«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Ἰωάννου Ἰανωλίδε
Ἡ
ἐπιστροφή στόν Χριστό
Περιστατικά ἀπό τήν ζωή φυλακισμένων Ρουμάνων Μαρτύρων καί ὁμολογητῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνος
Πρόλογος
Σ᾿ ἕνα μεγάλο καί ἅγιο βιβλίο
Γιά τό βιβλίο του Ἰωάννη Ιανωλίδε ἤξερα ἐλάχιστα πράγματα. Εἶχα διαβάσει μερικά κομμάτια στό δίκτυο καί δύο κεφάλαια στό χριστιανικό περιοδικό Orthodox Word (Ὁ Ὀρθόδοξος Λόγος) τῆς ἀδελφότητος τῆς Μονῆς τοῦ ἁγίου Γερμανοῦ, ἀπό τήν Platina-California. Εἶναι συγκλονιστικά ἀποσπάσματα,τά ὁποῖα ὁ Ἰωάννης Ἰανωλίδε – ὁ Θεός νά τόν αναπαύσει μαζί μέ τούς ἁγίους Του – τά βγάζει ἀπό τόν θησαυρό τής ἁγίας καρδιᾶς του, σάν μαθητής καί φίλος τοῦ Βαλερίου Γκαφένκου, τοῦ ἁγίου τῶν φυλακῶν, ὅπως τόν ὠνομάσαμέ ὅλοι πού τόν εἴχαμε γνωρίσει, ὄνομα τό ὁποῖο δόθηκε σ΄ αὐτόν ἀπό τόν μοναχό Νικόλαο Στάϊνχαρντ.
Τό βιβλίο «Ἡ ἐπιστροφή στόν Χριστό» εἶναι μιά ἀληθινή ὀδύσσεια τοῦ Πνεύματος, μιά βαθειά ἐνδοσκόπηση πού γίνεται μέ τάπεινοφροσύνη καί λεπτότητα, τήν ὁποία μόνο ἕνας ἄνθρωπος πού πέρασε τά βάσανα τῆς κόλασης καί ἔφθασε καθαρός στήν ὑψηλή ὄχθη τῆς ἁγιότητος θά μποροῦσε νά τά δεχθεῖ ἀπό τόν ἄγγελο πού τόν συνώδευε σ΄ ὅλη τήν διάρκεια τῶν δοκιμασιῶν του.
Τό πρωτότυπο, μαζί μέ πολλά ἄλλα χαρτιά, τά ἔφερε κάποιος στήν ἱερά Μονή Ντιακονέστι τῆς Ρουμανίας, ὕστερα ἀπό τόν θάνατο τοῦ συγγραφέα, σ΄ ἕνα σάκκο, ἀνακατεμένα, χωρίς καμμιά σειρά, χωρίς ἀρίθμησι, καί οἱ μοναχές ἐδούλεψαν πολύ μέχρι νά τά τακτοποιήσουν σέ δύο τόμους, νά δώσουν τούς κατάλληλους τίτλους καί νά παρακολουθήσουν τά περιγραφόμενα γεγονότα σύμφωνα μέ τήν ἱστορία τῶν φυλακῶν, ὅπως τά ἔζησεν ὁ Ἰανωλίδε καί ἄλλοι ἥρωες τῶν ὰπομνημονευμάτων.
Αὐτά τά ὁποῖα γράφω τώρα εἶναι ἐλάχιστά καί σχετικά. Ὅ,τι ἔχει γραφτεῖ γιά τίς φυλακές, μέσα ἀπό τήν βαθειά ἔρευνα τόσων συγγραφέων, πού ἦταν προικισμένοι μέ τό πνεῦμα τῆς ὁμολογίας, περιέχεται σ᾿ αὐτό τό βιβλίο πού εἶναι βαθειά πνευματικό, διερευνητικό καί κατάλληλο γιά νά γνωρίσει κανείς τούς Ἁγίους, τί σημαίνει δηλαδή πλάτος καί μῆκος, καί βάθος καί ὕψος, γιά τήν γνῶσι τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ (Ἐφεσ. 3, 18-19).
Ἄν, ἀγαπητέ ἀναγνώστη, ἔχεις ἀμφιβολίες γιά τήν σωτηρία, σου γιά τήν θυσία ἤ γιά τήν νίκη ἐναντίον τοῦ ὁρατού καί ἀοράτου ἐχθροῦ διά τῆς δυνάμεως τῆς πίστεως καί τῆς προσευχής, ἄν ἀμφιβάλλεις γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀποτελεσματικότητα τῆς μετάνοιας, αὐτό τό πνευματικό βιβλίο, θά σέ βοηθήσει.
Ὁ Γκαφένκου καί ἡ ὁμάδα του ἦταν νεαροί ἀπό 14 ἕως 22 ἐτῶν, καί φυλακίσθηκαν γιά τήν δρᾶσι τους στήν «ἀδελφότητα τοῦ Σταυροῦ» (μιά ὀργάνωση γιά τήν πρόοδο τῆς παιδείας καί τῆς πίστεως τῆς ρουμανικῆς νεολαίας). Ἡ θρησκευτική τους ἀγωγή δέν ἦταν πολύ βαθειά, ἀλλά οἱ ψυχές τους ζητοῦσαν κάτι τό ὁποῖο θά τούς ἀνέβαζε πιό πάνω ἀπό τά δεινά πού ζοῦσαν. Ἐπιθυμοῦσαν μιά ἐσωτερική εἰρήνη, ἡ ὁποία θά τούς ὡδηγοῦσε στήν σωτηρία, ὕστερα ἀπ΄ ὅλα τά βάσανα τῶν φυλακῶν.
Ὁ Ἰανωλίδε ἔλεγε: «ἐμεῖς δέν εἴμασταν καθόλου διεφθαρμένοι. Τά ἁμαρτήματα τῆς κοινωνίας δέν εἶχαν φτάσει σέ ἐμᾶς. Εἴχαμε μιά καθαρή ψυχή, εἴχαμε ἀποδεχθεῖ τήν θλίψη καί πασχίζαμε νά διαφυλάξουμε τήν καρδιά μας καί τό νοῦ μας καθαρά. Εἴχαμε μεγάλες ποινές. Οἱ εισαγγελεῖς μᾶς εἶχαν καταδικάσει ἄσπλαχνα καί μερικοί ἀπό ἐμᾶς εἶχαν περισσότερα χρόνια ποινήῆ ἀπό τήν ἡλικία τους.”
Σ΄ αὐτές τίς συνθῆκες, οἱ σταυραδελφοί (οἱ ὁπαδοί τῆς Ἀδελφότητος ὁ Σταυρός) φτάνουν στήν φυλακή τῆς πόλεως Ἀϊούντ, ἡ ὁποία ἀπό τότε ἄρχισε νά ὑπολογίζεται σάν μιά ἀπό τίς πιό αὐστηρές φυλακές τῆς Χώρας μας, γιά τήν ἔγκλειστη καί σκληρή ζωή τῶν πολιτικῶν φυλακισμένων. Κανένας ἀπ᾿ αὐτούς δέν μποροῦσε νά φανταστεῖ τί τόν περίμενε, τί κακουχίες, τί φόβοι. Ἀλλά καί τίς κορυφές τῆς πίστεως καί ἀρετῆς μερικοί ἀπ᾿ αὐτούς θά τίς ανηφόριζαν, χωρίς νά τό γνωρίζουν.
Ἡ ὁμάδα τοῦ Γκαφένκου ἀποτελοῦσε γιά ὅλους τούς ἄλλους ἕναν πνευματικό ὁδηγό χριστιανικῆς ζωῆς στίς κατακόμβες. Δέν εἶχαν διαλέξει τήν πνευματική πορεία ὅλοι οἱ φυλακισμένοι. Πολλοί ἦταν πολιτικοί πολεμιστές, εἶχαν μπεῖ στήν φυλακή διότι ἤθελαν νά ξεριζώσουν ἀπό τήν πολιτική ζωή τῆς Ρουμανίας τήν φαυλότητα, τήν δημόσια αἰσχρότητα καί τήν δημαγωγία.
Ὁ Γκαφένκου καί οἱ δικοί του πρῶτα προσπάθησαν νά βάλουν σέ μιά τάξη τήν δική τους ζωή, νά καταλάβουν καί νά ζοῦν τήν κοινοτική ἐμπειρία τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, νά λεπτύνουν συνεχῶς τόν χαρακτῆρα τους γιά ἀγάπη, θυσία, καλωσύνη καί βίωση τῆς ἀγάπης πρός ὅλους. Ὁ Γκαφένκου, ὁ Ἰανωλίδε καί ἄλλοι δύο πού ἔμεναν στό ἴδιο κρατητήριο, προσπαθοῦσαν νά τό βλέπουν καί νά τό ζοῦν σάν ἕναν ναό τοῦ Χριστοῦ. Ὁ πιό γνώστης τῆς ζωῆς τῶν ἁγίων καί τῆς ἁγίας Γραφῆς ἦταν, χωρίς ἀμφιβολία, ὁ Γκαφένκου. Τό ξεκίνημα ἦταν καλό καί σχετικά εὔκολο. Ἡ ἰδέα τῆς ἀγάπης, τῆς θυσίας ἑνός γιά τούς ἄλλους ἐφαρμοζόταν, ἀλλά μετά ἀπό καιρό οἱ διαφορετικές εὐαισθησίες τους ἔγιναν μιά ἀφορμή θλίψεων στό στενό κρατητήριο τῶν δύο ἐπί δύο μέτρων, ἔστω κι ἄν δέν ἐκδηλωνόταν μέ λόγους ἤ μέ χειρονομίες. Ὁ καθένας στεκόταν μπροστά στούς ἄλλους σάν ἕνα βαρέλι μέ πυρίτιδα, ἕτοιμο νά ἐκραγεῖ ξαφνικά.
Αὐτή ἡ νευρική ἐκρηκτικότητα ἦταν κοινή, παρόλο πού στήν ἀρχή, προσπαθοῦσαν νά τήν ἀψηφοῦν, μέ τήν ἐλπίδα ὅτι ὁ χρόνος, ἡ προσευχή καί ἡ συνήθεια μέ τούς ἄλλους θα τακτοποιοῦσαν τά προσωπικά τους προβλήματα, ἀλλά καί τά γενικώτερα. Ὁ Βαλέριος Γκαφένκου τούς προσκάλεσε ὅλους γιά μιά εἰλικρινῆ καί μέ φόβο Θεοῦ συζήτηση, γιά ν΄ἀνακαλύψουν ποιά λάθη καί ποιες ἀδυναμίες προκάλεσαν ἐκείνη τήν κρίσιμη κατάσταση, ἕτοιμη νά τούς ὁδηγήση σέ διάλυσι. Μελετώντας τίς δηλώσεις τοῦ καθενός, προσπαθοῦσαν νά ἐξακριβώσουν τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ πονηρός λογισμός μπαίνει στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, ποιά εἶναι τά στάδια τά ὁποῖα περνοῦν στήν καρδιά ἀπό τἡ στιγμή πού ὁ πονηρός λογισμός γίνεται ἀποδεκτός.
Εἶναι γεγονός ὅτι αὐτή ἡ πνευματική ἐμβάθυνσι ἀκολουθοῦσέ μιά πορεία ἡ ὁποία, οὔτε οἱ ἴδιοι δέν ἤξεραν, πού θά ὁδηγήσει, ἀλλά τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, λόγῳ τῆς πίστεως καί τοῦ αγώνα τους, τούς ὡδηγοῦσε, χωρίς νά τό ξέρουν, σέ μιά πορεία πολύ γνωστή στούς μοναχούς τῆς ερήμου.
Ἰδού οἱ ἀποκαλυφθεῖσες βαθμίδες ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ σ΄ αὐτούς τούς ὀλιγογράμματούς νέους, οἱ ὁποῖοι φλογερά ζητοῦσαν τόν Θεό: Κατ᾿ ἀρχήν, αὐτοί διαπιστώνουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος προσβάλλεται διαρκῶς ἀπό τά πονηρά πνεύματα, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν ἱκανότητα νά τά δεχθεῖ ἤ νά τά ἀπωθεῖ ἀπό τήν ἀρχή ἤ ἀργότερα. Αὐτά τά πονηρά πνεύματα πολεμοῦν τόν ἄνθρωπο, ἀλλά ἐκεῖνος πού ἀγρυπνεῖ μπορεῖ νά γνωρίζει τά στάδια τῶν ἐπιθέσεων καί μπορεῖ νά πολεμήσει ἐναντίον αὐτῶν. Ἡ μάχη εἶναι πολύπλοκη καί διαρκής, ἀλλά ὄχι ἀδύνατη. Ἄν κανείς δέν εἶναι ἀποφασισμένος νά σταματήσει τόν πονηρό λογισμό ἀπό τήν αρχή, αὐτός μπαίνει στό νοῦ του καί τόν παραπλανᾶ ὅτι δέν εἶναι καί τόσο κακός. Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἀποδεχθῆ κι αὐτό τό στάδιο, ὁ λογισμός γίνεται ἐπιθυμία, κυριεύει τόν νοῦ, τήν φαντασία καί τίς αἰσθήσεις. Μέχρις ἐδῶ εἶναι ὁ ἀόρατος πόλεμος.
Ἡ πνευματική ἀντοχή τοῦ ἀγωνιστοῦ Χριστιανοῦ μειώνεται συνεχῶς καί προσβάλλεται ἀπό νοερές ἤ αἰσθησιακές παραστάσεις καί, ἐάν ἡ ἐγρήγορση ἔχει δώσει τήν θέσι της στήν ραθυμία ἤ στήν ἀδυναμία, τότε ἡ ἡδονή παρουσιάζεται πιό συστηματικά καί γίνεται ἐπιθυμία, ἡ ὁποία ἐκδηλώνεται ὁρατά μέσω ὡρισμένων πράξεων καί λέξεων, κλιμακώνοντας τόν ἀόρατο πόλεμο καί στό αἰσθητό ἐπίπεδο. Πολύ γρήγορα ἡ ἐπιθυμία γίνεται σχέδιο καί εἶναι ἕτοιμο γιά ἐφαρμογή. Ἡ μάχη εἶναι εὔκολη στό στάδιο τοῦ λογισμοῦ καί γίνεται ὅλο καί πιό δύσκολη καί μέ λιγότερες πιθανότητες νίκης στά ὑπόλοιπα στάδια. Τό σχέδιο ἐπιτελέσεσης τοῦ κακοῦ ἀσκεῖ πλέον μεγάλη ἐξουσία ἐπάνω στόν ἀγωνιστή Χριστιανό καί ἡ βούληση τῆς ἀντοχῆς λιγοστεύει. Μιά τέτοια πνευματική ἀνασκόπησι δέν θά ἦταν δυνατή, ἄν αὐτοί οἱ νέοι δέν εἶχαν τήν παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τό Ὁποῖον εὑρισκόταν δίπλα τους σ΄ ὅλη τήν διάρκεια τῆς ζωῆς τους στήν φυλακή.
Ὁ ἀναγνώστης αὐτοῦ τοῦ βιβλίου δέν θά τό τελειώσει χωρίς νά νοιώσει συγκλονισμένος καί θά στραφεῖ σταθερά πρός τήν πίστη, διότι ἡ ζωή τοῦ Βαλερίου Γκαφένκου καί τῶν ἄλλων συναγωνιστῶν του εἶναι ἕνα ἠθικό πρότυπο καί μιά σκάλα πού ἀνεβαίνει πρός τά οὐράνια, μιά σταθερή πρόσκληση γιά νά ἐξέρχεται ἔστω καί προσωρινά, ἀπό τόν βάλτο αὐτῆς τῆς ζωῆς καί νά ἀνεβαίνει στόν ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, στήν Ἄνω Ἀνατολή, πού εἶναι ὁ Χριστός.
Σ᾿ αὐτό τό βιβλίο βρίσκουμε ἀνθρώπους πού πέθαναν ἀπό βάσανα, ἀπό ἀνθυγιεινότητα, ἀπό πείνα, ἀκόμη καί διά αὐτοκτονίας. Ἀλλά μερικοί ἀπ᾿ αὐτούς ἀπέθαναν ἀγγελικά. Ὅποιος ζητεῖ γιά τόν ἑαυτό του μιά στιγμή ἠρεμίας ἄς σταματήσει στό θάνατο τοῦ Βαλερίου Γκαφένκου, πού περιγράφεται μέ ἁπλᾶ λόγια ἀπό τόν Ἰωάννη Ἰανωλίδε, γεγονός τό ὁποῖο κάνει αὐτά τά λόγια πιό βαθειά καί πιό ἀνοιχτά στήν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ:
„Ὁ Βαλέριος ἦταν ὅλο καί πιό καταβεβλημένος. Ὁ τράχηλός του δέν μποροῦσε πιά νά κρατήσει τό κεφάλι του, ὁπότε καί τό στήριζα ἐγώ μέ τό χέρι μου. Ζοῦσα τότε μέ τήν αἴσθηση ὅτι ἀποκαλύπτονται ὅλα τά μυστήρια τῆς Δημιουργίας, ὅτι οἱ πατοῦσες τῶν ποδιῶν εἶχαν κάτω ἀπ᾿ αὐτές ἕνα εἶδος πανιοῦ τό ὁποῖο μέ βαστοῦσε, ἐνῶ ἡ ψυχή μου εἶχε τό συναίσθημα πληρότητας. ἤμουν τόσο εὐτυχής ἐκείνες τίς ὧρες ὥστε δέν θά τίς ξεχάσω ποτέ. Καί στήν αἰωνιότητα δέν ἐπιθυμῶ μιά κατάσταση πιό ὑψηλή ἀπ΄ ἐκείνη, διότι τότε ἤμουνα πλήρης, ὑπερβολικά εὐτυχής. Πιστεύω ὅτι ὁ Χριστός ἦταν παρών στόν Βαλέριο. Μόνο ἔτσι μπορῶ νά ἐξηγήσω τήν χαρισματιή του κατάσταση, καθώς καί τήν ἔκπληξί μου καί τῶν φίλων πού ἦταν παρόντες σ΄ ἐκεῖνο τό περιστατικό. Ὁ Βαλέριος μοῦ εἶπε: «Πρῶτα, στρέφεται ἡ καρδιά καί ἡ ψυχή μου πρός τόν Κύριο καί τόν προσκυνᾶ. Εὐχαριστῶ διότι ἔφτασα ἐδῶ. Πάω σ΄ Αὐτόν. Εἶμαι εὐτυχής ὅτι πεθαίνω γιά τόν Χριστό. Τοῦ ὀφείλω τήν σημερινή χάρη. Τό πᾶν εἶναι ἕνα θαῦμα. Φεύγω, ἀλλά ἐσεῖς ἔχετε ἕναν βαρύ σταυρό καί μιά ἁγία ἀποστολή. Ὅσο θά μπορέσω, ἀπό ἐκεῖ πού θά εἶμαι, θά προσεύχομαι γιά ἐσᾶς καί θά εἶμαι μαζί σας. Κρατεῖστε ἀπαράλλαχτη τήν ἀλήθεια, ἀλλά ν΄ ἀποφεύγετε τόν φανατισμό».
Ἦταν μετά τίς δώδεκα. Ἔξω χιόνιζε μέ μεγάλες, βελοῦδινες νιφάδες, οἱ ὁποῖες ἔπαιζαν στόν ἀέρα. Ὁ Βαλέριος ζοῦσε καί ἔσβηνε ταὐτόχρονα. «Ἰωάννη, μοῦ εἶπε: Νά μεταφέρετε τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί μακρύτερα, διότι ἐδῶ ὁ Θεός ἐνήργησε καί δοξάσθηκε». Ἠμπόρεσε κατόπιν νά προσθέσει μιά λέξι: «Τετέλεσται». Σήκωσε τά γαλανά του μάτια πρός τόν οὐρανό καί εἶδα ὅτι ἀποκαλύπτονται σ᾿ αὐτόν ἐξαίσια καί καταπληκτικά θαύματα. Τά πάντα εἶχαν πληρωθεῖ ἀπό ἕνα ἄϋλο καί ἀπόκοσμο φῶς. Ζούσαμε μιά οὐράνια πραγματικότητα, τῆς ὁποίας ἡ θεωρία σκορποῦσε σ᾿ ὅλους μας μιά μακαριότητα. Κλαίγαμε με λυγμούς. Ξεψύχησε στίς 1 ἡ ὥρα τῆς 18 Φεβρουαρίου 1952. Οἱ καμπάνες τῆς Σκήτης χτυποῦσαν νά ἀναγγείλλουν τό γεγονός. Τά δάκρυα μου σταμάτησαν ἀμέσως».
Ἡ Ρωσική Ἐκκλησία ἀνεγνώρισε σάν μάρτυρες ὅλους τούς θανατωμένους στίς φυλακές, ἔστω κι ἄν ἔκαναν μιά πολιτική μάχη, διότι ὅλοι πολέμησαν ἐναντίον τῆς σατανικῆς κομμουνιστικῆς αὐτοκρατορίας. Στήν Ρουμανία, δυστυχῶς, οἱ ἅγιοι αὐτοί νεομάρτυρες δέν ἔχουν ἀναγνωρισθῆ ἀπό τήν Ἐκκλησία γιά πολιτικούς λόγους καί ἀπό πνευματική λιποψυχία. Δέν ἔχει ἀκούσει ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ρουμανίας γιά τήν δύναμη τοῦ Σταυροῦ, πού μετεποίησε τούς ἀλιεῖς σέ Ἀποστόλους καί τούς εἰδωλολάτρες σέ Μάρτυρες τῆς πίστεως; Δέν ἔχει ἀκούσει ὅτι ἡ μετάνοια καί ἡ ἐσωτερική κάθαρσις εἶναι ἡ πιό σίγουρη ὁδός γιά τήν εἴσοδο στόν παράδεισο; Δέν ἔχει ἀκούσει ὅτι ἡ καλοζωΐα τῶν ἱεραρχῶν εἶναι ἐχθρός τοῦ Χριστοῦ, γιά τόν Ὁποῖον θυσιάζονται οἱ ἅγιοι τῶν φυλακῶν στό πιό φρικαλέο σφαγεῖο: ἐκεῖνο τῆς πνευματικῆς δολοφονίας;
Ὁ Βαλέριος Γκαφένκου εἶχε μέχρι τόν θάνατό του τήν ζωντανή καί ἁγία συνείδηση ὅτι αὐτός πεθαίνει γιά τόν Χριστό. Ὄχι μόνο εἶχε τήν συνείδηση τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου, ἀλλά ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε καί τήν πλήρη γνώση τῆς πορείας του πρός τόν Ἰησοῦ, τήν στιγμἤ του θανάτου του.
π. Γεώργιος Καλτσίου-Ντουμιτρεάσα
Ἐπεξηγήσεις γιά τήν ρουμανική ἔκδοσι
Μέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί τίς πρεσβεῖες τῶν Ρουμάνωνν ὁμολογητῶν ἀξιωθήκαμε νά ἐκδόσουμέ τό χειρόγραφο τοῦ Ἰωάννη Ἰανωλίδε. Κατά τό διάστημα τῶν τριῶν χρόνων (1981-1984), ὁ Ἰωάννης Ἰανωλίδε, ἦταν κυνηγημένος, κατατρεγμένος καί ἐκφοβισμένος συνεχῶς μέ τήν ἀπειλή τοῦ θανάτου ἀπό τήν Κρατική Ἀσφάλεια (κομμουνιστική Ἀστυνομία). Βρῆκε χρόνο καί ἔγραψε ἑκατοντάδες σελίδες, γεμάτες μέ μικρά καί δύσκολα ἀποκρυπτογραφημένα γράμματα. Τό κείμενο δέν εἶναι συστηματοποιημένο, δέν ἔχει ἐδάφια, οὔτε τίτλους. Σ΄ ἕνα χαρτάκι ὁ συγγραφεύς ἔχει σημειώσει: „Ἔγραψα βιαστικά, κλεφτά, μόνος καί χωρίς διορθώσεις. Παρακαλῶ νά γίνουν οἱ διορθώσεις. Δέν εἶχα ἔγγραφα, οὔτε φίλους τούς ὁποίους νά συμβουλευτῶ, οὔτε τουλάχιστόν ἠμπόρεσα νά ξαναδιαβάσω τά γραπτά μου, διότι κάθε σελίδα πού ἔγραφα τήν ἔκρυβα ἀμέσως σέ ἀσφαλές μέρος.
Ἔγραψα καί μερικά ὡραία καί ἐνδιαφέροντα πράγματα, ἀλλά τά κατέστρεψα σέ στιγμές ψυχικοῦ μου κλονισμοῦ. Ἔγραψα ὅλα αὐτά χωρίς κάποια πηγή, ἔχοντας μοναδική πηγή τήν καρδιά μου ἀπό τήν ὁποία ἔβγαλα ὅ,τι εἶναι γραμμένο ἐδῶ. Τά ἔγραψα σάν μιά μαρτυρία, σάν μιά διαθήκη. Τά ἔγραψα μέ τήν ἐλπίδα ὅτι αὐτές οἱ γραμμές θά διατηρηθοῦν καί μετά ἀπό μένα.”
Ὅ,τι ἦταν δυνατόν νά περιέχει ἡ μεγάλη καί καθαρή του ψυχή, δηλαδή ἀνθρώπους, συναισθήματα, πνευματικές ἀναβάσεις καί καταβάσεις, ἀνθρώπινους καί ἀγγελικούς θανάτους, ὅλα εἶναι γραμμένα μέ εὐαισθησία σέ χαρτί, ἀλλά καί μέ τήν συνείδηση τῆς μεγάλης ἀπολογίας του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί τῶν χιλιάδων νεκρῶν ἀπό τίς φυλακές τῶν πόλεων Ἀϊούντ, Πιτέστι, Γκέρλα ἤ ἀπό τό Κανάλι τοῦ Δούναβη.
Τά χειρόγραφα ὅπως ἦταν ἔτσι γραμμένα ἔπρεπε νά κρυφτοῦν ἀπό τόν θυμό τῆς Κομμουνιστικῆς Ἀστυνομίας. Στήν συνέχεια, ὁ Ἰωάννης Ἰανωλίδε, μετά τήν ἀποφυλάκισή του, προσλήφθηκε σάν ἐργάτης σ᾿ἕνα βιοτεχνικό συνεταιρισμό ἀντικειμένων χειροτεχνιῶν. Εἶχε κατασκευάσει τρεῖς λάμπες δωματίου μέ λυχνοστάτη, πού ἦταν ἕνα παραλληλεπίπεδο ξύλινο κουτί στολισμένο μέ πλαστικά διακοσμητικά. Σ΄ αὐτά τά ξύλινα κουτιά ἔβαλε ἄλλα μικρότερα ντενεκεδένια κουτάκια, μέσα στά ὁποῖα ἦταν κρυμμένα τά χειρόγραφα μέχρι τόν θάνατο του (5 Φεβρουαρίου 1986). Ὕστερα, ὅπως ὁ ἴδιος τό ἐπιθυμοῦσεε, τά κουτιά αὐτά τά ἐμπιστεύθηκε στήν σύζυγο του σ΄ ἕναν στενό φίλο του, πρώην πολιτικό φυλακισμένο στήν πόλι Τίργου-Ὄκνα.
Ἕνα μέρος τῶν χειρογράφων, ὅπου εὑρισκόταν καί τό παρόν, στάλθηκε στήν Δύση, μέ τήν φροντίδα ἐκείνων πού εἶχαν γνωρίσει τόν Ἰωάννη Ἰανωλίδε, νά ἐκδοθοῦν ἐκεῖ.
Τελικά, μετά τόν Δεκέμβριο 1989, τό χειρόγραφο ἐπαναμεταφέρθηκε στήν Ρουμανία ἀπό τήν Ελβετία, μέ τήν πρωτοβουλία τοῦ πατρός Κωνσταντίνου Βοϊτσέσκου, καί δόθηκε σ΄ ἕναν μοναχό, ὁ ὁποῖος, μέ τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, τό ἔδωσε σέ μᾶς. Καί μεγάλη ἦταν ἡ χαρά μας ὅταν βρήκαμε, σ΄ ἕνα φύλλο τοῦ χειρογράφου, τήν ἑξῆς σημείωση: „Οἱ μοναχοί θα εἶναι οἱ πιό κατάλληλοι νά ἀποφαίνονται γι᾿ αὐτό τό χειρόγραφο.”
Μονή Ντιακονέστι,
1η Σεπτεμβρίου 2006
Αὐτόοβιογραφική ὁμολογία
Εἶμαι 64 ἐτῶν. Ἀπό τό 1919 ἕως τό 1941 ἤμουν σέ ἀγῶνες μέ τόν ἀστικό κόσμο, ὁ ὁποῖος εἶχει καταφρονήσει τήν χριστιανική ζωή. Ἀπό τό 1941 ἕως τό 1964 ἤμουνα φυλακισμένος, ταλαιπωρημένος καί ἐμπαιγμένος ἀπό τήν κομμουνιστική δικτατορία. Ἀπό τό 1964 ἕως καί σήμερα εἶμαι φυλακισμένος στόν ἑαυτό μου, ἐπειδή ὁ κόσμος μέ ἔχει ἐξοστρακίσει, μέ ἔχει ἐξευτελίσει καί μέ ἔχει περιφρονήσει. Ὄχι ἐγώ, ἀλλά ὁ Χριστός μισεῖται καί διώκεται μέσῳ τοῦ ὀνόματός μου.
Ἔμεινα περίπου πέντε χρόνια σέ ἀπόλυτη ἀπομόνωση, μόνος μου στό κρατητήριο, πεινασμένος καί γυμνός. Ἔμεινα πάνω ἀπό 15 χρόνια σέ συνηθισμένα δωμάτια, μερικά πολύ μικρά, ἄλλα μεγαλύτερα, ὅπου μέναμε ἡμέρα-νύχτα, ἀναγκασμένοι νά κάνουμε ὅλες τίς ανάγκες μας ἐντός τοῦ δωματίου.
Κάποτε εἴμασταν στοιβαγμένοι ἕως καί ὀκτώ ἄτομα σ΄ ἕνα κρατητήριο δύο τετραγωνικῶν μέτρων, ὥστε κοιμόμασταν δύο, τρεῖς ἤ τέσσερις μαζί σ΄ ἕνα κρεβάτι καί λόγῳ τοῦ ψύχους ἐκάναμε ἐντριβές συνεχῶς ὁ ἕνας στόν ἄλλον. Ἡ ἀθλιότητα, ἡ ἀγριότητα τῶν φρουρῶν, ἡ πεῖνα, τό κρύο καί οἱ ἀρρώστιες μᾶς ἐφαίνοντο εὔκολα μπροστά στήν ἀμοιβαία τρομοκρατία πού ὑπῆρχε ἀνάμεσα σέ διαφορετικούς, ἀπελπισμένους καί πολύ βασανισμένους ἀνθρώπους.
Ἤμουνα πεινασμένος πάνω ἀπό εἴκοσι χρόνια, μέ προβλήματα δυστροφίας, λόγῳ ἀσιτίας. Ἔνοιωθα τό σῶμα μου παγωμένο σέ ὅλα τά χρόνια τῆς φυλάκισής μου. Ραβδίστηκα, βασανίστηκα, τρομοκρατήθηκα γιά πολλά χρόνια μέχρι νά καταστραφεῖ ἡ φυσική καί ψυχική μου ἀντοχή. Ἐγνώρισα φοβερές ἐμπειρίες, πού ξεπέρασαν τά ὅρια τῆς ὑπομονῆς μου.
Γιά πολλά χρόνια μέ ἀπειλοῦσαν μέ θάνατο. Μέ ἀναζητοῦσαν συνεχῶς. Πάρα πολύ καιρό –περίπου 15 χρόνια – τρομοκρατήθηκα για «ν᾿ ἀναμορφωθῶ». Ἀρνήθηκα, φοβούμενος ὄχι τόν θάνατο, ἀλλά τήν πτώση. Μόνο ὁ Θεός μέ προστάτεψε ἀπ᾿ αὐτήν, διότι δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού ν΄ αντέξει ὅλα αὐτά τά βάσανα.
Στήν φυλακή ἄκουσα καθηγητές, ἐπιστήμονες, λογοτέχνες καί ἔμαθα περισσότερα ἀπό τό Πανεπιστήμιο. Ξενύχτισα μέ ἀνθρώπους πού τό πρωΐ ὡδηγοῦντο στόν θάνατο. Μερικοί ἦταν ἀπελπισμένοι, ἄλλοι ψυχικά ἐπαναστάτημένοι καί ἄλλοι εἰρηνικοί. Περιποιήθηκα, τόν ἀντιστράτηγο, πρόεδρο τοῦ στρατιωτικοῦ δικαστηρίου, πού μέ εἶχε καταδικάσει. Ἀφοῦ ἐξυπηρέτησε τούς ἄρχοντες, κατόπιν πετάχθηκε στήν φυλακή. Καί δόθηκε σέ μένα ἡ φροντίδα νά τοῦ κλείσω τά μάτια.
Στό τέλος αὐτῆς τῆς δεινῆς ἐμπειρίας μόνο ὁ Χριστός παραμένει ζωντανός, ὁλόκληρος καί αἰώνιος μέσα μου. Ἡ χαρά μου εἶναι τέλεια: Ὁ Χριστός. Προσφέρθηκα σ΄ Αὐτόν καί Αὐτός μ᾿ ἔκανε ἄνθρωπο. Δέν μπορῶ νά κατανοήσω τήν ἀγάπη καί πανσοφία του, ἀλλά Αὐτός εἶναι τό πᾶν γιά ὅλη τήν κτίσι. Δοξάζω τον Θεάνθρωπο Χριστό!
Ἰωάννης Ἰανωλίδε, Βουκουρέστι, 1984
Ὁ λόγος τοῦ συγγραφέα πρός τόν ἀναγνώστη
Ἀγαπητέ μου Φίλε,
Μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἐλπίζω αὐτά τά ἔγγραφα νά ἐκδοθοῦν καί νά φτάσουν σ΄ ἐσένα, γιά νά ξέρει ὁ σημερινός κόσμος καί οἱ ἄνθρωποι τοῦ αὔριο τί συνέβη ἐδῶ, τώρα. Εἶναι καί ἐπιθυμία τοῦ Βαλερίου. Αὐτή δέν εἶναι μιά πραγματεία, ἀλλά ἕνα τραγούδι τοῦ κύκνου. Ὁ λόγος μας εἶναι: Τό πᾶν ἐν Χριστῶ!
Εἶναι σημαντικό νά ξέρεις ὅτι, στίς συνθῆκες πού γράφω αὐτές τίς σειρές, δέν ἔχω τήν ἀπαραίτητη ἡσυχία, σημειώνω βιαστικά, χωρίς νά ξαναδιαβάζω, καί συνεπῶς παραμένει ἐμφανῶς ὁ χαρακτῆρας τοῦ σχεδίου καί ὁ ἀναγνώστης ὁ ὁποῖος δέν ξέρει τί σημαίνει τρομοκρατία στήν ὁποία ἐμεῖς ζοῦμε, δέν θά καταλάβει γιατί ὑπάρχουν λάθη, γιατί λείπουν τά ἔγγραφα, γιατί δέν ἔγινε μιά συστηματική μελέτη, γιατί δέν γνωρίζουμε τήν παγκόσμια λογοτεχνία σ΄ αὐτό το θέμα, γιατί ... γιατί ... γιατί!
Ὁμολογῶ ὅτι εἶναι μιά πράξη μεγάλης ἀλλοφροσύνης πού κάνω αὐτήν τήν ἀποκάλυψη, ὄχι διότι κινδυνεύω νά φυλακισθῶ ἤ νά σκοτωθῶ, ἀλλά γιατί μέ φοβίζει ὁ ἠθικός ἀκρωτηριασμός στόν ὁποῖο θά ὑποβληθῶ.
Πέρασαν 16 χρόνια πού ἀπελευθερωθήκαμε, κλαίοντες, ἀναστενάζοντες, ἀγέλαστοι ἀπό τίς φυλακές τῆς πόλεως Ἀϊουντ καί ἐνθυμούμαστε ὅταν εἴμασταν φυλακισμένοι ἀπό τό ἀθεϊστικό κράτος. Ἔχουμε κάτι νά φᾶμε, εἴμαστε καλά ντυμένοι, ἔχουμε μοντέρνα διαμερίσματα, μποροῦμε νά φροντίσουμε γιά τήν ὑγεία μας στά νοσοκομεῖα, ἔχουμε στήν διάθεση μας πολλά βιβλία καί περιοδικά, ἀλλά δέν ἔχουμε ἐλευθερία, δέν ἔχουμε ψυχική ἀγαλλίαση, δέν ἔχουμε τό δικαίωμα νά ἐκφραζόμεθα καί νά ὁμολογοῦμε δημόσια. Δέν ἔχουμε τό δικαίωμα νά ἤμαστε αὐτοί πού ἤμαστε, νά ἐκφράζουμέ τόν ἀληθινό ἑαυτό μας. Ἔχουν δημιουργηθεῖ ἀντικειμενικές προϋποθέσεις γιά νά πεθάνουμε σάν ἄγνωστοι. Πάντα ἀτιμαζόμαστε, κακολογούμαστε καί δέν ἔχουμε τό δικαίωμα νά προφυλαχθοῦμε, νά ποῦμε τήν ἀλήθεια.
Οἱ φυλακές καί τά μπουντρούμια ἦταν ἐργαστήρια τῆς «“ἀναμόρφωσης” τῶν ἐχθρῶν του καθεστώτος», μέχρις ὅτου θεωρηθήκαμε ἀκίνδυνοι γιά τίς Ἀρχές. Οἱ πιέσεις πού ἔχουν ἐπιβληθεῖ ἐναντίον μας ἦταν πρωτοφανεῖς καί θηριώδες, ὥστε λίγοι μπόρεσαν ν΄ἀντέξουν. Ὡστόσο ὑπῆρξαν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι πίστεψαν μέχρι τό τέλος τῶν βασάνων καί παρέμειναν καθαροί. Σ΄ αὐτούς τούς ἀνθρώπους ζοῦσε στήν καρδιά τους ὁ Χριστός, μιλοῦσε ὁ Χριστός. Καί ὁ Χριστός μιλάει στόν εἰκοστό αἰῶνα καί δι΄ αὐτῶν.
Τώρα, πού οἱ ἄνθρωποι ὑποδουλώθηκαν, τώρα πού ὅλες οἱ δυνάμεις ἐπικεντρώνονται σ΄ ἕνα χέρι, ὅταν κάθε ἄτομο παρακολουθεῖται γιά ὅ᾿τι κάνει καί σκέφτεται, ὁ μεγάλος ἀνταγωνιστής τοῦ καθεστῶτος παραμένει ἡ πίστη, διότι οἱ δυνατοί ἄθεοι δέν ἔχουν σιγουριά ἐάν δέν ἐνθρονισμένοι οἱ ἴδιοι σάν θεοί στή σκέψη ὅλων τῶν ὑποτακτικῶν τους. Ἡ κρεμάλα περιμαζεύεται ὄχι γύρω τοῦ τραχήλου, ἀλλά γύρω ἀπό τήν ψυχή καί δέν ὑπάρχει διέξοδος, οὔτε ἐναλλαγή. Όποιάδήποτε ἐλευθερία καί πρωτοβουλία καταπλακώνεται ἀπό τά σπάργανά της.
Διαλυόμαστε, ἀποβαλλόμαστε ἀπό τόν ἑαυτό μας, πεθαίνουμε ψυχικά. Τά παλληκάρια πού μεγαλώνουν τώρα ἔχουν τήν συνείδηση ὅτι εἶναι ρουμᾶνοι, ἀλλά δέν ἔχουν πιά ρουμανική ψυχή. Πεθαίνει ἡ χριστιανική ψυχή τοῦ ἔθνους μας. Χρειαζόμαστε νά ξαναβροῦμε τίς ψυχές μας, νά διευθύνουμε καί πάλιν τίς ἀξίες μας, νά ἐμπιστευόμεθα στούς ἀνθρώπους καί στόν Θεό.
Ἡ “ἀναμόρφωση” ἀπό τίς φυλακές τῆς πόλεως Πιτέστι εἶναι ἕνα σύμβολο τοῦ κομμουνιστικοῦ κόσμου. Ἡ δυτική δημοκρατία ἀνοίγει τίς πόρτες τῆς μαρξιστικῆς δημοκρατίας, διότι ἐκεῖ οἱ μαρξιστές ἔχουν ὅλα τά δικαιώματα, ἐνῶ ἐδῶ ἔχουν δικαιώματα μόνο οι μαρξιστές. Ἐπιδιώκεται τό ὑπέρτατο διεθνές σοβιέτ, παντοδύναμο σέ πέντε ἠπείρους. «Θά ἐξαφανιστοῦν οἱ Χῶρες, διότι θά ὑπάρχει μόνο μιά παγκόσμια μοναδική τάξη. Θά ἐξαφανιστοῦν τά κράτη, τά ὁποῖα θά τά ἀναλάβει τό Κόμμα. Θά ἐξαφανιστοῦν τά στρατεύματα, διότι ἡ κεντρική ἐξουσία θά ἔχει μιά δύναμη χωρίς ἀντίδρασι. Θα ἐξαφανιστεῖ ἡ Ἐκκλησία ἡ ὁποία θά ἀντικατασταθεῖ μέ τήν μαρξιστική ἐπιστήμη. Οἱ συνειδήσεις θά ἐξουσιασθοῦν ἀπό τήν κεντρική ἐξουσία. Ἡ σκέψη, ἡ δημιουργία θά εἶναι ἀκριβῶς μαρξιστικές. Δέν θά ὑπάρχει ἐπιστήμη ἐκτός μαρξισμοῦ. Θά γίνεται προγραμματισμός ὁ κάθε ἄνθρωπος πόσες ἀνάγκες ἔχει καί πόση ἱκανότητα γιά δουλειά διαθέτει. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά ἐλέγχονται πολύ αὐστηρά. Θά ὑπάρχει μόνο μιά ἰδέα, μιά ἐξουσία, ἕνας λαός. Αὐτό δέν εἶναι ἕνα παραμύθι, οὔτε ἕνα φόβητρο καί οὔτε κἄν μιά οὐτοπία, ἀλλά εἶναι ἕνα πραγματοποιήσιμο σχέδιο, πιθανό, σχεδόν σίγουρο, ἐάν νικήσει ὁ Μαρξισμός.
Ὅλος ὁ κόσμος εἶναι σέ κρίση ὑπό τήν ἐξουσία τοῦ καταναλωτισμοῦ. Ἄν οἱ χριστιανοί δέν μποροῦν νά γίνουν γνησιώτεροι χριστιανοί, ἐάν οἱ ἄθεοι δέν ἀνοίγονται πρός τήν πίστι, ἐάν οἱ Ἑβραῖοι δέν μετανοήσουν, τότε αὐτός ὁ κόσμος θά τελειώσει καταστροφικά. Δέν ὑπάρχει ἀπολύτρωση παρά μόνο στόν Χριστό, ἐάν καταννοεῖται σωστά καί βιοῦται είλικρινά. Τό σκοτάδι ἔφτασε σέ μεγάλο βαθμό. Πρέπει νά γίνει μιά τελευταία προσπάθεια λύτρωσης ἀπό τήν καταστροφή.
Σᾶς παρακαλοῦμε νά καταλάβετε ὅτι δέν ὑπερβάλλουμε καθόλου, οὔτε προβάλλουμε ἕνα τερατούργημα τῆς ἐμπειρίας μας, οὔτε καταγράφουμε συνολικά τίς ἐκτιμήσεις μας ἐπάνω σ᾿ ὅλο τόν κόσμο. Ποθοῦμε νά εἴμαστε διάφανοι στίς κρίσεις μας καί ἀναζητούμε μόνο τήν ἀλήθεια, προσπαθώντας νά ζοῦμε καί νά γράφουμε στό πνεῦμα τῆς ἀληθείας, χωρίς μῖσος ἤ μεροληψία, ἀλλά δριμεῖς καί εἰλικρινεῖς μπροστά στήν ἴδια τήν πραγματικότητα.
Λόγῳ τῆς ἐμπειρίας μας, ἐμεῖς δέν ἔχουμε παραμορφωθεῖ πνευματικά, ἀλλά ἐλάβαμε μιά δυνατότητα νά διαισθανόμαστε τά πνεύματα, τίς ἰδέες, τά ἐπίκαιρα προβλήματα, τίς δυνάμεις πού ἐνεργοῦν στόν κόσμο – ἄν καί οἱ ἄνθρωποι τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα εἶναι παραλυμένοι πνευματικά καί αὐτή ἀκριβῶς ἡ δυνατότητα τούς λείπει.
Ἐπίσης, ὁμολογοῦμε ὅτι δέν μᾶς προκαλεῖται καμμιά ἀλαζονεία οὔτε κάποια τάση ἐξουσίας, διότι πεθάναμε ἀναρίθμητες φορές γιά τήν ἁμαρτία καί τό ἐγώ, ἀναγεννηθέντες καί γενόμενοι πιό τέλειοι ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ. Λοιπόν, ὁ Χριστός ὁμολογεί μέσα ἀπό ἐμᾶς.
Ἐκτός τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχουμε κανένα στήριγμα. Φτάσαμε μέ μεγάλο κόπο σ᾿ Αὐτόν. Αὐτός μᾶς ἔχει βγάλει ἀπό τόν κόσμο, μαζί μ΄ Αὐτόν γυρίζουμε πρός τόν κόσμο, πρός τήν ζωή, πρός τήν αἰωνιότητα καί ἐμεῖς θέλουμε νά δώσουμε στούς ἀνθρώπους τήν προοπτική τῆς χριστιανικῆς πνευματικότητας, σάν τήν μοναδική τους ἀπολύτρωση.
Εἶμαι ἕνας ἀδύνατος ἄνθρωπος, ἄρρωστος, ἐξουθενωμένος, ἐξαντλημένος, κατεστραμμένος, ἀλλά πιστεύω στήν νίκη τοῦ Ἀμνοῦ. Θέλω νά κάνω τό καθῆκον μου μέχρι τήν ἔσχατη ἀναπνοή μου. Προσεύχομαι νά πεθάνω χριστιανικά.
Ἐπαναλαμβάνω, ὅλο αὐτό εἶναι μιά ὁμολογία. Τήν ἀφιερώνω στούς ἀνθρώπους. Εἶναι ἕνας ἔσχατος τρόπος ἀγάπης καί διακονίας. Ἀμήν.
Ἰωάννης Ιανωλίδε
Το πρώτο μέρος
Ἡ εἰρκτή (1941-1964)
Δεκέμβριο 1981 - Ἔγραψα αὐτές τίς σελίδες μέ τεταμένο τόν φόβο μου. Ὅταν ἦταν δυνατόν νά τίς ξαναδῶ, μέ τήν εὐκαιρία τῆς τοποθέτησης των σ᾿ ἕνα πιό ἀσφαλές μέρος, προσπάθησα νά τίς ξαναδιαβάσω, ἀλλά δέν μπόρεσα. Μοῦ ἦταν ἀδύνατον. Δέν ἔχω τήν ἀναγκαία ἡσυχία. Ὅταν βλέπω αὐτά τά φύλλα μέ κυριεύει ὁ κίνδυνος νά μήν ἀνακαλυφθοῦν ἀπό τήν Ἀστυνομία. Τ΄ἀφήνω ὅπως βγῆκαν πρώτη φορά ἀπό τήν πέννά μου, μολονότι λυπᾶμαι πού δέν μπορῶ νά τά ὁλοκληρώσω. Νά μέ συγχωρεῖτε, ἄνθρωποι!
Ἰωάννης Ιανωλίδε
Ὁ Χριστός – τό μυστήριο τῆς ζωῆς μου
Γεννήθηκα ρουμᾶνος καί ἔζησα στήν αὐτόχθονη θρησκευτική ἀστμόσφαιρα, μέ τίς ὀρθόδοξες ἀκολουθίες καί μέ τίς κοινές παραδόσεις τοῦ λαοῦ (κάλαντα, μνημόσυνα, Πάσχα, μάρτυρες κτλ), μέ πιστούς παπποῦδες καί εὐσεβῆ μητέρα. Ὅλα αὐτά δημιούργησαν μέσα μου τό συναίσθημα καί τήν πίστη ὅτι ὁ Χριστός εἶναι πανταχοῦ παρών, ὅτι καί στό ἱερό Βῆμα καί στίς ψυχές τους οἱ ἄνθρωποι συναντιοῦνται μ΄ Αὐτόν, ὅτι αὐτός αἰωρεῖται στόν αέρα μέ ὅλους τούς ἀγγέλους Του, πού μᾶς βοηθοῦν γιά νά σωθοῦμε καί ν᾿ ἁγιασθοῦμε.
Ἡ σχέση μου μέ τόν Χριστό ἦταν φυσική, οἰκογενειακή καί μόνιμη. Ἡ ζωή μου ὄντως ἦταν ἀνύπαρκτη καί ἀδιαπέραστη χωρίς Αὐτόν. Μοῦ φαινόταν ὅτι ἔτσι ἦταν πάντοτε καί τό ἴδιο θά εἶναι συνεχῶς. Ὁ Θεός ἔδινε πληρότητα στήν ψυχή μου. Αὐτός ἀπαντοῦσε στήν ἀνάγκη μου γιά ἀγνότητα, γιά τελειότητα καί για ἰδανικά, πού εἶχα μέσα μου.
Δέν εἶχα κάποια θρησκευτική παιδεία, οὔτε θεολογική. Τό θρησκευτικό περιβάλλον, στό ὁποῖο ζοῦσα στήν παιδική μου ἡλικία, ἦταν πολύ γόνιμο γιά ὁλόκληρη τήν ζωή μου, διότι δέν εἶναι βασική ἡ παιδεία, ἀλλά τό βίωμα μαζί μέ τόν Θεό. Ἄρα μέχρι τήν ἐνηλικίωσή μου ἤμουν ἕνας γνήσιος, ζωντανός χριστιανός. Ὁ Χριστός ἦταν τό μυστήριο καί ἡ πηγή τῆς ζωῆς μου. Ἀπό τά πρῶτα χρόνια τῆς φυλάκισής μου βρῆκα Τόν Χριστό πνευματικά κοντά μου.
Στά δεσμά
Ἡ κλοῦβα μέ τήν ὁποία μεταφερθήκαμε μύριζε ἄσχημα καί ἦταν ἄθλια. Εἴχαμε ταξιδέψει ὅλη τήν νύχτα ἀπό τό Βουκουρέστι γιά τήν πόλι Ἀϊούντ τῆς Δυτικῆς Ρουμανίας. Οἱ τροχοί τοῦ τραίνου ἔτριξαν καί τό βούϊσμα σταμάτησε. Ή κλοῦβα-βαγόνι λύθηκε καί ἀφέθηκε στό σταθμό τῆς πόλεως Αϊούντ. Οἱ δεσμοφύλακες ἐμφανίστηκαν καί μᾶς διέταξαν νά κατεβοῦμε. Εἴχαμε πολλές άποσκευές – σάν να προαισθανόμαστάν ὅτι αὐτός ὁ διωγμός θά εἶναι μακρύς – καί ἦταν πολύ βαρειές, διότι εἴχαμε πάρει πολλά βιβλία γιά νά μελετήσουμε. Εἴμασταν νεαροί καί εἴχαμε πολλά ὄνειρα. Θεωρούσαμε τήν εἱρκτή σάν πανεπιστήμιο τῆς θυσίας καί τῆς αὐταπάρνησης, καθώς καί εὐκαιρία μελέτης καί διαλογισμοῦ.
Πολύς κόσμος εἶχε ἔλθει στό σταθμό γιά νά μᾶς δεῖ, ἀλλά μᾶς περικύκλωσαν τρεῖς κύκλοι στρατιωτῶν καί δεσμοφυλάκων. Γομώσετε τό ὅπλο! Ἀκούστηκε ἡ ἐντολή καί ἀκούσαμε τόν μεταλλικό θόρυβο τῶν ὅπλων πού εἶχαν στραφεῖ πρός ἐμᾶς. Χαμογελάσαμε πικρά καί περιφρονητικά ταὐτόχρονα. Τί ὠφελοῦσε ὅλο αὐτό τό μασκαρελίκι ἐπίδειξης δύναμης καί τρόμου, ἐφ᾿ ὅσον κανένας ἀπό ἐμᾶς δέν εἶχε πιστόλι ποτέ στά χέρια του, οὔτε εἶχει σκεφθεῖ νά πάρει ἕνα; Ἐκτός ἀπό τούς ὑψηλούς πόθους μας, δέν εἴχαμε τίποτε επικίνδυνο μαζί μας.
Οἱ στρατιῶτες ἦταν παλληκάρια σάν ἐμᾶς, ἀλλά ἡ στρατιωτική στολή τούς ἔκανε ἄλλες προσωπικότητες. Οἱ δεσμοφύλακες ἐκτελοῦσαν τό καθῆκον τους, ὁ καθένας σύμφωνα μέ τήν ψυχή του. Διέπρεπε ὅμως ὁ στρατιωτικός δικαστής Ἀουρέλ Μουντεάνου. Αὐτός ἦταν στρατιωτικός διοικητής τῆς φυλακῆς τοῦ Ἀϊούντ καί εἶχε τήν ἀποστολή νά καταστρέφει τήν χριστιανική καί ρουμανική νεολαία, φυλακισμένη ἐκεῖ. Ἦταν περίπου 40 ἐτῶν, γεροδεμένος, ἀνδρειομένος, μέ ἄσπρα μαλλιά, τά ὁποῖα τοῦ ἔδιναν μιά ψεύτικη ἀρχοντιά. Φαινόταν πολύ κουρασμένος, ἀκοίμητος, όξύς καί ἀξύριστός. Εἴχαμε τήν ἐντύπωση ὅτι εἶχει ἔλθει ἀπό κάποια μάχη. Κοιτοῦσε τούς στρατιώτες, τό ἀκροατήριο καί ἰδιαίτερα ἐμᾶς μέ σκληρότητα. Φάνταζε ὅτι τελεῖ μιά ἀποστολή τόσο σπουδαία ὥστε νά ἀποφασίσει τό μέλλον τῆς ἀνθρωπότητας. Φώναξε μέ βροντερή καί χοντρή φωνή:
- Προσέξτε τήν προσταγή μου! Ἀπό δῶ καί πέρα ἐγώ θά εἶμαι ὁ διοικητής σας. Ἀπαιτᾶ ἀπόλυτη πειθαρχία, χωρίς γογγυσμό καί κλονισμό. Οἱ στρατιώτες θά σᾶς πυροβολήσουν ἀμέσως ἄν κάνετε κάποια ἀνωμαλία. Θά πᾶτε τώρα μέ συνοδεία στήν φυλακή. Θά καταπνίξω ὁποιαδήποτε ἀταξία. Ἑτοιμαστετε, ξεκινᾶμε!
Ἡ συνοδεία ξεκίνησε δύσκολα, διότι τά χιόνια ἦταν πολλά καί ἐμεῖς εἴμασταν φορτωμένοι μέ τά μπαγκάζια μας καί σιδηροδέσμιοι στά χέρια καί στά πόδια. Ἀφήσαμε πίσω τόν σταθμό τῆς ἐλευθερίας. Κοιτάξαμε τόν οὐρανό καί τά σπίτια τῶν τοπικῶν κατοίκων καί τά περίτρομα πρόσωπα τῶν ἀνδρῶν, τῶν γυναικῶν καί τῶν παιδιῶν γιά τελευταία φορά, διότι ἀπό τώρα ὁ κόσμος θά εἶναι σέ μεγάλη ἀπόσταση ἀπό ἐμᾶς, πέρα ἀπό κιγκλιδώματα, κλειδαριές καί ὑψηλούς τοίχους.
Ὁ πρῶτος χαιρετισμός
Στό Ἀϊούντ εἶναι μιά παλαιά φυλακή, χτισμένη ἀπό τούς Οὔγγρους. Τό κύριο κτίριό του εἶναι σέ σχῆμα Τ, μέ τρεῖς ὀρόφους καί πάνω ἀπό 300 κρατητήρια. Στήν μέση ἔχει ἕνα διάδρομο ἀπό πάνω μέχρι κάτω, ὥστε ἀπό τό κέντρο φαίνονται ὅλα πανοραμικῶς. Ὑπάρχει καί ἕνα τμῆμα μέ κοινά, μεγάλα κρατητήρια. Στό βάθος τῆς αὐλῆς εἶναι ἡ παλαιά ζάρκα, δηλαδή ἕνα κρατητήριο μέ μεγάλη ὑγρασία καί ἀθλιότητα. Δίπλα εἶναι ἕνα ἐργοστάσιο πού δουλεύουν οἱ κρατούμενοι. Ὑπάρχουν καί στάβλοι, κουζίνες, ἀποθῆκες καί ἕνα ἀναρρωτήριο.
Ἐμᾶς μᾶς ἐπῆγαν στό κρατητήριο. Τό θέαμα ἦταν ἐντυπωσιακό, διότι γύρω-γύρω σέ κοιτοῦσαν πόρτες χωρίς μάτια, ὀπίσω τῶν ὁποίων ἦταν μάτια πού δέν μποροῦσαν νά σέ κοιτάζουν. Ἔμοιαζε μ΄ ἕναν τάφο γεμάτο μέ ζωντανούς ἀνθρώπους. Ἔμοιαζε μ΄ ἕνα καράβι πού μεταφέρει σκλάβους. Ὁ στρατιωτικός δικαστής ἀνεκοίνωσε:
Ὁ κάθε κρατούμενος ἔχει τό δικαίωμα νά ἔχει μόνο ἕνα κοστούμι, τρία ἐσσώρουχα, ἕνα ζευγάρι παπούτσια, ἕνα σαπούνι καί μιά ὀδοντόκρεμα. Ὅλα τά βιβλία θά περάσουν ἀπό λογοκρισία καί θά μπορέσετε νά τά διαβάσετε μόνο ἄν ἔχετε μιά κατάλληλη συμπεριφορά. Ἐπιτρέπεται νά δεχθεῖτε ἕνα γράμμα τόν μῆνα καί νά γράψετε ἕνα, τό ὁποῖο θά περάσει ἀπό λογοκρισία. Ἐπιτρέπεται νά δεχθεῖτε ἕνα δέμα μέ τρόφιμα, ἀλλά νά μήν ἔχει πάνω ἀπό 10 κιλά. Ὁ καθένας θά μένει σ΄ ἕνα κρατητήριο. Μιά ὥρα τήν ἡμέρα θά εἶστε βγαλμένοι στήν αὐλή γιά ἀέρα. Ἀπαγορεύεται κάθε σχέση μέ τούς φύλακες. Κάθε παράβαση τοῦ κανονισμοῦ τιμωρεῖται σκληρά. Ἀπαγορεύεται κάθε συστηματική δραστηριότητα. Κάθε παράπονο θά τό πεῖτε μόνο καί μόνο σέ μένα, διότι ἐδῶ μόνο ἐγώ ἀποφασίζω. Εἴμαστε σέ καιρό πολέμου καί ἐπιβάλλεται ὁ πολεμικός νόμος. Ἄν ἐπιχειρήσετε νά δραπετεύσετε, θά σᾶς πυροβολήσουμε ἀμέσως. Ἄν προκαλεῖτε διαμάχες μέ τούς φύλακες θά τσεκουρωθεῖτε. Νά τό βάλετε καλά αὐτό στό μυαλό σας ὅτι ἐδῶ εἶστε φυλακισμένοι! Ὁ νόμος δέν σᾶς συγχωρεῖ. Ἄν ἀντισταθεῖτε στό πεπρωμένο τῆς Χώρας, ὁ στρατός εἶναι ἕτοιμος νά σᾶς ξεπατώσει. Διατάζω ἀπόλυτη πειθαρχία. Δέν θέλω νά ἐκδικηθῶ, διότι δέν ἔχω αἰτία γιά νά κάνω αὐτό. Εἶστε θύματα μερικῶν ἀνταρτῶν πού ἔχουν προδώσει τήν Χώρα. Κι ἐγώ εἶμαι ἐθνικόφρων, σάν ἐσᾶς. Εἶμαι διδάκτορας νομικῆς, ἤμουν ἥρωας στόν Πρῶτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στολισμένος μέ τίς μέγιστες τιμές, διότι τό σῶμα μου ἔγινε κόσκινο ἀπό τίς 36 τρύπες σφαιρῶν. Ἔχω μιά τίμια οἰκογένεια κι ἕνα παιδί τό ὁποῖο θέλω νά τό μεγαλώσω μέ τό ἐθνικό πνεῦμα. Εἶμαι ἕνας ἀληθινός Ρουμᾶνος. Ἄν εἶστε ὑπάκουοι καί τίμιοι, μπορεῖ νά ἐλευθερωθεῖτε, διότι ἡ Χώρα χρειάζεται τήν δυναμικότητα σας. Λοιπόν, διατάζω ἀπόλυτη πειθαρχία!
