ΑΧΙΛΛΕΥΣ Γ. ΛΑΖΑΡΟΥ
Ὅταν ἐπιδιώκεται ὁ προσδιορισμὸς τῆς καταγωγῆς ἑνὸς πληθυσμοῦ ὁ ὁποῖος ἐπὶ αἰῶνες ἢ χιλιετίες κατοικεῖ στὸν ἴδιο τόπο, χρειάζεται τοὐλάχιστον στοιχειώδης διερεύνηση, ἀρχαιολογική, ἱστορική, γλωσσολογική, ἐθνολογική, ἀνθρωπολογική… Ἡ Ἀλβανία σχεδὸν τέμνεται ἀπὸ Δύση πρὸς Ἀνατολὴ μὲ τὸν ποταμὸ Γενυσό, τοῦ ὁποίου τὸ ὕψιλον τῆς παραλήγουσας ἀργότερα γίνεται -ου-, Γενούσου, στὴ δὲ ἀλβανικὴ γλῶσσα φέρει τὸ ὄνομα Σκούμπιν.
Ὁ ροῦς τοῦ ποταμοῦ εἶναι ὁδικὴ ἀρτηρία ὑδάτινη, καὶ συνάμα κατὰ διαστήματα βαίνει παράλληλα μὲ τὴν πανάρχαιη παρὰ τὸ ρωμαϊκὸ ὄνομα Ἐγνατία ὁδό, τὴν ὁποία ὁ πατέρας τῆς Γεωγραφίας Στράβων παρουσιάζει ὡς σύνορο ποὺ χωρίζει νότια μὲν τὸν Ἑλληνισμό, βόρεια δὲ τὸν Ἰλλυρισμό: «Ταύτην δὴ τὴν ὁδὸν ἐκ τῶν περὶ τὴν Ἐπίδαμνον καὶ τὴν Ἀπολλωνίαν τόπων ἰοῦσιν ἐν δεξιᾷ μὲν ἐστι τὰ Ἠπειρωτικὰ ἔθνη κλυζόμενα τῷ Σικελικῷ πελάγει μέχρι τοῦ Ἀμβρακικοῦ κόλπου, ἐν ἀριστερᾷ δὲ τὰ ὄρη τῶν Ἰλλυριῶν…».
Ὁ καθηγητὴς τοῦ πανεπιστημίου Ἰωαννίνων Φώτιος Πέτσας παρατηρεῖ ὅτι ὁ Στράβων «γράφει στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ περίπου, δηλαδὴ μὲ ρωμαιοκρατία, συνεπῶς, καὶ νὰ ἤθελε νά… χαρισθῇ στοὺς Ἕλληνες, δὲν θὰ μποροῦσε!». Ὅσα δὲ ὑποστηρίζει ὁ Στράβων ἐπιβεβαιώνει μετὰ πέντε αἰῶνες καὶ ὁ ἱστορικὸς τῶν χρόνων τοῦ Ἰουστινιανοῦ Προκόπιος, ὁ ὁποῖος ὀνομάζει τοὺς Δυρραχιῶτες Ἕλληνες.
Ἐπὶ πλέον, ἡ μαρτυρία ἰσχύει καὶ κατὰ τὸν 20ὸ αἰῶνα. Συγκεκριμένα, τὴν ἐπικαλεῖται σὲ διεθνὲς συνέδριο ὁ Vladislav Popovic. Ὁ δὲ καθηγητὴς τοῦ πανεπιστημίου Aix-En- Provence Fernand Benoit ἐπισημαίνει: «Οἱ ἀρχαιότερες ἑλληνικὲς ἀποικίες, τὶς ὁποῖες ἵδρυσαν στὴν Ἀδριατικὴ κατὰ τὰ τέλη τοῦ 7ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 6ου αἰῶνα (π.Χ.) οἱ Κορίνθιοι τῆς Κέρκυρας, τὸ Δυρράχιον (Ἐπίδαμνος) καὶ ἡ Ἀπολλωνία, κεῖνται στὸ ἀκρότατο νότιο μέρος τῆς Ἰλλυρίας».
Ἐν τούτοις, οἱ σύγχρονοί μας Ἀλβανοὶ S. Pollo – A. Putto στὸ ἐξώφυλλο καὶ οἱ συνεργάτες τους Kristi Frasheri – Skënder Anamali στὸ ἐσώφυλλο συλλογικοῦ τόμου τὸν ὁποῖο ἐπιγράφουν Ἱστορία τῆς Ἀλβανίας ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μέχρι σήμερα, μεταφρασμένου στὶς μεγαλύτερες εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες, καθὼς καὶ στὴν ἐλληνική, χαρτογραφικά, σελ. 24, προεκτείνουν τὴν Ἰλλυρία ἕως τή… Ναύπακτο!
Ὅσοι γνωρίζουν τὰ μεγέθη τῆς πανιλλυρικῆς θεωρίας τοῦ μεσοπολέμου, τὰ ὁποῖα κατέγραψε ὁ ἀκαδημαϊκὸς καθηγητὴς τοῦ πανεπιστημίου Βουκουρεστίου Al. Graur μεταπολεμικά, διερωτῶνται γιὰ τὴν προφανῆ περίσκεψη καὶ μετριοπάθεια τῶν συγγραφέων τῆς Ἱστορίας τῆς Ἀλβανίας. Διότι ἄλλοτε ὡς ἰλλυρικὴ εἶχαν θεωρήσει ὁλόκληρη τὴν Εὐρώπη, καὶ ὄχι μόνον! Ἐμπνευσμένα δὲ ὁ Graur προσθέτει:
«Ἤδη ἡ πλάνη ἔγινε ἀντιληπτή, ἀλλὰ τὸ γεγονὸς ὅτι δημιουργήθηκαν παρόμοιες παρεκκλίσεις ἐπιβάλλει ἐφεξῆς φρόνηση» – ἡ ὁποία ἀτυχῶς δὲν ἐπιδείχθηκε δεόντως στὴν ἀλβανικὴ συλλογικὴ συγγραφή.
