Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2024

ΦΥΛΛΑ ΚΑΤΟΧΗΣ 1942

 

Ιστορικά

ΙΩΑΝΝΑΣ ΤΣΑΤΣΟΥ

Φ Υ Λ Λ Α    Κ Α Τ Ο Χ Η Σ 

1 9 4 2

10 Γενάρη 1942

Χτες κάποιος φίλος ζήτησε να με δη.

— «Έρχομαι να σού προτείνω επισήμως να μπης στο ΕΑΜ μου είπε. «Ζητούν ονομαστι­κώς εσένα».

«Τι είναι το ΕΑΜ; » ρώτησα, «Ποιος εί­ναι ο αρχηγός του;»

— «Το ΕΑΜ είναι Οργάνωσις Αντιστάσεως» μου απάντησε. «Ονόματα, δε λέγονται σε τέτοια εποχή. Σε συμβουλεύω να δεχτής, αλλιώς μπορούν να σκεφθούν πως φοβάσαι».

Σήκωσα τους ώμους. – «Δε μ’ αρέσει ν’ αμύνομαι στο ηθικό πεδίο» του είπα. «Μου φαί­νεται σα ν’ αποδέχομαι κατά κάποιον τρόπο την κατηγορία. Όπως και νάναι, έχω τόση δουλειά που δε μου μένει καιρός γι’ άλλες ευθύνες» και απόφυγα να δεχτώ.

Σήμερα το πρωί με ζήτησε ο Αρχιεπίσκοπος. Ήθελε ν’ αυξήση το επίδομα που δίνομε κρυφά στις οικογένειες των τουφεκισμένων. Του διηγήθηκα τότε και την πρόταση του ΕΑΜ.

«Μα τι είναι αυτό το ΕΑΜ;» μου είπε. «ε μπορούν να μας πουν ένα όνομα; Επικοινωνώ με τον Ζερβά, με τον Ψαρρό, με κάθε πρόθεση η εκδήλωση αντίστασης. Αυτό το ΕΑΜ το ακούω μα δεν το γνωρίζω».

Έμεινε μια στιγμή σκεφτικός.

— «Στον τόπο μας τουλάχιστον δεν πιστεύω σε αφηρημένες ιδέες. Θέλω να ξέρω ποιοι άνθρωποι αγωνίζονται γι’ αυτές. Μόνο όταν οι άνθρωποι αξίζουν, οι ιδέες παίρνουν περιεχόμενο …»

Έπεσε σιωπή.

22 Γενάρη 1942

Ο Γιώργος Καρτάλης (Από τα κυριώτερα μέλη της Επιτρο­πής της ΕΚΚΑ. στενός συνεργάτης του συνταγματάρχη Ψαρρού), περνάει ταχτικά τα βράδυα από το σπίτι. Χτες μας μίλησε με μεγάλη συμπάθεια για τον συνταγματάρχη Ψαρρό και για κάποια ανταρτική ομάδα του στη Μακεδονία.

3 Φλεβάρη 1942

Βαρειά, ασήκωτη ατμόσφαιρα. Από παντού μαυρίλα. Ο Rommel νικά και προχωρεί. Το Λον­δίνο βομβαρδίζεται αδιάκοπα. Φήμες ακούγονται πως οι άγγλοι θα μεταφέρουν την πρωτεύουσα σε κάποιο απόμερο μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου.

Θα τελειώση άραγε κάποια μέρα αυτό το μαρτύ­ριο. αυτός ο εξευτελισμός ;

7 Φλεβάρη 1942

Ποτέ δεν κρυώσαμε τόσο πολύ. Μέσα κι’ έξω παγωνιά. Τα χεράκια της Ντόρας είναι ξυλιασμέ­να, όταν κουκουλωμένη τα βράδυα κλείνεται στο σα­λόνι και προσπαθή να μελετήση στο πιάνο. Όσο κρύο στο δρόμο τόσο και στο σπίτι.

12 Φλεβάρη 1942

Η «Ζωή στο Παιδί» είναι ευεργετική για τα λίγα μικρά, σχεδόν δυο χιλιάδες, που τοποθέτησε σε σπίτια τα μεσημέρια.

Αφήνω που οι περισσό­τερες οικογένειες τάχουν πονέσει και τα φροντίζουν σα δικά τους.

Η Στέλλα, η μαγείρισα του συσσίτιου, τους φυ­λάει το μεσημεριανό φαγητό τους και τους το δίνει το βράδυ.

Με όλο το κρύο και την πείνα τα παιδιά της Πλάκας είναι γερά.

 

15 Μάρτη 1942

Το άδικο μας πνίγει κάθε μέρα και περισσότερο. Ο καθένας πολεμά όπως το νοιώθει η ψυχή του.