Σταυραδελφοί
Οἱ κρατούμενοι εἴμασταν φοιτητές, μαθητές, ἐργάτες καί μερικοί ἀγρότες, ὅλοι ἀνήκοντες στήν Ἀδελφότητα τοῦ Σταυροῦ. Αὐτή ἡ Ἀδελφότητα ἦταν μιά ὀργάνωση τῆς ρουμανικῆς Νεολαίας, ἡ ὁποία προσπαθοῦσε νά κάνει ἠθική καί ἐθνική ἀγωγή. Ὁ καθένας προσπαθοῦσε νά βοηθήσει τόν ἑαυτό του γιά τήν ἐφαρμογή τοῦ τύπου τοῦ ρουμάνου ἥρωα – καί τό νά εἶσαι Ρουμᾶνος ταυτίζεται μέ τήν ἔννοια τοῦ χριστιανοῦ.
Εἴμασταν παλληκάρια γεννημένα στά χρόνια τοῦ 1920 ἕως 1930, ὥστε δέν εἴχαμε ποτέ καμμιά ἕδρα, συνεπῶς οὔτε καμμιά εὐθύνη γιά τά γεγονότα αὐτοῦ τοῦ αἰῶνα. Εἴχαμε τήν πίστη ὅτι δέν κάνουμε πολιτική, ἀλλά παιδεία. Ἐπιθυμούσαμε ν΄ἀποτελέσουμε ἕνα πρότυπο ὑψηλῆς ζωῆς καί συμπεριφορᾶς, ἡ ὁποία ν΄ἀναλάβει στά χέρια της τήν μοίρα τοῦ ρουμανικοῦ Ἔθνους. Δέν γνωρίζαμε οὔτε τό ἱερατικό μοντέλο, οὔτε τήν πολιτική τῆς Χώρας. Εἴχαμε τήν συνείδηση ὅτι δέν κάνουμέ κάποιο λάθος ἀπέναντι τοῦ Ἔθνους καί τῆς πατρίδος μας, ἀλλά ὅμωας χτυπιόμασταν ἀπό τούς ἐχθρούς τοῦ Ἔθνους καί τῆς πατρίδος. Μεταξύ μας καί ἀνάμεσα στούς δώκτες μας παρέμειναν οἱ ψυχές μας καθαρές, ἐνάρετες καί ἐμψυχωμένες ἀπό ἱερούς πόθους. Ἀγωνιζόμασταν νά ζήσουμε καί νά διατηρήσουμέ μιά πίστη, ἕνα ὄνειρο, ἕνα ἰδανικό.
Εἴμασταν μαζεμένοι ἀπό ὅλη τήν Χώρα, διότι δέν εἴχαμε σταματήσει κἄπου νά ἐνωθοῦμε σέ συνεδριάσεις, ὕστερα ἀπό τήν ἀπόφαση τοῦ στρατάρχη Ἀντωνέσκου ν΄ἀπαγορεύσει τήν παρουσία τῆς Ἀδελφότητας τοῦ Σταυροῦ (μέ τήν έγκριση του Χίτλερ). Ἡ ἡλικία μας ἦταν ἀπό 12 ἕως 21 ἐτῶν καί οἱ ποινές ἐποίκιλλαν ἀπό 5 ἕως καί 25 χρόνια. Ἡ πλειονότητα προερχόμασταν ἀπό φτωχές καί ταπεινές οἰκογένειες καί στήν κοινωνία εἴμασταν ἀπό τά καλύτερα καί σεβαστά παιδία.
Ὁ καθένας ξεμοναχιάστηκε σ΄ ἕνα κρατητήριο: τέσσερα ἐπί τέσσερα μέτρα, καγκελωτό παράθυρο, κατάκλειστη πόρτα, τοῖχοι βαμμένοι, ἕνα κρεβάτι ἀπό μαῦρο σίδερο καλυμμένο μ΄ ἕνα παλαιό καί τριμμένο στρῶμα. Τό πάτωμα εἶχε καταστραφεῖ ἀπό τά ἑκατομμύρια βήματα χιλιάδων κρατουμένων πού πέρασαν ἀπό ἐδῶ. Οἱ τοῖχοι ἦταν ραγισμένοι καί οἱ κοριοί δέν ντρέπονταν νά τρέχουν ἐπάνω μας γιά νά βροῦν τήν τροφή τους.
Ἡ πόρτα κλείστηκε, ἡ ἀμπάρα ἔτριξε καί τό κελλί τοῦ καθενός μας ἔπεσε ἐπάνω μας καί μᾶς καταπλάκωσε. Μπήκαμε σ΄ ἕνα καινούργιο κόσμο. Ὁ ἄλλος κόσμος ἔμεινε κἄπου μακριά, μακριά ...
Τά λόγια τοῦ δικαστικοῦ ταγματάρχη ἐξαγρίωναν πολλούς καί τούς πεισμάτιζαν περισσότερο. Γιά ἄλλους τά λόγια του ἦταν ἡ αἰτία πτώσεώς τους ἀκόμη ἀπό τήν ἀρχή. Σ΄ αὐτήν τήν πορεία ὅποιος δέν εἶχε μεγάλες πνευματικές μπαταρίες, ἐνικᾶτο – ἀλλά ὑπῆρξαν καί ὡρισμένοι πού εἶχαν πλουτίσει πνευματικά, λόγῳ ἀκριβῶς τῆς μάχης τους μέ τό κακό.
Ὁ στρατιωτικός δικαστής
Ὁ στρατιωτικός δικαστής ἦταν ἕνας συνηθισμένος κοσμικός τύπος, τόν ὁποῖον καταφρονούσαμε. Προερχόμενος ἀπό μιά οἰκογένεια μέ πονηρές συνήθειες, ὁ φιλόδοξος νεαρός ἔγινε στρατιωτικός δικαστής.
Ὅταν τόν Νοέμβριο 1938, στό Τινκαμπέστι, 14 ἄνθρωποι πυροβολήθηκαν καί ὕστερα πετάχτηκαν σ΄ ἕνα λάκκο καί κάηκαν μέ ἰσχυρό ὀξύ (15 μπιτόνια βιτριόλι) γιά νά μήν ἀναγνωρισθοῦν, οἱ βασανιστές θυμήθηκαν ὅτι δέν εἶχαν καλέσει κι ἕναν εἰσαγγελέα γιά νά διαπιστώσει ὅτι οἱ δεκατέσσερις «προσπάθησαν νά δραπετεύσουν στό δάσος καί, στήν μάχη πού ἔδωσαν μέ τούς φύλακές τους, πυροβολήθηκαν». Ποιός μποροῦσε νά παίξει αὐτό τό ἀπαίσιο παιχνίδι; Ὁ στρατιωτικός δικαστής Ἀουρέλ Μουντεάνου. Ἔτσι ξεκίνησε ἡ μεγάλη του καριέρα. Τόν ἔφεραν ἀμέσως στήν Ζιλάβα καί μέσα σέ ἀτμόσφαιρα τρόμου καί φρίκης, τοῦ ἀνακοινώθηκε τί πρέπει νά κάνει – καί τό ἔκανε χωρίς γογγυσμό καί δισταγμό. Καί ὅταν ἕνας ἀπό τούς ἀνθυπασπιστές, ὁ ὁποῖος εἶχε φονεύσει μέ στραγγαλισμό κάποιον φυλακισμένον, εἶχε κυριευθῆ ἀπό λύπη καί ἀπό ἕνα νευρικό κλονισμό, οὐρλιάζοντας ὅσο μποροῦσε δυνατώτερα ὅτι ἐφόνευσε ἕναν ἀθῶο ἄνθρωπο, ὁ στρατιωτικός δικαστής Ἀουρέλ Μουντεάνου τόν ἀπείλησε καί τόν χτύπησε γιά νά σιωπᾶ καί τόν ἀνάγκασε νά ὑπογράψει μιά δήλωση σύμφωνα μέ τό τυπικό πού εἶχε δοθῆ ἀπό τούς δολοφόνους κομμουνιστές.
Τό 1941, ὁ στρατιωτικός δικαστής σκηνοθέτησε τόν στυγερό σφαγιασμό 30 Ἑβραίων, πού βρέθηκαν κρεμασμένοι στά τσιγκέλια ἑνός σφαγίου τοῦ Βουκουρεστίου. Ἐπίσης, αὐτός ὁ στρατιωτικός δικαστής ἔγραψε κι ἕνα ψεύτικο πρακτικό, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ἕνας δυστυχισμένος ρουμᾶνος στρατιώτης, πού εἶχε πεθάνει στίς φλόγες ἑνός πυρπολημένου αὐτοκινήτου, παρουσιάστηκε σάν θῦμα ἐπάνω στό ὁποῖο οἱ λεγεωνάριοι ἔριξαν βενζίνη καί τό ἔκαψαν.
Αὐτός ἦταν ὁ στρατιωτικός διοικητής τοῦ Ἀϊουντ, στάλμένος μέ τήν ἀποστολή γιά νά μᾶς καταστρέψει. Αὐτός ἔγινε γιά ἐμᾶς τό σύμβολο τῆς ἀνανδρίας καί τῆς δολοφονίας, τῆς ἀσέβειας καί τῆς ἀγριότητας, ὥστε τόν μισούσαμε μέχρι τόν θάνατόν μας.
Ἡ ἁγία τρέλλα
Ἐτίθετο συχνά τό ἐρώτημα: Τί ζητοῦμε ἐμεῖς στήν φυλακή καί τί ἔννοια ἔχει αὐτός ὁ ἀγώνας μας; Μελετώντας προσεκτικά τούς πόθους τῶν νεαρῶν μεταξύ τῶν ὁποίων ἤμουνα κι ἐγώ, κατέληξα στό συμπέρασμα ὅτι ἐμᾶς μᾶς ὡδηγοῦσε ὄχι ἡ πολιτική ἐμπλοκή μας, ἀλλά ὁ ἠθικός μας στόχος. Φορτωμένοι μέ ὄνειρα καί ἰδανικά, ἐμεῖς οἱ σαλοί τοῦ Σταυροῦ, προβάλλοντες ἠθική δόξα καί ἀξιοπρέπεια, ἀντιπροσωπεύαμε ἔμπρακτα ἕνα ὁλόκληρο κόσμο.
Δέν εἴχαμε ρεαλισμό καί τρόπο προσωπικῆς μας διαφυλάξεωςν, δέν εἴχαμε πνευματική σοφία καί πέσαμε στό στόμα τοῦ λύκου, ἀλλά τι ἄλλο μπορούσαμε νά κάνουμε; Καί ὅλα αὐτά διότι δέν μπορούσαμε νά μολύνουμέ τίς ψυχές μας. Εἰσελθόντες σέ μιά τέτοια μάχη, δέν εἴχαμε αἴσθησι τῶν διαστάσεών της καί δεχθήκαμέ τό μαρτύριο.
Ναί, εἴμαστε ἔνοχοι διότι καταλάβαμε ὅπως ὁ Ντοστογιέβσκι, τί εἶναι ὁ ἀθεϊσμός καί ὅτι ταυτίσαμέ τόν κομμουνισμό μέ τόν ἀντίχριστο, μέ τόν ὁποῖο δέν δεχθήκαμε καμμιά συνεργασία. Ναί, εἴμαστε ἔνοχοι διότι εἴμασταν ἀντικομμουνιστές καί μισούσαμέ τόν ναζισμό. Ἔχουμε κατηγορηθεῖ σάν ἀντισημίτες, ἀλλά ἐμεῖς ἀγαπᾶμε ἐν Χριστῶ τούς Ἑβραίους.
Μόνο ὁ Χριστός ἐνστάλλαξε τόση ἁγία τρέλλα στίς ψυχές μας καί, ἐκτός ἀπ᾿ αὐτό δέν ξέρουμε νά ἔχουμε καμμιά ἄλλη ἐνοχή. Οὐσιαστικά, ἐμεῖς ἐπιθυμούσαμε τήν εἰρήνη μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀλλά πολλοί δέν μᾶς ἄντεξαν δίπλα τους, παρότι κι ἐμεῖς εἴμασταν ἴσοι καί ὅμοιοι μαζί τους, κι ἔτσι ἄρχισε ἡ διαμάχη.
Τά βάσανα τά ὁποῖα ὑποφέραμε τελικά μᾶς ὡρίμασαν κι ἔτσι βρήκαμε τίς σωστές ἀπαντήσεις καί προσδιορίσαμέ τήν χριστιανική μας συνείδηση. Ὅμως τότε, στήν ἐνθουσιώδη μας νεανικότητα, ζωηρέψαμε ἀπό τά ὡραιότατα ἰδανικά. Ἀργά καταλάβαμε καί τό πολιτικό φαινόμενο, ἀλλά τό ἐγκαταλείψαμε ἐπειδή ἀφιερωθήκαμε στόν θρησκευτικό τομέα.
Ἕνα δράμι ἁγίας τρέλλας ἔμεινε μέσα μας ἕως καί σήμερα, διότι ὁ Χριστός ἀκόμη διώκεται, περιγελᾶται καί παρεξηγεῖται, ἐνῶ οἱ ἀντιχριστιανικές δυνάμεις πού ὑπάρχουν στόν κόσμο εἶναι γίγαντες.
Ἡ ἀναγέννηση
Νά ἐπιστρέψουμε, ὅμως, στό Αϊούντ. Τό σύστημα ἦταν ἄγριο, τό φαγητό ἦταν ἄθλιο, ἡ ἀπομόνωση δύσκολη, τό νερό πάγωνε μέσα στά κρατητήρια μας. Ὁ στρατιωτικός δικαστής μᾶς τρομοκρατοῦσε. Κανένας, καμμιά δύναμη ἀπό τήν Χώρα (Ρουμανία) ἤ ἀπό τό Ἐξωτερικό δέν μᾶς στήριξε.
Τότε ἀνακαλύψαμε πνευματικά τόν Χριστό. Μολονότι μελετούσαμε πολύ, ἡ κυρία μας ἀπασχόληση ἦταν ἡ πνευματική. Προσευχόμασταν πολύ, ἐξωμολογούμασταν ὁ ἕνας στόν ἄλλον τήν ἐσωτερική μας κατάσταση καί τίς προσπάθειές μας γιά τήν τελειότητα. Καί ἔτσι φτάσαμε ν᾿ἀποκτήσουμε συνείδηση τῆς ἁμαρτίας, νά κλαῖμε πικρά γιά τά παλαιά μας σφάλματα καί γιά τίς ἁμαρτίες τῆς κοινωνίας. Ἐπιθυμήσαμε νά ζοῦμε χριστιανικά, ξέροντας ὅτι μέχρι τόν θάνατο του ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἀγναντεύει τήν ψυχή του, ἄν ζῆ ἤ ὄχι ἐν Χριστῶ.
Ὅσον ἀφορᾶ γιά μένα, κάποιος μπορεῖ νά πιστέψει ὅτι ἐγώ ἔφτασα στόν Χριστό λόγῳ τῆς ἀπερίγραπτης θλίψης μέ προϋποθέσεις σκληρῆς ἀπομόνωσης, ἀλλά δέν εἶναι καθόλου ἔτσι. Εἶχα μέσα μου μερικές ἁμαρτίες τῆς νεότητάς μου οἱ ὁποῖες μέ δυσαρεστοῦσαν καί δέν μποροῦσα ὅμως νά τίς ἐξομολογηθῶ, παρόλο πού ἦταν συνηθισμένα στόν κόσμο πράγματα. Ὑπῆρχε μέσα μου μιά διαμάχη μεταξύ Θεοῦ, τόν ὁποῖο πίστευα, καί τοῦ ἀνθρώπου πού ἐγώ ἤμουνα. Ἡ κατάσταση ἐπιβαρύνθηκε τήν ἡμέρα πού ἔπαθα μιά μεγάλη ἧττα τοῦ ἐγωϊσμοῦ μου, καί ντροπιασμένος γιά τόν ἑαυτό μου, ἠμπόρεσα νά εἰπῶ: Εἶμαι ἕνας παλιάνθρωπος! Τότε αἰσθάνθηκα τήν ἀνάγκη νά ἐξομολογηθῶ εἰλικρινά μπροστά σέ ὅλους, ἔχοντας μιά δίψα ταπεινοφροσύνης χωρίς τήν ὁποία ἔνοιωθα ὅτι δέν εἶμαι μέ τόν Θεό, μιά ταπεινοφροσύνη πού δέν τήν εἶχα πιά μέχρι ἐκείνη τήν στιγμή. Ἔτσι ὕστερα ἔκανα τήν πρώτη μου ἀληθινή ἐξομολόγηση, ἔχοντας ἕναν καλό Πνευματικό πατέρα καί ὑποβοηθούμενος μέ προθυμία ἀπό μιά ὁμάδα φίλων μαζί μέ τούς ὁποίους προσπαθούσαμε γιά τά πνευματικά.
Ἄρχισα ν΄ἀνακαλύπτω τους πνευματικούς θησαυρούς τῦς Ὀρθοδοξίας καί ἀναπτερώθηκα. Γινόταν φῶς ἡ καρδιά μου. Σέ μιά περίοδο ἤμουν κλειδωμένος στόν ἑαυτό μου, ὅπου ἐπρόσεχα μόνο τόν ἑαυτό μου. Τό ἐγώ μου πέθαινε καί ἀναγεννιόταν ἐν Χριστῶ. Μέσα μου εἶχα μιά θρησκευτική, μυστική, πνευματική ἀτμόσφαιρα. Ἀπέβαλλα εὔκολα τίς ἁμαρτίες, ἐφ᾿ ὅσον εἰσέβαλλε μέσα μου τό φῶς. Ἡ ἀρετή δέν ἦταν μιά ἀρχή, ἀλλά φῶς καί ζωή, ἦταν ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ ὅλο καί πιό τέλεια μέσα μου.
Ὡδηγούμουν διά τῆς Φιλοκαλίας καί τῆς ἁγίας Γραφῆς. Ὅ,τι εἶναι ὡραῖο καί καλό πλημμύριζε τήν ψυχή μου. Ἔμενα κατάπληκτος ἀπό τήν τόση πολλή ψυχική μου ὡραιότητα. Εὕρισκα καί πάλι τόν κόσμο σέ μιά ἄλλη παρουσία. Εἶχα πολλές ἐσωτερικές χαρές. Ζοῦσα τήν ἀναγέννηση πραγματικά, βαθμιαία καί μυστικά.
Ὁ Βαλέριος Γκαφένκου
Μεταξύ τῶν λεγεωναρίων πού εἶχαν κι αὐτοί φθάσει στίς φυλακές τοῦ Ἀϊούντ ἀπό ὅλες τίς πόλεις τῆς Χώρας, ξεχώριζε ἀνάμεσα σέ ἄλλους ἕνας πού ἦταν ψηλός, ὄμορφος, μέ βαθειά γαλανά μάτια. Ὠνομαζόταν Βαλέριος Γκαφένκου. Εἶχε γεννηθεῖ στήν Μπεσαραμπία (σημερινή ρωσική Μολδαβία), τήν παραμονή τῶν Χριστουγέννων (24 Δεκεμβρίου 1921). Ὁ πατέρας του, ὁ Βασίλειος Γκαφένκου, ἦταν λόγιος καί εἶχε ἀγωνισθεῖ, σάν βουλευτής στό Συμβούλιο τῆς Χώρας, γιά τήν ἕνωση τῆς Μπεσαράμπιας μέ τήν Ρουμανία. Ὕστερα, ὅμως, ἀποχώρησε στό νοικοκυριό του, ἐπειδή δέν συμφωνοῦσε μέ τήν αἰσχροκερδῆ πολιτική πού κυβερνοῦσε στήν Χώρα του. Ἡ οἰκογένεια του ἦταν μιά φωλιά χαρᾶς καί εὐυφροσύνης.
Τό 1940, ὅμως, ἡ Μπεσαράμπια καταπατήθηκε ἀπό τόν Ἐρυθρό ρωσικό Στρατό. Ὁ Βασίλειος ἦταν συλλογισμένος, τό ἴδιο καί ὁ Βαλέριος.
- Τί θά κάνουμε, μπαμπᾶ; Τόν ρώτησε.
-Παιδί μου, τοῦ εἶπε ὁ Βασίλειος, ἡ οἰκογένεια μας εἶναι αἰχμάλωτη. Ἐγώ δέν μπορῶ νά ἐγκαταλείψω τήν οἰκογένεια. Ἐμένα δέν θά μέ συγχωρέσουν διότι ἔχω ψηφίσει τήν ἕνωση τῆς Μπεσαράμπιας μέ τήν Ρουμανία. Ἀπό ἐδῶ δέν γίνεται νά κάνουμε τίποτε γιά τήν Μπεσαράμπια. Καλύτερα ἐσύ νά φύγεις στήν Ρουμανία. Θά δεῖς ἐκεῖ τί μπορεῖ νά γίνει.
- Μπαμπᾶ! ...
- Μή μιλᾶς καί πήγαινε! Νά μήν πεῖς τίποτα στήν μαμά σου καί στίς ἀδελφές σου!
Καί ἔτσι ὁ Βαλέριος πέρασε τό ποτάμι Προῦθος καί ἔφτασε στό Ἰάσιο τό 1940, ὅπου καί γράφτηκε στήν Νομική Σχολή. Ἡ ψυχή του δέν καιγόταν μόνο γιά τό μέλλον τῆς Μπεσαραμπίας, ἀλλά καί γιά τό τί θά γίνει καί μέ τήν Ρουμανία, ὄχι μόνο γιά τήν ἐθνική της συνείδηση, ἀλλά καί γιά τήν χριστιανική, πού ἀπειλεῖτο ἀπό τούς μπολσεβίκους μέ προοπτική τους τήν ἐπέκταση τοῦ ἀθεϊσμοῦ.
Σ᾿ αὐτές τίς συνθῆκες ὁ Βαλέριος μπῆκε στήν ὀργάνωση στήν Ἀδελφότητα τοῦ Σταυροῦ, ἡ ὁποία ἀπασχολεῖτο μέ τήν χριστιανική καί ἐθνική ἀγωγή τῶν μαθητῶν καί τῆς νεολαίας γενικά. Βαθειά στήν ψυχή του ὁ Βαλέριος ποθοῦσε τίς πιό ἱερές ἰδέες. Δέν ἔκανε πολιτική, δέν ἐπιβουλευόταν, δέν ραδιουργοῦσε ἐναντίον τοῦ Κράτους, καί ἀκριβῶς ἡ ἰδεαλιστική του στάση τόν ἰσχυροποιοῦσε γιά νά συνεχίσει τήν ἐκπαίδευση τῶν νέων. Οἱ μαθητές τόν ἀγαποῦσαν πολύ. Εἶχε πετύχει νά δημιουργήσει μιά πνευματική κοινωνία μαζί τους, παρόλο πού καί ὁ ἴδιος ἦταν ἀκόμη ἕνας νέος φοιτητής. Ὅμως μέσα του ἔπαλλε ἡ ἀνάγκη τῆς κάθαρσης, ἡ ἐξάπλωση τῆς ἀλήθειας, μιά ἀμέτρητη διάθεσι ἀγάπης καί τό ὄνειρο ἑνός ἰδεατοῦ κόσμου.
Τό 1941 ἄρχισε ὁ γερμανό-σοβιετικός πόλεμος, μέ τήν συμμετοχή τῶν Ρουμάνων. Δόθηκε ἕνας αὐστηρός νόμος πού καταδίκαζε ὁποιαδήποτε ἀνατρεπτική δραστηριότητα. Ὁ Βαλέριος συνελήφθηκε μαζί μ΄ ἕνα γκροὐπ νέων μαθητῶν ἀπό τό Ἰάσιο καί καταδικάστηκε γιά 25 χρόνια σέ καταναγκαστικά ἔργα. Εἶχε κατηγορηθῆ οὐσιαστικά γιά τήν ἠθική καί ἐθνική του παιδεία τήν ὁποία καί ὑποστήριζε. Συνεπῶς ὁ ἴδιος αἰσθανόταν ἐλεύθερος ἀπό κάθε ἐνοχή.
Τόν Ἰανουάριο 1942 ὡδηγήθηκε στά δεσμωτήρια τῆς πόλεως Αϊούντ, μέ ἁλυσίδες στά χέρια καί στά πόδια, γιά νά ἐκτίσει τήν ἀνελέητη καταδίκη του. Στήν φυλακή συνέχισε νά ἀσχολεῖται μέ τήν εκπαίδευση τῶν νέων, ἀλλά ἔθετε ταὐτόχρονα καί σοβαρά βαθειά θέματα συνείδησης. Στήν ἀρχή διάβαζε καί μελετοῦσε πολλά καί διάφορα, ἀλλά σύντομα ἔπαψε καί διάβαζε μόνο γιά τόν Χριστιανισμό, στόν ὁποῖο εἶδε τό ἀληθινό του φῶς, δηλαδή στήν πνευματική του πλευρά. Ἐδιάβιαζε τό Γεροντικό, τό βιβλίο «Ἡ σωτηρία τῶν ἁμαρτωλών», τό Συναξάρι, καθώς καί ἔργα τῶν μεγάλων διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως του ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Ἐπίσης, μελετοῦσε τόν Πασκάλ, τόν Μπουλγκάγκωβ, τόν Μπερδιάγεφ, καθώς καί ὅλα τά μαθήματα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς. Τό διάβασμά του ἑστιάζετο κυρίως στήν ἁγία Γραφή. Ταὐτόχρονα, προσευχόταν φλογερά στήν μοναξιά τοῦ κρατητηρίου του.
Ἡ φωτεινή του διάννοια καί ἡ καθαρή του ψυχή ἀνακάλυψαν γρήγορα τά βάθη τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος. Ἐάν μέχρι τότε ἦταν ἕνας πιστός τώρα γινόταν ἕνα σκεῦος ἐκλογῆς. Εἶχε ἀναπτερωθεῖ ἀπό τόν παραδοσιακό Χριστιανισμό καί τώρα βυθιζόταν σέ πιό πηγαία πνευματικότητα. Ψάχνοντας ἀδιάκοπτα, μιά ἡμέρα ἔπεσε μέ τό πρόσωπο στό ἔδαφος καί ἄρχισε νά κλαίει λέγοντας: Εἶμαι ὁ πιό ἁμαρτωλός ἄνθρωπος! Αὐτή εἶναι ἡ ζωτική στιγμή τῆς πνευματικῆς του ζωῆς. Ἀπό ἐδῶ καί πέρα θά ζεῖ γιά νά καθαρίζεται ἐσωτερικά καί νά τελειοποιεῖται μέσω τῆς ἕνωσης μέ τόν Χριστό. Μερικοί τόν θαύμαζαν, ἄλλοι τόν κατηγοροῦσαν καί πολύ λίγοι τόν κατάλαβαν. Ὁ Βαλέριος σοκάριζε τούς ἄλλους, λόγῳ τῆς συνειδησιακῆς του ἀθλιότητος, τήν ὁποία ὡμολογοῦσε προσωπικά καί δημόσια μέ ταπεινοφροσύνη σέ μιά περίοδο πού ἐμεῖς, μολονότι εἴμασταν χριστιανοί, δέν εἴχαμε ἀκόμη μιά ἀληθινή πνευματική ζωή. Ἡ ὑπερηφάνεια κρυβόταν μέσα μας ὑπό τόν μυστικό μανδύα τῆς τιμῆς καί ἦταν μιά δύσκολη μάχη μέχρις ὅτου ἡ δῆθεν ἀξιοπρέπεια καί ἡ τιμή νά μεταποιηθοῦν πνευματικά.
Ἡ ἀποκατάσταση
Μιά δύσκολἡ στιγμή ἦταν ὅταν οἱ Ἀρχές μᾶς πρότειναν νά πᾶμε σάν στρατιῶτες στό Μέτωπο τῆς Ἀνατολῆς, γιά νά ἀποκατασταθοῦμε στά μάτια τοῦ Ρουμανικοῦ λαοῦ. Μᾶς ἐζήτησαν γι᾿ αὐτό τόν σκοπό καί μιά δήλωση «ἀποχωρισμοῦ μας ἀπό τό πολιτικό παρελθόν μας».
Ὁ Βαλέριος καί μερικοί ἄλλοι εἶπαν ὅτι δέν ἔχουν κάνει τίποτε γιά ν᾿ ἀποκατασταθοῦν πέρα ἀπό τίς κρίσεις τῆς προσωπικῆς τους συνείδησης. Ἐπιθυμούσαμε νά πολεμήσουμε τόν κομμουνισμό, ποθούσαμε νά ἐνώσουμε τήν Χώρα ὄχι σάν κρατούμενοι, οὔτε σάν ἔνοχοι. Δέν εἴχαμε στίς ψυχές μας τίποτε γιά νά ἀποκατασταθοῦμε καί ἑπομένως ἀρνηθήκαμε νά πᾶμε στό Μέτωπο. Συνεπῶς δέν δεχθήκαμε μέ καμμία δικαιοσύνη νά μπῆ τέτοια σκέψις στήν συνείδησί μας.
Ἐκεῖνο τόν καιρό στό Αϊούντ ἦταν καί μερικοί κομμουνιστές κρατούμενοι, ἀπομονωμένοι ἀπό ἐμᾶς. Ἐχαίροντο διότι εἶχαν μεγαλύτερη ἀπό ἐμᾶς ἐλευθερία γεγονός πού σημαίνει ὅτι μέ ρωσικές καί ἑβραϊκές χρηματοδοτήσεις μποροῦσαν νά ἐξαγοράζουν ὡρισμένους ἀνθρώπους – σημειώνουμε ἐδῶ μόνο τό ὄνομα τοῦ δικαστικοῦ συνταγματάρχη Πετρέσκου, πού ἦταν ὁ πρῶτος διευθυντής τῶν δεσμωτηρίων τῆς Ρουμανίας, καί ὑπάκουε στούς κομμουνιστές.
Αὐτοί εἶχαν προνομιακό κανονισμό, ἐργάζονταν καί πληρώνονταν γιά τήν δουλειά τους, δέχονταν τήν κόκκινη (ρωσική) βοήθεια, μελετοῦσαν τόν Στάλιν, τόν Λένιν καί τόν Μάρξ, εἶχαν πολιτικές ἐπαφές στήν Ρουμανία καί στό Ἐξωτερικό, παρόλο πού, σάν κόμμα, ἦταν ἀνύπαρκτο, ἔχοντας λιγῶτερα ἀπό 1.000 μέλη σέ ὅλη τήν Χώρα τῆς Ρουμανίας.
Αὐτοί οἱ κομμουνιστές χάρηκαν ὅταν ὁ Βαλέριος ἀρνήθηκε νά πολεμήσει ἐναντίον τῶν σοβιετικῶν. Ἀλλά αὐτός τούς εἶπε:
-Ἀρνήθηκα νά πάω στό μέτωπο, ἀλλά ὄχι ὅπως ἐσεῖς, διότι ἐγώ εἶμαι χριστιανός, ἐνῶ ἐσεῖς εἶστε ἄθεοι. Ἐγώ θέλω τήν Μπεσαραμπία μαζί μέ τήν Ρουμανία, ἐνῶ ἐσεῖς θέλετε τήν Ρουμανία μαζί μέ τήν Ρωσία. Ἐγώ ἐπιθυμῶ νά ἰδῶ τόν κόσμο ἐνωμένο στήν χριστιανική πίστη, ἐνῶ ἐσεῖς θέλετε νά ὑποδουλώσετε ὅλο τόν κόσμο κάτω ἀπό τήν δύναμη τοῦ κόκκινου ἀστέρα. Θεωρῶ καθῆκον μου νά σᾶς πῶ ὅτι χωρίς Θεό ἐσεῖς θά φέρετε μόνο καταστροφή στόν κόσμο. Καί πολύ σᾶς παρακαλῶ νά σκεφτεῖτε τήν πλάνη πού βρίσκεστε καί νά επιζητεῖτε τήν ἀλήθεια καί ἡ ἀλήθεια θά σᾶς ὁδηγήσει στόν Χριστό. Μόνο ἔτσι θά μποροῦσε νά ὑπάρχει ἕνας τρόπος ἐπικοινωνίας μεταξύ μας.
Πολλοί θύμωσαν. Μέ μιά ψυχή γεμάτη ἀπό χαιρεκακία τόν προδίκαζαν μέ τόν λογισμό τους ὅτι θά εἶχε ὀργανώσει κάποια ἀνταρσία καί ὅτι ἔχει ὅπλα κρυμμένα. Ὁπότε, ἔγιναν ἐξονυχιστικές ἔρευνες, ἀπειλές, τιμωρίες, ἀλλά τελικά ἀποδείχθηκε ὅτι ὅλα ἦταν μιά σκηνοθεσία.
Ὁ στρατιωτικός δικαστής μᾶς κατηγόρησε ὅτι, ἀρνούμενοι τήν ἀποκατάστασή μας, συμμαχοῦμε μέ τούς κομμουνιστές. Εἰπώθηκαν ταῦτα:
«Οἱ κομμουνιστές αὐτοῦ τοῦ δεσμωτηρίου προστατεύονται ἀπό σᾶς. Ἐμεῖς περιφρουροῦμε μόνο τίς ψυχές μας ἀπό κάθε δολιότητα, διότι κάθε ἔθνος δέν ὑφίσταται ἄν δέν φυλάσσει μιά ἠθική κληρονομιά.
Τό ὅτι δέν εἴχαμε καμμιά σχέση μέ τους κομμουνιστές κρατουμένους θά τό ἀποδείξει ἡ κατοπινή τους στάση ἀπέναντί μας, ἐπειδή μετά πού ἀνέλαβαν τήν ἐξουσία, μᾶς κράτησαν μέσα στίς φυλακές μέ τίς πρώτες μας καταδικαστικές τους ἀποφάσεις. Πολλοί ἀπό ἐμᾶς ἐκτίσαμε ποινές καί μέχρι 25 χρόνια φυλακίσεως. Αὐτό ἔγινε παρόλο πού ἐμεῖς δέν ξεκινήσαμε νά κατακτήσουμέ τόν κόσμο, ἀλλά τίς δικές μας ψυχές, βοηθώντας τες νά ζοῦν ἐν Χριστῶ. Κανένας δέν μᾶς στήριξε. Ἡ ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας δέν μᾶς βοήθησε. Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι δέν ἐξεπλήρωσε τήν ἀποστολική της διακονία, ἀλλά ἀκολούθησε τήν ἀνάξια πολιτική τοῦ συμβιβασμοῦ καί τῆς λιποταξίας. Ὅλοι μᾶς ἐμίσησαν, ὄχι ἐμᾶς, ἀλλά τόν Χριστό πού τόν ὡμολογούσαμε.
Ὁ Βαλέριος εἶχε καταλήξει στό συμπέρασμα ὅτι ἡ εκδίκηση ἀνήκει μόνο στόν Θεό. Σέ κανέναν δέν ἐπιτρέπεται νά ἐκδικάζει μόνος του. Ὁ χριστιανός συγχωρεῖ, δείχνει τήν ἀγάπη του, διότι αὐτή ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ μοναδική ἀρετή πού φέρνει τήν εἰρήνη, ἡ μόνη στάση πού νικᾶ, ἀλλά δέν νικιέται. Κατ᾿ αὐτῆς τῆς γνώμης εἶχαν ξεσηκωθεῖ ἰσχυρές φωνές καί ὁ Βαλέριος, προσπαθοῦσε νά δικαιολογηθεῖ καί ἀγωνιζόταν πλέον ὁλομόναχος. Ἐν τούτοις, ἔμεινε ἀκλόνητος στήν πίστη του καί ἐν καιρῶ πολλοί προσκολλήθηκαν κοντά του.
Ὁ ἡσυχαστής
Ὁ Βαλέριος προσευχόταν πολύ. Συχνά ἔπεφτε μέ τό πρόσωπο στήν γῆ καί ἔκλαιγε, ζητώντας τό ἔλεος, τήν βοήθεια καί τόν οὐράνιο φωτισμό. Σιγά-σιγά ἐγκατέλειψε τήν μελέτη γιά τήν προσευχή. Τήν νύχτα διάβαζε τόν Παρακλητικό Κανόνα τῆς Θεοτόκου καί τήν ήμερα χαιρετισμούς. Ἐπήγαινε τακτικά στίς Ἀκολουθίες (τότε ἀκόμη ἐπιτρεπόταν νά γίνονται Ἀκολουθίες στά παρεκκλήσια τῶν δεσμωτηρίων), ἐξωμολογεῖτο ταπεινά καί μετελάμβανε μέ χαρά. Σεβόταν τούς ἱερεῖς, ἀλλά δέν εὕρισκε ἕναν κατάλληλο Πνευματικό γιά τίς ἀνάλογες ἀνάγκες τῆς ψυχῆς του. Τοῦ ἄρεσε νά ψάλλει προσευχές καί ψαλμούς. Ἔκανε πολλές μετάνοιες, ὅσες τοῦ ἐπέτρεπε ἡ σωματική του κατάσταση. Ἡ ἡσυχία ἦταν τέλεια, ἡ ἀπομόνωση σχεδόν πλήρης. Δηλαδή εἶχε κατάλληλες συνθῆκες γιά τήν πνευματική του ἀνύψωση.
Κάθε ἡμέρα ἐφρόντιζε γιά τήν ψυχή του, γινόταν ἄλλος, καινούργιος ἄνθρωπος. Συνήθιζε νά ζῆ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, σύμφωνα μέ τήν χριστιανική διδασκαλία. Ἡ πνευματική του πρόοδος ἦταν ἀρμονική καί προσπαθοῦσε νά φθάση στόν νέον κατά Θεόν κτισθέντα ἄνθρωπο. Διά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ ὁ Βαλέριος διεπέρασε μέσα ἀπό τήν πορεία τῆς πιό γνησίας ὀρθοδόξου πνευματικότητος.
Τό 1943 ὁ Βαλέριος ἀπομονώθηκε, μαζί μέ ἄλλους, στήν Ζάρκα, μέ αὐστηρό κανονισμό, χωρίς βιβλία, χωρίς ἐπαφή μέ τήν οἰκογένεια καί μέ λιγοστή μερίδα φαγητοῦ, πού τοῦ προκάλεσε δυστροφία. (Ἡ Ζάρκα ἦταν ἕνα τμήμα μέ ἰδιαίτερο κανονισμό τοῦ δεσμωτηρίου Ἀϊούντ: Ἀπό τίς πέντε τό πρωί μέχρι τίς δέκα τό βράδυ ἤσουν ἀναγκασμένος νά στέκεσαι ἤ νά κάθεσαι στήν ἄκρη τοῦ κρεβατιοῦ, ἔστω κι ἄν ἤσουν ἄρρωστος. Ὁποιάδήποτε ἰατρική περίθαλψη ἀποκλειόταν. Ἡ σούπα ἦταν σχεδόν μόνο βραστό νερό. Ἀπαγορευόταν νά ὑπάρχει μέσα κάποιος σπόρος φασολιοῦ, φακῆς ἤ κανένα κομμάτι πατάτας. Στό παράθυρο, τό παντζούρι ἦταν κλεισμένο. Ὑπῆρχε καί ἀρίθμησις στά ξύλα: Μόνο τρία προσανάμματα. Ὦ, Θεέ μου, Θεέ μου ὅταν θυμᾶμαι τό κρῦο τοῦ χειμώνα! Τό πρωΐ τά νερά γύρω ἀπό τήν δῆθεν τουαλέτα εἶχαν γίνει πάγος).
Ἐδῶ προσηλώθηκε ὁλοκληρωτικά στήν προσευχή Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με, τόν ἁμαρτωλό! Τά πρῶτα χρόνια φυλακῆς ἦταν χρόνια ἀναζήτησης, τά ἑπόμενα ἦταν χρόνια τῶν δακρύων καί τῆς μετανοίας, καί τώρα ἦταν χρόνια ἐπικοινωνίας μέ τόν Θεό, χρόνια βιωμάτων καί ἑνώσεως μαζί Του διά τῆς προσευχῆς. Ὁ καθοδηγητής πού εἶχε στήν διάθεσή του ἦταν ἐκεῖνο τό βιβλιαράκι, γραμμένο ἀπό ἕναν ἄγνωστο, «Περιπέτειες ἑνός Προσκυνητοῦ».
Οἱ ἀσωτίες καί φρικαλεότητες τοῦ στρατιωτικοῦ δικαστῆ
Σ᾿ ὅλο αὐτό τό διάστημα ἡ καταστροφή μας στήν φυλακή συνεχιζόταν. Ὁ στρατιωτικός δικαστής καί τά ἀφεντικά του ἀπό τήν κυβέρνηση ἔκαναν τό πᾶν γιά νά μᾶς σκοτώσουν ψυχικά καί σωματικά. Στόν βασανιστή δέν τοῦ ἔφτανε νά μᾶς τυραννεῖ, ἀλλά ἔκανε κατάσχεσι καί τῶν πραγμάτων τῆς οἰκογενείας μας.
Ἀναρίθμητες γυναῖκες πού ἔρχονταν στό ἐπισκεπτήριο ἔγιναν θύματα τῶν ἀκολάστων παθῶν τοῦ στρατιωτικοῦ δικαστή. Πολλές τόν ἐμπόδιζαν, ἀλλά ἐκεῖνος τούς ἀπαντοῦσε: Σιώπα! Σιώπα γιατί θά σκοτώσω τόν ἄνδρα σου καί τόν ἀδελφό σου! Σιώπα γιατί θά σέ κλείσω κι ἐσένα μέσα! Ἔχω ἀπεριόριστη ἐξουσία. Τελικά, γιατί κάνεις τήν μυροφφόρα; Σοῦ προσφέρω ἕνα ὡραῖο γλέντι. Ἄν θέλεις, θά σοῦ κάνω τό χατήρι νά συναντηθεῖς διακριτικά καί μέ τόν ἄντρα σου! Οἱ καημένες οἱ γυναῖκες ἔρχονταν κλαίγοντας στά κάγκελα.
Ὁ στρατιωτικός δικαστής, μαζί μέ τόν συνταγματάρχη καί μέ ἄλλους ἀνήθικους ἔκαναν καί δημόσια ὄργια στήν πόλη μ΄ αὐτά τά δυστυχισμένα θύματα καί αὐτό τό γεγονός ἀκούστηκε παντοῦ. Ἡ κοινή γνώμη ἦταν ἀγανακτισμένη, ἀλλά φιμωμένη. Οἱ κυβερνῆτες, ἀντιλαμβανόμενοι ὅλα αὐτά, προσπάθησαν νά «κουκουλώσουν» τίς ἀκολασίες τους. Τότε μερικοί κρατούμενοι προκάλεσάν ἕνα ὁμαδικό σκάνδαλο στό δεσμωτήριο, μέ σκοπό νά στείλουν στόν στρατάρχη Ἀντωνέσκου ἕνα ὑπόμνημα, περιμένοντας ἀπ᾿ αὐτόν ἀπονομή δικαιοσύνης. Λοιπόν ἡ ὑπόθεσι διεξαγόταν εἰρηνικά, ἀλλά ὁ στρατιωτικός (ταγματάρχης) δικαστής ἔκαμε ἀναφορά καί εἶπε ὅτι ἦταν ἐπανάσταση καί προσπάθεια κοινῆς δραπέτευσης τῶν κρατουμένων, μέ σκοπό τήν ἀνατροπή τῆς κυβέρνησης. Ἔτσι στήν συνέχεια τό Ὑπουργεῖο Δικαιοσύνης τοῦ ἔδωσε ἀπεριόριστη ἐξουσία.
Ἀκολούθησε ἕνας ἐφιάλτης. Οἱ χτυπημένοι μέχρι θανάτου ἄνθρωποι, ἀπομονωμένοι, ἐμπαιχθέντες καί ἐξευτελισμένοι, βιάστηκαν νά ζητήσουν συγγνώμη, ὁμολογῶντας ὅτι κακολόγησαν τόν στρατιωτικό δικαστή καί ὅτι ὠργανώθηκαν νά δραπετεύσουν καί νά ἐνεργήσουν ἐναντίον τῆς κυβέρνησης. Κανένας ἀπό τήν Χώρα μας δέν προσπάθησε νά μάθει τήν ἀλήθεια καί νά ἀποκαταστήσει τήν δικαιοσύνη.
Σ᾿ ὅλα τά δεσμωτήρια ὑπῆρχε τρομάρα, ἀλλά στό Ἀϊούντ ὁ στρατιωτικός δικαστής Ἀουρέλ εἶχε ξεπεράσει τά ὅρια. Εἶχε καταστρέψει διά βασάνων ἀνθρώπους μέ ἀδαμάντινο ἦθος καί εἶχε πιστέψει ὅτι ἦταν ἕνας μεγάλος παιδαγωγός.
Γιά δύο χρόνια εἴμασταν τελείως ἀπομονωμένοι ἀπό τόν κόσμο, πεινασμένοι, βασανισμένοι καί ἐμπαιγμένοι ἀπό τόν στρατιωτικό δικαστή. Γιά ἐμᾶς ὁ κόσμος θά ὑπῆρχε πάλι μόνο χάρις σ᾿ αὐτόν. Ὅσο περισσότερο τόν φοβόμασταν, τόσο τόν μισούσαμε, ἀλλά παραμέναμε τά θύματα του. Στίς 23 Αὐγούστου 1944, τά μεσάνυχτα ἦλθε λυσσαλέος καί ἀγριώτατος. Μᾶς ἔβγαλε στό διάδρομο καί μᾶς εἶπε:
-Ὁ βασιλιᾶς τῆς Χώρας ἐκήρυξε ἀνακωχή. Ὁ στρατάρχης Ἀντωνέσκου προφυλακίσθηκε. Ὁ Μεγαλειότατος διώρισε μιά καινούργια κυβέρνηση. Ζοῦμε δύσκολους καιρούς. Ἡ ζωή σας εἶναι στά χέρια μου. Ὁ ρουμανικός στρατός πολεμᾶ μαζί μέ τους Συμμάχους ἐναντίον τῶν Γερμανῶν.
Ὁ στρατιωτικός δικαστής ἦταν σαστισμένος, ἔντρομος καί τσακισμένος. Ἐμεῖς κλειστήκαμε στά κρατητήρια καί περιμέναμε τόν θάνατο. Τήν ἑπόμενη ἡμέρα ὅμως εἶδαμε ἀπό τό παράθυρο ὅτι ελευθερώνονταν οἱ κομμουνιστές κρατούμενοι, λόγῳ τοῦ διατάγματος ἀμνηστίας πού ἔβγαλε ἡ καινούργια κυβέρνηση. Παρόλο πού τό διάταγμα μᾶς ἀνέφερε κι ἐμᾶς, δέν ἀποφυλακιστήκαμε. Ἐπειδή ἐφοβοῦντο μήπως μᾶς ἐλευθερώσει ὁ γερμανικός στρατός πού ἀπωθεῖτο πρός τό Ἀϊούντ, μετακινηθήκαμε γιά ἕνα μήνα στό δεσμωτήριο τῆς πόλεως Ἄλμπα-Ἰούλια. Ἐκεῖ μᾶς ἔβγαλαν στά χωράφια γιά δουλειά καί σέ ἐργαστήρια. Θά μπορούσαμε πολύ εὔκολα νά φύγουμε, ἀλλά ἡ συνείδηση ὅτι ἔχουμε μιά ἀποστολή ἐδῶ, μᾶς ἀνάγκασε νά σεβαστοῦμε τούς παράνομους νόμους.
Σύντομα ἦλθε καί ὁ Κόκκινος (ρωσικός) Στρατός, σάν μιά βαρβαρική, τρελλή, μέθυση καί ἀτέλειωτη ὀρδή. Ἡ Χώρα κυριεύτηκε ἀπό τούς μπολσεβίκους καί μπῆκε στό μαρξιστικό-λενιστικό ζώδιο. Ἡ κοινωνία μας μπῆκε κάτω ἀπό τίς πτέρυγες τοῦ κομμουνισμοῦ. Οἱ Ἑβραῖοι, οἱ Τσιγγάνοι καί οἱ Οὔγγροι βοήθησαν τούς κομμουνιστές. Ἡ χριστιανική Ρουμανία ἦταν σέ πένθος.
Ἐκεῖνες τίς ἡμέρες τῆς ἀρχῆς τοῦ κομμουνισμοῦ, ὅταν περιμέναμε ἐναγώνια νά θανατωθοῦμε ἤ νά ἐκτοπιστοῦμε στήν Σιβηρία, ὁ στρατιωτικός δικαστής, ὁ ὁποῖος ἐν τῶ μεταξύ εἶχε ἐξαφανιστεῖ, ἐμφανίσθηκε καί πάλι ντυμένος πολιτικά καί, σκηνοθετώντας τήν τελευταία του ἀπάτη. Μᾶς εἶπε:
-Παιδιά, ἐγώ εἶμαι ἕνας μεγάλος ἐθνικόφρονας, σάν ἐσᾶς. Ἤθελαν νά μέ σκοτώσουν, ἀλλά μεταμφιέστηκα. Πρόλαβα νά πάρω τηλέφωνο στήν Γερμανία καί οἱ διευθυντές μέ ἔστειλαν σέ σᾶς μέ μιά ἁγία ἀποστολή, γιά νά σᾶς σώσω. Ἔχω προγραμματίσει ἕνα πλάνο ὁμαδικῆς δραπέτευσης. Ἐγώ θά διοργανώσω τά πάντα ἀπ᾿ ἔξω, ἀλλά ἐσεῖς νά εἶστε ἕτοιμοι. Μπροστά στό κοινό μας ἐχθρό ἦλθε ἡ ὥρα νά ἤμαστε ἀδέλφια!
- Φῦγε ἀπ᾿ ἐδῶ, σατανᾶ! Τοῦ ἀπαντήσαμε. Δέν χόρτασες ἀπό αἷμα ἀκόμη; Λες μόνο ψέματα! Ἐξαφανίσου!
Μέ τήν οὐρά στά πόδια του ἔφυγε ντροπιασμένος ὁ πιό αἰσχρός ἄνθρωπος όού γνώρισα ποτέ στήν ζωή μου. Τόν ακολούθησαν στήν αρχηγία τοῦ δεσμωτηρίου δύο πιό ἤπιοι διευθυντές καί ἀπό τό 1945 διωρίστηκε σάν διοικητής μας ὁ Γουτάν, ἕνας κομμουνιστής.
Σύντομα οἱ κομμουνιστές κατεδίκασαν τούς προηγουμένους ἄρχοντες. Οἱ ἄνθρωποι πού μᾶς ἔβαλαν στήν φυλακή τόσο εὔκολα, τώρα βρέθηκαν μαζί μας στό κρατητήριο. Τούς δεχθήκαμε μέ ἀγάπη, μέ ἀνοιχτή καρδιά, μέ ὅλη τήν προστασία πού μπορούσαμε νά τούς προσφέρουμε. Ἔμειναν ἄλαλοι, ἐκστατικοί καί κατάλαβαν τό παλαιό λάθος τους. Ὅταν, ὅμως γινόταν κουβέντα γιά τό μέλλον, αὐτοί ἦταν αἰσιόδοξοι, διότι περίμεναν τήν παρέμβαση τῆς Δύσης καί δαγκώνονταν ἀπό τήν απαισιοδοξία μας.
Ὁ Βαλέριος εἶχε πολλές συζητήσεις μ΄ αὐτούς, ἀλλά κατάλαβε ὅτι, παρόλο πού ἦταν χριστιανοί αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, δέν εἶχαν ποτέ ἀσχοληθῆ ἀληθινά μέ τήν θρησκευτική ζωή καί δέν εἶχαν σκεφτεῖ ποτέ κάτι γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς τους. Ἦταν ἄνθρωποι τοῦ πολιτισμοῦ, πού εἶχαν μεγάλες εὐθύνες, ἀλλά ὅταν προσπάθησαν γιά πρώτη φορά νά μελετήσουν τήν προσευχή «Πάτερ ἡμῶν...», κατέληξαν μόνο σέ κάποιες γελοίες ἐξηγήσεις.
Ἡ φυλάκισις ἦταν καί γι΄ αὐτούς γιά μεγάλο χρονικό διάστημα, ὁπότε ἡ διαδικασία ἐπανευαγγελισμοῦ τους γινόταν καί σ΄ αὐτούς τούς ἡλικιωμένους «χριστιανούς». Μετά ἀπό τρία χρόνια, ἕνας ἀρχιστράτηγος ἔψαχνε τόν Βαλέριο νά τόν εὐχαριστήσει διότι τοῦ εἶχε δώσει μιά Καινή Διαθήκη: «ἔχω χάσει τά πάντα σ΄ αὐτά τά χρόνια, ἔλεγε αὐτός, ἀλλά ὁ Θεός μέ ἀξίωσε νά μήν χάσω τήν ἁγία Γραφή. Παιδί μου, θά σ᾿ εὐχαριστῶ κι ἐδῶ καί στήν ἄλλη ζωή!
Ἡ μικρή «ἀδελφότης» ἀπό τό Ἀϊούντ
ἤ ἡ μικρή Φιλοκαλία τῆς φυλακῆς
Στό διάστημα αὐτό ὁ Βαλέριος συνάπτει μιά στενή πνευματική σχέσι μέ τρεῖς ἀνθρώπους: μέ τόν Βιργίλιο Μαξίμου, τόν Μαρῖνο Ναϊδίμου καί τόν Ἰωάννη Ἰανωλίδε. Μένουν μαζί γιά ἕνα διάστημα στό ἴδιο κρατητήριο, ἐξομολογοῦνται μεταξύ τους. Ἀφήνουν ἀνοιχτές τίς ψυχές τους ὁ ἕνας στόν ἄλλο. Προσεύχονται καί ποθοῦν μαζί. Ὅλα εἶναι μαζί τους κοινά.
Ἐπίσης, ἔχουν καταλάβει ὅτι ὁσονδήποτε μεγάλη εἶναι ἡ ἐπιθυμία τῆς στενῆς έπικοινωνίας καί ἀγάπης ἐν Χριστῶ, ὡστόσο κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἀνεπανάληπτος. Ἔχει τήν δική του ζωή, τήν πορεία του, τά χαρακτηριστικά του. Δέν μπορεῖ νά παρομοιασθεῖ μέ κάποιον ἄλλο, παρά μόνο ὅταν ζῆ σέ κοινωνία μέ ἄλλους, καί τοῦτο σύμφωνα μέ ὡρισμένες αὐστηρές προϋποθέσεις, οἱ ὁποῖες πηγάζουν ἀπό τήν ἀτομικότητα ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου.
Μετά ἀπό ἕνα διάστημα ἄρχισαν οἱ πειρασμοί, ἰδιαίτερες ἐντάσεις ἐκ τοῦ μηδενός ἀκόμη κι ἀπό ἕναν πονηρό λογισμό. Καί τότε καταλάβαμε ὅτι δέν εἶναι ἁμαρτία κάθε κακός λογισμός, ἀλλά μόνο ἐκεῖνος πού γίνεται ἀποδεκτός ἀπό τήν συνείδηση καί γίνεται πάθος. Μπορεῖ ἕνας κακός λογισμός νά παραμένει σάν νοερός πειρασμός ἀρκετό χρόνο, ἀλλά δέν πρέπει ποτέ νά γίνεται ἀποδεκτός. Τέτοιος λογισμός δέν εἶναι ἁμαρτία καί δέν χρειάζεται ἐξομολόγησι, ἐκτός ἐάν πρέπει νά ἐλαφρώσει ὁ ἀόρατος πόλεμος μέ τούς δαίμονες.
Ὅπως τό σῶμα δένεται μέ πολλά πλοκάμια αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἔτσι καί ὁ νοῦς εἶναι σέ ἐπαφή μέ τά ἀόρατα πνεύματα, πού ἔρχονται σάν δίχτυ, χωρίς νά τό ζητήσουμε ἐμεῖς. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά τά δέχεται ἤ νά τά απωθεῖ, ἀλλά αὐτός ὁ πόλεμος δέν εἶναι εὔκολος, οὔτε σύντομος. Αὐτός βάλλει καταδιώκει τήν ψυχή σέ μιά πολύπλοκη καί διαρκή μάχη.
Ἡ μάχη δίνεται κυρίως στήν πρώτη ἐπίθεση τῶν πονηρῶν πνευμάτων δηλαδή ὁ κακός λογισμός πρέπει ν΄ ἀποκρουστεῖ ἀπό τήν ἀρχή. Ἄν ὁ λογισμός ἔγινε ἀποδεκτός, τουλάχιστον νά μήν γίνει ἐπιθυμία. Ἄν ἔγινε ἐπιθυμία, νά προσπαθοῦμε νά μήν γίνει ἀπόφαση ἤ σχέδιο, διότι ἀπό τό σχέδιο μέχρι τήν πράξη εἶναι μόνο ἕνα βῆμα.
Ἡ πλεονεξία ἦταν γιά ἐμᾶς ἕνας ἀπό τούς πειρασμούς, ἀλλά ὄχι ἀδύνατον νά νικηθεῖ. Ἐναντίον της λειτούργησε καλά ἡ μεταξύ μας ἐξομολόγηση. Ἡ ραθυμία καί ἡ προχειρότητα εἶχαν φέρει κάποτε τήν σύγχυση, ἀλλά ὅταν τραβήχτηκε τό σήμα κινδύνου, αὐτές ἐξαφανίστηκαν ἀμέσως.
