«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Οἱ φυλακές τῆς πόλεως Πιτέστι, ἔχουν δεσμωτήρια μικρότερα ἀπό αὐτά τοῦ Ἀϊούντ. Ὑπάρχουν μεμονωμένα κρατητήρια, ἀλλά καί μεγάλα δωμάτια. Ἐγίναμε ἐκεῖ δεκτοί μέ κακία, ἡ ὁποία σύντομα μετατράπηκε σέ ἀγριότητα.
Ἐδῶ συναντήσαμε νέους, πού εἶχαν συληφθῆ πρόσφατα. Ὅλοι ἦταν φοιτητές. Οἱ περισσότεροι ἦταν καλές καί ὥριμες προσωπικότητες καί καλά προετοιμασμένοι. Ἦταν ἡ «ἀφρόκρεμα» τῆς νεολαίας ἐκείνης τῆς γενεᾶς. Ἀπό τήν ἀρχή δέν διακρίθηκαν σέ ποιά πολιτικά κόμματα ἀνῆκαν, ἀλλά ὅλοι εἴμασταν ἕνα συμπαγές ἀντικομμουνιστικό γκρούπ. Μεταξύ τους ξεχώριζαν μερικοί ἐξαιρετικῆς ἀξίας, ἀλλά ἐκεῖνοι πού ἐνέπνεαν τήν ἀτμόσφαιρα ἦταν οἱ παλαιοί κρατούμενοι, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί ὁ Βαλέριος.
Λόγῳ τοῦ τρομοκρατικοῦ κανονισμοῦ, τοῦ ἄθλιου φαγητοῦ, τῆς ἀσφυκτικῆς συστέγασης, τῆς ἀπουσίας τοῦ ἀέρα καί τῆς ἔλλειψης ἐπαφής μέ τόν κόσμο, τά παλληκάρια, μέ τόν χαρακτηριστικό ἐνθουσιασμό τους, ἐδήλωσαν ἀπεργία πείνας καί ἔκαναν λίγη φασαρία. Ὁ Βαλέριος ἀντιστάθηκε καί βρέθηκε σέ σύγκρουση μ΄ αὐτούς. Αὐτός τούς εἶπε:
-Ἐδῶ εἴμαστε φυλακισμένοι καί μόνο μέ νομικά καί ειρηνικά μέσα μποροῦμε ν΄ἀποκτήσουμε κάποια δικαιώματα, ἀλλιῶς τά πιθανά ἀντίποινα μποροῦν νά εἶναι πολύ σοβαρά γιά ἐμᾶς. Ὁ νόμος καί ἡ ἐξουσία εἶναι στά χέρια τῶν Ἀρχῶν. Νά προσευχόμαστε στόν Θεό γιά νά μπορέσουμε ν᾿ ἀντέχουμε.
Τότε τοῦ εἶπαν:
- Δέν μποροῦν αὐτοί νά μᾶς δίνουν τόσα βάσανα γιά νά μήν μποροῦμε νά τ᾿ ἀντέξουμε!
-Ἄς μήν ποῦμε μεγάλα λόγια, ὁ Βαλέριος τούς εἶπε: Νά μήν εἴμαστε ὑπερήφανοι. Κάθε ἄνθρωπος ἔχει ἕνα ὅριο ὑπομονῆς. Νά μᾶς φυλάξει ὁ Θεός νά μή φτάσουμε ἐκεῖ πού δέν θ᾿ ἀντέχουμε πιά!
- Εἶσαι ἕνας ἡττοπαθής! Εἶσαι ἕνας ἀγόγγυστος κρατούμενος! Εἶσαι ἕνας ἡττημένος! Τοῦ εἶπαν μέ φωνές καί εἰρωνεία οἱ ἄλλοι νέοι.
Σ᾿ ὅλα αὐτά ὁ Βαλέριος ἔμεινε ἤρεμος καί πειστικός, ἀλλά δέν τόν ἄκουσαν.
- Κρατάω μέσα μου ἕναν ἀπερίγραπτο πόνο, τούς ἐξήγησε αὐτός, ἀπό τόν ὁποῖο, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, βγῆκα καθαρός. Ἡ ἐμπειρία τοῦ παρελθόντος μ᾿ ἀναγκάζει νά εἶμαι προνοητικός. Τώρα δέν εἶναι πολύ δύσκολο. Ἔχω μεγάλη πίστη καί ἐλπίδα, ἀλλά κινοῦμαι μέ σοφία, γιά νά φτάσω στό σκοπό μου.
Σύντομα, προσκλήθηκα μαζί μέ ἄλλους κρατουμένους στόν διευθυντή τοῦ δεσμωτηρίου, ὁ ὁποῖος μᾶς εἶπε:
-Ἡσυχᾶστε τους! Ἠρεμῆστε, διότι δέν μπορεῖτε νά σκεφτεῖτε τί ἑτοιμάζεται γιά ἐσᾶς. Καί σιδερένιοι νά εἶστε, θά μαλακώσετε!