29 Μάρτη 1942

Σφραγίδα σκλαβιάς είναι αυτή η ιστορία των Γκίνη, άδικη και θλιβερή. Ο Παπά – Δεληπέτρου που παράστεκε στην εκτέλεση τους, μας την λέει και κλαίει.

Τέσσερα αδέρφια. Δυο παντρεμένοι και δυο ανύπαντροι. Ο ένας, ο μικρός, ο Κωνσταντής, γυρί­ζοντας στο σπίτι του, βρήκε ένα πουκάμισο γερμανού στρατιώτη. Ο άνεμος το είχε φέρει από το πλαϊνό στρατόπεδο. Το μάζεψε και προχωρούσε ανύποπτα. Στο δρόμο ένας γερμανός, βλέποντας γερ­μανικό πουκάμισο στα χέρια του, του επετέθηκε, άρχισε να τον χτυπά με το πιστόλι του και να του φωνάζη γερμανικά. Ο Κωνσταντής δοκίμασε με κάθε τρόπο να του εξηγήση πως βρήκε τυχαία το εσώρρουχο. Η συνεννόηση ήταν αδύνατη και ο γερ­μανός τραβούσε τον Κωνσταντή προς το γερμα­νικό στρατόπεδο.

Εν τω μεταξύ έτρεξαν όλα τ’ αδέρφια. Ο με­γάλος ο παντρεμένος, προσπαθώντας να ελευθερώση τον μικρό, έρριξε κάτω το Γερμανό κι’ εκείνος μω­λωπίσθηκε ελαφριά. Αυτό ήτανε όλο το έγκλημα.

Τους έπιασαν και τους τέσσερις. Οι δυο νεό­τεροι ο Θανάσης κι’ ο Κωνσταντής, πήραν όλη την ευθύνη απάνω τους για να σώσουν τους παντρεμέ­νους που είχαν οικογένειες.

Έτσι οι δυο μικροί καταδικάστηκαν σε θάνατο, «γιατί χύθηκε αίμα γερμανικό». Αυτό έλεγε η από­φαση του στρατοδικείου. Αίμα γερμανικό ήταν η μι­κρή στιγμιαία τσαγγρουνιά του γερμανού φαντάρου.

Ο Μακαριότατος ζήτησε τη χάρη τους. Του την αρνήθηκαν γιατί χύθηκε αίμα γερμανικό. Τη ζήτησε για δεύτερη φορά, η απάντηση ήταν η ίδια.

Ως την τελευταία στιγμή ο μελλοθάνατος Θα­νάσης σκέπτεται μόνο τον Κωνσταντή στο πλαϊνό κελλί. Τους θανάτωσαν και τους δυο χτες το πρωί. Ο Θανάσης ακούει την ομοβροντία που σκοτώνει τ’ αδέρφι του και έπειτα από λίγα λεπτά βλέπει το νωπό αίμα του στη στήλη που προσδένουν και τον ίδιον. Δυο δάκρυα του καίνε τα μάτια. Γιατί να μη τον έχει πάρει το βόλι στο αλβανικό μέτωπο;

7 Απρίλη 1942

Χτες έφυγαν για την Αίγυπτο ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και η Νίτσα. Πως θάθελα γρήγορα να είχαμε καλά νέα. Όλες αυτές οι αναχωρήσεις για τη Μέση Ανατολή είναι μεγάλη λαχτάρα. Πολλοί βέβαια φτάνουν. Μα πόσοι δεν έχουν φτά­σει ποτέ.

7 Απρίλη 1942

Είμαστε αναστατωμένοι. Πριν τέσσερις μέρες δοκίμασε να φύγη και ο Μιχάλης Ακύλας (Μιχάλης Ακύλας. αντισμήναρχος συγγραφέας και ποιητής). Αυτός ο αεροπόρος ποιητής από τη πρώτη στιγμή της κατοχής μια σκέψη έχει στο μυαλό του. Να φτάση στην ελεύθερη Ελλάδα, να πολεμήση για την πατρίδα του. Έφευγαν μαζί του και άλλοι αξιωματικοί. Δεν είχαν τύχη. Τους έπιασαν όλους. Τρέ­μαμε για τη τύχη τους (Μαζί με τον Ακύλα συνέλαβαν και τουφέκισαν τους λιμενικούς αξιωματικούς Καζάκο και Κωτούλα και τους Μοσχόπουλο, Γιαγκουδάκη, Θυμαρα, Αναγνωστόπουλο και Κιοσέ).

