἀγάπη του πού εἶχε πρός τούς ἀνθρώπους, ἐλέησε καί τόν ἡγούμενο νά τόν βοήθησε νά πιστεύσει στήν ἁγιότητα τοῦ Ὁσίου καί ἔτσι νά λυτρωθῆ ἀπό τήν ἀπιστία του.

Κάποια ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, ὅταν ὁ π. Ἀντώνιος ἦλθε στήν ἐκκλησία γιά τήν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ, προσκύνησε πρῶτα τά Λείψανα τῶν Ἁγίων τῆς ἐκκλησίας καί μετά ἐπῆγε καί προσκύνησε καί τό ὁλόσωμο Λείψανο τοῦ ὁσίου Ἰωάννου.

Ἀφοῦ προσκύνησε τά Ἅγια λείψανα, ἐπῆγε στό ἀναλόγιο καί ἐρώτησε τούς Πατέρας:

-Ποιός ἐράντισε μέ ἄρωμα τήν λειψανοθήκη μέ τό σῶμα τοῦ πατρός Ἰωάννου;

Οἱ Πατέρες τοῦ ἀπήντησαν ὅτι δέν ἔκανε κανείς αὐτό τό ἔργο. Ὁ ἡγούμενος στενοχωρήθηκε καί ἐκάλεσε τούς ἄλλους Πατέρες νά ἔλθουν δίπλα στήν λειψανοθήκη τοῦ Ὁσίου γιά νά αἰσθανθοῦν κι αὐτοί τήν εὐωδία. Τότε ὁ π. Ἰωαννίκιος εἶπε ὅτι ἔτσι εύωδιάζει πάντοτε ἡ Λειψανοθήκη τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου.

Μετά ὁ ἡγούμενος εἶπε: Δέν εἶναι δυνατόν, διότι ἐγώ μέχρι τώρα πρώτη φορά αἰσθάνθηκα αὐτή τήν ὡραία εὐωδία.

Καί ὁ λόγος εἶναι ὅτι ὁ ἡγούμενος, ἐπειδή δέν ἐπίστευε ἀκράδαντα, δέν εἶχε ποτέ προσκυνήσει τό Σκήνωμα τοῦ Ὁσίου, ὁπότε δέν εἶχε αἰσθανθῆ καί καμμία εὐωδία. Ἀλλά, ὅταν ταπεινώθηκε καί προσκύνησε τόν ὅσιο Ἰωάννη, κατά τρόπο θαυμαστό ἀξιώθηκε νά μεταλάβη αὐτῆς τῆς θείας δωρεᾶς, πού πηγάζει σάν πηγή ἀπό τό ἅγιο σῶμα του.

Τήν δεύτερη ἡμέρα, μετά ἀπό ὅσα συνέβησαν, ἦλθε μία ὁμάδα ἑλλήνων προσκυνητῶν. Μαζί τους εἶχαν κι ἕνα ἄνδρα δαιμονισμένο καί δεμένον μέ ἁλυσίδες. Αὐτός πολλές φορές ἔσπαζε τίς ἁλυσίδες του, ἔφευγε ἀπό τά χέρια τῶν σωματοφυλάκων του καί πολλοί πού τοῦ ἔδειχναν τήν ἀγάπη τους, τούς κτυποῦσε ἄσχημα.

Ὅταν πλησίαζαν στό μοναστήρι, τά δαιμόνια ἀλλάλαζαν δυνατά καί αὐτοί πού τά ἄκουγαν, ἐξεπλήττοντο. Ἔλεγαν:

-Τί ἔχεις μ᾿ἐμᾶς, Ἰωάννη; Δέν μᾶς διώχνεις!  Δέν μπορεῖς νά μᾶς βασανίσεις!  Δικός μας εἶναι! Ἄφησέ μας! Μή μᾶς κτυπᾶς!

Μέ πολλή δυσκολία κατάφεραν νά τόν φέρουν στήν ἐκκλησία καί, ὅταν τόν ἄγγιξαν στό Λείψανο τοῦ Ὁσίου, ὁ δαιμονισμένος οὔρλιαξε καί ἔκαμε σάν ἕνα ἄγριο θηρίο. Μετά ἔπεσε κάτω σάν νεκρός καί ἐπί μία περίπου ὥρα δέν ἐκινεῖτο, ἀλλά ἵδρωνε ἀργά ἀργά.