Ἀρκοῦσε ἄλλως τε ὡς ἐγγύηση ἀλήθειας ὁ Πολύβιος. Ὁ Μεγαλοπολίτης ἱστορικός, διὰ στόματος τοῦ πρέσβεως τῶν Ἀκαρνάνων, ποὺ ἀντιτίθεται στὴν πρόθεση τῶν Λακεδαιμονίων γιὰ σύναψη συμμαχίας μὲ τοὺς Ρωμαίους καὶ ἐπιδιώκει διέγερση τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως ὑπενθυμίζοντας τὶς θυσίες τῶν προγόνων τους ὑπὲρ τῆς ἐλευ- θερίας τῶν Ἑλλήνων κατὰ τοὺς περσικοὺς πολέμους, δηλώνει μὲ περισσὴ σαφήνεια:
«Ἄξιόν γε τοιούτων ἀνδρῶν νῦν ἀπογόνους ὑπάρχοντας (Λακεδαιμονίους) κἄπειτα νῦν συμμαχίαν ποιησαμένους τοῖς βαρβάροις (Ρωμαίοις) στρατεύειν μετ’ ἐκείνων καὶ πολεμεῖν Ἠπειρώταις, Ἀχαιοῖς, Ἀκαρνᾶσι, Βοιωτοῖς, Θετταλοῖς, σχεδὸν πᾶσι τοῖς Ἕλλησι…».
Ἐξ ἄλλου, τὴν ἑλληνικότητα τοῦ Ἠπειρωτικοῦ χώρου φανερώνει καὶ ἡ ἀνθρωπωνυμική του ἔρευνα, τῆς ὁποίας τὰ πορίσματα ἀνακοίνωσε σὲ διεθνὲς συνέδριο ὁ καθηγητὴς τοῦ πανεπιστημίου Nancy Olivier Masson: «Ὅσον ἀφορᾶ στὶς ἑλληνικὲς χῶρες, τὶς κοντινὲς μὲ τὴν Ἰλλυρία, ὅπως ἡ Ἤπειρος καὶ ἡ Ἀκαρνανία, μπορεῖ κανεὶς νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι πράγματι ὑπέστησαν ἐπίδραση ἀπὸ βορρᾶ, σὲ πεῖσμα θεωριῶν ποὺ διατυπώθηκαν μὲ βάση ἐπιφανειακὴ ἑρμηνεία τούτου ἢ ἐκείνου τοῦ ὀνόματος».
Ἐξίσου ἰσχυρὴ μαρτυρία ἑλληνικότητας ἀποτελοῦν στὴν Ἤπειρο καὶ τὰ τοπωνύμια, σύμφωνα μὲ ἀνακοίνωση πάλι σὲ διεθνὲς συνέδριο τοῦ κατ’ ἐξοχὴν εἰδικοῦ ἐπιστήμονα, τοῦ Βουλγάρου ἀκαδημαϊκοῦ Vl. Georgiev: «… στὴν Ἤπειρο τὰ τοπωνύμια εἶναι πολὺ ἀρχαῖα καὶ μόνον ἑλληνικῆς προελεύσεως».
Γλωσσολογικὰ καὶ ἐθνολογικὰ τεκμηριώνεται ἡ ἑλληνικότητα τῆς Ἠπείρου πρὸ πολλοῦ ἀπὸ τὸν καθηγητὴ τοῦ πανεπιστημίου τῆς Ρώμης K. J. Beloch.
Ἀρχαιολογικὰ δὲ καὶ ἱστορικὰ ἀπὸ τὸν N. G. L. Hammond καὶ τὴν καθηγήτρια τοῦ πανεπιστημίου Βελιγραδίου Fanoula Papazoglou, ἀντεπιστέλλον μέλος τῆς Ἀκαδημίας Σκοπίων.
Μετὰ τὰ τόσα ἀποδεικτικὰ ἑλληνικότητας τῆς σύνολης Ἠπείρου, ὁ καθηγητὴς τοῦ πανεπιστημίου Besançon P. Cabanes θεωρεῖ περιττὴ τὴν περαιτέρω ἐπιμονὴ στὴ σκοποβολία τῆς ἑλληνικότητας ἤδη ἀπὸ τὴν ἐκπόνηση τῆς διδακτορικῆς διατριβῆς του, ἐνῷ ὁμοειδεῖς μελέτες του διαδέχονται ἡ μία τὴν ἄλλη:
Ι. «Σύνορο καὶ συνάντηση πολιτισμῶν στὴ ΒΔ Ἑλλάδα».
ΙΙ. «Ἡ θέση τῆς γυναίκας στὴν ἀρχαία Ἤπειρο».
ΙΙΙ. «Ἐπισημάνσεις τῶν αἰτίων τῆς ρωμαϊκῆς ἐπεμβάσεως στὴν ἀνατολικὴ ἀκτὴ τῆς Ἀδριατικῆς 229-228 π.Χ.».
- «Ἡ τοπικὴ ἐξουσία στὸ πλαίσιο τῶν ὁμοσπονδιακῶν κρατῶν: Ἤπειρος, Ἀκαρνανία, Αἰτωλία».
- «Οἱ ἐδαφικὲς καὶ πολιτικὲς μεταβολὲς στὴ νότιο Ἰλλυρία καὶ στὴν Ἤπειρο κατὰ τὸν 3ο αἰῶνα καὶ τὸ πρῶτο μισὸ τοῦ 2ου αἰῶνα π.Χ.».
