Παρασκευή 7 Ιουνίου 2024

Ἤρθησαν ὄντως τὰ «Ἀναθέματα» μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν;

Τοῦ κ. Νικολάου Μάννη, ἐκπαιδευτικοῦ

  Ὡς γνωστὸν στὶς 7 Δεκεμβρίου 1965 συνέβη ἡ περίφημη «Ἄρση τῶν Ἀναθεμάτων» (ὅπως τὴν ἀποκαλοῦν) μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν. Τὴν ὑλοποίηση τῆς «ἄρσεως» αὐτῆς ἀνέλαβαν ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἀθηναγόρας καὶ ὁ Πάπας Ρώμης Παῦλος ὁ ΣΤ΄. Καὶ ὁ μὲν πρῶτος συνοδικῶς δήλωσε πὼς «τῆς καθ’  ἡμᾶς Μεγάλης Ἐκκλησίας γενόμενον ἀνάθεμα τοῦτο, ὑπάρχει ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ παρὰ πᾶσι γινώσκηται ἠρμένον ἀπὸ τῆς μνήμης καὶ ἐκ τοῦ μέσου τῆς Ἐκκλησίας»[1], ὁ δὲ Πάπας συμφώνησε πὼς  «θέλουμε νὰ ξεριζώσουμε τὴν ποινὴ τοῦ ἀναθέματος, ποὺ ἦταν τότε εὐρέως διαδεδομένη, ἀπὸ τὴν μνήμη τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ τὴν ἀφαιρέσουμε ἐκ τοῦ μέσου της, ἐπιθυμώντας νὰ καλυφθεῖ καὶ νὰ ταφεῖ στὴ λήθη»[2].

  Ἔκτοτε οἱ θιασῶτες τῆς «Ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν», οἱ ὁποῖοι στὸ παρελθὸν ὀνομάζονταν Ἑνωτικοὶ (Οὐνίτες), ἐνῷ σήμερα εἶναι γνωστοὶ ὡς «Οἰκουμενιστές», θεωροῦν καὶ πιστεύουν ὅτι ὄντως ἤρθησαν τὰ Ἀναθέματα μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν, καὶ πὼς ὁ δρόμος γιὰ τὴν «Ἕνωση» εἶναι ἀνοικτός.

  Παράλληλα κάποιοι ἀφελεῖς (;) «Ζηλωτές», θεώρησαν ὅτι ἡ πράξη αὐτὴ τῆς λεγόμενης «Ἄρσης τῶν Ἀναθεμάτων» ἔχει ὄντως τέτοιο κῦρος, ὥστε νὰ σημαίνει οὐσιαστικὰ τὴν ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας καὶ τὴν ἐπαναφορὰ στὴν πρὸ τοῦ 1054 κατάσταση[3]·

Τόσο ὅμως οἱ Οἰκουμενιστές, ὅσο καὶ οἱ Ζηλωτὲς πλανῶνται πλάνην οἰκτράν, γιὰ δύο λόγους.

Πρῶτον, διότι – ὅπως παρατηρεῖ ἕνας σπουδαῖ­ος θεολόγος τοῦ Κ΄ αἰῶνος –  «τὸ ἀνάθεμα τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας λογίζεται ἀείποτε ἀληθείᾳ ἀνύπαρκτον», ἐνῷ «ἡ ἄρσις τοῦ ἀναθέματος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ εἶναι φύσει ἀδύνατος, καθ’ ὅτι οὐδέποτε ἡ αἵρεσις δύναται νὰ λογισθῆ ὡς μὴ οὖσα αἵρεσις, καὶ μὴ ἀναθεματιζομένη ὑπὸ τῆς Ὀρθοδοξίας»[4]. Μὲ αὐτὴν τὴν γνώμη συμφωνεῖ καὶ ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς Παναγιώτης Τρεμπέλας, ὅταν ἐπισημαίνει πὼς «τὸ ἀνάθεμα τοῦ 1054 τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀρθέν, δὲν ἤρθη»[5].

