Τρίτη 29 Ιουλίου 2025

Ἡ Ὑποταγὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὴν μεταπτωτικὴν νοοτροπίαν τοῦ ἀνθρώπου

Γράφει ὁ κ. Λεών Μπράνγκ, Θεολόγος

   Φέτος ἑορτάζουμε τὴν ἐπέτειο τῶν 1700 ἐτῶν ἀπὸ τὴ διεξαγωγὴ τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ.Χ.. Κάθε ἕκτη Κυριακὴ μετὰ τὸ Πάσχα ἑορτάζεται ἡ μνήμη αὐτῆς τῆς Συνόδου, ὄχι ὅμως, γενικὰ καὶ ἀόριστα, ἀλλὰ ὡς μνήμη τῶν 318 Θεοφόρων Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Τὴν Κυριακὴ μετὰ τὴν 13 Ἰουλίου ἑορτάζονται  οἱ 630 Θεοφόροι Πατέρες τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ποὺ ἔλαβε χώρα τὸ 451 μ.Χ. στὴ Χαλκηδόνα. Τὸ ἴδιο πράττει ἡ Ἐκκλησία μας καὶ μὲ τὴ λειτουργικὴ μνήμη τῶν Θεοφόρων Πατέρων τῶν ἄλλων Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Β΄, Γ΄, Ε΄, ΣΤ΄ καὶ Ζ΄. Ἑπομένως, ὅταν ἡ Ὀρθοδοξία ἑορτάζει τὴν καθοριστικὴ συμβολὴ τῆς θεολογίας τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων στὴν πορεία τῆς Ἐκκλησίας, τιμάει πάντα τοὺς Ἁγίους Θεοφόρους Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι συνέβαλαν στὴ διαμόρφωση τῆς σωτηριώδους διδασκαλίας της.

Οἱ Πρῶτοι ἄνευ ἴσων τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Κρήτης

  Τὸ 2016 διεξήχθη ἡ οὕτως λεγόμενη Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος στὸ Κολυμπάρι τῆς Κρήτης. Ἤδη πρὶν πραγματοποιηθεῖ εἶχε λάβει κατ’ εὐφημισμὸν αὐτὰ τὰ προσδιοριστικὰ χαρακτηριστικὰ «Ἁγία» καὶ «Μεγάλη», προφανῶς γιὰ νὰ δηλωθεῖ μὲ αὐτά, ὅτι πρόκειται γιὰ μέγιστο γεγονὸς στὴ σύγχρονη ἱστορία τῆς Ὀρθοδοξίας. Αὐτὸ φανερώνει καὶ ἡ διαφήμιση αὐτῆς τῆς συνόδου μέχρι σήμερα, ἡ ὁποία κρατεῖ γερὰ ἰδίως στὸ χῶρο τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ἐὰν τυχὸν μελλοντικὰ – φυσικὰ μιλᾶμε ἐντελῶς ὑποθετικά, χωρὶς νὰ λάβουμε ὑπ’ ὄψιν τὴν ἀλλοίωση τῆς ἐκκλησιολογίας στὴ σύνοδο αὐτὴ – θὰ ὁριζόταν ὁ ἑορτασμὸς αὐτῆς τῆς “Ἁγίας” καὶ “Μεγάλης” Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὴν Κρήτη τὸ 2016, θὰ ἔπρεπε νὰ ἀλλάξει ριζικὰ ἡ τυχὸν ἐκκλησιαστικὴ ἀναφορὰ στὴ μνήμη αὐτῆς τῆς Συνόδου. Φυσικὰ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τιμᾶται μὲ τοὺς τυχὸν 14 “Θεοφόρους Πατέρες” αὐτῆς τῆς Συνόδου. Αὐτὸ θὰ ἦταν ὑποτιμητικὸ τόσο γιὰ τὴ ἴδια τὴ Σύνοδο, ἀφοῦ θὰ ἀποτελοῦσε διάψευση τοῦ προσδιοριστικοῦ χαρακτηρισμοῦ “Μεγάλη”, ὅσο καὶ γιὰ τοὺς 14 ποὺ εἶχαν δικαίωμα ψήφου. Διότι σύμφωνα μὲ τὴ νέα ὁρολογία ποὺ μᾶς διδάσκει ἡ προσωποκρατία στὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία δὲν ἦταν ἁπλῶς Πατέρες τῆς Συνόδου, δηλαδὴ ἀρχιερεῖς, ἀλλὰ «Πρῶτοι ἄνευ ἴσων τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν». Καὶ κυρίως θὰ ἔπρεπε νὰ ἐξαίρεται ὁ «Πρῶτος ἄνευ ἴσων αὐτῶν τῶν Πρώτων ἄνευ ἴσων». Τοῦτο θεμελιώνεται ἀπόλυτα ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι, ἐνῶ ἐπρόκειτο γιὰ γενικὴ σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ὑπῆρξε ἐκ τῶν προτέρων ἡ ἀξίωση, αὐτὴ νὰ εἶναι «Ἁγία» καὶ «Μεγάλη», δὲν εἶχαν προσκληθεῖ ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι, ὥστε νὰ ἐξασφαλίζεται ἡ ὅσο τὸ δυνατὸν μεγαλύτερη ἐκπροσώπηση ὅλου τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπίσης δὲν εἶχαν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι ποὺ συμμετεῖχαν στὴ σύνοδο δικαίωμα ψήφου, ἀλλὰ μόνο οἱ 14 προκαθήμενοι.

