Πάλι, χριστιανοί μου, ὁ Κύριός μας διδάσκει τήν ἀποφυγή τῆς ἰδιοτέλειας· δηλαδή τῆς φροντίδας μόνο γιά τόν ἑαυτό μας.
Μιά μορφή της εἶναι ἡ φιλαργυρία. Ὁ φιλάργυρος – πραγματικός εἰδωλολάτρης - ἀγκιστρώνεται στό χρῆμα. Πιστεύει πώς αὐτό εἶναι τό ἰσχυρότερο ὅπλο στήν ζωή του. Καί καταντᾶ νά τό φυλάγει σάν τόν πολυτιμότερο θησαυρό, νά παλεύει νά τό ἐπαυξήσει, νά εἶναι ἡ μόνη ἔγνοια του. Τελικά καταφέρνει στήν πράξη νά εἶναι φτωχός! Φτωχότερος ὅλων, ἀφοῦ ἡ φύλαξή τοῦ πλούτου ἀποτελεῖ αὐτοσκοπό. Δέν διανοεῖται νά … ξοδέψει. Οὔτε γιά τούς ἄλλους, οὔτε, ἐν τέλει, καί γιά τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό.
Ἄλλη μορφή ἰδιοτελοῦς πλουτισμοῦ, εἶναι ἡ συλλεκτο-μανία. Ὁ μανιώδης συλλέκτης περνᾶ τίς μέρες του ἐπισκεπτόμενος τίς «γκαλερί», μήπως βρεῖ κάποιο σπάνιο καί ἀκριβό συλλεκτικό κομμάτι. Καί μαζεύει στό σπίτι του πλῆθος πολυδάπανων ἀντικειμένων. Πολλές φορές μάλιστα περνάει τίς ὧρες ἀτενίζοντας τούς -ἄχρηστους- θησαυρούς του. Ταὐτόχρονα, λίγο τόν ἐνδιαφέρει ἡ αἰσθητική τῆς συλλογῆς του: ἀρκεῖ νά ἔχουν ὑψηλή τιμή στήν ἀγορά, παρ’ ὅλο πού δέν πρόκειται νά πουλήσει τίποτε. Καί κάτι ἄλλο: Νά μήν ἔχουν ἄλλοι τά σπάνια ἀντικείμενά του!..
Ἐνδέχεται, βέβαια, ἡ ἀρχική του οἰκονομική εὐχέρεια νά ὀφειλόταν σέ τίμια ἐργασία ἤ σέ εὐνοϊκές συγκυρίες. Νά ἦταν δηλαδή τυπικά νομότυπη. Τότε γιγαντώνεται μέσα στόν πλούσιο ἡ βέβαιη αἴσθηση πώς τά πλούτη του εἶναι δικά του. Δέν ἀνήκουν σέ κανέναν ἄλλον.
Εὐνόητο εἶναι πώς ὑπάρχει καί τό τρίτο εἶδος πλούτου, ἐκείνου πού ἀποκτήθηκε ἄδικα: Εἴτε μέ κλεψιές (ἰδιωτῶν ἤ Δημοσίου), εἴτε μέ ἐκμετάλλευση τῶν συνανθρώπων, εἴτε μέ ἁμαρτωλά ἐπιτηδεύματα. Ἀσφαλῶς τό εἶδος τοῦ πλούτου, πού ἔτσι ἀποκτᾶται εἶναι τό χειρότερο, ἀνήθικο ἐξ ἀρχῆς.
Στό περιστατικό τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος, ὁ Χριστός δέν ἀσχολήθηκε μέ τόν τρόπο πλουτισμοῦ τοῦ ἄρχοντα. Τοῦ ὑπενθύμισε αὐτά πού ἤδη ἐγνώριζε, δηλαδή τίς ἀρνητικές ἐντολές τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, καθώς καί τήν ὀφειλή τιμῆς στούς γονεῖς. Ὁ πλούσιος, ὅμως, τυπικά «ἐνάρετος» ἀπό τά νιᾶτα του, Τοῦ ἀπάντησε πώς αὐτά τά ἔχει τηρήσει.
Ὁ Παντογνώστης Κύριός μας, προχωρώντας στήν οὐσία, τοῦ ὑπέδειξε τήν ἀπάρνηση ὅλων τῶν ἀγαθῶν του καί τήν πορεία μαζί Του. Ἐπί πλέον τοῦ ἐγγυήθηκε «θησαυρό στόν οὐρανό. Καί τότε φάνηκε ποῦ εἶχε δώσει τήν ψυχή του καί τήν καρδιά του ὁ ἄρχων: Ἔφυγε καταλυπημένος…
Στήν πραγματικότητα ὁ ματαιόδοξος ἐκεῖνος ἄνθρωπος, περίμενε μιά δικαίωση στά μάτια τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά ἀπαρνηθεῖ τά -ἀνώφελα ἄλλωστε- ἐγκόσμια.
Καί ὁ Χριστός,
θέλοντας νά περιγράψει τήν ἀνθρώπινη σκληρότητα, ἀνέφερε τήν δυσκολία
τῶν πλουσίων, μέ τό παράδειγμα τῆς καμήλας καί τῆς τρύπας βελόνας. Ὅταν
δέ οἱ μαθητές του ἀπόρησαν, ὁ Κύριος τούς χάρισε τήν ἐλπίδα: «Τά ἀδύνατα παρ’ ἀνθρώποις, δυνατά ἐστί παρά τῷ Θεῷ».
Πόσοι ἆραγε πλούσιοι ἤ ἔστω εὔποροι, προσεύχονται γι’ αὐτήν τήν θεία Δύναμη καί τόν φωτισμό;
Πρωτ. π. Π. Μαριᾶτος