Γεωργίου Ἰ. Βιλλιώτη
Ἐσχάτως ἡ κα. Ἑλένη Γλύκατζη-Ἀρβελέρ σὲ τιμητικὴ ἐκδήλωση γιὰ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Βαρθολομαῖο ἀπηύθυνε ἔκκληση νὰ διορθωθῇ στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα ἡ γνωστὴ φράση τοῦ Χριστοῦ: «Πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς (=τρυπήματος) ῥαφίδος (=βελόνας) διελθεῖν, ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν». Ἡ ρήση αὐτὴ ἀποδίδεται -περιέργως, σύμφωνα μὲ τὴν κα. Ἀρβελὲρ- ὡς ἑξῆς: «Πάλιν σᾶς λέγω, ὅτι εἶναι εὐκολώτερον νὰ περάσῃ μιὰ καμήλα ἀπὸ τὴν τρῦπα μιᾶς βελόνας παρὰ πλούσιος νὰ μπῇ εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Κατ΄ αὐτὴν ἡ σωστὴ λέξη εἶναι κάμιλος, (κομποσκοίνι) (sic), καὶ ὄχι κάμηλος, τὸ ζῶον[1].
Ἄς δοῦμε πρῶτα τὴν εὐαγγελικὴ περικοπή.
«Ἕνας πλούσιος πλησίασε τὸν Ἰησοῦ καὶ τοῦ εἶπε: «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί καλὸ πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ ἔχω αἰώνιον ζωή;» Αὐτὸς δὲ τοῦ εἶπε: «Γιατί μὲ λὲς ἀγαθόν; Κανεὶς δὲν εἶναι ἀγαθὸς πάρα ἕνας, ὁ Θεός. Ἐὰν θέλῃς νὰ μπῇς εἰς τὴν ζωήν, φύλαγε τὶς ἐντολές». Λέγει σὲ αὐτόν: «Ποιές;». Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπήντησε: «Τὸ νὰ μὴ φονεύσῃς, νὰ μὴ μοιχεύσῃς, νὰ μὴ κλέψῃς, νὰ μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, νὰ τιμᾶς τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, καί, νὰ ἀγαπᾶς τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτόν σου». Λέγει σὲ Αὐτὸν ὁ νέος, «Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐφύλαξα ἀπὸ τὴν νεότητά μου. Σὲ τί ἀκόμα ὑστερῶ;» Τότε τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς: «Ἐὰν θέλῃς νὰ εἶσαι τέλειος, πήγαινε καὶ πούλησε ὅσα ἔχεις καὶ μοίρασέ τα στοὺς πτωχούς, καὶ θὰ ἔχῃς θησαυρὸν στοὺς οὐρανοὺς καὶ ἔλα ἀκολούθει με». Ὅταν ὁ νέος ἄκουσε τὰ λόγια αὐτά, ἔφυγε λυπημένος, διότι εἶχε πολλὰ κτήματα. Ὁ Ἰησοῦς εἶπε τότε στοὺς μαθητές Του, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι δύσκολα πλούσιος θὰ μπῇ στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Πάλιν σᾶς λέγω, ὅτι εὐκολώτερον νὰ περάσῃ μιὰ καμήλα ἀπὸ τὴν τρύπα μιᾶς βελόνας παρὰ πλούσιος νὰ μπῇ στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Κατὰ Ματθαῖον 19, 16-24, καὶ παράλληλες περικοπὲς: Κατὰ Μᾶρκον 10, 17-31, Κατὰ Λουκᾶν 18, 18-30).
Τὸ ἐπίμαχο χωρίο εἶναι τὸ 24: «πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ῥαφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν». Σύμφωνα μὲ τὴν κα. Ἀρβελὲρ ἡ «κάμηλος» (ἡ καμήλα) πρέπει νὰ ἀντικατασταθῇ ἀπὸ τὸν κάμιλον (παλαμάρι, χοντρὸ σχοινί).