Βλέποντας τό θαῦμα αὐτό ὁ π. Ἀντώνιος ἔτρεξε νά εἰδοποιήσει τόν π. Ἰωαννίκιο γιά νά ἰδῆ καί νά σημειώσει τό θαῦμα, διότι εὑρισκόταν στήν σπηλιά τοῦ ὁσίου Γέροντός του Ἰωάννου.

 

 

Τό δάκτυλο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χοζεβίτου

Τό ἔτος 1992 τό Ὀρθόδοξο Ρουμανικό Πατριαρχεῖο ἀπεφάσισε νά ἀναγνωρίσει ἐπίσημα τόν ὅσιο Ἰωάννη καί ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων ἀπέστειλε σάν ἀντιπροσωπεία στήν Ρουμανία δύο Μητροπολίτες του γιά τίς γιορτές πού θά ἐγίνοντο στό Ἰάσιο.

Στήν σύνοδο στήν ὁποία ἀποφασίσθηκε ποιοί θά εἶναι αὐτοί οἱ δύο Μητροπολίτες, πού θά πᾶνε στήν Μολδαβία τῆς Ρουμανίας, μέ πρότασι τοῦ πατριάρχου Διοδώρου, λήφθηκε ἀπόφασι νά τούς δοθῆ νά μεταφέρουν στόν Ρουμανικό λαό κι ἕνα τεμάχιο ἀπό τά Λείψανα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου.

Μετά ἀπ᾿ αὐτή τήν ἀπόφασι ὁ πατριάρχης Διόδωρος ἐζήτησε ἀπό τόν ἡγούμενο τῆς μονῆς τοῦ Χοζεβᾶ, τόν π. Ἀντώνιο, νά κόψει καί νά τοῦ φέρει ἕνα δάκτυλο τοῦ Ὁσίου γιά νά τό στείλει στήν Ρουμανία.

Ὁ π. Ἀντώνιος μέ πολλή βιασύνη ἄνοιξε τήν Λειψανοθήκη. Ἔκοψε ἕνα δάκτυλο τοῦ Ἁγίου ἀπό τό δεξιό του χέρι καί τό κρατοῦσε στό χέρι του. Κατόπιν τόν ἔπιασε ἕνα δυνατό κρυολόγημα πού ἔτρεμε ἀπό τήν κεφαλή μέχρι τά πόδια του, σάν νά ἦταν πλησίον τοῦ θανάτου. Αἰσθάνθηκε ἕνα κρῦο χέρι στήν κεφαλή του, μετά ἕνα κῦμα σάν πάγος τόν κυρίευσε στά πόδια του, στήν σπονδυλική στήλη καί σάν μερικά θερμά κύματα νεροῦ νά τόν κατακαίουν, ὥστε ἐπίστευσε ὅτι ἡ ψυχή του θά βγῆ ἀπό τό στῆθος του. Ἡ καρδιά του κτυποῦσε δυνατά καί νόμιζε ὅτι ἔπαθε κάτι τό ἐγκεφαλικό. Τά αὐτιά του ἐβούϊζαν δυνατά καί δέν μποροῦσε πλέον νά ἀκούει οὔτε καί νά βλέπει. Ἤθελε νά ζητήσει ἀπό τόν Ὅσιο Ἰωάννη νά τόν συγχωρήσει, ἀλλά εἶχε χάσει τήν φωνή του. Ἀλλά ὁ νοῦς του ἦτο καθαρός καί νοερά τοῦ εἶπε:

-Ἅγιε Ἰωάννη, ἁμάρτησα ἐνώπιόν σου ἀπό τήν ἀγνωσία μου, ἀλλά τώρα σέ παρακαλῶ, συγχώρεσέ με καί μή μέ παιδεύσεις γιά τήν ἀνοησία μου αὐτή καί τίς ἁμαρτίες μου.