 

22 Απρίλη 1942

Κάθε μέρα καινούργια πίκρα μας φαρμακώνει. Οι ιταλοί συλλάβανε τον Άλέκο Ζάννα. Το έμα­θα από την Λένα. Ο Ζάννας, ηρωικός και γεν­ναιόψυχος πατριώτης, διευθύνει την Επιτροπή Δια­νομών του Ερυθρού Σταυρού. Όλοι τον εμπιστεύονται. Είναι όμως άρρωστος. Και η αρρώστια του έχει άμεση σχέση με την ευαισθησία του. Που θα τον πάη αυτή η δοκιμασία ; Θα την βα- στάξη ως το τέλος;

 

27 Μάη 1942

Χτες θανάτωσαν οι γερμανοί δυο θαυμάσια παλληκάρια. Τον Άγγελο και τον Μαρίνο Μπάρ­κα. Τους πιάσανε καθώς κόβανε γερμανικά καλώ­δια. Πήγα και είδα τους γονείς τους. Είναι σχε­δόν γείτονές μας, μένουν στα λουτρά του Άη Γιάν­νη Βουλιαγμένης. Η μάνα φυλάει σαν φυλαχτό το γράμμα των παιδιών της. Όλο κλαίει και το δείχνει.

30 Μάη 1942

Ήρθαν οι Μπάρκα. Τώρα όλες οι μάνες και οι γυναίκες των τουφεκισμένων έχουν μάθει το δρό­μο του σπιτιού μας. Όταν ανάλαβα ανίδεη με ζε­στή καρδιά τη συμπαράστασή τους δε γνώριζα τι ατέλειωτος Γολγοθάς είναι η συμπόνια.

5 Ιουνίου 1942

Τούτο το σημερινό είναι αφόρητο. Τέλειωσαν οι προπολεμικές ώρες πνευματικής χαράς. Δε θα της ξαναβρούμε ποτέ πια όπως ήταν τότε. Ένα βόλι έκοψε τη ζωή του Μιχάλη Ακύλα. Δεν καταλαβαίνουν αυτοί οι ούνοι ποιούς έχουν μπρο­στά τους και σκοτώνουν. Σκοτώνουν το πνεύμα, σκοτώνουν αυτή τη σπάνια ευαισθησία πούναι χί­λιες ζωές μαζί.

Και τώρα γύρω μας ο «Ιούδας» του, οι «Σω­κρατικοί του διάλογοι», απογυμνωμένοι μοιρολογάνε.

Στο σαλόνι μας, στην ίδια πάντα θέση, είναι η πολυθρόνα οπού καθότανε, διαλεκτικός, απλός, αληθινός.

12 Ιουνίου 1942

Πέρασα ώρες με την Ευανθία Καλαμπούρα. Τα μάτια της, βαθουλωμένα σαν πηγαδάκια από το κλάμα, με κοιτάζουν ανέκφραστα. Προχτές εκτέλεσαν οι γερμανοί το γιό της το Γιάννη μαζί με τον Κοκκινέλη. Τώρα κυνηγούν και τους άλλους της γιούς. Τρέμει η δύστυχη και δεν ξέρει που να τους κρύψη. Οι ίδιοι θέλουν να πάνε στο αντάρτικο. Το βουνό, όποιο και νάναι, θα τους ρουφήξη κι’ αυτούς.

20 Ιουνίου 1942

Είδα πάλι την Ευανθία. Έχει περισσότερο κου­ράγιο. Τόσα παιδιά περιμένουν απ’ αυτήν και το ένα είναι ανάπηρο. Ολόκληρη είναι σαν μια προ­σευχή. Ποια γυναίκα, ποια μάνα που σηκώνει ανθρώπινες ζωές στην καρδιά της, δεν αναμετράει πό­σο μεγάλη είναι η αγάπη της και πόσο λίγη η δύναμή της; Μόνο ακουμπώντας στο Θεό ελπί­ζει και προχωρεί.

25 Ιουνίου 1942

Όλα με βασανίζουν. Το σπίτι μας, που είναι ζεστό σαν φούρνος, τα δυο παιδιά μου που ανοικονόμητα από την πολλή κλεισούρα, δεν ξέρουν τι κάνουν. Σκαρφαλώνουν στα κεραμίδια με τη φι­λενάδα των τη Μίκα. Κάνουν Ισορροπία στα πεζούλια της ταράτσας. Τρέμω μη γκρεμιστούν. Και όμως δεν τολμώ να τα περιορίσω. Μόνον εκεί ψηλά φυσάει κάποιο αεράκι.

10 Ιουλίου 1942

Τούτη η ρωμηοσύνη έχει τη δική της λεβεν­τιά. Κανένας έλληνας δεν δέχεται να παραδώση το οπλο του. Έχουν εκτελέσει τον Δημήτρη Φιλιππόπουλο, τον Μακαντάση, τον Μετσόγλου, για κατοχή όπλου. Μα κανένας δε φοβήθηκε, κανένας δεν άλλαξε γνώμη, και κάθε μέρα πιάνουν και­νούργιους που οπλοφορούν.