Ὁ Πρῶτος τῶν Πρώτων ἄνευ ἴσων

   Τὸ νέο πνεῦμα ποὺ μὲ τὴν προσωποκρατικὴ “θεολογία” εἰσῆλθε στὴν Ὀρθοδοξία,  ὄχι μὲ δογματικοὺς ὅρους ἀλλὰ μὲ τὴν πράξη ποὺ καθιερώθηκε, ἐκδηλώνεται καὶ μὲ ἄλλες ἀφορμές, ὅπως μὲ τὶς ἀντικανονικὲς ἐπεμβάσεις τοῦ πρώτου τῶν πρώτων, δηλ. τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, σὲ ἄλλες αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες μὲ τὴν ἀπόδοση αὐτονομίας καὶ αὐτοκεφάλου [π.χ.: Ἐσθονία (1923 καὶ 1996), Οὐκρανία (2018)]. Μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης, ἐνῶ ἐπεμβαίνει σὲ ἄλλες ἐκκλησίες καὶ κόβει ἀπὸ αὐτὲς μέρη, ὅπως στὴν πρόσφατη περίπτωση τῆς Οὐκρανίας, τονίζει στὸ παραπάνω νέο πνεῦμα τῆς προσωποκρατικῆς “θεολογίας” τὴ θυσιαστικῆ διάθεση τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, τὸ ὁποῖο «ἐκκένωσε ἑαυτόν, ἀπέκοψε ἀπὸ τὸ σῶμα του» ὅλες τὶς ἄλλες τοπικὲς ἐκκλησίες (ἐκτὸς ἀπὸ τὰ παλαιὰ Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς Ἱεροσολύμων, Ἀλεξανδρείας καὶ Ἀντιοχείας. Ἀλήθεια, πῶς ἀπέκοψε τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τὸ σῶμα του, ἀφοῦ ὑπῆρξε πρὶν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως;). Ἐνῶ τὸ ἴδιο ἐκδηλώνει αὐτὸ τὸ “κατόρθωμα ἀγάπης”, εἰσπράττει ἀπὸ τοὺς “εὐεργετηθέντες”, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ἀχαριστία. Ἐπαυξάνοντας ἀκόμα αὐτὲς τὶς πατριαρχικὲς πεποιθήσεις, οἱ περὶ τὸν Πατριάρχη, ὅπως ὁ Γέρων Χαλκηδόνος Ἐμμανουήλ, τὸν ἀνεβάζουν ἀκόμα καὶ σὲ θεῖα ὕψη λέγοντας, ὅτι στὸ πρόσωπό του ἐνεργεῖται «τὸ μυστήριον τῆς κενώσεως τοῦ Χριστοῦ», ἐπειδὴ «τὴν ὑψίστην τιμὴν κατέχων ταπεινοῦται ἵνα πάντας σώσῃ». Ὅτι εἶναι «ζῶσα εἰκὼν τῆς ἐν Τριάδι ἑνότητος ἐν ᾗ τὸ ἓν καὶ τὰ πολλὰ οὐκ ἀντίκεινται ἀλλήλοις, ἀλλ’ ἀλλήλοις περιχωροῦσι». Ὅτι «ἵσταται ὡς φάρος τῆς ἀληθείας καὶ τῆς ἀγάπης». Δὲν ἔχει ἀναγνώσει τὰ θερμὰ καὶ ὄντως ἀδελφικὰ λόγια, τὰ ὁποῖα ἀπευθύνει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος τοῦ Διαλόγου, Πάπας Ρώμης, μὲ ἀφορμὴ τὴ υἱοθεσία τοῦ τίτλου «οἰκουμενικὸς» ἐκ μέρους τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στὸν συνεπίσκοπό του, τὸν τότε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Νηστευτή: «μὲ ὅλη τὴ γλυκύτητα τῆς ἰσχύος μου ἀπαιτῶ ἀπὸ ἐσένα, τὸν Ἀδελφό μου, νὰ ἀποκρούσεις ὅσους σὲ κολακεύουν καὶ σοῦ προσφέρουν αὐτὸ τὸ ἐσφαλμένο ὄνομα καὶ νὰ μὴ συναινέσεις ἀφρόνως στὸ νὰ σὲ προσφωνοῦν μὲ αὐτὸν τὸν ὑπερήφανο τίτλο…» (εἶχε ἐκλάβει τὸν τίτλο ὄχι ὡς καθαρὰ τιμητικὸ ἀλλὰ ὡς ἐκφράζοντας εἰδικὴ ἐξουσία). Ἀλήθεια, μπορεῖ ἡ ἀγάπη ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὴν παροχὴ αὐτονομίας καὶ τοῦ αὐτοκεφάλου μίας Ἐκκλησίας ἐκ μέρους ἑνὸς Πατριαρχείου καὶ στὴ συγκεκριμένη περίπτωση καὶ ἐκ μέρους ἑνὸς Πατριάρχη ποὺ ἐκείνη τὴν ἱστορικὴ στιγμὴ ἔχει τὴν τιμὴ νὰ ἐκφράζει τὸ Πατριαρχεῖο αὐτό, νὰ θεωρεῖται ὡς κατόρθωμα ἀγάπης καὶ νὰ παρομοιάζεται παράτολμα μὲ τὴν κένωση τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀκόμη περισσότερο μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ; Δὲν ὀφείλει νὰ εἶναι μία πράξη ποὺ ἐκπηγάζει μὲ φυσικὸ τρόπο ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἀποστολὴ τοῦ Πατριαρχείου καὶ κατ’ ἐπέκταση τοῦ συγκεκριμένου Πατριάρχη γιὰ τὴν ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ εὔρυθμη λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ γῆς;