Ἠ λέξη «κάμηλος» ἀπαντᾶ γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἑλληνικὴ γραμματεία στὸν Ἡρόδοτο[2] καὶ ἀρκετὲς φορὲς στοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς, ἐνῷ ὁ «κάμιλος» εἶναι παντελῶς ἄγνωστη στοὺς ἀρχαίους, διότι πολὺ ἁπλᾶ δὲν ὑπάρχει! Ἡ κάμηλος εἶναι βέβαιο δάνειο ἀπὸ δυτικὴ σημιτική[3]. Τὴν λέξη «κάμηλος» δανείστηκε ἐπίσης ἡ ἀρχαία ἰνδικὴ μὲ τὴν μορφὴ kramela-, ἡ λατινικὴ μὲ τὴν μορφὴ camēlus καὶ στὴν συνέχεια οἱ εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες (πρβλ. ἀγγλ. camel, γέρμ. Kamel). Καὶ ἡ ἀρχαία πόλη τῆς Ἀσσυρίας ἀπὸ τὴν κάμηλον προέρχεται. Κατὰ τὸν γεωγράφο Στράβωνα[4], τὸ ὄνομα Γαυγάμηλα[5] σημαίνει καμήλου οἶκος καὶ καθιερώθηκε ὅταν ὁ βασιλιᾶς τῶν Περσῶν Δαρεῖος ὁ Ὑστάσπους ἔδωσε τὴν πόλη σὲ κάποιον γιὰ νὰ φροντίζῃ τὴν διατροφὴ τῆς καμήλας, ποὺ μετέφερε τὰ τρόφιμά του στὴν ἔρημο, κατὰ τὴν ἐκστρατεία ἐναντίον τῆς Σκυθίας. Ἡ κάμηλος θεωρεῖται ἀπὸ ἀρκετοὺς συγγραφεῖς ὡς μνησίκακο ζῶο[6]. Σὲ ὁρισμένα στρατεύματα εἶχαν καμῆλες ἀντὶ γιὰ ἵππους. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος φοροῦσε ἔνδυμα ἀπὸ τρίχες καμήλου[7] καὶ οἱ Φαρισαῖοι διυλίζουν τὸν κώνωπα καὶ καταπίνουν τὴν κάμηλο[8].
Οἱ Εὐαγγελιστὲς εἶναι λογικὸ νὰ χρησιμοποιοῦν μιὰ γνωστὴ λέξη ποὺ περιγράφει τὸ μεγαλόσωμο μηρυκαστικὸ καὶ συνδέεται μὲ τὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ἐκείνης τῆς περιοχῆς καὶ εἶναι οἰκεία τόσο στοὺς ἴδιους ὅσο καὶ στοὺς ἀναγνῶστες τους. Ὁ Χριστὸς ἀξιοποιεῖ μιὰ παροιμιακὴ ἔκφραση τῆς ἐποχῆς του[9] γιὰ νὰ καταστήσῃ περισσότερο αἰσθητὸ στοὺς ἀκροατές Του πόσο δύσκολο εἶναι ἕνας πλούσιος νὰ εἰσέλθῃ στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ραββινικὴ γραμματεία χρησιμοποιεῖ τὴν μορφὴ τοῦ ἐλέφαντα νὰ προσπαθῇ νὰ περάσῃ ἀπὸ τὴν τρύπα τῆς βελόνας[10]. Παρόμοια ἔκφραση στὸ Ταλμοὺδ: «ἐλέφας διερχόμενος ἀπὸ τὴν ὀπὴ βελόνας»[11].
Καὶ πῶς προέκυψε ὁ κάμιλος; Ὁρισμένοι βυζαντινοὶ συγγραφεῖς[12]
(ἢ ἀντιγραφεῖς χειρογράφων;) μὴ γνωρίζοντας τὴν ὕπαρξη τῆς ὡς ἄνω
παροιμίας ἔπλασαν τὸν κάμιλον γιὰ νὰ ἐξηγήσουν τὴν κατ΄ αὐτοὺς
ἑρμηνευτικὴ ἀντίφαση, καθὼς ἡ κάμηλος φαινόταν ἄσχετη μὲ τὴν τρύπα τῆς
βελόνας. Πρόκειται πιθανώτατα γιὰ τεχνητὸ τύπο γιὰ νὰ ἑρμηνευτῇ τὸ
ἐπίδικο χωρίο. Μὲ τὴν θέση αὐτὴ στοιχοῦν οἱ Liddel – Scott[13], οἱ Friedrich Blass, Albert Debrunner[14], ὁ Pierre Chantraine[15] καὶ ἄλλοι σημαντικοὶ λεξικογράφοι καὶ φιλόλογοι[16].
Ἡ γραφὴ «κάμιλος» μαρτυρεῖται σὲ ἐλάχιστα χειρόγραφα καὶ μάλιστα μεταγενέστερα: στὰ μικρογράμματα βυζαντινὰ χειρόγραφα 13, 17, 471*, 543, στὴν ἀρμενικὴ γεωργιανὴ μετάφραση[17].