17 Ιουλίου 1942

Είναι τόσο άμεση η αλληλεγγύη μεταξύ μας, που ο καθένας μας έχει πολλαπλασιασμένο εγώ. Μας αρρώστησε βαριά, μια γυναίκα στην οδόν Αδριανού. Τη μεταφέραμε αμέσως σε ιδιωτική κλι­νική και την εγχείρησε ένας εξαιρετικός γιατρός(Ο Αιμίλιος Μπόρος, από τους πρώτους γιατρούς των Αθηνών, μας παράστεκε όπου ήταν ανάγκη. Και ο κα­θηγητής Κωνσταντίνος Χωρέμης δεχότανε πάντα με όλη του την καρδιά τα άρρωστα παιδάκια μας. Παρά πολλά έσωσε από βέβαιο θάνατο). Σήμερα είναι εκτός κινδύνου. Όλες μου οι φί­λες την παραστέκονται.

30 Ιουλίου 1942

Στο μεσαίο πάτωμα ο αδερφός μου ο Άγ­γελος περνάει ώρες δραματικές. Η γυναίκα του η Ρωξάνη έπαθε υπερκόπωσι και πήρε το παιδί τους και πήγε στο σπίτι της το πατρικό. Η πολλή έν­νοια της έχει σπάσει τα νεύρα. Αυτός κάθεται διπλω­μένος σε μια πολυθρόνα και από τα μάτια του τρέ­χουν δάκρυα. Ούτε το νοιώθει πως κλαίει. Το έλ­κος του έχει φουντώσει και οι πόνοι του είναι αφό­ρητοι. Κάθε τόσο γράφει στίχους στο αγοράκι του. Και το ψάχνει, το ψάχνει συνέχεια μέσα στο σπί­τι. Ο γιατρός είπε πως η εγχείρηση είναι απαραίτητη. Αποφασίσαμε να πάη στη Κλινική του Σμπαρούνη.

15 Αυγούστου 1942

Χαίρομαι αυτή την ταχτική επαφή με τους α­πλούς ανθρώπους.

Ίσως ο αληθινός δρόμος προς τη δικαιοσύνη να είναι η αγάπη.

28 Αυγούστου 1942

Ώρες ατέλειωτες κράτησε αυτή η εγχείρηση του Αγγέλου. Όταν τον φέρανε από το χειρουρ­γείο ήταν τόσο μαζεμένος και κίτρινος στο κρεββάτι της κλινικής, σαν ετοιμοθάνατος.

6 Σεπτέμβρη 1942

Η ανάρρωση είναι πολύ δύσκολη. Πάει σιγά. Όσο και να είμαι κοντά του, είναι μόνος του. Και η Ρωξάνη πηγαίνει τακτικά και τον βλέπει. Αλλά πάλι είναι μόνος του. Η ματιά του προση­λωμένη αδιάφορα στα σεντόνια του κρεββατιού του, χτίζει ένα άσπρο τείχος μοναξιάς.

10 Σεπτέμβρη 1942

Χτες ο Γιώργος Καρτάλης έφερε στο σπίτι τον Απόστολο Καψαλόπουλο, παλιό, γενναίο αξιωματικό και πολύ έξυπνον άνθρωπο. Είχαν μακριά συνομιλία με τον Κωστάκη, για τη σύσταση της ΕΚΚΑ. Ο Κωστάκης υποσχέθηκε με κάθε τρό­πο να τους βοηθή.

16 Σεπτέμβρη 1942

Τηλεφώνησε ο Αρχιεπίσκοπος πως έφθασε στην Ελλάδα ο Γιάννης Τσιγάντες, με μεγάλα σχέδια, πολλά μέσα και πολλά χρήματα. Πρώτος σκοπός του Τσιγάντε είναι ο συντονισμός της αντίστασης και η αποτελεσματική συμπαράσταση της από μέρους της ελεύθερης Κυβέρνησης. Το γε­γονός είναι αξιόλογο. Νοιώθομε πως η επίσημη ε­λεύθερη Ελλάδα μας στεγάζει. Δεν θα είμαστε πια σκόρπιοι αντιμαχόμενοι, ανοργάνωτοι.

16 Σεπτέμβρη 1942

Ο Άγγελος βγήκε από την κλινική. Είναι α­δύνατος σαν κλωστή και με κόπο δέχεται λίγη τροφή. Στο σπίτι του μένει ακίνητος στο κρεβάτι. Έχομε μια σπάνια φίλη, την αδερφή Φένη, που τον φροντίζει.

19 Σεπτέμβρη 1942

Μυστήριο. Το σπίτι του Αγγέλου είναι άδειο. Κάποιο κακό θα έχη συμβή. Που μπορεί να εί­ναι αυτός ο τόσο άρρωστος ; Γύριζα παντού ως αργά και ρωτούσα κι’ έψαχνα. Στην Αστυνομία, στις πόρτες των γερμανών και των ιταλών. Στο Commando Piazza ο καραμπινιέρος φρουρός μου είπε, πως ένας πολύ αδύνατος μελαχροινός είχε περάσει μέσα.