Δέν καταλάβαμε τί ἀκριβῶς ἤθελε νά μᾶς πεῖ ὁ διευθυντής, ἀλλά ἀργότερα εἴδαμε ὅτι εἶχε δίκαιο. Ἡ πραγματικότητα τοῦ Πιτέστι ξεπέρασε ὄχι μόνο τίς ἀπαντοχές μας, ἀλλά καί ὅλη τήν φαντασία τῆς παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Οἱ πολιτοφύλακες ἄρχισαν νά στουμπίζουν τούς κρατουμένους κατά τήν ἀρέσκειά τους, γιά κάτι συγκεκριμένο ἤ ἁπλᾶ γιά προσωπική τους εὐχαρίστησι. Πρώτευε ἕνας δεσμοφύλακας, ὁ Γεωργέσκου, ἕνας δυστυχής καί βλαμμένος, ἕνας ἀνισόρροπος, πού τοῦ εἶχαν ὑποσχεθεῖ βαθμούς καί προβιβασμούς. Ἐφ᾿ ὅσον συνεργαζόταν μέ τόν διευθυντή καί μέ τήν Ἀσφάλεια τοῦ Κράτους, νόμιζε ὅτι εἶναι ἕνας μεγάλος ὑπερασπιστής τοῦ κόμματος κι ἑπομένως στούμπιζε μέ τό ρόπαλό του μέ μεγάλη εὐχαρίστησι τά σώματα τῶν νεαρῶν φοιτητῶν μέχρι νά τρέξη αἷμα ἀπό τά σώματά τους. Τριγυρνοῦσε σάν τήν γάτα, κρυφάκουγε στήν πόρτα, μετά τήν ἄνοιγε καί κτυποῦσε μέ γροθιές τά παιδιά, τά πατοῦσε μέ τά πόδια του, τά χτυποῦσε μέ τό ρόπαλο, ἀκόμη καί μέ σιδερένιο λοστό. Ὁ ἴδιος εἶχε προκαλέσει καί τούς ἄλλους δεσμοφύλακες νά κάνουν τά ἴδια.
- Βρέ, ἐκραύγαζε σάν τρελλός, ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του, γιά τήν ζωή τῶν παιδιῶν μου εἶμαι ἕτοιμος νά σᾶς σκοτώσω! Ἐάν ἡ Ἀσφάλεια τοῦ Κράτους ὁρίζει νά σᾶς δολοφονήσω, τελείωσε. Ἡ Ἀσφάλεια τοῦ Κράτους ἔχει τό σκῆπτρο καί δέν θά γλυτώσετε οὔτε νεκροί, κερατάδες!
Κερατάδες ἦταν ἡ προσηγορία μέ τήν ὁποία μᾶς ἀποκαλοῦσε γενικά. Σ΄ αὐτήν πρόσθετε πάντα καί τίς πιό ἄσχημες βλασφημίες. Ἦταν καί πολύ προληπτικός. Ὅταν ἕνας κρατούμενος τοῦ εἶπε: Ὁ Θεός νά σέ συγχωρέσει! Τοῦ βγῆκαν τά μάτια ἔξω ἀπό τόν θυμό καί τόν πάτησε μέ τά πόδια του μέχρι πού ἐκεῖνος ἐλιποθύμησε.
Δεσμοφύλακες σάν τόν Γεωργέσκου προέρχονταν ἀπό τό κατακάθι τῆς κοινωνίας, ἄνθρωποι μέ ψυχολογικά προβλήματα, καί ποτιζόμενοι μέ δύο ναρκωτικά: ἀπό τήν μιά πλευρά, μέ τήν συνείδηση μιᾶς ὑψηλῆς «ἀποστολῆς» πού δόθηκε ἀπό τό Κόμμα, τόν λαό καί τό προλεταριᾶτο, γιά νά καταστρέφουν ὅλους τούς ἐπαναστάτες, τούς ἀστούς, τούς φασίστες καί τούς μυστικούς. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, τό ἄσπονδο μῖσος ἐναντίον ὅλων τῶν ἐχθρῶν τῆς ἐπανάστασης, ὥστε νά μπορέσουν νά τούς σκοτώσουν μέ τήν ἀδιαφορία πού σκοτώνονται οἱ μύγες ἤ τά σκουλήκια.
Ἦταν, λοιπόν, κάποιοι φανατισμένοι ἠλίθιοι, θηρία χωρίς λογική. Τέτοιους ἀνθρώπους κρύβει κάθε κοινωνία. Αὐτοί εἶναι πληρωμένα παλιόσκυλα, ἱκανοί γιά ἐγκληματίες, θηρία τά ὁποῖα, ὅταν ὡρισμένοι τούς ὑπόσχονται χρήματα, ὅ,τι χειρότερο ἔχουν μέσα τους, τό ἐξαπολύουν μέ θηριώδεις τρόπους. Ἐν τούτοις, δέν θά γινόντουσαν κακοῦργοι ἐάν δέν ἦταν πεπεισμένοι νά τό κάνουν.
Ἀπόσπασμα ἀπό: Ἡ ἐπιστροφή στόν Χριστό (ΤΑ ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΑ ΒΑΣΑΝΑ ΤΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΡΟΥΜΑΝΙΑ)