Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2025

ΔΡΑΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ ΘΑΝΑΤΟΥ

π. Δημητρίου Μπόκου

Μὲ τὴ Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ ὁ ρόλος τοῦ Προδρόμου βαδίζει σιγὰ-σιγὰ πρὸς τὸ τέλος. Εἶδε νὰ ἐκπληρώνεται τὸ σημάδι ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός: Σὲ ὅποιον δεῖς νὰ κατεβαίνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ νὰ μένει γιὰ πάντα πάνω του, αὐτὸς εἶναι ποὺ θὰ βαπτίζει ὄχι ἁπλῶς μὲ νερό, ἀλλὰ μὲ Πνεῦμα Ἅγιο, μεταδίδοντας ἄφεση ἁμαρτιῶν καὶ ὅλα τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κατόπιν τούτου ὁ Ἰωάννης ἔδωσε μὲ ἀπόλυτη βεβαιότητα τὴ μαρτυρία του, «ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ», ὁ ἐρχόμενος ἐκλεκτός του, ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας (Ἰω. 1, 33-34).

Τόνισε μάλιστα ὅτι στὸ ἑξῆς «ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμὲ δὲ ἐλαττοῦσθαι» (Ἰω. 3, 30). Ἡ ἐπιρροή, ἡ ἀπήχηση, ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ αὐξάνονται. Ὁ ρόλος τοῦ Προδρόμου εἶχε πλέον ἐπιτευχθεῖ. Δὲν θὰ συνεχίσει ἄλλο τὴ δράση του, ἀνταγωνιστικὰ πρὸς τὸν Χριστό. Ἀντιθέτως, θὰ προπορευτεῖ τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸν Ἅδη, γιὰ νὰ φέρει καὶ στοὺς κεκοιμημένους τὸ μήνυμα τῆς ἐπικείμενης καθόδου τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐκεῖ. Ἔτσι, κατὰ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰωάννης φυλακίζεται ἀπὸ τὸν Ἡρώδη, ὁ δὲ Χριστὸς ἀρχίζει ἀπὸ τὴ Γαλιλαία τὸ κήρυγμά του γιὰ μετάνοια, ἐν ὄψει τῆς ἐλεύσεως τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ (Κυριακὴ μετὰ τὰ Φῶτα).

Ἡ δημόσια ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ εἶχε ἤδη προφητευθεῖ ἀπὸ τὸν Ἡσαΐα: «Ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα, καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς». Ἡ ζωὴ στὴν ἁμαρτία, ἡ ἄγνοια τοῦ Θεοῦ, ὀνομάζεται ἀπὸ τὸν προφήτη σκότος καὶ τόπος θανάτου. Οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν «ἐν σκότει…, ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου». Ἐκεῖ ποὺ κανένας ἥλιος δὲν εἶχε τὴ δύναμη νὰ φέρει τὸ φῶς. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν νοητὸ ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, τὸν Χριστό, τὸ φῶς ποὺ «ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβε» (Ἰω. 1, 5). Κανένα σκοτάδι δὲν μπορεῖ νὰ σκεπάσει τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ὁπουδήποτε ἀνατέλλει, φυγαδεύεται ἡ σκοτεινιὰ τοῦ θανάτου.

Ποῦ καὶ πῶς μπορεῖ νὰ ἀνατείλει τὸ φῶς αὐτό; Στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀρχίζει νὰ ζεῖ κατὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἐμβαπτίζει τὴν καρδιά του στὸ πνεῦμα τῆς χάριτός του, στὸ ἄρωμα τῆς ἀγάπης. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐνεργεῖ διαφορετικά, ἀποπνέει σκοτάδι καὶ θάνατο. Ὅποιος ὅμως εὐαισθητοποιεῖται στὴν ἀγάπη, φωτίζεται, ἀποκτάει ξανὰ τὴν ὀμορφιὰ τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ.

Τὰ περιγράφει ὅλα αὐτὰ μὲ τὴ δυνατή του πένα ὁ μεγάλος Τολστόη, μὲ τὸ στόμα ἑνὸς «τιμωρημένου» ἀγγέλου, ποὺ χρειάστηκε κάποτε ἀνθρώπινη βοήθεια. Λέει ὁ ἄγγελος γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὸν βοήθησε, ὅτι «πρὶν (τὸν βοηθήσει) τὸ πρόσωπό του κάλυπτε μιὰ ἀποκρουστικὴ μάσκα θανάτου, τώρα ὅμως (ὅταν ἀποφάσισε νὰ τὸν βοηθήσει) ἦταν ὅλος ζωὴ καὶ τὸ πρόσωπό του ἀντιφέγγιζε ἀνάγλυφα τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ

Καθὼς μπῆκα κάτω ἀπὸ τὴ στέγη τῆς καλύβας του, μιὰ γυναίκα ἦρθε νὰ μᾶς συναντήσει… Παρατήρησα πὼς ἡ γυναίκα ἦταν ἀκόμη πιὸ φρικτή, ἀπαίσια καὶ ἀποκρουστικὴ ἀπ’ ὅ,τι ὁ ἄνδρας πιὸ πρίν. Μιὰ βρωμερὴ μπόχα θανατερῆς σαπίλας ἀναδυόταν ἀπὸ τὸ στόμα της. Οὔτε νὰ ἀναπνεύσω δὲν μποροῦσα ἀπὸ τὴ βρώμα τῆς παρουσίας τοῦ θανάτου, ποὺ ἦταν ἁπλωμένη γύρω της. Ἤθελε μὲ πρωτοφανῆ καὶ ἀναίτια κακία νὰ μὲ πετάξει ἔξω στὸ κρύο… Καὶ ἔξαφνα ὁ ἄνδρας της ἄρχισε νὰ μιλᾶ γιὰ τὸν Θεὸ καὶ κείνη πῆρε καὶ μαλάκωσε καὶ ἄλλαξε ἡ διάθεση καὶ ἡ καρδιά της. Καὶ σὰν μοῦ ’φερε τροφὴ καὶ μὲ κοίταξε, …εἶδα πὼς ὁ θάνατος δὲν κατοικοῦσε πιὰ μέσα της. Εἶχε πάλι ζωὴ μέσα της καὶ ἀντιφέγγιζε καὶ αὐτὴ ἀνάγλυφη τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ».

Ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ γλυκὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ ποὺ διαλύει τὸ σκοτάδι καὶ τὴ μπόχα τοῦ θανάτου.