Δεύτερον, ἐπειδὴ μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῶν Παπικῶν ἔχουν ἐκτοξευθεῖ καὶ ἄλλα ἀναθέματα, τὰ ὁποῖα οὐδέποτε ἔχουν ἀρθεῖ. Ἂς δοῦμε ἐνδεικτικὰ μερικὰ ἀπὸ αὐτά.

Ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων:

α) Ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος τοῦ 1484 ὑποβάλλει σὲ ἀναθεματισμὸ ὅσους δέχονται τὴν παπικὴ καινοτομία τοῦ Filioque: «Τοὺς δὲ ἄλλως περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος φρονοῦντας ἢ καὶ κηρύττοντας ἤ, ὡς φαμέν, ἀπεναντίας τῇ ἀληθείᾳ δοξάζοντας καὶ κενοφωνοῦντας ἀποστρεφόμεθα ὡς αἱρετικοὺς καὶ τῷ ἀναθέματι καθυπάγομεν»[6].

β) Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Πανορθόδοξος Σύνοδος τοῦ 1593 μὲ τὸν Η΄ Κανόνα της, ἀνανεώνει τὸν Α΄ Κανόνα τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου καὶ ἀναθεματίζει τοὺς Παπικοὺς, ἐπειδὴ μετέθεσαν τὸ Πασχάλιο: «Ἀσάλευτον διαμένειν βουλόμεθα τὸ τοῖς Πατράσι διορισθὲν περὶ τοῦ ἁγίου καὶ σωτηρίου Πάσχα, ἔχει δὲ οὕτως· ἅπαντας τούς τολμῶντας παραλύειν τοὺς ὅρους τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς μεγάλης Συνόδου, τῆς ἐν Νικαίᾳ συγκροτηθείσης ἐπὶ παρουσίᾳ τῆς εὐσεβείας τοῦ θεοφιλεστάτου βασιλέως Κωνσταντίνου περὶ τῆς ἁγίας ἑορτῆς τοῦ σωτηριώδους Πάσχα, ἀκοινωνήτους καὶ ἀποβλήτους εἶναι τῆς Ἐκκλησίας, εἰ ἐπιμένοιεν φιλονεικότερον ἐνιστάμενοι πρὸς τὰ καλῶς δεδιδα­γμένα, καὶ ταῦτα εἰρήσθω περὶ τῶν λαϊκῶν. Εἰ δὲ τις τῶν προεστώτων τῆς Ἐκκλησίας Ἐπίσκοπος, ἢ Πρεσβύτερος, ἢ Διάκονος, μετὰ τὸν ὅρον τοῦ­τον, τολμήσειεν ἐπὶ διαστροφῇ τῶν λαῶν, καὶ ταραχῇ τῶν ἐκκλησιῶν ἰδιάζειν, καὶ μετὰ τῶν Ἰουδαίων ἐπιτελεῖν τὸ Πάσχα, τοῦτον ἡ ἁγία Σύνοδος ἐντεῦθεν ἤδη ἀλλότριον ἔκρινε τῆς Ἐκκλησίας. Δεῖ δὲ στοιχεῖν τῷ τῶν Πατέρων κανόνι μέχρι καὶ σήμερον Θεοῦ χάριτι, ὅ, καθ’ ὃ δεῖ καὶ τὰ λοιπὰ ἡ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία διαφυλάττει»[7].

γ) Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Λούκαρις, ὡς Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας τότε, στὸν περίφημο Τόμο του ἀναθεματίζει ὅσους ἀποδέχονται τὶς λατινικὲς καινοτομίες: τὸ Filioque, τὴν ἄρνηση μεταλήψεως τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου, τὴν χρήση ἀζύμων στὴ Θεία Εὐχαριστία, τὸ καθαρτήριο πῦρ καὶ τὸ Πρωτεῖο τοῦ Πάπα[8].