- «Οἱ κάτοικοι τῶν περιοχῶν οἱ ὁποῖες κεῖνται στὴ ΒΔ ἀρχαία Ἑλλάδα ἦσαν ξένοι στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων τῆς κεντρικῆς καὶ νότιας Ἑλλάδος».
Ἀναντίρρητα προκαλεῖ κατάπληξη καὶ ἡ πρωτοφανὴς παρρησία γιὰ τὴν ἑλληνικότητα τῆς Νότιας Ἀλβανίας, ὅπως ὀνομάζουν τὴ Βόρειο Ἤπειρο οἱ Ἀλβανοί, Ἀλβανοῦ ἡγέτη πολυτιτλούχου καὶ πατριώτη πολυπαθοῦς, τοῦ Basri-bey, ὁ ὁποῖος διακηρύσσει καὶ τὴν πολλαπλῶς εὐεργετικὴ ἐπίδραση τῶν βορειοηπειρωτικῶν ἐκπαι- δευτικῶν ἱδρυμάτων στὸν ἐκπολιτισμὸ καὶ τῶν Ἀλβανῶν.
Ὁ Basri-bey διετέλεσε βουλευτὴς στὸ Ὀθωμανικὸ Κοινοβούλιο, πρόεδρος τῆς δεύτερης ἐθνικῆς ἀλβανικῆς κυβερνήσεως καὶ ἀναπληρωτὴς ἀρχηγὸς τῆς Ἐκτελεστικῆς Ἐξουσίας (1915-1916), κρατούμενος τῶν Αὐστρο-οὑγγρικῶν στρατιωτικῶν φυλακῶν (1916-1918). Ὅλα τὰ παραπάνω συνοδεύουν τὸ ὄνομά του στὸ ἐξώφυλλο γαλλόγλωσσου δημοσιεύματός του, μὲ κωδικὸ ἀριθμὸ Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης Γαλλίας: 4ο (719(48)) τὸ ὁποῖο ἐπιγράφεται: Ἡ Ἀνατολὴ ἀποβαλκανοποιημένη καὶ ἡ Ἀλβανία. Αἰτία τῶν τελευταίων πολέμων καὶ μέλλουσα εἰρήνη.
Στὴ σελίδα 5 ὁ Basri-bey γράφει καὶ τὰ ἑξῆς: «Ἀναγνωρίζουμε τὸν ἑλληνικὸ χαρακτῆρα τῆς νότιας Ἀλβανίας, ὅπου τὸ ὑπεραιωνόβιο πολιτισμικὸ ἔργο τῶν σχολῶν της κυριαρχεῖ ἠθικὰ καὶ ἐθνικά».
Δεύτερη ἀξιοσημείωτη θέση του συνίσταται στὴν ἀκόλουθη ἀποκάλυψη: «Κάθε κίνημα τῆς Ἀλβανίας ἐθνικὸ εἶναι ἐπίπλαστο, εἰσαγόμενο ἀπὸ τὸ ἐξωτερικό, πρὸ πάντων ἀπὸ τὴ Βιέννη». Αὐτὸ περιεργότατα ἐπαληθεύεται καὶ ἀπὸ τὸν Ἰταλὸ Luigi Albertini, διευθυντὴ τῆς ἐφημερίδας Corriere dela Sera, κατὰ τὸν ὁποῖο τὴν Ἀλβανία δημιούργησαν «ξένα συμφέροντα ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον, συμφέροντα ἀλληλοσυγκρουόμενα καίτοι συμμαχικά, τὰ τῆς Ἰταλίας καὶ Αὐστροουγγαρίας».
Ἄξια ἰδιαίτερης μνείας εἶναι καὶ ἡ πολύκροτη ἐπιγραφὴ ἡ ὁποία βρέθηκε στὴ Χρυσούπολη (Σκούταρι-Σκόδρα) καὶ ἐπὶ μισὸ αἰῶνα θεωρήθηκε ὡς ἡ μοναδική «ἰλλυρική», ἀλλὰ τελικά, χάρη στὴ σύγχρονή μας Βουλγάρα ἀρχαιολόγο Ljuba Ognenova, ἀποδείχθηκε ἀπόλυτα ἑλληνική, καὶ εἰδικὰ χριστιανικὴ τοῦ 6ου-7ου αἰῶνα μ.Χ. Τὸν 7ο ἐπίσης αἰῶνα ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Πάπα στὸ Ἰλλυρικόν, ἐπιφανέστατος καὶ πολυεπιστημονικὰ ἐπίσκοπος Σεβίλλης, μετέπειτα ἀρχιεπίσκοπος Ἱσπανίας, ἀναγορευμένος ἅγιος, Ἰσίδωρος, ἀποφαίνεται ὅτι τὸ Ἰλλυρικὸν εἶναι Ἑλλάς: “Illyricum autem generaliter omnis Grecia est“!
Ἔκτοτε στὴ διεπιστημονικὴ ἰχνηλάτηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς προκειμένης περιοχῆς ἐπιδίδονται ἐπιστήμονες διαφόρων χωρῶν, ὅπως οἱ J. Hatzfeld, L. Robert, P. Digović, B. Mitrea, A. Gitti, V. Pârvan, V. Vinja, M. Nicolanci, M. Parović- Pesikan, M. Garasanin, G. Woodhead, D. Rendić-Miocević κ.ἄ., τῶν ὁποίων οἱ συγγραφὲς καταπλήσσουν.
