Λεωνίδας Μαυρομμάτης
ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑΣ
ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Τα τελευταία χρόνια η συστηματική μελέτη και έκδοση των πηγών πού αφορούν τα ευαγή ιδρύματα στο Βυζάντιο, τη σύστασή τους και την λειτουργία τους, επέτρεψαν την εκπόνηση συνθετικών έργων με αντικείμενο τη φιλανθρωπία και τους χώρους άσκησης της. Ο όρος είναι πανάρχαιος με διαφορετικό όμως περιεχόμενο στις διάφορες κοινωνίες και στις ιστορικές περιόδους. Περιορίζομαι ενδεικτικά να αναφέρω τον πλατωνικό ορισμό: φιλανθρωπία έξις ευάγωγος ήθους προς ανθρώπου φιλίαν έξις ευεργετική ανθρώπων, χάριτος σχέσις, μνήμη μετ’ ευεργεσίας. Διαυγής διατύπωση προερχόμενη από έναν αθηναίο αριστοκράτη. Με την επιλογή και την επιβολή του χριστιανισμού ως μόνης και επίσημης θρησκείας του ρωμαϊκού κράτους εισάγεται και υιοθετείται ως κυρίαρχη αξία η αγάπη, η οποία εκφράζεται και μέσα από τη φιλανθρωπία: τούτο συνιστά μία τομή ως προς την ελληνιστική και ρωμαϊκή αντίληψη. Η φιλανθρωπία δεν αποτελεί πια την ευμενή διάθεση άνθρωπου προς άνθρωπο η αφηρημένα του θείου προς τον άνθρωπο. Ο τελευταίος καλείται από το Θεό να συμπάσχει ενεργητικά με το συνάνθρωπο του.
Ο αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης, μίμησις και ύπαρχος του Θεού είναι εξ ορισμού φιλάνθρωπος και ελεήμων. Την καινούργια αυτή αντίληψη για ένα φιλάνθρωπο Θεό όπως τη διατυπώνει ο απόστολος Παύλος, επεξεργάσθηκαν, θεωρητικοποίησαν και εφήρμοσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας και κυρίως ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος.
Στο Βυζάντιο ή θεσμοθετημένη άσκηση της χριστιανικής αγάπης μέσω της φιλανθρωπίας πραγματώνεται κυρίως από το βασικό μηχανισμό του κράτους, την Εκκλησία, η οποία έρχεται να αντικαταστήσει τους θεσμούς των ελληνιστικών και ρωμαϊκών πόλεων (άστυ, urbs).
Oι πληροφορίες για την ύπαρξη και τη λειτουργία των ευαγών οίκων καθώς και για το είδος και την ποιότητα της περίθαλψης είναι διάσπαρτες και συχνά άνισες. Κυρίως — και δεν είναι τυχαίο — οι πληροφορίες προέρχονται από περιοχές όπου ήκμασε η ελληνιστική πόλη: Μικρά Ασία, Εγγύς Ανατολή, Αίγυπτος, και βέβαια η Κωνσταντινούπολη. Παραμένει εντυπωσιακή η απουσία στοιχείων για τον ελλαδικό χώρο. Ακόμη οι ονομασίες των ιδρυμάτων, ξενών, ξενοδοχείον, πανδοχείον, καταγωγών κτλ. παρέχουν την εντύπωση ότι πρόκειται για χώρους με ποικίλους προορισμούς, πράγμα πού υποχρεώνει τον ιστορικό να ξεφύγει από την σύγχρονη αντίληψη για την «κλινική» και γενικότερα για τη νόσο. Το ανθρώπινο σώμα παραμένει ένα αντικείμενο πού δεν ελκύει το ενδιαφέρον των διανοουμένων και η ιατρική δεν καταξιώνεται ως επιστήμη. Ναι μεν η αρχαία παράδοση της παροχής ιατρικών υπηρεσιών συνεχίζεται αλλά η εστίαση του χριστιανισμού στον εσωτερικό κόσμο, στην ψυχή, συνέβαλε στο να είναι ανεκτή η θεραπεία του φθαρτού σαρκίου χωρίς όμως την ανάπτυξη και την καλλιέργεια της περιέργειας. Η ιατρική ως γνώση μεταβιβαζόταν σαν τέχνη και όχι σαν επιστήμη από γενιά σε γενιά, αν όχι από πατέρα σε γιό. Εξάλλου μία, πρόχειρη έστω, διάκριση των τροφίμων των «νοσοκομείων» η των αναξιοπαθούντων γενικότερα σε όλη τη μεσαιωνική χριστιανοσύνη αφήνει να διαφανεί ότι πρόκειται για ασθενείς ανίατους (τυφλοί, ανάπηροι με συγγενείς διαμαρτίες περί τη διάπλαση, λεπροί, ορφανοί, χήρες).