Πως αργεί να τελειώση αυτή η νύχτα.

20 Σεπτέμβρη 1942

Σήμερα το πρωί, με την Ρωξάνη, ξαναρωτήσαμε παντού. Ο ένας μας έστελνε στον άλλον. Ε­πί τέλους με κόπο κατορθώσαμε να πάρωμε τη πληροφορία, πως βρίσκεται στις φυλακές Αβέρωφ και πως τον βαραίνει κατηγορία βαρειά.

21 Σεπτέμβρη 1942

Προσπάθησα αμέσως να επικοινωνήσω μαζί του στις φυλακές. Με βοήθησε πολύ η Κατίνα Δούση. Μεγάλη παρηγοριά να μπορώ να του πηγαίνω το ημερήσιο φαγητό του. Όταν δυσκολευόμουνα η ίδια, το πήγαινε η καημένη η Κατίνα. Εκείνη από
τους μήνες της κράτησής της γνωρίζει τις φυλα­κές σαν την τσέπη της.

22 Σεπτέμβρη 1942

Ό,τι καλύτερο υπάρχει βρίσκεται αυτή την εποχή στις φυλακές Αβέρωφ. Ο Θοδωρής Κουντουριώτης, ο Βασίλης Αγγελόπουλος και άλλοι αξιωματικοί και πολλοί καλοί έλληνες. Τους δια­σκεδάζει και τους ευχαριστεί να μη δείχνουν την ελάχιστη ενόχληση για την κράτησή τους. Γι’ αυτό φροντίζουν τον εαυτό τους περισσότερο ακόμη παρά στη συνηθισμένη τους ζωή και είναι πάντα ευδιάθετοι. Όταν το πρωί, φρεσκοξυρισμένοι, αλ­λαγμένοι, κουβεντιάζουν καπνίζοντας, δίνουν την εντύπωση πως βρίσκονται σε λέσχη. Και οι καραμπινιέροι τους κοιτάζουν με σεβασμό.

23 Σεπτέμβρη 1942

Στον Άγγελο στέλνω με το φαγητό του ό,τι άλλο έχει ανάγκη. Μπορούμε να συνεννοηθούμε για όλα τα μικροπράματα. Δόξα σοι ο Θεός αρχίζει να τρέφεται καλύτερα. Πήγα με το αγοράκι του την Κυριακή στις έντεκα έξω από τις φυλακές και μας είδε από μακριά.

Μα δεν μπορώ να ησυχάσω. Ποια να είναι η κατηγορία που τον βαραίνει ;

30 Σεπτέμβρη 1942

Όταν γύρισε η Κατίνα Δούση, στο χέρι της κρατούσε το πακέτο του ανέγγιχτο, όπως της το εί­χα παραδώσει. Την κοίταζα και δεν καταλάβαινα. Το αίμα μου είχε παγώσει. «Δεν είναι πια στου Αβέρωφ» μου είπε. «Τον έχουν μετακινήσει με χειροπέδες για τη Λαμία μαζί με τον ταγματάρ­χη Παπακυριαζή». Πλάγιασα άρρωστη.

2 Οχτώβρη  1942

Μας βοηθεί πολύ ο Γιώργος Καρτάλης. Είναι φίλος του Αγγέλου και γνωρίζει καλά την περιοχή της Λαμίας. Βρήκε αμέσως σύνδεσμο εκεί.

3 Οχτώβρη  1942

Ήρθε και με είδε η Γκετσάλαινα. Πριν έξη μέρες, στις 27 του Σεπτέμβρη, οι Ιταλοί εκτέλεσαν το γυιό της, τον Περικλή Γκετσάλη, μαζί με τον Λέλο. Κι’ αυτούς για οπλοφορία.

Η Γκετσάλαινα είναι από τη Χειμάρρα. Εί­χε πέντε γυιούς, οι τρεις έπεσαν στον πόλεμο της Αλβανίας. Ο ένας είναι αιχμάλωτος στην Ιτα­λία και ο τελευταίος, ο Περικλής, που εκτελέσανε τώρα, ήταν αγροφύλακας στον Πύργο Βασιλίσσης. Οι δυο γέροι και ο Περικλής προσπαθούσαν να θρέψουν με κάθε τρόπο τα τέσσερα ορφανά που είχαν αφήσει οι σκοτωμένοι.