Γιὰ τὰ βορειότερα μέρη ὁ Digović ἀποκαλύπτει: «Οἱ αὐτόχθονες τοῦ ἀδριατικοῦ χώρου τῆς Βαλκανικῆς ἀπομιμούμενοι τοὺς Ἕλληνες δημιουργοῦν ναυτικό, ἀσχολοῦνται μὲ τὸ ἐμπόριο, ἀναπτύσσουν πνευματικὴ ζωή, ὀργανώνονται πολιτικά».
Ρουμάνος δὲ ἀκαδημαϊκὸς καὶ καθηγητὴς τοῦ πανεπιστημίου Βουκουρεστίου, ὁ Vasile Pârvan, ἀνακαλύπτει στὴν Ἀδριατικὴ ἑλληνικὸ ὑπόστρωμα, διακρίνοντας στὴ δαλματικὴ γλῶσσα τριμερῆ ἐθνολογικὴ σύνθεση, ἰλλυρο-ἑλληνο-ρωμαϊκή! Ἀξ ἄλλου, γιὰ τὸν Σέρβο ἀκαδημαϊκὸ Milutin Garasanin, τὰ προρωμαϊκὰ στοιχεῖα, δια- πιστούμενα στὸν ἀδριατικὸ χῶρο τῆς ΝΑ Εὐρώπης, συνιστοῦν παράγοντες ταχύτερης διαδόσεως τῆς λατινικῆς γλώσσας.
Ὁπωσδήποτε φαίνεται εὔλογη ἡ ἐπιφύλαξη τῶν Ἀλβανῶν συγγραφέων Pollo – Puto κλπ. τῆς Ἱστορίας τῆς Ἀλβανίας ἐπὶ τοῦ Πελασγικοῦ ζητήματος παρὰ τὴν τόσο πρώιμη (1878-1881, Λίγκα Πριζρένης, ἰδίως 1877-1878, Ἀνατολικὴ Κρίση) ἐπιζήτηση τῶν συστατικῶν στοιχείων τοῦ ἀλβανικοῦ ἔθνους καὶ τὴν παρεπόμενη πλούσια σχετικὴ βιβλιογραφία τῶν ἡμερῶν μας. Εὑρηματικὰ ὑπογραμμίζεται ἡ δράση συλλόγων διασπορᾶς, κατ’ ἐξοχὴν Βουκουρεστίου, Βραΐλας, Σόφιας, Ἀλεξάνδρειας…, μὲ βάση τὴν ἐμπορικὴ τάξη Ἀλβανῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Κορυτσᾶς, «ποὺ ἀνῆκε στὸν ἑλληνικὸ πολιτιστικὸ κύκλο, ἀλλὰ κατόπιν στράφηκε στὴν ἀλβανικὴ ἐθνικὴ ὑπόθεση…».
Στὴ συζητούμενη Ἱστορία τῆς Ἀλβανίας περιέχονται καὶ τὰ ἀκόλουθα: «Ὅσο γιὰ τοὺς Πελασγούς, ποὺ ὁρισμένοι ἀρχαῖοι συγγραφεῖς τοὺς ἀναφέρουν ὡς τοὺς πιὸ ἀρχαίους κατοίκους τῶν Νότιων Βαλκανίων κι ὁρισμένοι σύγχρονοι ἐπιστήμονες τοὺς θεωροῦν μακρινοὺς προγόνους τῶν Ἀλβανῶν, δὲν ἔχει βρεθεῖ μέχρι σήμερα κανένα σοβαρὸ δεδομένο ποὺ νὰ τεκμηριώνει ὅτι ὑπῆρξε κάποια συγγένεια διαδοχῆς ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς καὶ τοὺς Ἰλλυριοὺς ἢ τοὺς Ἀλβανοὺς ἀπογόνους τους. Γιὰ νὰ ὑποστηριχθεῖ αὐτὴ ἡ ὑπόθεση, χρειάζονται νέες ἔρευνες καὶ πιὸ στέρεες ἐπιστημονικὲς ἐργασίες».
Ὡστόσο, οἱ συγγραφεῖς τῆς Ἱστορίας τῆς Ἀλβανίας ἀνεπιφύλακτα διακηρύσσουν ὅτι οἱ Ἀλβανοὶ ἔχουν προγόνους τοὺς Ἰλλυριούς, ἐνῷ ἐγκριτώτατοι ἰλλυρολόγοι οὔτε ὡς πιθανότητα δέχονται αὐτό. Ὁ Ρουμᾶνος ἀκαδημαϊκὸς καὶ καθηγητὴς τοῦ πανεπιστημίου Βουκουρεστίου I. I. Russu, ὁ ὁποῖος ἄρχισε τὴν ἐπιστημονικὴ σταδιοδρομία του ἐκπονώντας διδακτορικὴ διατριβὴ γιὰ τοὺς Θρᾶκες, στοὺς Ἰλλυριοὺς ἀφιέρωσε ἐμπεριστατωμένο σύγγραμμα, ἐπιγραφόμενο Οἱ Ἰλλυριοί. Ἱστορία – Γλῶσσα – Ὀνομαστική – Ἐκρωμαϊσμός, Βουκουρέστι 1969.
Μετὰ δεκαετία περίπου ὁ I. I. Russu δημοσιεύει στὴ γαλλικὴ γλῶσσα μελέτη μὲ τίτλο «Βιβλιογραφία ἰλλυρική», στὴν ὁποία διατυπώνει τὴν ἑπόμενη θέση: «… Οἱ Ἀλβανοὶ (Σκυπετάροι) δὲν ἔχουν κληρονομήσει τίποτε ἀπὸ τὴν ἀνθρωπωνυμία καὶ ἐπίσης ἀπὸ τὴν τοπωνυμία τῶν ἀρχαίων Ἰλλυριῶν: αὐτοὶ δὲν ἔχουν τίποτε τὸ κοινὸ μὲ ἐκείνους ἀκριβῶς…».