Μερικοί θά μποροῦσαν νά σκεφτοῦν ὅτι εἴχαμε καί ὡρισμένους σαρκικούς πειρασμούς, ἀλλά αὐτοί δέν ὑπῆρχαν μεταξύ μας, ἀλλά ἦταν ὁ ἀγώνας τοῦ καθενός ἐν μέρει, ἀγώνας στόν ὁποῖον μᾶς βοήθησε πάρα πολύ ἡ ἀλληλοβοήθεια. Ἐμάθαμε ὅτι ἄν δέν ἀφήνεις τόν νοῦ νά ἐπιθυμεῖ σωματικές ἀπολαύσεις, τότε τό σῶμα ὑπακούει στό πνεῦμα. Καί ἕνα τιθασευμένο σῶμα βοηθάει πολύ στήν πνευματική πρόοδο. Συνήθως φαίνεται μόνο ἡ ἐπιρροή τοῦ σώματος στό πνεῦμα, ἀλλά γιά τούς πνευματικούς ἀνθρώπους εἶναι εὐνόητη ἡ δύναμη τῆς ψυχῆς μπροστά στό σῶμα. Παραδείγματος χάρη, ἄν πεινᾶς, ἀλλά ἔχεις πεποίθηση ὅτι πρέπει νά νηστεύεις, μπροστά σέ νόστιμα γεύματα τά γαστρικά ὑγρά δέν θά ἐκκρίνουν. Ἀντίθετα, ἐάν ἕνας πλανεμένος νοῦς σκεφτεῖ ὅτι δέν ἀπαγορεύεται νά ἐπιθυμήσεις τήν μητέρα σου, θά τήν ἐπιθυμήσεις παρότι αὐτό γενικά δέν γίνεται λόγῳ τοῦ ἀκράδαντου σεβασμοῦ τοῦ παιδιοῦ πρός τήν μητέρα του.
Ἡ μικρή μας κοινότητα ἦταν ἕνα σχολεῖο πνευματικῆς μας τελειοποίησης. Ἐμάθαμε ὅτι κάθε πάθος μπορεῖ ν΄ἀντικατασταθεῖ μέ μιά ἀρετή, διά τῆς ὁποίας ὁ Θεός εἶναι ἐνεργός μέσα στόν ἄνθρωπο. Προσπαθήσαμε νά ὑπακοῦμε στούς ἄλλους, νά πειθαρχοῦμε ὁ ἕνας στόν ἄλλο σάν νά πειθαρχοῦμε στόν Θεό. Τόν καθένα ἀπό ἐμᾶς μᾶς πείραζε ὁ σατανᾶς, ἀλλά μέσα στόν καθένα ἐνεργοῦσε τό Ἅγιο Πνεῦμα καί νικοῦσε.
Καί σκεφτόμασταν: Ἀφοῦ ἐκεῖνοι πού πασχίζουν γιά τήν ἀγρυπνία ἔχουν τόσους πειρασμούς, τότε οἱ ἄλλοι, πού δέν σκέφτονται καθόλου γιά τήν σωτηρία τους, ζοῦνε, χωρίς καμμιά ἀμφιβολία, στό πιό ἀπαίσιο σατανισμό. Τήν ἀληθινή ἐλευθερία τήν δίνει τό βίωμα τῆς ἀρετῆς, ἐνῶ στό κακό ὑπάρχει μόνο σκλαβιά.
Ἡ στενή ἐπικοινωνία μας ἦταν μία ἔμπρακτη ἀντιδιαστολή ἀνάμεσά μας, ἀλλά καί μία ἄλλη ἀντιδιαστολή μεταξύ Θεοῦ καί ἡμῶν, ἀπό τήν ἄλλη. Ἐτρέξαμε ὅλοι πρός τό ἴδιο Ἀρχέτυπο- τόν Χριστό καί ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς εἶχε σμιλεύσει τήν δική του προσωπικότητα, ὥστε πραγματοποιήσαμέ τήν ἐνότητά μας πνευματικά μέσα στήν ἀνομοιομορφία.
Τίς περισσότερες φορές ὁ Βαλέριος ἦταν ἐκεῖνος πού δέν ἀστόχησε. Αὐτός ἔβγαινε πρῶτος πρός τό φῶς καί ἔκαιγε σάν μία λαμπάδα ἀνάμεσά μας. Καί αὐτό συνέβαινε χωρίς νά εἶναι κάτι καθορισμένο ἀπό πρίν, δηλαδή δέν ὑπήρξε καμμιά ἱεραρχία μεταξύ μας.
Ὁ Βαλέριος ἦταν ὁ ἄνθρωπος στόν ὁποῖο εἶδα τόν Χριστό. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ἡ ἐργασία μᾶς ἔβγαλε καλούς καρπούς. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ νομίζω ὅτι μᾶς προφύλαξε ἀδιάκοπα ὁ Θεός. Τέλος, ἐξ αἰτίας τοῦ Βαλερίου ἔχουμε ἕνα μήνυμα γιά τούς ἀνθρώπους: Ζεῖτε ἐν Χριστῶ!
Στήν Γκάλντα
Τό 1946 μᾶς μετέφεραν νά δουλέψουμε στήν Γκάλντα, σ᾿ ἕνα κτῆμα μέ ἀμπέλια, ἀκολουθώντας ἕνα κανονισμό στρατοπέδου, δηλαδή μέ κάποια ἐλευθερία. Ἡ δουλειά ἦταν ἐξαντλητική, τό φαγητό λιγοστό. Ἡ Χώρα μας προσπαθοῦσε νά εἰσαγάγει σοσιαλιστικό σύστημα. Ὁ Βαλέριος ἐργαζόταν καί προσευχόταν, ἔψαλλε καί δόξαζε τόν Θεό. Ἦταν ἐρωτευμένος μέ μιά κοπέλλα καί τώρα εἶχε τήν εὐκαιρία νά τῆς γράψει. Ἀλλά ἡ δεσποινίδα ἦταν ἤδη ἀρραβωνιασμένη μέ ἄλλον καί ἔπρεπε νά παντρευτεῖ. Ἡ θλίψη του ἦταν βαθειά, ἀλλά τραβήχτηκε γρήγορα ἀπ᾿ αὐτήν, ἀποφασισμένος νά γίνει μοναχός. Μέχρι τότε ἑτοιμαζόταν γιά τήν ζωή. Ἀπό τώρα, ἁγνός ὄντως, ἀρραβωνιάσθηκε μέ τόν Χριστό, για ν΄ἀφιερωθεῖ τέλεια στόν Θεό. Αὐτή ἡ γιγάντια χαρά του συγκάλυψε ὁλοκληρωτικά τόν πόνο τοῦ χωρισμοῦ. Κι ἐκείνη τήν δεσποινίδα θά τήν σέβεται πλέον, σ᾿ ὅλη τήν ζωή του, δείχνοντας κατανόησι στήν ἀπόφασί της. Νά πόσο μικρή εἶναι ἡ διάσταση μεταξύ ἑνός πιστοῦ λαϊκοῦ καί ἑνός μοναχοῦ.
Τόν βλέπω τόν Βαλέριο στήν Γάλντα, τό βράδυ στούς λόφους, ψέλνοντας, μαζεύοντας λουλούδια, ἐνώνοντας τό γαλανό τῶν ματιῶν του μέ τό γαλάζιο χρῶμα τοῦ οὐρανοῦ. Τόν βλέπω ἡμέρα καί νύχτα γονατισμένο στό ναό, προσευχόμενον ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, μέ τά χέρια του σταυρωμένα σάν τά μικρά παιδιά, μέ τά μάτια του λαμπυρίζοντα ἀπό χαρά. Τόν βλέπω, ἐπίσης, βυθισμένον στόν ἑαυτό του, ἑτοιμαζόμενον γιά ἐξομολόγηση. Τόν βλέπω γεμᾶτον χαρά μετά τήν Θεία Λειτουργία πού εἶχε μεταλάβει. Ἦταν πλημμυρισμένος ἀπό ἅγιο πόθο. Εἶχε μέσα του κάτι ἀγγελικό, ὑπέρ τήν φύσιν καί ἦταν ὁ πιό ὄμορφος ἄνδρας πού γνώρισα στήν ζωή μου.
Γιά μερικούς, ὅμως, ἦταν εὐκαιρία σύγκρουσης. Μιά νύχτα κοιμόταν ἔξω κι ἕνας ληστής δραπέτης ἀπό τό Ἀϊούντ ἦλθε νά τόν ληστέψει, ἄν καί εἶχε μόνο παλαιά ροῦχα καί ράκη. Ὁ Βαλέριος ξύπνησε. Τόν ρώτησε τί θέλει, τόν ἐπῆρε ἀπό τό χέρι σάν νά ἦταν ἕνα παιδάκι καί τόν ἐπῆγε στόν προϊστάμενο. Ὁ ληστής εἶχε στό ἄλλο χέρι ἕνα αἰχμηρό μαχαίρι.
- Τί θέλεις νά κάνεις μέ τό μαχαίρι; Τόν ρώτησε ὁ προϊστάμενος.
- Τό θέλω νά ἀμύνομαι ἄν μέ συλλάβουν.
- Νά, πού συνελήφθηκες καί δέν τό χρησιμοποίησες! Γιατί;
Ὁ ληστής ἀπάντησε ὅτι δέν ξέρει τί ἔγινε μ΄ αὐτόν, ἀλλά δέν σκεφτόταν καθόλου τό μαχαίρι ἐκεῖνες τίς στιγμές.
Μιά ἄλλη φορά, ὁ Βαλέριος φύλαγε μόνος του στόν ξύλινο πύργο τοῦ ἀμπελιοῦ. Τοῦ ἐπιτέθηκαν κακοποιοί καί τόν πυροβόλησαν ἀπό μικρή ἀπόσταση. Οἱ σφαῖρες πέρασαν δίπλα του, χωρίς νά τόν πληγώσουν, διότι δέν εἶχε ἔλθει ἀκόμη ἡ ὥρα του θανάτου του.
Τό 1948 ἕνας ρῶσσος κομμουνιστής ἦλθε στήν παροικία νά πάρει τόν Βαλέριο Γαφένκου στήν Ρωσσία, ἐφ᾿ ὅσον, πράγματι εἶχε γεννηθεῖ στήν Μπεσαραμπία καί ἐθεωρεῖτο σάν δικός τους πολίτης. Ὁ Βαλέριος, ὅμως ἀρνήθηκε ρητά:
- Ἐκεῖ θά εἶσαι ἐλεύθερος, τοῦ εἶπε ὁ κομμουνιστής.
- Ἡ ἐλευθερία μου εἶναι στήν ψυχή μου!
- Θά μπορέσεις νά τελειώσεις τίς σπουδές σου.
- Θά τίς κάνω, ἄν βέβαια θέλει ὁ Θεός!
- Σ᾿ ἐμᾶς ἡ ἐκκλησία εἶναι ἐλεύθερη.
- Ἡ Ἐκκλησία εἶναι στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων!
- Ἀλλά ἐδῶ θά παραμείνεις στήν φυλακή!
- Μόνο ἡ φυλακή τῆς ψυχῆς μου με φοβίζει!
- Σύντομα καί ἡ Ρουμανία θά ἀνήκει στό Σοβιέτ!
- Τό μέλλον τῆς κάθε Χώρας ἀνήκει στόν Θεό!
- Λοιπόν, θά παραμείνεις ἐδῶ;
- Ναί!
Ἀργότερα, ὁ κομμουνιστής αὐτός ἦλθε κοντά του καί τοῦ εἶπε τά ἑξῆς:
-Θαυμάζω τήν διανόηση καί γενναιοψυχία σου, ἀλλά ταὐτόχρονά σέ λυπᾶμαι. Σκέψου ὅτι εἶστε καταδικασμένοι καί δέν ἔχετε καμμιά ἐλπίδα νά σωθῆτε. Ἄν ἀντισταθεῖτε, θά πολτοποιηθῆτε. Κι ἐμεῖς ἔχουμε ἀντισταθεῖ, ἀλλά σήμερα χορεύουμε, ὅπως ἡ ἁλυσοδεμένη ἀρκούδα. Ἐσύ πιστεύεις στόν Θεό. Κι ἐγώ θά ἤθελα νά ἔχω ἕναν Θεό μέ τον Ὁποῖον ν᾿ ἀντικρύζω τήν φυλακή καί τόν θάνατο, ἀλλά ἡ ψυχή μου εἶναι ἄδεια, ὁ νοῦς μου γεμᾶτος μέ συνθήματα καί ὅλη ἡ ἐνεργητικότητα μου ἐξαντλεῖται ὁλόκληρη γιά τήν κομμουνιστική ἰδέα. Δέν ἔχουμε καμμιά τύχη. Νομίζω ὅτι σέ καταλαβαίνω καί εἶμαι ἀκόμη πιό δυστυχισμένος. Λυπᾶμαι πού δέν γνωρίζω κι ἐγώ τον Χριστιανισμό.
- Κύριε, τοῦ ἀπάντησε ὁ Βαλέριος, αὐτή ἡ στιγμή εἶναι πολύ μεγάλη γιά τήν ζωή μου. Μοῦ δώσατε φτερά, διότι ἐσεῖς ἔχετε μιά ψυχή μέ μιά καταπληκτική δύναμη πίστεως. Δεχτεῖτε ἀπό μένα αὐτό τόν σταυρό. Καί ὁ Βαλέριος ἔβγαλε ἀπό τόν τράχηλό του τόν σταυρό του καί τόν ἔδωσε στόν Ρῶσο, ὁ ὁποῖος ἦταν πολύ συγκινημένος. Κι ἔτσι ὁ Βαλέριος παρέμεινε στήν Ρουμανία.
Πάλιν στόν Ἀϊούντ
Τό ἴδιο ἔτος ἀποφασίστηκε νά γίνει κρατικοποίηση τῆς βιομηχανίας καί τοῦ ἐμπορίου. Γιά νά ἑτοιμαστεῖ ἡ ἀτμόσφαιρα, τσακώθηκαν ἑκατομμύρια ἄτομα. Ἦταν ὁ πρῶτος μεγάλος κομμουνιστικός διωγμός. Ἡ μαύρη κλοῦβα (τραῖνο μέ βαγόνια κλοῦβες) οὔρλιαζε στήν Χώρα καί ἔσπερνε τόν τρόμο.
Ἐμᾶς μᾶς ἐπῆραν ἀπό τό ἀμπέλι καί μᾶς ἔφεραν πίσω στό Ἀϊούντ. Μετά ἀνακοινώθηκε ὅτι οἱ φοιτητές θά σταλοῦν στό Πιτέστι, οἱ μαθητές στό Τιργκου-Σόρ, οἱ ἐργάτες στήν Γκέρλα, οἱ λόγιοι στό Ἀϊούντ, Γαλάτσι κτλ. Ὁ Βαλέριος σκανδαλίστηκε ὅταν ὁ Ντουμιτρέσκου, ὁ πρώην προϊστάμενος τῆς ἀντί-Κομμουνιστικῆς Ἀσφάλειας Ταξιαρχίας, τοῦ εἶπε (ἀλλά ἦταν μιά ἀληθινή προφητεία):
- θά σᾶς πᾶνε στό Πιτέστι καί ἐκεῖ θά σᾶς ἀναμορφώσουν σέ κομμουνιστάς τρομοκράτες. Ὕστερα θά σᾶς σκορπίσουν σέ ὅλα τά δεσμωτήρια, γιά νά τρομοκρατεῖτε ἔτσι ὅλους τούς πολιτικούς κρατουμένους. Μ΄ αὐτό τόν τρόπο θέλει τό καθεστώς νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν ἀντίδραση ὅλων αὐτῶν κι ἔτσι οἱ κομμουνιστές θά παραμείνουν ἱι μοναδικοί ἄρχοντες τῆς Χώρας. θά σᾶς δελεάζουν μέ παραπλανήσεις καί δέν θά κρατήσουν τόν λόγο τους. Θά σᾶς ἀναγκάζουν νά δολοφονεῖστε μεταξύ σας.
-Κύριε, τοῦ εἶπε ὁ Βαλέριος, ἀλήθεια, τί μᾶς θεωρεῖτε; Τί ἐννοεῖτε; Ἐγώ οὔτε πουλιέμαι, οὔτε κάνω συμβιβασμούς!
- Ναί, τώρα δέν εἶσαι, ἀλλά θά σέ φέρουν σέ κατάσταση νά εἶσαι ἤ, ἄν δέν θέλεις, θα πεθάνεις!
- Θά πεθάνω! ... ἀλλά μοῦ φαίνεται ὅτι θέλετε νά κάνετε ραδιουργίες. Τί σκέπτεστε ἔμπρακτα νά κάνετε;
-Ἀποβλέπω νά σᾶς ἀνοίξω τά μάτια. Ἐσεῖς δέν γνωρίζετε τούς μπολσεβίκους καί τίς μεθόδους τους. Αὐτοί οἱ μέθοδοι ἔχουν δοκιμαστεῖ στά Σοβιέτ. Ἄνθρωποι γενναῖοι διά βασάνων ἔγιναν ἐγκληματίες. Ἔτσι θα γίνει κι ἐδῶ. Καί θά ἀρχίσουν μέ τούς νέους, μετά θά στρέφονται καί πρός τούς ἡλικιωμένους.
Ὁ Βαλέριος τόν κοίταξε σκεφτικός καί κατέληξε:
- Εἴμαστε στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Νά γίνει τό θέλημα Του!
Ἀκόμη καί σιδερένιοι νά εἶστε, θα μαλακώσετε!
Οἱ φυλακές τῆς πόλεως Πιτέστι, ἔχουν δεσμωτήρια μικρότερα ἀπό αὐτά τοῦ Ἀϊούντ. Ὑπάρχουν μεμονωμένα κρατητήρια, ἀλλά καί μεγάλα δωμάτια. Ἐγίναμε ἐκεῖ δεκτοί μέ κακία, ἡ ὁποία σύντομα μετατράπηκε σέ ἀγριότητα.
Ἐδῶ συναντήσαμε νέους, πού εἶχαν συληφθῆ πρόσφατα. Ὅλοι ἦταν φοιτητές. Οἱ περισσότεροι ἦταν καλές καί ὥριμες προσωπικότητες καί καλά προετοιμασμένοι. Ἦταν ἡ «ἀφρόκρεμα» τῆς νεολαίας ἐκείνης τῆς γενεᾶς. Ἀπό τήν ἀρχή δέν διακρίθηκαν σέ ποιά πολιτικά κόμματα ἀνῆκαν, ἀλλά ὅλοι εἴμασταν ἕνα συμπαγές ἀντικομμουνιστικό γκρούπ. Μεταξύ τους ξεχώριζαν μερικοί ἐξαιρετικῆς ἀξίας, ἀλλά ἐκεῖνοι πού ἐνέπνεαν τήν ἀτμόσφαιρα ἦταν οἱ παλαιοί κρατούμενοι, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί ὁ Βαλέριος.
Λόγῳ τοῦ τρομοκρατικοῦ κανονισμοῦ, τοῦ ἄθλιου φαγητοῦ, τῆς ἀσφυκτικῆς συστέγασης, τῆς ἀπουσίας τοῦ ἀέρα καί τῆς ἔλλειψης ἐπαφής μέ τόν κόσμο, τά παλληκάρια, μέ τόν χαρακτηριστικό ἐνθουσιασμό τους, ἐδήλωσαν ἀπεργία πείνας καί ἔκαναν λίγη φασαρία. Ὁ Βαλέριος ἀντιστάθηκε καί βρέθηκε σέ σύγκρουση μ΄ αὐτούς. Αὐτός τούς εἶπε:
-Ἐδῶ εἴμαστε φυλακισμένοι καί μόνο μέ νομικά καί ειρηνικά μέσα μποροῦμε ν΄ἀποκτήσουμέ κάποια δικαιώματα, ἀλλιῶς τά πιθανά ἀντίποινα μποροῦν νά εἶναι πολύ σοβαρά γιά ἐμᾶς. Ὁ νόμος καί ἡ ἐξουσία εἶναι στά χέρια τῶν Ἀρχῶν. Νά προσευχόμαστε στόν Θεό γιά νά μπορέσουμε ν᾿ ἀντέχουμε.
Τότε τοῦ εἶπαν:
- Δέν μποροῦν αὐτοί νά μᾶς δίνουν τόσα βάσανα γιά νά μήν μποροῦμε νά τ᾿ ἀντέξουμε!
-Ἄς μήν ποῦμε μεγάλα λόγια, ὁ Βαλέριος τούς εἶπε: Νά μήν εἴμαστε ὑπερήφανοι. Κάθε ἄνθρωπος ἔχει ἕνα ὅριο ὑπομονῆς. Νά μᾶς φυλάξει ὁ Θεός νά μή φτάσουμε ἐκεῖ πού δέν θ᾿ ἀντέχουμε πιά!
- Εἶσαι ἕνας ἡττοπαθής! Εἶσαι ἕνας ἀγόγγυστος κρατούμενος! Εἶσαι ἕνας ἡττημένος! Τοῦ εἶπαν μέ φωνές καί εἰρωνεία οἱ ἄλλοι νέοι.
Σ᾿ ὅλα αὐτά ὁ Βαλέριος ἔμεινε ἤρεμος καί πειστικός, ἀλλά δέν τόν ἄκουσαν.
- Κρατάω μέσα μου ἕναν ἀπερίγραπτο πόνο, τούς ἐξήγησε αὐτός, ἀπό τόν ὁποῖο, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, βγῆκα καθαρός. Ἡ ἐμπειρία τοῦ παρελθόντος μ᾿ ἀναγκάζει νά εἶμαι προνοητικός. Τώρα δέν εἶναι πολύ δύσκολο. Ἔχω μεγάλη πίστη καί ἐλπίδα, ἀλλά κινοῦμαι μέ σοφία, γιά νά φτάσω στό σκοπό μου.
Σύντομα, προσκλήθηκα μαζί μέ ἄλλους κρατουμένους στόν διευθυντή τοῦ δεσμωτηρίου, ὁ ὁποῖος μᾶς εἶπε:
-Ἡσυχᾶστε τους! Ἠρεμῆστε, διότι δέν μπορεῖτε νά σκεφτεῖτε τί ἑτοιμάζεται γιά ἐσᾶς. Καί σιδερένιοι νά εἶστε, θά μαλακώσετε!
Δέν καταλάβαμε τί ἀκριβῶς ἤθελε νά μᾶς πεῖ ὁ διευθυντής, ἀλλά ἀργότερα εἴδαμε ὅτι εἶχε δίκαιο. Ἡ πραγματικότητα τοῦ Πιτέστι ξεπέρασε ὄχι μόνο τίς ἀπαντοχές μας, ἀλλά καί ὅλη τήν φαντασία τῆς παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Οἱ πολιτοφύλακες ἄρχισαν νά στουμπίζουν τούς κρατουμένους κατά τήν ἀρέσκειά τους, γιά κάτι συγκεκριμένο ἤ ἁπλᾶ γιά προσωπική τους εὐχαρίστησι. Πρώτευε ἕνας δεσμοφύλακας, ὁ Γεωργέσκου, ἕνας δυστυχής καί βλαμμένος, ἕνας ἀνισόρροπος, πού τοῦ εἶχαν ὑποσχεθεῖ βαθμούς καί προβιβασμούς. Ἐφ᾿ ὅσον συνεργαζόταν μέ τόν διευθυντή καί μέ τήν Ἀσφάλεια τοῦ Κράτους, νόμιζε ὅτι εἶναι ἕνας μεγάλος ὑπερασπιστής τοῦ κόμματος κι ἑπομένως στούμπιζε μέ τό ρόπαλό του μέ μεγάλη εὐχαρίστησι τά σώματα τῶν νεαρῶν φοιτητῶν μέχρι νά τρέξη αἷμα ἀπό τά σώματά τους. Τριγυρνοῦσε σάν τήν γάτα, κρυφάκουγε στήν πόρτα, μετά τήν ἄνοιγε καί κτυποῦσε μέ γροθιές τά παιδιά, τά πατοῦσε μέ τά πόδια του, τά χτυποῦσε μέ τό ρόπαλο, ἀκόμη καί μέ σιδερένιο λοστό. Ὁ ἴδιος εἶχε προκαλέσει καί τούς ἄλλους δεσμοφύλακες νά κάνουν τά ἴδια.
- Βρέ, ἐκραύγαζε σάν τρελλός, ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του, για τήν ζωή τῶν παιδιῶν μου εἶμαι ἕτοιμος νά σᾶς σκοτώσω! Ἐάν ἡ Ἀσφάλεια τοῦ Κράτους ὁρίζει νά σᾶς δολοφονήσω, τελείωσε. Ἡ Ἀσφάλεια τοῦ Κράτους ἔχει τό σκῆπτρο καί δέν θά γλυτώσετε οὔτε νεκροί, κερατάδες!
Κερατάδες ἦταν ἡ προσηγορία μέ τήν ὁποία μᾶς ἀποκαλοῦσε γενικά. Σ΄ αὐτήν πρόσθετε πάντα καί τίς πιό ἄσχημες βλασφημίες. Ἦταν καί πολύ προληπτικός. Ὅταν ἕνας κρατούμενος τοῦ εἶπε: Ὁ Θεός νά σέ συγχωρέσει! Τοῦ βγῆκαν τά μάτια ἔξω ἀπό τόν θυμό καί τόν πάτησε μέ τά πόδια του μέχρι πού ἐκεῖνος ἐλιποθύμησε.
Δεσμοφύλακες σάν τόν Γεωργέσκου προέρχονταν ἀπό τό κατακάθι τῆς κοινωνίας, ἄνθρωποι μέ ψυχολογικά προβλήματα, καί ποτιζόμενοι μέ δύο ναρκωτικά: ἀπό τήν μιά πλευρά, μέ τήν συνείδηση μιᾶς ὑψηλῆς «ἀποστολῆς» πού δόθηκε ἀπό τό Κόμμα, τόν λαό καί τό προλεταριᾶτο, γιά νά καταστρέφουν ὅλους τούς ἐπαναστάτες, τούς αστούς, τούς φασίστες καί τούς μυστικούς. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, τό ἄσπονδο μῖσος ἐναντίον ὅλων τῶν ἐχθρῶν τῆς ἐπανάστασης, ὥστε νά μπορέσουν νά τούς σκοτώσουν μέ τήν αδιαφορία πού σκοτώνονται οἱ μύγες ἤ τά σκουλήκια.
Ἦταν, λοιπόν, κάποιοι φανατισμένοι ἠλίθιοι, θηρία χωρίς λογική. Τέτοιους ἀνθρώπους κρύβει κάθε κοινωνία. Αὐτοί εἶναι πληρωμένα παλιόσκυλα, ἱκανοί γιά ἐγκληματίες, θηρία τά ὁποῖα, ὅταν ὡρισμένοι τούς ὑπόσχονται χρήματα, ὅ,τι χειρότερο ἔχουν μέσα τους, τό ἐξαπολύουν μέ θηριώδεις τρόπους. Ἐν τούτοις, δέν θά γινόντουσαν κακοῦργοι ἐάν δέν ἦταν πεπεισμένοι νά τό κάνουν.
Οἱ δεσμοφύλακες
Ἐδῶ σκιαγρἀφοῦμε τρεῖς τύπους δεσμοφυλάκων:
Τύπος Γεωργέσκου. Ἀνόητος καί κακός. Ἀγράμματος καί βλοσυρός. Ἀσταθής ἠθικά καί ροκανισμένος ἀπό τήν ὑπερηφάνεια. Ἔχει μιά κατωτερότητα καί μισεῖ ὅ,τι εἶναι ἀνώτερο. Δουλικός, ἀλλά ταὐτόχρονα δοξομανής. Ἕνα εἶδος Ἰούδα, πού μισεῖ τόν Σωτῆρα ἐπειδή νοιώθει νά δαγκώνεται ἀπό τήν θεότητα Του.
Τέτοιοι ἄνθρωποι δέν ἔχουν τίποτε τό ὑψηλό, τό ἀρχοντικό, τό εὐγενικό μέσα τους. Δέν ἔχουν Θεό, ἀλλά φοβοῦνται σάν τούς πιό ἀποτρόπαιους προληπτικούς. Αὐτοί εὔκολα μεταβάλλονται σέ ἐξουσιαστικές καί αὐταρχικές καρικατούρες. Φτάνουν νά λογίζονται σάν θεοί, βασιλεῖς, σωτῆρες, ἥρωες. Εἶναι οἱ πιό ἐλεεινοί ἄνθρωποι καί δέν ἔχουν καμμιά προσωπικότητα.
Δέν εἶναι συστηματικοί κακοῦργοι, ἀλλά παθητικοί. Ὁ δραστικός κακοῦργος ἔχει ἕνα εἶδος δικιᾶς του ἐσωτερικῆς δύναμης, ἐνῶ ὁ παθητικός κακοῦργος δέν μπορεῖ νά εἶναι κἄν κακοῦργος, ἀλλά παραδέρνεται στά λασπόνερα τῆς ματαιότητάς του. Αὐτός, ὅμως, γίνεται ἐπικίνδυνος ὅταν ἐμβολιάζεται μέ τό πνεῦμα τοῦ συγκεκριμένου ἐγκλήματος, διότι, ὅπως εἶναι ἀνόητος, γίνεται ἀμέσως θηρίο, κάθαρμα καί δολοφόνος.
Εἶναι τρομοκρατικός μπροστά στά θύματα του, διότι ἀπ᾿αὐτόν δέν μπορεῖς νά περιμένεις καθόλου οὔτε αἰσθήματα, οὔτε λογική, οὔτε ἀνθρωπιά.
Παρόλα αὐτά δέν εἶναι ἔτσι, δέν εἶναι ἀκριβῶς ὅπως τά θέλουν τά πλανεμένα μυαλά τῶν ἀθέων ἀνθρώπων. Καί στόν «τύπο Γεωργέσκου» παραμένει ἕνα μικρό ὑπόλοιπο ἀνθρωπιᾶς, φωτός, ψυχῆς ἀγαθῆς. Ὅταν κατορθώσει νά ξυπνήσει ἀπ᾿αὐτήν τήν ζάλη (μεθύσι) παρουσιάζεται σάν ἕνα ἀξιοθρήνητο θέαμα, μεταξύ τρέλλας καί ἠλιθιότητας. Κλαίει καί ὁδύρεται. Δέν καταλαβαίνει τίποτε ἀπ᾿ ὅσα ἔχει κάνει, διότι αὐτός πίστευε γιά πολύ καιρό ὅτι ἔχει τό δικό του ἀστέρι ἐξουσίας. Ὅταν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἀποκλείστηκαν ἀπό τό παιχνίδι τοῦ Κόμματος καί ἔγιναν ἀποδιοπομπαῖοι τράγοι, συντρίφτηκαν διότι ποτέ δέν εἶχαν ἕνα ἐσωτερικό ὑπόβαθρο πού νά τούς συμπαραστέκεται. Ἔμειναν ὅμως καί στήν ὑπόλοιπη ζωή τους αἰσχροκερδεῖς, θλιβεροί καί ἀκάθαρτοι. Λόγῳ ἔλλειψης προσωπικότητας δέν ἔφτασαν στήν ἀφύπνιση μιᾶς καινούργιας ζωῆς, ἀλλά εἶναι εὐχαριστημένοι νά κάνουν τήν ζωή τῶν σκουληκιῶν. Δέν νομίζω ὅτι θά μποροῦσαν νά ἐπαναλάβουν τήν παλιά τους ἐγκληματικότητα, ἔστω κι ἄν τούς δινόταν ἡ εὐκαιρία. Θά μποροῦσαν νά ξαναγίνουν ἐνεργοί δολοφόνοι μόνο ἄν τούς προσφερόταν ἡ δυνατότητα νά σκοτώσουν ἐκείνους πού τούς ἔκαναν δολοφόνους.
Ὁ τύπος Φλόρεα. Ἁπλός ἄνθρωπος, σχεδόν ἀγράμματος. Δέν ἔχει ἠθική ἀγωγή, ἀλλά ἔχει ἕνα ἠθικό ὑπόβαθρο. Ἰκανός νά μαθαίνει, ἀλλά ἀνήμπορος νά διακρίνει τίς ἰδέες. Φορτωμένος μέ ὀρμές πού δέν τίς γνωρίζει καί δέν τίς ἐξουσιάζει. Φιλοχρήματος, διψασμένος για ἐξουσία καί γιά καλοπέραση. Σαγηνευμένος ἀπό βαθμούς, στολές καί μεγάλα λόγια. Σύμφωνα μέ τήν φυσική του δόμησι τό κακό δέν εἶναι μεγαλύτερο ἀπό τό καλό, ἀλλά τό καλό δέν καρποφορεῖ καί γι΄ αὐτόν τόν λόγο μπορεῖ νά εἶναι εὔκολη ἡ κερδοσκοπεία, ἄν καί εἶναι ἀρνητική ἀπ᾿ αὐτόν. Λοιπόν, αὐτός δέν εἶναι τόσο ἕνα θῦμα τῆς φύσεώς του, ὅσο τοῦ κοινωνικοῦ περιβάλλοντος πού τοῦ ἐστέρησε τήν παιδεία.
Αὐτός ὁ τύπος δεσμοφύλακα ἦταν ὁ πιό διαδεδομένος. Τέτοιοι ἄνθρωποι, πού ἄρχιζαν τήν δουλειά αὐτή τοῦ τυράννου, γρήγορα ἐκμαυλίζονταν, ἐσακατεύονταν ψυχικά καί μεταμορφώνονταν σέ θηρία. Τό περιβάλλον τούς παρεπλάνησε καί ἔφτασαν μέχρι τίς δολοφονίες. Ἐν τούτοις, αὐτοί ἦταν ἀκόμη ἄνθρωποι καί τά θύματά τους μποροῦσαν νά χαίρονται ἀπό ἕνα εἰδικό «φρένο» πού κάποτε λειτουργοῦσε ἀκόμη στά βάθη τῆς ψυχῆς τους. Αὐτοί οἱ δεσμοφύλακες ζοῦσαν σ΄ ἕνα ἐσωτερικό διχασμό, ὁ ὁποῖος τούς κρατοῦσε σέ ἀμφιβολία γιά τόν ἑαυτό τους.
Δεσμοφύλακες σάν τόν Φλόρεα, ὅταν βγῆκαν ἀπό τήν πίεση πού ἐπιδροῦσε ἐπάνω τους, ἀνάπνευσαν ἐλαφρωμένοι, ντράπηκαν καί κράτησαν ἀνωνυμία.
Ὁ τύπος Ἰωσήφ. Αὐτοί ἦταν ἁπλοί ἄνθρωποι, ἀλλά ἔξυπνοι, ἰσορροπημένοι πνευματικά, μέ καλή συνείδηση, μέ ἀνθρωπισμό καί συχνά πιστοί. Αὐτοί ἔγιναν δεσμοφύλακες διά τῆς βίας. Ἐπάνω τους ἔγιναν αὐστηρές πιέσεις γιά νά μετατραποῦν σέ κακούργους, ἀλλά χωρίς ἀποτέλεσμα. Οἱ ψυχές τους εἶχαν ἀποβάλλει τήν φαυλότητα. Ὁ κίνδυνος πού εἶχαν ἐπωμισθεῖ ἦταν ἡ ἀποβολή ἀπό τό ἐπάγγελμα, πρᾶγμα πού τελικά καί ἔγινε.
Αὐτοί ἦταν λίγοι, ἀλλά ὑπῆρξαν. Μέ τέτοιους ἀνθρώπους οἱ πρώην κρατούμενοι χαίρονται νά συναντηθοῦν. Μεταξύ τους στερεώθηκαν ἀσυνήθιστες καί γερές γέφυρες φιλίας καί ἀγάπης. Αὐτοί παρέμειναν τίμιοι ἄνθρωποι στήν κοινωνία, εὐχαριστημένοι μέ τά ὀλίγα.
Οἱ διευθυντές
Θά ἦταν ἀναγκαῖο, νομίζω, γιά τήν καλύτερη κατανόηση τῶν παρακάτω γεγονότων, νά παρουσιάσουμε σχηματικά καί τίς εἰκόνες τῶν διευθυντῶν τῶν φυλακῶν:
Ὁ τύπος Κόλλερ. Ἔχει μυαλό, μόρφωση, ὑποκρισία. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού συλλαμβάνει καί διατάζει τό σύστημα. Ἀπόμακρος, ἀλλά ταὐτόχρονα καί γεμᾶτος μῖσος. Εἶναι φουσκωμένος σάν τό ἀσκί, ἀχόρταγος γιά ἐξουσία. Μνησίκακος, σκληρός, ἀνήθικος. Χωρίς Θεό ἤ μέ τόν θεό τῆς ἐκδίκησης. Τίς περισσότερες φορές θεωρεῖται σάν θεός. Πιστεύει ὅτι εἶναι ἀλάθητος καί ἀκαταμάχητος. Δέν μοιράζει τήν ἐξουσία του μέ κανέναν. Ἀποβάλλει κάθε ἀντίπαλο. Δυνατή θέλησις. Βαθειά ἔλλειψις συναισθημάτων καί ψυχικοῦ μεγαλείου. Ἀποφασιστικός νά κάνη τά πάντα καί μέ ἀθέμιτα μέσα. Ἡ συνείδησή του λειτουργεῖ σύμφωνα μέ τόν νόμο τῆς δυνάμεώς του: Καλό εἶναι ὅ,τι τοῦ δίνει καί τοῦ αὐξάνει τήν ἐξουσία καί κακό εἶναι ὅ,τι τήν ὑποβαθμίζει.
Ὁ τύπος Ζέκιου. Εἶναι βάναυσος, ἀπότομος, τυραννικός, σαδιστής αὐταρχικός, εἰδεχθής, κακοῦργος. Ἐξωθεῖται ἀπό ὀρμές, πάθη καί μῖσος. Στήν περίπτωσή του ἡ μόρφωση εἶναι δευτερεύουσα, διότι αὐτός εἶναι περισσότερο ἕνας ἐκτελεστής. Δέν συλλαμβάνει, δέν ἔχει ἰδέες, ἀλλά ὑπακούει. Δέν εἶναι χαζός, ἔχει ἕνα εἶδος θηριώδους ἐπιδεξιότητας. Παρόλι τήν σκληρότητά του, βλεπόμενος ἀπό μακριά, εἶναι λιγώτερο βδελυκτός ἀπό τόν τύπο Κόλλερ. Ἀλλά, ὅταν πλησιάζει ὁ θάνατος τοῦ θύματός του τότε ὁ Ζέκιου γίνεται φοβερός.
Μεταξύ τῶν δύο τούτων τύπων ὑπάρχει, βέβαια, μιά πολύ μεγάλη σκάλα διαφορῶν. Τέτοιοι ἄνθρωποι ὑποδεικνύονταν ἀπό τό Κομμουνιστικό Κόμμα γιά ν᾿ ἀσχολοῦνται μέ τούς «κερατάδες» τῶν δεσμωτηρίων τῆς πόλεως Πιτέστι.
Ἡ ἀντικομμουνιστική νεολαία
Εἶχαν μαζευτεῖ ἐκεῖ μερικές χιλιάδες νεαροί φοιτητές. Ἦταν ἀπό ὅλη τήν Χώρα καί μόνο ρουμᾶνοι, ἐκτός ἀπό δύο ἑβραίους. Πολιτικά ὅλοι ἦταν ἀντικομμουνιστές. Εἶχαν τότε ὀργανωθεῖ γιά νά πολεμήσουν τήν κομμουνιστική δικτατορία, ἡ ὁποία μέ τήν συνέργεια τῶν Ἑβραίων, τήν προστασία τοῦ Κόκκινου Στρατοῦ καί ὑπό τήν καθοδήγησι σοβιετικῶν συμβούλων εἶχε φθάσει στήν Ρουμανία. Τότε στήν Ρουμανία ὑπῆρχε μιά ἀηδία γιά τόν κομμουνισμό, ἡ ὁποία προερχόταν ἀπό δυτικές ὑποσχέσεις, ἀλλά ἐκεῖνες τελικά ἀπεδείχθησαν ψεύτικες καί προσποιητές. Εἴμασταν ἀντίθετοι στόν κομμουνισμό, ἀλλά μετά ἐγκαταλειφθήκαμε.
Οἱ περισσότεροι κρατούμενοι ἦταν ἀπό τήν Ἀδελφότητα τοῦ Σταυροῦ. Οἱ σταυραδελφοί ἀποτελοῦν μιά ξεχωριστή γενεά, μέ μιά χαρακτηριστική ὄψη. Εἶναι ἐκεῖνοι οἱ νέοι πού τό 1940 ἦταν κάτω τῶν 21 ἐτῶν. Αὐτοί δέν εἶχαν ποτέ ἕναν πολιτικό ρόλο. Ὠρίμασαν σέ καιρό διωγμοῦ, ἀπό 1937 ἕως τό 1940. Δέχθηκαν μιά ἠθική καί ἡρωϊκή ἀγωγή, ἀλλά ὄχι πολιτική. Ἡ θρησκευτική παιδεία καί βίωση ἦταν ἡ βασική τους ἐπιδίωξη. Ἡ ἐθνική ἰδέα εἶχε συνταυτισθῆ μέ τήν χριστιανική ἰδιότητά τους. Τό βασικό βιβλίο τῆς διαπαιδαγώγησής τους ἦταν ἡ ἁγία Γραφή. Ἀφοῦ τό 1940 ἦταν κάτω τῶν 21 ἐτῶν, το 1949 ἦταν ἄνδρες περίπου 30 ἐτῶν. Ὅλοι ἦταν ρωμαλέοι, εἶχαν πολλά ὄνειρα γιά τό μέλλον καί κατείχοντο ἀπό μεγαλοψυχία καί δυναμικότητα. Ἔπαλλε ἐκεῖ ἡ ψυχή ἑνός χιλιετοῦς ἔθνους καί ἔπρεπε αὐτή νά χαλάσει, ὅπως τό ἤθελαν οι ἐχθροί του.
Ὁ ὁμολογητής
Μεταξύ αὐτῶν τῶν ἐκλεκτῶν νέων τῆς Χώρας, ὁ Βαλέριος Γκαφένκου συνέχιζε νά ἐπιβάλλεται μέ τόν λόγο του καί τό παράδειγμά του. Αἰσθανόταν σάν ὁμολογητής τῆς πίστεως σ΄ ἕνα ἄθεο καί ἐχθρικό κόσμο.
Πολλές φορές ἀνακρίθηκε ἀπό τά πολιτικά-διοικητικά ὄργανα καί δήλωσε ἤρεμος ὅτι εἶναι χριστιανός καί ὅτι δέν ὑπάρχει σωτηρία χωρίς Χριστό.
Ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά ἐκδιωχθῆ ἀπό τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, τούς ἔλεγε. Ὁ ἄνθρωπος χωρίς Θεό πέφτει, μέ τόν Θεό τελειοποιεῖται. Ὁ Θεός εἶναι ἡ ἄμεση πραγματικότητα γιά ἐκείνους πού ζοῦν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ὁ κόσμος πρέπει νά δημιουργῆται ἀπό τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, διότι ἄν προέρχεται ἀπό ἔξω εἶναι συντριπτικός. Ἄν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔκαναν μιά αὐστηρή καί αὐθεντική συνειδησιακή ἐξέτασι, στεκόμενοι μέ εὐθύνη μπροστά στόν Θεό, δέν θά χρειαζόταν ἡ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη. Ἡ πίστη ἀναπληρώνει καί τελειοποιεῖ τούς ἀνθρώπινους νόμους. Γι΄ αὐτό ἡ πίστη δέν ἔρχεται σέ σύγκρουση μέ τήν πολιτική τάξη. Ἡ πίστη εἶναι ἕνα ἀνώτερο μέσο γνώσης, μιά ἰδανική στάση τοῦ ἀνθρώπου στήν κοινωνία. Διότι δέν μπορεῖ νά εἶναι φθοροποιός στήν κοινωνία ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τούς ἀνθρώπους καί θυσιάζεται γιά τήν εὐτυχία τους.
Οἱ κομμουνιστές τόν κοιτοῦσαν σχεδόν σαστισμένοι καί γεμᾶτοι σαρκασμό:
- Ἐσύ εἶσαι ἕνας μυστικός θρησκόληπτος καί ἀντιπροοδευτικός! Τέτοιοι σάν ἐσένα φρενάρισαν τήν πρόοδο τοῦ κόσμου. Εἶσαι ἀκόμη ἀσυγχρόνιστος καί μακριά ἀπό τήν ἱστορία καί τήν ἐπιστήμη. Τό μέλλον ἀνήκει σέ ἐμᾶς, ὄχι σ᾿ ἐσᾶς. Ἡ Ἐκκλησία θά πέσει ἀπό τά χτυπήματα τῆς ἐπιστήμης. Πέρα ἀπό τόν μυστικισμό σου εἶσαι μόνο ἕνας ἀντεπαναστάτης. Ἐδῶ εἶναι τό τέλος σας!
Μέ ὅλους τούς κινδύνους, ὁ Βαλέριος δέν σταμάτησε μέχρι τό τέλος νά ὁμολογεῖ τόν Χριστό. Ἡ πίστη του ὑποστηριζόταν ἀπό τήν φωτοβολοῦσα μόρφωσή του καί τά δύο αὐτά εἶχαν μεγαλυνθῆ μέσα στήν φλόγα της ἀγάπης πού εἶχε ἐγκατασταθῆ στίς βαθύτερες χορδές τῆς ψυχῆς του.
Μέ μεγάλη σοφία, ἀλλά καί μέ σθένος πού ἐπήγαζε ἀπό μέσα του, ὁ Βαλέριος ἔκανε ἱεραποστολή. Ἡ σκέψη του ἦταν ταπεινή μπροστά στόν Θεό ὅταν μιλοῦσε τρανῶς μπροστά στούς ἀνθρώπους. Ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία του συμπληρωνόταν ἀπό τήν πνευματική του βίωση. Ζοῦσε ὡραία διότι ἐξωμολογιόταν συχνά καί πρόσεχε κάθε στιγμή τά μυστικά βάθη τῆς ψυχῆς καί τῆς ζωῆς του. Ζοῦσε ἐν Χριστῶ, σκεφτόταν ἐν Χριστῶ, ἔβλεπε ὅλο τόν κόσμο διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κανένα βῆμα, καμμιά λέξη καί καμμιά ἐσωτερική κίνηση δέν ἦταν χωρίς τόν Θεό.
Πατερικά φύλλα
Λόγῳ τῆς ἀσιτίας, συχνά ἄρχιζαν ἄσχημες συζητήσεις στό κρατητήριο γιά τό μοίρασμα τῆς πίττας τοῦ ψωμιοῦ, πού προσφερόταν καθημερινά στό γεῦμα. Ξέροντας αὐτό ὁ Βαλέριος, συγκρατημένος καί ταπεινός, περίμενε στήν σειρά τελευταῖος, δηλαδή δεχόταν τό μικρότερο ψωμί. Στόν ἑαυτό του ἦταν εὐχαριστημένος πού μποροῦσε νά κάνει αὐτήν τήν πράξη ἀγάπης καί αὐτοθυσίας. Καί ἐνῶ μερικοί χαίρονταν γιά τήν συγκράτησή του, ἄλλοι θεωροῦσαν ὅτι πρέπει νά διαλέξει κι αὐτός, ὅταν ἔλθει ἡ σειρά του, τό μεγαλύτερο στρογγυλό ψωμί.
Ὑποχωροῦσε στά καθιερωμένα τυπικά τους καί, ὅταν ἐρχόταν ἡ σειρά του νά διαλέξει, ἔπαιρνε στά κουτουρού τό ψωμί πού ἦταν μπροστά του, ὥστε μ΄ αὐτόν τόν τρόπο νά παραγκωνίσει τόν πειρασμό τῆς πλεονεξίας καί ταὐτόχρονα νά μήν παραβλάψει τά ἄλλα λυπημένα ἀδέλφια του. Αὐτή ἡ μικρή πράξη του ὕστερα ἔγινε παράδειγμα παντοῦ.
Καθημερινά ἐδημιουργοῦντο καί μικρά ἐσωτερικά προβλήματα στό κρατητήριο, ὅπως ὁ ἀερισμός - πότε καί πῶς καί γιά πόση ὥρα νά γίνεται -ἤ τό δικαίωμα τοῦ καθενός νά περπατήσει στά δύο κενά μέτρα πού ὑπῆρχαν ἀνάμεσα στά κρεββάτια τους. Οἱ διχογνωμίες ἦταν συχνές καί προκαλοῦσαν πολλούς καυγάδες. Ὁ Βαλέριος σιωποῦσε καί σ΄ αὐτές τίς περιπτώσεις.
- Ἐσύ τί λές; Τόν ρωτοῦσαν μερικοί.
-Ἐγώ νομίζω ὅτι εἶναι καλά ἔτσι ὅπως θ΄ἀποφασίσετε ἐσεῖς. Ἄν δέν μπορέσουμε νά ζοῦμε σάν ἀδέλφια σ΄ αὐτήν τήν μεγάλη θλίψη, πῶς μποροῦμε νά περιμένουμε νά διαμοιράζουν οἱ ἄνθρωποι δίκαια καί μέ ἀγάπη τά ἀγαθά ὅλης τῆς γῆς; Ἐάν ἐδῶ δέν μποροῦμε νά ἤμαστε ἀγαθοί, πῶς θά μπορέσουμε νά ἤμαστε ἀγαθοί, ὅταν εἴμαστε γεροί καί ἐλεύθεροι; Με λίγη ἀγάπη θά νοιώσουμε τήν χαρά νά κάνουμε τό θέλημα καί νά δίνουμε χαρά στόν ἀδελφό μας. Χρειαζόμαστε μιά μεγάλη καί βαθειά κατανόηση τῶν ἀνθρώπων, ἐάν θέλουμε νά ζοῦμε εἰρηνικά καί καλά.
Ὁ Βαλέριος πάντα στηριζόταν σέ βιβλικά καί πατερικά παραδείγματα πού τά συσχέτιζε μέ ἐκεῖνες τίς περιστάσεις. Γενικά, προτιμοῦσε νά σιωπά καί νά προσεύχεται μέσα του, ἀλλά πάντα ἦταν ἕτοιμος νά μιλήσει γιά τά ἱερά. Ὁπουδήποτε ἄρχιζε μιά συζήτηση, αὐτός θά τήν τελείωνε στήν ἕνωση μέ τόν Χριστό. Πολλά παλληκάρια εἶχαν σκανδαλισθεῖ γιά τήν συμπεριφορά τοῦ Βαλερίου – διότι αὐτοί δέν γνώριζαν τόν Χριστιανισμό – ἀλλά κατέληξαν νά τόν ἀποδέχονται σάν παράδειγμα χριστιανικῆς ζωῆς.
Ἡ ἁγία Γραφή
Ὁ Βαλέριος εἶχε προλάβει νά σώσει ἀπό τίς πρώτες ἔρευνες μιά ἁγία Γραφή. Τήν εἶχε διαλύσει σέ πάρα πολλά φυλλάδια καί μέ ριψοκίνδυνους τρόπους τά διαβίβασε καί σέ ἄλλα κρατητήρια. Τότε ἀπομνημονεύθηκαν κομμάτια τῆς Ἁγίας Γραφῆς, κυρίως τό 13ο κεφάλαιο τῆς πρός τούς Κορινθίους Ἐπιστολῆς, ἡ ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλία τοῦ Χριστοῦ ἀπό τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, τό κατά Ἰωάννη Εὐαγγέλιο, ὁ Ψαλμός 50ος καί οἱ Ψαλμοί τοῦ Ὄρθρου.
Τά φυλλάδια εἶχαν διαδοθεῖ σ᾿ ὅλο τό δεσμωτήριο καί κατεδιώκοντο συνεχῶς ἀπό τούς δεσμοφύλακες. Ὅταν βρισκόταν κάποιο φυλλάδιο ἀπό τούς δεσμοφύλακες σ΄ ἕνα κρατητήριο, τιμωροῦνταν ὅλοι οἱ κρατούμενοι. Ἐγένοντο ξεχωριστές καί γενικές ἔρευνες γιά νά βρεθοῦν ὅλα τά φυλλάδια. Ἦταν κρυμμένα στά ἀχυρένια στρώματα ἤ κάτω ἀπό τά πατώματα. Ὁπότε ἄδειαζαν τά στρώματα ἀπό τά ἄχυρα καί ἐξήλωναν τά πατώματα. Ἐπήγαιναν ἀκόμη νά ἐρευνήσουν καί ἐκεῖ πού ὑπῆρχε κάποια ὕποπτη φωλιά.
Ὅταν εξαφανίστηκαν ὅλα τά φυλλάδια ἦταν ἤδη ἀργά, διότι πολλά εἶχαν κιόλας εἰσχωρήσει στήν μνήμη τῶν κρατουμένων. Συνέχιζαν νά σκορπίζονται προφορικά ἤ μέσῳ τῶν ἐπικοινωνιακῶν μεθόδων τῆς φυλακῆς: δηλαδή μέ τήν γραφή στό σαπούνι, μέ μιά μύτη σύρματος ἤ μ᾿ ἕνα αἰχμηρό ξύλο ἤ τό γράψιμο στούς τοίχους τῶν κρατητηρίων (οἱ ὁποῖοι βάφονταν καί μετά ξαναγράφονταν ἀπό τούς κρατούμενους), τήν ἀποστολή μηνυμάτων μέσῳ σημάτων τοῦ ἀλφάβητου Μόρς.
Μέ τίς ἴδιους μεθόδους ἐμάθαιναν στό Πιτέστι καί ξένες γλώσσες, μουσική, μαθηματικά καί ἐπί πλέον μετεφέροντο τά πολιτικά καί οἰκογενειακά νέα πού μποροῦσαν νά μποῦν στήν φυλακή, μέσῳ τῶν νέων κρατουμένων. Τά οἰκογενειακά νέα ἦταν πολύ δύσκολο νά γίνουν γνωστά, διότι, μή ὄντας δημόσια, ἔπρεπε νά ἔλθει ἕνας γνωστός τῆς οἰκογένειας γιά νά μπορέσει νά μᾶς πεῖ κάτι. Γιά 15 χρόνια δέν ἤξερα τίποτε περί της οἰκογένειάς μου. Γιά 15 χρόνια ἔμενα στήν ἴδια φυλακή μαζί μέ τού φίλους μου, ἀλλά δέν μπόρεσα νά τούς ἰδῶ. Καί ὅλα αὐτά σ΄ ἕνα καθεστώς πού ἰσχυριζόταν ὅτι ἐξασφαλίζει τήν εὐτυχία τῶν ἀνθρώπων στήν γῆ!
Μαζί μέ τά εύαγγελικά κείμενα διεσπείρονταν μέ τόν ἴδιο τρόπο καί προσευχές, χαιρετισμοί, ποιήματα, ρητά, περιστατικά ἀπό τόν βίο τῶν Ἁγίων ἤ μικρές ὁμιλίες.
Μικρή Φιλοκαλία
Ὁ Βαλέριος συνέχιζε νά ἀπασχολεῖται μέ τήν ἐσωτερική του ζωή. Ἕνα θέμα πού τό σκεφτόταν πολύ ἦταν ἡ συνείδηση τῆς ἁμαρτίας. Ἔλεγε:
-Ὁ ἄνθρωπος δυσκολεύεται πάρα πολύ νά ὁμολογήσει τήν ἁμαρτία, ἀλλά εἶναι σίγουρο ὅτι εἴμαστε ἁμαρτωλοί καί ἡ δίψα μας γιά κάθαρση καί ἀληθινή ζωή δέν μπορεῖ νά ἱκανοποιηθεῖ παρά μόνο ἀπό τήν συντριβή τῆς ἁμαρτίας. Η χριστιανική ζωή ἀρχίζει στίς ψυχές πού ἔχουν ἀπομακρυνθῆ ἀπό τήν ἁμαρτία. Ὅποιος πιστεύει ἀληθινά στόν Θεό θα φτάσει στήν συνείδηση τῆς ἁμαρτίας. Καί ὅποιος δέν πιστεύει στόν Θεό, παραμένει αἰχμάλωτος στόν ἑαυτό του, στήν ὑπερηφάνεια καί στήν ἁμαρτία του. Λόγῳ τοῦ ἐγωϊσμοῦ μου ἐγώ εἶμαι ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός τοῦ ἑαυτοῦ μου. Ἄν δέν πεθάνει τό ἐγώ, δέν μποροῦμε νά ξαναγεννηθοῦμε ἐν Χριστῶ καί θά παραμείνουμε στήν ὑπερηφάνεια. Ἡ ὑπερηφάνεια ἔκανε τόν ἄνθρωπο νά θέλει νά εἶναι θεός χωρίς τόν Θεό, ἐναντίον τῆς ἀναμφίβολης ἀτελείας του καί κυρίως ἐναντίον τοῦ γεγονότος ὅτι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, εἴμαστε ὅλοι θνητοί. Ἕνας ἀτελής θεός καί ὑποδουλωμένος στόν θάνατο εἶναι ἕνας ψεύτικος θεός. Ὅλη ἡ ἀγωγή τοῦ ἀνθρώπου ἐξαρτᾶται ἀπό τόν τρόπο πού λειτουργεῖ ἡ συνείδησή του γιά τήν ὕπαρξη τῆς ἁμαρτίας του. Μόνο ὁ ἄνθρωπος πού ζεῖ κοντά στόν Θεό ἔχει ἀληθινή γνῶσι τοῦ ἑαυτοῦ του τοῦ κόσμου καί τῆς ζωῆς.
Ἐφ᾿ ὅσον μεταξύ τῶν ἀκροατῶν ἦταν καί πολλοί νέοι πού δέν γνώριζαν κατά βάθος τό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ Βαλέριος προσέθεσε, γιά νά τόν καταλάβουν καλύτερα:
- Ἡ ταπεινοφροσύνη καί ἡ μετάνοια δέν εἶναι σκοποί τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀλλά μέσα. Δέν εἶναι οὔτε ἡ οὐσία τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, διότι τό νά εἶσαι χριστιανός σημαίνει νά ἐμπνέεσαι ἀπό ἱερές ἐπιθυμίες καί ἀπό τήν χαρά νά βιώνεις τόν Χριστό. Ἐπίσης, ἡ ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μας δέν εἶναι ἀπώλεια τῆς προσωπικότητός μας, ἐγκατάλειψη καί ὑποβιβασμός μας, ἀλλά εἶναι τό ἀπαραίτητο βῆμα γιά τήν ἐπιστροφή μας στήν ἀληθινή ζωή, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Δέν μᾶς χαρακτηρίζει ἡ ἄρνηση, ἀλλά ἡ καταξίωσή μας ἐν Χριστῶ. Διότι ἡ αἰώνια ζωή δέν προσφέρεται στούς ἡττημένους, στούς ἀμελεῖς καί στούς ὀλιγόψυχους, ἀλλά στούς δυνατούς καί θαρραλέους. Δέν θά νικήσουν οἱ χλιαροί, ἀλλά ἐκεῖνοι πού θά νικήσουν τό θηρίο τῆς Ἀποκαλύψεως. Μήν φοβᾶστε γιά τήν ταπεινοφροσύνη, οὔτε γιά τήν ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν σας, ἀλλά πιστεύετε ὅτι δι᾿ αὐτῶν θά γίνετε μεταλαμπαδευτές τοῦ ἀληθινοῦ φωτός.
Γιά τήν σπουδαιότητα τῆς συνείδησης τῆς ἁμαρτίας στήν κοινωνική ζωή ὁ Βαλέριος ἔλεγε:
-Ἡ συνείδηση τῆς ἁμαρτίας δέν ἐπιτρέπει τήν ἀκολασία, τήν λαιμαργία, τήν φιλοχρηματία, τόν φόνο εἴτε ἄλλα παρόμοια ἔργα. Ἐπί πλέον δέν εἶναι μόνο ἡ ὁποιαδήποτε ἐσωτερική ἀποκατάστασις τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά εἶναι καί ἡ μάχη ἐναντίον τῶν ἀρχῶν καί ἐξουσιῶν τοὺ σκότους, οἱ ὁποῖες κρατοῦν καί ζητοῦν νά ὁδηγήσουν ὁλόκληρο τόν κόσμο στήν σκλαβιά. Μέ ἄλλα λόγια ἡ μάχη τοῦ καθενός μας πρέπει νά συνίσταται στήν πραγματοποίησι ἑνός αὐθεντικοῦ κοινωνικοχριστιανικοῦ συστήματος τοῦ κόσμου.