Βέβαια ο Περικλής δεν είχε παραδώσει το όπλο του. Το ίδιο και ο συνάδελφός του ο αγροφύλακας ο Λέλος. Ένα βράδυ Ιταλοί στρατιώτες μπαίνουν στο κτήμα για να κλέψουν σταφύλια. Ο Γκετσάλης και ο Λέλος τους εμποδίζουν. Μα εκείνοι είναι πολλοί και δοκιμάζουν να αφοπλίσουν τους δικούς μας. Ο Περικλής Γκετσάλης με κα­νένα τρόπο δεν δίνει το όπλο του. Έρχεται στα χέρια με τους Ιταλούς, που προσπαθούν να του το πάρουν. Τα πράματα ζορίζουν. Ο Περικλής πα­λεύει με όλους για να σώση το πιστόλι του. Και όταν απελπίζεται πυροβολεί και σκοτώνει έναν απ’ αυτούς.

Και τους δυο, τον Γκετσάλη και τον Λέλο τους καταδίκασαν σε θάνατο.

Η Γκετσάλαινα όμως είναι μια γυναίκα μ’ αληθινή λεβεντιά. Ψηλή, στητή, ολοκάθαρη, ο μαύ­ρος κεφαλόδεσμος στο κεφάλι της ταχτικός και σφιχτοδεμένος φαντάζει σαν κορώνα.

Δεν παραπονέθηκε, δεν μοιρολόγησε. Μόνο η ανάσα της ήταν πιο γρήγορη όταν μιλούσε για το παιδί της.

«Οι γιοί μου στάθηκαν πάντα άντρες. Αυτό ήταν το χρέος τους. Ούτε μπορούσε να γίνη αλλιώς. Το όπλο τους ήταν η αντρειά τους, η λευ­τεριά τους. Πως να το παραδώσουν ; Έτυχε κακιά ώρα και ήρθε η συμφορά».

Την άκουγα, την κοίταζα και τη θαύμαζα. Η θλίψη έχει αυλακώσει το γερασμένο πρόσωπό της. Μα η αρχοντιά της είναι μεγάλη.

10 Οχτώβρη 1942

Κάθε επαφή με τον Άγγελο έχει σταματήσει.

Είμαστε στο έλεος του Θεού. Φαίνεται ότι πρέπει να γίνη μια αντιπαράσταση στα περίχωρα της Λα­μίας. Υπάρχουν κατηγορίες κατά κάποιου Σεφεριάδη. Τι θα βγη απ’ αυτή την υπόθεση κάνεις δεν ξέρει.

15 Οχτώβρη  1942

Ο λοχαγός Στέφανος Δούκας κοντά στ’ άλλα είναι και σύνδεσμος του Γιάννη Τσιγάντε. Έρχε­ται ταχτικά και βλέπει τον Κωστάκη. Ο Τσιγάντες θέλει να οργάνωση το Ανώτατο Εθνικό Συμ­βούλιο με Πρόεδρο το Δεσπότη. Είναι δύσκολο. Χρειάζονται πρόσωπα εμπιστοσύνης και γενικού κύρους. Ο Κωστάκης δίνει ονόματα και ιδέες στον Στέφανο Δούκα και ο Δούκας τα μεταφέρει στον Τσιγάντε.

2 Νοέμβρη 1942

Το κουδούνι παίζει αδιάκοπα, επίμονα, ένα γνώριμο σκοπό. Τρέχω ν’ ανοίξω. Απίστευτο. Μέ­σα στην κορνίζα της πόρτας ο Άγγελος με το γυ­λιό του. Καθίζει, όπως είναι φορτωμένος, στην πρώτη καρέκλα που είναι μπροστά του. Μιλάει και τον ρωτώ και απαντά και όλα τα λόγια μπερ­δεύονται. Έγινε η αντιπαράσταση με τον κατήγο­ρο και πείσθηκαν πως δεν ήταν αυτός ο Σεφεριάδης που καταζητούσαν.

Ούτε έχουν σημασία αυτά. Είναι εδώ και είναι καλά. Τον κοιτάζω, τον αγγίζω και δεν πιστεύ­ουν τα μάτια μου. Μας μιλάει για τον ταγματάρχη Παπακυριαζή: «Ένας αδερφός» μας λέει. «Μας είχαν δεμένους με τις ίδιες χειροπέδες όταν μας μεταφέρανε στη Λαμία. Ούτε κει δε χωριστή­καμε. Είμαστε στο ίδιο κελλί. Του άφησα το στρωματάκι μου και ό,τι άλλο είχα που τον βόλευε. Τι δε θάδινα να τον είχα μαζί μου ελεύθερο κ’ εκεί­νον».

5 Νοέμβρη 1942

Άλλαξε το σπίτι μ’ αυτόν τον γυρισμό. Σαν να ξεφύγαμε από ένα βαρύ πένθος. Ο ίδιος ξαναβρήκε το χιούμορ του. Τα παιδιά γελούν και τον φρον­τίζουν. Ο απαισιόδοξος Κωστάκης κάνει κι’ αυτός αστεία.