Δὲν εἶναι ὁ μόνος. Προστίθεται ὁ Βούλγαρος Georgiev, ὁ ὁποῖος εἶναι κατηγορηματικός: «… Κατὰ τὴ γνώμη μου, εἶναι ἀθεμελίωτη ἡ θέση σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία διαφαίνεται διαδοχὴ ἀλβανικὴ ἀπὸ τὴν ἰλλυρική».
Ὁ Ρουμάνος Al. Rosetti ἀποκλείει ἐντοπιότητα τῶν Σκυπιτάρων, καὶ συνεπῶς προέλευση ἰλλυρική. Ὁ ἴδιος ἀκαδημαϊκὸς κατονομάζει καὶ τὸν τελευταῖο ἰλλυρικῆς καταγωγῆς Βλάχο, ὁ ὁποῖος φέρει τὸ ὄνομα Antonio Udina Burbur καὶ ἐκδημεῖ τὸ 1898.
Πάντως, Ἀλβανοὶ γλωσσολόγοι τῆς ἐποχῆς μας ἀνοίγουν θέματα τῆς ἀλβανικῆς γλώσσας, τὰ ὁποῖα παραμένουν καὶ σὲ ἄλλες γλῶσσες διφορούμενα, ὅπως ἡ ἐπίταξη τοῦ ἄρθρου, στὴν ἀπώτατη πελασγική, γιὰ τὴν ὁποία κατὰ τὶς τελευταῖες δεκαετίες συγκλήθηκαν ἀλλεπάλληλες συναντήσεις κορυφαίων τοῦ εἴδους ἐπιστημόνων.
Ὁ H. Müller προσφέρει κάποιες πληροφορίες, γράφοντας γιὰ τοὺς Θρᾶκες, σὲ πλαίσια ἀρχαίας ἱστορίας τῆς Εὐρώπης: «Συζητήθηκαν πολὺ οἱ Πελασγοί, ὡς πρὸς τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα τοῦ ἀρχαίου τούτου λαοῦ καὶ ὡς πρὸς τὸν ἰνδοευρωπαϊκὸ χαρακτῆρα τῆς γλώσσας τους, πρὸ πάντων δὲ ὡς πρὸς τὸ ἐνδεχόμενο ταυτοποιήσεώς τους μὲ μιὰ διακριτὴ φυλὴ θρακική (ἰλλυρική;). Ἔπειτα καταγράφει τὶς ἀνακοινώσεις τῶν Georgiev (Θρᾶκες, Πελασγοί, Ἀχαιοί, Ἴωνες, Δωριεῖς καὶ σχέσεις τους), Σακελλαρίου (Οἱ Θρᾶκες σὲ σχέση μὲ τοὺς Πελασγοὺς καὶ μερικὰ ἑλληνικὰ φῦλα), Braccesi (Τὰ προβλήματα τῆς πελασγικῆς παραδόσεως στὴ βόρεια Ἀδριατική), Radu Vulpe (Θρᾶκες καὶ Πελασγοί), Condurachi (Οἱ στρατιωτικὲς καὶ πολιτικὲς δραστηριότητες τῶν Βυρεβίστα καὶ Δεκεβάλου στὸν θρακικὸ κόσμο κάτω τοῦ Δουνάβεως), M. Popov (Ἡ διασπορὰ τῶν Θρακῶν), εἰκάζοντας ὕπαρξη Θρακῶν- Ἐτρούσκων, χρηστῶν θαλασσίων μέσων, καὶ Θρακῶν-Ἰλλυριῶν, χρηστῶν δρόμων στεριανῶν, M. Pisani (Νέα δοκιμὴ ἀποκρυπτογραφήσεως τῆς ἐπιγραφῆς Ἐρέζοβο) καὶ M. Crevatin (Βαλκάνια καὶ προϊστορία γλωσσολογική)… Οἱ ἀνακοινώσεις δὲ τῶν Dragan (Ἡ Ταρτησσός, μιὰ θρακικὴ πόλη στὴν Ἰβηρία) καὶ Lombard (Ἡ θέση τῆς ρουμανικῆς γλώσσας μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, ἄλλοτε καὶ σήμερα) ὑπαινίσ- σονται πανθρακισμὸ καὶ κατ’ αὐθαίρετη προέκταση πανρουμανισμό, ποὺ ἀπεικονίζεται καὶ χαρτογραφικά, δημοσιευμένο δὲ καὶ στὸ ἐπίσημο ὄργανο τῆς Ρουμανικῆς Ἐκκλησίας.
Ὅμως τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἀλήθειας ἀνέλαβε ὁ ἀκαδημαϊκὸς καὶ καθηγητὴς τοῦ πανεπιστημίου Βουκουρεστίου E. Condurachi, ὁ ὁποῖος στὸ διεθνὲς συνέδριο πρὸς τιμὴν τοῦ Κροάτη ἀκαδημαϊκοῦ G. Novak ἀνέπτυξε θέμα τοῦ Ἠπειρωτικοῦ χώρου, στὸν ὁποῖο ὁρίζει καὶ τὴν κοιτίδα τῶν Πελασγῶν, συνάμα δὲ καὶ τὴν ἑλληνικότητά τους.