-Δέν εἶσαι χριστιανός ἐάν μόνο βαπτίσθηκες, ἐάν πηγαίνεις στήν ἐκκλησία, ἀλλά ἄν ζεῖς ἐνάντια πρός τίς ἀρχές τῆς ἐγωιστικῆς, ἀνήθικης, ὑλιστικῆς κοινωνίας στήν ὁποία ζεῖς. Πρέπει νά γίνεις χριστιανός σε ὅλες τίς πλευρές τῆς καθημερινῆς σου ζωῆς καί δι΄ αὐτῆς νά ἐκχριστιανίζεις καί τόν κόσμο γύρω σου. Ἀλλά δέν μπορεῖ νά φτάσει κανείς ἐδῶ μόνο μέ τίς διανοητικές του σπουδές, ἀλλά μέ τά πνευματικά βιώματα, μέ τήν ἀδιάκοπη μάχη κατά τῆς ἁμαρτίας πού γίνεται μέ τά λόγια μέ τίς πρᾶξεις καί μέ τούς ἁμαρτωλούς λογισμούς. Πρίν πολεμήσουμέ τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου πρέπει πρῶτα νά μισήσουμέ τίς δικές μας ἁμαρτίες.
Εἶναι καιρός τῆς μετάνοιας! Οἱ ἄνθρωποι μᾶς ἐγκατέλειψαν
Ἡ στάση τοῦ Βαλερίου μπροστά στίς Ἀρχές ἦταν μέ πολύ ἀξιοπρέπεια, ἀλλά καί θυμόσοφη, ὥστε δέν μποροῦσε νά κατηγορηθεῖ γιά ἀντεπαναστατικές πράξεις, ἀλλά γιά τήν πίστη του. Ἀλλά κι αὐτός ἀκριβῶς τήν πίστη ἐπιθυμοῦσε νά προστατεύσει, καί προσπαθοῦσε νά εἶναι εὐέλικτος περισσότερο ἀπό τούς διῶκτες του γιά νά μή βρεθεῖ σέ μιά ἐντελῶς ἄνιση μάχη, στήν ὁποία θα εἶχε ἡττηθεῖ εὐκολώτατα. Γι΄ αὐτό ἔκανε ἀπό τόν «νόμο τοῦ καίσαρος» ὅπλο γιά νά ὑπερασπίζει τόν ἑαυτό του. Ὡρισμένοι κρατούμενοι τόν ὠνείδιζαν γι᾿ αὐτό τό πρᾶγμα, λέγοντάς του:
-Σέ σένα ταιριάζει αὐτή ἡ στάση, ἀλλ᾿ ὄχι σ᾿ ἐμᾶς! Ἐμεῖς ξέρουμε ὅτι εἴμαστε σέ πόλεμο μ΄ ἕναν ὁλόκληρο, φοβερό καί καταστρεπτικό ἐχθρό καί θέλουμε νά τόν νικήσουμε. Δέν εἴμαστε «κερατάδες», ὅπως μᾶς ἀποκαλοῦν αὐτοί, ἀλλά αὐτοί οἱ ἴδιοι εἶναι “κερατάδες” καί πρέπει νά τούς τό λέμε. Εἴμαστε στήν φυλακή, ἀλλά δέν παραιτούμαστε ἀπό τήν μάχη, ἔστω κι ἄν πεθάνουμε πολεμώντας!
Σέ τέτοια ἐπιχειρήματα ὁ Βαλέριος κατέβαζε τα πονεμένα του μάτια καί ἀπαντοῦσε:
-Ἐσεῖς νομίζετε ὅτι ἐγώ ἐγκατέλειψα τήν μάχη, νομίζετε ὅτι δέν σᾶς καταλαβαίνω; Ἀλλά πρέπει νά πεθάνουμε σάν πρόστυχοι; Δέν περιμένουν αὐτοί τήν εὐκαιρία νά μᾶς χτυπήσουν; Τί πρέπει νά κάνουμε; Νά μποῦμε ἐθελοντικά στό στόμα τῶν λυσσαλέων λύκων ἤ νά χρησιμοποιήσουμε αὐτό τόν καιρό τῆς τιμωρίας μας γιά νά σώσουμε τίς ψυχές καί τήν ζωή μας; Ἦλθε ὁ καιρός νά τάπεινωθοῦμε βαθειά, ν΄ἀσχοληθοῦμε μέ τά προβλήματα μέ ἀληθινή σοβαρότητα, νά καθαριστοῦμε γιά νά εἴμαστε ἄξιοι γιά τόν Χριστό.
Σ΄ αὐτά τοῦ ἔλεγαν:
- Ὄχι ἐμεῖς, ἀλλά αὐτοί εἶναι ἀκάθαρτοι! Ἐάν ἀφήσουμε νά βγοῦν τά δάκρυα τῆς μετάνοιας, θά ἀφήσουμε ἐλεύθερο τό χαλινάρι στούς ἁμαρτωλούς καί στούς τυράννους!
- Ἦλθε ὁ καιρός τῆς μετάνοιας! Ἀπαντοῦσε ὁ Βαλέριος. Ἔχετε πίστη μέσα σας! Οἱ ἄνθρωποι μᾶς ἔχουν ἐγκαταλείψει. Ἡ ἀπολύτρωση θά ἔλθει ἀπό τόν Θεό. Οἱ ἐδῶ θυσίες δέν θά παραμείνουν ἄκαρπες!
Ὕστερα ἀπό χρόνια τά λόγια τοῦ Βαλερίου ἐπεβεβαίωσαν τήν σοφία του καί πολλοί τά εἶχαν σάν ὁδηγό τῆς ζωῆς τους.
Ἡ πλειονότητα ἐκείνων τῶν νέων πίστευε ὅτι οἱ Δυτικοί θά μᾶς σώσουν, θά ἐπέμβουν καί θά τσακίσουν τους κομμουνιστές.
- Εἶναι δύσκολο νά πιστέψουμε ὅτι ἡ Δύση πού συνεμάχησε μέ τούς κομμουνιστές γιά νά συντρίψει τούς Γερμανούς, θα ἐπιστρέψει τώρα ἐναντίον τους, ἔλεγε τότε ὁ Βαλέριος. Τώρα ἔχουμε ὑποδουλωθεῖ στόν κομμουνισμό. Δέν ξέρουμε πόσο καιρό θά ἐπικρατήσει αὐτή ἡ δοκιμασία. Ἡ ὑλιστική σκέψη πού κυβερνάει τόν κόσμο χειροτερεύει αὐτήν τήν δοκιμασία περισσότερο. Θά πρέπει νά φανερωθοῦν ἄλλοι ἄνθρωποι, μέ ἄλλο ἰδεολογικό προσανατολισμό. Ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι μόνο ἀπό τόν Χριστό θα ἔλθει ἡ εἰρήνη στόν κόσμο. Πρέπει νά εἴμαστε ἕτοιμοι γιά μιά μακροχρόνια θλίψη.
Ἐγώ εἶμαι στά χέρια τοῦ Θεοῦ
Τό φθινόπωρο τοῦ ἔτους 1949 ὁ Βαλέριος εἶχε μιά πρώτη καί δυνατή αἱμόπτυση, λόγῳ φυματίωσης. Ἀρρώστησε καί ἔμεινε στό κρεβάτι. Ἦλθαν, μέ τήν σειρά, πολλά παγερά μάτια νά τόν ἰδοῦν. Ἀδυνάτιζε κάθε ἡμέρα ὅλο καί περισσότερο.
Ἕνας φίλος του τοῦ ἔδωσε μιά κόρα ψωμί ἀπό τήν μερίδα του, ἀλλά ὁ Βαλέριος τήν ἀρνήθηκε, λέγοντάς του: «Ἀφοῦ ἐγώ εἶμαι ἄρρωστος, δέν πρέπει ν᾿ ἀρρωστήσεις κι ἐσύ». Ὡστόσο – ὡμολογοῦσε αὐτός συγκινημένος ἀργότερα – ἐκείνη ἡ εὐλογημένἡ ψυχή συνέχιζε νά τοῦ δίνει τήν νύχτα ἕνα τεμάχιο ἀπό τήν μερίδα του, βάζοντάς το κρυφά στό δισάκι ἤ στήν καραβάνα. Μπροστά σέ μιά τόση μεγάλη αὐτοθυσία ὁ Βαλέριος αἰσθανόταν ὅτι τόν σκέπαζε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Οἱ αἱμοπτύσεις ἔγιναν συνεχεῖς καί δέν θά ἦταν «ἀνθρωπιστική συμπεριφορά» τῶν κομμουνιστῶν ν᾿ ἀφήσουν τόν κρατούμενο νά πεθάνει. Στάλθηκε στό νοσοκομεῖο τῆς πόλεως καί παρέμεινε κλειστός μόνος σ΄ ἕνα μικρό δωμάτιο, πού φυλαγόταν ἡμέρα-νύχτα ἀπό δεσμοφύλακες. Οἱ ἰατροί ἔρχονταν νά τόν δοῦν συνοδευμένοι ἀπ᾿ αὐτούς.
Μιά νύχτα, ὅμως, μπῆκε στό δωμάτιο του μιά νοσοκόμα. Τήν εἶχε δεῖ μέ τόν ἰατρό στήν ἐπίσκεψη καί εἶχε ἀντικρύσει στά μάτια της δάκρυα καί πόνο. Τόν εἶχε μεθύσει τόν φύλακα καί ἦλθε στό δωμάτιο τοῦ Βαλερίου. Γονάτισε δίπλα στό κρεβάτι του, πῆρε τό χέρι του καί τό φίλησε.
- Πῶς μπήκατε ἐδῶ; τήν ρώτησε αὐτός.
-Τόν κοίμισα, χαμογέλασε ἐκείνη.
- Τί θέλετε;
- Θέλω νά εἶμαι κοντά σου, νά σέ βοηθήσω. Ζήτησέ μου ὅ,τι θέλεις καί θά τό κάνω.
Ὁ Βαλέριος κατάλαβε ὅτι εἶναι εἰλικρινής καί ἀναστατώθηκε:
-Βάζετε τήν ἐλευθερία σας σέ κίνδυνο γιά μένα. Ὁ Θεός νά σᾶς ἀνταμείψει. Δέν μπορεῖτε νά μέ βοηθήσετε σέ τίποτε. Μόνο ἄν πεθάνω ἐδῶ, σᾶς παρακαλῶ νά πεῖτε στούς ἀνθρώπους καί στήν ἀγαπητή μου οἰκογένεια ὅτι πίστεψα μέχρι τό τέλος, ὅτι εἶμαι εἰρηνικός καί δίνω τήν ζωή μου γιά τόν Χριστό καί τούς συνανθρώπους μου. Μᾶλλον γι΄ αὐτόν τόν λόγο δόθηκε σέ σᾶς ἡ τόλμη νά ἔλθετε σέ μένα, διότι ὅ,τι κάνουν οἱ ἄνθρωποι ἀνήκει στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Σᾶς εὐχαριστῶ, δέν θά σᾶς ξεχάσω, θά προσεύχομαι γιά ἐσᾶς ... Τώρα φύγετε! ... Μή κινδυνεύετε περισσότερο γιά μένα! Ἐγώ εἶμαι στά χέρια τοῦ Θεοῦ!
Ἡ κοπέλλα ἔκλαιγε μέ ἀναστεναγμούς. Ἔφυγε καί δέν συναντήθηκαν πάλι.
Μετά τήν διακοπή τῶν αἱμοπτύσεων ὁ Βαλέριος ἐπαναμεταφέρθηκε στό δεσμωτήριο καί τόν Δεκέμβριο τοῦ 1949 θά σταλεῖ μαζί μέ ἄλλους φυματικούς, στό νοσοκομεῖο-δεσμωτήριο τῆς πόλεως Βακαρέστι καί ὕστερα στήν πόλι Τίργου Ὄκνα.
Ἔτσι λυτρώθηκε ἀπό τήν τρομοκρατική ὀργή πού ξέσπασε κατά τῶν φοιτητῶν τοῦ Πιτέστι: Ἡ κόλαση τῆς «ἀναμόρφωσης», ὅπου ὁ Βαλέριος ἦταν ὁ πρῶτος στήν σειρά, ὁ πιό μεγάλος κερατᾶς, ἀντιπροοδευτικός δεδηλωμένος μυστικός ἐχθρός του κομμουνισμοῦ καί ἐπί πλέον κατηγορούμενος γιά τήν ἰσχυρή ἐπιρροή πού εἶχε ἐπάνω στούς ἄλλους κρατούμενους. Ἔπρεπε νά μπεῖ μεταξύ τῶν πρώτων στήν σειρά τῆς ἀναμόρφωσης. Ἀλλά ὁ Θεός εἶχε ἀποφασίσει διαφορετικά.
Ἡ “ἀναμόρφωση”
Πρέπει νά σταματήσουμε λίγο ἐδῶ ἐπάνω στήν ἔννοια τῆς ἀναμόρφωσης, διότι αὐτή, ὅπως καί ἄλλες ἔννοιες παγκόσμια ἀποδεκτές - ἐλευθερία, δημοκρατία, δικαιοσύνη, ἀλήθεια, ἄνθρωπος,- ἔχει, στήν μαρξιστική-λενινιστική συνάφεια, ἕνα ἐντελῶς διαφορετικό περιεχόμενο.
Ὁ μαρξισμός-λενινισμός ἐξαγγέλλει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι θεός. Ἡ φύση, ἡ ζωή, ἡ κοινωνία καί ἡ ψυχή πρέπει νά ὑποβληθοῦν στούς νόμους του ἱστορικοῦ ὑλισμοῦ. Οἱ μεγαλύτεροι ἐχθροί τοῦ ἱστορικοῦ ὑλισμοῦ εἶναι ὁ Θεός καί ἡ ψυχή. Αὐτοί πρέπει νά εξολοθρευθοῦν πρῶτα.
Ἐπαναλαμβάνουμε καί δέν θά τό ποῦμε πάλι ὅτι, πέρα ἀπό τήν οικονομική, πολιτική, καί στρατιωτική ἡγεμονία, ὁ κομμουνισμός ἀποβλέπει νά ἐξουσιάζει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ψυχή πρέπει νά εξολοθρευθεῖ, διότι εἶναι αδύνατο νά ὑποδουλωθεῖ.
Ἡ θρησκεία, ἡ ἐπιστήμη, οἱ ἰδέες, τά ἰδανικά, τά συναισθήματα, ὅλα πρέπει νά ἐξολοθρευθοῦν καί ν΄ἀντικασταθοῦν μέ τίς ἰδέες, τούς νόμους καί τήν ἐπιστήμη τοῦ ἱστορικοῦ ὑλισμοῦ. Ἔτσι προκύπτει ἕνας ἄνθρωπος-θηρίο, ἕνας ἄνθρωπος-καρικατούρα, ἕνας ἄνθρωπος-διάβολος. Μόνο οἱ δαίμονες καί οἱ ἄνθρωποι, εὐσυνείδητοι γιά τήν ματαιότητα τους, ἀνακηρύσσονται θεοί.
Ἑπομένως, ἡ διαμόρφωση στό πνεῦμα τοῦ ἱστορικοῦ ὑλισμοῦ – δηλαδή ἡ “ἀναμόρφωση” – εἶναι ἡ μεταποίηση τοῦ ἀνθρώπου σέ διάβολο, ἡ καταστροφή τῆς ψυχῆς, ἡ θανάτωση τοῦ Θεοῦ, ἡ μηχανοποίηση τῆς συνείδησης, ἡ κατάργηση τῆς προσωπικότητας, ἡ ἐξαφάνιση τῆς ἐλευθερίας, ἡ ἀπόλυτη σκλαβιά, ἡ ψυχική τηλεκατεύθυνση, ὁ διανοητικός καθορισμός μέ τήν βάση τῶν ἀνακλαστικῶν. Κατευθύνονται ὅλα πρός μιά τέτοια παιδεία.
Τήν πιό ἁπλή ἐξήγηση τῆς “ἀναμόρφωσης» τήν δίνει ἡ περίφημη παιδαγωγική τοῦ Μακαρένκο. Αὐτός ὁ ψεύδο-παιδαγωγός ἦταν ἕνας μεγάλος φαρισαῖος. Ὑπάρχει στό βιβλίο του ἕνα ἐπεισόδιο πού λέγεται ὅτι, ὅταν ἦταν διευθυντής στό ἀναμορφωτήριο, μεταφέρθηκε ἐκεῖ ἕνα ἀγόρι σέ ὀδυνηρή κατάσταση. Ὅλες οἱ μέθοδοί του γιά νά τό εἰρηνεύσει, νά τό ἠμερέψει, νά τό πλησιάσει, καί νά τό πείσει ἦταν ἀνώφελες, διότι τό παιδί δέν σταματοῦσε νά τόν βρίζει καί νά τόν προσβάλλει.
Ἀλλά ὁ παιδαγωγός Μακαρένκο ἦταν ἀγγελικός καί δέν ἔχασε τήν ἠρεμία καί τήν ὑπομονή του. Χαμογελώντας του μέ πολλή ἐπιείκεια, τό βράδυ ἔστειλε τό παιδί σ᾿ ἕνα ὑπνωτήριο. Καί, τί θαῦμα! –μᾶς λέει ο Μακαρένκο, χωρίς ν΄ ἀποβάλλει ὅμως τήν μάσκα τῆς ὑποκρισίας. Τήν ἑπόμενη ἡμέρα, ὅταν κάλεσε τό παιδί, τί νά δεῖ καί νά μήν πιστεύει! Τό παιδί ἦταν σάν ἀρνάκι, πρᾶο, ὑπάκουο καί καλωσυνᾶτο.
Στό Πιτέστι μάθαμέ τί εἶχε γίνει μ΄ ἐκεῖνο τό παιδί, πού «ἀναμορφώθηκε» ἀπό τόν Μακαρένκο, σέ μιά νύχτα πού κοιμήθηκε μέ τά ἀναμορφωμένα παιδιά. Διότι ὁ Μακαρένκο, ὁ ἀκόλουθος τοῦ Μάρξ, θεωρεῖ ὅτι ἡ “ἀναμόρφωση” γίνεται στό κοινωνικό σύνολο καί ὄχι ἀπό τόν παιδαγωγό στόν μαθητή.
Στό τέλος, ὁ Μακαρένκο μᾶς λέγει, εὐχαριστημένος, ὅτι καμμιά φορά δέν ἔδωσε χαστούκι σέ κάποιο μαθητή του. Ἀλλ᾿ὅμως ἔχει ὀργανώσει τήν τρομοκρατία τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου διά τῆς ἐκπαιδευτικῆς δηλητηριάσεως τῶν μαθητῶν του καί τῆς μεταβολῆς τους σέ βασανιστές – καί αὐτό ἀκριβῶς δέν τό μαρτυρεῖ.
Χάριν τῆς ἰδεολογίας, ὁ Μακαρένκο εἶναι ψεύτης καί σαδιστής καί μ΄ αὐτό τόν τρόπο, καταντάει ὁ κλασικός ἐκπρόσωπος τῆς μαρξιστικῆς-λενινιστικῆς ὑποκρισίας. Αὐτός παρουσιάζει, σέ μικρή κλίμακα, μιά δαιμονική διαδικασία τήν ὁποία τὀ ἀθεϊστικό σύστημα ἐπιδιώκει νά τήν γενικεύσει σέ ὅλη τήν ἀνθρώπινη κοινωνία.
Ἡ “ἀναμόρφωση” εἶναι ἕνα σύστημα σχεδόν μηχανικό, καλά συγκροτημένο σέ ἐγκληματικά ἐργαστήρια, ὥστε δέν μπορεῖ νά ἀποτυχαίνει. Γράφουμε ἐδῶ περί αὐτοῦ μέ τό συναίσθημα ὅτι ἐμεῖς κάνουμε τό καθῆκον μας γιά τούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί μέ τό φόβο ὅτι διασπείρουμε ταὐτόχρονα τήν πιό ἐκτρωματική μέθοδο καταστροφῆς καί ἠθικοῦ ξεπεσμοῦ τοῦ ἀνθρώπου.
Τό Πτέστι – ἡ κόλαση στήν γῆ
Στό Πιτέστι ἡ “ἀναμόρφωση” δέν θά κάρπιζε τόσο πολύ ἄν δέν πραγματοποιοῦνταν μερικές πρωτύτερα προϋποθέσεις: ἡ τρομοκρατία, ἡ ἀπομόνωση, ἡ ἐπίπληξη, ἡ ἀνευθυνότητα.
Ἡ πεῖνα ἔκανε αὐτούς τούς νέους μόνο σκελετούς. ἡ καθημερινή μερίδα φαγητοῦ δέν ἔφτανε οὔτε τίς 800 θερμίδες. Τούς προσφέρονταν σοῦπες με 20-30 σπόρους πλιγοῦρι, 10-15 σπόροι φασόλια, 7-8 λαχανόφυλλα καί κάποτε σοῦπες μέ ἁπλό βραστό νερό στό ὁποῖο ἔπλεαν 2-3 ἀστερίσκοι λαδιοῦ. Τό ψωμί ἦταν 250 γραμμαρίων ἤ ἕνα μεγάλο στρογγυλό καρβελάκι τῶν 350 γραμμαρίων, ἀνάλογα. Τό πρωΐ μᾶς ἔδιναν βραστό νερό μέ μυρωδιά καμένης ζάχαρης. Ὅλοι οἱ κρατούμενοι εἶχαν δυστροφία κι ὅμως στά μάτια τους ἔκαιγε πιό δυνατά τό φῶς τῶν δυνατῶν ψυχῶν τους.
Ὅλες οἱ οἰκογενειακές ἐπαφές κόπηκαν, σταμάτησαν καί ὅλες οἱ συναναστροφές. Δέν ὑπῆρχε οὔτε χαρτί, οὔτε μολύβι, οὔτε βιβλίο. Ἀπαγορευόταν νά κοιτάξεις πρός τό παράθυρο, παρόλο πού ἦταν σκεπασμένο μέ σανίδες. Σ΄ ἕνα κρατητήριο τῶν 2Χ4 μέτρων ἦταν στοιβαγμένοι 7 μέχρι 12 κρατούμενοι, ὥστε καί ὁ σχετικά ἀπομονωμένος τρελλαινόταν τελείως ἀπό τήν σκληρή αὐτή ὁμαδική ἀπομόνωση. Οἱ στοιβαγμένοι κρατούμενοι ζοῦσαν, φυσικά, σέ φοβερή ἀποπνικτική ἀτμόσφαιρα.
Στό ἄνοιγμα τῆς πόρτας οἱ κρατούμενοι ἦταν ὑποχρεωμένοι νά σηκώνονται ὄρθιοι, νά βγάζουν τόν σκοῦφο τους καί νά χαιρετοῦν: «Νά ζήσεις»! στόν δεσμοφύλακα. Στό κλείσιμο τῆς πόρτας ἔπρεπε νά λένε ὅλοι: «Ζήτω ἡ δόξα τῆς Λαϊκῆς Δημοκρατίας».
Γιά 17 ὧρες ἔπρεπε ν΄ἀγρυπνοῦν, μή ἔχοντας τό δικαίωμα νά νυστάξουν ἤ νά ξαπλώσουν. Δέν ἐπιτρεπόταν νά ὑπάρχει ἕνα συστηματικό πρόγραμμα συζητήσεων. Κουβέντιαζαν ψιθυριστά. Ἀπαγορευόταν κάθε δουλειά ἤ ἀπασχόληση, οὔτε τουλάχιστόν νά ράψουν μιά πατσαβούρα.
Στό κελλί αὐτό-δεσμωτήριο ἔτρωγαν, ἐκοιμῶντο, ἐπλένοντο καί ὅλα τά ἄλλα. Ὁ ἀέρας εἶχε ἀφόρητη μυρωδιά καί μέ πολλή σκόνη. Ἡ βόλτα στήν αὐλή ἐπιτρεπόταν ἀνά πέντε-ἕξι μῆνες, μόνο γιά λίγα λεπτά καί στήν συνέχεια ἀκολουθοῦσαν τιμωρίες μέ ξύλα. Ἄν ὅμως ἕνας κρατούμενος ἐπήγαινε ἐκτός κρατητηρίου, τοῦ φοροῦσαν μαῦρα γυαλιά, ὥστε δέν ἔβλεπε τίποτε. Τό μπάνιο γινόταν ἀνά δύο εβδομάδες.
Ἀπαγορευόταν αὐστηρῶς κάθε ἐπαφή μεταξύ τῶν κρατητηρίων. Ἀνάμεσα στούς κρατουμένους εἶχαν μπεῖ καί ἀρκετοί πράκτορες τοῦ Κόμματος γιά πληροφοριοδότες. Δέν μποροῦσε νά συνομιλήσει κανείς μέ τούς φύλακες. Ἐπιθεωρήσεις γινόντουσαν σπάνια καί παραδέχονταν οἱ ἐπιθεωρητές μέ χαρά ὅτι οἱ ἐπιβληθεῖσεςς τιμωρίες γίνονται μέ τήν πρέπουσα σκληρότητα. Ἡ ἰατρική περίθαλψη εἶχε ἀπαγορευθεῖ. Ὁ ἰατρός εἶχε μετατραπεῖ σέ τραμποῦκο. Οἱ δεσμοφύλακες ἔκαναν τήν ὁποιαδήποτε αὐθαιρεσία.
Ἐκτός ἀπό τόν ξυλοδαρμό ἐβασανίζοντο καί μέ τόν ἐγκλεισμό τους σέ μπουντρούμι. Τό μπουντροῦμι ἦταν στό ὑπόγειο τοῦ δεσμωτηρίου. Τά παράθυρα ἦταν κλεισμένα καί μέσα ἦταν πηκτό σκοτάδι. Στό πάτωμα ὑπῆρχαν μεγάλες ποσότητες ἀνθρωπίνων κοπράνων (σκατά), καί ἔμοιζε μ᾿ ἕνα βρωμισμένο βάλτο, ὅπου δέν ὑπῆρχε οὔτε μία λωρίδα ξηροῦ καί καθαροῦ τόπου. Οἱ τοῖχοι ἦταν ὑγροί. Τό κρῦο τρυποῦσε τά κόκκαλα.
Ἐπί πλέον, λόγῳ μιᾶς πολύ παράξενης ἀκουστικῆς, τό μπουντρούμι αὐτό ἐπηύξανε ὑπερβολικά ἀκόμη καί τούς πιό μικρούς θορύβους: Ἄν κάποιος μιλοῦσε μέ κανονική φωνή, γινόταν μέσα ἕνας ἐκκωφαντικός θόρυβος πού ἔκανε νά ἀντιβουΐζουν οἱ τοῖχοι καί νά δονεῖται ὅλος ὁ ἀέρας.
Ἐδῶ μεταφέρονταν οἱ νεαροί “κερατάδες”, ὁμάδες-ὁμάδες, συνήθως γυμνοί καί ξυπόλυτοι. Ἀντί τροφῆς, τούς δινόταν μιά κουτάλα μέ καυτό, ἀλμυρό νερό. Συνήθως πρίν νά ἔλθουν στήν κάβα (μπουντρούμι) αὐτοί ἔπαιρναν ἕνα δυνατό μαστίγωμα, καρπός αὐθαιρεσίας τῶν δεσμοφυλάκων οἱ ὁποῖοι, σάν τά θηρία ἔμαθαν ποιά εἶναι ἡ γεύση τοῦ αἵματος διά βασάνων.
Γνωρίζω ἀνθρώπους πού ἔκαναν, σταδιακά, πάνω ἀπό 60 ἡμέρες στήν κάβα μέσα σέ τέτοιες συνθῆκες. Τρεῖς ἡμέρες στήν κάβα ἦταν τό ἐλάχιστο καί ἔφτανε μέχρι 8-10 ἡμέρες, δηλαδή μέχρι τήν κατάπτωση καί τό πέσιμο στόν βάλτο. Ὅταν οἱ τιμωρημένοι ἐπαναφέρονταν στά δωμάτια, ἦταν ἄρρωστοι καί ἀγνώριστοι. Σχεδόν ὅλοι οἱ κρατούμενοι ἐπέρασαν τήν κάβα τοῦ Πιτέστι. Ὅλες αὐτές οι μέθοδοι ἐξουδενώσεως καί θανατώσεως ἐπιβάλλονταν στήν διάταξη καί μέ τήν σιωπηρή ἔγκριση τῆς Ἐξουσίας.
Ἡ σύμβαση Ποπίκ-Τσουρκάνου ἀπό τήν Σουτσεάβα
Οἱ προετοιμασίες γιά τήν μύηση τῆς “ἀναμόρφωσης” στό Πιτέστι ἔγιναν στό δεσμωτήριο τῆς Σουτσεάβας. Ἐδῶ ὁ συνταγματάρχης Ποπίκ τῆς Ἀσφάλειας τοῦ Κράτους – ἕνα ψεύτικο ὄνομα, διότι δέν ξέρουμε πῶς λεγόταν πρίν ἤ ἀργότερα – στρατολόγησε ἀπό τούς κρατουμένους τόν ἄνθρωπο πού τόν χρειαζόταν. Ἦταν ὁ Μπογδανοβίτσι, ἕνας νεαρός ἀπό τήν Ἀδελφότητα τοῦ Σταυροῦ. Ἦταν ἔξυπνος, ἐνεργητικός, φιλόδοξος καί χαρισματικός, ἀλλά μέ ἕνα ἀσταθές ἠθικό ὑπόβαθρο, τό ὁποῖο τόν ἔκανε εὔκολα νά ὑποχωρεῖ σέ συμβιβασμούς.
Ὁ Ποπίκ ἄρχισε μέσῳ τοῦ Μπογδανοβίτσι τό ἔργο τῆς “ἀναμόρφωσης” τῶν πολιτικῶν κρατουμένων. Ἦταν, πρός τό παρόν, μιά ρητορική ζωντανή συζήτησι. Ὠνομαζόταν μαρξιστική-λενινιστική διδασκαλία, διδασκόταν ἀπό τίς καθημερινές ἐφημερίδες καί ἦταν γραμμένη καί ἡ απολογία τους. Ταὐτόχρονα κατακρινόταν τό φασιστικό, ἀστικό καί θρησκευτικό παρελθόν. Ἀλλά οἱ κρατούμενοι δέν τόν δέχτηκαν τόν Μπογδανοβίτσι καί τόν κατηγόρησαν σάν προδότη. Μερικοί τόν ἀπείλησαν καί μετά ὑπέφεραν πάρα πολύ. Τά ἀποτελέσματα δέν ἦταν ἱκανοποιητικά. Τότε ὁ Πόπικ βρῆκε ἕνα ἄλλο «ἐργαλεῖο πιό ἰκανό»: Τόν Τσουρκάνου Εὐγένιο.
Κι αὐτός ἦταν ἕνας νεαρός πού εἶχε περάσει λίγες ἑβδομάδες ἀπό τήν Ἀδελφότητα τοῦ Σταυροῦ. Τό 1945 μπῆκε στό Κομμουνιστικό Κόμμα, κρύβοντας τό παρελθόν του σάν Σταυρἀδελφός. Ὁ Τσουρκάνου ζήτησε ἀπό τόν Μπογδανοβίτσι, τόν συνάδελφό του, νά ξεχάσει αὐτό τό επεισόδιο, ἀλλά ὁ Μπογδανοβίτσι τό εἶπε ὅταν συνελήφθηκε τό 1940. Ἐν τῶ μεταξύ, ὁ Τσουρκάνου ἀναδείχθηκε στό κόμμα, προωθήθηκε στήν διπλωματία καί ἦταν μιά μεγάλη ἐλπίδα τῶν κομμουνιστῶν. Ἀλλά καταδόθηκε, συνελήφθηκε καί καταδικάστηκε, διότι δέν ἦταν «εἰλικρινής» μέ τό κόμμα. Ἄρα, μισοῦσε θανάσιμα τόν Μπογδανοβίτσι καί ὅλους τούς ἐχθρούς τοῦ κόμματος. Ἤθελε ν᾿ ἀποδείξει τήν αὐταπάρνησή του γιά τό κόμμα, ἤθελε νά ἰκανοποιήσει τούς ὑπερήφανους πόθους του, ἤθελε νά ἐκδικηθεῖ.
-Θά περάσω ἐπάνω στά πτώματα, ἔλεγε αὐτός, ἀλλά θά ξαναδῶ τήν οἰκογένεια μου καί θά προαχθῶ στήν σταδιοδρομία μου!
Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἔξυπνος, ἐθελοντής, φιλόδοοξος, σκληρός καί βάναυσος. Ἔπασχε ἀπό μιά ὑπερτροφία τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἦταν, λοιπόν, ὁ πιό κατάλληλος ἄνθρωπος γιά τόν Ποπίκ.
Τό ἔτος 1949 ὁ Τσουρκάνου, ὁ Μπογδανοβίτσι καί ἄλλοι φοιτητές ἀπό τήν Σουτσεάβα μεταφέρθηκαν στό Πιτέστι. Οἱ κομμουνιστικές Ἀρχές ἔβγαλαν τό συμπέρασμα ὅτι διά τῆς μεθόδου τῆς πειθοῦς δέν μποροῦν να νικήσουν τήν ψυχική δύναμη τῶν ρουμάνων νέων. Συνεπῶς, καθιερώθηκε ἕνας νέος τρόπος «ἀναμορφώσεώς τους», ὁ διά τῶν βασάνων.
Εἴτε, εἴτε!
Μόλις ἔφτασε στό Πιτέστι ὁ Τσουρκάνου στρατολόγησε γρήγορα ἄλλους δύο τραμπούκους γιά βοηθούς τους, μέ τήν ὑπόσχεση ὅτι θά αποφυλακιστοῦν, καί σ΄ ἕνά δωμάτιο πού ἦταν 25-30 νεαροί ζήτησε να δηλώσουν ὅλοι ὅτι ξεχνοῦν τό παρελθόν τους καί γίνονται ἄνθρωποι τουῦ καθεστῶτος. Ἀλλά ὄχι ἔτσι ὅπως ἔκανε ὁ Μπογδανοβίτσι. Ἔπρεπε ν᾿ ἀποδείξουν ἔμπρακτα τήν ἀφοσίωσή τους. Ἄρα, ὅλοι εἶναι καλεσμένοι να πολεμοῦν ἀπό ἐδῶ καί πέρα γιά νά καταστρέφουν τούς “κερατάδες” μέ ὁποιάδήποτε μέθοδο.
Οἱ κρατούμενοι ὠργίσθηκαν ἀπό τήν αὐθάδεια τοῦ Τσουρκάνου καί τόν στόλισαν μέ κατηγορίες:
-Εἶσαι ἕνας προδότης, ἕνας ἄνανδρος, ἕνας λιπόψυχος, ἕνας κομμουνιστής, ἕνα θηρίο, ἕνας δολοφόνος!
Σάν ἀπάντηση ὁ Τσουρκάνου καί οἱ ἀκόλουθοί του ἔβγαλαν τά ρόπαλα καί ἄρχισαν νά χτυποῦν δεξιά καί ἀριστερά, τυφλά καί ἀμείλικτα. Τό πλῆθος, ὅμως, ἀντέδρασε μέ βία, σέ μιά νόμιμη ἄμυνα καί οἱ τρεῖς μαντατοφόροι τῆς “ἀναμόρφωσης” «στολίσθηκαν γιά τά καλά» μέ τίς γροθιές καί τά ποδοπατήματα τῶν κρατουμένων. Ὁ Τσουρκάνου χτύπησε τότε τήν πόρτα καί ζήτησε τήν βοήθεια τῆς διοίκησης. Εἶναι γεγονός ὅτι ὁ διευθυντής, ἡ Ἀσφάλεια τοῦ Κράτους καί πολλοί δεσμοφύλακες περίμεναν κιόλας στήν πόρτα.
- Νά ζήσετε! εἶπε ὁ Τσουρκάνου. Σᾶς ἀναφέρουμε ὅτι ἐδῶ ἔγινε μιά αντεπαναστατική καί ἐγκληματική ὁμαδική ἀνταρσία καί ἄν ἐμεῖς δέν ἀντιστεκόμασταν, θά δραπέτευαν οἱ κρατούμενοι.
Προσπάθησαν οἱ κρατούμενοι νά πάρουν τόν λόγο, ἀλλά σκεπάστηκαν τά στόματα τους μέ τίς γροθιές. Οἱ τραμποῦκοι τούς ξυλοφόρτωσαν, τούς ἔσπασαν τίς πλευρές τους μέ τά ρόπαλα, κατεπάτησαν τά σώματα τους μέ τίς μπότες. Οι δεσμοφύλακες καί «οἱ ἀναμορφωμένοι» ξυλοκόπησαν ὅλη τήν ἡμέρα ἐκείνους τούς ἄτυχους καί ἀπροστάτευτους νεαρούς. Ὕστερα τούς ἔκλεισαν πάλι στίς φυλακές καί τούς ἐμήνυσαν:
-Ἄν τολμήσει κάποιος ν᾿ἀντισταθεῖ στήν διαδικασία τῆς “ἀναμόρφωσης”, θά δολοφονηθεῖ!
Ἡ ἐπίπληξη ἦταν πολύ μεγάλη, τρομακτική. Καταλάβαιναν καί δέν καταλάβαιναν τί γίνεται. Ὁ Τσουρκάνου θριάμβευε ἀπειλητικός. Οἱ φοιτητές αἰσθάνοντο ἀβοήθητοι. Δέν ὑπῆρχε διέξοδος, δέν εἶχαν σέ ποιόν νά ἀπευθυνθοῦν. Ἔπρεπε νά ἐκλέξουν: εἴτε, εἴτε!
Ὕστερα γύρω στόν Τσουρκάνου μαζεύτηκαν ἐθελοντικά 10-15 τραμποῦκοι, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί δύο ἑβραῖοι. Αὐτός ὁ μικρός πυρήνας διέπραξε μεγάλες φρικαλεότητες στό Πιτέστι – καί αὐτό διότι τούς τό εἶχε ὑποσχεθεῖ τήν ἐλευθερία. Αὐτοί ὠνειρεύονταν ὅτι ἦταν συνταγματάρχες τῆς Ἀσφάλειας τοῦ Κράτους καί ταυτίζονταν μέ τόν κινητῆρα τῆς πιό θερμῆς ἐπαναστατικῆς πράξης.
Τό δωμάτιο 4 τοῦ Νοσοκομείου
Οἱ βασανιστές ἔθεσαν τήν ἕδρα τους στό δωμάτιο 4 τοῦ Νοσοκομείου. Ἦταν ἕνα μεγάλο δωμάτιο, μέσα στό ὁποῖο χωροῦσαν ἑκατοντάδες ἄνθρωποι. Ξύλινα κρεβάτια περικύκλωναν τό δωμάτιο καί στό κέντρο του ὑπῆρχε ἕνα εἶδος ρινγκ, πολύ κατάλληλο γιά τήν διαδικασία τῆς “ἀναμόρφωσης”.
Οἱ τραμποῦκοι ἄρχισαν τά βάσανα χωρίς ἕνα σύστημα, ἀλλά μά ἄγριο δάρσιμο, γιά «ξεπάτωμα». Μπαίναμε στά βάσανα μέ τήν σειρά, ἀνά 15-20 θύματα, στό κέντρο τοῦ δωματίου, ἐνῶ οἱ ἄλλοι κρατούμενοι ἦταν καθισμένοι σε «θέση διαλογισμοῦ», δίπλα στά ξύλινα κρεβάτια, μέ τά χέρια στά γόνατα, χωρίς νά ἔχουν τό δικαίωμα νά κινηθοῦν ἤ νά μιλήσουν. Μιά ὁμάδα τραμπούκων ἔκαναν ἀστυνομικά μπλόκα γύρω-γύρω στά κρεββάτια καί κοπανοῦσαν δυνατά κάθε μικρή ἀντίδραση τῶν θυμάτων καί μέ καθορισμένες διαταγές.
Οἱ τραμποῦκοι ὠνομάζονταν «κύριοι» καί τά θύματα ἦταν “κερατάδες” καί ἦταν ὑβριζόμενα, ἐμπαιζόμενα καί ἐξευτελιζόμενα μέ τίς πιό ἐλεεινές καί φοβερές φόρμουλες. Γιά νά εἶναι ὁ ἐξευτελισμός πιο μεγάλος,τά θύματα ἦταν γυμνοί.
Τήν νύχτα ἐκοιμοῦντο μέ τό πρόσωπο ἀκάλυπτο καί τά χέρια βγαλμένα ἔξω ἀπό τήν κουβέρτα, διότι οἱ περισσότεροι προσπάθησαν ν᾿ αὐτοκτονήσουν – ἀλλά τό δικαίωμα γιά νά πεθάνεις, ἀπαγορευόταν. Ἐπιδιωκόταν ἡ ψυχική θανάτωση, γιά νά ἐπιτευχθεῖ ἡ μαρξιστική-λενιστική ἀναδιάρθρωση.
Στήν πρώτη περίοδο μιά ὁμάδα ἀπελπισμένων νεαρῶν πετάχτηκαν μέ τά χέρια καί τά κεφάλια τους πρός τά παράθυρα, ἀλλά δέν πρόλαβαν να πεθάνουν. Μετά πού θεραπεύθηκαν ἀπό τίς πληγές τους μπῆκαν στήν σειρά.
Σύγχρονες μαρτυρίες
Ἐφαρμόσθηκαν ὅλα τά συστήματα βασάνων.
Τό πιό συχνό ξυλοκόπημα γινόταν μέ γροθιές καί μέ τό ρόπαλο. Οἱ τραμποῦκοι εἶχαν γίνει μεγάλοι ἀριστοτέχνες νά μαστιγώνουν στά πιό εὐαίσθητα σημεῖα τοῦ σώματος. Τό τρεχούμενο αἷμα τούς ἐξαγρίωνε περισσότερο. Τούς εἶχουν ξεσχίσει πλευρές, κόκκαλα, ραχοκοκκαλιά. Ἔβλεπες σπασμένα κεφάλια, βγαλμένα μάτια, κατεστραμμένα τύμπανα.
Ἕναν νεαρό τόν σταύρωσαν μέ σχοινιά καί μέ δύο καρφιά στόν τοῖχο. Κατόπιν τόν χτύπησαν στό συκώτι μέχρι πού πέθανε. Ὁ Τσουρκάνου τόν κατέβασε μέ φτυσίματα ἀπό τόν τοῖχο καί τόν ἔσυρε ἔξω, ὅπου οἱ Ἀρχές καί ὁ διευθυντής ὑπέγραψαν τό πρωτόκολλο τοῦ θανάτου, λόγῳ καρδιακῆς προσβολῆς.
Σ΄ ἕναν ἄλλο δόθηκε ἀρμυρό νερό νά πιεῖ καί πέθανε μέ φοβερά δεινά. Σέ πολλούς ἄλλους τούς ξερίζωσαν τά νύχια. Πολλές φορές χρησιμοποιήθηκε η κινεζική σταγόνα, δηλαδή ἡ στάλα πού ἔπεφτε στό κεφάλι τῶν θυμάτων ἡμέρα νύχτα μέχρι πού ξετρελαίνοντο. Πολλούς τούς κτυποῦσαν μέ τό ρόπαλο καί τούς στούμπιζαν τά πλευρά καί τό πρόσωπο μέχρι νά λιποθυμήσουν. Ὅσο πιό γνωστό τούς ἦταν τό θῦμα, τόσο πιό ὀδυνηρή ἦταν ἡ ἔνταση τῶν βασάνων.
Ἄλλη μέθοδος ἦταν ἡ στοίβα. Γινόταν μιά στοίβα ἀνθρώπων, ὅπως κάνουν τίς ξύλινες στοίβες στά δάση καί κατόπιν οἱ τραμποῦκοι ἀνέβαιναν ἐπάνω καί χόρευαν, κοπανοῦσαν τά θύματά τους, ἄν καί οὔρλιαζαν ἀπό τόν πόνο. Ὅμως ἀπαγορευόταν νά φωνάξης ἤ νά ἀναστενάξεις. Ἐκεῖνοι πού ἀνέκραζαν ἐτιμωροῦντο. Ἀκόμη ἔφραζαν τά στόματα τους μέ βρώμικα κουρέλια μέ τά ὁποῖα ἔπλεναν τίς τουαλέτες.
Ὁ Τσουρκάνου εἶχε τήν φιγοῦρα τοῦ λιονταριοῦ: Ἐξάπλωνε στό ξύλινο κρεβάτι ἕνα θῦμα, καθόταν δίπλα του καί ἄρχιζε βαθμιαία νά τό πνίγει. Ἐγνώριζε τόσο καλά τίς ἀντιδράσεις τῶν ἀνθρώπων ὥστε προσδιόριζε τίς κινήσεις του γιά τόν πνιγμό γιά περισσότερες φορές, ὅσες αὐτός θεωροῦσε ἀναγκαίες μέχρις ὅτου ὁ ἄνθρωπος λιποθυμήσει. Μεταξύ τῶν πρώτων θυμάτων ἦταν καί ὁ Μπογδανοβίτσι, τόν ὁποῖο ὁ Τσουρκάνου τόν θεωροῦσε σάν ἕνα προσωπικό του ἀντίπαλο.
Κάποιοςεἶχε παρατηρήσει ὅτι σέ χρονιάρες καί σέ νηστήσιμες ἡμέρες (τήν Παρασκευή ἰδιαιτέρως) οἱ «ἀναμορφωμένοι» ἦταν πιό δαιμονισμένοι. Ἔμπρακτα, δέν ὑπῆρχε καμμιά στιγμή ἀνάπαυσης. Ἄν δέν ἤσουνα στά βάσανα, τότε ἤσουνα θεατής στά βάσανα τῶν ἄλλων.
Πολλοί ξυλοκοπήθηκαν μέ λεπτά ρόπαλα στά ἀχαμνά τους καί μερικοί ἀπ᾿ αὐτούς πέθαναν κατόπιν. Σέ ἄλλους ξερίζωσαν τά μαλλιά τους τρίχα τρίχα. Τά δόντια τους πηδοῦσαν ἀπό τό στόμα τους σάν φασόλια. Ἄλλους τούς ἐκρέμασαν μέ τά πόδια τους ἐπάνω καί τό κεφάλι κάτω καί τούς βασάνιζαν. Οὔτε ἡ γλῶσσα τους δέν ξεχάσθηκε ἀπό τά βάσανα.
Ἦταν γνωστή ἡ περίπτωση ἑνός νεαροῦ ὁ ὁποῖος εἶχε βυθισθεῖ μέ τό κεφάλι τόσες φορές στήν τουαλέτα ὥστε ἔπαθε μιά ψυχωτική ἄθλια κατάστασι, ὥστε κάθε ἡμέρα ἐπήγαινε μόνος του, σέ μιά συγκεκριμένη ὥρα, καί βύθιζε τό κεφάλι του στήν τουαλέτα, ἐνῶ τό πλῆθος χαχάνιζε.
Ἕνας ἄλλος νεαρός εἶχε ὁμολογήσει:
-Ἔχω φάει τόσες καραβάνες μέ σκατά ὥστε δέν θυμᾶμαι τό νούμερο.Ὅμως ἤμουν εὐχαριστημένος νά μέ πιέζουν νά τρώγω τά δικά μου παρά νά μοῦ δίνουν ἄλλα ἀπό τήν τουαλέτα.
Πολλούς τούς ἀνάγκαζαν νά στέκωνται μόνο στό ἕνα πόδι καί μέ τό ἕνα χέρι ἀνεβασμένο ψηλά. Ἀπαγορευόταν νά κουνηθοῦν. Μ᾿ αὐτό τόν ἀπελπιστικό τρόπο ἀαγκυλωνόταν τό πόδι τους ἀπίστευτα για πολλές ἡμέρες συνεχῶς.
Ἕναν φοιτητή, ὁ ὁποῖος εἶχε ξεπεράσει ὅλα τά ρεκόρ ὀρθοστασίας, βλέποντας τον ὁ Τσουρκάνου ὅτι ἀκόμη ἀντέχει, τόν χτύπησε, ρίχνοντάς τον στό πάτωμα σάν νά ἦταν ἕνα ξερό κούτσουρο. Οἱ μῦς τοῦ σῶματός του εἶχαν σκληρυνθῆ. Δέν ξέρω ἀκριβῶς πόσο διήρκεσε αὐτή ἡ κακουχία, ἀλλά σίγουρα εἶχε πολλές ἡμέρες ὀρθοστασίας στό ἕνα πόδι. Εἶχε μπεῖ τόσο πολύ στό μυαλό του αὐτή ἡ ἰδέα, ὥστε πραγματοποίησε ἕνα ἀπίθανο ρεκόρ.
Ἐάν οἱ κρατούμενοι ἦταν φίλοι μεταξύ τους, οἱ τραμποῦκοι τούς ἀνάγκαζαν ὁ ἕνας νά κτυπᾶ τόν ἄλλον μέ σκληρότητα. Ἐάν ὅμως ὁ ἕνας κτυποῦσε τόν φίλο του ἐλαφρά καί μέ εὐσπλαγχνία, οἱ τραμποῦκοι τόν ξυλοφόρτωναν.
Ἡ βλασφημία
Βαθμιαία ἄρχισε ἡ συστηματοποίηση τῶν βασάνων καί κατόπιν οἱ τραμποῦκοι κατέληξαν σε ἀκόμη πιό ἄθλιους τρόπους. Ὅταν ὁ Μπογδανοβίτσι ἦταν πολύ ἄρρωστος καί κανένας δέν τόν κοιτοῦσε, τότε κάποιος εἶπε τά ἑξῆς:
- Κοίτα τον, θά πεθάνει ἀβάπτιστος. Ἐλᾶτε νά τόν βαπτίσουμε!
Μέ φρικτά χαχανιτά τόν ἐπῆραν ἀπό τά πόδια καί τόν ἔχωσαν μέ τό κεφάλι στήν τουαλέτα γεμάτη ἀκαθαρσίες ἀπό τά ὁποῖα ρούφηξε ἀρκετά γιά νά μή πνιγεῖ. Τέτοιου εἴδους «βαπτίσεις» ἐγίνοντο συχνά.
Ὅταν ὁ Μπογδανοβίτσι ἦταν ἑτοιμοθάνατος, ἄλλος φιλότιμος εἶπε στούς ἄλλους:
- Κοιτᾶξτε, πεθαίνει ἀκοινώνητος!
Καί ἐπῆρε ἀκαθαρσίες καί τίς ἔβαζε μέ τό ζόρι στό στόμα του.
Τίς τελευταῖες στιγμές τῆς ζωῆς του ὁ Μπογδανοβίτσι εἶπε σ᾿ ἕναν, ὁ ὁποῖος τόλμησε νά ὑψώσει τήν φωνή του καί νά τόν ὑπερασπισθεῖ:
-Σᾶς παρακαλῶ νά μέ συγχωρήσετε. Ἔσφαλα. Δέν ἐπίστευα ὅτι κάποτε θά φθάσω ἐδῶ. Δέν ἐπιτρέπεται νά ἀστειεύεται κανείς μέ τόν διάβολο. Πεθαίνω σάν ἕνας παλιάνθρωπος καί δέν ἔχω καμμιά ἐλπίδα. Ἐάν εἶναι δυνατόν συγχωρέστε με! Κανείς ποτέ νά μή δέχεται οὔτε τήν παραμικρά «συμμαχία» μέ τόν διάβολο. Ἐγώ εἶμαι θῦμα τῶν λαθῶν μου. Ἄς διδαχθοῦν οἱ ἄνθρωποι νά μή κάνουν ὅ,τι ἔκανα ἐγώ.
Μέ τόν καιρό ἡ κατάσταση ἔφτασε σέ μιά ὁμαδική τρέλλα μέ τρόπους καί συμπεριφορές, ὅσο γινόταν πιό τραγελαφικές. Ἰδού ἕνα παράδειγμα: Ὁ Τσουρκάνου βρίσκεται μπροστά σέ μιά τρομοκρατική καί παραμορφωμένη ψυχικά ὁμάδα γιά πολύ καιρό. Ὅλοι τρέμουν λές καί εἶναι ἠλεκτροκτυπημένοι, ἀλλοπαρμένοι, ἔντρομοι. Κανένας δέν τολμᾶ νά σκεφτεῖ κάτι ἄλλο, παρά μόνο τήν Γραμμή τοῦ Τσουρκάνου. Πολλοί ἁμιλλῶνται πῶς νά τόν τέρψουν.
- Γδυθεῖτε! Διατάζει ὁ Τσουρκάνου. Ἐσύ εἶσαι παρθένος....ἐνῶ ἐσύ (καί δείχνει κάποιον ἄλλο) εἶσαι ὁ ἅγιος Ἰωσήφ. Θ᾿ ἀποδείξουμε τώρα πώς ἦταν δυνατόν νά ἐνσαρκωθεῖ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, νά τόν πάρει ὁ διάβολος, ἀπό μιά Παρθένο πού ἔμεινε για πάντα Παρθένος. Λοιπόν, Μαρία, δείξε τόν πισινό σου! ἔτσι, ἔτσι ... (ἀκολουθεῖ μιά ἀνήκουστη βλασφημία τήν ὁποία μόνο ἕνας δαιμονισμένος νοῦς μποροῦσε νά τήν φανταστεῖ). Ὁ σκοπός ὁμολογουμένως τῶν βασανιστῶν ἦταν νά σκοτώσουν τήν πίστη στόν Θεό μέσα στόν νοῦ καί στήν καρδιά τῶν κρατουμένων. Λόγῳ τῆς εὐλάβειάς μας πρός τήν Θεοτόκο δέν γράφουμε ἐδῶ ἀκέραια τήν ἀφήγηση τοῦ συγγραφέα.
Ζητοῦμε νά μέ συγχωρέσετε διότι γράφω τέτοια ἀσεβῆ καί βλάσφημα λόγια γιά τήν Θεοτόκο. Τό κάνουμε μέ τρόμο καί πόνο, ἀλλά πιστεύουμε ὅτι ὁ κόσμος χρειάζεται αὐτό τό σόκ γιά νά ξυπνήσει. Ἕνας κόσμος, πού ὁ ἴδιος εἶναι πνευματικά ἀλλοτριωμένοςς, χρειάζεται νά γνωρίζει τέτοιες φρικαλεότητες γιά νά ἐκπλήττεται καί νά αἰσθάνεται ἔντονα τό χάσμα στό ὁποῖον ὀλισθαίνει.
Αὐτό τό ὁποῖον διέταξε ὁ Τσουρκάνου ἐκτελέσθηκε. Ναί, κύριοι, οἱ αἰσθήσεις ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων λειτουργοῦσαν σύμφωνα μέ τίς διατεταγμένες ἀποφάσεις τοῦ Τσουρκάνου, μέσω τῆς ἔντονης τρομάρας πού ἐξασκοῦσε στά θύματά του. Εἶναι ἡ ἀφύσικη καί ἀνατρεπτική διαδικασία τῶν ὑψηλῶν πνευματικῶν βιωμάτων στά ὁποῖα ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ὑποτάξει τίς αἰσθήσεις καί τίς ὀρμές του, πού ὑποτάσονται σέ μερικές βαριές δοκιμασίες, ὅπως ἔγινε στήν περίπτωση τῶν ἁγίων καί τῶν μαρτύρων.
Καθώς ἐξετελεῖτο δημόσια αὐτό τό πανάθλιο καί ἐλεεινό ἔργο, μέ ἕνα σῆμα τοῦ Τσουρκάνου τό ἀκροατήριο ξέσπασε σέ σκανδαλώδη γέλια, ζητωκραυγές καί κοροϊδίες τῶν ἱερῶν πραγμάτων.
Ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι εἶχαν χαμένα καί ἀλλοίθωρα τά βλέμματά τους, ἔμοιαζαν μέ φἴδια πού ἐπιτίθενται, μέ θηρία πού δαγκώνονται πρίν πεθάνουν, μέ τρελλούς ἤ δαιμονισμένους. Ἡ ἔκφραση τῶν προσώπων τους ἦταν ἀγριωπή. Οἱ χειρονομίες τους ἀνήσυχες καί σάν ἐξαρθρωμένες. Ὅλοι ἦταν ἀναγκασμένοι νά χειροκροτοῦν, ἀλλά ὄχι ὅλοι στόν ἴδιο ρυθμό, ἔντασι καί χρόνο, διότι ὁ καθένας τους εἶχε φτάσει σ᾿ ἕνα ὡρισμένο βαθμό ἀντοχῆς, λόγῳ ψυχικῆς καί σωματικῆς κατάπτωσης.
Ἡ φαντασία ἄρχισε νά λειτουργεῖ πυρετωδῶς καί περιγελάστηκαν κλιμακωτά καί ἄλλα ἱερά γεγονότα τοῦ Χριστιανισμοῦ: Ἡ διαφυγή στήν Αἴγυπτο, ἡ ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλία, οἱ Ἀπόστολοι, ὁ Ἰησοῦς καί ἡ Μαρία Μαγδαληνή, τό Πάσχα κτλ. Δι΄ αὐτῶν τό Καθεστώς ἐπεδίωκε τήν καταστροφή τῆς πίστεως, τό τελευταῖο προπύργιο της ἀνθρώπινης ἀντίστασης, πού εἶχε ἐξορισθεῖ ἀπό τίς δυνάμεις τοῦ σκότους.
Πρέπει νά σᾶς καθαρίζουμε τό μυαλό κομμάτι κομμάτι!
Ἡ «“ἀναμόρφωση”» γινόταν σέ 4 στάδια:
1. Ἡ καταστροφή τῆς ἀντοχῆς τῶν ἀνθρώπων διά τῆς βίας, μέχρι τό ἐπαναστατικό σόκ, δηλαδή μέχρι τήν ὑποχώρηση καί τήν ἀποδοχή τῆς “ἀναμόρφωσης”.
2. Η αὐτοκαταγγελία, ἡ ὁποία ἔπρεπε να φανερώνει ὅλο τό παρελθόν καί τό παρόν, ὅ,τι ἤξερε ὁ καθένας γιά τούς φίλους του καί γιά τούς ξένους. Αὐτή γινόταν ἐγγράφως. Ἡ εἰλικρίνεια ἔπρεπε νά εἶναι ἀπόλυτη. Ἐάν ἡ αὐτοκαταγγελία ἑνός δέν ἀνταποκρινόταν μέ τοῦ ἀλλουνοῦ, τότε ἀκολουθοῦσαν τά πιό φρικιαστικά βάσανα. Ἄρα κανένας δέν τολμοῦσε νά κρύψει κάτι πιά.
3. Ὁ ἐμπαιγμός καί ἡ ἀπάρνηση ὅλων τῶν ἀξιῶν καί τῶν ἰδεῶν τοῦ παρελθόντος, ἰδιαίτερα ἡ διακωμόδηση τῆς θρησκείας καί τοῦ Θεοῦ.
4. Ἡ ἐπάνδρωση σάν στέλεχος τῆς “ἀναμόρφωσης” μέ σκοπό νά καταστρέψει μέ ὁποιαδήποτε μέθοδο ὅλους πού ἀρνοῦνται ν᾿ ἀναμορφωθοῦν.