Θυμίζουμε τέλος -πρὸς ἐπίρρωσιν τῆς θέσεώς μας- ὅτι οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνεύοντας τὸν λόγο αὐτὸν τοῦ Κυρίου σὲ κάμηλον ἀναφέρονται, καὶ ὄχι σὲ κάμιλον[18].
[1] https://www.protothema.gr/world/article/1636664/to-minuma-tou-oikoumenikou-patriarhi-ston-neo-papa/. Σὲ συνέντευξή της εἶχε δηλώσει: «Σχετικὰ μὲ τὸν ἰωτακισμὸ αὐτῆς τῆς ἐποχῆς, καὶ τελείως παρενθετικά, θὰ ἀναφέρω ὅτι ἡ ἄγνοια τοῦ γλωσσικοῦ αὐτοῦ φαινομένου ὁδήγησε τὶς ἐκκλησιαστικὲς Ἀρχὲς ὅλων τῶν χριστιανικῶν ὁμολογιῶν σὲ ἐσφαλμένη μετάφραση τοῦ εὐαγγελικοῦ: «Εὐκολώτερον γὰρ ἔστι κάμηλον διὰ τρυμαλιὰς ραφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν». Ἂν ἀντὶ γιὰ «κάμηλος» γράψουμε ὑπακούοντας στὸν ἰωτακισμὸ «κάμιλος» (σημαίνει χοντρὸ σκοινὶ) καταλαβαίνουμε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε ὅτι ἡ καμήλα (ὅπως μεταφράζουν ὅλοι τώρα) μπορεῖ ποτὲ νὰ περάσῃ ἀπὸ τὴν τρῦπα τῆς βελόνας, ἀλλὰ ἕνα χοντρὸ σκοινί. Ἴσως ἀπὸ τὴ γραφὴ «κάμηλος» ἀντὶ «κάμιλος» πρέπει νὰ καταλάβουμε ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ μιλάει γιὰ αὐτὸ τὸ γεγονὸς γράφτηκε στὴν μορφὴ ποὺ ἔχουμε σήμερα ὄχι ἀπὸ ἀντιγραφὴ ἄλλου γραπτοῦ κειμένου, ἀλλὰ καθ’ ὑπαγόρευση ποὺ δὲν ἐπιτρέπει, λόγῳ ἀκριβῶς του ἰωτακισμοῦ, τὴν διάκριση τοῦ γιῶτα ἀπὸ τὸ ἦτα». https://www.tanea.gr/2020/05/25/interviews/arveler-otan-akouo-ti-leksi-peristrofo-vgazo-ton-politismo-mou/.
[2] «Τὸ μὲν δὴ εἶδος ὁκοῖόν τι ἔχει ἡ κάμηλος, ἐπισταμένοισι τοῖσι Ἕλλησι οὐ συγγράφω» (Ἱστορίαι, 3, 103).
[3] Pierre Chantraine, Ἐτυμολογικὸ Λεξικὸ τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς, Ἀριστοτέλειο Πανεπίστήμιο Θεσσαλονίκης, Ἰνστιτοῦτο Νεοεεληνικῶν Σπουδῶν, Ἵδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2022, σελ. 517.
[4] Γεωγραφικά, 16, 1, 3
[5] Τὰ Γαυγάμηλα
ἔγιναν περίπυστα ἀπὸ τὴν μάχη μεταξὺ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καὶ τοῦ
Δαρείου Γ’ τοῦ Κοδομανοῦ, ποὺ ἔκρινε τὴν τύχη τῆς ἐκστρατείας τοῦ
Ἀλεξάνδρου κατὰ τοῦ περσικοῦ κράτους. Οἱ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς ἀναφέρουν
τὴν μάχη ὡς μάχη των Ἀρβήλων, γιατί τὰ Ἄρβηλα ἦταν ὀνομαστὴ πόλη, ἐνῷ τὰ
Γαυγάμηλα βρίσκονταν σὲ κοντινὴ ἀπόσταση ἀπὸ αὐτήν. Ὁ Δαρεῖος διάλεξε
τὴν τοποθεσία τῶν Γαυγαμήλων, ἐπειδὴ ἦταν πεδινὴ καὶ χωρὶς δέντρα καὶ
προσφερόταν γιὰ νὰ ἀναπτυχθῇ ὁ πολυάριθμος στρατός του, ποὺ σύμφωνα μὲ
τοὺς ἀρχαίους ἱστορικοὺς διέθετε 1.000.000 πεζούς, 40.000 ἱππεῖς, 200
δρεπανηφόρα ἅρματα καὶ 15 ἐλέφαντες. Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος μὲ τὸν στρατό
του (40.000 πεζοὶ καὶ 7.000 ἱππεῖς), ἀφοῦ πέρασε χωρὶς δυσκολίες τὸν
Τίγρη ποταμό, ἔφτασε στὶς 30 Σεπτεμβρίου τοῦ 331 π.Χ. σὲ ἀπόσταση
περίπου μίας ὥρας ἀπὸ τὸν Δαρεῖο.