Διερευνώντας τὴν παμβαλκανικὴ ἀκτινοβολία τῆς Δωδώνης, καταλήγει στὸ συμπέρασμα ὅτι «οἱ Πελασγοὶ θὰ ἦσαν ἀληθινοὶ πρόγονοι τῶν Ἑλλήνων», παραθέτοντας ὅλες τὶς ἀρχαῖες πηγὲς τεκμηριώσεως στὸ κείμενό του. Ἐπιπλέον δὲ ἀναφέρει ὅτι ἱδρυτὴς τοῦ μαντείου τῆς Δωδώνης ἦταν ὁ μυθικὸς πρόγονος τῶν Ἑλλήνων Δευκαλίων, ὁ πατέρας τοῦ Ἕλληνος. Τὰ προηγούμενα ὁλοκληρώνονται καὶ μὲ τὴν ἐπιστημονικὴ προσφορὰ τοῦ Jean Bérard, ὁ ὁποῖος τοὺς Πελασγοὺς τῆς Μεγάλης Ἑλλάδος, Ἰταλίας, θέλει νὰ ἀποδημοῦν ἀπὸ τὴ Θεσσαλία καὶ νὰ ὁμιλοῦν τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα!
Ἕτερος ἀκραιφνέστατος Ρουμάνος, ὁ Radu Vulpe, ἀρχίζοντας τὴν ἐπιστημονικὴ σταδιοδρομία του ὡς μέλος τῆς Ρουμανικῆς Σχολῆς Ρώμης, δημοσιεύει στὴν Ἐπετηρίδα τῆς Σχολῆς ἐκτενῆ μελέτη, στὴν ὁποία καταχωρίζει σὰν ἰλλυρικὰ τοπωνύμια πάμπολλα ἑλληνικά. Τὸ δημοσίευμά του συμπίπτει μὲ τὴν περίοδο τοῦ πανιλλυρισμοῦ. Συνεπῶς τὸν ἐνήμερο δὲν αἰφνιδιάζει, ὅταν μάλιστα τὸ ἴδιο λάθος διαπράττουν καὶ Ἕλληνες ὁμόλογοί του, μολονότι μόλις προηγήθηκε ἡ προειδοποίηση τοῦ Graur, καθὼς καὶ τοῦ Ἰ. Καλλέργη.
Ὁ Vulpe ἄλλως τε δὲν ἐβράδυνε νὰ διορθώσει. Σύντομα κυκλοφορήθηκε δημοσίευμά του, στὸ ὁποῖο τονίζει: «Τὰ περισσότερα (βαλκανικά) ἐδάφη… ὑπέστησαν τὴν ἰσχυρὴ διείσδυση τοῦ Ἑλληνισμοῦ, προτοῦ νὰ περιληφθοῦν στὴ ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία…».
Εἰδικὰ δὲ στὴν ἀνθρωπωνυμία τῆς Βορείου Ἠπείρου χωρὶς κανένα δισταγμὸ δέχεται καὶ πολὺ πρώιμη λατινικὴ ἐπίδραση: «Δὲν διαπιστώνεται, γράφει, πουθενὰ ὄνομα ἰλλυρικό, ἀλλὰ μόνον ὀνόματα ρωμαϊκὰ καὶ ἑλληνικά».
Γιὰ τὴν προσμέτρηση τῆς ἐξαπλώσεως τῆς λατινικῆς γλώσσας στὸν Βορειοηπειρωτικὸ χῶρο εὔστοχα λαμβάνεται ὑπ’ ὄψη ἡ σπουδαιότητα τῆς Ἐγνατίας:
«Ἀνὰ τὴ χερσόνησό μας ἡ Λατινικὴ ἄρχισε νὰ διαδίδεται ἀπὸ τὴ Μακεδονικὴ Ἰλλυρία, ὅπου καὶ βρίσκονται οἱ λιμένες τῆς Ἀπολλωνίας καὶ τοῦ Δυρραχίου, πρῶτοι ἀποβατικοὶ σταθμοὶ τῶν Ρωμαίων καὶ τῆς μεγάλης ἐμπορικῆς καὶ στρατιωτικῆς ὅδευσης αὐτῶν, τὴν ὁποία ὠνόμασαν Ἰγνατία (= Ἀνατολική), ὅθεν τὸ Ἐγνατία. Οἱ περίοικοι ταύτης κατόπιν, ποὺ ὅλοι τους μιλοῦσαν τὸ Μακεδονικὸ ἰδίωμα τῆς Γραίκικης, στάθηκαν οἱ πρῶτοι προσήλυτοι τῆς Λατινικῆς Γλώσσας…».
Τὴν ἑλληνικότητα τῆς ἀρχαίας μακεδονικῆς διαλέκτου καὶ τῶν χρηστῶν της Μακεδόνων ἀπέδειξε καὶ ὁ Ρουμᾶνος τῶν ἡμερῶν μας Cicerone Poghirc, ἐκπονώντας διδακτορικὴ διατριβὴ στὸ πανεπιστήμιο τοῦ Λένινγκραντ (Ἁγίας Πετρουπόλεως).
Μετὰ δὲ τὴν ἔγκρισή της ἔσπευσε στὴν παρουσίασή της πρωτίστως στὴν ἕδρα τῆς Γλωσσολογίας τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ἐπὶ καθηγεσίας Νικολάους Ἀνδριώτη, καθὼς καὶ στὸ Ἐθνικὸ καὶ Καποδιστριακὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν ἐπὶ καθηγεσίας Γεωργίου Κουρμούλη, ὁ ὁποῖος ὀρθότατα ἐπέλεξε ὡς καταλληλότερη τὴν αἴθουσα διαλέξεων τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας Ἑλλάδος, πράγματι, διότι εἶναι στὸ κέντρο τῆς ἑλληνικῆς πρωτεύουσας. Ἐξ ἴσου ἐσπευσμένα ἀποδέχθηκε τὴν ἐγκυρότητα τῶν συμπερασμάτων τοῦ Poghirc καὶ ὁ Βούλγαρος γλωσσολόγος Vl. Georgiev.