Πάπας Ρώμης καὶ Πατράρχης Κων/πόλεως: Πρῶτοι ἄνευ ἴσων

   Μία ἄλλη πλευρὰ τῆς νέας θεολογίας τῆς προσωποκρατίας εἶναι τὸ κατόρθωμα τῆς ἐν ἀγάπη ὑπέρβασης τοῦ χάσματος τοῦ χωρισμοῦ ποὺ ἐπῆλθε μὲ τὸ Μεγάλο Σχίσμα τοῦ 1054. Ἡ πλέον ταιριαστὴ εἰκόνα, ὁ ἐναγκαλισμὸς καὶ τὸ φίλημα τῶν δύο προκαθημένων, τοῦ Πάπα Παύλου ΣΤ΄ μὲ τὸν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα Α΄ στὴ Ἱερουσαλὴμ τὸ 1964. Ἡ ὑπέρβαση τῆς ἐχθρότητας μὲ τὸν διάλογο τῆς ἀγάπης. Ἰδοὺ τὰ λόγια τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα: «Πνεῦμα μέγα ἀγάπης ἐξαπλώνεται ὑπὲρ τοὺς Χριστιανοὺς Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως. Ἤδη ἀγαπώμεθα. Ὁ Πάπας τὸ εἶπε: ἀπέκτησα ἕνα ἀδελφὸν καὶ τοῦ λέγω σ’ ἀγαπῶ! Τὸ εἶπα καὶ ἐγώ: Ἀπέκτησα ἕνα ἀδελφὸ καὶ τοῦ εἶπα σ’ ἀγαπῶ! …». Ἀλλὰ παρὰ αὐτὴ τὴν «Ἀγάπη ἄνευ ὅρων καὶ ὁρίων» οὔτε «ὀλίγαι σταγόνες ἀγάπης» διατίθενται γιὰ τοὺς Ὀρθόδοξους ποὺ σκανδαλίζονται μὲ τὴν ἀθέτηση τῶν ἱερῶν Κανόνων καὶ τὴν ἀνατροπὴ αἰωνόβιων παραδόσεων κατὰ τὸν μακαριστὸ π. Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο. Ἀκολούθησε ὁ θεολογικὸς διάλογος. Μὲ τὴν προβολὴ τῆς συνοδικότητας στὴ Δύση καὶ στὴ κατανόηση τοῦ παπικοῦ πρωτείου ὡς παγκόσμιου πρωτείου μέσα στὴν κοινωνία τῶν ἐπισκόπων βρέθηκε γιὰ τοὺς προσωποκρατικοὺς “ὀρθόδοξους” θεολόγους μὲ προεξάρχοντα τὸν Μητροπολίτη Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα μία ἀνεκτὴ ἔκφραση τοῦ πρωτείου τῆς Ρώμης. Τὸ τελικὸ κείμενο τῆς Παγκόσμιας Συνόδου τῆς 26ης Ὀκτωβρίου 2024 στὴ Ρώμη τὸ διατυπώνει ὡς πρωτεῖο τοῦ Πάπα ποὺ προστατεύει τὶς διαφορὲς ὡς ποικιλίες ἐκδήλωσης τῆς ἑνότητας, ἀποτελεῖ «τὸ θεμέλιο τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας καὶ εἶναι ὁ ἐγγυητὴς τῆς συνοδικότητας». Ἐπίσης ἀσκεῖ τὴν μοναδικὴ ἀποστολή, νὰ «διαφυλάξει τὴ διδασκαλία τῆς πίστης καὶ τοῦ ἤθους». Οἱ παραπάνω προσωποκρατικοὶ “ὀρθόδοξοι” θεολόγοι στὸ πρόσωπο τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ἐντοπίζουν τὸ ἀκριβὲς ἀντίστοιχο τοῦ Πάπα. Γιὰ τὸν Ἰωάννη Ζηζιούλα ἡ παρουσία του εἶναι «ὅρος ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ γιὰ κάθε κανονικὴ διαβούλευση» μίας συνόδου (β΄ τόμος τῶν Ἁπάντων) καὶ ὁ νῦν Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς Ἐλπιδοφόρος θεωρεῖ «τὸ πρόσωπον τοῦ ἑκάστοτε Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως» ὡς «πηγὴ ἑνὸς πρωτείου εἰς τὴν ἀνὰ τὴν οἰκουμένην Ἐκκλησίαν», τὸν θεωρεῖ «πρῶτο δίχως ἴσον» (βλ. τὸ ἄρθρο του «Primus sine paribus: Ἀπάντησις εἰς τὸ περὶ πρωτείου κείμενον τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας» τῆς 5ης Μαΐου 2014). Καὶ ποῦ τὸ θεμελιώνουν; Στὴν προσωποκρατική τους ἑρμηνεία τοῦ μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος εἰσάγουν μία ἱεράρχηση στὰ τρία πρόσωπα τῆς θεότητας μὲ ἀνώτερο φυσικὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Πατέρα. Παρομοιάζοντας στὴ συνέχεια τὴν ἱεράρχηση τῶν Προσώπων  στὴν Ἁγία Τριάδα μὲ τοὺς ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας μας, θεωροῦν ἀπόλυτα δικαιολογημένη καὶ μάλιστα ἐπιβεβλημένη τὴν ἱεραρχικὴ ὑπεροχὴ τοῦ ἑνός.

Ὁ Πρῶτος ἄνευ ἴσων εἰς τὴν κρίσιν τῶν συνεπισκόπων του

   Τὰ κατορθώματα μέσα στὸ πνεῦμα τῆς προσωποκρατικῆς θεολογίας δὲν σταματοῦν ὅμως ἐδῶ. Ἔχουν τὴ συνέχειά τους στὴν ἐκ μέρους τῶν πρώτων ἄνευ ἴσων «ἐν ἀγάπῃ» (φυσικὰ) διόρθωση τῶν κατωτέρων τους ἐπισκόπων, ποὺ ἐννοεῖται ὅτι ἔχουν πάρει λάθος πορεία. Τὸ βιώσαμε πρόσφατα στὴν Κύπρο μὲ τὴν ἐκθρόνιση τοῦ Μητροπολίτη Πάφου Τυχικοῦ. Προκειμένου νὰ εἶναι ἀποτελεσματικὴ αὐτὴ ἡ διόρθωση, δὲν βαρύνει καὶ τόσο ἡ τήρηση τῶν νόμων καὶ κανόνων, οἱ ὁποῖοι στὴν περίπτωση τοῦ Μητροπολίτη Τυχικοῦ δὲν λήφθηκαν καθόλου ὑπ’ ὄψη.  Βαρύνει ἡ θέση τοῦ Πρώτου. Κάτι παρόμοιο ἔγινε στὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως τὸ 2020, ὅταν ἐκθρονίστηκε ὁ ἐπὶ δέκα ἑπτὰ χρόνια Μητροπολίτης Νέας Ἰερσέης Εὐάγγελος, χωρὶς κἄν νὰ κληθεῖ σὲ ἀπολογία.

Τὸ θεμέλιον τῆς προσωποκρατικῆς θεολογίας

  Ποιὰ ὅμως εἶναι ἡ πεμπτουσία αὐτῆς τῆς προσωποκρατικῆς θεολογίας; Τὰ βαθύτερα αἴτια τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἐνδύονται σωτηριολογικὴ σημασία καὶ ἀνάγονται σὲ παράγοντες προσδιορισμοῦ ἀκόμα καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἰδίως τὸ τελευταῖο σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ δημιούργημα μετατρέπει τὸν Τριαδικὸ Θεὸ σὲ δημιούργημα δικό του, κατ’ εἰκόνα τῆς δικῆς του πτωτικῆς κατάστασης. Καὶ ἐξηγοῦμε: Ὁ ἄνθρωπος εἶχε λάβει ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος ὡς δημιουργὸς τοῦ ἀνθρώπου γνώριζε καὶ γνωρίζει προφανῶς ἄριστα τὶς προδιαγραφὲς γιὰ τὸν σωστὸ τρόπο λειτουργίας τοῦ δημιουργήματός Του, τὶς ἀπαραίτητες ὁδηγίες γιὰ τὴν πορεία τῆς ζωῆς του. Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ἦταν ἀπαραίτητος ὅρος, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει ὁ ἄνθρωπος τὴν εὔρυθμη λειτουργία, τὴν  ὑγεία τῆς ὕπαρξής του. Ἀντίθετα, ἐὰν ἀκολουθοῦσε τὶς δικές του ἐπιλογές, αὐτὸ θὰ τὸν ὁδηγοῦσε μὲ βεβαιότητα στὴν πάρα φύσιν, στὴν ἐνάντια στὴ φύση του ζωή, στὴ πνευματικὴ-ψυχικὴ καὶ σωματικὴ ἀσθένεια. Ὡς λογικὸ ὄν, ὅπως εἶχε δημιουργηθεῖ, ἀξιοποιώντας τὴν εὐφυΐα του θὰ ἔπρεπε νὰ λέει τὸ ἀνεπιφύλακτο “ναὶ” στὶς ὑποδείξεις τοῦ Θεοῦ. Σὲ αὐτὴ τὴν κατὰ φύσιν λειτουργία τοῦ ἑαυτοῦ τους θὰ συνέπιπταν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι στὶς ἐνέργειες τῆς φύσης τους, θὰ συνέπιπταν στὴν καθ’ ὑπόδειξιν τοῦ Θεοῦ λειτουργία τῆς φύσης τους, θὰ εἶχαν κοινὲς φυσικὲς ἐνέργειες, ὅπως μᾶς ἔχουν διαφωτίσει καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες σχετικὰ μὲ τὴν μία φύση καὶ τὶς κοινὲς ἐνέργειες τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἡ ἀγάπη, ἡ πρόνοια, ἡ δικαιοσύνη, τὸ ἔλεος κ.ἄ. τοῦ Θεοῦ πηγάζουν ἀπὸ τὴν κοινή Του φύση εἶναι φυσικὲς ἐνέργειες καὶ ὄχι προσωπικὲς ἐπιλογὲς τῶν τριῶν Προσώπων τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.