Ἐκ μέρους τῶν Παπικῶν:

α) Στὴν ἐν Τριδέντῳ Σύνοδο (1545-1563) κατακρίνονται οἱ μὴ δεχόμενοι τὸ Filioque καὶ ρητῶς ἀναθεματίζονται μεταξὺ ἄλλων ὅσοι θεωροῦν ἀπαραίτητη τὴν μετάληψη καὶ τῶν δύο εἰδῶν (Σώματος καὶ Αἵματος) κατὰ τὴν Θεία Εὐχαριστία[9] καὶ ὅσοι θεωροῦν ὅτι πρέπει νὰ μεταλαμβάνουν καὶ τὰ παιδιὰ[10]…

β) Στὴν Α΄ Βατικανὴ Σύνοδο (1869-1870) ἀναθεματίζονται[11] ὅσοι δὲν ἀποδέχονται τὸ Πρωτεῖο τῆς ἐξουσίας ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας ποὺ δῆθεν ἔδωσε ὁ Χριστὸς στὸν Πέτρο[12], μέσῳ τοῦ ὁποίου τὸ παρέλαβαν ὅλοι οἱ διάδοχοί του Πάπες τῆς Ρώμης[13], ὅσοι ἀμφισβητοῦν αὐτὴ τὴν ἐξουσία[14] καὶ ὅσοι θεωροῦν ὅτι ὁ Πάπας ὅταν ὁμιλεῖ ex cathedra δὲν εἶναι ἀλάθητος[15]…

Συνοψίζοντας, τὰ ἀναθέματα μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν δὲν μποροῦν νὰ ἀρθοῦν μὲ κινήσεις …«καλῆς θελήσεως», ἀλλὰ μόνο μὲ τὴν μετάνοια!

Ἂς ἐρευνήσουν ἀμφότεροι μὲ βάση τὶς Γραφὲς καὶ τὴν Ἱερὰ Παράδοση[16] ποιοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ σφάλλουν καὶ ἂς τολμήσουν νὰ κάνουν τὸ βῆμα ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ὄντως θὰ ἄρει τὰ Ἀναθέματα: νὰ ὁμολογήσουν καὶ νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν Ἀλήθεια χωρὶς φόβο καὶ πάθος, ἀπορρίπτοντας τὶς πλάνες καὶ τὶς κακοδοξίες!

Σημειώσεις:

[1] Ἰωάννου Καρμίρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα, τόμος ΙΙ, Graz 1968, σελ. 1029[1109].

[2] Μετάφραση ἡμέτερη. Τὸ πρωτότυπο κείμενο: «Praeterea sententiam excommunicationis tunc latam ex Ecclesiae memoria evellere volumus ac de eius medio removere, atque eam volumus oblivione contectam et obrutam» (Καρμίρη, ὅ.π., σελ. 1030[1110]).

[3] Ἀθανασίου Σακαρέλλου, Ἔγινε ἀπὸ τὸ 1965 ἡ Ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν!

[4] Ἀριστοτέλους Δελήμπαση, Πανορθόδοξος Σύν­οδος, Ἀθήνα 1976, σελ. 74-75.

[5] Ἀριστοτέλους Δελήμπαση, Ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, Ἀθήνα 1972, σελ. 250.

[6] Ναθαναὴλ Χύχα, Ἐγχειρίδιον περὶ τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα (ἐπιμ. Ἀνδρονίκου Δημητρακοπούλου ἀρχιμανδρίτου), Λειψία 1869, σελ. ια-ιβ.

[7] Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, Τόμος Ἀγάπης, Ἰάσιο 1698, σελ. 547.

[8] Στὸ ἴδιο, σελ. 552-554.

[9] «Ἐὰν τις εἴπῃ ὅτι κατὰ θεῖον πρόσταγμα ἢ πρὸς σωτηρίας ἀνάγκην, πᾶς τις χριστιανὸς ὀφείλει ἑκατέρου εἴδους τοῦ ἁγιωτάτου μυστηρίου τῆς Εὐχαριστίας μεταλαμβάνειν, ἀνάθεμα ἔστω» (Κανόνες καὶ δόγματα τῆς ἱερᾶς καὶ ἁγίας οἰκουμενικῆς ἐν Τριδέντῳ γενομένης συνόδου, Ρώμη 1583, σελ. 103).