Βορειοηπειρῶτες καὶ νησιῶτες τοῦ Ἰονίου Πελάγους καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ Κόλπου (Ἀδριατικῆς), κατὰ τοὺς Benedetta Rossignoli – Lorenco Braccesi, ἐξοικειώνονται στοιχειωδῶς μὲ τὴ λατινικὴ γλῶσσα πρὸ τῆς κατακτήσεως τῆς ἑλληνικῆς χερσονήσου ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους. Οἱ στεριανοὶ Ἠπειρῶτες συνηθέστατα συμμετέχουν ἐθελοντικὰ πρὸς βιοπορισμὸ στὰ βοηθητικά (auxilia) τμήματα τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ ὡς μεταφορεῖς, ἀγωγιάτες, κιρατζῆδες, ὅπως μαρτυροῦν ἀρχαῖοι συγγραφεῖς, π.χ. ὁ Τίτος Λίβιος, ἀλλὰ καὶ σύγχρονοί μας εἰδικοὶ ἐπιστήμονες, π.χ. οἱ Oost, Hammond, Chessman, Cabanes κ.ἄ.
Ὁ Poghirc ἀπαριθμεῖ τὰ μέσα ἐκλατινίσεως: 1) Ὁ στρατός. 2) Τὸ ἐμπόριο καὶ οἱ οἰκονομικὲς δραστηριότητες. 3) Ἡ ρω- μαϊκὴ διοίκηση. 4) Οἱ δημόσιοι δρόμοι. 5) Ἡ ἐκχριστιάνιση τῶν Βαλκανίων.
Τοῦ πρώτου μέσου διακρίνει τρεῖς φάσεις. Τὴν πρώτη ἀνάγει πρὸ τῆς ρωμαιοκρατίας, καὶ ἀκριβέστερα τὸ ἔτος 229 π.Χ., ὅταν οἱ Ρωμαῖοι συγκατανεύουν στὴν πρόσκληση τῶν Κερκυραίων καὶ Ἑλλήνων ἄλλων πόλεων γιὰ κοινὴ ἀντιμετώπιση ἰλλυρικῶν ἐπιδρομῶν, οἱ ὁποῖες ἦσαν ἐπιζήμιες καὶ γιὰ τοὺς Ρωμαίους ἐμπόρους.
Ὁμολογουμένως οἱ Ρωμαῖοι ἐπιχειρηματίες ἀδυνατοῦσαν ἢ δὲν τολμοῦσαν νὰ χρησιμοποιήσουν καὶ τὴν Ἐγνατία, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ καὶ ὁ Hatzfeld: «Ἀπολλωνία καὶ Δυρράχιο, κεφαλὲς γραμμῆς δύο τμημάτων τῆς ὁδοῦ Ἐγνατία, δὲν φαίνεται νὰ χρησιμοποιοῦνται ἀπὸ ἐμπόρους Ρωμαίους». Ἡ δὲ προσπέλασή της καθιστοῦσα ἀναγκαία κοινὴ ρωμαιοελληνικὴ σύμπραξη. Ἀλλὰ πρὸς ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ της ἀπέβαινε ἐπιτακτικὸς ὁ συντονισμὸς ἐπιχειρήσεων μὲ πρόσθετη προετοιμασία ἐκμαθήσεως τῆς βασικῆς λατινικῆς στρατιωτικῆς ὁρο- λογίας ἀπὸ τοὺς συμπολεμιστὲς Ἕλληνες.
Κατὰ τὸν Ἠπειρώτη καθηγητὴ τοῦ πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Σπυρίδωνα Λάμπρο, «ἡ Ρώμη ἔλαβεν ἀφορμὴν ἐξ ἐπιθέσεως ἐναντίον τῶν Ἰλλυριῶν, ὅπως διὰ τῆς καταλήψεως τῆς Κερκύρας καὶ τῆς Ἐπιδάμνου, ἐπεχούσης τὴν θέσιν τοῦ μεταγενεστέρου Δυρραχίου, ἀποβῇ κυρία τοῦ Ἀδρίου (228 π.Χ.). Οὕτω δ’ ἀνεῴχθη εἰς αὐτὴν ἡ ὁδὸς πρὸς τὴν ἑλληνικὴν Ἀνατολήν…».
Ὁ Poghirc τὴ δεύτερη φάση ὁρίζει ἀμέσως μετὰ τὴν ἧττα τοῦ τελευταίου βασιλιᾶ τῆς Μακεδονίας Περσέως, 168 π.Χ., καὶ μὲ τὴν ὁλοφάνερη ἀδυναμία τῶν Ρωμαίων νὰ ἀναλάβουν τὴ διαφύλαξη τῶν βορείων συνόρων τῆς πρώτης στὴν Ἑλληνικὴ Ἀνατολὴ κτήσεώς τους, ἡ ὁποία μετὰ τὸ 146 π.Χ. εἶχε ἀποτελέσει τὴν ἐπαρχία Μα- κεδονία μὲ προσάρτηση γειτονικῶν περιοχῶν, Θεσσαλίας, Ἠπείρου… Ἐδῶ ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους ἐφαρμόσθηκε ἀναγκαστικὰ τὸ γνώριμο τοπικὰ ἀμυντικὸ σύστημα μὲ φρουροὺς ἐντοπίους, τὰ πατροπαράδοτα praesitdia armata, ποὺ μνημονεύονται καὶ ἀπὸ Λατίνους, Τίτο Λίβιο (45-49), καὶ ἀπὸ ἀρχαίους Ἕλληνες ἱστορικούς, Διόδωρο (31, 8, 4) κ.ἄ.