Η οργανωμένη φιλανθρωπία πραγματοποιείται κατ’ εξοχήν στα αστικά και στα μεγάλα μοναστικά κέντρα. Θα ήταν λάθος όμως να θεωρήσουμε την άσκηση της φιλανθρωπίας ως ένδειξη για την ύπαρξη «κοινωνικής πρόνοιας» και επομένως το Βυζάντιο ως «κράτος προνοίας». Ο κύριος στόχος της φροντίδας για τον αναξιοπαθούντα είναι, σε τελευταία ανάλυση, η απομάκρυνση του από το χώρο εργασίας ώστε να μην την παρεμποδίζει και όχι βέβαια η ίασή του για τη σύντομη επανένταξη του στην παραγωγική διαδικασία, όπως συμβαίνει σήμερα. Στο Μεσαίωνα (όπως σχετικά πρόσφατα ακόμη) ο κανόνας ήταν, ιδιαίτερα στην αγροτική κοινότητα, να παραμένει ο ασθενής ή ο υπερήλικας στους κόλπους της οικογένειας.
Τα μέλη της άρχουσας τάξης συμπεριλαμβανομένης βέβαια και της αυτοκρατορικής οικογένειας είχαν την οικονομική άνεση να έχουν ιατρική περίθαλψη και φαρμακευτική θεραπεία· οι σχετικές μαρτυρίες αφθονούν στις πηγές. Επομένως τα ευαγή ιδρύματα απαντούσαν στις ανάγκες μεσαίων και κατωτέρων στρωμάτων. Εν τούτοις άδηλα παραμένουν τα κριτήρια για την επιλογή των τροφίμων των νοσοκομείων ή των γηροκομείων κτλ. μια και η ζήτηση εμφανίζεται να ήταν μεγαλύτερη από την προσφορά όχι μόνο λόγω του ευάριθμου των ιδρυμάτων άλλα και εξ αιτίας της χρονιότητας των νοσημάτων.
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε, έστω εν τάχει, στο χώρο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας ως προς την ίδρυση και διαχείριση φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Χωρίς να αμφισβητείται ότι μια τέτοια πρακτική εγγραφόταν στην ιδεολογία της ενεργού άσκησης της χριστιανικής αντίληψης για την αγάπη και την ελεημοσύνη, πρέπει να επισημανθεί μία δεύτερη διάσταση, αυτή του όχι τόσο ανιδιοτελούς ενδιαφέροντος ορισμένων αριστοκρατών. Γνωστή είναι, για να σημειώσουμε ένα παράδειγμα από τις πηγές και τη βιβλιογραφία, η περίπτωση του «ιδρύματος» του Μιχαήλ Ατταλειάτη και οι επιδέξιοι χειρισμοί του ιδρυτή ώστε να απολαμβάνουν ο ίδιος και οι κατιόντες του τα κοινωνικά και οικονομικά προνόμια πού παρείχε η αυτοκρατορική εύνοια.
Χωρίς να γενικεύει κανείς, μπορεί να διακρίνει περιπτώσεις όπου η αυτοκρατορική μέριμνα για τους αναξιοπαθούντες υπακούει και σε άλλες σκοπιμότητες. Δύο παραδείγματα από την Αλεξιάδα είναι, νομίζω, διαφωτιστικά. Ο αυτοκράτωρ Αλέξιος Κομνηνός δια την ραθυμίαν των ανέκαθεν αυτοκρατόρων συγκέντρωσε δύο χιλιάδες γιους φονευθέντων στρατιωτών (δηλ. κατόχων προνοιών έναντι στρατιωτικής υπηρεσίας), τους εξεπαίδευσε στρατιωτικά συγκροτώντας έτσι ένα επίλεκτο σώμα, τους Αρχοντόπουλους. Mε τον τρόπο αυτό ο βασιλεύς όχι μόνο επέδειξε φιλανθρωπία και στοργή προς τους ορφανούς αυτούς εφήβους άλλα συνέστησε και έναν «Ιερό Λόχο» αφοσιωμένο στο πρόσωπο του και στην αυτοκρατορία.