Στήν συνέχεια ἄλλο μεγάλο θαῦμα ἀκολούθησε, διότι ὁ π. Ἀντώνιος ἀπηλευθερώθηκε ἀπ᾿ αὐτές τίς φοβερές δοκιμασίες καί ἀμέσως ἔβαλε τόν δάκτυλο στήν θέσι του. Ἔπεσε γονατιστός δίπλα στήν Λειψανοθήκη τοῦ Ἁγίου, προσευχήθηκε πολύ καί μετά μπῆκε κλαίγοντας στό Ἱερό Βῆμα καί φόρεσε ὅλη τήν ἱερατική στολή του. Κατόπιν  ἄναψε τό θυμιατό, ἐθυμίασε τό ἅγιο Βῆμα καί τό Λείψανο τοῦ Ὁσίου καί γιά πρώτη φορά ἔψαλε τό ὁσιακό τροπάριο τοῦ ἁγίου: «Ἐν σοί Πάτερ, ἀκριβῶς, διεσώθη τό κατ᾿εἰκόνα...». Μετά προσκύνησε καί πάλι τόν Ἅγιο, προσευχήθηκε πολύ, ἄνοιξε τό καπάκι τῆς λειψανοθήκης καί ἀσπάσθηκε τό χέρι τοῦ Ὁσίου. Κατόπιν ἐπῆρε μέ πολλή εὐλάβεια καί σεβασμό τό δάκτυλο του, τό ἔθεσε σ᾿ἕνα μικρό κουτί ἀργυρένιο καί τό ἔδωσε στόν πατριάρχη Διόδωρο.

Αὐτό τό θαῦμα συνέβη τόν Αὔγουστο τοῦ ἔτους 1992. Ἀπό τότε ὁ π. Ἀντώνιος δέν ἔπαυσε νά προσεύχεται στόν ἅγιο Ἰωάννη, νά ψάλη τό τροπάριό του, νά ζητεῖ τίς μεσιτεῖες του καί νά τόν μνημονεύει δίπλα στούς ἄλλους Ἁγίους.

 

Θεραπεύθηκα ἀπό μία δεινή ἀρρώστεια....

Λίγο διάστημα ἀπό τότε πού ἔγινε τό θαῦμα μέ τό δάκτυλο τοῦ Ὁσίου, ἔφθασε στό μοναστήρι μία ὁμάδα Προσκυνητῶν ἀπό τήν Ἑλλάδα, οἱ ὁποῖοι,ἀφοῦ προσκύνησαν, ἑτοιμάσθηκαν νά φύγουν.

Βλέποντας ὁ ξεναγός ὅτι ἀπουσιάζει ἀπό τήν ὁμάδα του μία γυναῖκα,ἐπέστρεψε γρήγορα στό μοναστήρι νομίζοντας ὅτι θά γκρεμίσθηκε κάτω στήν χαράδρα ἤ ἔπεσε ἀπό τίς σκάλες. Ἐφώναξε, τήν ἀνεζήτησε, ἀλλά δέν τήν βρῆκε πουθενά παρά δίπλα στήν Λειψανοθήκη τοῦ ὁσίου Ἰωάννου νά κλαίει καί νά παρακαλεῖ τό Ἅγιο γονατιστή. Ὅταν μπῆκε ὁ ξεναγός στήν ἐκκλησία, μπῆκε μαζί καί ὁ ἡγούμενος π. Ἀντώνιος. Τότε ὁ ξεναγός εἶπε στήν γυναῖκα:

-Ἄϊντε, Μαρία, τό πούλμαν ἀναχωρεῖ κι ἔχουμε ἀκόμη πολλά μοναστήρια νά ἐπισκεφθοῦμε! Ἡ Μαρία σηκώθηκε κλαίγοντας κι ἔβγαλε τό δακτυλίδι ἀπό τό δάκτυλό της, τό πέρασε σέ μία μικρή ἁλυσίδα μαζί μέ ἕνα μενταγιόν καί μέ ἕνα χρυσό σταυρό, ξεκούμβωσε καί τό ρολόγι της ἀπό τό χέρι καί τούς εἶπε μέ ἀναφυλλητά:

-Μπορεῖτε νά πηγαίνετε ὅλοι σας, διότι ἐγώ δέν ἔχω πλέον ἀνάγκη ἀπό τίποτε καί δέν πάω πουθενά. Διότι τώρα ἐδῶ στήν ἁγία Θήκη τοῦ ὁσίου Ἰωάννου θεραπεύθηκα ἀπό μία δύσκολη ἀρρώστεια πού μέ βασάνιζε 15 χρόνια, δηλαδή ἀπό τήν γέννησι τοῦ παιδιοῦ μου, πού λέγεταιι Ἰωάννης.

