
«Ἀλλ’ ἐρεῖ τις· σὺ πίστιν ἔχεις, κἀγὼ ἔργα ἔχω· δεῖξόν µοι τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου, κἀγὼ δείξω σοι ἐκ τῶν ἔργων µου τὴν πίστιν µου» (Ἰακ. β, 18). (Δηλ.: Ἀλλὰ θὰ εἴπῃ κάποιος πρὸς τρίτον τινά· Σὺ ἔχεις θεωρητικὴν πίστιν, καὶ ἐγὼ ἔχω ἔργα ἀρετῆς χωρὶς νὰ ἔχω πίστιν. Ἀλλὰ τοῦτο εἶναι ἀσύστατον καὶ ἀκατανόητον. Οὔτε πίστις ἀληθὴς δύναται νὰ ὑπάρξῃ ἄνευ ἔργων ἀρετῆς, οὔτε ἀληθὴς καὶ τελεία ἀρετὴ δύναται νὰ κατορθωθῇ ἄνευ πίστεως. Ἡ πίστις εἶναι κάτι, ποὺ δὲν φαίνεται παρὰ µόνον εἰς τὰ ἀποτελέσµατά της. Ἀπόδειξόν µου λοιπόν, ὅτι πιστεύεις ἀπὸ τὰ ἔργα σου. Καὶ ἐγὼ θὰ σοῦ δείξω ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς µου, ὅτι ἔχω πίστιν· διότι ἐὰν δὲν εἶχα πίστιν, δὲν θὰ εἶχα οὔτε τὸν καρπὸν τῆς πίστεως, ἤτοι τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς).
- Νὰ ζωντανέψουμε τὴν πίστη μας, ἔλεγε ὁ μακαριστὸς π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος.
Ἡ βεβαίωση τῆς πίστεώς μας εἶναι ἡ πράξη. Ἡ πράξη, δηλαδὴ ἡ ἄσκηση, ἡ ὑπακοὴ στὶς ἐντολὲς τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ μᾶς ὁδηγοῦν στὴν ἐμπειρικὴ θεολογία.
- Λέγει ὁ Ὅσιος Νεῖλος «εἰ θεολόγος εἶ, προσεύξῃ ἀληθῶς, καὶ εἰ ἀληθῶς προσεύχῃ θεολόγος εἶ».
Καὶ πῶς θὰ φθάσουμε σ’ αὐτό; Ὅπως λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος βοηθᾶ «ὁ καλὸς βίος, ἡ καθαρὴ ψυχή, ἡ κατὰ Χριστὸν ἀρετή».
- Στὸ Γεροντικὸ περιγράφεται ἡ θεία πληροφόρηση Ἁγίου καὶ ἐναρέτου μοναχοῦ γιὰ δογματικὸ θέμα, κατόπιν προσευχῆς: «Ἔνδος μοι τρεῖς ἡμέρας, κἀγὼ ἐρωτῶ τὸν Θεὸν περὶ τούτου, καὶ ἀναγγέλλω σοι» (Ἀββᾶς Δανιήλ, η΄ ἐν: Γεροντικὸν (Ἀθῆναι: Ἀστήρ, 1970), σ. 29). Στὸν βίο τοῦ ὁσίου Γερασίμου τοῦ Μικραγιαννανίτου διαβάζουμε: «Ὅ,τι κάνω τὸ ὀφείλω εἰς τὴν προσευχήν. Πρὸ τῆς ἐργασίας θὰ κάνω μίαν προσευχὴν ἔνθερμον, αὐτοσχέδιον μέν, ἀλλὰ θερμοτάτην, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ καὶ ἐπενεργεῖ καὶ φέρει ὅ,τι ἀποτέλεσμα ὡραῖον φέρνει. Προσευχή, τὸ πᾶν. Μὴ στηριζόμαστε στὴν ἐξωτερικὴν σοφίαν…».
- Ἐπίσης ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης ἐπισημαίνει: «Ἐκεῖνος ποὺ ζητεῖ νὰ ἐμβαθύνη στοὺς λόγους τῶν ἐντολῶν, χωρὶς νὰ ἐργάζεται τὶς ἐντολές, κι ἐπιθυμεῖ νὰ τὸ πετύχη μὲ τὴν ἀνάγνωση καὶ τὴ μάθηση, εἶναι ὅμοιος μ’ ἐκεῖνον ποὺ φαντάζεται, ἀντὶ γιὰ τὴν ἀλήθεια, τὴ σκιά της. Γιατί στοὺς λόγους τῆς ἀλήθειας μετέχουν μόνον ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι μέτοχοι τῆς ἀληθείας…».
- Στὴν ἐμπειρικὴ θεολογία δὲν γίνεται χρήση τῆς λογικῆς, ἀλλὰ ἡ ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Τσαλίκης πάντα συμβούλευε νὰ ἐνεργοῦμε πάντα «πνευματικῷ τῷ τρόπῳ». Νὰ ἐνεργοῦμε μέσῳ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ «χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδὲν» (Ἰωάν. ιε΄ 5-6).
- Κάποτε μία ὁμάδα προσκυνητῶν καὶ μάλιστα θεολόγοι, ἐπισκέφθηκε τὸν π. Θεόκλητο Διονυσιάτη καὶ ἕνας ἐξ αὐτῶν τὸν ρώτησε: «Γέροντα, γιατί ἡ Εὐρώπη ἐξέπεσε τόσο πολὺ πνευματικὰ καὶ λειτουργεῖ πλέον μέσα στὸ σκοτάδι καὶ στὴν ἀπιστία;».
Ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Διότι οἱ ἄνθρωποι ἐλησμόνησαν τὴν ἄσκηση καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν ἔχουν πλέον ἐν Χριστῷ ἐμπειρίες».
Καὶ βέβαια εἶχε ἀπόλυτο δίκιο.
- Ρώτησαν τὸν σύγχρονο Ἅγιο Ἐφραὶμ Κατουνακιώτη: «Γέροντα πῶς τὰ κατάφερες σὲ μιὰ τέτοια φρικτὴ ἔρημο καὶ μὲ ἕνα τόσο δύσκολο Γέροντα;». Καὶ ἀπάντησε: «Ἐγὼ παιδί μου, ὅταν πῆγα στὸ Μοναστήρι εἶπα, ἐγὼ καὶ τὸ γαϊδούρι ἕνα εἴμαστε».
Ὁ ἅγιος Πορφύριος μὲ 17 ἀρρώστιες ἔλεγε στὰ πνευματικά του παιδιὰ «Νὰ μὴ προσεύχεσθε νὰ γίνω καλά, ἀλλὰ καλός».
Δὲν γνώριζαν Θεολογία οὔτε Δογματικά, ἀγράμματοι ἦσαν, ἀλλὰ ἐφήρμοζαν τὴν ἐμπειρικὴ Θεολογία.
- Ὁ π. Ἰωάννης Καλαΐδης συμβούλευε τοὺς ὁδηγούς: «Γιὰ νὰ ἔχης καλὴ ὁδήγηση θὰ κάνης ἁγιασμὸ στὸ αὐτοκίνητο καὶ πάντα θὰ ξεκινᾶς μὲ τὸ Σταυρὸ καὶ τὴν προσευχή.
- Κάποτε πῆγε κάποιος καθηγητής ἄθεος στὸν Ἅγιο Παΐσιο καὶ εἶπε στὸν Ἅγιο. «Τί πιστεύεις σὲ ἀνύπαρκτο Θεό, ποῦ τὸν εἶδες ἐσὺ τὸν Θεό;». Ὁ Ἄγιος τοῦ εἶπε, εἶσαι πιὸ ἀνόητος καὶ ἀπὸ μία σαύρα. Τότε ὁ Ἅγιος φώναξε μιὰ σαύρα καὶ τῆς εἶπε. «Δεῖξε στὸν καθηγητή ὅτι ὑπάρχει Θεός». Καὶ ἀμέσως ἡ σαύρα σήκωσε τὸ κεφάλι της ψηλὰ καὶ ἔδειξε τὸν ούρανό. Τότε συγκλονίστηκε ὁ καθηγητής, ἔβαλε τὰ κλάματα. Μετὰ ἔγινε πλέον πιστός.
- Ὁ Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς λέγει:
«Στὸν καιρὸ τοῦ πολέμου ἔστειλαν κάποιον φοβητσιάρη στρατιώτη γιὰ ἀνίχνευση.
Ὅλοι τὸν ἤξεραν σὰν φοβητσιάρη. Καὶ ὅλοι γέλασαν, ὅταν ἄκουσαν ποὺ τὸν στέλνει ὁ διοικητής.
Μόνο ἕνας στρατιώτης δὲν γέλασε. Ἐκεῖνος πλησίασε τὸν σύντροφό του, γιὰ νὰ τὸν ἐνθαρρύνει. Ἀλλὰ ὁ φοβητσιάρης στρατιώτης τοῦ εἶπε:
-«Θὰ σκοτωθῶ σίγουρα, ὁ ἐχθρὸς εἶναι πολὺ κοντά»!
– «Μὴ φοβᾶσαι, ἀδελφέ, ὁ Θεὸς εἶναι πιὸ κοντά!», τοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος ὁ καλὸς φίλος.
Αὐτὰ τὰ λόγια ἤχησαν σὰν μεγάλη καμπάνα στὴν ψυχὴ αὐτοῦ τοῦ φοβητσιάρη. Καὶ ἠχοῦσαν μέχρι τὸ τέλος τοῦ πολέμου. Καὶ τοῦτος ὁ κάποτε φοβητσιάρης γύρισε ἀπὸ τὸν πόλεμο στολισμένος μὲ τὰ παράσημα γιὰ τὸ θάρρος του. Ἔτσι τὸν μεταμόρφωσε καὶ τὸν ἐνδυνάμωσε ἐκεῖνος ὁ καλὸς λόγος:
«Μὴ φοβᾶσαι, ὁ Θεὸς εἶναι πιὸ κοντά»!
- Εἶχε καλέσει τὸν Ἅγιο Εὐμένιο Σαριδάκη ὡς λαϊκὸ ὁ μακαριστὸς Μητροπολίτης Νικαίας Γεώργιος καὶ τοῦ ζήτησε νὰ τὸν χειροτονήσῃ ἱερέα. Ὁ Ἅγιος ἀπάντησε: «Θὰ ρωτήσω τὸν Θεὸ καὶ θὰ σοῦ ἀπαντήσω». «Καὶ πῶς θὰ ρωτήσης τὸν Θεό;». Ρώτησε ὁ Μητροπολίτης: «Ξέρω ἐγώ», εἶπε. Πῆγε μετὰ στὴν Αἴγινα καὶ παρακαλοῦσε τὸν Ἅγιο Νεκτάριο νὰ τοῦ δώση τὴν ἀπάντηση. Τὴν 15η ἡμέρα ἐμφανίστηκε ὁ Ἅγιος καὶ τοῦ εἶπε: «Ὁ Θεὸς θέλει νὰ γίνης ἱερέας. Καὶ ἔτσι χειροτονήθηκε ἱερέας».
Νὰ μείνουμε στὸ «ἐλθέ» τοῦ Κυρίου καὶ ὄχι στὸ «ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας;». Τοῦ Ἀπ. Πέτρου. (Ματθ. ιδ΄ 29).