Ο ίδιος αυτοκράτωρ ασχολήθηκε με την τύχη των αιχμαλώτων, των ξένων και των ορφανών κατά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη ύστερα από εκστρατεία του στη Μικρά Ασία. Με εντολή του ιδρύθηκε ορφανοτροφείο για αρκετά από τα ορφανά ενώ άλλα παραδόθηκαν στους ηγουμένους μεγάλων μονών με την εντολή να ανατραφούν ως ελεύθεροι Ρωμαίοι κάτοχοι παντοίας παιδείας και κυρίως των ιερών γραμμάτων ή ακόμη, όσα παιδιά είχαν τη σχετική έφεση, να μυηθούν στην εγκύκλιον παιδείαν. Ο φιλανθρωπότατος βασιλεύς επεμβαίνει δραστικά έτσι ώστε να επιλύσει το καυτό πρόβλημα ενός εκπατρισμένου πληθυσμού αλλά ταυτόχρονα επιδιώκει, μέσω του ορφανοτροφείου-παιδευτηρίου πού συνιστά καθώς και με την αρωγή των μοναστικών κέντρων, να ενισχύσει και να εμπλουτίσει το βυζαντινό στοιχείο εξελληνίζοντας όσους ήταν αλλοεθνείς και γαλουχώντας όλους με την Ορθοδοξία και με την πίστη στην αυτοκρατορία.
Το ορφανοτροφείο ιδρύθηκε κοντά στο ναό του Αποστόλου Παύλου στην Κωνσταντινούπολη. Κατά την Άννα την Κομνηνή επρόκειτο για μία πόλη μέσα στην Πόλη, την όποια παρομοιάζει με τη Στοά του Σολομώντος, και όπου συμφύρονταν λεπροί, τυφλοί, ανάπηροι και λοιποί παντελώς άποροι και εξηρτημένοι από τη βασιλική γενναιοδωρία. Τους περιθωριακούς αυτούς, όπως θα λέγαμε σήμερα, αδελφούς συντηρούσε αποκλειστικά και μόνο η αυτοκρατορική φιλανθρωπία τόσο ως προς την διατροφή όσο και προς την παροχή υπηρεσιών. Αν ο αυτοκράτορας δεν είχε τη θεία χάρη του θαυματουργού, όπως ο βασιλιάς της Γαλλίας, ωστόσο παρείχε κάθε υλική βοήθεια παραμάνες για βρέφη, οδηγούς για τυφλούς, υπηρέτριες για ηλικιωμένους κτλ. Εντούτοις δεν διακρίνουμε την ύπαρξη συγκεκριμένων μέτρων πού μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα θα αποκαθιστούσαν οικονομικά και κοινωνικά τα πολυάριθμα μέλη αυτής της ιδιότυπης κοινωνίας· το κράτος δεν προσδοκούσε να αποκομίσει κάποια οφέλη από τους αδελφούς αυτούς (όπως αντίθετα με τα ορφανά) μια και έπασχαν από χρόνια νοσήματα ή είχαν υπερβεί κάποιο όριο ηλικίας. Η μέριμνα περιοριζόταν απλά στην ελεημοσύνη, η οποία αντανακλούσε στο πρόσωπο του βασιλέως εκπροσώπου του Θεού επί της γης. Εξ ου και η επιλογή της Άννας να αποκαλεί το μικρόκοσμο αυτό αδελφούς.
Στην ανακοίνωση αυτή δεν περιλαμβάνεται το θέμα των λοιμωδών νόσων και ιδιαίτερα της πανώλους. Όλες οι κοινωνίες αντιμετώπισαν το πρόβλημα με τον ίδιο περίπου τρόπο μιά και το μικρόβιο της πανώλους (yersinia pestis) ανεκαλύφθη μόλις στο τέλος του 19ου αιώνα. Η εμφάνιση της νόσου αποτελούσε μία θεομηνία πού ξεπερνούσε τα όρια της οργανωμένης ή αυθόρμητης φιλανθρωπίας εφόσον έθετε ως προϋπόθεση sine qua non το αίτημα της μη περαιτέρω διάδοσης της νόσου άρα της σωτηρίας των μη προσβληθέντων από το μικρόβιο. Θεία πρόνοια για τους επιζώντες, θεία δίκη για τα θύματα. Το όλο εγγραφόταν στην οικονομία του θείου για τα ανθρώπινα. Οφείλει όμως να επισημανθεί η ανάγκη της διερεύνησης του προβλήματος για το βαλκανικό χώρο, ο οποίος όμως διαθέτει ελάχιστες πληροφορίες για τη μεσαιωνική περίοδο. Καταλήγοντας θα ήθελα να τονίσω ότι το πνεύμα της ανακοίνωσης αυτής ήταν να θίξει ορισμένα κομβικά σημεία ενός πολυπαραγοντικού και πολυδιάστατου θέματος, της φιλανθρωπίας στη βυζαντινή κοινωνία, το όποιο απέχει πολύ από του να θεωρηθεί ότι εξαντλήθηκε.
Πηγή: Εισήγηση του κυρίου Μαυρομμάτη στο συνέδριο «Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο», 1989.