Ὅλα αὐτά τά δῶρα ἡ εὐλαβής κ. Μαρία τά ἔδωσε στόν ἡγούμενο, τά ὁποῖα καί διατηροῦνται μέσα στήν ἐκκλησία τῆς μονῆς τοῦ Χοζεβᾶ πρός μαρτυρία τῶν τελουμένων θαυμάτων κατά καιρούς τοῦ ὁσίου Ἰωάννου.

 

Τά ἄρβηλα τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου

Μιά νύκτα ἐμφανίσθηκε ὁ ὅσιος Ἰωάννης σ᾿ ἕνα Δόκιμο μοναχό τῆς Μονῆς τοῦ Χοζεβᾶ, πού καταγόταν ἀπό τήν Ρουμανία. Ὁ Ἀδελφός αὐτός εἶχε τό διακόνημα τοῦ βοηθοῦ ἐκκλησιαστικοῦ. Εἶδε στόν ὕπνο του ὅτι ἐπήγαινε νά προσκυνήσει τό Λείψανο τοῦ Ὁσίου, ἀλλά ὁ Ὅσιος δέν ἦτο μέσα στήν θήκη του, ἀλλά ἦτο ντυμένος καί ἕτοιμος ν᾿ ἀναχωρήσει. Τότε κλαίγοντας αὐτός ὁ Ἀδελφός, ἐφίλησε τό χέρι του καί τοῦ εἶπε:

-Γιά ποῦ ἀναχωρεῖς, ὅσιε Ἰωάννη; Πιστεύω ὅτι γιά τίς πολλές ἁμαρτίες μου δέν θέλεις πλέον νά μείνεις μαζί μας!

Καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης τοῦ ἀπήντησε:

Δέν θά πάω πουθενά, διότι εἶμαι ξυπόλυτος καί μόνο ἐσύ γνωρίζεις ποῦ εἶναι οἱ ἀρβῆλες μου. Νά πᾶς καί νά μοῦ τίς φέρεις!

Πράγματι, οἱ ἀρβῆλες τοῦ Ὁσίου δόθηκαν σέ μία ρουμᾶνα, ὀνόματι Μαρία, ἡ ὁποία εἶχε ἐργασθῆ παλαιότερα στό πατριαρχεῖο καί ἀπό εὐλάβεια, ἐζήτησε ἀπό τόν τότε ἡγούμενο Συνέσιο νά τῆς δώσει τίς ἀρβῆλες του. Ὅταν τίς ἐπῆρε ἡ Μαρία, ὁ ἡγούμενος τῆς εἶπε:

-Ἐάν ἔχεις κουράγιο, μπορεῖς νά τίς βγάλεις, ἀλλά ἐγώ δέν τολμῶ νά βάλω τά χέρια μου νά τίς πάρω, διότι φοβοῦμαι.

Ὁ ἡγούμενος ἄνοιξε τήν θήκη καί ἡ Μαρία ἐπῆρε τίς ἀρβῆλες ἀπό τά πόδια τοῦ Ὁσίου, μέ τίς ὁποῖες ἐτάφη στήν κηδεία του, πρίν ἀπό 20 χρόνια. Ἡ Μαρία έπιθυμοῦσε νά μεταφέρει τίς ἀρβῆλες στήν Ρουμανία.

Ὅταν ὁ ἅγιος ἐμφανίσθηκε στόν ὕπνο τοῦ Δοκίμου καί τοῦ εἶπε γιά τίς ἀρβῆλες του, ὁ Δόκιμος ἀνέφερε τήν παρουσία τοῦ ἁγίου στόν ἡγούμενο καί τήν ἐπιστροφή τῶν ἀρβηλῶν του. Κατόπιν μαζί μέ τόν ἡγούμενο ἀνεχώρησαν ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ.