16 Νοέμβρη 1942

Προχτές οι γερμανοί τουφέκισαν τον Μπούκα και σήμερα τον Γιάννη Μάστορη. Παρ’ όλες τις βαρειές κατηγορίες στο στρατοδικείο είχαμε πάν­τα μιαν ελπίδα. Ο Μπούκας είναι ο πρώτος ραδιοτηλεγραφητής στην υπηρεσία των φίλων μας. Τον έχουν συλλάβει από το 41. Στη δίκη του, ανάφεραν αριθμούς υποβρυχίων που χάθηκαν εξ αιτίας του. Ο Γιάννης Μάστορης είχε πομπό. Του­λάχιστον αυτά τα παλληκάρια πουλήσανε ακριβά τη ζωή τους.

23 Νοέμβρη 1942

Οι συνεννοήσεις του Τσιγάντε με τον Κωστάκη συνεχίζονται. Σ’ όλα τα κύρια σημεία έχουν συμφωνήσει. Τώρα ήρθε η ώρα να συναντηθούν με τον Αρχιεπίσκοπο.

25 Νοέμβρη 1942

Μαζεύτηκαν πάλι στο σπίτι οι φίλοι του Κωστάκη. Είναι μια ομάδα που ταχτικά συνεδριάζει και συζητεί για τις μεταπολεμικές πολιτικές εξελίξεις. Όλοι είναι παλιοί γνωστοί μας και οι περισσότεροι πολύ φίλοι μας. Σήμερα ήρθαν ο Γιώργος Οικονομόπουλος, ο Ξενοφών Ζολώτας, ο Άγγελος Αγγελόπουλος, ο Γιάννης Παρασκευόπουλος, ο Γιώργος Λάπας που είχε κρύψει τον Κωστάκη όταν διώκονταν πέρυσι, ο Πέτρος Γαρουφαλιάς. Ήρθε και για πρώτη φορά ένας Μακεδόνας πρώην βουλευτής, ο Κώστας Καραμαν­λής. Μιλούσε λίγο, μα ό,τι έλεγε ήταν σωστό. Μου έκανε εντύπωση η κρίση του και η ειλικρί­νεια του. Θα πω του Κωστάκη να τον καλέση μια μέρα μόνο του, να τον γνωρίσω καλύτερα.

26 Νοέμβρη 1942

Χτες ανατινάχτηκε το γιοφύρι του Γοργοπόταμου. Λένε πως έπεσαν άγγλοι αλεξιπτωτιστές και έκαναν τη δουλειά μαζί με τους δικούς μας. Μα τίποτα δε ξέρομε. Το μόνο βέβαιο είναι η ανατίναξη και η μεγάλη ανακούφιση που μας κατέχει. Του­λάχιστον να μη περνούν από την Ελλάδα οι ανεφοδιασμοί του Rommel.

5 Δεκέμβρη 1942

Για αντίποινα του Γοργοπόταμου οι Ιταλοί εκτελούν ομήρους στη Λαμία. Λένε πως μέσα στους σκοτωμένους είναι και ο ταγματάρχης Παπακυριαζής. Πως φοβάμαι την αλήθεια. Θάθελα να μην τη μάθω ποτέ.

Κατέβηκα στο δωμάτιο του Αγγέλου. Είχε το κεφάλι ακουμπισμένο πάνω στο γραφείο, μέσα στο μπράτσο του. Κατάλαβα πως ήξερε για τον φίλο του περισσότερα από μένα. Του χάιδεψα τα μαλλιά. Σήκωσε το κεφάλι, ήταν κλαμένος.

— «Όπως είναι εκείνος έτσι θα μπορούσα να είμαι εγώ», μου είπε. «Κάθε μέρα παίζομε ζάρια με τη μοίρα μας».

6 Δεκέμβρη 1942

Η ανατίναξη της ΕΣΠΟ μια λύτρωση για μας, όμως μεγάλο τράνταγμα και φόβος για τους γερμανούς. Οι πατριώτες που την επιχείρησαν κα­θάρισαν τη χώρα από μια ομαδική προδοσία. Είναι από τα καλύτερα παλληκάρια μας. Ο αεροπόρος Κώστας Περρίκος αρχηγός της ΠΕΑΝ και οι φίλοι του, ο Μυτιληναίος, ο Κατεβάτης, ο Λόης, ο Σκούρας, η κοπέλλα η Μπίμπα, φύλακες της τι­μής μας, αφού δεν έχομε πια γη.

12 Δεκέμβρη 1942

Οι γερμανοί συλλάβανε όλους τους πρωταίτι­ους και άλλον ανίδεο κόσμο. Όταν το βράδυ πλα­γιάζομε στο δικό μας κρεββάτι, δοξάζομε το Θεό.