Ἀπ᾿ αὐτό τό ψυχοπαθολογικό σχέδιο φαίνεται ὅτι βρισκόμαστε μπροστά σέ μιά ἐπιστήμη καθαίρεσης τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία ἔχει ἐφαρμοστεῖ ἄσπλαχνα στίς ψυχές καί στίς συνειδήσεις κάποιων ἀθώων νεαρῶν.
Τά θύματα ἦταν παντοτινά ὑπό τήν παρακολούθηση τῶν τραμπούκων:
-Ἐε παλιόσκυλο, πές μου τί γίνεται μέ σένα; Ρώτησε ἕνας τραμποῦκος κάποιον βασανισμένο ἐπί μῆνες νεαρό ἀπό τήν Κωστάντζα.
Εἶναι πάρα πολλά, ἄρχιζε νά λέγει μέ φωνές ὁ νεαρός. Δέν χορτάσατε πιά; Θέλεις νά γίνεις προδότης καί τῆς μάννας σου πού θυσιάσθηκε γιά νά σέ μεγαλώσει;
Καί ἐπειδή ἀπάντησε σωστά, κτυπήθηκε μέχρις αἵματος. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος σέ κάποια στιγμή ἀπροσεξίας τῶν φυλάκων, τήν ἡμέρα ἐκκενώσεως τῶν δεσμωτηρίων γιά ἐκτέλεσι τῶν θυμάτων, πήδηξε ἀπό τόν τρίτο ὄροφο μέ τό κεφάλι κάτω στό κενό τῆς ἐσωτερικῆς σκάλας. Καί ἀπέθανε. Αὐτοί πού δέν τόν παρακολουθοῦσαν αὐστηρά, τιμωρήθηκαν. Ὁ διοικητής ἔστειλε μία ἐπιτροπή γιά ἔρευνα γιά τήν αἰτία τοῦ θανάτου του καί, κτυπώντας τό πτῶμα μέ τήν μπότα του, εἶπε:
-Δῶσε τον στόν....ἰατρό καί γράφε τριτογενής σύφιλις...!
Τά θύματα ἦταν συνεχῶς ὑπό τήν παρακολούθησι τῶν δημίων.
Τί σκέφτεσαι; Ρώτησε ὁ δήμιος ἕνα θῦμα.
- Νά ζήσετε καί θά δεῖτε, σκεφτόμουνα ...
Καί ὁ ἄνθρωπος αὐτός χανόταν ψυχικά κι ἕνας ἐσωτερικός σάλος τρομάρας τοῦ ἐσκότιζε τόν νοῦ. Ἐάν ἄρχιζε νά ψεύδεται, φοβόταν. Ἄν ἔλεγε τήν ἀλήθεια, τόν τρομοκρατοῦσαν καί τόν ἐράβδιζαν ἀμέσως.
Τό ρῖγος τῆς τρομάρας καί ὁ πανικός εἶχαν γενικευθεῖ. Οἱ ἄνθρωποι ἀναγκάζονταν ν᾿ἀποβάλλουν κάθε λογισμό πού δέν ἄρεσε στήν «“ἀναμόρφωση”» καί ἐσκέπτοντο μόνο, ὅπως τούς διέταζαν.
Ἕνα ἀπό τά συνθήματα τῆς “ἀναμόρφωσης” ἦταν „πρέπει νά καθαρίζουμε κομμάτι-κομμάτι τό μυαλό σας.” Καί ἀληθινά, διά τῶν συνεχῶν καί ἀνεύθυνων βασάνων ἔγινε ἡ συνθηκολόγηση μερικῶν συνειδήσεων σπάνιας ὡραιότητας. Μερικοί ἄντεξαν μιά ἡμέρα, ἄλλοι μιά ἑβδομάδα, ἄλλοι ἕνα μῆνα καί ἄλλοι μερικούς μῆνες, ἀλλά κανένας δέν μποροῦσε νά ἀντέξει παντοτινά
Ἡ ἀντοχή τους στό Πιτέστι ἐξαρτήθηκε ἀπό τρεῖς συντελεστές: Ἀπό τήν δύναμι τῶν πιέσεων πού εἶχε ὑποβληθεῖ σέ κάθε ἄνθρωπο, ἀπό τήν προσωπική, ψυχική καί σωματική ἀντοχή τους καί ἀπό τήν συνείδηση τοῦ καθενός, ἡ ὁποία εἶχε μεγάλη σημασία σέ κάθε περίπτωση.
Πορτραῖτα ἀπό τήν “ἀναμόρφωση”
Ὁ κύριος Κ. Ἦταν ἕνας ὤριμος πνευματικά νεαρός. Ὅσο ὄμορφος ἦταν σάν ἄντρας, τόσο ὑπέροχος ἦταν καί ἐσωτερικά. Ἦταν ἕνα διαμάντι. Ἔπνεε τήν πιό γνήσια χριστιανική πνευματικότητα. Ἦταν ἀξιοπρεπής, ἀλλά καί μέ μιά ζωντανή συνείδηση τῆς ἁμαρτίας. Μυστικοπαθής, ἀλλά ἔξυπνος καί δυναμικός. Ἕνας διαπρεπής φοιτητής καί ἀπτόητος μαχητής. Ἕνας ἄνθρωπος μέ ἰδανικά ἰσορροπημένος, σκορπίζοντας τήν καλωσύνη μέ μιά ἀρμονική διάρθρωση καί μέ μιά ξεχωριστή ἀγωγή.
Ἡ πίστη του ἦταν ζωντανή, δυναμική, αἰσιόδοξη καί ἰσχυρή. Ἡ πλούσια καί ἔντονη ἐσωτερική του ζωή τοῦ ἔδινε μιά νηφάλια καί δελεαστική ἔλξι. Ἄρα ἦταν μιά ὁλοκληρωμένη προσωπικότητα, ὅταν μπῆκε στήν σειρά “ἀναμόρφωσης” στά δεσμωτήρια τῆς πόλεως Πιτέστι.
Βασανιζόταν ἑπτά μῆνες καί δέν ὑπέκυπτε. Ἐθεωρεῖτο πλέον ἕνας ἥρωας. Ἦλθε καί τό τέλος τῆς “ἀναμόρφωσης” δίχως νά ἔχει πέσει. Πολλοί τόν ἐπαίνεσαν, ἀλλά οἱ περισσότεροι τό ἐξέλαβαν σάν ἐπιχείρημα γιά νά κατηγορήσουν ἐκείνους πού εἶχαν ρεζιλευτεῖ. Ὅμως ὁ φοιτητής Κ. ἔλεγε:
- Δέν εἶμαι ἕνας ἥρωας, ἀλλά ἕνας τυχερός. Ὁ Θεός μέ προστάτευε. Ἔχω τό πλεονέκτημα ὅτι μπῆκα στήν “ἀναμόρφωση” μέ μιά καλῶς συγκροτημένη συνείδηση. Ἀπέκτησα ἤδη μιά ἐμπειρία μάχης καί ἀντοχῆς, ὅτι ἡ ἴδια ἡ φύση μου εἶναι γερή καί, τέλος, ὅτι δέν ἐξήσκησαν ἐναντίον μου, σέ τόση ἔνταση τά βάσανα πού ὑπέφεραν ἄλλοι. Λόγω τῆς παύσης τῆς “ἀναμόρφωσης” σώθηκα. Δέν ξέρω τί θά γινόταν μέ μένα ἄν συνέχιζαν τά βάσανα. Σέ τέτοιες συνθῆκες κανένας δέν μπορεῖ νά ἐγγυηθεῖ μιά ἀπέραντη ἀντοχή. Πρέπει νά μήν βγάλουμε βιαστικά καταδικαστικές ἀποφάσεις αὐτούς οἱ ὁποῖοι πέρασαν ἀπό ἐδῶ.
Ὁ Κ. ἔμεινε ὁ ἴδιος ἁπλός καί ταυτόχρονα σύνθετος ἄνθρωπος, μυστικός, ρεαλιστής, ἀνεξίκακος, ἀλλά καί ἀνένδοτος στίς ἀρχές του, μαζί μέ τόν Χριστό τόν ὁποῖον ἀγαποῦσε. Βοήθησε τούς φίλους του νά βγοῦν ἀπό τήν κόλαση τῆς “ἀναμόρφωσης”, καί σάν καλός συνάδελφος ἔλεγε:
-Μέ ἁπλᾶ λόγια θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ὅλα αὐτά πού ἔγιναν ἦταν δυνατά ἕνεκα τῆς ἀθεϊστικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή τοῦ παροξυντικοῦ ὑλισμοῦ. Παρότι κατώρθωσαν νά καταστρέψουν ἀνθρώπους καί ψυχές, ὅμως αὐτοί ἐσφράγισαν μιά δαιμονική ἐποχή, πού δείχνει στήν πρᾶξι ὅτι ἐξέθεσαν μόνο τόν ἱστορικό ὑλισμό, μαζί μέ ὅλες τίς συνέπειες του. Ἡ πορεία δέν τελείωσε. Ὁ κόσμος χρειάζεται ἀκόμη θλίψεις καί βάσανα μέχρις ὅτου φθάσει γιά νά γνωρίσει τόν Θεό.
Ὁ κύριος Β. Ἦταν ἕνας ἔξυπνος καί γελαστός νεαρός, λίγο φλύαρος, λίγο φλεγματικός, ἐπιπόλαιος καί ἕτοιμος γιά νά παίξει μέ τήν ζωή. Παρόλο πού σεβόταν τίς ἀληθινές προσωπικότητες, βεβαιώνοντας ἔτσι ὅτι ἔχει μέσα του μιά πραγματική ἱεραρχία τῶν ἀξιῶν, ὁ νεαρός ἔπαιζε μέ τόν συμβιβασμό, ἐπιχειρώντας νά ζαχαρώνει τόν σατανᾶ. Ὅταν μπῆκε στήν σειρά “ἀναμόρφωσης”, προσπαθοῦσε νά εἶναι ἐπιτήδειος καί τάχθηκε μέ τούς ἀναμορφωμένους. Ἡ λύπη του ἦταν ὅμως μεγάλη, διότι ἀναρίθμητες φορές πιάστηκε σάν ψεύτης καί ὑπέφερε πολλά βάσανα. Ἀπό τότε τόν ὡδηγοῦσαν συχνά στά μαρτύρια, διότι δέν εἶχε ἐμπιστοσύνη μπροστά στόν Τσορκάνου. Ὑποχρεώθηκε ν᾿ ἀποκαλύψει ὅλα τά κρυπτά τῆς ζωῆς καί τῆς ψυχῆς του, ἀλλά ποτέ δέν μέτατράπηκε, ὅπως μερικοί ἄλλοι, σέ βασανιστή.
Τότε κάτι συνέβη στήν ψυχή του. Αὐτός δέν ἐπήγαινε στήν ἐκκλησία, ἀλλά πίστευε. Τώρα, ὅμως ἀνεκάλυψε τόν Θεό μέσα του σάν μιά ζωντανή ἐκκλησία. Ἀηδίαζε τήν προχειρότητα καί τίς ἁμαρτίες τοῦ παρελθόντος. Κανένας δέν ἤξερε τί γίνεται στήν ψυχή του. Νόμισαν ὅτι μωράνθηκε καί, μετά, ἀφοῦ τόν εἶχαν τσακίσει, τόν ἄφησαν στήν ἄκρη. Αὐτός, ὅμως, προσευχόταν. Ἔπεφτε μπροστά στόν Θεό, θρηνολογοῦσε τίς ἁμαρτίες του.
Ὅταν τελείωσε ἡ “ἀναμόρφωση”, αὐτός ἔκανε μιά δυνατή ὁμολογία μέ βαθειά ταπείνωση. Ἔκλαιγε. Δέν σήκωσε τά μάτια του ἀπό κάτω, ζοῦσε μόνο καί μόνο γιά νά συγχωρεθεῖ. Γύρευε κάθε εὐκαιρία γιά νά ταπεινωθεῖ. Εἶχε αφήσει ὅλες τίς ἀπασχολήσεις γιά νά προσηλώνεται μόνο καί μόνο στήν σωτηρία του.
Ἤθελε, ὅμως, νά ὁμολογεῖ ὅ,τι εἶχε συμβεῖ μ᾿ αὐτόν, ὄχι μόνο γιά τήν προσωπική σημασία τους, ἀλλά μᾶλλον γιά τήν ἀνθρώπινη, ἱστορική καί πνευματική σπουδαιότητά τους.
Ὁ κ. Γ. Ἦταν ἕνας ἔξυπνος νεαρός, προικισμένος μέ μιά τεράστια μνήμη. Στήν “ἀναμόρφωση”, ὕστερα ἀπό τό ἐπαναστατικό σοκ, ἔπρεπε νά γίνει στέλεχος τοῦ κόμματος. Συνεπῶς, ἔψαχνε ὁ καθένας γιά τόν ἑαυτό του μιά φόρμουλα συμβιβασμοῦ ὅσο πιό ὑποφερτή. Ὁ κ. Γ. δέν μποροῦσε νά μεταποιηθεῖ σέ δολοφόνο, οὔτε σέ προδότη. Πίστευε στό Θεό καί ἦταν πιό ἔξυπνος γιά νά μπορέσει νά δεχτεί τήν “ἀναμόρφωση”. Καί ἐν τούτοις ἔπρεπε νά παίξει τόν ρόλο τοῦ ἀναμορφωτῆ.
Ὁ Τσουρκάνου εἶχε ἀνακαλύψει στήν μνήμη τοῦ κ. Γ. ἕνα εἶδος μηχανικοῦ μυαλοῦ πού τό χρειαζόταν γιά τά στενογραφήματα καί τἀ ἀμέτρητα κλισέ τῆς “ἀναμόρφωσης”. Ἦταν περίπλοκο γιά νά λεπτολογεῖ τούς σωρούς τῶν δηλώσεων ἤ τῶν προδοσιῶν, δουλειά πού ὁ κ. Γ. τήν ἐκτελοῦσε πιστά. Ἄρα, ὁ Τσουρκάνου τόν εἶχε κοντά του καί τόν χρησιμοποιοῦσε σάν μνήμη τῶν συμβαινόντων στήν “ἀναμόρφωση”. Μ᾿ αὐτό τόν τρόπο, ὁ κ. Γ. ἦταν εὐχαριστημένος διότι δέν συμμετεῖχε σέ τίποτε στίς ἐκεῖ ἀθλιότητες. Ἔκανε μιά μηχανική πράξη, κρατώντας τήν ψυχική του ἐλευθερία.
Αὐτός ζοῦσε ἔτσι ἕνα συνεχή ἠθικό διχασμό: Νά ἔχει δωρίσει τήν ἐγκεφαλική του μνήμη στόν Τσουρκάνου καί τήν ψυχή του νά ἔχει ἀφιερώσει στόν Θεό. Ἔπαιζε ἕνα «κεντρικό» ρόλο. Ὅλος ὁ κόσμος ἐτρόμαζε ἀπ᾿ αὐτόν κι αὐτός δέν ἐμπιστευόταν σέ κανέναν τό μυστικό του, διότι ἔτσι θά θανατωνόταν. Καί εἶχε τήν ἀτυχία νά παραμείνει πολλά χρόνια στό κέντρο τῆς “ἀναμόρφωσης”.
Δέν μποροῦσε νά λέγει ὅτι προσεύχεται, μέ τήν ἔννοια τῆς κοινῆς προσευχῆς, ἀλλά κοινωνοῦσε μυστικά πάντοτε μέ τόν Θεό σέ μιά εὐκαιρία ἐξόδου ἀπό τό Κέντρο.
Αὐτός εἶχε καταλάβει τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ “ἀναμόρφωση”, μαζί μέ ὅλο τό ἰδεολογικό ὑπόβαθρό της, ἀλλά ζοῦσε μυστικά μέ τήν πιό βαθειά χριστιανική πνευματικότητα. Συνεπῶς ἦταν ἀποφασισμένος νά ἀφιερώσει τήν ζωή του στόν Χριστό, ἀλλά ζοῦσε ἀναγκαστικά μέσα στήν «“ἀναμόρφωση”».
Ὅταν ἦλθε έλευθερία στήν Χώρα ἀφιέρωσε τήν ζωή του, ψυχῆ τε καί σῶματι στόν Θεό, μέ μιά δύναμη πού μᾶς τρομάζει καί συγκλονίζει, διότι οἱ διαστάσεις τραγωδίας τῆς συνειδήσεώς του ἦταν πελώριες.
Ὁ κ. Β. Ἦταν ἕνας νεαρός μέ ὡραῖο πρόσωπο καί μέ μιά ἀξιοπρεπῆ παρουσία. Ἔξυπνος καί ἀλύγιστος. Ἦταν ἄγριος μέχρι σκληρότητος πρός τούς ἐχθρούς, τούς προδότες καί τοὑς ὑπόπτους. Δέν ἀνεχόταν τήν χριστιανική ταπείνωση, ἡ ὁποία ἦταν γι΄ αὐτόν ἕνα εἶδος φθορᾶς. Πίστευε ἀπεριόριστα στίς δικές του δυνάμεις καί ἀναδεικνυόταν ἀναμφίβολα, ὁριστικά καί ἀπόλυτα.
Ἦταν ἀπόμακρος καί κρῦος στίς σχέσεις του μέ τούς ἄλλους. Προσέφερε μέ πολλή τσιγκουνιά τήν φιλία του. Ἦταν ἕνας ἀπόκοσμος πού θαύμαζε τόν ὑπεράνθρωπο. Ἐπίσης δέν δεχόταν καμμιά ἀνθρώπινη ἀδυναμία καί δέν συγχωροῦσε κανέναν. Τοῦ φαινόταν ἀδύνατον νά πιστέψει ὅτι ὁ ἴδιος θά χρειαζόταν συγχώρηση.
Περί τῆς πίστεως ἀπέφευγε νά μιλήσει. Ἔκανε ἕναν δικό του Θεό, σύμφωνα μέ τίς ψυχικές του διαστάσεις. Πολλοί τόν θεωροῦσαν ἀλαζόνα, ἄλλοι πίστευαν ὅτι εἶναι ἕνας φαρισαῖος, αὐτός ὅμως παριφρονοῦσε τίς γνῶμες τους καί δέν σταματοῦσε νά ἔχει τ᾿ αὐτιά του παντοῦ ἀνοικτά. Αὐτός ἦταν ἕνας ἀπό τούς πιό ταλαίπωρους ἀνθρώπους στήν “ἀναμόρφωση” καί εἶχε ἐπιδείξει μιά σπάνια ἀντοχή, προβαλλόμενη ἀπό κάποιον ἐκεῖ, στό Πιτέστι. Χρειάστηκαν ἕξι μῆνες φοβερῶν βασάνων, ἐξευτελισμῶν καί περιορισμῶν μέχρι πού ὑπέκυψε, δηλαδή, στήν γλώσσα τῆς “ἀναμόρφωσης”, ἔφτασε στό ἐπαναστατικό σόκ.
Ὅταν «ἀναμορφώθηκε» ἡ ψυχή του ἔγινε σκοτάδι. Ἔγινε σάν τό θηρίο. Πέρασε στήν ἀντίθετη ὄχθη, διότι δέν εἶχε εὐελιξία καί ψυχικό φωτισμό. Γι΄ αὐτόν ὑπῆρχε μόνο τὀ εἴτε, εἴτε. Καί ἐφ᾿ ὅσον καταρακώθηκε ὁ ἀξιοπρεπής ἄνθρωπος, ἔγινε θηρίο. Αὐτός ἔκανε πολύ κακό χωρίς ἴχνος μεταμέλειας, ἀληθινός σαδιστής.
Πέρασε ὁ τρόμος τῆς “ἀναμόρφωσης”, ἀλλά αὐτός παρέμεινε στήν θέση του, ἐμφανιζόμενος παντοῦ σάν ἀναμορφωτής. Παρέμεινε σέ μιά παγερή καί σκοτεινή μοναξιά. Οὔτε καί μετά τήν ἀποφυλάκισή του, μέ τίς ἐνέργειες τῆς οἰκογένειάς του καί τῆς ἐξουσίας, ἔγινε καλύτερος. Παρέμεινε ἕνας προδότης, ἀλλά σιωποῦσε, διότι ἐδῶ δέν εἶχε ποιόν νά καταγγείλει γιά τό παρελθόν του, ἐφ᾿ ὅσον ἦταν ἄγνωστος. Τό πρόσωπό του ἄγριο, ἡ ὄψη του κρύα, ἡ ψυχή του ἀπολιθωμένη.
Αὐτά τά πορτραῖτα καί ἄλλα εἶναι ζωντανές μαρτυρίες τοῦ τερατώδους ψυχικοῦ ἐκμαυλισμοῦ, πού ἦταν τό ἔργο τῆς “ἀναμόρφωσης” στό Πιτέστι. Αὐτή ἡ “ἀναμόρφωση” γινόταν μέ τίς διαταγές καί τήν προστασία τῆς τοπικῆς Ἀσφάλειας τοῦ Κράτους, τῆς Ἀσφάλειας ἀπό τό Βουκουρέστι καί τῶν ρηξικελεύθων ἐντολῶν τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Κομμουνιστικοῦ Κόμματος.
Ὁ “ἀναμόρφωση” σέ ἄλλα κρατητήρια τῆς Χώρας
Ἐπειδή ὁ Τσουρκάνου, καθοδηγούμενος ἀπό τούς ἡγέτες του, ἀναζητοῦσε τρομερές ἀποκαλύψεις γιά τήν ζωή τῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἄνθρωποι, λόγῳ τῆς τρομάρας τους, ἄρχισαν νά σκαρώνουν τρόπους σωτηρίας τους καί ἐδήλωσαν δολοπλοκίες τῶν ἡγετῶν τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Κομμουνιστικοῦ Κόμματος. Ἐπειδή αὐτές οἱ δηλώσεις ἐπήγαιναν στήν Ἀσφάλεια τοῦ Κράτους, καί βάσει αὐτῶν ἐγίνοντο ἀναρίθμητες συλλήψεις καί καταδίκες. Ὅταν ἐμφανίστηκαν δηλώσεις ἐναντίον τῆς Ἄννας Πάουκερ ἤ ἄλλων ὁμοίων, ἡ ἀρχηγία ἀντιλήφθηκε ὅτι ὑπάρχει πρόβλημα καί ἄρχισε νά παίρνει ἔκτακτα μέτρα.
Ἔτσι τό 1951 ὁ Τσουρκάνου μεταμεταφέρθηκε στό Βουκουρέστι. Οἱ ἀναμορφωτές πίστευαν ὅτι θά εἶναι ὁ πρῶτος συνταγματάρχης τῆς Ἀσφάλειας καί θά τόν ἀκολουθοῦν καί οἱ ἴδιοι. Ἀλλά στό Βουκουρέστι ὁ Τσουρκάνου ἔκανε μιά καινούργια προανάκριση καί τό σύστημα στράφηκε πρός ἄλλες μεθόδους.
Ἐν τῶ μεταξύ, ὡρισμένοι ἀναμορφωτές ἀπό τό Πιτέστι στάλθηκαν σέ ἄλλα κρατητήρια τῆς Χώρας, σέ ὀρυχεῖα καί σέ παροικίες ἐργασίας.
Ἡ Γκέρλα
Ὁ Τσουρκάνου καί κάποιοι ἀναμορφωτές μετατέθηκαν στήν πόλι Γκέρλα. Ὁ Τσουρκάνου ἦλθε ἀπό τό κέντρο λίγο καταβεβλημένος, ἀλλά τά τσιράκια του ἐπέστρεφαν στήν ἀρετή τῆς ἀδράνειας τοῦ Πιτέστι. Τούς ἐπρότεινε νά μποῦν στήν “ἀναμόρφωση” μέ ἐμπιστοσύνη, ἀλλά κανένας δέν τόν πίστεψε. Ἡ στοιβάδα τῆς τρέλλας δέν μποροῦσε πιά νά παρεμποδιστεί οὔτε κἄν κι ἀπ᾿ αὐτόν τόν ἴδιον. Στήν Γκέρλα ὁ Τσουρκάνου θά ἐπισκιαστεῖ ἀπό τό ἴδιο τό ἔργο του.
Ἡ πόλις Γκέρλα εἶχε φυλακές γιά τούς ἐργάτες. Στούς νέους φοιτητές πού ἔφερναν ἐκεῖ, τούς ἔβαζαν σ᾿ ἕνα ξεχωριστό κτίριο, ὅπου ἄρχιζαν τήν «“ἀναμόρφωση”». Μερικοί εἶχαν σταλεῖ ἐκεῖ ἀπό τό Κόμμα γιά κατάσκοποι τῶν ἐργατῶν. Μερικοί εἶχαν τό θάρρος νά κοινολογήσουν πῶς περνοῦσαν ἐκεῖ μέσα, καί ἀφοῦ οἱ κατάσκοποι τούς κατέδιδαν, ἀμέσως συλλαμβάνονταν καί ἐσκοτώνοντο στήν μάχη τῆς «“ἀναμόρφωσης”» Αὐτοί πού περνοῦσαν ἀπό τήν ἀποκάλυψη ὅλης τῆς ζωῆς τους, ἔμπαιναν στήν «σχολή τῆς “ἀναμόρφωσης”». Μερικοί ἐγίνοντο δήμιοι, ἄλλοι καταδότες, καί πολλοί ὅμως προσπαθοῦσαν νά ἐπιβιώσουν χωρίς νά προσλαμβάνονται πουθενά.
Ὑπῆρξαν νέοι πού ἀναποδογύρισαν τίς ψυχές τους, πού ἐσκέπτονταν σάν τόν Τσουρκάνου καί ὑπετάγησαν στήν “ἀναμόρφωση” καί τήν ἐξάσκησαν σάν πειθήνια ὄργανά τους. Ἀπ᾿ αὐτούς μερικοί δέν μπόρεσαν νά συνέλθουν ποτέ, ἐνῶ ἄλλοι, ὅταν ἦλθε ἡ κατάλληλἡ στιγμή, ἔζησαν μιά μεγάλη καί συγκλονιστική μετάνοια.
Ἡ περίπτωση τοῦ Φλουεράς. Στήν Γκέρλα μαθεύτηκε ὅτι οἱ φοιτητές ἀναμορφώθηκαν, ὁπότε ὅλος ὁ κόσμος ἔτρεχε μακριά ἀπ᾿ αὐτούς. Παρόλα αὐτά ἡ “ἀναμόρφωση” συνέχισε τό ἔργο της. Ἄρχισαν κατόπιν νά βασανίζονται γιά ν᾿ ἀναμορφωθοῦν καί οἱ ἐργάτες. Ἕνας ἀπ᾿ ἐκείνους πού εἶχαν θανατωθεῖ μέ δεινά βασανιστήρια ἦταν κι ὁ ἱδρυτής τοῦ σοσιαλισμοῦ στήν Ρουμανία, ὁ Φλουεράς. Ἦταν ἕνας ἡλικιωμένος καί φρόνιμος ἄνθρωπος, πού εἶχε διαδώσει περίτρανα παντοῦ στήν Ρουμανία τό κομμουνιστικό τερατούργημα. Πολλοί ὑπέρμαχοι τοῦ σοσιαλισμοῦ φυλακίσθηκαν καί πολλοί πέθαναν στίς φυλακές, ἀλλά τό τραγικώτερο τέλος εἶχε αὐτός ὁ Φλουερᾶς, ἄνθρωπος ἁπλός καί πιστός, ὁ ὁποῖος δέν γνώρισε τόν μαρξισμό παρά στήν “ἀναμόρφωση”. Ἀπέθανε σάν θῦμα τῆς ἰδεολογίας, τήν ὁποία εἶχε γνωρίσει σχετικά, ἀλλά τήν ὑπερασπιζόταν ὁλοκληρωτικά.
Ἕνας γνωστός του, ὁ Δημήτριος Μπορδεïάνου, ὁ ὁποῖος τόν συνάντησε στίς φυλακές τῆς Γκέρλας, ἔλεγε: «Τόν θαῦμαζα τόν Φλουεράς διότι, ἐνῶ ἦταν ἄθεος, εἶχε ἐπιστρέψει στήν ὀρθή πίστη, γονατίζοντας μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Τόν ἔνοιωθα τόσο κοντά μου, σάν νά ἦταν δίπλα μου ὁ πατέρας μου, μά ἄσπρα γένεια. Γονατισμένος καί μέ τά χέρια σταυρωμένα ἔλεγε τήν προσευχή, μέ φλογερή καρδιά, πλημμυρισμένη ἀπό τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Τοῦ ψιθύρισα νά εἶναι ἐπιφυλακτικός, διότι ὑπάρχουν πολλοί προδότες. Μοῦ ἀπάντησε ὅτι δέν φοβᾶται καί τότε τόν ἄφησα στήν ἡσυχία του. Καί τώρα ἔρχεται στά αὐτιά μου αὐτό πού συχνά μοῦ ἔλεγε: «Παιδί μου, ὅλα εἶναι ψέμματα. Κοίτα νά μήν χάσεις τόν Θεό, διότι τότε ἔχασες τό πᾶν! Μόνο ὁ Θεός ξέρει ἀκριβῶς ποιός δολοφόνησε τόν Φλουεράς, γιά τήν ἐνοχή του ὅτι προσευχόταν στόν Θεό νά τοῦ συγχωρέσει τήν ἀπιστία καί τίς ἁμαρτίες του.
Ἡ περίπτωση τοῦ Ὀπρισάν. Ἀπό τήν Γκέρλα μεταφέρουμε ἀκόμη μόνο ἕνα παράδειγμα. Μιά ὁμάδα μαθητῶν ἀπό τό Τιργουσόρ μεταφέρθηκαν σ᾿ ἕνα μεγάλο δωμάτιο. Δέν ἤξεραν τίποτα γιά τήν “ἀναμόρφωση”. Οἱ ἀναμορφωτές φοιτητές ἀρχίζουν νά τούς προκαλοῦν καί αὐτοί κάνουν τό παιχνίδι τους. Ὁ ἴδιος ὁ προϊστάμενος τῆς Ἀδελφότητος τοῦ Σταυροῦ τοῦ ἐπιβάλλεται νά τούς παρακινήσει. Δημιουργεῖται μιά ἐπαναστατική ἀτμόσφαιρα, μέ συνεδριάσεις, ὅρκους, τραγούδια καί ἔντονες ὁμιλίες. Οἱ νεαροί μαθητές ἔπαλλαν ἀπό μιά ἀνεκδιήγητη χαρά καί ἐδήλωναν τό πιστεύω τους μέ ἐνθουσιασμό, ἀθωότητα καί αὐταπάρνηση. Ὅλα αὐτά, ὅμως, ἐμαγνητοφωνοῦντο πολύ προσεκτικά ἀπό τούς ἀναμορφωτές δήμιους.
Κάποια καλή ἡμέρα ἐμφανίστηκαν οἱ τραμποῦκοι. Μπῆκαν στό δωμάτιο μ᾿ ἕνα γκρούπ ἀναμορφωτῶν μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί ὁ προϊστάμενος τῆς Ἀδελφότητος τοῦ Σταυροῦ. Διέταξαν τούς μαθητές νά καθίσουν καί νά τούς ἀκούσουν προσεκτικά. Διαβάσθηκε πανηγυρικά αὐτός ὁ λόγος:
- Σᾶς φέραμε ἐδῶ γιά νά σᾶς ἀποκαλύψουμε τό ἀληθινό πρόσωπο τῶν ἀνθρώπων. Εἶστε τά θύματα αὐτῶν τῶν δολοφόνων καί κερατάδων πού τούς ὀνομάζετε προϊσταμένους. Ἐσεῖς νομίσατε ὅτι αὐτοί εἶναι αξιόπιστοι καί ἔχετε ἀφομοιώσει τίς φαρμακερές τους ἰδέες. Θά καταλάβετε τό ψέμμα ἀπό τό ἴδιο τό στόμα τους. Νά, τώρα θά σᾶς μιλήσει ὁ Κωνσταντῖνος Ὀπρισάν.
Ὁ Κωνσταντῖνος Ὀπρισάν ἦταν ὁ προϊστάμενος τῆς Ἀδελφότητος τοῦ Σταυροῦ, λαοφιλής καί ἀκολουθούμενος μέ μεγάλη ἐμπιστοσύνη ἀπ᾿αὐτούς τούς νέους. Αὐτός εἶχε περάσει μέσα ἀπό ὅλες τίς φρικαλεότητες τῆς “ἀναμόρφωσης” στό Πιτέστι, σάν ἕνας πού ἐθεωρεῖτο «κερατᾶς» μέ αὐθεντία μεταξύ τῶν λεγεωναρίων. Ἔλαβε, λοιπόν, τόν λόγο καί εἶπε τά ἑξῆς:
- Εἶμαι γεννημένος σέ μιά νύχτα ὀργίων ἀπό ἕνα οἰνοπότη πατέρα καί ἀπό μιά συφιλιδική μητέρα. Εἶμαι σχεδόν ἠλίθιος καί τρελλός. Εἶμαι διεφθαρμένος ἀπό σαδιστικά καί πανάθλια ἄτομα. Ἔχω διαφθαρεῖ μέ τήν ἀδελφή μου, μέ τήν μητέρα μου καί μέ ὁποιαδήποτε ἄλλη γυναῖκα πού συνάντησα στήν ζωή μου. Ἔχω σκοτώσει. Ἔχω κλέψει. Εἶμαι ἕνας ἀπατεώνας καί ἡ δουλειά μου εἶναι τό ψέμμα. Εἶμαι ἕνας οἰνοπότης καί ὅ,τι εἶναι ἄθλιο τό ἔχω ἤδη κάνει. Ἔχω καλύψει ὅμως τήν ἀληθινή πραγματικότητα μέ τήν πίστη στόν Θεό, μέ τήν ἰδεαλιστική φιλοσοφία, μέ τίς ἐθνικόφρονες ἐπιδιώξεις καί μέ ἄλλα μεγάλα καί φουσκωτά λόγια, διότι μόνο ἔτσι μποροῦσα νά σᾶς δελεάσω ἐναντίον τῆς μεγάλης διεθνοῦς ἐπανάστασης τοῦ προλεταριάτου. Σᾶς ἐξαπάτησα, σᾶς ἔκανα θύματα. Χτυπῆστε με, διότι τό ἀξίζω. Τσακίστε με καί κανένας δέν θά σᾶς κατηγορήσει, ἀλλά σᾶς ζητῶ νά μισεῖτε ὅ,τι σᾶς ἔχω πεῖ νά ἀπομακρυνθῆτε ἀπό ὅλους τούς “κερατάδες” γιά τούς ὁποίους σᾶς εἶχα μιλήσει καί νά περάστε στήν πλευρά τῆς “ἀναμόρφωσης”ς. Ἐγώ ὁ ἴδιος ἔχω ἀναμορφωθεῖ, ἀλλά ποτέ δέν ἀξίζω τήν “ἀναμόρφωση”. Εἶμαι ἕνας βρώμικος, ἕνα κάθαρμα, ἕνα θηρίο. Σκοτῶστε με καί σῶστε τόν ἑαυτό σας!
Κατάπληξη, ξάφνιασμα, ἀπελπισία ἀνάμεσα στά παιδιά Οἱ μαθητές δέν ἤξεραν τί νά πιστέψουν. Μερικοί τρελλάθηκαν ἀμέσως, κάποιος αὐτοκτόνησε, ἄλλοι δέν πίστεψαν καί ἄλλοι δέχτηκαν τήν “ἀναμόρφωση”, ἄν ὄχι ἀπό τήν πρώτη ἡμέρα, ἀλλά ἀπό τίς ἑπόμενες ἡμέρες ἤ τούς προσεχεῖς μῆνες, διότι «τό μάθημα» συνεχίσθηκε μέ παρόμοια ἐπιχειρήματα.
Ὅσοι ἄντεξαν στόν παραπάνω λόγο τοῦ Ὀπρισάν περί τῆς “ἀναμόρφωσης”, μπῆκαν στήν σειρά γιά βασανιστήρια. Τά πρόσωπά τους παραμορφώθηκαν. Ὁ ἴδιος ὁ Κωνσταντῖνος Ὀπρισάν διατάχθηκε νά ξυλοκοπήσει, ἀλλά αὐτός εἶχε τήν δύναμη νά ψιθυρίσει: Μέ συγχωρεῖτε! Νά εἶστε δυνατοί! Δέν ἀντέχετε, ἀλλά οὔτε καί νά δεχτεῖτε τήν “ἀναμόρφωση”!
Πρέπει νά ποῦμε ὅτι, πρίν νά πεῖ αὐτά τά λόγια, ὁ Κωνσταντῖνος Ὀπρισάν – ὁ ὁποῖος εἶχε τολμήσει να περιφρονήσει δημόσια, μπροστά σέ ὅλους, τόν Τσουρκάνου – ὑποβλήθηκε σέ τρομακτικά βασανιστήρια στό δωμάτιο 99 στίς φυλακές τῆς Γκέρλας: Ὁ Τσουρκάνου τόν πλησίασε, θέλοντας νά τόν ξεσχίσει. Ὁ Ὀπρισάν τόν κοιτοῦσε κατάματα. Ἄστραψε στό μυαλό του τότε ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου Ταξιάρχη Μιχαήλ, στήν ἅμιλλα μέ τόν σατανᾶ γιά τό σῶμα τοῦ Μωϋσῆ : Νά σέ συντρίψει ὁ Κύριος, διάβολε!
Ὁ Τσουρκάνου διέταξε τόν Ὀπρισάν: Ξάπλωσε! Πολλοί χαμήλωσαν τά κεφάλια τους καί ἄλλοι ἔκλεισαν τά μάτια τους. Δέν ξέραμε τί θά ἀκολουθήσει. Ὁ Πουσκάσου καί ὁ Λιβίνσκη πῆγαν δεξιά καί ἀριστερά τοῦ Ὀπρισάν. Ὁ Τσουρκάνου, ἀκουμπώντας μέ τά χέρια στούς ὤμους τῶν δύο, ἀνέβηκε στό στῆθος τοῦ Ὀπρισάν. Ἐκάθισε μέ ὅλο τό βάρος τοῦ σῶματός του ἐπάνω στόν θώρακα, μέχρι νά ἀδειάσει τόν ἀέρα ἀπό μέσα του. Μετά τόν ἔσφιγγε στόν λαιμό καί τοῦ προξενοῦσε ἀσφυξία. Κάθε τόσο μέ ὅλο τό βάρος του ἐπίεζε τό στῆθος του, οὕτως ὥστε τό θῦμα του νά καταβληθῆ τελειωτικά καί νά δείχνει ὅτι θά ξεψυχῆσει. Τά βάσανά του αὐτά συνεχίσθηκαν μέχρις ὅτου τό αἷμα ἄρχιζε νά βγαίνει ἀπό τούς πνεύμονες καί νά τρέχει ἀπό τό στόμα ους, ὅταν τό θῦμα ἔβηχε. Τότε ὁ Τσουρκάνου ἐπίεζε ἀκόμη μιά φορά τόν θώρακα μέ τά δυό του πόδια, ἔχοντας μιά θωριά δαιμονικῆς κατάστασης. Μετά κατέβαινε ἀπό τό σῶμα του καί τοῦ ἔλεγε: Σήκω! Ἔτσι θά πεθάνεις! Σιγά! Σιγά, σιγά! Σταγόνα-σταγόνα!
Τό κανάλι
Ὁ συνταγματάρχης. Στό κανάλι τοῦ ποταμοῦ Δούναβη πρός τήν Μαύρη θάλασσα, σ΄ ἕνα μεγάλο παράπηγμα, μέ διπλᾶ ξύλινα κρεββάτια, μεταφέρονται μερικοί ἀντιδραστικοί. Ἕνας ἀπ᾿αὐτούς ἦταν συνταγματάρχης πού εἶχε πολεμήσει σάν γενναῖος ἥρωας καί εἶχε ἀποκτήσει κάποιά τιμή καί ἀξιοπρέπεια. Οἱ ἀναμορφωτές μπαίνουν ξαφνικά μέσα καί τούς κοπανοῦν μέ τά ρόπαλα. Τούς ξεσχίζουν τά ροῦχα, τούς γδύνουν καί, μετά ἀπό ἀλλεπάλληλα κτυπήματα, οἱ δυστυχισμένοι ἄνθρωποι δέν μποροῦν νά καταλάβουν τί συμβαίνει. Γιατί τούς κτυποῦν!
Ἕνα σκουπόξυλο βάζουν στόν πρωκτό τοῦ συνταγματάρχη καί ὁ καημένος ἀνασηκώνεται ἐπάνω καί παραπέμπεται σάν εἶδος σημαίας, μέσα σέ ὑστερικά χαχανιτά τῶν παρισταμένων. Τό αἷμα ρέει. Ο συνταγματάρχης πέφτει κάτω αναίσθητος. Ἐκεῖνος πού εἶχε τήν σκούπα βάζει ἕνα πόδι του στό στῆθος τοῦ συνταγματάρχη καί μέ τό ἴδιο σκουπόξυλο κλείνει τό στόμα του. Ὁ ἄνθρωπος νοιώθει ἀσφυξία. Περιμένει νά πεθάνει, εἶναι ἀπελπισμένος καί ξαφνικά κλείνει τό στόμα του. Τήν ἴδια στιγμή τραβήχτηκε δυνατά τό σκουπόξυλο καί μαζί βγῆκαν καί σχεδόν ὅλα δόντια του. Τό αἷμα ἔχει πλημμυρίσει στό στόμα του. Ὁ συνταγματάρχης ἔχει τρελλαθεῖ ἀπό τούς πόνους. Ἀκούει βλασφημίες καί ξεκαρδιστικά γέλια.
Ἔτσι ἐπέρασε ὅλη ἐκείνη τήν νύχτα καί τήν ἑπόμενη ἡμέρα τόν ἔστειλαν νά κάνει δοκιμή στήν χειράμαξα μέ τήν προεἰδοποίηση:
-Ἄν δέν βάλεις μυαλό θά μεταφερθεῖς πάλιν σέ ἐμᾶς. Δέν εἶσαι ὁ δαίμονας πού θά μπορέσεις νά μᾶς καταβάλλεις!
Ὁ ἰατρός Σιμονέσκου. Ἐπίσης ἐκεῖ βασανίσθηκε γιά πολύ καιρό καί ὁ ἰατρός Σιμονέσκου, πρώην ὑπουργός, πρώην ἐθνικός μαχητής. Τήν ἡμέρα τόν ἐπήγαιναν νά δουλέψει καί τήν νύχτα τόν βασάνιζαν. Ἕνας μάρτυρας τῶν γεγονότων περιέγραφε τά βάσανα πού εἶχε ὑπομείνει αὐτός ὁ ἰατρός: Τόν ἔριχναν στό κρεβάτι ἐκεῖ στό βάθος τοῦ ὑπνωτηρίου. Μερικοί τόν κρατοῦσαν ἀπό τά πόδια του καί ἄλλοι ἀπό τά χέρια του καί τόν κοπανοῦσαν κι ἀπό τίς δύο πλευρές μέ σκουπόξυλα, μέ φτυάρια καί μέ ὅ,τιδήποτε εἶχαν στήν διάθεσή τους.
Μιά ἡμέρα, ὅμως, μπῆκε στόν συρμάτινο φράχτη καί ἄρχισε νά τρέχει γιά νά τόν περάσει. Ὁ φρουρός τόν πυροβόλησε, ἀλλά δέν ἔπεσε κάτω. Συνεχίζοντας νά τρέχει, ὁ ἰατρός τοῦ φώναζε: Πυροβόλησε, συνάδελφε, πυροβόλησε! Καί ἔτσι σκοτώθηκε.
Ὁ σκοτωμός του ἦταν δημόσιος καί ἡ εἴδηση ἔφτασε μέχρι τό Ἐξωτερικό καί στίς ἐφημερίδες. Ὁ θάνατος τοῦ ἰατροῦ Σιμονέσκου ὑποβοήθησε στήν κατάργηση τῆς “ἀναμόρφωσης”.
Τίργου-Ὄκνα
Ἡ περίπτωση τοῦ Βιργιλίου Ἰονέσκου. Στό Τίργου-Ὄκνα ἡ “ἀναμόρφωση” ἀπέτυχε, διότι δέν ὠφέλησε ἡ ἀπομόνωση καί ἡ μέθοδος τῆς ἐπίπληξης. Μετατράπηκε ἕνας ὄροφος γιά τήν “ἀναμόρφωση”, ἀλλά ὅλος ὁ κόσμος ἦταν ἐπαναστατημένος. Μεταξύ τῶν βασανισμένων ἦταν καί ὁ Βιργίλιος Ἰονέσκου, ἕνας λόγιος μέ μιά περίφημη φιλοσοφική καί λογοτεχνική ἀγωγή. Ἡ ἀναμόρφωσή του εἶχε ξεκινήσει στό Πιτέστι. Ἐκεῖ, μιά ἡμέρα τοῦ ἔβαλαν μιά κουβέρτα ἐπάνω στό κεφάλι, καί τραβώντας τον σάν μέ καπίστρι, τόν ἔμπασαν μέσα σ᾿ ἕνα κρατητήριο μέ μόνο ἕνα κρεβάτι, ἐπάνω στό ὁποῖο καθόνταν δύο ἄγνωστοι ντυμένοι πολιτικά. Νόμισε ὅτι αὐτοί εἶναι ἀπό τήν Ἀσφάλεια τοῦ Κράτους. Τούς χαιρέτησε, ἐνῶ ἐκεῖνοι οἱ δεσμοφύλακες τόν κοιτοῦσαν μέ γουρλωμένα μάτια.
Ἀντί ἄλλης ἀπάντησης, ὑβρίστηκε, μαστιγώθηκε, ποδοπατήθηκε, ραβδίστηκε, κτυπήθηκε στούς τοίχους, βράχηκε μέ νερό γιά νά συνέλθει καί πάλιν μαστιγώθηκε μέ τό ρόπαλο, μέχρις ὅτου συντρίφθηκε ὁλόκληρος. Τήν νύχτα τοῦ φορέσαν μία κρεμάλα στό λαιμό, σάν βρόγχο καί τόν ἀνάγκαζαν μέ τό ρόπαλο νά κάνει «ρίνγκ» γύρω-γύρω ἀπό τό κρατητηρίο. Ἔπεφτε, τόν μαστίγωναν καί πάλι ἔτρεχε. Ἔπεφτε καί πάλι τόν μαστίγωναν.... καί πάλιν μαστιγωνόταν.
-Ποιοί εἶναι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι καί τί θέλουν ἀπό μένα; Ἀναρωτιόταν.
Για τέσσερεις ἡμέρες αὐτοί δέν τόν ἄφησαν νά μιλήσει καθόλου. Νά μήν πεῖ οὔτε μιά κουβέντα. Ἦταν τραυματισμένος, ζαλισμένος, κατεστραμμένος. Μετά ὁ Τσουρκάνου – διότι αὐτός ἦταν ἕνας ἀπό τούς δύο βασανιστές – μέ τό ρόπαλο γεμᾶτο ἀπό αἷμα ἐκεῖ στό κρατητήριο πού οἱ τοῖχοι καί τό πάτωμα ἦταν πιτσιλισμένα μέ αἵματα, εἶπε ψυχρά:
-Βρέ, κερατᾶ, τό αἷμα σου μοῦ εἶναι πιό ἀηδιαστικό κι ἀπό τό αἷμα τῆς ὀχιᾶς. Σέ γνωρίζω καλά. Ξέρω ὅτι εἶσαι ἕνα μεγάλο πρόσωπο τῶν Λεγεωναρίων, ἀλλά εἴμαστε ἀποφασισμένοι νά σέ ἐξαφανίσουμε ἀπό τήν ζωή. Λοιπόν, διάλεξε, ἤ πεθαίνεις, ἤ παραδέχεσαι τήν “ἀναμόρφωση”!
Τοῦ προσφέρθηκαν χαρτιά γιά νά γράψει τήν ἀποκάλυψη. Μαστιγώθηκε ἀκόμη, διότι δέν ἦταν εἰλικρινής! Τελικά, ὡδηγήθηκε σ΄ ἕνα κρατητήριο ὅπου ἦταν μερικοί νεαροί πού ἤξερε ὅτι ἦταν φίλοι του. Ἐδῶ ἔγινε ἡ “ἀναμόρφωση”. Ὅλη τήν ἡμέρα τόν ρωτοῦσαν τί ἔκανε, ποῦ πῆγε καί μέ ποιούς, τί γνώμη εἶχε γιά τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ποιές ἰδέες εἶχε στό παρελθόν του κτλ. Ἐφοβοῦντο ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Ὅμως ὁ Βιργίλιος εἶπε σέ κάποιον:
- Κοίτα ξεπέρασες ὅλα τά ὅρια καί ἄν δέν σταματήσεις, δέν θά ὑπάρχει ἐπιστροφή γιά σένα!
Γι΄ αὐτόν τόν λόγο πάλιν βασανίστηκε, διότι ὁ φίλος του τόν ἐπρόδωσε.
Ὅταν ὁ Βιργίλιος μεταφέρθηκε στό Τίργου Ὄκνα καί ξανά ὑποβλήθηκε στήν “ἀναμόρφωση” – διότι εἶχε τολμήσει νά τήν καταδικάσει δημόσια – ἐπωφελήθηκε τῆς εὐκαιρίας ἑνός διαλείμματος καί τῆς ἀπροσεξίας τοῦ ἐπιστάτη του καί ἔκοψε βαθειά τίς φλέβες τῶν χεριῶν του. Μετά ἔβαλε τά χέρια του κάτω ἀπό τήν κουβέρτα, ἔκλεισε τά μάτια καί ἔννοιωθε νά τρέχει τό αἷμα σάν μιά ἀπολύτρωση ἀπό τά βάσανά του. Ἦταν ὁ μοναδικός τρόπος γιά νά γλυτώσει τήν “ἀναμόρφωση”, δηλαδή τό ψυχικό σακάτεμα, πού ἦταν πιό δύσκολο νά τό ἀντέξει, παρόλα τά σωματικά καί ἠθικά βάσανα πού εἶχε περάσει. Τό αἷμα του πέρασε τό στρῶμα καί κοκκίνησε τό πάτωμα. Ὁ δεσμοφύλακας φώναξε γιά βοήθεια. Ὅλοι οἱ κρατούμενοι ἄρχισαν νά φωνάζουν στά παράθυρα:
Μᾶς σκοτώνουν, βοήθεια, νά ἔλθει ἡ Ἀσφάλεια!
Ἦταν ἡ 1η Μαïου. Ὁ κόσμος πού περπατοῦσε ἔξω στούς δρόμους ἄκουε. Τό σκάνδαλο ἔγινε δημόσιο καί ἡ “ἀναμόρφωση” σταμάτησε γιά ἕνα διάστημα. Ὁ Βιργίλιος σώθηκε ἀπό τόν θάνατο, ἀλλά ἀργότερα συμπεριφερόταν σάν φρενοβλαβής: Μιλοῦσε πολύ καί γρήγορα, ἦταν ανήσυχος καί περίτρομος.
Ἡ Μπάγια-Σπρίε
Ὁ ποιητής. Μεταξύ τῶν κρατουμένων στά δεσμωτήρια τῆς πόλεως Μπάγια-Σπρίε ἦταν κι ἕνας νεαρός ποιητής, ἀκόμη φοιτητής, ὁ ὁποῖος εἶχε περάσει ἀπό τά χέρια τοῦ Τσουρκάνου, ἀλλά εἶχε μεταφερθεῖ ἐδῶ στό ὀρυχεῖο, λόγῳ τῆς τρομάρας τῆς “ἀναμόρφωσης”. Αὐτός ὡμολόγησε εἰλικρινά καί δημόσια ὅ,τι εἶχε πάθει, ὅ,τι ἤξερε καί, ἐπειδή ἦταν ἕνας σοβαρός ἄνθρωπος, τόν πίστεψαν.
Οἱ πολιτικοί κρατούμενοι πού δέν εἶχαν περάσει ἀπό τό Πιτέστι δέν κατάλαβαν τἀ ἐκεῖ γενόμενα καί συχνά κατηγοροῦσαν σκληρά τούς ἄλλους. Ἔπρεπε νά περάσουν χρόνια, νά ἔλθουν περισσότερες πληροφορίες γιά τά διαδραματιζόμενα στό Πιτέστι, ὥστε νά καταλάβουν τίς ἀληθινές διαστάσεις τῆς τραγωδίας.
Στό ὀρυχεῖο ἡ ζωή ἦταν δύσκολη, ἡ ἀπομόνωση ἦταν ὁλική, ὅμως ὁ νεαρός μας ἦταν εὐτυχής διότι γλύτωσε ἀπό τήν “ἀναμόρφωση”. Μιά ἡμέρα κάποιος ἔκανε ἕνα ἀστεῖο καί εἶπε:
- Ἦλθε στό ὀρυχεῖο μας ὁ Τσουρκάνου!
Ὁ νεαρός ἐτρόμαξε. Ἤξερε τί τόν περιμένει, ὄχι μόνο ἐπειδή ἐρχόταν ἡ “ἀναμόρφωση”, ἀλλά καί διότι αὐτός κρινόταν σάν προδότης της. Λόγῳ πανικοῦ παρουσίασε μαῦρο ἴκτερο καί μεταφέρθηκε στό ἀναρρωτήριο.
Μάταια ἦταν τά «συγγνώμη», οἱ ἐξηγήσεις καί τά ἐπιχειρήματα πού τοῦ προσεκόμιζαν οἱ ἄλλοι. Ἡ ἰδέα παρέμενε ἀκίνητη καί ὁ ἴκτερος δέν ὑποχωροῦσε. Πέρασαν πολλοί μῆνες καί αὐτός ἀκόμη δέν μποροῦσε νά τόν πείσει ὅτι ἦταν ἕνα ἄσχημο ἀστεῖο καί τίποτε ἄλλο.
Ἐν τῶ μεταξύ ὁ Τσουρκάνου εἶχε ἁλυσοδεθεῖ διότι εἶχε κατηγορηθεῖ γιά ὅλα τά διαπραχθέντα ἐγκλήματά του στήν “ἀναμόρφωση” καί εἶχε καταδικαστεῖ. Ἦλθαν στό ὀρυχεῖο πολλοί πού ὡμολόγησαν ὅτι τόν εἶδαν ἀλυσοδεμένον σέ δίκη καί ὅτι ἦταν ἀσχημομούρης. Μόνο ἔτσι μπόρεσε νά πιστέψει ὁ νεαρός μας ὅτι ὁ λόγος του ἦταν ἕνα ἀστεῖο.
Ὁ ποιητής ξαναπῆρε τό χρῶμα τοῦ προσώπου του, ἀλλά ἦταν ἀγέλαστος, παρόλο πού κατά φύση ἦταν γελαστός καί διαχυτικός. Δέν ἤθελε νά θυμᾶται πιά τά γενόμενα. Τοῦ ἄρεσε μόνο νά ἀπαγγέλλει ποιήματα, ὅλα ἡρωϊκά, τά ὁποῖα συνέθετε πρίν μπῆ στήν “ἀναμόρφωση”. Αὐτός ἔκρυβε μέσα του ἕνα εἶδος καταθλιπτικοῦ τάφου.
Ἡ δίκη τῶν ἀποδιοπομπαίων τράγων
Ἡ “ἀναμόρφωση”: ἐγκληματική δραστηριότητα τῶν Λεγεωναρίων!
Ἡ “ἀναμόρφωση” πού ἐξαπολύθηκε ἀπό τό Πιτέστι καί διεσπάρθηκε μετά, μέσω τῶν ἀναμορφωτῶν, σέ πολλά κομμουνιστικά δεσμωτήρια, σταμάτησε–τήν βιαία μορφή της – μόλις συνελήφθηκε ὁ Τσουρκάνου καί ἄρχισε τό τραγελαφικό δικαστήριο τῶν ἀποδιοπομπαίων τράγων.
Ἡ ἰδέα αὐτοῦ τοῦ δικαστηρίου γεννήθηκε στά διαβολικά μυαλά τῶν κομμουνιστικῶν κορυφῶν μετά ἀπό μερικούς ἐσωτερικούς ἀναβρασμούς στό Κόμμα. Ἀποφασίστηκε τότε νά παρουσιασθῆ ἡ “ἀναμόρφωση” σάν ἐγκληματική πράξη τῶν Λεγεωναρίων γιά νά ἐκθέσει τό Κομμουνιστικό Κόμμα. Και ἔτσι τελικά οἱ ἀποδιοπομπαῖοι τράγοι ἦταν ὁ Τσουρκάνου καί – ἀπίστευτο! – τά θύματα του.
Σκόνη στά μάτια τῆς κοινῆς γνώμης
Στόν ὕπνο του, ὅταν ἦταν στό Πιτέστι, ὁ Τσουρκάνου εἶχε ὀδυνηρούς ἐφιάλτες, πού τόν ἐτρόμαζαν καί φώναζε, οὔρλιαζε, ἐγόγγυζε καί χτυποῦσε τά χέρια του. Ἐνῶ τό πρόσωπό του παραμορφωνόταν καί ἀλλοιωνόταν. Ὁ Τσουρκάνου, ὅταν εἶχε ἐφιάλτες, ἦταν πιό τρομακτικός κι ἀπό τόν ἐχέφρονα κακοῦργο. Κἄπου στήν ψυχή του κρύβονταν ἡ προδοσία καί ἡ δουλοπρέπεια. Ἄν δέν τοῦ εἶχαν ὑποσχεθεῖ ἐλευθερία καί ἐξουσία, δέν θά ἦταν ἰκανός γιά ὅλο τόν κόπο πού εἶχε καταβάλει.
Ὅταν συνελήφθηκε καί κατηγορήθηκε γιά ὅλα τά ἐγκλήματα του, ἔπαθε σοκ. Δέχθηκε νά εἶναι ἀποδιοπομπαῖος τράγος γιά τό καλό τοῦ Κόμματος. Τοῦ ὑποσχέθηκαν ἀκόμη μιά φορά ὅτι θά εἶναι μετά ἐλεύθερος καί δυνατός.
Ἔγραψε χιλιάδες σελίδες, ὅπου ἀφηγήθηκε ὅ,τι εἶχε γίνει, μέ ποιόν συνεργάστηκε, ποιός τόν ἐμύησε, πῶς ἔκανε αὐθαιρεσίες. Ἀλλά ὅλες οἱ δηλώσεις καί τά γραπτά του ἐξαφανίστηκαν καί οἱ ἀνακριτές ἔγραψαν μιά δήλωση, ὅπως τήν ἤθελαν αὐτοί, τήν ὁποία ὁ Τσουρκάνου τήν ὑπέγραψε.
Στήν οὐσία, στήν δήλωση γράφονται τά ἑξῆς: «Ἐγώ, μαζί μέ μιά ὁμάδα κρατουμένων ἔχουμε διαταχτεῖ νά ρεζιλέψουμέ τό Κομμουνιστικό Κόμμα διά ἐγκληματικῶν πράξεων. Μοῦ ἔχουν δοθεῖ ἀκριβεῖς ὑποδείξεις πώς νά ἐργασθῶ. Γι΄ αὐτό τόν σκοπό ἐξαγοράστηκαν ὁ διευθυντής, οἱ δεσμοφύλακες καί ὁ ἰατρός τοῦ δεσμωτηρίου Πιτέστι. Τό πᾶν πρέπει νά γίνεται μυστικά καί νά ἐμφανίζεται ὅτι ἐργάζεται γιά τό Κομμουνιστικό Κόμμα, ὁπότε ἔτσι αὐτό θά συκοφαντηθεῖ. Λοιπόν, ξεκίνησα τήν δουλειά μαζί μέ...