Ὁ ἡγούμενος ἔμεινε στό πατριαρχεῖο, ἐνῶ ὁ Δόκιμος μετέβη στό σπίτι τῆς Μαρίας στήν Ρουμανία καί τῆς εἶπε ὅτι τόν ἔστειλε ὁ Ἅγιος νά τοῦ ἐπιστρέψει τίς ἀρβῆλες του. Αὐτή δέν ἀντέδρασε καθόλου καί τοῦ ἔδωσε τίς ἀρβῆλες. Κατόπιν ὁ Ἀδελφός ἐπῆγε στήν μοναχή Μαγδαληνή, ὅπου ἦλθε καί ὁ ἡγούμενος Ἀντώνιος. Ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ, ὁ π.Ἀντώνιος τόν ἐρώτησε:

-Σοῦ ἔδωσαν τίς ἀρβῆλες;

Ὅταν τίς εἶδε, τίς ἀσπάσθηκε καί κλαίγοντας μέ δάκρυα, πού ἔτρεχαν στά γένεια του, εἶπε:

-Ἔχουμε μεγάλη εὐλογία καί πολλά θαύματα εἶδα μέ τά μάτια μου! Καί ὅλοι ἔκλαιγαν.

Ἔπειτα ὁ ἡγούμενος ἐπῆρε ἕνα ταξί καί άνεχώρησε γιά τό Χοζεβᾶ μαζί μ᾿ ἕναν ἄλλον δόκμο ρουμᾶνο καί μέ τίς ἀρβῆλες τοῦ Ὁσίου στά χέρια του. Ὅταν ἔφθασαν στόν δρόμο πού ὁδηγεῖ στό μοναστήρι, εἶπε ὁ ἡγούμενος στόν Ἀδελφό:

-Ἐσύ περίμενε ἐδῶ κι ἐγώ πηγαίνω στό μοναστήρι νά εἰπῶ νά κτυπήσουν τίς καμπάνες, ἀλλά ἐσύ νά μέ περιμένεις ἐδῶ μέχρις ὅτου ἐπιστρέψω ὀπίσω.

Ὅταν ἐπέστρεψε ὁ ἡγούμενος εἶχε στά χέρια του μία καθαρή πετσέτα καί ἕνα ὕφασμα βελούδινο. Ὁ Ἀδελφός ἔβγαλε τίς ἀρβῆλες τίς ἔβαλε στό καινούργιο ὕφασμα, ἀκούσθηκε ὁ ἦχος τῶν καμπάνων καί οἱ δύο Ἀδελφοί μέ τίς ἀρβῆλες στό χέρια κατέβαιναν στήν μονή. Ἐκεῖ περίμεναν οἱ ἄλλοι Ἀδελφοί μαζί μέ τόν π. Εὐθύμιο Κουμαρέλο, ὁ ὁποῖος ἦλθε τυχαῖα ἀπό τό Πατριαρχεῖο στήν μονή.

Ὁ π. Εὐθύμιος θυμιάτισε τίς ἀρβῆλες, μετά ἔκανε τρεῖς μετάνοιες, τίς προσκύνησε καί κατόπιν ὅλοι οἱ ἄλλοι μέ τήν σειρά ψάλλοντας τό τροπάριο τοῦ ἁγίου: «Ἐν σοί πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη...». Μετά κτύπησε τό τάλαντο καί τό σιδεράκι καί οἱ πατέρες μπῆκαν στήν ἐκκλησία. Οἱ ἀρβῆλες τοποθετήθηκαν σ᾿ ἕνα τραπεζάκι, ὅπου ἔμειναν 40 ἡμέρες καί μετά τίς ἐφόρεσαν στά ἅγια πόδια τοῦ Ὁσίου.

Μετά ἀπό λίγο διάστημα ἀπ᾿ αὐτό τό γεγονός ὁ π. Ἀντώνιος μετέβη στήν αἰωνιότητα.

 

Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης.

 Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου