Τοῦ ἀποστόλου καὶ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου
Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2024
Γι᾽ αὐτὸ ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας ἔχει μεγάλη, ἀνυπολόγιστη ἀξία. Συχνὰ ἀκοῦμε, ὅτι «ὁ χρόνος εἶνε χρῆμα». «Μιὰ ζωὴ τὴν ἔχουμε…»,
τραγουδάει ὁ κόσμος στρέφοντας
τὸ νοῦ του σὲ ἐπιδιώξεις, ὑλικὰ κέρδη καὶ ἀπολαύσεις τοῦ κόσμου
τούτου. Αὐτὰ ὅμως εἶνε πολὺ μικρά.
Ὁ ἅγιος ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα εἶχε ἀγαπήσει τὸ χρῆμα, ἦταν
δέσμιος τοῦ πάθους τῆς φιλαργυρίας. Ἦρθε ὅμως ὥρα ποὺ εἶδε, ὅτι
ὑπάρχει κάτι ἄλλο ἀνώτερο· καὶ τότε πῆρε τὴν ἀπόφασι, ὅπως ὁ ἔμπορος
ἐκεῖνος ποὺ βρῆκε τὸν «πολύτιμον μαργαρίτην» (Ματθ. 13,46), καὶ ἄφησε
τὸ χρῆμα γιὰ νὰ ζητήσῃ τὸ ἀνώτερο.
Ποιός εἶνε λοιπὸν ὁ ἅγιος αὐτός; πῶς τὸν λένε; Τὸ ὄνομά του
εἶνε Ματθαῖος, ἦταν ἀπὸ τὴ Γαλιλαία, γυιὸς τοῦ Ἀλφαίου, καὶ ἔγινε ἕνας
ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ματθαῖος δὲν ἦταν φτωχὸς καὶ
ἀγράμματος ψαρᾶς ὅπως οἱ συμμαθηταί του· αὐτὸς διέφερε. Πῶς ἔζησε, τί
ἔκανε στὴ ζωή του; πῶς ἀγίασε; Γι᾽ αὐτὸν θὰ ποῦμε τώρα λίγα λόγια.
* * *
Ὁ Ματθαῖος, ἀδελφοί μου, ἦταν
ἁμαρτωλός, πολὺ ἁμαρτωλός. Τί δουλειὰ ἔκανε; Δὲν ἦταν οὔτε βοσκὸς οὔτε
γεωργός, ὄχι. Εἶχε ἕνα ἁμαρτωλὸ ἐπάγγελμα. Ποιό; Ἦταν τελώνης. Τί θὰ
πῇ τελώνης; Αὐτὸς μὲ χρήματά του πλήρωνε τὸ κράτος, ἀγόραζε τοὺς φόρους
τοῦ δημοσίου, καὶ κατόπιν εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ τοὺς εἰσπράττῃ ἀπὸ τοὺς
πολῖτες· ἀλλὰ φερόταν σκληρὰ κ᾽ ἔκανε ἀδικίες. Ἐνῷ ἔπρεπε νὰ
εἰσπράξῃ μιὰ δραχμή, αὐτὸς εἰσέπραττε δέκα δραχμές· τὴ μιὰ τὴν ἔδινε
στὸ δημόσιο καὶ τὶς ἐννιὰ τὶς ἔβαζε στὴν τσέπη του. Μὲ ἄλλα λόγια ὁ
τελώνης ἦταν ἀπατεώνας – κλέφτης· καὶ ἔτσι τὸν θεωροῦσαν οἱ
ἄνθρωποι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Κρατώντας τὰ ξένα χρήματα καὶ δίνοντας λίγα
στὸ δημόσιο, αὐτὸς κατώρθωσε νὰ κάνῃ μεγάλη περιουσία. Ἦταν πολὺ
φιλάργυρος ὁ Ματθαῖος. Ἀλλὰ νὰ ποὺ ἔπεσε στὰ δίχτυα τοῦ μεγάλου Ψαρᾶ.
Μιὰ μέρα πέρασε ἀπὸ τὸ τελωνεῖο του ὁ Ἰησοῦς καὶ τὴν ὥρα ποὺ
αὐτὸς μετροῦσε τὰ χρήματά του, τὰ «τριάκοντα ἀργύρια», ἐκείνη τὴν ὥρα
ἀκούει τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ νὰ τοῦ λέῃ «Ἀκολούθει μοι» (Ματθ. 9,9). Θὰ
περίμενε κανείς, αὐτὸς ὁ ὑλιστής, νὰ ἀδιαφορήσῃ· συνέβη ὅμως κάτι
ἀνεξήγητο. Ἀποτόμως ὁ Ματθαῖος σηκώνεται καὶ ἀκολουθεῖ τὸν Κύριο! Τί
σκέφτηκε; Δὲν ἦταν ἕνας ἐνθουσιασμὸς τῆς στιγμῆς· μετανόησε γιὰ τὴ ζωή
του εἰλικρινὰ καὶ ἔμεινε σταθερὸς στὴν ἀπόφασί του. Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη
ἄφησε ὁριστικὰ πλέον τὸ ἐπάγγελμα τοῦ τελώνη καὶ διακήρυξε τὴν
ἀπόφασί του. Τὴν πανηγύρισε μάλιστα μὲ ἕνα καλὸ συμπόσιο, στὸ ὁποῖο,
μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ καὶ τοὺς μαθητάς του, πολλοὶ φίλοι του, τελῶνες καὶ
ἁμαρτωλοί, συμμετεῖχαν στὴ χαρά του. Ἐν συνεχείᾳ ὁ Ματθαῖος μοίρασε τὴν
περιουσία του σὲ φτωχοὺς καὶ ἔγινε μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ. Ἔμεινε μαζί του
μέχρι τέλους.
Μετὰ τὴν Ἀνάστασι καὶ τὴν Πεντηκοστὴ ὁ Ματθαῖος ἄφησε τὴν
Ἰερουσαλὴμ καὶ πέταξε σὰν τὸν ἀετὸ γιὰ νὰ κηρύξῃ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ.
Πῆγε μακριά, πέρα ἀπὸ τὸν Εὐφράτη καὶ τὴν Ἀρμενία, σὲ μέρη ποὺ
κατοικοῦσαν Πάρθοι καὶ Μῆδοι, λαοὶ εἰδωλολατρικοί, τραχεῖς καὶ ἄξεστοι,
ποὺ ἔτρωγαν κρέατα ὠμά, σκότωναν γυναῖκες, θυσίαζαν παιδιά, ἔκαναν
ὄργια· ἄνθρωποι ἄγριοι κυριολεκτικῶς. Ποιός τολμοῦσε νὰ πλησιάσῃ ἐκεῖ;
Καὶ ποιός κατόπιν ἵδρυσε ἐκεῖ ἐκκλησίες; ποιός τοὺς ἄλλαξε; ποιός τοὺς
βάπτισε; ποιός τοὺς ἔκανε Χριστιανούς ὁ ἅγιος Ματθαῖος.
Πῶς ἔγιναν αὐτά; Μὲ ἕνα θαῦμα. Ποιό θαῦμα; Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ
ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε. Ὁ ἀπόστολος Ματθαῖος κρατοῦσε στὰ χέρια
του ἕνα ῥαβδί, ποὺ τοῦ εἶχε δοθῆ ἀπὸ τὸν Κύριο ὕστερα ἀπὸ ἀσκητικοὺς
ἀγῶνες του στὸ βουνό. Ἐκεῖ ποὺ κήρυττε λοιπὸν τὸ Εὐαγγέλιο στοὺς
ἀνθρωποφάγους ἐκείνους ποὺ τὰ στόματά τους ἦταν κόκκινα ἀπὸ τὸ αἷμα,
τοῦ λέει ἕνας ἀπὸ αὐτούς, γέρος μὲ ἄσπρα μαλλιά· Θὰ πιστέψουμε ὅτι ἡ
θρησκεία ποὺ μᾶς κηρύττεις εἶνε ἀληθινή, ἂν τὸ ῥαβδὶ αὐτὸ ποὺ κρατᾷς
τὸ φυτέψῃς ἐδῶ καὶ γίνῃ δέντρο. Τότε ὁ ἅγιος Ματθαῖος πλησιάζει στὸ
κατώφλι τοῦ ναοῦ, βάζει τὸ ῥαβδί του στὴ γῆ καὶ λέει· «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ
Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος»· καὶ σὲ λίγο νά ἐκεῖ ἕνα
πελώριο δέντρο γεμᾶτο γλυκεῖς καρποὺς καὶ ἀπὸ τὴ ῥίζα του ἀνέβλυσε πηγὴ
μὲ καθαρὸ νερό! Βλέποντας αὐτὸ οἱ ἄγριοι ἔνιωσαν κατάπληξι καὶ πίστεψαν.
Γιατὶ ἂν πιστεύῃς, γίνονται θαύματα· ἂν δὲν πιστεύῃς, τότε οὔτε στὴν
ἐκκλησία νὰ πᾷς οὔτε νὰ κοινωνᾷς.
Ἔτσι ἔγινε ἕνα πιὸ μεγάλο θαῦμα. Ποιό; Ἐκεῖνοι οἱ ἄγριοι, τὰ
ἀγρίμια, τὰ ξερὰ κλαδιά, ἔγιναν καρποφόρα δέντρα. Διότι δὲν εἶνε τόσο
σπουδαῖο ἕνα ῥαβδὶ νὰ γίνῃ δέντρο καρποφόρο· ͺπιὸ σπουδαῖο εἶνε, ἕνας
ἀπελέκητος ἄνθρωπος, ἕνα στουρνάρι, ἕνα ξύλο ἄκαρπο, νὰ τὸν βλέπῃς
ξαφνικὰ νὰ γίνεται ἥμερος, εὐγενής, πνευματικὸς ἄνθρωπος, μὲ ἁγιωσύνη,
μὲ ἔργα πίστεως καὶ ἀγάπης, στολίδι τῆς ἐκκλησίας, τῆς πατρίδος, τῆς
κοινωνίας.
Ἀφήνω ἄλλες λεπτομέρειες καὶ λέω ὅτι ὁ ἀπόστολος Ματθαῖος, ἀφοῦ
ἔκανε πολλὰ ἀκόμη ἄλλα θαυμαστὰ σημεῖα καὶ ἀφοῦ ὑπέμεινε πολλὰ γιὰ τὴν
ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τέλος εἶχε μαρτυρικὸ θάνατο διὰ πυρὸς στὴ Συρία, καὶ
ἔτσι σφράγισε τὴ ζωή του.
Προτοῦ ὅμως νὰ τελειώσω προσθέτω τὸ ἑξῆς. Ὁ ἅγιος Ματθαῖος
ἐκτὸς ἀπὸ ἀπόστολος εἶνε καὶ εὐαγγελιστής. Ἔγραψε μὲ τὸ χέρι του τὸ Κατὰ
Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, τὸ πρῶτο βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης, ποὺ περιέχει
ὅ,τι ὁ ἴδιος εἶδε καὶ ἔζησε κοντὰ στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.
Ὅποιος τὸ διαβάζει, πρέπει νά ᾽νε πέτρα – βράχος γιὰ νὰ μὴ συγκινηθῇ.
Περιγράφει τὴ ζωή, τὴ διδασκαλία, τὰ θαύματα, τὸ σταυρὸ τὰ πάθη καὶ
τὴν ἀνάστασι τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ καὶ τὴ δευτέρα παρουσία του καὶ τὴν κρίσι
ζώντων καὶ νεκρῶν. Τὴν ἀρχὴ τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου ἀκοῦμε στὴν
ἐκκλησία τὴν Κυριακὴ πρὸ τῶν Χριστουγέννων.
