Διηγείται ὁ πατέρας Δημήτριος:
– Στις 30/12/1967, ημέρα Σάββατο καί ώρα 3 μ.μ. πήγα στά Μετέωρα γιά νά προσκυνήσω καί ωφεληθώ πνευματικά.
Τήν Κυριακή λειτούργησα στήν Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως καί τήν Δευτέρα Στόν Άγιο Στέφανο, νυχτερινή. Χαρά Θεού καί ευλογία Κυρίου.
Αφού
μέ τήν δύναμη του Θεού επέστρεψα στό χωριό μου, μέ ειδοποίησαν αμέσως
νά πάω νά κοινωνήσω μία γριά Ζωή Αντωνίου Γκαγκαστάθη, πού ήταν από
καιρό κατάκοιτη, περίπου 85 ετών.
–
Μέ έκαψε ἡ Κοινωνία, φωτιά έχω, δώστε μου νερό νά πιώ καίγομαι. Μέ
καίει μέσα. Στίς λίγες ώρες πού έζησε φώναζε συνεχεία ή καημένη. Κατόπιν
παρέδωσε τό πνεύμα της. «πύρ γάρ εστί τούς αναξίους φλέγον».
Είπε πάλι:
Νά έχετε αγάπη καί ταπεινοφροσύνη καί υπακουή.
–
Νά σέ φυλάξει ὁ Θεός καί ἡ Παναγιά από οικογενειακά. Ό σατανάς στήν
οικογένεια είναι σάν έναν πού πηγαίνει καί βρίσκει τ’ αμπέλι ξέφραγο. θά
μπεί μέσα. Τό ίδιο είναι καί στήν οικογένεια. Εάν τήν οικογένεια τή
βρει διαμοιρασμένη καί λοιπά, θά μπεί μέσα. Εάν όμως έχουν αγάπη, τόν
Χριστό θά στέκεται μακριά. Δέν μπορεί νά μπεί γιατί υπάρχει ὁ Χριστός.
–
Ζεί ὁ Χριστός – λέει – καί βασιλεύει καί τόν κόσμο κυριεύει. Έχω μία
ζωή στήν εκκλησία. Μ` αρέσει πώς νά τό πώ. Μέ πονάει, θέλω όλος ὁ κόσμος
νά έρθει στήν εκκλησία. Είναι γλυκύς ὁ Χριστός, είναι πολύ γλυκύς.
Είπε πάλι:
–
Εάν ἡ Ελλάδα δεν ρίξει βλέμμα πρός τούς πολύτεκνους καί δέν νοιαστεί ἡ
πολιτεία γιά κάθε παιδί πού γεννιέται, δέν πρόκειται νά γίνει τίποτα.
Τρείς μέρες πρίν τήν επιστράτευση έλεγε:
– Τό μπούμ πλησιάζει.
Καί μετά τρείς μέρες έγινε ἡ επιστράτευση.
– Ένα μπούμ θά σιμώσει τόν κόσμο καί θά έλθουν καί πάλι στόν Χριστό, τήν Εκκλησία.
–
Όταν ψέλνεις νά καταλαβαίνεις καί νά νιώθεις τό τί λές. Όχι νά
επαίρεσαι ότι δήθεν ψέλνεις ωραία, ότι είσαι καλλίφωνος. Νά ζείς αυτά
πού λές.
Κάποτε εγώ
έλεγα στή εκκλησία ένα τροπάριο τοῦ αποστόλου Πέτρου, σχετικά μέ τήν
άρνησή του. Όταν σέ έφτασα στήν λέξεις «ὁ δέ έκλαυσε πικρώς» τότε είδα
τήν εικόνα τού Πέτρου νά κυλούν δάκρυα. Ευχαριστήθηκε ὁ Άγιος.
Άλλοτε
πήγα στήν Αίγινα. Περιοδεύσαμε όλα τά εκκλησάκια πού υπήρχαν απέναντι
από τό μοναστήρι τοῦ αγίου Νεκταρίου. Στό δρόμο ακούγαμε εγώ καί ὁ
συνοδοιπόρος μου ένα θρόισμα. Στό τέλος μπήκαμε σέ ένα Ναό πού υπήρχε ὁ
Εσταυρωμένος. Ψάλλαμε καί Εκεί από τό βάθος τής ψυχής. Ό Εσταυρωμένος
ευχαριστήθηκε καί μάς πλήρωσε μέ ευωδιά. Τό απολυτίκιο πού λέμε είναι
σάν νά λέμε καλημέρα στόν άγιο καί εκείνος μάς απαντά.