[10] «Ἐὰν τις εἴπῃ τὴν τῆς Εὐχαριστίας κοινωνίαν τοῖς μικροῖς παιδίοις πρὶν εἰς τὰ τῆς διακρίσεως ἔτη αὐτὰ ἀφίκεσθαι, ἀναγκαίαν εἶναι, ἀνάθεμα ἔστω» (στὸ ἴδιο).

[11] Τὸ πρωτότυπο κείμενο τῶν ἀποφάσεων ἐδῶ (ἰταλιστί): totustuustools.net

[12] «Ἑπομένως, ἂν κάποιος πεῖ ὅτι ὁ μακάριος ἀπόστολος Πέτρος δὲν διορίσθηκε, ἀπὸ τὸν Χριστὸ τὸν Κύριο, ὡς ἄρχοντας ὅλων τῶν ἀποστόλων καὶ ὁρατὴ κεφαλὴ ὁλόκληρης τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας ἢ ὅτι ἔλαβε ἄμεσα καὶ ἀμέσως ἀπὸ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ μόνο τὸ πρωτεῖο τιμῆς καὶ ὄχι πραγματικῆς δικαιοδοσίας, ἂς εἶναι ἀνάθεμα» (Πρωτότυπο κείμενο: «Percio se qualcuno dira che il beato apostolo Pietro non e stato costituito da Cristo signore, principe di tutti gli apostoli e capo visibile di tutta la chiesa militante; ovvero che egli direttamente ed immediatamente abbia ricevuto dal signore nostro Gesu Cristo solo un primato d’onore e non di vera e propria giurisdizione: sia anatema»).

[13] «Ἐὰν λοιπόν, κάποιος πεῖ ὅτι δὲν εἶναι θεσμοθετημένο ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ τὸν Κύριο, δηλαδὴ θείῳ δικαίῳ, ὅτι ὁ μακαριστὸς Πέτρος θὰ ἔχει πάντα διαδόχους στὸ Πρωτεῖο σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία ἢ ὅτι ὁ Ρωμαῖος Ποντίφικας δὲν εἶναι ὁ διάδοχος τοῦ μακαριστοῦ Πέτρου σὲ αὐτὸ τὸ Πρωτεῖο, ἂς εἶναι ἀναθεματισμένος». (Πρωτότυπο κείμενο: «Se, quindi, qualcuno dira che non e per istituzione dello stesso Cristo signore, cioe per diritto divino, che il beato Pietro ha sempre dei successori nel primato su tutta la chiesa; o che il Romano pontefice non e successore del beato Pietro in questo primato: sia anatema.»).

[14] «Ἑπομένως, ἂν κάποιος πεῖ ὅτι ὁ Ρωμαῖος Ποντίφικας ἔχει μόνο ἕνα ἀξίωμα ἐποπτείας ἢ καθοδήγησης, καὶ ὄχι, ἀντ’ αὐτοῦ, τὴν πλήρη καὶ ὑπέρτατη ἐξουσία δικαιοδοσίας σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία, ὄχι μόνο σὲ θέματα πίστης καὶ ἐθίμων, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν πειθαρχία καὶ κυβέρνηση τῆς οἰκουμενικῆς ἐκκλησίας· ἢ ὅτι ἔχει μόνο ἕνα κύριο μέρος, καὶ ὄχι, ἀντ’ αὐτοῦ, τὴν πλήρη πληρότητα αὐτῆς τῆς δύναμης. ἢ ὅτι δὲν εἶναι συν­ηθισμένο καὶ ἄμεσο, τόσο σὲ ὅλες τὶς μεμονωμένες ἐκκλησίες ὅσο καὶ σὲ καθένα ἀπὸ τοὺς μεμονωμένους ποιμένες: ἂς εἶναι ἀνάθεμα». (Πρωτότυπο κείμενο: «Percio se qualcuno dira che il Romano pontefice ha solo un potere di vigilanza o di direzione, e non, invece, la piena e suprema potesta di giurisdizione su tutta la chiesa, non solo in materia di fede e di costumi, ma anche in cio che riguarda la disciplina e il governo della chiesa universale; o che egli ha solo una parte principale, e non, invece, la completa pienezza di questa potesta; o che essa non e ordinaria ed immediata, sia su tutte le singole chiese, che su tutti i singoli pastori: sia anatema»).

[15] «Ἐμεῖς, λοιπόν, πιστὰ τηρώντας μία παράδοση ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς χριστιανικῆς πίστης, πρὸς δόξα τοῦ Θεοῦ τοῦ Σωτήρα μας, γιὰ τὴν ἀνάταση τῆς καθολικῆς θρησκείας καὶ τὴ σωτηρία τῶν χριστιανικῶν λαῶν, μὲ τὴν ἔγκριση τῆς ἱερᾶς συν­όδου, διδάσκουμε καὶ ὁρίζουμε ὡς ἕνα θεϊκὰ ἀποκαλυφθὲν δόγμα ὅτι ὅταν ὁ Ρωμαῖος Ποντίφικας μιλάει ex cathedra, δηλαδὴ ὅταν ἐκπληρώνοντας τὸ ἀξίωμά του ὡς ποιμένας καὶ διδάσκαλος ὅλων τῶν Χριστιανῶν, δυνάμει τῆς ὑπέρτατης ἀποστολικῆς του ἐξουσίας ὁρίζει ὅτι ἕνα δόγμα σχετικὰ μὲ τὴν πίστη ἢ τὰ ἤθη πρέπει νὰ γίνονται πιστευτὰ ἀπὸ ὅλη τὴν ἐκκλησία, γιατί ἐκείνη ἡ θεία βοήθεια ποὺ τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ μακαριστὸς Πέτρος, ἀπολαμβάνει αὐτὸ τὸ ἀλάθητο, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ θεῖος Λυτρωτὴς ἤθελε νὰ προικιστεῖ ἡ ἐκκλησία του, ὅταν ὁρίζει τὸ δόγμα σχετικὰ μὲ τὴν πίστη ἢ τὰ ἔθιμα. Ἑπομένως, αὐτοὶ οἱ ὁρισμοὶ εἶναι μὴ ἀναμορφώσιμοι ἀπὸ μόνοι τους καὶ χωρὶς τὴ συναίνεση τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν τότε κάποιος – Θεὸς φυλάξοι! – τολμᾶ νὰ ἀντικρούσει αὐτὸν τὸν ὁρισμό μας: ἂς εἶναι ἀνάθεμα.» (Πρωτότυπο κείμενο: «Noi, quindi, aderendo fedelmente ad una tradizione accolta fin dall’inizio della fede cristiana, a gloria di Dio, nostro salvatore, per l’esaltazione della religione cattolica e la salvezza dei popoli cristiani, con l’approvazione del santo concilio, insegniamo e definiamo essere dogma divinamente rivelato che il Romano pontefice, quando parla ex cathedra, cioe quando, adempiendo il suo ufficio di pastore e maestro di tutti i cristiani, in virtu della sua suprema autorita apostolica definisce che una dottrina riguardante la fede o i costumi dev’essere ritenuta da tutta la chiesa, per quell’assistenza divina che gli e stata promessa nel beato Pietro, gode di quella infallibilita, di cui il divino Redentore ha voluto dotata la sua chiesa, allorche definisce la dottrina riguardante la fede o i costumi. Quindi queste definizioni sono irreformabili per virtu propria, e non per il consenso della chiesa. Se poi qualcuno – Dio non voglia! – osasse contraddire questa nostra definizione: sia anatema»).

[16] Ἱερὰ Παράδοση ἀποτελεῖ ὅ,τι ἐκ παραδόσεως ἐγγράφου ἢ ἀγράφου, συμφωνεῖ μὲ τὴν Γραφή.

https://orthodoxostypos.gr