* * *
Στὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου άποστόλου καὶ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου, ποὺ ἑορτάζει σήμερα, βλέπουμε, ἀδελφοί μου, σπουδαῖες ἀλήθειες.
Βλέπουμε ὅτι ὁ Χριστὸς δέχεται τὴ μετάνοια καὶ μεγάλου
ἁμαρτωλοῦ. Ὅταν ὑπάρχῃ ἡ μετάνοια, ὁ Κύριος δὲν δυσκολεύεται· τὸν
παίρνει κοντά του, τὸν ὑψώνει, τὸν δοξάζει.
Βλέπουμε, ὅτι ἕνας τελώνης μπορεῖ νὰ φτάσῃ νὰ γίνῃ μαθητής, ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστής.
Βλέπουμε, ὅτι πταίσματα καὶ ἔλεος, τὸ πλῆθος τῶν πταισμάτων
τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, εἶνε δύο μεγέθη ποὺ
συγκρούονται, ἀλλὰ νικᾷ τὸ δεύτερο. Γι᾽ αὐτὸ στὴν Ἀκολουθία τῆς θείας
Μεταλήψεως ὁ ἱερὸς συντάκτης λέει ποιητικῶς·
Γνωρίζω, Κύριέ μου, πολὺ καλά,
ὅτι «οὐ μέγεθος πταισμάτων,
οὐχ ἁμαρτημάτων πλῆθος
ὑπερβαίνει τοῦ Θεοῦ μου
τὴν πολλὴν μακροθυμίαν
καὶ φιλανθρωπίαν ἄκραν·
ἀλλ᾽ ἐλαίῳ συμπαθείας
τοὺς θερμῶς μετανοοῦντας
καὶ καθαίρεις καὶ λαμπρύνεις
καὶ φωτὸς ποιεῖς μετόχους,
κοινωνοὺς Θεότητός σου
ἐργαζόμενος ἀφθόνως
καί, τὸ ξένον καὶ ἀγγέλοις
καὶ ἀνθρώπων διανοίαις,
ὁμιλεῖς αὐτοῖς πολλάκις
ὥσπερ φίλοις σου γνησίοις.
Ταῦτα τολμηρὸν ποιεῖ με,
ταῦτά με πτεροῖ, Χριστέ μου…» (εὐχὴ Ζ΄).
Πές μου, ἀδελφέ, τ᾽ ἁμαρτήματά σου· πόσα εἶνε; Αὐτὰ ποὺ ἔχεις
δὲν εἶνε τίποτα. Διπλάσια; δὲν εἶνε τίποτα. Τριπλάσια; δὲν εἶνε τίποτα.
Τί εἶνε οἱ ἁμαρτίες; Φωτιά, κάρβουνα ἀναμμένα. Πάρε ἕνα μαγκάλι, πάρε
ἕνα σωρὸ κάρβουνα, κάνε τὰ βουνὰ ἀναμμένα κάρβουνα· ἅμα τὰ ῥίξῃς στὴ
θάλασσα, ποιός θὰ νικήσῃ, τὰ κάρβουνα ἢ ἡ θάλασσα; Ἡ θάλασσα βέβαια.
῾Ρίξε λοιπὸν –μὲ μετάνοια– στὴ θάλασσα τοῦ θείου ἐλέους ὅλα τὰ κάρβουνα
τῶν πταισμάτων σου, καὶ ἡ θάλασσα θὰ τὰ σβήσῃ. Πόσα εἶνε; Ἄλλος ἔχει
πέντε, ἄλλος ἔχει δέκα, ἄλλος ἔχει ἑκατό, ἄλλος ἔχει ἕνα βουνὸ ὁλόκληρο.
Ὅσα καὶ νά ᾽νε, θὰ σβήσουν· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου Πτελεῶνος – Ἑορδαίας τὴν Τρίτη 16-11-1971, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 17-9-2024.