Ὁ Τσουρκάνου, ὅταν ἐμφανίστηκε στήν δίκη, ἦταν ἀγνώριστος. Τό ὀγκῶδες σῶμα τώρα ἦταν μόνο ἕνας διαλυμένος σκελετός. Ἀρνήθηκε νά μιλήσει στό δικαστήριο. Δικάστηκε σέ θάνατο – αὐτός καί μερικοί ἄλλοι ἀκόμη – καί ἐξαφανίστηκε τελείως.
Ὑπάρχει ἕνα πρωτόκολλο ἀπό τίς 17 Δεκεμβρίου 1954, πού λέγει ὅτι ὁ Εὐγένιος Τσουρκάνου καί ἄλλοι 15 κατάδικοι έκτελέστηκαν διά πυροβολισμοῦ. Τό ἴδιο έγγραφο περιέχει καί τήν πληροφορία ὅτι, πρίν τήν ἐκτέλεση, ὁ Τσουρκάνου μετάνοιωσε, φωνάζοντας ἀπελπισμένος, ἀπό τό κρατητήριο πού ἦταν ἀπομονωμένος στήν πόλι Ζιλάβα: «Εἶμαι ὁ Τσουρκάνου, καταδικάσθηκα σέ θάνατο. Να πεῖτε σ᾿ ὅλους ὅσους ἔχω βασανίσει ὅτι λυπᾶμαι πολύ καί νά μέ συγχωρέσουν!»
Ἄλλοι κατηγορούμενοι τιμωρήθηκαν μέ μεγαλύτερες ἤ μικρότερες ποινές. Μετά τήν δίκη αὐτοί μπῆκαν σ᾿ ἕνα κανονισμό ἐξολοθρεύσεώς τους σέ μιά ἀπομονωμένη καί κατασκευασμένη βιαστικά φυλακή στήν Ζιλάβα. Αὐτή ἦταν ὑγρή καί ψυχρή. Τό φαγητό ἦταν πολύ μέ ἐλάχιστες βιταμίνες. Δέν ὑπῆρχε ἰατρική περίθαλψη. Καθημερινά κάποιος βασανιζόταν στόν πύργο, ὅπου δέν ὑπῆρχαν παράθυρα, ἀλλά ὑπῆρχε δυνατό ἠλεκτρικό ρεῦμα. Γιά χρόνια δέν ὑπῆρχε καμμιά ἐπαφή μέ τόν κόσμο.
Ἀποδιοπομπαῖοι τράγοι ἦταν ἀκόμη καί οἱ δεσμοφύλακες. Ὁ βάρβαρος Γεωργκέσκου, ἀφοῦ ἔγινε παιγνίδι στά χέρια τῆς Ἀσφάλειας, συνελήφθηκε. Ἐκείνη τήν στιγμή τρελλάθηκε καί ἤθελε νά τρέξει να σωθεῖ, οὐρλιάζοντας: Τά παιδάκια μου! Τά παιδάκια μου! Ἀλλά οἱ συντρόφοι του τόν ἔπιασαν καί τόν ξυλοκόπησαν ἀγρίως. Παρέμεινε πολύ καιρό στήν φυλακή, ὅπου τά εἶχε σχεδόν χαμένα καί ἦταν τελείως βρώμικος.
Αὐτά τά δικαστήρια δέν ἀπέβλεπαν νά στιγματίσουν τήν “ἀναμόρφωση”, ἀλλά νά ρίξουν σκόνη στά μάτια τῆς ρουμανικῆς καί διεθνοῦς κοινῆς γνώμης, μέσω μιᾶς ἐπινοημένης ἀλήθειας, ὥστε τά θύματα να γίνουν κατηγορούμενοι.
Ἡ συλλογική ἐπανάσταση καί ἡ διαδεδομένη
ἐπανάσταση
Τό κύριο ἔργο τῆς “ἀναμόρφωσης” δέν εἶχε ποτέ καταδικαστεῖ. Ἡ “ἀναμόρφωση” συνέχιζε νά ἐφαρμόζεται ὑπό ἄλλες μορφές. Πολλοί ἀναμορφωτές ἀποφυλακίσθηκαν. Ἀπ᾿αὐτούς μερικοί παρενοχλοῦν μέχρι σήμερα τό Καθεστώς. Εἶναι ἐκεῖνοι πού ἀρνοῦνται κάθε συμβιβασμό καί τούς ὁποίους ἡ Ἀσφάλεια τοῦ Κράτους τούς θεωρεῖ ἀδιόρθωτους φανατικούς, μολονότι αὐτοί εἶναι πραγματικά φωτεινές διάνοιες, πού ἔμαθαν ἀπ᾿ αὐτήν τήν τρομερή ἐμπειρία τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος.
Στήν κοινωνία αὐτοί περνᾶνε σάν τίς σκιές μέσα στά κατώτατα κοινωνικά ἐπίπεδα. Ζοῦνε ἕνα μεγάλο ἐσωτερικό δρᾶμα, δέν ἔχουν τήν ἰκανότητα τῆς ἀποτροπῆς ἀπό τό κακό καί μέ ὅλους τούς κινδύνους φανερώνουν δημόσια τά ὅσα ἔχουν ὑποφέρει. Εἶναι «σταμπαρισμένοι» ἀπό τήν Ἀσφάλεια τοῦ Κράτους, ἔχουν συληφθῆ καί ἔχουν συχνά καταδικαστεῖ. Μερικοί κατηγορούνται σάν τρελλοί καί ὑποβάλλονται σέ ἐξολοθρευτικές νοσηλεῖες. Νοιώθουν ὅτι εἶναι ὁλομόναχοι καί ἀβοήθητοι. Τό δρᾶμα τους αὐξάνεται ὅταν βλέπουν τήν διαδικασία τῆς ὑλιστικῆς “ἀναμόρφωσης” νά ἐπιβάλλεται σέ ὅλη τήν Χώρα μας καί σέ πολλές ἄλλες Χῶρες.
Πέρασαν 50 χρόνια ἀπό τότε πού ἡ κομμουνιστική ἐπανάσταση ἐμίανε τόν κόσμο. Ὁ διεθνής κομμουνισμός εἶναι σήμερα ἡ πιό ἰσχυρή πολιτική δύναμη στόν κόσμο καί δέν ἔχει ἀνταγωνιστή. Ὁ κόσμος εἶναι ὑπνωτισμένος. Ἡ “ἀναμόρφωση”, μέ μικρές παραλλαγές, ἔχει ἐπιβληθεῖ στήν κόκκινη Κίνα, στό Βιετνάμ, στήν Κορέα, στήν Κούβα κτλ. Δέν ἦταν ἄχρηστα αὐτά πού μᾶς εἶπαν στό Πιτέστι ὅτι: «Αὐτή εἶναι ἡ μικρή ἐπανάσταση, τήν ὁποία θά ἀκολουθήσει ἡ μεγάλη ἐπανάσταση.
Τά ἀποτελέσματα εἶναι ἀπρόβλεπτα. Ἀπό τούς ἀνθρώπους ἔχουμε λίγες ἐλπίδες. Ξέρουμε ὅτι στό τιμόνι τῆς ἀνθρωπότητας εἶναι ἀκόμη ὁ Θεός καί δέν κουράστηκε. Ὁ Θεός ὅμως ἐνεργεῖ μέσῳ τῶν ἀνθρώπων, δηλαδή πιστεύουμε ὅτι θά ἐμφανιστοῦν ἄνθρωποι πού θά σώσουν τούς ἀνθρώπους καί τήν ἀνθρωπότητα.
Αὐτός πού γράφει αὐτά τά λόγια ἦταν στό Πιτέστι, ἀλλά δέν μπῆκε στήν σειρά τῆς “ἀναμόρφωσης”. Ζοῦσε, ὅμως, ἀδιάκοπτα ὑπό τήν πίεση τῆς “ἀναμόρφωσης” καί φυλάχθηκε μακριά, λόγῳ τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ. Τά μνημονευθέντα εἶναι σίγουρα στοιχεῖα πού ἔχουν προέλθει ἀπό ἄμεση πηγή. Εἶχα κερδίσει τήν ἐμπιστοσύνη πολλῶν ἀπό τά θύματα τῆς “ἀναμόρφωσης” ἐκεῖ. Εἴμαστε τρομαγμένοι, ἀλλά πιστεύουμε πολύ περισσότερο ἀπό ἄλλοτε!
Οἱ κριτές τῶν διαδραματιζομένων στό Πιτέστι δέν μποροῦν νά εἶναι παρά αὐτοί πού ἔζησαν αὐτή τήν ἐμπειρία, διότι κανείς δέν θά μπορέσει νά τά καταλάβει σάν αὐτούς. Οὔτε ἡ κόλαση δέν ἔχει φανταστεῖ τέτοιες θηριωδίες, ὅσο αὐτές πού ἐγίνονταν στήν “ἀναμόρφωση” στά δεσμωτήρια τοῦ Πιτέστι. Ἡ λογοτεχνία τοῦ κόσμου πρέπει νά γνωρίζει αὐτήν τήν καινούργια σελίδα στά χρονικά τῆς ἀνθρώπινης ἀλλοτρίωσης.
Τό ἐπίμετρο
(Βουκουρέστι, 1981)
Τά θύματα τῆς “ἀναμόρφωσης” ἦταν ἄνθρωποι μεγάλης ἠθικῆς ὀμορφιᾶς, ἀλλά ἐξ αἰτίας τῶν ἀναριθμήτων βασάνων, πού διατάχθηκαν ἀπό τό κομμουνιστικό καθεστώς, καί συγκεκριμένα μέ διαταγή τῆς Ἄννας Πάουκερ, μετατράπηκαν «ἀναμορφώθηκαν» σέ ἠθικά τέρατα. Σ᾿ αὐτά τά θύματα ἀλλοτριώθηκε ἡ ὁποιάδήποτε πνευματική τους ἀντοχή, στραγγαλίσθηκε ἡ θέλησή τους, ἡ συνείδησή τους,. Ἔφτασαν σέ κατάσταση φρενοληψίας καί ἀνατροπῆς τῆς προσωπικότητάς τους, μέσῳ τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἀρχῶν τῆς καθορισμένης ὑλιστικῆς συνείδησης. Ὅλοι θά ἤθελαν καλύτερα νά πεθάνουν παρά νά γίνουν τέρατα, ἀλλά ἐκεῖ, στό Πιτέστι, ἀπαγορευόταν ἀκόμη καί ἡ θέληση νά πεθάνεις.
Ἕνα πατρογονικό μῖσος εἰσέρχεται στόν κόσμο μέσῳ τοῦ κομμουνισμοῦ. Γι΄ αὐτό οἱ ἄνθρωποι-θύματα ἀπό τό Πιτέστι δέν δολοφονήθηκαν, ἀλλά ἀναμορφώθηκαν σέ τέρατα, σαδιστικά θηρία, σέ τρελλούς μαζοχιστές, ἐγκληματίες τῆς ἀπελπισίας.
Κανένας σ᾿ ὁλόκληρο τόν κόσμο δέν ὑπέφερε τόσο, ὅσο ὑπέφεραν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι. Κανένας δέν ἔχει τό δικαίωμα νά θίξει τόν πόνον τους. Τά ὅσα συνέβησαν ἐκεῖ εἶναι ἀκόμη γι΄ αὐτούς βασανιστικά μέσα στήν ψυχή τους. Κανένας δέν ὑποφέρει σήμερα στόν κόσμο, ὅπως αὐτοί. Κανένας δέν καταλαβαίνει τί ἔγινε ἐκεῖ, παρά μόνο αὐτοί πού ἦταν ἐκεῖ καί τά ἔζησαν.
Μπροστά στά βάσανά τους ἐμεῖς γονατίζουμε καί κλαῖμε, δοξάζοντας τόν Θεό διότι διαφυλαχτήκαμε ἀπ᾿ αὐτά. Προειδοποιοῦμε ὁλόκληρο τόν κόσμο ὅτι τά βάσανα αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων προετοιμάζονται γιά τόν καθένα μας, ὅταν ὁ κομμουνισμός, παραχωρήσει ὁ Θεός, καί κυβερνήσει ὅλο τόν κόσμο.
Ἐγνώρισα πολλούς ἀπ᾿ αὐτούς τούς ἀνθρώπους πρίν τό Πιτέστι, μέσα στήν “ἀναμόρφωση” καί μετά τά βάσανά τους στά δεσμωτήρια τοῦ Πιτέστι. Γονατίζουμε μπροστά στήν θλίψη τους: βάσανα ἀνελέητα, σκληρότατα, ἀπίστευτα, πτωτοφανῆ. Πολλοί ἀπέθαναν. Ἄς εἶναι μακάριοι! Ἄλλοι ἀκόμη ζοῦνε.
Τό δεσμωτήριο-θεραπευτήριο- τοῦ Τίργου Ὄκνα
Τό Τίργου-Ὄκνα εἶναι μιά μικρή πόλη, χτισμένη σ᾿ ἕνα παλιό ὀροπέδιο τῶν Καρπαθίων. Ὠνομάσθηκε ἔτσι διότι ἐδῶ βγαίνει τό ἁλάτι ἀπό τήν γῆ. Σ΄ αὐτήν τήν κωμόπολη ἀνεγέρθηκε το 1937, μέ τήν πρωτοβουλία τοῦ ἰατροῦ Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ, ἕνα θεραπευτήριο γιά τούς ἀρρώστους φυματικούς κρατουμένους. Κατόπιν ἔγιναν κι ἄλλες ἐπισκευές καί νέα κτίρια. Ἔχει δύο ὀρόφους, μεγάλα παράθυρα, λιακωτό καί μιά εὐρύχωρη αὐλή.
Ἐδῶ ἐστέλλοντο οἱ φυματικοί πού ἐβαρύνοντο μέ μεγάλες ποινές ἀπό ὅλα τά δεσμωτήρια τῆς Χώρας, ἀπό τό Κανάλι τοῦ Δούναβη, ἀπό τά ὀρυχεῖα, ἀπό τά μπουντρούμια τῆς Ἀσφάλειας καί ἀπό τά στρατόπεδα ἀναγκαστικῶν ἔργων. Ὁ καθένας ἀπό μᾶς μετέφερε ἐπάνω του τήν σφραγίδα ἑνός τύπου θλίψης, διότι οἱ κανονισμοί τοῦ ἀφανισμοῦ ἦταν διαφορετικοί.
Ἡ ὁμάδα ἀσθενῶν ἀπό τό Πιτέστι – στήν ὁποία ἦταν καί ὁ Βαλέριος Γκαφένκου–στάλθηκε ἀρχικά στό θεραπευτήριο-δεσμωτήριο Βακαρέστι, τόν Δεκέμβριο 1949. Ἦταν μιά ἄσχημη βαρυχειμωνιά. Στό Βακαρέστι στεγάστηκαν ἀπό ἕναν ἑβραῖο ἰατρό σ᾿ ἕνά δωμάτιο μέ σαπισμένα παράθυρα. Δέν τούς προσφέρθηκε καμμιά θεραπεία. Ἡ μοναδική τους νοσηλεία ἦταν μιά ἀκτινογραφία, διά τῆς ὁποίας διέγνωσαν τήν πάθησί τους. Ἐκεῖ γιόρτασαν τά Χριστούγεννα. Ἀπό τό Βακαρέστι ἀποφασίστηκε οἱ ἀσθενεῖς νά σταλοῦν στό θεραπευτήριο-δεσμωτήριο τῆς πόλεως Τίργου Ὄκνα γιά φθισικούς. Καί πράγματι ἐκεῖ ἔφτασαν ἀρχές τοῦ 1950.
Για κάποιον πού εἶχε βγεῖ ἀπό τήν κόλαση τοῦ Πιτέστι, τό Τίργου Ὄκνα φαινόταν σάν οὐράνια εὐλογία. Σέ κάθε δωμάτιο ὑπῆρχαν 10 κρεββάτια, χωρίς νά εἶναι στοιβαγμένα. Τά παράθυρα ἦταν ἀνοιχτά. Μικρά παράθυρα ὑπῆρχαν ἀκόμη καί στίς πόρτες, πού διακρίνοντο ἀπό τήν κλασική καί βαρβαρική πόρτα τοῦ κρατητηρίου. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι αὐτές οἱ πόρτες κλείνονταν μόνο ἀπ᾿ ἔξω, δηλαδή ἀπό τούς δεσμοφύλακες, ἀλλά κάθε ἡμέρα ἦταν ἀνοιχτές καί ἐπιτρεπόταν νά βγεῖς ἔξω νά πάρεις ἀέρα. Ὑπῆρχε μιά αἴσθηση ἐλευθερίας γιατί μποροῦσες νά περπατᾶς μόνος σου ἔξω καί νά πατᾶς τό χορτάρι. Ἐπιτρέπονταν οἱ συζητήσεις μεταξύ τῶν κρατουμένων τήν ὥρα τῆς βόλτας στούς δύο περιμανδρωμένους χώρους τῆς αὐλῆς τοῦ δεσμωτηρίου.
Σ᾿ αὐτούς τούς χώρους ὑπῆρχαν, χωρίς ἀμφιβολία καί μερικά θαύματα, τά ὁποῖα μόνο οἱ ψυχές πού τά ἐπιθυμοῦσαν καί δέν μποροῦσαν νά τά ἰδοῦν, μποροῦσαν νά τά ἀξιολογήσουν. Κι αὐτά ἦταν τά λουλούδια. Εἶναι λίγοι οἱ ἄνθρωποι στόν κόσμο πού ἔμειναν κατάπληκτοι, ἐκστατικοί καί πλημμυρισμένοι ἀπό τήν ὀμορφιά ἑνός λουλουδιοῦ, τό ὁποῖον θεωροῦσαν θαῦμα τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ, ἕνα μυστήριο, μιά πόρτα τοῦ παραδείσου. Λαχτάρισα καί ἔκλαψα ὅταν εἶδα τά πρῶτα λουλούδια, ὅταν βγῆκα ἀπό τήν κόλαση τῆς “ἀναμόρφωσης” τοῦ Πιτέστι.
Ἐν τούτοις κι ἐδῶ, ὁ κανονισμός τῆς ζωῆς στό δεσμωτήριο ἦταν αὐστηρός καί στό Τίργου Ὄκνα. Τό πρόγραμμα χειροτέρεψε μετά τήν ἀποφυλάκιση τῶν κομμουνιστῶν κρατουμένων, τόν Αὔγουστο τοῦ 1944. Οἱ λίγοι κομμουνιστές πού ἦταν ἐδῶ ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 1940 δέν εἶχαν ἕνα αὐστηρό κανονισμό φυλάκισης. Ἦταν ἐλεύθεροι στήν αὐλή, εἶχαν προσωπικά ἐργαστήρια, μποροῦσαν νά πουλήσουν τά προϊόντα τους στήν Χώρα, πληρώνοντας μόνο ἕνα μικρό παράβολο γιά τήν διατήρηση τοῦ δεσμωτηρίου. Εἶχαν βιβλία, περιοδικά καί ἐφημερίδες. Δύο φορές τήν ἑβδομάδα μιλοῦσαν μέ τίς οἰκογένειές τους καί τούς φίλους τους, πού τούς τροφοδοτοῦσαν ὅ,τι χρειάζονταν. Εἶχαν χρήματα καί μποροῦσαν νά ἀγοράσουν ὅ,τι ἤθελαν. Οἱ Ἀρχές ἐφρόντιζαν γιά τήν ζωή τους. Ἡ συνείδησή τους δέν εἶχε πληγωθεῖ καθόλου. Ἀπαντοῦσαν μέ σφοδρότητα στό Κράτος σέ κάτι πού δέν συμφωνοῦσαν ἤ ἔκαναν ἀπεργίες ἄν ἀντιμετώπιζαν κάποιο ζωτικό πρόβλημα.
Τώρα, ὅμως, ἡ κατάσταση ἦταν διαφορετική. Ὅλοι οἱ κρατούμενοι ἦταν ἀντικομμουνιστές καί ἑπομένως τό Καθεστώς ἔπρεπε νά ἔχει τήν ἀνάλογη συμπεριφορά. Δέν εἴχαμε ἐπαφές μέ τόν κόσμο ἤ μέ τίς οἰκογένειές μας. Δέν εἴχαμε δικαίωμα οὔτε γιά βιβλία, οὔτε γιά γράψιμο, οὔτε γιά ἐφημερίδες. Εἴμασταν ἐξ ὁλοκλήρου ἀπομονωμένοι ἀπό τόν κόσμο.
Τό φαγητό προσφερόταν μόνο ἀπό τό καζάνι, ἀλλά ἦταν πιό θρεπτικό καί ἀρκετό. Ἐπειδή οἱ σοβαρά ἄρρωστοι δέν μποροῦσαν νά φᾶνε ὅλο τό μερἴδιο, οἱ ἄλλοι, οἱ λιγώτερο ἄρρωστοι, εἶχαν καί περίσσευμα. Ἐδῶ εἴχαμε ἔλθει ὅλοι ἀτροφικοί, σκελετωμένοι καί φοβισμένοι ἀπό τό φάσμα τῆς πείνας καί στούς πρώτους μῆνες καταναλώναμε ποσότητες ἄνω τῶν 20 κιλῶν φαγητοῦ τήν ἡμέρα. Λόγῳ αὐτοῦ τοῦ ὑπερσιτισμοῦ – παρόλο πού ἦταν μόνο φασόλια, πατάτες, πλιγοῦρι καί λάχανο, λίγο κρέας, λίγο γάλα καί μισό κιλό ψωμί τήν ἡμέρα – ὑπῆρχαν ἄνθρωποι πού ἐπῆραν βάρος ἀπό 10 μέχρι καί 18 κιλά τόν μῆνα.
Οἱ κρατούμενοι ἔτρωγαν μέ λαιμαργία ἡμέρα καί νύχτα, λόγῳ τοῦ φόβου ἐνδεχόμενης πείνας. Ἔτρωγαν ἀπό ψυχολογική πείνα, διότι παρόλο πού ἦταν γεμᾶτα τά στομάχια τους, συνέχιζαν νά τρώγουν. Τό φάσμα τῆς πείνας ἐξαφανίστηκε μόνο μετά ἀπό ἕνα χρόνο πλούσιας ποσότητας φαγητοῦ καί βεβαιότητας ὅτι, τουλάχιστον, ὅσο καιρό θά παραμένουμε ἐδῶ, δέν θά πεινάσουμε ξανά.
Ὁ ὕπνος ἦταν μιά ἄλλη ἀγαλλίαση, ἰδιαίτερα σ᾿ ἐκείνους πού ἔρχονταν ἀπό τό Κανάλι τοῦ Δούναβη, ὅπου ἐργάζονταν 20 ὧρες ἕως 24, μέχρι νά ξεθεωθοῦν. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι κοιμόνταν στούς πρώτους μῆνες σχεδόν συνεχῶς, ὥστε καί ὅταν τούς ξυπνοῦσαν γιά τό γεῦμα, φαίνονταν σάν νά ἔτρωγαν κοιμισμένοι.
Ἡ ἰατρική περίθαλψη ἦταν σχετική, σχεδόν ἀνύπαρκτη. Μία ἰατρός καί ἕνας κομμουνιστής νοσοκόμος ἔκαναν τήν ἐπίσκεψη τῶν ἀσθενῶν, ἀλλά ἔδιναν μόνο παυσίπονα, ἀσπιρίνες, τονικό κρασί καί κάποτε βιταμίνες, τήν ἐποχή πού ἡ στρεπτομυκίνη ἔκανε θαύματα στίς πνευμονικές ἀσθένειες. Ὑπῆρχαν μεταξύ μας καί μέρικοί ἰατροί κρατούμενοι καί περισσότεροι φοιτητές της ἰατρικής σχολῆς, οἱ ὁποῖοι πρόσφεραν τήν κατάλληλη νοσηλεία.
Οἱ σοβαρά ἀσθενεῖς πού δέν μποροῦσαν πιά νά αὐτοεξυπηρετηθοῦν, ἐπήγαιναν στό δωμάτιο 4, στό ἰσόγειο. Ἐκεῖ αὐτό εἶχε τήν ὄψη λεπροκομείου, τόσο λόγῳ τῆς ἀκαθαρσίας ὅσο καί λόγω τῆς συνείδησης τῆς καταδίκης σέ θάνατο τῶν ἐνοίκων του. Ὅλοι ἐκεῖ ἦταν ἀδύνατοι, μέ μάτια βαθουλωμένα στίς κόγχες, μέ συνεχῆ βήχα μέ αἱμοπτύσεις, ἀνήμποροι νά σηκωθοῦν καί νά φᾶνε μόνοι τους. Οἱ ἄλλοι πού δέν ἦταν τόσο ἄρρωστοι τούς βοηθοῦσαν κάθε ἡμέρα, τούς ὑπηρετοῦσαν μέ τήν σειρά, δείχνοντας πολύ ζῆλο καί ἔλεος στήν διακονία τους. Στήν ἀρχή ὑπῆρχε ἐλευθερία σ΄ αὐτό το θέμα, ἀλλά ὕστερα ὅμως θεωρήθηκε ὅτι ἡ προστασία τῶν ἑτοιμοθανάτων εἶναι βοήθεια τῶν Λεγεωναρίων καί περιορίστηκε ἡ διακονία τους σε δύο ἄτομα τήν ἡμέρα, ἐναλλάξ καί τήν νύχτα μόνο σέ ἕνα, λόγῳ τοῦ φόβου νά μή γίνει ἐκεῖ μύηση γιά ἀντίδραση καί ἐξαπολυθεῖ κατόπιν ἀπόφασις γιά ἀντεπανάσταση.
Ἡ “ἀναμόρφωση” στό Τίργου Ὄκνα
Ἐδῶ ἀπό τήν πρώτη ἡμέρα οἱ ἀναμορφωτές ἄρχισαν τό ξύλο. Τό ἔκαναν ὅμως λόγῳ τῶν αὐστηρῶν κανονισμῶν πού ἐφαρμόζοντο στό Πιτέστι, χωρίς νά σκέφτονται ὅτι ἐδῶ ἦταν ἄλλες οἱ συνθῆκες. Ὁπότε ἔγινε σκάνδαλο. Τότε ὁ κομμουνιστής ἡγέτῆς εἶπε:
- Ἐάν ἡ “ἀναμόρφωση” ἔχει διαταχθεῖ ἀπό τό κόμμα, εἶναι καλή, ἐνῶ ἄν δέν ἔχει διαταχθεῖ ἀπό τό κόμμα, εἶναι κακιά.
Οἱ Ἀρχές τοῦ Τίργου Ὄκνα καί οἱ εκπρόσωποι τῆς Ἀσφάλειας δέν ἤξεραν τίποτε περί τῆς “ἀναμόρφωσης” τοῦ Πιτέστι καί ἦταν σάν τυφλωμένοι. Ἦλθαν ἐπόπτες ἀπό τό Βουκουρέστι, ἀλλά κι ἐκεῖνοι δέν ἤξεραν τίποτε περί τῆς “ἀναμόρφωσης”. Ἀπό ἐδῶ φαίνεται ἀκόμη μιά φορά πόσο ἀπόκρυφο καί ἄγνωστο ἦταν τό πείραμα αὐτό στούς ὑψηλότατους κύκλους τοῦ Κόμματος.
Οἱ ἀναμορφωτές εἶχαν μία ἀλλόκοτη ἔκφραση, τρομακτική, ἐκρηκτικη καί ὑπνωτική. Ἡ ματιά τους ἦταν ἀσταθής καί γυαλιστερή. Ἦταν ταραγμένοι καί ἕτοιμοι νά ἐκραγοῦν δυναμικά. Διέθεταν ἕνα ζῆλο πού τόν ἐξαντλοῦσαν στό νά βασανίζουν ἀνελέητα τούς κρατουμένους. Αὐτοί μεταξύ τους ἦταν στενά ἑνωμένοι, εἶχαν ἀμοιβαῖο σεβασμό καί πότε πότε ὑπετάσσοντο ὁ ἕνας στόν ἄλλο στήν ἐφαρμογή τῶν συγκεκριμένων βασανιστηρίων, θεωρώντας τόν ἄλλον ἀνειλικρινῆ ἤ κοιμισμένον ἤ ἐπιεικῆ. Ἔπρεπε νά μισοῦν, νά πληγώνουν, νά κατασκοπεύουν, νά προδίδουν, ἀκόμη καί νά σκοτώνουν ἄν ἦταν ἀνάγκη.
Γι΄αὐτό μᾶς κατασκόπευαν ἡμέρα καί νύχτα, ἐσκέπτοντο πάντοτε πονηρά γιά ὅ,τι γινόταν, ὥστε μιά συζήτηση μεταξύ τριῶν νά θεωρεῖται καί νά καταδικάζεται σάν ληστρική συνεδρίαση καί ἡ ἐθελοντική δουλειά στό δωμάτιο 4 κατακρινόταν ὅτι ἦταν βοήθεια γιά τούς Λεγεωνάριους. Ἐπαγρυπνοῦσαν καί γιά τίς ἐλάχιστες χειρονομίες μεγαλοψυχίας – ὅπως γιά παράδειγμα τήν προσφορά σέ κάποιον ἄλλο κρατούμενο ἑνός κομματιοῦ κρέατος ἤ ἑνός ζευγαριοῦ καλτσῶν – καί αὐτές τίς έξηγοῦσαν ὅτι εἶναι ἀντεπαναστατική ἐνέργεια
Ἀλλά πολύ περισσότερο μισοῦσαν καί χτυποῦσαν τήν πίστη – ἐκεῖ δέν ἐπιτρεπόταν σέ κανέναν νά κάνει τόν σταυρό του ἤ νά συζητήσει θρησκευτικά θέματα καί πνευματικές ἀναφορές στίς ὁποῖες συνήθως ἐμβαθύνουν οἱ ἄνθρωποι μεταξύ τους.
Στό Τίργου Ὄκνα ἡ ἀντίδραση ἐναντίον τῆς “ἀναμόρφωσης” ἦταν ἰσχυρή καί ἀποτελεσματική, χωρίς νά εἶναι ὠργανωμένη. Μᾶς προκαλοῦσε ἀπερίγραπτη τρομάρα καί ἀπελπισία ἡ ἰδέα τῆς “ἀναμόρφωσης” παρά τόν κίνδυνο τῆς φυματίωσης. Ἡ τρομάρα τῆς “ἀναμόρφωσης” ἦταν τόσο μεγάλη ὥστε ὅλοι εἴχαμε ἀποφασίσει, ἄν μεταφερθοῦμε ξανά στό Πιτέστι, νά μήν ὑποχωρήσουμε νά φτάσουμε ἐκεῖ, ἀλλά ἤ νά προκαλέσουμε ἄν ἦταν δυνατό, ἕνα δημόσιο σκάνδαλο, μέ τό νά μᾶς πυροβολήσουν ὅλους, ἤ ἄν τελικά μᾶς ὁδηγήσουν ἐκεῖ, νά αὐτοκτονήσουμε.
Ἐάν ὁ θάνατος δέν ἐρχόταν μέ φυσικό τρόπο, δέν ὑπῆρχε λύτρωση ἀπό τόν θάνατο τῆς “ἀναμόρφωσης”. Τότε ἡ αὐτοκτονία ἦταν μία λύτρωση, μία συνειδητή πρᾶξι θυσίας, ἕνα πρόβλημα τιμῆς καί ἀξιοπρέπειας καί μία ἀπελπιστική σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ αὐτοκτονία εἶναι μιά πράξη ἀνανδρίας ἤ ψυχικῆς ἀνισορροπίας. Μᾶς ἀηδιάζει καί τήν περιφρονοῦμε, ἀλλά ἐκεῖ ἐλπίζαμε νά ὑπῆρχε ἡ μοναδική ἀλλαγή τοῦ κομμουνιστικοῦ τερατουργήματος καί τῆς ἀπεριόριστης ἀλλοφροσύνης.
Μερικοί ἀπ΄ ἐκείνους πού εἶχαν μπεῖ στήν σειρά γιά τήν “ἀναμόρφωση” βρῆκαν καί μιά ἄλλη ἐναλλαγή: Ἐπειδή ἔζησαν μερικά χρόνια στά βάσανα τῆς “ἀναμόρφωσης”, δέχτηκαν ὅλες τίς ἀθλιότητες, ἀναγκάστηκαν νά κάνουν τίς πιό ἐξωφρενικές πράξεις βορβόρου, βασάνισαν οἱ ἴδιοι ἄλλους, εἶχαν τήν συμπεριφορά ἀληθινῶν θηρίων, ἀλλά βαθειά στίς ψυχές τους παρέμειναν προβληματισμένοι γιά ὅ,τι ἦταν ἀναγκασμένοι νά κάνουν. Ἐλυποῦντο διότι δέν μποροῦσαν νά ἀντέξουν, ἀλλά ἀναγκάζονταν ἀπό τήν πραγματικότητα νά κάνουν αὐτό πού τό ἔκαναν. Μερικοί ἀπ᾿ αὐτούς τρελλάθηκαν, ἐνῶ ἄλλοι ἄντεξαν καί, ὅταν βρῆκαν τήν εὐκαιρία, ἀποτραβήχτηακν ἀπό τό ἀπαίσιο αὐτό ἔργο τους σάν ἀναμορφωτές.
Ἡ περίπτωση του Μ.
Αὐτός ἦταν ἕνας ὄμορφος νεαρός, ἔξυπνος καί ὁρμητικός. Μπῆκε στήν σειρά γιά “ἀναμόρφωση” στό Πιτέστι μέ τήν ἐτικέτα ὅτι εἶναι μεγάλος κερατᾶς καί ἀντιδραστικός. Στό πρῶτο σόκ προσπάθησε νά ἀντιδράσει βίαια, ἀλλά ἐξουδενώθηκε ἀμέσως. Γιά τρεῖς μῆνες, ἡμέρα-νύχτα ὑποβλήθηκε σέ φρικαλέα βάσανα μέχρι πού ὑπέκυψε. Μετά ἔγινε ἕνας ἀπό τούς τραμπούκους. Χτυποῦσε δυνατά, ἄσπλαχνα καί μέ μιά τρελλή βία. Ἡ ματιά του ἦταν τρομακτική, σατανική, παραισθητική. Ἔβριζε κι ἔβγαζε ἀπό τό στόμα του τίς πιό βαρειές βλασφημίες.
Ἦταν μόνο 22 ἐτῶν. Εἶχε ἀρρωστήσει βαρειά ἀπό φυματίωση. Εἶχε μεγάλο πυρετό, εἶχε ἀδυνατίσει καί εἶχε μεγάλες αἱμοπτύσεις. Ἦταν ὑποψήφιος γιά τό τελευταῖο του ταξίδι. Σ᾿ αὐτήν τήν κατάσταση μεταφέρθηκε στό Τίργου Ὄκνα. Ἐδῶ συμπεριφερόταν μέ σφοδρότητα καί σκληρή ἀσπλαγχνία δικάζοντας, κατηγορώντας, τραυματίζοντας τούς ἄλλους μέ ἀτίθασες προσπάθειες. Ὑπῆρχε μέσα του ἕνας ἐρεθισμός, μιά κακή δύναμη πού τόν ὑποδούλωνε καί ἡ ὁποία τόν ἔκανε νά εἶναι τρομοκρατικός. Αὐτό τοῦ ἔδινε τήν δύναμη νά κυριαρχεῖ ἐπάνω στήν βαρειά νόσο πού τόν βασάνιζε καί συνέχιζε τίς δραστηριότητες τῆς “ἀναμόρφωσης”. Δεδομένου ὅτι ἦταν στό κρεβάτι καί δέν μποροῦσε νά τόν βοηθήσει κανείς παρά οἱ φίλοι τῆς “ἀναμόρφωσης”, παρέμεινε στόν κύκλο τῆς ἐπήρειας τῆς ἀσθενείας του. Ἦλθε ὅμως ἡ ἡμέρα πού μπῆκε στό δωμάτιο 4, τῶν ἡμιθανῶν, ὅπου ἦταν καί ὁ Βαλέριος, στόν ὁποῖον βασίλευε ἕνα πνεῦμα εἰρήνης καί χριστιανικῆς ἀγάπης. Ο Μ. εἶχε ἀκούσει γιά τόν Βαλέριο, ἀλλά δέν τόν εἶχε γνωρίσει μέχρι τότε.
Ἀπό τήν στιγμή πού πέρασε στό δωμάτιο 4, ὁ Μ. σταμάτησε ὁποιαδήποτε ἄσχημη συμπεριφορά. Σιωποῦσε. Ἔτρωγε τό φαγητό του, δεχόταν τήν κάθε περιποίησι καί εὐχαριστοῦσε. Μετά ἀπό λίγο καιρό ἄρχισε τό πρόσωπο του νά χαλαρώνει, παρότι δέν τόν εἶχα ἰδεῖ ποτέ νά χαμογελάει.
Δίπλα στό κρεβάτι του ἦταν ἀκόμη ἕνας ἄλλος ἀναμορφωτής, στήν ἴδια κατάσταση καί μέ τήν ἴδια στάση. Μιά ἡμέρα τούς ἔπλυνα τά χέρια καί τά πόδια. Ἐξογκωμένες κροῦστες βρωμιᾶς καί αἵματος ἐκάλυπταν τό δέρμα τους. Ἐθέρμανα νερό καί μέ ὑπομονή προσπάθησα νά μαλακώσω καί νά βγάλω τίς κροῦστες. Ἀπέφευγα, ὅσο μποροῦσα, νά προκαλῶ πληγές, γι᾿ αὐτό κι ἔκανα περισσότερα ξεπλύματα, μέχρι νά φτάσω στό καθαρό δέρμα. Ὁ Μ. ὑπέμενε τήν πρᾶξι αὐτή, χωρίς γογγυσμό. Παρατήρησα ὅτι τό κοίταγμα του ἦταν ἀκίνητο καί χάρηκα. Ὅταν συνειδητοποίησε ὅτι δέν ἀκούγεται ἀπό τόν ἄλλον ἀναμορφωτή του γείτονα, μοῦ ψιθύρισε:
- Μοῦ πλένετε τά χέρια καί τά πόδια, ἀλλά σ΄ αὐτά δέν εἶναι μόνο ἀκαθαρσίες. Εἶναι τά αἵματα πού ἔχω χύσει ...Εἶναι τό αἷμα τῶν ἀδελφῶν καί φίλων μου!
Σιώπησε λίγο καί πρόσθεσε:
- Ξέρετε ὅτι σᾶς περίμενα νά μπεῖτε στήν σειρά γιά νά σᾶς σκότωνα μ΄ αὐτά τά χέρια;
Ἡ ψυχή μου σπαρταροῦσε ἀπό ταραχή, ἀπό συμπάθεια καί ἀπό πόνο. Τί θά μποροῦσα νά τοῦ εἰπῶ;
- Σιώπα, τοῦ εἶπα, ὅλα ἔχουν περάσει! Ὁ Θεός μᾶς γλύτωσε! Ἄν μπορεῖς, λέγε μιά προσευχή!
Συγκινημένος αὐτός μοῦ ἔπιασε τό χέρι καί μοῦ τό φίλησε. Θά μέ καίει σ᾿ ὅλη τήν ζωή μου ἐκεῖνο τό φανταστικό φιλί. Τώρα καταλαβαίνω πιό καλά τήν ἔνταση τοῦ γεγονότος τοῦ Γολγοθᾶ, ὅταν ὁ μετανοημένος ληστής ἐπέπληξε τόν ἄλλον.
Πρίν πεθάνει ὁ Μ. εἶδε τό τέλος πολλῶν ἀνθρώπων, πού πέθαιναν ἐκεῖ ὄμορφα καί ἐντυπωσιακά. Σιγά-σιγά ὁ Μ. κόντευε στόν θάνατο. Σκεφτήκαμε νά κάνουμε ἰδιαίτερες προσευχές γι΄ αὐτόν καί ὁ καθένας, ὅπως ἤξερε προσπαθοῦσε νά τόν πλησιάζει καί νά τοῦ ἀνοίγει τήν ψυχή.
Ἐπειδή γνωρίζαμε περίπου ἕνας φυματικός ἀνάλογα μέ τό στάδιο πού βρίσκεται πόσες ἡμέρες τοῦ ἀπομένουν ἀκόμη μέχρι τόν θάνατό του, στόν κ. Μ, τοῦ εἶχαν ἀπομείνει λίγες ἀκόμη ἡμέρες. Ἤλθαμε κοντά του, λέγοντάς του: - Ὅλοι εἴμαστε νέοι, ἀλλά ἐδῶ περιμένουμέ τόν θάνατό μας. Ἡ αἰωνιότητα μᾶς περιμένει. Πῶς θά πᾶμε ἐκεῖ;
Αὐτός μέ κοίταξε καί μοῦ εἶπε:
- Γιατί θέλετε νά μέ τρομάξετε; Νομίζετε ὅτι θά πεθάνω τόσο σύντομα; Δέν θέλω νά πεθάνω, δέν εἶμαι ἕτοιμος γιά τόν θάνατο! Φοβᾶμαι! Βοηθῆστε με! Φοβᾶμαι!
Ἔκατσα δίπλα του καί μέ δάκρυα στά μάτια ἔκανα μιά σύντομη προσευχή. Τήν ἄκουσε μέ τά μάτια κλειστά, μέ τό πρόσωπο αὐλακωτό ἀπό φῶτα καί σκοτάδι. Ἤμουν συγκλονισμένος.
- Δέν θέλω νά σέ τρομάξω, τοῦ εἶπα, ἀλλά εἶναι καθῆκον μου νά σοῦ εἰπῶ, σάν ἀπόδειξἡ ἀγάπης, ὅτι πρέπει νά ἑτοιμαστεῖς γιά νά παρουσιαστεῖς μπροστά στόν Θεό. Ἐσύ ξέρεις ὅτι κάποτε ή ζωή εἶναι πιό φοβερή κι ἀπό τόν θάνατο. Προσπάθησε νά χρησιμοποιήσεις καλά τόν χρόνο πού σοῦ ἔμεινε. Μή φοβᾶσαι. Ἀπό ἐδῶ καί πέρα οἱ ἄνθρωποι δέν θά ἔχουν πιά ἐξουσία ἐπάνω σου.
Ἤθελα νά τόν ὠθήσω νά ἐξομολογηθεῖ, ἀλλά μοῦ φαινόταν πολύ δύσκολο γι΄ αὐτόν. Ἔννοιωθα ὅτι εἶχε ἀρχίσει ν᾿ ἀνοίγει τήν ψυχή του, μολονότι πού ἀκόμη δέν μοῦ εἶχε ἀποκαλύψει τό μεγάλο του δρᾶμα.
Ἴδρωνε δύσκολα. Ἦταν πρησμένος.. Εἶχε τά πόδια καί τά χέρια του φουσκωμένα. Τοῦ ἐζήτησα νά μείνω δίπλα του. Ὑπέφερε πολύ, ἀλλά ἦταν συνειδητός. Τήν δεύτερη ἡμέρα, μετά τήν συζήτησή μας, μέ κάλεσε ἐπειγόντως στό κρεβάτι του. Ζοῦσε τίς τελευταῖες του ὧρες του. Παρέμεινα κοντά του.
- Σᾶς εὐχαριστῶ, μοῦ εἶπε μέ χαμηλή φωνή.
Κάτι τόν ἀνησυχοῦσε. Ἐγώ προσευχόμουνα. Ὁ διπλανός ἀναμορφωτής καί φίλος του κουράστηκε νά κάθεται ἀνάσκελα καί γύρισε στό πλάϊ. Τότε ὁ Μ. μοῦ εἶπε :
- Ἄν μπορεῖτε, συγχωρῆστε με! Παρακαλῶ ὅλους νά μέ συγχωρήσουν! Ἔχω δολοφονήσει! Εἶμαι ἕνας ἐγκληματίας! Ἔχω κάνει τίς πιό φρικτές παλιανθρωπιές. Δέν ξέρω, ὅμως, ἄν εἶναι δυνατόν νά μέ συγχωρήσετε. Προσευχηθεῖτε γιά μένα …!
Πῆρε μερικές ἀνάσες καί συνέχισε:
- Δέν μπορεῖτε νά καταλάβετε πόσο εὐγνώμων εἶμαι σέ ὅλους σας ἐδῶ. Δέν εἶμαι ἄξιος γιά τήν ἀγάπη πού δείξατε σέ μένα. Τρέμω λόγῳ τῶν πράξεων μου. Ἤμουνα τρελλός. Δέν μποροῦσα νά ἐλέγξω τόν ἑαυτό μου. Δέν ἤθελα νά κάνω αὐτό ἔκανα, μολονότι τό ἔκανα μέ νηφαλιότητα, με κακία....δέν ἤμουν ἐγώ. Φρικιάζω διότι ἐσκότωσα καί μπόρεσα νά γίνω τόσο παλιάνθρωπος! Τώρα ξέρω ὅτι θά πεθάνω. Τί θά ποῦν οἱ δικοί μου γιά μένα; Τί ἀφήνω πίσω ἀπό μένα; Μέ τί φεύγω; … Μπορεῖ κανείς νά μέ συγχωρήσει;
-Ὁ Θεός ὁ Ἐλεήμων μπορεῖ νά σέ συγχωρήσει, τοῦ εἶπα. Προσπάθησε νά εἰρηνεύσεις μαζί Του τώρα!
- Εἶναι δύσκολο … εἶναι φρικτό…εἶμαι ἕνας κακοῦργος…ἔχω δολοφονήσει …συγχωρέστε με!
Οἱ δυνάμεις του τόν ἐγκατέλειπαν καί ἐπίστεψε πλέον ὅτι θά πεθάνει. Ἐμεῖς προσευχόμασταν. Γιά μερικά λεπτά ἦταν μεταξύ ζωῆς καί θανάτου. Μετά ἄνοιξε τά μάτια του γιά τελευταία φορά. Ἦταν ἀνέφελος, ἐνσυνείδητος γιά τήν στιγμή πού περνοῦσε. Ἔκλαιγε. Μιλοῦσε μέ δυσκολία, ἀλλά ξεκάθαρα:
-Συγχωρεῖστε με! Πιστεύω στόν Θεό καί στήν αἰώνια ζωή. Μή μέ ἐγκαταλείψετε! Σᾶς παρακαλῶ!
Καί ἔτσι ξεψύχησε, ἀνάλαφρος σάν ἕνα πουλάκι. Ἡ ἡσυχία ἦταν βαθειά. Κανένας δέν εἶχε πεθάνει μέ τέτοιες συγκλονιστικές συνθῆκες. Ὁ Βαλέριος προσευχόταν συνεχῶς, βοηθώντας τόν Μ., ἀλλά κι ἐμένα. Ἀπό τότε φέρω μέσα μου τήν τραγωδία αὐτοῦ τοῦ νεαροῦ, μέ ὅλες τίς συνέπειες της, σέ ὅλα τά ἐπίπεδα. Προσπαθῶ νά καταλάβω, προσεύχομαι ἀδιάκοπτα καί πονάω μέσα στήν ψυχή μου. Οἱ ἀληθινά ἔνοχοι γλεντοῦν καί σκηνοθετοῦν καί γιά ἄλλα ἐγκλήματα, πιό τρομακτικά, ἐνῶ ὁ κόσμος κοιμᾶται ἀσυνείδητος καί ἀδιάφορος.
Ἐσύ, ἄνθρωπε, ὁπουδήποτε καί νά εἶσαι, θά εἶσαι ὁ ἑπόμενος Μ.! Στήν ἀπελπισία μου προσπαθῶ νά τραβήξω τό σῆμα κινδύνου, μέ ὅλους τούς ἐνδεχόμενους γιά μένα κινδύνους. Εἶμαι ἡλικιωμένος καί ἄρρωστος. Δέν μπορῶ πιά νά πολεμήσω, δέν ἔχω ἄλλη ἀντοχή, ἀλλά δέν μπορῶ νά πεθάνω χωρίς νά ὁμολογήσω σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, τίμια καί ἀντικειμενικά, ὅλα αὐτά πού ἔζησα, εἶδα καί ὑπέφερα. Δέν ξέρω πῶς θά κρίνει ὁ Θεός τόν Μ. Γνωρίζω ὅτι ἁμάρτησε πολύ καί ὑπέφερε πολύ! Δέν ἔχω τίποτε νά προσθέσω. Αἰσθάνομαι ὅτι σπάζει μέσα μου ἡ χορδή τῆς ὑπομονῆς μου. Ἄν δέν μιλήσω, θά σκάσω ἀπό ἀσφυξία.
Ὁ Δαμιανός ἀπό τό Τίργου Ὄκνα
Κι ἐν τούτοις ἡ ζωή στό Τίργου Ὄκνα μποροῦσε νά εἶναι καί ὄμορφη. Οἱ περισσότεροι νέοι ἐνδιαφέροντο γιά τήν πίστη κι ἔψαχναν γιά πηγές ἐσωτερικῆς ζωῆς. Τά βάσανα εἶχαν μαλακώσει τήν ἀγριότητα τῆς διεστραμμένης φύσης τους καί τώρα ἐμφανίζονταν ἀπροσδόκητα τρυφερές.
Μεταξύ τῶν φυλακισμένων ἰατρῶν ὑπῆρχε ἕνας πού στεκόταν δίπλα στούς ἀσθενεῖς, μέχρι νά βεβαιωθεῖ ὅτι ὁ τάδε ξεπέρασε τήν κρίση, ἔστω κι ἄν ὁ ἴδιος θά εἶχε μετά πρόβλημα μέ τήν ὑγεία του. Αὐτός ὁ νεαρός ἰατρός εἶχε μιά ἀγνή ψυχή, μιά παιδική ἱλαρότητα, ἀλλά καί μιά σοβαρότητα στήν σκέψη του. Ἦταν πάντα ἕτοιμος νά δώσει τήν ζωή του γιά τόν συνάνθρωπο.
Μιά καλή ἡμέρα, ἀφοῦ ὁ Βαλέριος μᾶς ἀφηγήθηκε τήν ζωή τοῦ Δαμιανοῦ τοῦ λεπροῦ (Αὐτός ἀπό ἀγάπη, ἐπῆγε, νά νοσηλεύσει τούς λεπρούς ἑνός νησιοῦ καί τελικά ἔγινε λεπρός κι ὁ ἴδιος), ἐκεῖνος ὁ ἰατρός ἦλθε νά ἰδεῖ τούς ἀσθενεῖς του καί μέ λεπτότητα εἶπε:
-Ἐμεῖς πού ἔχουμε «σπήλαια» , θά πρέπει νά σιτιζόμαστε πιό θρεπτικά ἀπό ᾿δῶ καί πέρα! Δηλαδή ἀπέκτησε κι αὐτός «σπήλαια» δηλαδή φυματίωση στά πνευμόνια! Ἀλλά, μέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ σέ μικρό διάστημα γλύτωσε ἀπ᾿ αὐτά.
Ἕνας εὐτυχής ἄνθρωπος
Μεταξύ τῶν καταδίκων τοῦ δωματίου 4 ἦταν, ὅπως τό ἔχω ἀναφέρει ἤδη, καί ὁ Βαλέριος Γκαφένκου. Τότε αὐτός εἶχε ἤδη φτάσει στήν πνευματική ὠριμότητα. Ἦταν ἤρεμος, ἰσορροπημένος, δυνατός ἐν λόγῳ, κυρίαρχος στά λόγια καί στά ἔργα του, σταθερός στήν προσευχή, ἀδιάλλακτος στήν στάση του, γεμᾶτος ἀγάπη. Ἀπό τό πρόσωπό του ἐξεπέμπετο μιά μυστική συμπάθεια. Καί ὅλα αὐτά τά εἶχε, ἐνῶ ἦταν ἀκίνητος στό κρεβάτι ἀπό μιά βαρειά καί μακροχρόνια ἀρρώστια.
Ὑπέφερε ἀπό «σπήλαια» (φυματίωση) στά πνευμόνια, εἶχε πλευρίτιδα, συχνές αἱμοπτύσεις καί εἶχε χάσει τήν ὄρεξη του. Ἐπί πλέον αἰσθανόταν ρευματικούς πόνους σ᾿ ὅλο τό σῶμα του, κοιλιακούς πόνους λόγῳ μιᾶς σκωληκοειδίτιδας καί, τέλος, ὑπέφερε ἀπό καρδιά.
Τά τελευταῖα δύο χρόνια δέν μποροῦσε νά ξαπλώσει, οὔτε τήν ἡμέρα, οὔτε τήν νύχτα, ἀλλά καθόταν ἀκουμπισμένος στήν ἄκρη τοῦ κρεβατιοῦ καί τό κεφάλι του ἔπεφτε στό στῆθος. Στήν ἀρχή μπορούσαμε νά τόν μετακομίσουμε μέ τό φορεῖο στό λιακωτό, ἀλλά ἀργότερα δέν μπορούσαμε νά τόν κουνήσουμε ἀπό τό κρεβάτι. Εἶχε ἀσταμάτητο βῆχα καί συχνά ἔφτυνα αἷμα. Ἀλλά τόν πόνον του τόν ἐκάλυπτε τό καθαρό καί εἰρηνικό χαμόγελό του.
Χαμογελοῦσε καί στό ὕπνο του. Ὁ ὕπνος του συγχωνευόταν μέ τήν ἐγρήγορση καί πολλές φορές μιλοῦσε, ἐνῶ ἐμεῖς εἴχαμε τήν ἐντύπωση ὅτι κοιμόταν. Ἀλλά ὁ Βαλέριος προσευχόταν. Τόσο οἱ δεσμοφύλακες καί οἱ ἀναμορφωτές, ὅσο καί οἱ φίλοι του ἐντυπωσιάζονταν ἀπό τό «κάτι ἄλλο» τοῦ Βαλερίου, ἀλλά λίγοι ἤξεραν ὅτι ἐκεῖνο τό «κάτι ἄλλο» ἦταν ὁ Χριστός.
Στό ἀδύνατο πρόσωπό του ἐμφανίζονταν φῶτα πού κάλυπταν τίς σκιές τῆς θλίψεώς του. Τό μέτωπό του ἦταν πλατύ, λευκό, ἤρεμο, αὐλακωτό κάποτε καί ἀπό τά ἀκατάστατα τσουλούφια τῶν μαλλιῶν του. Τίποτε, ὅμως, δέν τόν ἐντυπωσίαζε περισσότερο ἀπό τούς οὐρανούς πού ἀντικατροπτίζονταν στά γαλανά, διεισδυτικα καί λαμπερά του μάτια. Ὑπῆρχε κάτι τό δυναμικό καί θερμό μέσα σ΄ αὐτά τά μάτια τοῦ Βαλερίου, πού ἐξέφραζαν μία ζωή, μία σοφία καί μία θεία ἐνέργεια.
Ἕνα δυσεξήγητο χαμόγελο ἄνθιζε στά χείλη του. Ὑπῆρχε εὐτυχία, ἀλλά καί πόνος στό χαμόγελο του. Ὅμως κι ἀπό τά δύο αὐτά συναισθήματα σκορπιζόταν φῶς, χαρά καί ἐσωτερικό σθένος. Ὅταν εἶχε σπασμούς καί τόν περικύκλωναν δυνατοί πόνοι γιά ἕνα διάστημα, ἐπεκαλεῖτο μυστικά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ξεπερνοῦσε τήν θλίψη καί ἀναγεννιόταν μ᾿ ἕνα ζωντανό καί λαμπρό χαμόγελο, σάν νά ἐρχόταν ἀπό ἕναν ἄλλο κόσμο.
Συχνά ἔλεγε ὅτι εἶναι δύσκολο, ὅτι εἶναι βασανιστικό, ἀλλά οὐδέποτε εἶπε ὅτι αὐτός κάνει προσπάθεια νά ὑποδουλώσει τό ἄλγος, ἀλλά, ἔλεγε, ὅτι ἡ Χάρις καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ τόν ἐξυψώνουν πνευματικά καί τόν καθιστοῦν εὐτυχή. Ἡ συνομιλία του μέ τόν Θεό ἦταν διαρκής, ἔντονη καί ἀναμφίβολη, παρότι ἡ ἀρρώστια τόν τσάκιζε καί ἡ ζωή του ἔμπαινε στήν αἰωνιότητα.
Τά χέρια του, ὅπως καί ὁλόκληρο τό σῶμα του, ἦταν πολύ ἀδύνατα. Δέν μποροῦσε οὔτε νά φάει μόνος του, ἀλλά ὅταν σήκωνε τό χέρι του, ἀπό τά δάχτυλά του σκορπιζόταν φῶς. Αὐτές τίς ἀκτινοβολίες τίς εἶχαν ἀντιληφθεῖ ὅλοι, ἀλλά κατά τρόπο διαφορετικό, ἀνάλογα μέ τά ἐσωτερικά πνευματικά μάτια πού διέθετε ὁ καθένας.
Τό στῆθος του ἦταν ραβδωμένο ἀπό τίς ἀδύνατες πλευρές του. Ἐπειδή εἶχε ὑγρά καί πῦον στά πνευμόνια, συχνά τοῦ ἔκαναν παρακεντήσεις. Μετά ὑπέφερε ἀπό τόν πνευμοθώρακα πού ἐφούσκωνε καί τοῦ ἔσφιγγε τήν ἀσθενική του καρδιά. Τά πνευμόνια καί ἡ καρδιά του τοῦ κατέστρεψαν τήν ζωή.
Ἦταν ντυμένος μέ κάποια φθαρμένα καί μπαλωμένα ροῦχα, ἀπό τά ὁποῖα ἄλλα ἦταν δικά του, καί ἄλλα τοῦ εἶχαν δώσει. Ἴδρωνε πολύ καί ἄλλαζε συχνά μέ ἄσπρα ἐσσώρουχα. Ἀντί γιά παπούτσια ἤ ἄρβυλα φοροῦσε παλιωμένες παντόφλες. Σκεπαζόταν μέ μιά γκρί κουβέρτα καί μ᾿ ἕνα καστανό σακκάκι. Εἶχε καί ἕνα μαξιλάρι, τό ὁποῖο οἱ κομμουνιστές διά θαύματος, δέν τό βρῆκαν στίς ἔρευνες, διότι τό θεωροῦσαν πολυτέλεια!
Τά σταφύλια τοῦ Μακαρίου
Μιά ἡμέρα, σ΄ ἕνα ἔλεγχο, ἕνας ζηλωτής δεσμοφύλακας κατέσχεσε τό μαξιλαράκι στό ὁποῖο στηριζόταν ὁ Βαλέριος. Ἕνας ἄλλος πολιτοφύλακας, πιό ἤπιος ἐπῆρε τό μαξιλάρι ἀπό τά δημευμένα πράγματα καί τοῦ τό ἔριξε διακριτικά πίσω. Γιά μιά στιγμή μεταξύ τῶν δύο ψυχών δημιουργήθηκε ἕνα σκηνικό ἰσχυρῆς ψυχικῆς δόνησης.
Μετά τό τέλος τῆς ἔρευνας, ὁ Βαλέριος σκέφτηκε ὅτι θά ἦταν καλύτερα νά δωρίσει αὐτό τό μαξιλάρι στόν Τ., ὁ ὁποῖος ἦταν ἀγκυλωμένος καί εἶχε ἐσχάρες. Ὁ Τ. δέν ἤθελε νά τό δεχτεῖ καί τό δώρισε στόν Γεώργιο καί αὐτός τό δώρισε σέ ἄλλον καί συνεχῶς ἔτσι μέχρι πού μιά ἡμέρα ἔφτασε τό μαξιλάρι πίσω στόν Βαλέριο, πού τοῦ δόθηκε ἀπό κάποιον πού δέν ἤξερε ἀπό ποῦ εἶχε ξεκινήσει, οὔτε πῶς εἶχε φτάσει ἐκεῖ … Σ΄ αὐτήν τήν περίπτωση ὁ Βαλέριος τό δέχτηκε σάν σημεῖο ὅτι τοῦ τό δώρισε καί πάλιν Θεός.