[6]
Ἐρμηνεύοντας ὁ Χρυσορρήμων τὸ παύλειο χωρίο «παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι
τοῖς ἀνοήτοις» ἀξιοποιεῖ τὸ σχῆμα τῆς παρομοίωσης, συγκρίνοντας τὰ πάθη
μὲ τὶς ἰδιότητες διάφορων ζώων: «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε,
παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις, καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς. Ὅταν γάρ
τις σκιρτᾷ μὲν ὡς ταῦρος, λακτίζῃ δὲ ὡς ὄνος, μνησικακῇ δὲ ὡς κάμηλος,
καὶ γαστριμαργῇ μὲν ὡς ἄρκτος, ἁρπάζῃ δὲ ὡς λύκος, πλήττῃ δὲ ὡς
σκορπίος, ὕπουλος δὲ ᾖ ὡς ἀλώπηξ, χρεμετίζῃ δὲ ἐπὶ γυναιξὶν ὡς ἵππος
θηλυμανὴς, πῶς δύναται ὁ τοιοῦτος τὴν υἱῷ πρέπουσαν ἀναπέμψαι φωνὴν, καὶ
Πατέρα ἑαυτοῦ καλεῖν τὸν Θεόν;» (PG 41- 48).
[7] «Αὐτὸς δὲ ὁ Ἰωάννης εἶχεν τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ ἀπὸ τριχῶν καμήλου» (Κατὰ Ματθαῖον 3, 4).
[8] «ὁδηγοὶ τυφλοί, οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες»! (Κατὰ Ματθαῖον 23, 24).
[9] b. Berakok, 55b.
[10] Χρήστου Βούγγαρη, Ἑρμηνευτικὸν Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθήνα, 2018, σελ. 579.
[11] Ἰωάννου Καραβιδόπουλου, Τὸ κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγέλιο, ἐκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη, 2003, σελ. 343-344.
[12] Σχόλια Ἀριστοφάνους, Σφῆκες 1030, Σοῦδα. Μόνο σὲ αὐτὰ τὰ δύο ἔργα ἀπαντᾶ ὁ κάμιλος.
[13]
«Ἡ λέξις πιθανῶς ἔχει τὴν ἀρχὴν αὑτῆς ἐκ τοῦ γνωστοῦ χωρίου τῆς Καιν.
Διαθ. (Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιθ’, 24): “εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς
ῥαφίδος διελθεῖν”, ἔνθα ὑπό τινων ἐνομίσθη καταλληλοτέρα πρὸς τὴν
παρομοίωσιν ἡ ἔννοια τοῦ σχοινίου ἢ τῆς καμήλου. Ἀλλ’ οἱ Ἄραβες ἔχουσι
παροιμίαν περὶ ἐλέφαντος διερχομένου διὰ τῆς ὀπῆς τῆς βελόνης· καὶ τὸ
διυλίζοντες τὸν κώνωπα τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες εἶναι ὁμοίως
παροιμιώδης φράσις ἐν τῷ Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ’, 24». Liddel – Scott, Μέγα Λεξικὸν τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας, ἐκδ. Πελεκᾶνος, Ἀθήνα 20062, τ. 4ος, σελ. 258.
[14] Friedrich Blass, Albert Debrunner, Grammatik des neutestamentlichen Griechisch, Gottingen 1975, &24.
[15] Pierre Chantraine, Ἐτυμολογικὸ Λεξικὸ τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς, ὅ.π. σελ. 517.
[16] Βλ. Hjalmar Frisk. Griechisches Etymologisches Woerterbuch. Heidelberg, 1960, σελ. 274, Robert S. P. Beekes, Etymological Dictionary of Greek, 2009, σελ. 231, Revised Edition, A Greek-English Lexicon of the New Testament and Other Early Christian Literature,The University of Chicago Press | Chicago and London 2021, σελ. 449.
[17] Nestle- Aland, Das Neue Testament, Stuttgart, 1979, σελ. 54.
[18] Ἐνδεικτικὰ: Ἰωάννης Χρυσόστομος, PG, 57:13-472; 58:471-794, Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, PG 72, 1857-1866: 476-949. , Ἰωάννης Δαμασκηνός PG, 95:1040-1588; 96:9-441.