  Ὁ Θεὸς φυσικὰ δὲν δημιουργεῖ ρομπότ. Γι’ αὐτὸ κεντρικὸ στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης φύσης εἶναι τὸ αὐτεξούσιο, ἡ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου χειρισμοῦ τοῦ ἑαυτοῦ του σύμφωνα μὲ τὸ γνωμικό του θέλημα. Αὐτὸ τὸ αὐτεξούσιο, γιὰ νὰ ἐγγυηθεῖ μὲ πληρότητα τὸν ἁγιασμὸ τοῦ ἀνθρώπου, θὰ ἔπρεπε, ὅπως συνέβη στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας, νὰ ἐπιστραφεῖ ἀχρησιμοποίητο στὸν Θεὸ καὶ Δημιουργό μας. Αὐτὸ ἀκριβῶς θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχαν πράξει ἤδη οἱ πρωτόπλαστοι. Αὐτὸ θὰ ἔπρεπε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ εἴχαμε πράξει ἢ ἔστω νὰ πράττουμε ἀπὸ ἐδῶ καὶ στὸ ἑξῆς στὴ ζωή μας. Θὰ ἔπρεπε νὰ εἴχαμε πεῖ ἢ ἔστω νὰ λέμε στὸ Θεό: «Ναί, μᾶς ἔδωσες τὴ δυνατότητα νὰ χειριστοῦμε τὸν ἑαυτό μας σύμφωνα μὲ τὸ δικό μας θέλημα. Ἀλλὰ μὲ ποιὰ ὑγιῆ λογικὴ νὰ προβοῦμε σὲ αὐτοσχεδιασμούς; Μόνο δυσάρεστες περιπέτειες θὰ προκύψουν ἀπὸ μία τέτοια χρήση τοῦ αὐτεξουσίου μας. Ἐσὺ εἶσαι ὁ δημιουργός μας, μόνο Ἐσὺ γνωρίζεις καὶ μπορεῖς μὲ ἀσφάλεια καὶ ἀλάνθαστα νὰ μᾶς ὁδηγήσεις στὸν προορισμό μας καὶ τὴν εὐτυχία μας ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀλλοῦ παρὰ μόνο κοντά Σου, στὴν ἐπικοινωνία μαζί Σου. Μόνο Ἐσένα ποθοῦμε καὶ μόνο μὲ τὶς δικές Σου ὁδηγίες θέλουμε νὰ βαδίζουμε». Ἀλλὰ αὐτὸ τὸ συνεπὲς “ὄχι” στοὺς αὐτοσχεδιασμοὺς καὶ τὸ ἀνεπιφύλακτο “ναὶ” στὶς ὑποδείξεις τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθεῖ μόνο μὲ πνευματικὸ ἔρωτα πρὸς τὸν Θεό. Δυστυχῶς τὸ βλέπουμε σὲ ὕψιστο βαθμὸ μόνο στὸ πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Τὸ παρατηροῦμε ὅμως καὶ στὴ ζωὴ ὅλων τῶν Ἁγίων. Εἶναι τόσος ὁ πόθος τους νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸν Θεό, ὥστε ὁ Τριαδικὸς Θεός, ἀνταποκρινόμενος στὸν πόθο αὐτό, τοὺς χαρίζει καὶ τὸ «ὑπὲρ φύσιν», ἐκεῖνο δηλαδὴ ποὺ ὑπερβαίνει τὴ φύση τους, τοὺς κάνει κατοικητήριό Του σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: «ἐὰν τίς ἀγαπᾶ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν.» (Ἰω. 14,23).