Ζῶ γιά νά ὁμολοῶ τόν Χριστό!
Ὁ Βαλέριος ἦταν πολύ ντροπαλός καί γιά τίς καθημερινές του ἀνάγκες δέν δεχόταν ἄλλον νά τόν βοηθήσει ἐκτός ἀπό μένα. Κἄπου κἄπου τόν ἔπλενα μ΄ ἕνα πανί βρεγμένο στό νερό μιᾶς λεκάνης καί τά ἀπόκρυφα μέλη τοῦ σώματός του τά ἔπλενε μόνος του. Χαμογελοῦσε μέ ἐντροπή καί, ζητώντας κατανόηση, ἔλεγε:
- Σέ παρακαλῶ, ἄφησέ με νά τό κάνω ἐγώ!
Ὅποτε δέχθηκε τήν βοήθειά μου, ἔδειχνε τήν ντροπή του καί εὐχαριστοῦσε μέ πολλή ἠπιότητα, προσφέροντας καί ἕνα χαμόγελο ἤ μιά ἀθῶα χειρονομιά. Τελικά ἔννοιωθα ὅτι ἐγώ εἶμαι ὑποχρεωμένος ἀπ᾿ αὐτόν καί ὄχι αὐτός. Γι΄ αὐτό νοσηλευόταν ἀπό ὅλους τούς Ἀδελφούς ἐκεῖ μέ μεγάλη χαρά. Αἰσθανόταν ὅτι εἶναι ὑποχρεωμένος καί γιά τήν παραμικρή χειρονομία ἀγάπης ἔλεγε συχνά ταπεινώνοντας τόν ἑαυτό του:
- Εἶστε τόσο καλοί! Διακινδυνεύετε τήν ὑγεία σας, πού ἤδη εἶναι πολύ ἐπισφαλής, γιά νά νοσηλεύετε ἐμένα! Δέν ξέρω ἄν εἶχα ἐγώ γιά σᾶς τόση αὐτοθυσία. Ὁ Θεός νά σᾶς ἀνταμείψει!
Ὅταν εἶχε ἀδυνατήσει πάρα πολύ καί δέν μποροῦσε πλέον νά μασήσει, ἔπαιρνα τό καλύτερο κρέας, τό μασοῦσα μέχρι νά γίνει σάν χάπι καί ἔτσι τοῦ τό ἔβαζα στό στόμα. Τά ἄλλα τρόφιμα τοῦ τά ἔδινα μέ τό κουτάλι, ὅπως στά παιδιά. Δέν νομίζω νά εἶχε δεχτεῖ ἔστω κι ἕνα κουτάλι φαγητοῦ ἀπό τό χέρι μου χωρίς νά μέ ἀνταμείψει μ᾿ ἕνα χαμόγελο, μ᾿ ἕνα κοίταγμα ἤ μέ μιά κουβέντα.
Ἦταν μία περίοδος, πρίν τόν θάνατό του, στήν ὁποία οἱ ἰατροί καί οἱ φίλοι του, τόν παρεκάλεσαν νά μή μιλήσει πιά, ἀλλά αὐτός εἶπε:
- Μή μοῦ πάρετε αὐτήν τήν χαρά, διότι ἐγώ ζῶ γιά νά ὁμολογῶ τόν Χριστό. Κι ἄν ζῶ, μέ τό ἔλεος Του ζῶ καί χωρίς τήν δυνατότητα νά ἐκφράζω τήν ἀγάπη μου γιά ἐσᾶς δέν θά ὑπῆρχε αἰτία νά ζῶ. Λοιπόν, μή φοβᾶστε! Δέν θέλω νά ἐκπειράζω τήν Πηγή τῆς Ζωῆς, ἀλλά θέλω νά Τόν ὑπηρετῶ μέχρι τέλους. Σᾶς εὐχαριστῶ γιά τό ἐνδιαφέρον σας, ἀλλά δέν μπορῶ νά κάνω διαφορετικά.
Περισσότερο ἐντυπωσίαζαν τόν Βαλέριο τά δῶρα καί οἱ ψυχικές χαρές πού τοῦ προσφέραμε. Αὐτός, πού ἦταν ἡ χαρά καί ἡ δύναμίς μας! Στήν ἐποχή τῶν λουλουδιῶν τοῦ ἐφέρναμε λουλούδια ἀπό τόν κῆπο καί ὁ Βαλέριος παρακαλοῦσε τόν ἕναν ἤ τόν ἄλλον νά πάει ἕνα λουλούδι ἐκ μέρους του σ᾿ ἕνα ἀσθενῆ. Τούς εἶχε ὅλους στήν καρδιά του. Ἤξερε ὅτι θά πεθάνει καί ἤθελε νά τελειώσει δωρίζοντας ἔστω κι ἕνα λουλούδι, ὅπως ἔκανε πάντα. Γιά τόν καθένα μας ἔβρισκε τήν κατάλληλη λέξη ἤ χειρονομία. Ἕνα ἀπό τά δῶρα πού ἐχάριζε ἦταν νά γνωρίζει τούς ἀνθρώπους, νά εἰσδύει στίς ψυχές τους, νά τούς ἀγαπᾶ καί νά τούς προσανατολίζει στήν ζωή. Μιά φορά μοῦ ὡμολόγησε:
-Μέ μερικούς πού ἦλθαν κοντά μου ἀγωνίσθηκα πολύ. Εἶναι καλές ψυχές καί τελικά ὁδηγοῦνται στήν ἀλήθεια. Ἄλλοι ἀνοίγονται σάν ποτήρια κρυστάλλου καί δέχονται τόν λόγο τοῦ Θεοῦ μέ ἀγάπη καί ζῆλο. Μέ ἄλλους συμφωνῶ μέ μιά ματιά ἤ μέ μιά χειρονομία καί ἡ προσέγγιση μας εἶναι βαθειά. Ἐδῶ ἔχουν μαζευτεῖ μαργαριτάρια μεγάλης ἀξίας γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Νά μοῦ πεῖς ὅ,τι κακό βρεῖς σέ μένα!
Μιά ἡμέρα ὁ Ρ. κάπνιζε κρυφά μιά γόπα πού τήν βρῆκε στήν αὐλή. Ὁ Βαλέριος τόν εἶδε καί τοῦ εἶπε:
- Πῶς θ᾿ ἀντέξεις τίς μεγάλες δοκιμασίες πού ἔχουμε μπροστά μας ἀφοῦ δέν μπορεῖς νά κυριαρχήσεις ἐπάνω στό κάπνισμα;
Ὁ Ρ., ἕνας πολύ διαβασμένος καί καλοπροαίρετος νεαρός φοιτητής– τοῦ ἦταν ἐπαρκής αὐτή ἡ παρατήρηση γιά νά ἀρχίσει νά προβληματίζεται σοβαρά περί τοῦ θέματος τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καί τῆς ἐσωτερικῆς βίωσης τοῦ Θεοῦ.
-Μέχρι τότε δέν εἶχα προβλήματα συνείδησης, ὡμολογοῦσε αὐτός ἀργότερα. Στόν Βαλέριο ὀφείλω τόν ἀληθινό μου ἐκχριστιανισμό. Αὐτός μοῦ ἀποκάλυψε ὄχι μόνο τό βάθος τῆς δικῆς μου ψυχῆς, ἀλλά καί τόν προσανατολισμό μου στήν ζωή καί στόν κόσμο.
Μετά ἀπό ἕνα περίπου χρόνο ὁ Βαλέριος ἑτοιμαζόταν νἀ ἐξομολογηθεῖ καί νά κοινωνήσει. Γιά ταπείνωση καί γιά νά μήν τοῦ ξεφύγει κάτι, κάλεσε τόν Ρ. νά τόν βοηθήσει:
- Ρ., σέ παρακαλῶ πολύ νά εἶσαι εἰλικρινής μαζί μου!
- Ἔκανα κανένα λάθος;
-Δέν ἔκανες λάθος καί θά ἤθελα νά μήν κάνεις λάθος οὔτε τώρα.
-Σέ παρακαλῶ, λοιπόν, μέ ὅλη τήν ψυχική ἐλευθερία καί χωρίς νά μοῦ δείξεις εὔνοια για κάποιον λόγο, νά μοῦ πεις ὅ,τι κακό καί ἀκατάλληλο βρίσκεις σέ μένα, εἴτε ἐν ἔργῳ, εἴτε ἐν λόγῳ.
Ὁ Ρ. ἔμεινε κατάπληκτος. Δέν περίμενε μιά τέτοια ἐρώτηση. Καί ἀπάντησε:
- Δηλαδή ἐγώ νά εἶμαι ὁ κριτής σου; Μοῦ ζητᾶς κάτι ἀδύνατον! Ξέρεις ὅτι πάντα ἤσουνα γιά μένα παράδειγμα ζωῆς. Νομίζω ὅτι δέν ἀμφιβάλλεις στήν εἰλικρίνεια μου!
Ὁ Βαλέριος εἶχε κατεβάσει τήν ματιά του καί ὑπάκουε μέ προσοχή. Τοῦ εἶπε:
- Μολονότι ἐσύ δέν βλέπεις τά λάθη μου, σίγουρα θά ὑπάρχουν μάτια πού τά βλέπουν. Σέ παρακαλῶ, λοιπόν, νά πᾶς σέ δέκα ἀνθρώπους ἀπό ἐδῶ καί νά τούς ρωτήσεις εἰλικρινά τί κακό βλέπουν σέ μένα καί μετά νά ἔλθεις νά μοῦ τά πεῖς ξάστερα.
- Μοῦ ζητᾶς ἕνα πολύ δύσκολο πρᾶγμα, ἀλλά ἀφοῦ τό θέλεις, θά τό κάνω.
Μετά ἀπό μιά ὥρα γύρισε καί τοῦ εἶπε:
- Κανένας δέν ἔχει τίποτε κακό νά πεῖ.
- Μά δέν μπορεῖ κανένας νά μήν ἔχει τίποτε νά εἰπεῖ, ἐπέμενε ὁ Βαλέριος.
Ὁ Ρ. εἶχε κάποιά στιγμή μιά ἀμφιταλάντευση. Ὁ Βαλέριος τόν προκατάλαβε καί τόν ρώτησε:
- Πέστα μου ὅλα, γιατί κρύβεις κάτι;
-Δέν κρύβω, ἁπλᾶ δέν ξέρω ἄν ἀξίζει νά σοῦ εἰπῶ τήν κακοδικία ἑνός ἀνθρώπου μέ ψυχικές ἀδυναμίες.
- Λέγε, ἐπέμενε ὁ Βαλέριος.
-Εἶναι ὁ Ξ. Αὐτός δέν θέλει νά βοηθήσει καθόλου τούς ἀσθενεῖς τοῦ δωμάτιου 4 καί μᾶλλον τό παράδειγμα μεγαλοψυχίας τῶν ἄλλων ἀσθενῶν τοῦ προκαλεῖ τύψεις στήν συνείδησή του καί διάφορους λογισμούς. Αὐτός θεώρησε ὅτι θά μποροῦσες νά κάνεις μόνος σου μερικές δουλειές σου, χωρίς να ζητήσεις βοήθεια ἀπό τούς ἄλλους, πού εἶναι καί οἱ ἴδιοι ἄρρωστοι.
Ὁ Βαλέριος στενοχωρήθηκε καί ταράχθηκε λιγάκι. Μετά τοῦ εἶπε:
-Θά προσπαθῶ νά τρώγω μόνος μου, νά παίρνω μόνος μου τά χάπια, τήν πάπια, ἀλλά περισσότερα ἀπ᾿ αὐτά σᾶς παρακαλῶ νά μέ πιστέψετε, δέν θά μπορέσω νά κάνω. Πάντα ἔχω ζωντανή μπροστά μου τήν αὐτοθυσία σας. Ξέρω ὅτι δέν ἔχω πώς νά σᾶς ἀνταμείψω, ἀλλά ὁ Θεός θά σᾶς δώσει πολλά χαρίσματα!
Ὁ Ρ. λυπόταν τώρα πού ἦταν εἰλικρινής:
- Τέτοιο πρᾶγμα δέν γίνεται. Ἔκανα λάθος πού σοῦ εἶπα τά λόγια ἑνός ἀπερίσκεπτου ἀνθρώπου. Αὐτός σκέφτεται παράξενα. Κανένας, οὔτε ὁ Θεός δέν συμφωνεῖ μ᾿ αὐτά. Ξέχασε, λοιπόν, τήν ἰδέα νά αὐτοεξυπηρετεῖσαι, ἄν δέν θέλεις νά μᾶς λυπεῖς ὅλους!
Ὁ Βαλέριος τόν κοιτοῦσε μέ ἀγάπη καί πόνο. Καί τά πράγματα παρέμειναν ὅπως ἦταν μέχρι τότε. Οἱ φίλοι συνέχισαν νά τόν βοηθοῦν καί νά δέχονται τά δῶρα τῆς ψυχῆς του.
Πέτρα σκανδάλου
Μιά ἄλλη ἡμέρα, ὁ Γεώργιος, ἕνας ἀγρότης πού κάποτε ἦταν ὀρεσίβιος, σταμάτησε μπροστά στόν Βαλέριο καί τοῦ εἶπε:
-Ἐσένα σοῦ προσφέρεται κάθε εἴδους νοσηλεία καί βοήθεια καί μᾶς κάνεις καί τόν ἅγιο! Ἐμένα γιατί δέν μοῦ φέρνει κανένας κρέας; Ἐμένα γιατί δέν μέ προσέχει κανένας ὅπως ἐσένα;
-Ἀδελφέ, τοῦ εἶπε ὁ Βαλέριος, λόγω τῆς ἀπροσεξίας μου ἔχω γίνει πέτρα σκανδάλου γιά ἐσᾶς. Σᾶς παρακαλῶ νά μέ συγχωρήσετε. Θά κάνω ὅ,τι μπορῶ νά σᾶς ἐλαφρώσω τήν θλίψη!
Καί μᾶς παρακάλεσε νά τόν ἀφήσουμε καί νά πηγαίνουμε πιό συχνά στόν Γεώργιο καί νά κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε γιά νά τόν βοηθήσουμε. Ὁ Γεώργιος ἦταν τώρα «ἑτοιμοθάνατος. Παρόλο δέν ὑπῆρχε τίποτε πού θά βελτίωνε τήν ὑγεία του, ἐν τούτοις εἴμασταν δίπλα του κάθε ἡμέρα. Ἐπιθυμοῦσε πολύ νά ζήσει. Ἀγαποῦσε τά παιδιά καί τό νοικοκυριό του μέ πολλή στοργή. Τίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του ἄλλαξε τελείως. Συμβιβάστηκε μέ τήν ἰδέα τοῦ θανάτου καί ἡ ψυχή του ἔγινε καλή καί ἤρεμη. Εἶπε στόν Βαλέριο:
- Συγχώρησέ με, ἤμουν ὑποδουλωμένος στόν σατανᾶ! Ποθοῦσα νά ζῶ καί ἔφριττα στό ἄκουσμα ὅτι θά πεθάνω. Δέν ἦταν σωστό, οὔτε καλό αὐτό πού ἔκανα. Πεθαίνω μέ πίστη στόν Θεό τῶν προπατόρων μας. Αὐτοί οἱ παλιάνθρωποι βεβήλωσαν τόν κόσμο! Καταραμένοι νά εἶναι! Καί πέθανε.
Περί τῆς ἐσωτερικῆς κάθαρσης
Ὅταν αἰσθανόταν καλά, ὁ Βαλέριος ὡμιλοῦσε ὡραία καί μέ ἐνθουσιασμό, τονίζοντας ἰδιαίτερα στό ὑπό συζήτησι θέμα του τήν ἐσωτερική κάθαρση καί τήν ἕνωση μέ τόν Χριστό. Ἔλεγε:
- Διά τοῦ Βαπτίσματος ἐλάβαμε τήν καθαρτική χάρη καί διά τοῦ μύρου ἔχουμε στολιστεῖ μέ ὅλα τά δῶρα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά αὐτή ἡ εὐλογημένη ἐσωτερική κατάσταση παρέμεινε ἄκαρπη μέσα μας, διότι δυστυχῶς εἴμαστε χριστιανοί μόνο κατά τό ὄνομα. Ζοῦμε σ΄ ἕνα κόσμο συγχύσεως, ἀσελγείας καί κάθε ἁμαρτίας. Σήμερα εἶναι ντροπή νά εἶσαι πιστός, καί ξεπερασμένη ἐντολή τό νά εἶσαι ἠθικός. Ἐμεῖς ἐδῶ ἔχουμε πιστέψει, προσευχόμεθα, φυλάττουμε τήν πίστη, ἔχουμε πολλά ὑποφέρει, ἀλλά γιά νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό πρέπει νά καθαριζόμαστε ἐσωτερικά συνεχῶς μέσω τῆς ἐξομολογήσεως καί τῆς πνευματικῆς ἀναγεννήσεως διά τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Μιά ἄλλη φορά εἶπε:
-Εἶναι τόσο θαυμάσια ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ ὥστε ἄν τήν κατανοήσουμε θά ἔχουμε τό πιό δυνατό ἐπιχείρημα τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ Ἔκλαψα ἀπό πόνο καί χαρά, ὅταν εἶχα αὐτή τήν ἀποκάλυψη.
Ὁ σπόρος πού ἔσπειρε ὁ Βαλέριος ἔφερε καρπούς. Κάθε ἡμέρα καί περισσότεροι ἄνθρωποι προσέγγιζαν πιό πολύ καί πιό εἰλικρινά στόν Χριστό, κι ἔτσι γινόταν ἡ πηγή καί ὁ ξεναγός τῆς ζωῆς καί ων σκέψεῶν τους.
Ἡ ἐξομολόγηση τοῦ Βαλερίου
Ἐν τῶ μεταξύ ὁ Βαλέριος ἐξομολογοῦνταν καί κοινωνοῦσε συχνά. Ὁ Πνευματικός του ἦταν τότε ἕνας ἁπλός ἱερέας, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀντιληφθεῖ τήν δυνατή σκέψη καί τήν βαθειά, ἐντυπωσιακή καί ἀξέχαστη ἐσωτερική του ζωή.
-Ἐντυπωσιάστηκα! Μᾶς ὡμολόγησε αὐτός μετά τόν θάνατο τοῦ Βαλερίου. Ἡ ἐξομολόγησή του ἦταν μιά λεπτομερειακή περισκόπηση τοῦ ψυχικοῦ τοῦ κόσμου. Εἶχε μιά λεπτή διάκριση τῶν πνευμάτων καί μιά ἀπόδειξη τῆς σταθερότητάς του στήν πιό βαθειά χριστιανική ἐμπειρία. Παρόλο πού δέν εἶχε ἁμαρτίες γιά νά τίς ἐξομολογηθεῖ, εἶχε ὅμως βιώματα, μερικά μεγαλύτερα ἀπό ἄλλα καί ταπείνωνε τόν ἑαυτό του μέ αὐστηρότητα. Μοῦ ἔλεγε: «Ἐπιθυμῶ νά μήν ἔχω καμμιά στιγμή ἀμφιβολίες γιά τήν πίστη, ὥστε νά μήν ἔλθει ὁ σατανᾶς νά μοῦ πάρει τήν ψυχή». Ἡ προσευχή του ἦταν ἕνα διαρκές ἀναστέναγμα, μιά ἀδιάκοπτη ἕνωση μέ τόν Χριστό. Ποτέ δέν θά παραδεχόταν οὔτε τήν ἐλάχιστη ἠθική ζημιά τῆς Ἀληθείας. Καί ὁ ἱερέας συμπέρανε μέ ἔντονο θαυμασμό:
-Ὁ Χριστός ἦταν ζωντανός στόν Βαλέριο.
Εἶμαι ὁμολογητής τοῦ Θεοῦ!
Μιά ἡμέρα ὁ Βαλέριος αἰσθανόταν τόσο χάλια ὥστε πιστεύαμε ὅτι θά πεθάνει. Πέρα ἀπό ὅλες τίς παθήσεις πού εἶχε, ἔπαθε καί μιά ὀξεῖα σκωληκοειδίτιδα. Μποροῦσαν νά τόν ἀφήσουν νά πεθάνει, ἀλλά δέν θά ἦταν «ἀνθρωπιά» γιά τό Κόμμα. Ἄρα, ὁ ἰατρός ἔκανε ἀναφορά πρός τήν ἀρχηγία γιά νά μετακομιστεῖ ἐπειγόντως στό νοσοκομεῖο τῆς πόλεως γιά ἐγχείρηση. Ὁ κομμουνιστής διοικητής τοῦ δεσμωτηρίου ἦλθε στόν Βαλέριο καί τοῦ εἶπε:
-Ἡ ζωή σου εἶναι στά χέρια μου. Ἄν δέν ἐγχειριστεῖς, θά πεθάνεις.
Ὁ Βαλέριος χαμογέλασε εὐγενικά καί τοῦ ἀπάντησε:
-Ἐάν ἡ ζωή ἑνός ἀνθρώπου ἐξαρτᾶται ἀπό ἕναν ἄλλο ἄνθρωπο, ἔχει βαρειά εὐθύνη ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος! Κι ἐάν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἤξεραν ὅτι ἡ ζωή τους ἐξαρτᾶται ἀπό τόν Θεό, τότε ὁ καθένας θά ἔδινε μεγάλη σημασία στήν ζωή τοῦ συνανθρώπου του!
- Εἶσαι τρελλός, τοῦ εἶπε ὁ κομμουνιστής, καί τόν ἔστειλε μαζί μέ πολλούς φρουρούς νά κάνει τήν ἐγχείρηση.
Ὅταν γύρισε ἀπό τό θεραπευτήριο τοῦ εἶπε ξανά:
- Νά, εἶδες τόν θάνατο μέ τά μάτια σου! Κοίτα, θέλουμε νά σοῦ δείξουμε ὅτι ἡ ζωή σου εἶναι στά χέρια μας. Ἄλλαξε τήν γνώμη σου καί νά εἶσαι ἕτοιμος νά συνεργάζεσαι μαζί μας. Θά σοῦ δώσουμε στρεπτομυκίνη! Θά δέχεσαι καί δέματα ἀπό τήν οἰκογένειά σου. Καί ποιός ξέρει τί ἄλλο θά ἀκολουθήσει; Εἶσαι ἕνας ἔξυπνος ἄνθρωπος καί μπορεῖς νά χρησιμοποιηθεῖς. Γιατί δέν περνᾶς στήν ὁμάδα μας; Θά ἔχεις μεγάλη προκοπή!
- Σᾶς εὐχαριστῶ πού μέ στείλατε νά ἐγχειριστῶ, ἀλλά ἀνάμεσά μας εἶναι ἡ συνείδησή μου, ἡ ὁποία καί δέν πουλιέται. Συναλλαγές συνειδήσεων δέν γίνονται. Γιά τήν ψυχική μου ἐλευθερία ἀποφασίζω νά πεθάνω. Καλά εἶναι νά λέγεται ξεκάθαρα ἡ ἀλήθεια κι ἐγώ τήν ἀλήθεια τήν ἐκτιμῶ βαθειά. Ἐγώ δέν εἶμαι ὁ δικαστής τῶν ἄλλων, ἀλλά εἶμαι ὁ ὁμολογητής τοῦ Θεοῦ. Δέν ὑπάρχει κτίσμα στόν οὐρανό καί στήν γῆ πού νά ἐπιβιώνει, χωρίς τόν Θεό. Ἐσεῖς δέν θέλετε νά δεχτεῖτε τόν Χριστό κι ἐγώ δέν θέλω νά δεχτῶ τόν ψυχικό θάνατο.
- Σοῦ εἶπα ἐγώ ὅτι εἶσαι τρελλός! φώναξε ὁ κομμουνιστής. Θά σοῦ κάνω ἀναφορά. Εἶσαι ἕνας φασίστας, ἕνας ἐχθρός τοῦ λαοῦ, πληρωμένος ἀπό τούς Ἀμερικάνους. Ἐμεῖς ἔχουμε μέσα νά σᾶς καταστρέψουμε! Εἶσαι καλός μόνο γιά τόν θάνατο! Πήγαινε νά πεθάνεις μαζί μέ τόν Χριστό σου. Δέν σκαλώνουμε οὔτε ἀπ᾿ αὐτόν, οὔτε ἀπό σένα!
-Ἐμένα μπορεῖτε νά μέ σκοτώσετε, ἀλλά Αὐτόν δέν μπορεῖτε πιά. Πρέπει νά καταλάβετε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ μοναδική δύναμη πού μπορεῖ νά σώζει τήν ἀνθρωπότητα ἀπό τήν θλίψη καί τήν ἁμαρτία!
-Ἄσε αὐτές τίς χαζομάρες. Ἡ ἀλήθεια εἶναι μέ τό μέρος μας!
-Ἡ ἀλήθεια εἶναι ἡ Ἀγάπη πού θυσιάζεται γιά τούς φτωχούς καί γιά τούς κατατρεγμένους!
Ὁ Βαλέριος χαμογελοῦσε. Προσευχόταν γι΄ αὐτόν τόν καημένο ἄνθρωπο καί νά λυτρώσει ὁ Θεός τόν κόσμο ἀπό ἄρχοντες σάν αὐτόν.
Ὁ κομμουνιστής ἦταν σέ μεγάλη ἀπορία. Εἶπε πολλές βλασφημίες, μετά διέταξε νά πᾶνε τόν Βαλέριο στήν θέση του. Τέλος τοῦ εἶπε:
-Βρέ, νά μήν πεῖς ὅτι δέν φέρθηκα ἀνθρώπινα σέ σένα. Σοῦ προσέφερα τήν ζωή, ἀλλά ἐσύ θέλεις τόν θάνατο. Οὔτε ὁ διάβολος δέν καταλαβαίνει τέτοια πράγματα!
Ἔτσι ἀποχωρίστηκαν. Ἀπό τότε δέν τόν ἐνώχλησε πάλι ποτέ. Κάθε φορά ὅμως πού ἐρχόταν στό δωμάτιο τοῦ Βαλερίου, αὐτός ὁ κομμουνιστής τόν ἀγριοκοίταζε, χωρίς νά τοῦ λέγει τίποτε.
Ἐδῶ εἶναι τό τέλος τοῦ Χριστοῦ!
Ὁ Βαλέριος ἔλεγε στούς κομμουνιστές ἡγέτες:
-Ὑπάρχουν ἐδῶ ἄνθρωποι μεγάλης ἀξίας, οἱ ὁποῖοι μποροῦν νά προσφέρουν πολλά στήν Χώρα μας, ἀλλά αὐτοί πεθαίνουν διότι δέν ἔχουν στρεπτομυκίνη, οὔτε νέα ἀπό τίς οἰκογένειές τους. Μπορεῖτε νά τούς διασώσετε!
Οἱ κομμουνιστές ὅμως δέν ἤθελαν νά τούς διασώσουν. Σύμφωνα μέ τήν σκέψη τους ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει ἀξία, δέν ὑπολογίζεται, διότι κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀντικατασταθεῖ μέ ἄλλον, μόνο τό σύστημα ἔχει σημασία. Καί αὐτοί οἱ ἄρρωστοι κρατούμενοι ναρκοθετοῦσαν ἀκριβῶς τὁ κομμουνιστικό σύστημα. Ἑπομένως, οἱ καταδικαστικές τους ἀποφάσεις ἦταν τελειωτικές.
Μιά ἡμέρα ἦλθε ἀπό τό Βουκουρέστι ἕνας ἐπιθεωρητής. Σταμάτησε στό κρεβάτι τοῦ Βαλερίου καί τόν ρώτησε:
- Πῶς σέ λένε, κρατούμενε;
- Νά ζήσετε, κύριε ἐπιθεωρητά, εἶμαι ὁ κρατούμενος Βαλέριος Γκαφένκου, ἀπάντησε αὐτός. Κύριε ἐπιθεωρητά, θά σᾶς παρακαλέσουμε νά μᾶς δώσετε τά δικαιώματα πού εἶχαν ἐδῶ καί οἱ κομμουνιστές κρατούμενοι παλαιότερα!
-Ἐμεῖς δέν θά ἐπαναλάβουμέ τά λάθη τοῦ παρελθόντος, ἀπάντησε τότε ξερά ὁ ἐπιθεωρητής. Ὁ ἀνθρωπισμός μας δέν ἐφαρμόζεται στούς ἀντιδραστικούς.
-Κύριε, συνέχισε ὁ Βαλέριος, ἐδῶ εἴμαστε ἄρρωστοι, ἀδύνατοι ἄνθρωποι, καθημερινά πεθαίνει κι ἕνας ἀπό ἐμᾶς καί, πέρα ἀπ᾿ αὐτά, ὑποβαλλόμαστε στήν ἀπειλή τῆς τρομοκρατίας καί τῶν βασάνων. Καί εἴμαστε ἀντιδραστικοί;
- Πῶς τολμᾶς νά μιλήσεις ἔτσι σέ μένα; Δέν καταλαβαίνεις ὅτι δέν θέλουμε νά σᾶς κάνουμε ἐθνομάρτυρες; θά σᾶς κάνουμε προδότες καί τίς γυναῖκες καί τίς ἀδελφές σας θά τίς κάνουμε πόρνες!
Ὁ Βαλέριος λυπήθηκε πολύ καί τοῦ εἶπε:
-Οἱ ἁμαρτίες αὐτοῦ τοῦ κόσμου ἐξαγοράζονται. Ἐμεῖς ἐξαγοράζουμε ἐδῶ πολλές ἁμαρτίες. Ὅλοι, ὅμως, εἴμαστε στά χέρια τοῦ Θεοῦ.
-Εἶσαι ἕνας μυστήριος κερατᾶς! Ἐδῶ θά πεθάνεις! Νά μήν νομίζεις ὅτι θά βγεῖς ἀπ᾿ ἐδῶ ζωντανός! Ἔτσι ὅπως εἶσαι, θά πρέπει νά δεχτεῖς τήν “ἀναμόρφωση”! Θά τό προσέξουμε ἐμεῖς νά πεθάνεις σιγά-σιγά μέσα σέ σκληρές ταλαιπωρίες μέχρις ὅτου ἐγκαταλειφθεῖς κι ἀπό τόν Χριστό σου μέ τόν Ὁποῖον θέλεις νά μᾶς τρομάξεις. Αὐτόν καί ἐσένα καί ὅλους ἐσᾶς σᾶς μισοῦμε καί θά σᾶς καταστρέψουμε. Ἐδῶ τελείωσε ἡ ἱστορία μέ τόν νεκρό καί ἀναστημένο Χριστό σας! Θά φροντίζουμε πλέον νά μήν μαθαίνουν τίποτε οἱ ἑπόμενες γενεές γιά τά ψέμματα Του καί τά δικά σας. Ἐμεῖς, ρέ, εἴμαστε ὁ «Χριστός» αὐτοῦ τοῦ κόσμου!
-Ὁ Θεός νά σᾶς συγχωρήσει, κύριε, ἀπάντησε τότε ὁ Βαλέριος καί κατέβασε τό κεφάλι του, προσευχόμενος καί περιμένοντας τήν διαταγή γιά νά τόν συντρίψουν.
Ἀλλά δέν τόν σκότωσαν τότε. Ὁ γολγοθᾶς του κράτησε ἀκόμη ἕνα διάστημα.
Ὁ μαθητής Γ.
Ἡ ζωή στό θεραπευτήριο συνεχιζόταν νά διεξάγεται σύμφωνα μέ τούς ὅρους τῆς “ἀναμόρφωσης” καί τοῦ θανάτου. Κάθε τόσο ὁ κομμουνιστής διοικητής καλοῦσε κοντά τούς ἀσθενεῖς γιά συζητήσεις καί προτάσεις. Ὅλο οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖ ἦταν στενοχωρημένοι, ὅταν κάποιος ἀπό τό δωμάτιο μεταφερόταν στό γραφεῖο τῆς ἀρχηγίας.
Μιά ἡμέρα κάλεσαν ἐκεῖ τόν Γ., ἕναν νεαρό, ψηλό, ἀδύνατο καί πολύ ζωηρό μαθητή, σέ πεῖσμα τῆς ὑπό ἐξέλιξη ἀσθενείας τῆς φυματίωσης ἀπό τήν πόλι Μαραμοῦρες.
Ὅταν ἐπέστρεψε ἀπό τό γραφεῖο, τό πρόσωπο του ἔλαμπε ἀπό ἕνα αἴσθημα νίκης. Ἐπῆγε στόν Βαλέριο, μέ τόν ὁποῖον συχνά συζητοῦσαν αὐτά τά θέματα, καί τοῦ ἀφηγήθηκε πώς δέχθηκε ἐξαναγκασμό γιά νά μπεῖ στήν σειρά τῆς “ἀναμόρφωσης”, ἀλλά δέν συμφώνησε, λέγοντας ὅτι δέν μπορεῖ νά γίνει δολοφόνος.
-Πῶς τολμᾶς νά μιλήσεις ἔτσι μπροστά μου; Τόν ρώτησε ἀγριεμένος ὁ κομμουνιστής.
- Δέν μιλάω ἐγώ, ἀλλά οἱ πράξεις πού τίς ξέρουμε μέ ὅλοι. Ποτέ δέν θά δεχτῶ τήν “ἀναμόρφωση”! Ἀπάντησε ὁ Γ.
-Τότε ἔλα νά μιλοῦμε πιό συχνά καί νά μοῦ εἰπεῖς τί σκέφτεται ὁ Βαλέριος, τοῦ πρότεινε ὁ κομμουνιστής.
-Ἄρα σᾶς ἐνδιαφέρει τί σκέφτεται ἕνας ἑτοιμοθάνατος ἄνθρωπος; Ἄν εἶναι ἔτσι, τότε αὐτό σημαίνει ὅτι ἐσεῖς πιστεύετε στήν αἰώνια ζωή!
- Κερατᾶ, εἶσαι ἕνας μυστικός πράκτορας! Μάνιασε ὁ κομμουνιστής. Οἱ ἰδέες του μᾶς ἐνδιαφέρουν, ρέ, διότι θά παραμείνουν καί ὕστερα πού θά μπεῖ στόν τάφο. Ἄρα, ἄν θέλεις νά σοῦ δώσω τήν στρεπτομυκίνη, τότε νά μοῦ δίνεις ἐσύ ὅλες τίς πληροφορίες πού θέλω!
- Εἶστε πολύ ἀδύνατοι ἀφοῦ φοβᾶστε ἀκόμη κι ἀπό κάποιους ἑτοιμοθάνατους, τοῦ ἀπάντησε ὁ μαθητής Γ.
- Θά σέ ἀφήσω νά πεθάνεις σάν τό σκουλήκι, ἔτριξε τά δόντια του ὁ κομμουνιστής.
- Καλύτερα νά πεθάνω παρά νά χάσω τήν ψυχή μου!
- Τί γίνεται μέ σένα, ποῦ βασίζεσαι; Περιμένετε τούς Ἀμερικάνους; Ρέ, οἱ Ἀμερικάνοι δέν θά ἔρθουν. Ἐμεῖς κυβερνοῦμε τά πάντα ἐδῶ. Αὐτοί σᾶς ἄφησαν στά χέρια μας, νά γλυτώσουν ἀπό σᾶς.
- Φαίνεται ὅτι ἔχετε δίκαιο, τοῦ εἶπε ὁ Γ. Οἱ Ἀμερικάνοι δέν ἔρχονται, ἀλλά ὁ Θεός εἶναι ἐδῶ, εἶναι μέσα μου καί δέν μπορῶ νά κάνω τίποτε ἐναντίον τοῦ θελήματος Του. Αὐτός ἔχει ἀνοίξει τήν πορεία μου πρός τόν Γολγοθᾶ. Πιστεύω στήν αἰώνια ζωή.
-Νά πᾶς...μαζί μέ τήν πίστη σου! Ἀγανάκτησε ὁ κομμουνιστής καί ὥρμησε νά τόν χτυπήσει.
- Αὐτά τά χαστούκια ἐπιβεβαιώνουν περί τῶν ἀληθινῶν σας προαιρέσεων. Σᾶς παρακαλῶ νά μήν μέ ξανακαλέσετε ἐδῶ γιά τέτοιες προτάσεις, διότι δέν ἔχει νόημα.
Λοιπόν, ὁ Γ. εἶχε νικήσει τόν πειρασμό μέ τήν τιμή τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς του. Σέ λίγους μῆνες πέθανε. Εἶχε μιά καθαρή ψυχή. Ἡ πίστη δέν τόν ἐγκατέλειψε οὔτε μιά στιγμή, ὁσεσδήποτε φρικτές κι ἄν ἦταν οἱ δοκιμασίες. Ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα τήν Παναγία, διότι καί ὁ ἴδιος ἦταν ἀγνός. Ὅλοι τόν ἀγαποῦσαν καί ὅλοι τόν μοιρολόγησαν. Μετά τόν θάνατό του κάποιος τόν εἶδε στό ὄνειρο νά κατοικεῖ κἄπου ψηλἀ πάνω, στόν οὐρανό.
Οἱ Ὁμολογητές
Τέτοιες θρησκευτικές πεποιθήσεις εἶχαν πολλοί ἄνθρωποι, ἀλλά λίγοι ἔπεσαν βορά στά χέρια τοῦ πειρασμοῦ, διότι οἱ ἄνθρωποι εἶχαν μάθει νά μήν ζαχαρώνουν μέ τόν σατανᾶ, ἀλλά νά ἀποκόπτουν ἀπό τήν ἀρχή κάθε ἐπαφή μαζί του. Ἐκεῖνοι πού τολμοῦσαν νά δώσουν στόν σατανᾶ καί τό ἐλάχιστο, τήν κορυφή τοῦ ἑνός δακτύλου τους, διακινδύνευαν ὅλη τήν ζωή τους.
Πέρα ἀπό τήν δῆθεν πολιτική τους ὑποχρέωση, οἱ ἄνθρωποι διεφύλατταν τήν πίστη τους, ἔσωζαν τίς ψυχές τους, ὡμολογοῦσαν τόν Θεό μπροστά στήν ἀθεϊστική ὀργή. Ἡ μάχη τους ἦταν πνευματική. Αὐτοί δέν διέπραξαν ἐγκλήματα, δέν ἐπεδίωξαν κάποιους πολιτικούς-κοινωνικούς σκοπούς ἀλλά ἐνήργησαν βάσει τῆς χριστιανικῆς ψυχῆς τοῦ Ρουμανικοῦ μας Ἔθνους. Καί ἐνῶ ἡ ἐκκλησιαστική ἱεραρχία «ζαχάρωνε» μέ τό ἀθεϊστικό κράτος, στίς φυλακές οἱ Χριστιανοί γίνονταν μάρτυρες.
Ἡ περίπτωση τοῦ Τ.
Ἡ σταυρική πορεία δέν εἶναι γιά ὅλους ἴσια καί εὐθεῖα. Ὡρισμένοι περδικλώθησαν μέσα σέ λόχμες καί μόνο ὕστερα ἀπό δύσκολους σφαδασμούς ἔφτασαν στό λιμάνι.
Ἔτσι συνέβη καί μέ τόν Τ., τόν νεαρό ἰατρό, ὁ ὁποῖος ἔμεινε γιά ἕνα διάστημα δίπλα στό κρεβάτι τοῦ Βαλερίου. Βασανιζόταν φοβερά. Εἶχε ἀδυνατήσει τόσο πολύ πού ἦταν μόνο κόκκαλα καί δέρμα. Τό σῶμα του ἦταν κουλουριασμένο. Εἶχε φοβερούς πόνους. Ὅταν τόν γυρνούσαμε ἀπό τήν μιά πλευρά στήν ἄλλη, οὔρλιαζε τόσο δυνατά πού μᾶς ἔσχιζε τήν καρδιά μας. Ἦταν νηφάλιος μέχρι τήν τελευταία στιγμή τῆς ζωῆς του.
Ἦταν οὐνίτης καί θεωροῦσε τόν Χριστό σάν ἕνα μεγαλοφυῆ, πού διωργάνωσε τόν παπισμό τόσο ἔξοχα, ὥστε καμμιά δύναμη νά μήν μπορεῖ νά τόν γκρεμίσει. Ὁ παπισμός ἦταν γι΄ αὐτόν ἡ πολιτική καί ἠθική ἐγγύηση ὅτι ὅλοι οἱ ἐχθροί θα νικηθοῦν.
Ὁ Βαλέριος εἶχε συχνές συζητήσεις μαζί του, προσπαθώντας νά ἀνοίξει τόν ψυχικό ὁρίζοντα τῆς πίστεώς του, ἀλλά δέν τό κατάφερε. Ἦταν ὅμως δύο ἄνθρωποι πού σέβονταν ἀλλήλους.
Ὕστερα ὁ Τ. ζήτησε νά διαβαστοῦν τά εὐαγγελικά κείμενα ἀπό τούς κρατημένους γιά νά τά θυμηθῆ. Τά ἄκουσε μέ μεγάλη προσοχή, ἀλλά τίποτε τό συγκεκριμένο δέν ἄλλαξε μέσα του. Ὅμως ὁ θεῖος ὁ λόγος ἐνήργησε δυνατά ἐπάνω του καί, ὅταν πλησίασε τόν θάνατο, ὁ Τ. ἀνοίχθηκε πρός τόν Θεό. Ὅλη τήν ήμερα τήν περνοῦσε ἀκούγοντας προσευχές ἤ προσευχόμενος μόνος του.
-Διεισδύοντας βαθύτερα πέρα ἀπό τό σῶμα του ἔλεγε αὐτός: «Τί μεγάλο μυστήριο εἶναι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου»! Ἡ ψυχή εἶναι τό μυστήριο πού μᾶς ἐνώνει μέ τόν Θεό. Καταλαβαίνω ὅτι ἔχω ζήσει μέχρι τώρα χωρίς φῶς, χωρίς ὁρίζοντα, χωρίς ἔννοια. Ἤξερα ὅτι οἱ μεγάλοι ἰατροί ἦταν πιστοί, ἀλλά αὐτό δέν μέ ξύπνησε ἀπό τήν ἀναισθησία τοῦ ὑλισμοῦ καί τῆς γνώσης. Ὁ πόνος σας γιά μένα, ή πνευματική σας θερμότητα καί ἡ προσέγγιση τοῦ θανάτου μοῦ ἀπελευθέρωσαν τήν ψυχή. Τώρα χαίρομαι. Ὅλα μοῦ φαίνονται θαυμάσια, διότι νοιώθω μέσα μου τό φῶς καί τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἁμάρτησα πολύ καί παρακαλῶ νά λάβω συγχώρησι ἀπό ὅλους, ὅσους ἔχω βλάψει μέ τήν ἀπιστία μου. Σέ σᾶς ὀφείλω τήν χαρά μέ τήν ὁποία τελειώνω τήν ζωή μου. Τώρα ξέρω ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία δύναμη, ὄχι λόγῳ τῆς ὀργάνωσής της, ἀλλά λόγω τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τό Ὁποῖο ἔχει ὅλη τήν δύναμη στόν οὐρανό καί στήν γῆ. Εἶμαι εὐτυχής πού ἔφτασα στήν πίστη!
Μετά, στρεφόμενος πρός τόν Βαλέριο, θυμᾶμαι τοῦ εἶπε τά ἑξῆς:
-Ἐσένα, Βαλέριε, σοῦ ὀφείλω περισσότερα. Μοῦ ἔδειξες πολλή κατανόηση καί ἀγάπη. Παρότι σύ ὁ ἴδιος εἶχες τά βάσανά σου, εὕρισκες τήν δύναμη νά ἀκοῦς τούς σπαραγμούς καί τά προβλήματα μου. Μπορεῖ πολλές φορές νά ὑπέφερες λόγῳ τῆς ἀπιστίας μου. Σέ παρακαλῶ, συγχώρησέ με! Παρακαλῶ ὅλους νά προσεύχεστε γιά μένα!
Ἔτσι ἔφυγε ἀπό ἐμᾶς ὁ Τ. Ὁ Θεός νά τόν ἀναπαύσει.
Ὁ Γεώργιος Ζιμπόϊου
Ἡ πιό ὄμορφη παρουσία στό Τίργου Ὄκνα, μετά ἀπό τόν Βαλέριο, ἦταν αὐτός ὁ Γεώργιος. Προερχόταν ἀπό τήν Ὀλτένια (περιοχή τῆς κεντρικῆς Ρουμανίας). Ἦταν γυιός μιᾶς πτωχῆς, ἀλλά μεγαλόψυχης χήρας, πού προσπαθοῦσε σ᾿ ὅλη τήν ζωή της νά φροντίζει γιά τίς σπουδές τοῦ μοναχογιοῦ της.
Πρώτη φορά ὁ Γεώργιος μπῆκε στήν φυλακή τό 1941. Μετά ἀποφυλακίστηκε καί ξαναμπῆκε τό 1949. Προσευχόταν πολύ, μελετοῦσε τά ἅγια βιβλία καί ἐνεβάθυνε στίς χριστιανικές ἀναζητήσεις.
Ὁ Δημήτριος Μπορδεϊάνου ἔλεγε: Ἀπό τήν στιγμή πού γνώρισα τόν Γεώργιο Ζιμπόϊου δέν διάβασα πλέον τούς Βίους τῶν Ἁγίων σάν ἕνα ἁπλό ἀνάγνωσμα καί μέ τήν ὅποια ἀμφιβολία ἐάν ὑπάρχουν ἀκόμη ἅγιοι στήν γῆ. Αὐτός ὁ μάρτυρας, μέ τό ἅγιο πρόσωπο του ἦταν γιά μένα τό ἀνεκδιήγητο παράδειγμα γιά τό τί πρέπει νά εἶναι καί τί πρέπει νά κάνει ὁ ἄνθρωπος γιά τήν σωτηρία του καί τοῦ λαοῦ του. Ὁ Ζιμπόϊου, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἦταν ὁ λαμπρότερος μαθητής τοῦ Βαλερίου. Ἕνας νεαρός καθαρός σωματικά καί πνευματικά, ἐφοδιασμένος μέ μεγάλη καλωσύνη καί πραότητα. Ἦταν τέλειος ἀπό ὅλες τίς πλευρές. Ἔχω γνωρίσει στήν ζωή μου πολλούς καί διαφόρους ἀνθρώπους, ἀλλά δέν ἔχω συναντήσει ἕναν, πού νά καταλάβει τήν Ὀρθοδοξία καί ν᾿ ἀγαπᾶ τόν Χριστό σάν τόν Ζιμπόϊου. Ἦταν ἕνας ἄγγελος μέ ἀνθρώπινο πρόσωπο. Ἔχω αὐτήν τήν ἐσωτερική πίστη ὅτι ὁ Θεός τόν δέχθηκε στόν οὐρανό, μαζί μέ τούς ἁγίους Του.
Ἡ αὐτοθυσία του δέν εἶχε ὅρια. Ἤξερε νά εἶναι φίλος καί ἄνοιγε εὔκολα τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων. Πολλοί ἤθελαν νά τόν ἔχουν κοντά τους.
Το 1949 συνελήφθηκε καί ὑποβλήθηκε σέ μιά ἄγρια ἀνάκριση πού κράτησε 12 μῆνες καί τοῦ κατάστρεψε τήν ὑγεία. Στήν περίοδο τῶν βασάνων προσευχόταν ἔντονα καί ἔλεγε ὅτι αἰσθανόταν πραγματικά τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἐπῆρε 15 χρόνια ἀναγκαστικῆς ἐργασίας καί μεταφέρθηκε στό Τίργου Ὄκνα, διότι πέρα ἀπό τήν κίρρωση ἥπατος, ἕνεκα τῆς ὁποίας ὑπέφερε, εἶχε πάθει καί φυματίωση.
Μεταξύ μας ἀναδείχθηκε ἀπό τήν πρώτη στιγμή. Ἔλεγε καθημερινά, πέρα ἀπό τίς κανονικές προσευχές, καί τόν 50ο ψαλμό γιά 50 φορές, ἀφιερώνοντάς τον ἀνά μία φορά σέ κάθε ἄνθρωπο ἤ φύλακα τῶν δεσμωτηρίων τους. Προσευχόταν μερικές φορές στό κρεβάτι ἤ στόν περίπατο καί πάντα μόνος του. Ἦταν ἤρεμος, ἀνέφελος καί ἀναμφίβολα ἀποσπασμένος ἀπό τά κοσμικά. Πίστευε ἀκράδαντα. Ἀπό μέσα του ἐπήγαζαν ἡ νήψη, ἡ πνευματική σοφία, ἡ καλωσύνη καί ἡ αὐστηρότητα, ἡ εἰρήνη ἀλλά καί ὁ ἀγῶνας καί ἡ ἀκούραστη ἀναζήτηση.
Ὅταν ἔμαθε γιά τήν νοερά προσευχή, ἄρχισε νά τήν ἐφαρμόζει, ἀντικαθιστώντας βαθμιαία τόν 50ο Ψαλμό. Προχωροῦσε γρήγορα καί ἔντονα. Σύντομα ἔφτασε νά τήν ἀπαγγέλει ἀπό τήν καρδιά του. Ἔβλεπε τό ἄκτιστο φῶς. Χαιρόταν γιά τά δῶρα τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Θεός τοῦ φανέρωνε τό βαθύ κατεστημένο τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου. Χαιρόταν πού ζεῖ, ἐπειδή ἦταν ἄνθρωπος καί χριστιανός. Ἦταν παρθένος καί ἀποφασισμένος νά παραμείνει σ᾿ ὅλη τήν ζωή του μόνο μέ τόν Χριστό. Παρόλο πού πάνω ἀπό ὅλα ἀγαποῦσε τήν προσευχή, ἦταν πολύ κοινωνικός, καταδεκτικός, ἀπασχολημένος μέ τά προβλήματα τῆς ἐπικαιρότητας καί μέ τίς μελλοντικές προοπτικές της. Δέν ἤθελε νά γίνει μοναχός ἤ κληρικός, ἀλλά θεωροῦσε ὅτι ὁ ρόλος του ἦταν νά ἐργασθεῖ στόν κόσμο σάν λαϊκός.
Μαζί μέ τόν Βαλέριο εἶχε ἀποφασίσει νά ἀφιερώσει ὅλη τήν ζωή του στόν Χριστό καί στήν Ἐκκλησία. Καί οἱ δύο ἦταν χαριτωμένοι μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλά ἐνῶ ὁ Βαλέριος εἶχε τά πρωτεῖα στόν λόγο, ἐνῶ ὁ Γεώργιος πρώτευε στήν πράξη.
Κοντά του αἰσθανόσουν καλά καί μποροῦσες ν᾿ἀνοίξεις τήν καρδιά σου. Ἀπό τό Τίργου Ὄκνα μεταφέρθηκε στήν πόλι Καρανσέβες καί μετά στήν πόλι Ἀϊούντ. Ὅπου καί νά ἐπῆγε ἄφησε τίς καλύτερες ἐντυπώσεις. Παρόλο πού ἦταν τόσο ταπεινός, ἡ προσωπικότητα του ἐπιβαλλόταν ἀνάμεσα στούς ἄλλους. Εἶχε βοηθήσει πάρα πολλούς ν᾿ ἀνακαλύψουν τήν νοερά προσευχή καί παντοῦ ἦταν παράδειγμα ψυχικῆς ἀταραξίας. Ὕστερα ἀπό 15 χρόνια φυλακίσεως, λίγες ἡμέρες πρίν ἀποφυλακισθῆ, ἦταν τόσο καταβεβλημένος ὥστε τόν ἐπῆγαν στό ἀναρρωτήριο τοῦ δεσμωτηρίου. Ἐδῶ ὅμως δέν ἔζησε πολύ καί πέθανε. Μέχρι τήν τελευταία του πνοή ἦταν ἐνσυνείδητος, εἰρηνικός, χωρίς ταλαντεύσεις καί μέ τήν πίστι ὅτι στόν κόσμο πάντα νικᾶ ὁ Χριστός. Εἶναι θαμμένος χωρίς σταυρό στό πολιτικό νεκροταφείο τοῦ Ἀϊούντ, στήν γῆ πού ἔχει δεχτεῖ μία μεγάλη ὁμάδα νεομαρτύρων, πού εἶναι τά ἄνθη τοῦ Ρουμανικοῦ λαοῦ τοῦ 20ου αἰῶνα.
Ὁ ἑβραῖος πάστορας Ριχάρδος Βούρμπραντ
Μιά ἄλλη μορφή ἀπό τούς κρατούμενους τοῦ δεσμωτηρίου-ἀναμορφωτήριου τοῦ Τίργου Ὄκνα, ξεχωριστή μορφή ὄχι ἐξ αἰτίας τῆς ἁγιότητας, ἀλλά τῆς τραγικότητάς της, ἦταν ὁ ἑβραῖος πάστορας Richard Wurmbrand.
Mία ἡμέρα ἀνακοινώθηκε ἡ ἄφιξη στό Τίργου Ὄκνα μιᾶς καινούργιας κλούβας. Ἀπό τήν ἐξώπορτα ἀκόμη τοῦ δεσμωτηρίου ἀκούγονταν φοβερά γκαρίσματα, πού μᾶς ἐτρόμαζαν. Ἀναρωτιόμασταν: Τί μπορεῖ νά εἶναι αὐτό; Ἐπί τέλους ἐμφανίστηκε ἡ ἀξιοθρήνητη συνοδεία: Ἦταν δύο κουρελιασμένοι καί σιδηροδέσμιοι κρατούμενοι, πού μόλις ἔσερναν τά κόκκαλά τους καί τά ράκη τους. Ὁ ἕνας ξαπλωμένος σ᾿ ἕνα φορεῖο καί ὁ ἄλλος ὑποβασταζόμενος ἀπό δύο ἄντρες. Αὐτός ὁ τελευταῖος οὔρλιαζε πολύ φοβερά. Ἦταν ἕνας ψηλός, ξανθός, σημιτικός ἄνδρας: Ὁ ἑβραῖος W.
Φοροῦσε ἕνα μπλέ κοστούμι, πού ἦταν βρώμικο ἀπό τό πῦον πού ἔτρεχε ἀπό τίς πληγές πού ὑπῆρχαν ἀπό τίς ἁλυσίδες γύρω ἀπό τόν λαιμό του. Τό ἄσπρο πουκάμισο του εἶχε σαπίσει, τό ἴδιο καί τά ροῦχα του. Ἦταν ἀξύριστος καί γεμᾶτος βρωμιά. Τό πρόσωπό καί τά χέρια του ἦταν καλυμμένα μ΄ ἕνα στρῶμα σάν δέρμα ἀπό αἷμα, πῦον καί βρωμιά. Εἶχε – ὅπως μάθαμε ἀργότερα – καί «σπήλαια» καί στά δύο πνευμόνια, κρύα ἀποστήματα στίς πλευρές καί στίς ὠμοπλάτες, τά ὁποῖα ἐπίσης ἔβγαζαν πῦον. Μόλις ἔκανε ἕνα βῆμα, κουνιόταν καί μιά σπασμένη πλευρά του καί ὁ ἄνθρωπος οὔρλιαζε φοβερά. Μεταξύ τῶν κραυγῶν του ξεχωρίσαμε τίς λέξεις: Ἰησοῦ, Ἰησοῦ!
Αὐτός ὁ ἄνθρωπος προερχόταν ἀπό τήν δεύτερη κάβα τῆς Ἀσφάλειας τοῦ Κράτους, ὅπου εἶχε κρατηθεῖ ἐπί δύο ἔτη. Ὅταν ἀποδείχθηκε ὅτι γρήγορα θά πεθάνει, μεταφέρθηκε γιά μιά «ἀνθρωπιστική κηδεία» στό σανατόριο τοῦ Τίργου Ὄκνα. Βλέποντας ἐμεῖς τήν σοβαρή κατάστασή του, τόν ἐπήγαμε σ᾿ ἕνα δωμάτιο προσωρινά. Στήν ἀρχή μετακομίστηκε ἐκεῖ ὁ Β., γιά νά τόν κοιτάει, ὕστερα ἦλθα κι ἐγώ διότι ἡ κούραση ἦταν ἐξαντλητική. Ὁ W. δέν πίστευε ὅτι θά ζεῖ, ἀλλά μᾶς ἔλεγε νά τόν βγάλουμε στήν αὐλή γιά νά κηρύξει τόν Κύριο.
-Ἀγαπητέ μου, τοῦ ἀπάντησε ὁ Β., σέ ξέρω καλά καί γνωρίζω τόν ζῆλο σου ἀλλά κάνε ὑπομονή γιά νά γνωρίσεις αὐτούς τούς ἀνθρώπους καί ὕστερα θά καταλάβεις τί ἔχεις νά κάνεις.
- Δηλαδή;
-Ἐδῶ ὑπάρχει μιά χριστιανική ζωή πιό αὐθεντικῆς ἀξίας. Θά δεῖς καί θά βεβαιωθεῖς!
- Καλά, τότε θέλω νά τούς γνωρίσω!
- Κάνε ὑπομονή. Αὔριο θά σέ πᾶμε νά σοῦ κάνουμε μιά ἀκτινοσκόπηση. Θά συναντηθεῖς μ᾿ ἕναν ἄνθρωπο τοῦ ὁποίου ἡ ζωή εἶναι παράδειγμα γιά πολλούς ἀπό ἐμᾶς.
Ὁ W. σκεφτόταν. Ἦταν ἀνυπόμονος. Τά σωματικά βάσανα τοῦ ἔδιναν μιά ψυχική καί ἐγκεφαλική ταραχή. Οὔρλιαζε συνεχῶς.
Ἐκεῖνο τό βράδυ ὁ Α. ἐπῆρε τήν πρωτοβουλία νά γίνει ἔρανος γιά ροῦχα γιά νά δοθοῦν στόν W:
-Ἐλᾶτε, ἀδελφοί, ποιός ἔχει κάτι νά δώσει, ἐλᾶτε ἐδῶ! Δίνεις, ρέ, γιά ἕναν ἑβραῖο!
Μαζεύτηκαν σιγά-σιγά ἀπ᾿ ὅλα τά ροῦχα, βέβαια, μέ πολύ μεγάλη διακριτικότητα, γιά νά μήν μαθευτεῖ ἀπό τούς δεσμοφύλακες: ἕνα κοστούμι, πουκάμισα, μάλλινες κάλτσες, ἐσώρουχα, δύο μάλλινα πουλόβερ.
- Φτάνει ἕνα πουλόβερ! Ἐσύ πάρε πίσω τό δικό σου!
- Ὄχι, νά πάρεις ἐσύ πίσω τό δικό σου, διότι ἐγώ ἀποφυλακίζομαι σέ ἕξι μῆνες!
- Ἐγώ θά δώσω, διότι ἔχω δύο ἤδη!
- Ναί, ἔχεις δύο πουλόβερ, ἀλλά καί δύο «σπήλαια» καί ἐπί πλέον 20 χρόνια φυλακή!