20 Δεκέμβρη 1942

Μέσα στην αγωνία μας, μια καλή είδηση. Ο Μυτιληναίος δραπέτευσε από τη φυλακή. Είχε με­γάλη μυϊκή ρώμη και κατάφερε να λυγίση τα σί­δερα και να περάση από το παράθυρο στο άλλο δωμάτιο. Ήταν άδειο. Ένας γερμανικός μανδύας κ’ ένα πηλίκιο ήταν εκεί. Τα φόρεσε και βγήκε ήσυχα έξω.

31 Δεκέμβρη 1942

Στέκομαι απέναντι στο Παρνασσό (Στο Γερμανικό στρατοδικείο)  στον τοί­χο του Αη Γιώργη. Η δίκη για την υπόθεση της ΕΣΠΟ έχει τελειώσει. Περνούν τους κατάδικους.

Πολύς κόσμος είναι ακόμα απέξω.

Ο Περρίκος καταδικάστηκε σε θάνατο. Στην ανάκριση ήταν υπεύθυνος και γενναίος, όπως στη πράξη. Ως το τέλος προσπάθησε να πείση τους γερμανούς πως αυτός μόνος έκανε την ανατίναξη. Η κοπέλλα από τα μαρτύρια είχε ομολογήσει πως κι’ αυτή βοήθησε.

Η ώρα περνάει. Άλλοι συζητούν, άλλοι κλαίνε. Ο κόσμος αραιώνει, διαλύεται. Μέσα στη πα­γωμένη καταχνιά όλα μοιάζουν θολά. Εκεί στο πε­ζοδρόμιο του Παρνασσού, απολιθωμένη, σαν σβυσμένο άγαλμα, η γυναίκα του Περρίκου με τα μι­κρά της.

Μας κυνηγάνε χωρίς ανάπαυλα. Κάθε μέρα σκοτώνουν. Την παραμονή των Φώτων τουφέκισαν οι γερμανοί τον Δημήτρη Γιαννάτο και τους αξιωματικούς Μαλιόπουλο και Κοντόπουλο. Έχουν καταδικάσει σε θάνατο και το γιατρό Κώστα Γιαννάτο. Μ’ αυτός τρελλάθηκε και τον έκλεισαν στο Δημόσιο Ψυχιατρείο (Οι Γιαννάτοι ανήκαν στην Ο.Α.Γ. Οργάνωσις Αναστάσεως Γένους. Τους έπιασαν στα μέσα του 1942 και τους βασάνισαν σκληρά. Έτσι όλοι είχαμε πιστέ­ψει πως ο γιατρός Κώστας Γιαννάτος είχε τρελλαθή. Μα μόλις έφυγαν οι γερμανοί ο γιατρός έγινε καλά. Η τρέλλα του ήταν απάτη. Ο Κώστας Γιαννάτος ήταν υπαρχηγός της Ο.Α.Γ. Συνεργάζονταν στενά με την οργάνωση «Βύρωνες» που δεν ήταν παρά η μονάς μυστικού πολέμου V.V. 707 του Συμμαχικού Στρατηγείου Μέσης Ανατολής με αρχηγούς τον Λουκά Λιναρά και τον δημοσιογράφο Γιάννη Ιωαννίδη. Και ο Κωστάκης κι’ εγώ είμαστε ανακατωμένοι σ’ αυτή την Οργάνωση (Ιδέ Ναυάρχου Κώνστα «Η Ελλάς κατά την δεκαετίαν 1940-50». Αθήναι 1955, σελ. 409-410). Στις 4 του Γενάρη εκτέλεσαν και τον Γ. Ιβάνωφ. Η γυναίκα του Δημήτρη Γιαννάτου Μαριάννα ήταν αδερφή του Ιβάνωφ).

Σήμερα το πρωί εκτελούν όμηρους, είκοσι πα­τριώτες και δεν δίνουν τα ονόματά τους, ούτε τους παραδίνουν να ταφούν. Πέφτει χιονόνερο από το πρωί. Ποιοι να είναι άραγε οι σκοτωμένοι; Ο καθένας τρέμει για τον άνθρωπό του.

Πήγα στην Αρχιεπισκοπή. Εκεί κόσμος πο­λύς. Όλες οι πόρτες ανοιχτές. Ακούγονται  οι λυ­γμοί των γυναικών.

Ο Δεσπότης συννεφιασμένος κοιτάζει διάφο­ρα ρολόγια, κλειδιά, πορτοφόλια σκόρπια πάνω στο γραφείο του. Απομεινάρια φευγάτων ψυχών. Βαρειά πέφτει η σιωπή του.

Και ο Κωστάκης, που από καιρό έχει κανονί­σει τη συνάντηση του Αρχιεπισκόπου με τον Τσιγάντε για σήμερα το βράδυ στην οδόν Κυδαθηναίων!

 

 

ΦΥΛΛΑ ΚΑΤΟΧΗΣ – ΕΚΔΟΣΗ  “ΤΟ ΒΗΜΑ”

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ

https://www.entaksis.gr/katoxi-1942/