  Ἀλλὰ παρὰ τὸν ὁλοφάνερο δοξασμὸ αὐτῶν τῶν Ἁγίων, αὐτῶν τῶν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι δὲν θέλουμε ἢ θέλουμε μέν, ἀλλὰ ὄχι μὲ ζέση, νὰ συνέλθουμε. Ἔχουμε πάθει παράκρουση ἢ ἀκόμα καὶ παραισθήσεις σχετικὰ μὲ τὴ ζωή μας. Παρότι καταλήξαμε στὴ πάρα φύσιν ζωὴ μὲ ὅλες τὶς γνωστές, τόσο ἀπὸ τὴν προσωπική μας ἱστορία, ὅσο καὶ γενικὰ ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἱστορία πολὺ δυσάρεστες συν­έπειες, ἐπιμένουμε. Ἐπιμένουμε νὰ θεωροῦμε ἐλευθερία τὸ νὰ πράττουμε τὸ δικό μας. Καὶ δὲν συνειδητοποιοῦμε ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι ἐλευθερία, ἀλλὰ κατάντια, εἶναι ἔκφραση τοῦ παραλογισμοῦ μας καὶ τῆς κακῆς χρήσης τοῦ αὐτεξουσίου μας. Μάλιστα οἱ πολὺ “φιλοσοφικὰ” σκεπτόμενοι ἰσχυρίζονται, ὅτι δὲν ταιριάζει στὸν ἐλεύθερο ἄνθρωπο νὰ ἀναγκάζεται ἀπὸ τὴ φύση του νὰ ἐνεργεῖ μὲ τὸν α΄ ἢ β΄ τρόπο, νὰ προκύπτουν οἱ ἐνέργειές του ἀπὸ τὴν φύση του. Ὅμως ἡ φύση μας, γιὰ νὰ μείνει ψυχικὰ καὶ σωματικὰ ὑγιὴς ἢ νὰ ἐπιστρέψει στὴν ψυχικὴ καὶ σωματικὴ ὑγεία, θέλει ἀκριβῶς τὶς ἐνέργειες σύμφωνα μὲ τὶς ὁδηγίες τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ ποὺ τοποθετοῦν στὸ ἐπίκεντρο τὸ πρόσωπο τοῦ καθενός, οἱ προσωποκρατικοὶ (δηλ. πρέπει νὰ κρατήσει, νὰ ἐπικρατήσει τὸ πρόσωπο), ἐπιμένουν νὰ μὴ θέλουν νὰ δεχθοῦν τὴν πραγματικότητα αὐτὴ τῆς σωστῆς (κατὰ φύσιν) ἢ μὴ σωστῆς (πάρα φύσιν) λειτουργίας τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἡ ὁποία γίνεται ἀπόλυτα ἀντιληπτὴ στὴν καθημερινότητά μας. Ἐπιμένουν στὴν ἀντίληψη, ὅτι τότε μόνο ὑπάρχει ἐγγύηση τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὡς ἐλεύθερο πρόσωπο χειρίζεται τὴ φύση του καὶ δὲν ἐξαναγκάζεται ἀπὸ αὐτὴν σὲ ὁποιαδήποτε ἐπιλογή του. Ἄρα ἡ προσωποκρατικὴ θεολογία θὰ ἔπρεπε νὰ ἀλλάξει καὶ τὸ «Πάτερ Ἡμῶν» ποὺ ὁ Χριστὸς μᾶς χάρισε. Τὸ «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου» θὰ ἔπρεπε νὰ μετατραπεῖ σὲ «ἐλθέτω ἡ βασιλεία μου», ὅπως καὶ τὸ «γενηθήτω τὸ θέλημά σου ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς» θὰ ἔπρεπε νὰ λάβει τὴ διατύπωση «γενηθήτω τὸ θέλημά μου ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς». Ἐννοεῖται βέβαια γιὰ τὸν “ἠθικὰ ὁλοκληρωμένο ἄνθρωπο”, ὅτι οἱ ἐπιλογές του ἀνταποκρίνονται στὸ ἠθικὸ ἀγαθό. Ἔτσι ὅλες οἱ ἀρετές, ἰδίως ὅμως ἡ ἀγάπη, ὅταν ὁ ἄνθρωπος τοποθετεῖ τὸν ἑαυτό του στὴ θέση τοῦ ἄλλου, θεωροῦνται κατόρθωμα. Μὲ τὴν ἀντίληψη αὐτή, ἡ ὁποία κυριολεκτικὰ μετατρέπεται σὲ δόγμα στὴν προσωποκρατικὴ θεολογία, χάνεται τὸ αὐτονόητο, ὅτι ἡ ἄσκηση τῆς ἀγάπης εἶναι προϋπόθεση τῆς ψυχικῆς ὑγείας τοῦ ἀνθρώπου. Μόνο μὲ τὴν ἄσκηση τῆς ἀγάπης ἐξασφαλίζεται ἡ ἰσορροποιημένη λειτουργία τῆς φύσης του. Ἆρα πῶς νὰ εἶναι κατόρθωμα; Εἶναι ἁπλῶς ἡ φυσικὴ λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου. Ὡς κατόρθωμα τὴν ἀρνεῖται καὶ ἡ Ἁγία Γραφή, ὅταν στὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο λέει: «οὕτω καὶ ὑμεῖς, ὅταν ποιήσητε πάντα τὰ διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε ὅτι δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν, ὅτι ὃ ὀφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (17,10). Μοιάζει ἀδύνατο στὴ προσωποκρατικὴ θεολογία νὰ γίνει κατανοητό, ὅτι ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι μία δεδομένη κατάσταση, ἀλλὰ ἡ δυναμικὴ κατάσταση τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, τῆς ἑνότητας μὲ τὸν Θεό, τοῦ ἀποκλεισμοῦ κάθε δικοῦ του, ἰδιαίτερου τρόπου λειτουργίας τοῦ ἑαυτοῦ του, τῆς λειτουργίας του μὲ βάση τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ, τοῦ δημιουργοῦ καὶ κατασκευαστῆ του. Αὐτὴ ἡ λειτουργία δὲν εἶναι κάτι κατώτερο, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει κάτι ἀνώτερο.