Κατὰ τὸν ἀκαδημαϊκὸ καὶ καθηγητὴ τοῦ πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Ἀντώνιο Δ. Κεραμόπουλο, «… ἐκεῖ, ἔνθα θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι Μακεδονικὰ praesidia, ὑπάρχουσι σήμερον Βλάχοι».
Ὁ δὲ Μιχαὴλ Χρυσοχόου, εἰδικευμένος γεωγράφος, συμπληρώνει: «Τὰς φυλακὰς ταύτας ἀντικατέστησαν μονίμους οἱ Ρωμαῖοι μετὰ τὴν παντελῆ τοῦ Ἑλληνισμοῦ ὑποδούλωσιν διὰ τῶν ἀπομάχων καὶ ἀποστράτων τῶν νικηφόρων λεγεώνων τῶν ἐκ τῶν χωρῶν τούτων Ἠπείρου, Θεσσαλίας καὶ Μακεδονίας στρατευθέντων, ἢ στρατολογηθέντων. Ἡ Ρωμαϊκὴ Σύγκλητος, οἱ Αὐτοκράτορες, ἡ Ρώμη τέλος, θέλουσα νὰ ἀνταμείψῃ ἐξ ὑποχρεώσεως καὶ καθήκοντος καὶ συμφέροντος ἐξ ἄλλου τοὺς ὑπηρετήσαντας αὐτὴν ἀπομάχους καὶ ἀποστράτους, ἐγκατέστησαν αὐτοὺς φύλακας ὅλων τῶν στρατιωτικῶν ὁδῶν καὶ τῶν δημοσίων, μὲ προνόμια καὶ δικαιώματα, ὑπὸ τῶν (κατὰ Λαύδαν) Δερβεναγάδων, οἵτινες εἰσέπραττον ἴσως καὶ διόδια ὡς φύλακες τῆς τάξεως καὶ προστάται τῶν πέριξ οἰκούντων καλλιεργητῶν καὶ ἐμπορευομένων (τοὺς ὁποίους ἀντικατέστησαν οἱ δερβεναγάδες τῶν Τούρκων). Ἡ ἐγκατάστασις ὅμως αὕτη, μετὰ τῶν γυναικῶν καὶ τέκνων, εἶχε καὶ ἕνα ἀπώτερον σκοπόν, τὴν έκλατίνισιν τῆς χώρας μὲ τὴν πάροδον τοῦ χρόνου».
Ὄντως ἀπὸ τὴν ἔναρξη τῆς ρωμαιοκρατίας στὴν ἑλληνικὴ χερσόνησο οἱ σύμβουλοι τῆς Συγκλήτου ὁλοχρονὶς φιλοτεχνοῦν ἐξαγγελία φιλολαϊκῆς πολιτικῆς πρὸς προσεταιρισμὸ τῶν λαϊκῶν στρωμάτων, ἀφήνοντας ταὐτόχρονα ἐλπιδοφόρα πεδία εὐδοκιμήσεως καὶ στοὺς ἐπιχειρηματικοὺς κύκλους μὲ ὁρατοὺς ὁρίζοντες ἐπικερδῶν δραστηριοτήτων, ἀκόμη δὲ καὶ συμμετοχῆς στὶς τοπικὲς ἀρχές, κατ’ ἐξοχὴν στὴ στρατιωτικὴ κονίστρα.
Τὴν ἐπιμελημένη προετοιμασία ἀντιλαμβάνονται οἱ νέοι ὑπήκοοι τῆς Ρώμης ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς τελετῆς ἐγκαθιδρύσεως τοῦ νέου καθεστῶτος. Μόλις ὁ νικητὴς τοῦ Περσέως Αἰμίλιος Παῦλος λαμβάνει τὶς Ἀποφάσεις τῆς Συγκλήτου, συγκαλεῖ τὸ Συνέδριο στὴν Ἀμφίπολη, ὅπου ὁ ἴδιος ἀνακοινώνει αὐτὲς στὴ λατινική, στὴ γλῶσσα τῶν νικητῶν, ὁ δὲ ὕπατος Ὀκτάβιος στὴ γλῶσσα τῶν ἡττημένων σύμφωνα μὲ τὰ ρωμαϊκὰ θέσμια, δηλαδὴ στὴν ἑλληνική, γεγονὸς ποὺ ἐπιπρόσθετα πιστοποιεῖ ἐπίσημα τὴν ἑλληνικότητα τῶν Μακεδόνων – ἂν οἱ Μακεδόνες δεν ἦσαν Ἕλληνες, ἀλλὰ π.χ. Ἰλλυριοί, ὅπως διατείνονται κάποιοι ἐρασιτέχνες ἢ ἀμετανόητοι καὶ ἀδίστακτοι παραχαράκτες, ὅπως οἱ Σκοπιανοί, ὁ ὕπατος Ὀκτάβιος θὰ μετέφραζε στὴν ἰλλυρική…
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΚΤΙΝΕΣ ΕΤΟΣ 86ο | ΜΑΪΟΣ – ΙΟΥΝΙΟΣ 2023 | 799
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
ΦΩΤΟ:
Θέση: Πεζόδρομος Τοσίτσα
Έτος Κατασκευής: 1951
Υλικό Κατασκευής: Μάρμαρο
Καλλιτέχνης: Κώστας Σεφερλής
Το άγαλμα, έργο του γλύπτη Κώστα Σεφερλή, δωρήθηκε στο Δήμο Αθηναίων το 1951. Τα επίσημα αποκαλυπτήρια έγιναν το 1953. Αναπαριστά μία γυναίκα με δεμένα πίσω τα χέρια, η οποία ανασηκώνει το κεφάλι. Η κίνηση είναι έντονη και αποτυπώνει την αντίσταση της αλυσοδεμένης αλύτρωτης γης της Βορείου Ηπείρου.