Ἡ νέα Τριαδολογία τῶν προσωποκρατικῶν θεολόγων

  Παραπάνω σημειώσαμε ὡς ἐπιθυμητὴ ἀλλαγὴ τῆς «Κυριακῆς Προσευχῆς» γιὰ τοὺς προσωποκρατικοὺς θεολόγους τὸ «γενηθήτω τὸ θέλημά μου ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς». Ἀκριβῶς αὐτὸ ἐννοεῖται: καὶ «ἐν οὐρανῷ», ἀφοῦ κατὰ τὴν ἀντίληψή τους, σύμφωνα μὲ τὸ δικό τους θέλημα, πρέπει νὰ λειτουργεῖ καὶ ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς ὑποτάσσεται στὴν μεταπτωτικὴ λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου. Πρόκειται στὴ πεποίθησή τους γιὰ μία ἀνώτερη θεολογία, τὴ θεολογία ἀνώτερων ἀνθρώπων. Μήπως τελικὰ ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἕνα ἀνώτερο Θεό; Ἕνα Θεὸ ποὺ τὸν διδάξαμε ἐμεῖς νὰ ξεπεράσει τὶς ἀνάγκες τῆς φύσης του; Ὁ Θεός, ἰσχυρίζονται, δὲν μπορεῖ νὰ ἀναγκάζεται ἀπὸ τὴ φύση Του νὰ κάνει κάτι, νὰ εἶναι π.χ. ἀγαθός, νὰ ἀγαπάει. Ἔτσι, κατὰ τὸ δοκοῦν τους, ὁ ἕνας Θεὸς γίνεται ἀντιληπτὸς ὄχι μὲ βάση τὴν μία ἑνιαία οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μὲ βάση τὸ Πρόσωπο τοῦ Πατρός. Ὁ Πατὴρ ἐλεύθερα ἀποφασίζει νὰ εἶναι Θεός, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἐκπηγάζει ἡ θεία φύση, ὁ ὁποῖος ἐλεύθερα ἀποφασίζει καὶ ἀγαπάει, ὁ ὁποῖος γεννᾶ τὸν Υἱὸ καὶ ἐκπορεύει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Τὰ τρία Θεῖα Πρόσωπα συνδέουν σχέσεις ποὺ βασίζονται στὴν ἀμοιβαία «κενωτικὴ ἀγάπη». Χαρακτηριστικὰ ἐπισημαίνεται στὴν ἐξαιρετικὴ ἐργασία τοῦ Γέροντα Παϊσίου Καρεώτη «Ἡ θεολογικὴ τραγωδία τοῦ περσοναλισμοῦ»: «Σὲ αὐτὴ τὴν ἀγαπητικὴ ἀλληλοπεριχώρησι, ἡ Ἁγία Τριὰς κατανοεῖται ὡς ἀγαπητικὴ “Σύνοδος” τῶν Τριῶν Ὑποστάσεων καὶ λειτουργεῖ ὡς “ὑπαρξιακὸς διάλογος”, ποὺ ἔχει ὡς ἀφετηρία τὴν ἀγάπη τοῦ συνοδικοῦ Πρώτου, τοῦ Πατρός, ποὺ τοὺς κοινωνεῖ τὰ ὑπαρξιακὰ νοήματα τῆς θείας ζωῆς, τὰ ὁποῖα εἶναι “πλήρη καὶ ἱκανοποιητικά, διότι εἶναι νοήματα ποὺ ἐκφράζουν τὴν ἀγάπη”. Τὸ τελευταῖο εἶναι καὶ ἡ βάση ὅλων τῶν παραπάνω ποὺ ἀναφέρθηκαν γιὰ τὸν «Πρῶτο ἄνευ ἴσων».

  Σὲ αὐτὴ τὴν καταστροφικὴ ἀντίληψη τῆς προσωποκρατικῆς θεολογίας γιὰ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ οὐσιαστικὰ καταργεῖται τὸ ὁμοούσιον τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Οἱ Θεῖες ἐνέργειες ἀποχωρίζονται ἀπὸ τὴν κοινὴ θεία οὐσία καὶ μετατρέπονται σὲ προσωπικὰ νομίζω τῶν Τριῶν Προσώπων. Ἔτσι ὁ Τριαδικὸς Θεὸς καταντάει ὁμοίωμα τῆς δικῆς μας μεταπτωτικῆς κατάστασης, προκειμένου ἐμεῖς νὰ νιώθουμε ὑπερήφανοι γιὰ τοὺς δικούς μας αὐτοσχεδιασμούς.

https://orthodoxostypos.gr