-Ἐσύ πάντα βγαίνεις μπροστά! Μόλις μποροῦμε νά δώσουμε κάτι ἤ νά κάνουμε κάτι, ἐσύ ἀμέσως κάνεις σάν νά πηδᾶς στήν φωτιά. Ἠρέμησε πιά διότι βλέπω ὅτι ἡ ψυχή σου βγαίνει ἀπό τό στόμα σου!
-Ὄχι, ἐγώ θά δώσω!
- ὄχι, ἐγώ θά δώσω.…
Παρόλο πού ἀγαπιούνταν πολύ, οἱ φίλοι εἶχαν προβλήματα ποιός νά δωρίζει περισσότερα.
-θά τοῦ τά δώσουμε καί τά δύο! Συμπέρανα ἐγώ.
Ἔτσι ἀκριβῶς κι ἔγινε. Καί τό δῶρο γίνεται δῶρο διότι τό ἕνα πουλόβερ καί ὁ W. τό δώρισε σέ κάποιον ἄλλο ἀσθενῆ.
Τήν ἑπόμενη ἡμέρα, ὁ Α. μαζί μέ ἄλλους δύο ἦλθε στόν W. μέ μία λεκάνη βρασμένο νερό, μέ πετσέτες, ἐργαλεῖα γιά ξύρισμα καί ἕνα πακέτο μέ ἐσώρουχα.
-Ἤλθαμε νά διώξουμε τίς ἐνθυμίσεις τοῦ παρελθόντος! εἶπαν. Ἀντέχετε ἕνα καλό μπάνιο;
- Θά προσπαθήσω. Σᾶς εὐχαριστῶ!
-Ἀπό ταπείνωση θά ἔπρεπε ν᾿ ἀρχίσουμε ἀπό τά πόδια, ἀλλά ἐμεῖς θά ξεκινήσουμε ἀπό τό κεφάλι, διότι ἐκεῖνο εἶναι ὁ ἄρχοντας ὅλου τοῦ σώματος. Καί ἄν μᾶς ἀντέχετε, θά συνεχίσουμε!
Ὁ W. ἔβηχε, ἔβγαζε φλέγματα καί βρυχόταν ἀπό τούς πόνους. Τά μάτια του λές καί ἔβγαιναν ἀπό τίς κόγχες. Κουνιόταν ἀνεξέλεγκτα, λόγῳ τῶν πόνων του. Μέ μεγάλες δυσκολίες ἠμπόρεσαν νά τόν λούσουν, χωρίς νά βγάλουν τίς κρούστες, διότι ὑπῆρχε κίνδυνος νά προκληθοῦν αἱματηρές πληγές. Τά νύχια του ἦταν πελώρια. Κόπηκαν ἀπό τόν ἰατρό σταδιακά. Μετά τόν ἔντυσαν. Βέβαια, τίποτε δέν ἦταν καινούργιο, ἀλλά ὅλα ἦταν καθαρά καί δωρισμένα μέ ἀγάπη.
Μετά ὁ Α. ἐπῆρε τό ξυράφι καί ἄρχισε νά ἀλείφει τόν πάστορα. Τό μοναδικό σαπούνι γιά πλύσιμο, γιά τά ροῦχα, τά δόντια καί τό ξύρισμα ἦταν ἕνα μολυσμένο μεῖγμα ἀπό ἀπόβλητα πετρελαίου, τό ὁποῖο ἀντί νά μαλακώσει, ἔτσουζε τό δέρμα.
Μέχρι τότε, ὁ W. σιωποῦσε, ἀλλά τώρα δέν μπόρεσε νά τό ἀποφύγει καί εἶπε:
- Τώρα ἔχεις ἕνα ἑβραῖο στά χέρια σου, ἔχεις τό ξυράφι στό λαιμό του, γιατί δέν τόν κόβεις;
Ὁ A. Χαμογέλασε καί εἶπε:
- Δέν θέλετε νά σᾶς ψάλλω ἕνα ψαλμό;
Καί ἔψαλε ἕνα, ὕστερα ἀκόμη ἄλλον ἕνα. Ὁ W. ρώτησε μετά:
- Ἄρα ψέλνεις γιά μένα ἤ μόνο διότι ἔτσι πιστεύεις;
-Ἄν δέν πίστευα, δέν θά ἔψαλλα γιά κανέναν! τοῦ εἶπε ὁ Α.
Τό μεσημέρι ὁ W. ἀπῆλθε γιά ἀκτινογραφία. Μετά τόν ἄφησαν σέ αναμονή στόν διάδρομο τοῦ ἰσογείου. Δίπλα του, σ᾿ ἕνα ἄλλο φορεῖο, ἦταν ὁ Βαλέριος. Δύο ἄνθρωποι μέ γαλανά μάτια καί μέ λαμπερά μυαλά, δύο πού ἀγαποῦσαν τόν Χριστό. Δύο μαρτυρημένοι χριστιανοί, πού μέ τίς τελευταῖες προσπάθειες τους ἔκαναν μιά χειρονομιά πίστεως καί αὐτοθυσίας. Ὁ ἕνας ἦταν Ρουμάνος καί ὁ ἄλλος Ἑβραῖος μέ τά κλασικά χαρακτηριστικά τῆς φυλῆς τους. Ἡ συζήτηση ἄρχισε ἀμέσως, ζωντανή καί ἐνδιαφέρουσα.
- Μέ πληροφόρησαν ὅτι εἶσαι χριστιανός, εἶπε ὁ W.
- Ξέρω ὅτι εἶστε προτεστάντης πάστορας, ἀπάντησε ὁ Βαλέριος.
-Ἀλλά πῶς μπορεῖ ἕνας Ρουμᾶνος ἐθνικόφρονας νά εἶναι χριστιανός; Ὁ Χριστός ἔκανε ἀδέλφια ὅλα τά ἔθνη. Ἑπομένως εἶναι ἀντίθεση στόν ὁρισμό ἐάν παραδεχτοῦμε μαζί χριστιανούς καί ἐθνικόφρονες!
-Ὁ κύριος πάστορας εἶναι ἑβραῖος. Δέν ἐπιθυμεῖ τήν σωτηρία τῶν Ἑβραίων; Ἄρα δέν ἀγάπησε ὁ Κύριος καί τόν λαό τῶν Ἑβραίων;
-Ἀσφαλῶς, ἀπάντησε ὁ W. Ὁ Κύριος γεννήθηκε ἀπό τό αἷμα τοῦ Δαβίδ κι ἐγώ προέρχομαι ἀπό τό αἷμα τοῦ Ἰσραήλ καί ἀγαπῶ τό ἔθνος μου, γιά τήν σωτηρία τοῦ ὁποίου ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἐδάκρυσε.
-Τότε καταλαβαίνω ὅτι ὁ κύριος πάστορας εἶναι ἕνας ἐθνικόφρονας. Οἱ Ρουμᾶνοι εἶναι καί αὐτοί ἐθνικόφρονες. Ἐμεῖς ἔχουμε γεννηθεῖ κάτα φύσιν Ρουμᾶνοι, ἀλλά διά τῆς χάριτος καί τῆς ἀληθείας εἴμαστε χριστιανοί. Ὁ ἐθνικισμός τῶν Ρουμάνων δέν εἶναι σωβινιστικός, οὔτε ἰμπεριαλιστικός, οὔτε ρατσιστικός, ἀλλά προκύπτει αὐθόρμητα ἀπό τόν συνδυασμό τῆς πίστεως καί τοῦ φυσικοῦ τῆς ζωῆς μας. Ἐμεῖς κατευθυνόμαστε μαζί μέ ὅλους τούς Ὀρθοδόξους στήν πορεία τοῦ Χριστοῦ, πρός τήν Ἀνάσταση.
- Βλέπω ὅτι ἀγαπᾶς τό ἔθνος σου, εἶπε ὁ W.
-Ἐμεῖς ἀγαπᾶμε τό ἔθνος μας, ἀλλά καί ὅλους τούς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου. Ἐπιθυμοῦμε ἀπό καρδίας νά γίνουν οἱ Ἑβραῖοι χριστιανοί, ἀλλά αὐτό ἐξαρτᾶται ἀπό τούς ἴδιους, ὄχι ἀπό ἐμᾶς. Ἔχετε ὅλη τήν ἀγάπη μας ἐν Χριστῶ, ἀλλά λυπόμαστε διότι ἔστω καί τότε πού ἕνας Ἑβραῖος γίνεται χριστιανός, ἀντί νά ἔλθη κατευθεῖαν στήν πηγή τῆς Ἀληθείας στόν Χριστό καί στήν Χάρη, παρεκκλίνει λίγο, εἶναι λίγο αἱρετικός, ἔχει γκρίνια γιά κάτι καί παραμένει λίγο ἔξω ἀπό τόν Θεό.
Ὁ W. τοῦ ἀπάντησε:
-Ἐσεῖς εἶστε πολύ τυχεροί διότι ἔχετε γεννηθεῖ χριστιανοί καί ὅταν πλησιάστε στόν Χριστό ξέρετε ἀπό ποῦ νά μπεῖτε, ἀλλά ἐμεῖς … ἐγώ εἶμαι Ἑβραῖος ἐδῶ καί ἑκατοντάδες γενεές καί οἱ πρόγονοι μου ἦταν ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι πού, ὅταν Τόν βρῆκα, ἔπρεπε νά βρῶ τήν λύση τοῦ πιό θλιβεροῦ διλήμματος, ἀπό ποιά πόρτα νά μπῶ!
-Καταλαβαίνουμε τό δρᾶμα τοῦ κυρίου πάστορα, ἀλλά ἄν εἶστε ἀληθινά ζωογονημένος ἀπό τήν ὀρθή πίστη, θά τήν βρεῖτε στήν Ὀρθοδοξία. Μᾶλλον γι᾿ αὐτόν τόν λόγο συναντηθήκαμε ἐδῶ …
- Θέλεις νά μέ κάνεις ὀρθόδοξο;
- Εἶναι μιά ἁγία ἐντολή!
- Πραγματικά ἡ σημερινή μας συνάντηση εἶναι ἐκπληκτική!
- Καί θέλουμε νά καρποφορήσει! Κατέληξε ὁ Βαλέριος.
Ἡ ἀλλαξοπιστία
Τό 1939 ὁ W. ἀσθένησε στά πνευμόνια. Γιά ἕνα διάστημα ζοῦσε στό σπίτι μιᾶς οἰκογένειας προτεσταντῶν ἀπό τήν περιοχή τοῦ Μπρασόβ. Ἀπό ἐκείνους τούς ἁπλούς ἀγρότες ὁ W. ἐπῆρε τήν ἁγία Γραφή καί τήν διάβασε. Οἱ ἀγρότες δέν μπόρεσαν νά τοῦ ἐξηγήσουν τά μυστήρια τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλά ἀργότερα γνώρισε ἕναν Ἑβραῖο, πού ἦταν χριστιανός πάστορας. Ἐκεῖνος ἄρχισε νά τοῦ ἐξηγεῖ τά βαθειά νοήματα τῆς Γραφῆς. Καί ἦταν ἀρκετός ἕνας λόγος γιά νά καταλάβει ὁ W. ὅλη τήν ἰδέα, μέ ὅλα τά συμπεράσματα καί τίς συνέπειές της. Ἦταν συγκεντρωμένος, ἔκπληκτος, πεπεισμένος. Κατόπιν δέχθηκε τό βάπτισμα, ἀλλά αὐτό ἦταν λουθηρανικό.
Ἀργότερα, ὅταν συναντήθηκε μέ τήν σύζυγο του, πού δέν ἦταν χριστιανή, καί ἐπῆραν ἕνα διαμέρισμα στήν πόλη, σέ μιά νύχτα ὁ W. τῆς ἐμαρτύρησε ὅτι ἔχει βαπτιστεῖ. Ἐκείνη ἀγρίεψε καί φώναξε:
- Πώς εἶναι δυνατόν; Πές μου πῶς ἔκανες αὐτήν τήν βλαστήμια!
Αὐτός, ὅμως, τῆς ἀπάντησε:
-Βρῆκα τήν ἀλήθεια καί δέχθηκα τόν Χριστό. Εἶμαι χριστιανός!
-Ἀφοῦ ἔκανες αὐτό, ἐγώ δέν θέλω νά ζῶ πιά! εἶπε αὐτή καί ἔτρεξε στό παράθυρο νά πηδήξει.
Μέ δυσκολία πρόλαβε νά τήν πιάσει καί νά τήν ἠρεμήσει. Ἀκολούθησε μιά περίοδος ἐπίπονης ἔντασης, ἡ ὁποία ὅμως τελείωσε μέ τήν βάπτισή της.
- Ναί, αὐτός εἶναι ὁ ρόλος του Ισραήλ. Ὁ Χριστός ἦλθε. Διά τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας θά σωθεῖ καί ὁ λαός τῶν Ἑβραίων. Ἡ αποστολή του θά κορυφωθεῖ διά τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἦταν τα συμπεράσματα τῆς νεοφώτιστης οἰκογένειας.
Ἡ ὁμολογία
Τό 1946 ἔγινε μιά διάσκεψη τῶν Θρησκευτικῶν Ὁμολογιῶν τῆς Ρουμανίας, προσκαλεσμένη ἀπό τήν Ἄννα Πάουκερ, ἑβραία στήν καταγωγή καί ἡγέτιδα τῶν κομμουνιστῶν. Τότε ἐπῆρε τόν λόγο καί ὁ προϊστάμενος ραββῖνος Σαφράν, ὁ ὁποῖος κατηγόρησε τούς Χριστιανούς, ὅτι καταδιώκουν τούς Ἑβραίους καί ἀπείλησε μέ ἐκδίκηση. Ταὐτόχρονα εἶπε ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι ἀληθινός Θεός. Αὐτοί, οἱ Ἑβραῖοι εἶναι ὁ ἀθάνατος λαός!
Οἱ παρόντες ἐκεῖ χριστιανοί πάγωσαν ἀπό φόβο. Ἕνας Ρουμᾶνος μητροπολίτης μίλησε μόνο γιά νά μήν σιωπήσει καί εἶπε τά πάντα, ἀλλά δέν τόλμησε νά ὑπερασπίσει τόν Κύριο Χριστό, οὔτε τούς Ρουμάνους. Οἱ παπιστές ἦταν ἀξιοπρεπεῖς, ἀλλά συγκρατημένοι. Οἱ προτεστάντες ἦταν ὠχροί καί διστακτικοί. Στήν αἴθουσα βρισκόταν καί ὁ W., μαζί μέ τήν σύζυγο του, πού τοῦ εἶπε:
- Πρέπει νά πεῖς στόν ραββῖνο τήν ἀλήθεια. Ζήτα, λοιπόν, τόν λόγο!
Ἐφ᾿ ὅσον ἦταν κι αὐτός ἕνα μέλος τοῦ οἰκουμενικοῦ Κινήματος, μποροῦσε νά μιλήσει. Ἄρχισε, λοιπόν, πρῶτα ἀπό τήν ἑβραϊκή του προέλευση, μετά ὡμολόγησε πῶς ἔγινε χριστιανός καί στό τέλος ἐπιτέθηκε στόν Σαφράν, μιλώντας περί τῶν ἁμαρτιῶν καί τῆς ἀπιστίας τοῦ ἑβραϊκοῦ λαοῦ, τά ὁποῖα ξεσκέπασε διότι μόνο ἕνας Ἑβραῖος μποροῦσε νά τό κάνει αὐτό.
-Ἐσεῖς φταῖτε! Ἐφώναξε αὐτός. Οἱ ἁμαρτίες σας ἀνέβηκαν μέχρι τόν οὐρανό. Μισεῖτε, καταπιέζετε, ψεύδεστε ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του. Ἐχάσατε πλέον τό δικαίωμα νά εἶστε ὁ ἐκλεκτός λαός διά τῆς θανατώσεως τοῦ Χριστοῦ, γιά τήν ὁποία δέν μπορεῖτε παρά μόνο νά μετανοεῖτε καί νά γίνετε χριστιανοί! Διότι ἐκεῖνος πού ἐσεῖς κατηγορεῖτε καί ὑβρίζετε εἶναι ὁ ἴδιος πού τόν ἀνήγγειλλαν οἱ Πατριάρχες καί οἱ Προφῆτες. Μακράν τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχετε σωτηρία!
Ὁ ραββῖίνος τρελλάθηκε. Ἡ Ἄννα Πάουκερ διέταξε νά διακοπεῖ ἡ μετάδοση τῆς ὁμιλίας ἀπό τό ραδιόφωνο. Οἱ παρόντες χειροκροτοῦσαν ξέφρενα. ἡ ἀλήθεια εἶχε ξεσκεπαστεῖ διά τοῦ ἑβραίου κ.W. Ὅταν τελείωσε τόν λόγο του, μιά μεγάλη δύναμη αἰσθανόταν μέσα του. Ἦλθαν οἱ δικοί του καί τόν ἔβγαλαν ἀπό τήν αἴθουσα ἔξω ἀπό μιά πλάγια πόρτα, διότι οἱ Ἑβραῖοι τόν περίμεναν νά τόν δολοφονήσουν. Ὕστερα ἡ μητέρα καί τά ἀδέλφια του ἔφυγαν στήν Παλαιστίνη, ἀνακοινώνοντάς του νά μήν ἔλθει ἐκεῖ, διότι θά δολοφονηθεῖ.
Ἡ σύλληψή του
Τό 1948, μιά Κυριακή, ὅταν πορευόταν πρός τόν ναό, ἔπαθε ἀνακοπή καρδιᾶς στό δρόμο καί μετακομίσθηκε μέ τό αὐτοκίνητο στήν Ἀσφάλεια τοῦ Κράτους. Ἐκεῖ τόν περίμενε ὁ συνταγματάρχης Ντουλγέρου, ἑβραῖος κι αὐτός, ὁ ὁποῖος στρέφοντας ἕνα πιστόλι στό χέρι του, τοῦ εἶπε κοροϊδευτικά:
- Καλά ἔφτασες, ἀκριβῶς γιά νά κηρύξεις στό ναό!
Μεταφέρθηκε στό δεύτερο ὑπόγειο τῆς Ἀσφάλειας. Ἐκεῖ, ἀπομονωμένος, ἀναπνέοντας ἄσχημο ἀέρα καί μέ καχεκτική ἀντοχή. Ἀσθένησε. Δέν γράφτηκε μέ τό ὄνομα του, διότι οἱ ξένες πρεσβεῖες τόν ἔψαχναν, ἀλλά ὑπό τό ὄνομα Βασίλειος Γεωργέσκου. Ἑπομένως, ἡ Ἀσφάλεια τοῦ Κράτους ἀπαντοῦσε συνεχῶς ὅτι δέν ὑπῆρχε κανένας κρατούμενος μέ τό ὄνομα Richard Wurmbrand στά χέρια της. Μετά τοῦ σχεδίασαν ἕνα κρυφό δικαστήριο καί ἔλαβε ποινή φυλάκισης 20 χρόνων. Ἔτσι ἔφτασε το 1950 στό Τίργου Ὄκνα.
Ἀσήμαντες λεπτομέρειες
Ἀφοῦ συνῆλθε λίγο ἀπό τήν θλιβερή κατάσταση τῆς μεταφορᾶς του ὁ W. μετακινήθηκε στό δωμάτιο 4, ἀκριβῶς μπροστά στό κρεβάτι τοῦ Βαλερίου. Ἀκολούθησαν μακροχρόνιες συζητήσεις μεταξύ τῶν δύο πού ἡ θεωρητική καί ἐμποτισμένη μέ τόν ὑλισμό σκέψη τοῦ πάστορα ἄλλαζε ἀπό τήν νηφάλια, βαθειά καί ταπεινή σκέψη τοῦ Βαλερίου. Κάθε ἡμέρα ὁ W. βολιδοσκοποῦσε ποικίλες ἀσήμαντες λεπτομέρειες, οἱ ὁποῖες ἐπήγαζαν ἀπό τούς ἐσωτερικούς του κραδασμούς καί κάθε φορά ὁ Βαλέριος ἔβαζε σέ τάξη τήν σκέψη τοῦ Ἑβραίου. Παραδείγματος χάρη, μιά ἡμέρα ὁ πάστορας W. ρώτησε:
-Ἄρα ποιός εἶναι μεγαλύτερος, ὁ Χριστός ἤ ὁ Μάρξ; Εἶναι καλύτερα ὅπως τά εἶπε ὁ Χριστός ἤ ὅπως τά εἶπε ὁ Μάρξ;
Οἱ κρατούμενοι ἀπό τό δωμάτιο, οἱ ὁποῖοι προσκυνοῦσαν τόν Χριστό καί μισοῦσαν τόν μαρξισμό, δαγκώθηκαν καί πολλοί ὑποψιάστηκαν ἄσχημα γιά τήν καλοπιστία τοῦ Ἑβραίου. Ἀλλά ὁ Βαλέριος ἐπενέβη μέ πολλή ἠπιότητα:
-Ἀδελφοί, αὐτός ὁ ἄνθρωπος βασανίζεται ἀπό τό ἴδιο τό παρελθόν του. Πρέπει νά τόν καταλάβουμε καί νά τοῦ δώσουμε τήν ἀπάντηση πού θά τοῦ ξεκαθαρίσει τό πρόβλημα. Ὁ Μάρξ ἐπηρεάζει φοβερά αὐτόν τόν αἰῶνα. Αὐτός βάζει τόν κόσμο στόν δρόμο τοῦ ἀθεϊστικοῦ ὑλισμοῦ, ὁ ὁποῖος θεωρεῖ τό σύμπαν καί τόν ἄνθρωπο σάν ἕνα μηχανισμό. Ἡ ἐφαρμογή τῶν Ἀρχῶν του στήν κοινωνία ὁδηγεῖ πρός τήν δουλεία, τήν πολιτική τυραννία καί τό πνευματικό «ξεχαρβάλωμα» τῶν ἀτόμων. Νά τί εἶναι ὁ Μάρξ γιά τήν ἀνθρωπότητα. Ἐμεῖς ὀφείλουμε νά δώσουμε μιά χριστιανική ἀνταπάντηση καί νά δείχνουμε μέ τήν ἴδια τήν ζωή μας τί σημαίνει ὁ Χριστός καί ἡ διδασκαλία Του στόν κόσμο.
Ἡ προσβολή
Μιά ἡμέρα μεταφέρθηκε στό θεραπευτήριο ἕνας ταλμουδιστής Ἑβραῖος, πάρα πολύ ἄρρωστος. Ὅταν ἦλθε σέ ἐπαφή μέ τό περιβάλλον τοῦ δωματίου 4 τό μῖσος του ἐναντίον τῶν χριστιανῶν ἐξαπολύθηκε ἀπότομα:
-Ἐσεῖς οἱ χριστιανοί φταῖτε γιά τό πρόγραμμα ἐναντίον τῶν Ἑβραίων. Θά ἐκδικηθοῦμε σύμφωνα μέ τόν νόμο μας!
Τοῦ ἀπάντησαν:
-Ἀντίθετα, οἱ χριστιανοί εἶναι τά ἄμεσα καί ἔμμεσα θύματα τῶν Ἑβραίων. Οἱ Ἑβραῖοι ἐσκότωσαν τόν Χριστό καί δολοφονοῦν τούς χριστιανούς κάθε τόσο, ὅπως μᾶς λέγει ἡ ἱστορία, γιά νά γίνουν αὐτοί οἱ ἄρχοντες τοῦ κόσμου. Ἀλλά ὁ σύγχρονος κόσμος δέν μπορεῖ νά δεχτεῖ τήν διακυβέρνησή του ἀπό ἕνα ξένο λαό, πού εἶναι τό Ἰσραήλ.
- Ἐμεῖς εἴμαστε ὁ ἐκλεχθείς ἀπό τόν Θεό λαός τοῦ Ἰσραήλ!
- Ὁ ἀληθινός Ἰσραήλ εἶναι ὁ τῆς Θείας χάριτος καί ὄχι αὐτός πού γεννήθηκε ἀπό κάποια συγκεκριμένη φυλή.
-Ἐσεῖς εἶστε ἀντισημίτες!
-Ἀντισημίτης δέν ἦταν ὁ Χριστός, ἀλλά ὁ Ιούδας, ὁ Ἄννας, ὁ Καϊάφας καί ὁ λαός πού ζήτησε τήν σταύρωσή του. Ἀντισημίτες δέν εἶναι οἱ χριστιανοί, ἀλλά οἱ Ἑβραῖοι πού πολεμοῦν ἐναντίον τῆς πραγματικότητας, διότι οἱ ἴδιοι ξέρουν καλά ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά ἔχουν παρεξηγήσει τήν ἀποκαλυπτική διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Αὐτοί προσκυνοῦν εἴτε στό χρυσό μοσχάρι ἐναντίον τοῦ Θεοῦ τῶν πατριαρχῶν, εἴτε στόν σατανᾶ ἐναντίον τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἑβραϊκός λαός ἐγέννησε τόν Χριστό, ἀλλά εἶναι ἀνήμπορος νά τόν ἀκολουθήσει, διότι ὁ ἴδιος ὁ λαός θεωρεῖται σάν Χριστός. Ἰδού τό ἀπόγειο τοῦ δαιμονισμοῦ πού ἔφτασε!
Τότε ὁ W. ἐπενέβη σταθερά στήν συζήτηση καί εἶπε:
-Ὁ κομμουνισμός εἶναι τό ἰουδαϊκό ἐργαλεῖο τῆς καταστροφῆς τοῦ κόσμου!
-Γι΄ αὐτήν τήν δήλωση θά ὑποφέρεις πολύ! Τοῦ φώναξε ἐξοργισμένος ὁ ταλμουδιστής Ἑβραῖος.
Ὅμως ὁ W. συνέχισε γαλήνιος:
- Στήν μάχη μεταξύ τῶν Στάλιν καί Τρότσκι νίκησε ὁ Στάλιν, ὁ ὁποῖος χρησιμοποιήθηκε ἀπό τούς Ἑβραίους. Αὐτός τούς ἀρνήθηκε τήν ἐξουσία, ἀλλά ὄχι καί τίς ἐκδουλεύσεις. Ὁπότε οἱ Ἑβραῖοι ἐπῆραν τήν δεύτερη θέση στόν κομμουνισμό καί ἀπό τότε δέν τήν ἐγκατέλειψαν ποτέ. Αὐτοί εἶναι ὁ τρωϊκός ἵππος τῆς κομμουνιστικῆς ἐπανάστασης.
- Ἡ οὐσία τοῦ ἑβραϊκοῦ λαοῦ εἶναι ἁγία καί θά ἐξαφανιστεῖ ὁποιοσδήποτε θά τήν θίξει. Ἀξίζει νά δολοφονηθεῖς, φώναξε λυσσαλέως ὁ ταλμουδιστής.
- Καί ἡ μητέρα καί τά αδέλφια μου τό ἴδιο μοῦ εἶπαν, ἀπάντησε ἤρεμος ὁ W.
-Ἔχουμε μιά κοινή διαδοχή, προσπάθησε ὁ Ἑβραῖος ν᾿ ἀλλάξει τήν συζήτηση.
-Ὁ Χριστός μᾶς διαχωρίζει, τόν διέκοψε ὁ W. Ἀκόμη καί ὁ Μωϋσῆς καί οἱ Προφῆτες εἶναι δικοί μας. Ἐάν ἀκολουθούσατε τόν Μωϋσῆ, θά ἤσασταν χριστιανοί!
-Ὄχι οἱ Ἑβραῖοι, ἀλλά οἱ Ρωμαῖοι Τόν σκότωσαν τόν Χριστό, ἐπέμεινε ὁ ταλμουδιστής.
-Οἱ Ἑβραῖοι Τόν σκότωσαν διά τῆς τότε νομικῆς μορφῆς, δηλαδή διά τῶν Ρωμαίων. Οἱ Ρωμαῖοι δέν μίσησαν τόν Χριστό, ἀλλά οἱ Ἑβραῖοι. Ὁ Χριστός δέν κατηγορεῖ τούς Ρωμαίους, ἀλλά τούς Ἑβραίους.
- Τόν Χριστό δέν τόν σκότωσε ὁ λαός τῶν Ἑβραίων, ἀλλά οἱ ἀρχηγοί του.
-Ὁ ἰουδαϊκός λαός, μέ λίγους πιστούς ἀκολούθησε τούς ἀρχηγούς του καί εὐθύνεται γι᾿ αὐτό.
-Ἐπέρασαν δεκάδες γενεές ἀπό τόν Άννα καί τόν Καϊάφα, ἦλθε ὁ καιρός νά ξεχαστεῖ ἐκεῖνο τό ἔγκλημα.
- Παρακολούθησε τί κάνουν οἱ Ἑβραῖοι ἀπό τότε μέχρι σήμερα ἐναντίον τῶν χριστιανῶν καί πάντων τῶν ἀνθρώπων καί θά καταλάβεις γιατί ἐλέχθη γι᾿ αὐτούς ὅτι ἡ ἁμαρτία ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ θά συγχωρηθεῖ, ἀλλά ἡ ἁμαρτία ἐναντίον τοῦ ἁγίου Πνεύματος δέν θά συγχωρηθεῖ. Οἱ Ἑβραῖοι τοῦ παρόντος εἶναι πιό ἔνοχοι ἀπό τούς Ἑβραίους πού σκότωσαν τότε τόν Χριστό!
Οἱ ἀσθενεῖς τοῦ δωματίου 4 ἄκουγαν ἔκπληκτοι. Ὁ W. μιλοῦσε βγάζοντας ἔξω τό ψυχικό του δηλητήριο καί ἔννοιωθε ὅτι ἐλευθερώθηκε ἀπ᾿ αὐτό. Ὁ ταλμουδιστής ὡρκίστηκε νά καταδώσει τόν W. μετά τήν ἀποφυλάκισή του στούς ἡγέτες τῆς ἑβραϊκῆς Κοινότητας, ἡ ὁποία θά τόν ἐξολοθρεύσει. Ὅμως ὁ W πέθανε σύντομα.
Ὕστερα ἀπ᾿ αὐτήν τήν ἀντιπαράθεσι ὁ Βαλέριος τοῦ εἶπε:
-Ὁ κύριος πάστορας γνωρίζει καλά τήν ἀλήθεια, ἀπομένει μόνο νά ἀγκυροβολίσει σ᾿ αὐτήν.
Ὁ W. εἶχε ἐξημμένες συζητήσεις γιά τίς σχέσεις μεταξύ τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τῶν Ἑβραίων καί μέ τόν ἀδελφό του, ὁ ὁποῖος ἦταν μεγάλος μαέστρος στήν ἀπόκρυφη ἑβραϊκή στοά, ἡ ὁποία ἐλέγχει τήν διεθνῆ Μασσονία.
- Πώς θέλετε ἐσεῖς, περίπου 15 ἑκατομμύρια Ἑβραῖοι νά κυβερνᾶτε 4 δισἑκατομμύρια πού δέν εἶναι Ἑβραῖοι; Τόν ρώτησε ὁ W.
Καί ὁ ἀδελφός του τοῦ ἀπάντησε:
-Ἔχουμε ἀρκετούς προσήλυτους. Μερικοί ξέρουν ὅτι εἶναι προσήλυτοί μας, οἱ ἄλλοι δέν ξέρουν, ἀλλά ὅλοι εἶναι στήν διάθεση μας καί θά εἴμαστε ὁ θεός τους. Ὁ κόσμος γίνεται ἰουδαϊκός ὅλο καί περισσότερο. Οἱ Ἑβραῖοι εἶναι τό φύραμα τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα.
-Ἀλλά ὁ Χριστός ἦλθε! Ἔλεγε ὁ W.
- Δέν ἦλθε. Ἐκεῖνος ἦταν ἕνας ληστής καί προδότης τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ.
- Τότε γιατί δέν ἔρχεται ὁ Χριστός;
-Ὁ ἴδιος ὁ ἑβραϊκός λαός εἶναι ὁ Χριστός!
Τότε ὁ W. ἄναψε καί ἄρχισε νά ἀνατρέπει στόν ἀδελφό του ὅτι ὁ ἑβραϊκός λαός εἶναι γεμᾶτος ἀσέβεια καί ἁμαρτία, ὥστε δέν μπορεῖ νά εἶναι ὁ ὡραῖος, ὁ ἅγιος καί ὁ τέλειος Χριστός. Ἐκεῖνος ἦταν καί παραμένει ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
-Σᾶς μισοῦμε, τοῦ φώναξε ὁ ἀδελφός του, κι ἐσύ εἶσαι ἕνας προδότης τοῦ λαοῦ μας. Ὅταν ξαναχτίσουμέ τόν ναό τοῦ Σολομῶντος, θά κάνουμε στήν πόλη τῶν Ἰεροσολύμων τό πιό μεγάλο ἄγαλμα στόν κόσμο, στό ὁποῖο θά γράψουμε: Νά μήν ξεχνᾶτε ποτέ ὅ,τι σᾶς ἔκαναν οἱ χριστιανοί!
-Τήν ἐξαφάνιση σου, Ἰσραήλ, θά τήν προκαλέσεις μόνος σου! Ἀπάντησε ὁ W. Ἐσεῖς δέν ἔχετε πιά οὐρανό, διότι πέρα ἀπό τήν γῆ δέν ἔχετε κανένα ἰδανικό!
Ἡ στρεπτομυκίνη
Σταδιακά, τά θολά νερά τῆς ψυχῆς τοῦ W. καταστάλαξαν. Ἀτμόσφαιρα εἰρήνης καί ἀγάπης βασίλευε μεταξύ τῶν κρατουμένων τοῦ δωματίου 4, σάν ἕνα βάλσαμο στίς ἐσωτερικές του τρικυμίες. Ἀλλά ἀκόμη δέν εἶχε δεῖ τά πάντα. Κατόπιν θά εἶναι μάρτυρας μιᾶς ἐνεργείας, πού θά τοῦ σώσει τήν ζωή καί θά τόν βεβαιώσει ἀκόμη μιά φορά τί εἶναι ὁ ἀληθινός Χριστιανισμός.
Μεταξύ τῶν τακτικῶν ὑπολογισμῶν τῶν κομμουνιστῶν τοῦ Τίργου Ὄκνα ὑπῆρχαν καί σκανδαλώδη στοιχεῖα. Ἔτσι ἐξηγεῖται τό γεγονός ὅτι αὐτοί ἐπέτρεψαν νά μπαίνουν στό θεραπευτήριο 10 γραμμάρια στρεπτομυκίνης γιά τόν Ρ. Ἦταν ἕνα ἀληθινό προσκύνημα. Ὅλοι οι ἀσθενεῖς ἐπῆγαιναν νά τήν ἰδοῦν σάν ἕνα ἀληθινό θαῦμα. Ὁ Ρ. ἀποφάσισε νά δώσει αὐτήν τήν στρεπτομυκίνη στόν Βαλέριο.
- Σ᾿ εὐχαριστῶ ἀπό καρδίας, ἀλλά δέν μπορῶ νά τήν δεχτῶ. Ἀπ᾿ αὐτήν ἐξαρτᾶται ἡ ὑγεία σου! Τοῦ εἶπε συγκινημένος ὁ Βαλέριος.
-Ἐγώ δέν εἶμαι τόσο σοβαρά ἄρρωστος καί ἡ ποινή μου εἶναι μικρή. Ἔχω ὅλες τίς πιθανότητες νά ἐπιζήσω. Λοιπόν, σέ παρακαλῶ νά τήν δεχτεῖς! Ἐπέμεινε ὁ Ρ.
Ὁ Μπ. ἄκουσε καί εἶπε:
-Εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά σώσουμε τόν W.! Αὐτός εἶναι ἕνας ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ καί μπορεῖ νά ἐξυπηρετεῖ τούς ἀνθρώπους. Προτείνω, λοιπόν, νά τοῦ δώσουμε στόν W. τήν στρεπτομυκίνη.
Ἡ κατάσταση ἦταν πολύ λεπτή, διότι τόσο ὁ πάστορας ὅσο καί ὁ Βαλέριος ἦταν οἱ πρῶτοι ὑποψήφιοι γιά κοντινό θάνατο.
- Θά τήν δώσω στόν Βαλέριο, ἀποφάσισε ὁ κάτοχος τοῦ φαρμάκου.
Ὁ Βαλέριος ἄκουσε ἤρεμος καί εἶπε:
- Νά μιά εὐκαιρία νά δείξουμε τήν ἀγάπη μας πρός τόν ἑβραϊκό λαό, πέρα ἀπό τήν στάση του ἀπέναντι στόν Χριστό. Ἐγώ νομίζω νά δώσουμε τήν στρεπτομυκίνη στόν W.
- Μή! εἶπε ὁ Ρ. Παραμένω στήν πρώτη μου ἀπόφαση. Θέλουμε νά ζήσεις, διότι ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό τέτοιους ἀνθρώπους!
-Ἐντάξει, εἶπε ὁ Βαλέριος. Δέχομαι τήν στρεπτομυκίνη καί σέ εὐχαριστῶ. Εἶμαι ἀνάξιος γιά τήν ἀγάπη σου.
Ἐπῆρε, λοιπόν, τήν στρεπτομυκίνη καί τήν δώρισε ὁ ἴδιος στόν W. Ἦταν τόσο ἀκλόνητος στήν στάση του αὐτή, ὥστε οὔτε ὁ Ρ, οὔτε κανένας ἄλλος δέν μπόρεσε νά φέρει ἀντίρρηση. Ἐκεῖνα τά 10 γραμμάρια στρεπτομυκίνης ἔσωσαν τήν ζωή τοῦ W. Αὐτός ζεῖ, ἐνῶ ὁ Βαλέριος ἔφυγε ἀπ᾿ αὐτήν τήν ζωή.
Ἡ ὑπακοή
Τούς τελευταίους μῆνες τοῦ ἔτους 1951 νόμιζα ὅτι ὁ Βαλέριος θά πέθαινε. Ἀδυνάτιζε συνεχῶς, ἦταν καταβεβλημένος, δέν μποροῦσε πιά νά φάει. Ἦταν διάφανος. Ὑπέφερε φοβερά καί συνεχῶς. Ἀλλά δέν ξέρω μέ ποιό θαῦμα δέχτηκε ἕνα δέμα ἀπό τήν οἰκογένεια του, μέσα στό ὁποῖο ἦταν καί 18 γραμμάρια στρεπτομυκίνης. Εἶχε δεχτεῖ καί κάτι ἀσπρόρουχα, ἕνα πουλόβερ καί ἕνα σακκάκι, ἀλλά το σακκάκι ἦταν μικρό, σάν παιδικό. Ὁ Βαλέριος μοῦ εἶπε:
- Ἄρα γε μέ τί θυσίες μπόρεσαν οἱ πτωχές καί μοναχές ἀδελφές μου νά βροῦν στρεπτομυκίνη; Αὐτές δέν ξέρουν ὅτι δέν ἔχω πολύ καιρό νά ζήσω. Ἡ πορεία μου σταματάει ἐδῶ. Τίποτε δέν μπορεῖ νά μέ σώσει τώρα, τουλάχιστον μέ τίς ἐδῶ συνθῆκες. Δέν ἔχουμε κάποιο σημεῖο ὅτι τό τέλος τῶν θλίψεών μας καί δέν νομίζω ὅτι ἐγώ θά μπορέσω πλέον νά φτάσω ἐκεῖ. Γι᾿ αὐτό θά ἤθελα νά σώσουμε τήν ζωή ἑνός πού ἔχει τήν πιθανότητα νά ζήσει. Τό κάνω αὐτό μέ ὅλη τήν ψυχική μου ἐλευθερία καί χωρίς λύπη. Σᾶς παρακαλῶ νά διαλέξετε τόν ἀσθενῆ πού χρειάζεται τά 18 γραμμάρια στρεπτομυκίνης.
- Αὐτό δέν γίνεται! Τοῦ ἀπαντήσαμε κατηγορηματικά. Σέ σένα στάλθηκαν καί ἐσύ θά κάνεις αὐτές τίς ἐνέσεις. Εἶναι μιά ὑποχρέωση, ἄσχετα ἀπό τά ἀποτελέσματα.
Ἀκολούθησαν πολλές ἡμέρες ἀντιφατικῶν συζητήσεων σ΄ αὐτό τό θέμα. Τελικά, βλέποντας ὅτι δέν πορεύομαι μ΄ αὐτόν, τοῦ εἶπα:
- Θά κάνεις ὑπακοή! Εἶπες τήν σκέψη σου, ἀλλά δέν ἔχεις τήν ἐλευθερία ν᾿ ἀποφασίσεις ἐκτός ἀπό ἐμᾶς. Στό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τῆς οἰκογένειάς σου καί διά λόγους ὑπακοῆς σ᾿ ἐμᾶς, θά κάνεις τήν ἔνεσι στρεπτομυκίνης!
Καί τήν ἔκανε. Σύντομα αὐτός συνῆλθε καλούτσικα. Χαιρόμασταν ὅλοι γύρω του. Εἶχε ἀρχίσει νά συνθέτει μερικά ποιήματα-διαθήκη, διότι ἤθελε νά ξέρουν οἱ νέοι τά γενόμενα στίς φυλακές αὐτοῦ τοῦ αἰῶνα. Μπόρεσε, λοιπόν, νά συνεχίζει τούς στίχους του.
Ἡ ζωντανή παρουσία τῆς Παναγίας
Τά Χριστούγεννα ὁ Βαλέριος ἦταν ἀρκετά ζωογονημένος. Τήν νύχτα τῶν ἀγγελικῶν ψαλμωδιῶν συνέθετε ἕνα θαυμάσιο κάλαντο τῶν κρατουμένων τοῦ Τίργου -Ὄκνα.
Στό διπλανό κρεβάτι ξεψύχησε ὁ ἀρχιμανδρίτης Γ. Αὐτός εἶχε ἔλθει σέ σοβαρή κατάσταση ἀπό τό Κανάλι τοῦ Δούναβη καί ἦταν ἕνας ἀπό τούς στύλους τῆς ἀντίστασης. Τήν νύχτα τῆς Γεννήσεως τοῦ Βρέφους Ἰησοῦ ὁ ἀρχιμανδρίτης προσλήφθηκε στόν οὐρανό. Ἔφυγε μέ ἀκλόνητη τήν πίστη του. Ἐπειδή δέν εἶχε καλά ροῦχα, διότι τά δικά του ἦταν βρεγμένα ἀπό τόν ἱδρῶτα, ὁ Βαλέριος πρόσφερε τά δικά του καί κράτησε γιά αὐτόν τά τοῦ ἱερέως.
-Αὐτά εἶναι τά μοναστικά μου ἄμφια! Εἶπε συγκινημένος αὐτός. Μ΄ αὐτά νά μέ κηδέψετε!
Ἐκείνη τήν νύχτα τῶν Χριστουγέννων δέν θά τήν ξεχάσω ποτέ. Τριγυρνοῦσα συνεχῶς ἀπό τόν ἕνα ἀσθενῆ στόν ἄλλο, παίρνοντάς τους τόν σφυγμό καί κοιτώντας τους. Κάθε τόσο κοίταζα καί τόν Βαλέριο. Ἦταν χαρούμενος, μακάριος μέσα του, μέ τά βλέφαρα κλειστά, μέ τό κεφάλι κατεβασμένο στό στῆθος. Οὔτε αὐτός δέν μποροῦσε νά ξεκουραστεῖ.
Μόλις τελείωσα τήν διακονία μου, αἰσθάνθηκα ὅτι μέ καλεῖ μέ τήν ματιά του. Μέ παρακαλεῖ νά πάω κοντά του. Μέ κοιτοῦσε μ΄ ἕνα βάθος πού ποτέ μέχρι τῆς στιγμῆς ἐκείνης δέν τό εἶχα αἰσθανθεῖ. Ἔκανε τόν σταυρό του, μετά ἐπῆρε τό χέρι μου. Ἕνα βαθύ ρῖγος μέ διεπέρασε. Ὁ Βαλέριος ἦταν πολύ συγκεντρωμένος, κάτι παράξενο γι΄ αὐτόν, διότι στήν πνευματική του αὐτή κατάσταση μποροῦσε νά παραμείνει χαλαρός μέχρι καί στίς πιό ὀδυνηρές φάσεις πού ἔπρεπε ὅλοι ἐμεῖς νά τίς περάσουμε. Ἔννοιωσα ὅτι θέλει νά μοῦ πεῖ κάτι.
-Ἰωάννη, ἐσύ εἶσαι ὁ καλύτερός μου φίλος, μοῦ εἶπε. Ἀλλά τώρα δέν ἔρχομαι σάν φίλος σέ σένα. Ἔρχομαι νά σοῦ ζητήσω μιά συμβουλή, νά ὑπακούσω σέ σένα. Θέλεις νά μέ ἀκούσεις;
- Σέ ἀκούω, ἀπάντησα, ἀλλά δέν ξέρω ἄν εἶμαι ἄξιος γιά τήν ἐμπιστοσύνη σου σέ μένα.
Ὁ Βαλέριος ἔκλεισε τά μάτια καί μοῦ εἶπε ἤρεμος:
-Αὐτήν τήν νύχτα ἀγρυπνοῦσα. Περίμενα νά ἔλθει ἡ μελωδία τοῦ καλάντου μου. Ἐπιθυμοῦσα νά εἶναι πολύ ὡραία. Τήν ἔψαλλα στό νοῦ μου. Τήν ξεχώρισα ἀπό τούς ὑψηλούς οὐρανούς ἀπό ὅπου κατέβαινε. Ἦταν λίγο δύσκολη γιά μένα, διότι δέν γνωρίζω πολύ μουσική. Λοιπόν, ἤμουν ἄγρυπνος, νηφάλιος καί ἤρεμος ὅταν ξαφνικά εἶδα ὅτι ἔχω στό χέρι τήν φωτογραφία τῆς Σέτας (τῆς δεσποινίδας πού εἶχε ἀγαπήσει). Κατάπληκτος λόγῳ τοῦ γεγονότος, σήκωσα τά μάτια μου καί στήν ἄκρη τοῦ κρεβατιοῦ εἶδα τήν Παναγία, ντυμένη σέ λευκά, ὄρθια, ζωντανή, πραγματική. Ἦταν χωρίς τό Βρέφος. Ἡ παρουσία της μοῦ φαινόταν ὑλική. Ἡ Παναγία ἦταν πραγματικά δίπλα μου. Ἤμουν πολύ εὐτυχής. Εἶχα ξεχάσει τά πάντα. Ὁ χρόνος μοῦ φαινόταν σάν ἀτέλειωτος. Τότε Αὐτή μοῦ εἶπε: Ἐγώ εἶμαι ἡ ἀγάπη σου! Νά μήν φοβᾶσαι! Νά μήν ἀμφιβάλλεις! Ἡ νίκη θα εἶναι τοῦ Υἱοῦ μου! Αὐτός ἁγίασε τώρα αὐτόν τόν τόπο γιά ὅσα θά γίνουν ἐδῶ στό μέλλον. Οἱ δυνάμεις τοῦ σκότους αὐξάνουν καί ἀκόμη θά φοβίζουν τόν κόσμο, ἀλλά θά ἀφανίζονται. Ὁ Υἱός μου περιμένει τούς ἀνθρώπους νά ἐπιστρέψουν στήν πίστη. Σήμερα οἱ υἱοί τοῦ σκότους εἶναι πιό ἀτρόμητοι ἀπό τούς υἱούς τοῦ φωτός. Ἔστω κι ἄν σᾶς φαίνεται ὅτι δέν ὑπάρχει πιά πίστη στήν γῆ, νά ξέρετε ὅμως ὅτι ἡ ἀπολύτρωση θά ἔλθει, ἀλλά μέ φωτιά καί ἐμπρησμούς. Ὁ κόσμος πρέπει ἀκόμη νά ὑποφέρει. Ἐδῶ, ὅμως, ὑπάρχει πολύ πίστη καί ἦλθα νά σᾶς ἐνθαρρύνω. Κρατεῖτε τήν ὁμολογία σας, ὁ κόσμος ἀνήκει στόν Χριστό! Μετά ἡ Παναγία ἐξαφανίστηκε καί ἐγώ ἔμεινα πλημμυρισμένος ἀπό εὐτυχία. Κοίταξα τό χέρι μου, ἀλλά δέν εἶχα καμμιά φωτογραφία.
Ὁ Βαλέριος μιλοῦσε ἁπλᾶ, ἀνοιχτά, χωρίς ὑπερηφάνεια. Ἡ ψυχή του ἦταν σάν ἕνα βάζο τοῦ πιό γνήσιου κρυστάλλου, βάζο πού ἀξιώθηκε νά δεχτεῖ τόν Χριστό. Ἡ ταπεινή του σκέψη καί ἡ εἰρήνη μέ τήν ὁποία μοῦ ὡμίλησε μοῦ ἔδωσαν τήν πεποίθησι ὅτι δέν ἦταν μιά πλάνη. Αἰσθανόμουν κι ἐγώ ἁγιασμένος, ἀνακαινισμένος, συμμετέχοντας στό θαῦμα. Μέ συστολή, ἀλλά καί μέ πεποίθηση τοῦ εἶπα ἁπλᾶ:
-Ὁ Θεός μᾶς προστατεύει. Ἐμεῖς μποροῦμε νά πέσουμε, ἀλλά Αὐτός θά νικᾶ. Χρειαζόμαστε πίστη καί τώρα μποροῦμε νά ἔχουμε περισσότερη. Νά προσευχὀμαστε!
Εἴπαμε μαζί μιά σύντομη προσευχή. Καί, στήν ἡσυχία τοῦ δωματίου 4, χῶρο γιά τούς ἑτοιμοθάνατους, γιά μιά στιγμή οἱ ψυχές μας ἔγιναν κλίμακα πρός τόν οὐρανό.
Ἄλλα πατερικά φύλλα
Δέν ἦταν ἡ μοναδική φορά πού ὁ Βαλέριος μοῦ εἶπε τέτοια ὑψηλά βιώματα. Μιά ἄλλη ἡμέρα, ὄχι κοντά στά Χριστούγεννα, μέ παρακάλεσε ξανά νά τόν ἀκούσω καί μοῦ εἶπε:
- Χθές ἀργά τήν νύχτα προσευχόμουν. Ἔνοιωθα παρηγορημένος ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί χαιρόμουνα μυστικά γιά τό δῶρο πού μοῦ εἶχε δοθεῖ. Ἤμουν ἄγρυπνος, ἐνσυνείδητος καί εὐτυχής. Ξαφνικά ἔνοιωσα ὅτι κάτι ἐξαίσιο νά γίνεται μέσα μου, ἔξω ἀπό τήν θέλησή μου. Ἀρχίζοντας ἀπό τίς ἄκρες τοῦ σώματός μου, ἡ ψυχή ἄρχισε νά μέ ἐγκαταλείπει. Ὄχι μόνο δέν φοβόμουν, ἀλλά ἤξερα ὅτι δέν ἦταν θάνατος καί ὅσο ἡ ψυχή ἐγκατέλειπε τό σῶμα, τόσο ἡ ἐσωτερική μου χαρά αὔξανε. Ἡ ψυχή ἀνέβηκε σιγά-σιγά πρός τό στῆθος, τό λαιμό, τό κεφάλι. Αἰσθανόμουν εὐτυχής, καθαρός, πεφωτισμένος ἀπό ἕνα ἅγιο φῶς. Ποτέ ὁ νοῦς μου δέν ἦταν τόσο ἀνοιχτός σάν τότε. Ἤξερα ὅτι ὁ Κύριος εἶναι μαζί μου. Ἤμουν εὐτυχής διότι εἶμαι στήν προστασία Του. Ὁ χρόνος τάχα εἶχε διασταλεῖ. Δέν ἔνοιωθα πιά τόν πόνο τοῦ σώματος μου. Κοιτοῦσα τό σῶμα μου χωρίς νά τό ἐπιθυμῶ καί χωρίς νά τό ἀποβάλλω. Ἡ ζωή καί ἡ ὕλη μοῦ φαίνονταν θαύματα. Ἡ ψυχή προσέγγισε γρήγορα στό στόμα καί βγῆκε ἀπό τό σῶμα. Ἤξερα ἐκείνη τήν στιγμή ὅτι μπορῶ νά πάω ὁπουδήποτε θέλω, χωρίς τό ἐμπόδιο τῆς ὕλης. Ἦταν κάτι τό ὑπέροχο! Μέ πλημμύρισε μιά ἀνεκδιήγητη χαρά. Ὁ πρῶτος μου λογισμός ἦταν νά πάω νά ἰδῶ τήν οἰκογένεια μου, ἀλλά θυμήθηκα τίς συμβουλές τῶν Ἁγίων Πατέρων ἀπό τό Γεροντικό, πού διατάζουν «νά μήν ἐπαφίεσαι στήν ἐνέργεια τῶν πνευμάτων ἐκτός ἄν κάνεις ὑπακοή, γιά νά μήν σέ ξεγελάσει ὁ διάβολος καί σέ πλανήσει. Θυμήθηκα τόν ἐρημίτη πού ἔβλεπε τόν δαίμονα σάν ἄγγελο φωτός. Ὁ γέρος εἶχε βγεῖ ἀπό τήν ὑπακοή πρός τόν ἡγούμενο του καί νόμιζε ὅτι καθοδηγεῖται ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό, ἐνῶ οἱ ἄλλοι μοναχοί εἶναι πεισματάρηδες. Τότε ὁ φαινόμενος ἄγγελος τοῦ εἶπε νά καλέσει τούς ἀδελφούς στό πηγάδι ἀπό τήν αὐλή τοῦ μοναστηριοῦ γιά νά τούς δείξει τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ. Λοιπόν, τά μεσάνυχτα ἐπῆγαν ὅλοι στό πηγάδι. Ὁ φωτεινός ἄγγελος ἐμφανίστηκε καί, μπαίνοντας στό πηγάδι, εἶπε στόν ἐρημίτη: «Πήδα στό πηγάδι κι ἐγώ θά σέ βγάλω σῶο μπροστά τους, γιά νά δοῦν ὅτι εἶσαι ἅγιος! Ὁ γέρος πήδηξε καί πέθανε σάν ἕνας ἀλητήριος. Λοιπόν, ἐνθυμούμενος ἐγώ ὅλα αὐτά, φοβήθηκα νά μήν πλανηθῶ καί ἀποφάσισα νά γυρίσω στό σῶμα. Τώρα, ἰδού, ὑποβάλλομαι στήν ὑπακοή. Πές μου τί νά κάνω καί ἀκριβῶς ἔτσι θά κάνω!
Ἀκούγοντάς τον, ἔφριξα. Ζήτησα τρεῖς ἡμέρες γιά νά προσεύχομαι. Μετά ἀπό αὐτές τίς ἡμέρες ἐπῆγα σ΄ αὐτόν καί τοῦ εἶπα:
- Πιστεύω ὅτι εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ! Ἡ ταπείνωσή σου εἶναι ἐγγύηση τῆς ἀλήθειας καί τοῦ καλοῦ. Ἐσύ κάνεις ὑπακοή σέ μένα, ἀλλά δέν ἔχω τέτοια βιώματα, δέν ἔχω ποιόν νά συμβουλευτῶ, οὔτε πνευματικά βιβλία νά μελετῶ. Αἰσθάνομαι ἀνάξιος γιά τέτοια τιμή καί φοβοῦμαι γι᾿ αὐτή τήν εὐθύνη. Δέν ἀμφιβάλλω γιά τά θαύματα, ἀλλά δέν νομίζω ὅτι εἶναι ἀπαραίτητα γιά τήν σωτηρία μας. Δοξάζω τόν Θεό γιά ὅλα πού γίνονται μέ μᾶς, μέ σένα μέσω Αὐτοῦ! Ἡ συμβουλή μου εἶναι νά προσέχεις. Εἶναι καλά, ὅπως ἔκανες. Νά μήν προχωρήσουμε πολύ μέ τίς προοπτικές πού ἀνοίγονται σ΄ αὐτό τό ἐπίπεδο, διότι δέν εἴμαστε ἔμπειροι. Νά ἀποφεύγουμε τούς πειρασμούς!
Ὁ Βαλέριος μέ ἀφουγκράστηκε καί δέχτηκε ὅλα ὅσα τοῦ εἶπα, χωρίς καμμιά λύπη, ἀμφιβολία ἤ ἀντίδραση. Παρέμεινε ἤρεμος καί σύμφωνος μέ τήν ἀπόφασή μου καί ἀκριβῶς γι᾿αὐτή τἠν ταπείνωσή του μέ ἐμπιστεύτηκε γιά τήν θεϊκή κατάσταση τήν ὁποία ζοῦσε.
Ἡ διαθήκη του
Κάθε ἡμέρα πού περνοῦσε ὁ Βαλέριος πλησίαζε πρός τόν θάνατο. Στούς τελευταίους μῆνες τῆς ζωῆς του ἦταν ζωηρός, χαρούμενος, ἔγραφε ποιήματα καί μᾶς μιλοῦσε ἐνθουσιαστικά. Τήν ἡμέρα τῆς γιορτῆς τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ ἔτους 1952 μᾶς κάλεσε, ἐμένα καί τόν Γεώργιο Ζιμπόϊου, καί μᾶς εἶπε:
-Ἐπιθυμῶ πολύ νά λατρεύουμε τόν Θεό πάντοτε καί μέ κάθε τρόπο. Εἴμαστε οἱ υἱοί τῆς Ἐκκλησίας καί δέν θ᾿ ἀποχωρίσουμε ἀπ᾿ αὐτήν. Ἀρχίζει μιά καινούργια ἐποχή στόν κόσμο, ἡ ὁποία πρέπει νά γεμίζει μέ χριστιανικό πνεῦμα καί μέ χριστιανικές ἰδέες καί δράσεις. Ὁ Χριστιανισμός ξαναζωντανεύει, ἀλλά τά καθήκοντα τῶν χριστιανῶν εἶναι μεγάλα. Εἶναι καιρός γιά μιά καινούργια ἀποστολική δρᾶση. Ἀπό τόν Γολγοθᾶ ὁ Κύριος λέει ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐλεύθεροι καί καλοῦνται στήν ἀλήθεια μέσω θυσίας. Ἀλλά μέχρι τήν θυσία ἔχουμε τήν πίστη, τήν μετάνοια, τόν ἀγῶνα, τήν τόλμη, τήν ἀντιμετώπιση τῶν ἐχθρῶν, τήν ἀναπτέρωση τῶν ἀνθρώπων, τήν ἀναγγελία τοῦ Εὐαγγελίου στούς φτωχούς καί στούς ἀπόκληρους τῆς ζωῆς, τήν κήρυξη τῶν Μακαρισμῶν καί τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὅλα αὐτά καί πολλά ἄλλα εἶναι ἀρετές καί μέθοδοι πού τίς ἀποκαλύπτουμε στήν ζωή καί στήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου. Ἄν δέν ἀρχίσει ἀπό τώρα ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δέν θά ὑπάρχει οὔτε ἔσχατα. Ἔμπρακτα, αὐτή ἤδη ἄρχισε μέ τόν Χριστό καί συνεχίζεται διά τῆς ἐνέργειας τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὑπάρχει μιά ἑνότητα καί συνέχεια στόν κόσμο καί στήν ζωή. Ἄρα νά μήν ἐγκαταλείπουμε κανένα ἐπίπεδο τῆς ὕπαρξής μας, ἀλλά μέσῳ ὅλων καί σέ ὅλα νά ἤμαστε χριστιανοί. Οἱ ἐχθροί εἶναι πολλοί, ἔξω καί μέσα, ἀλλά νά μήν ξεχάσουμε ὅτι ἡ μάχη μας εἶναι ἐναντίον τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους. Ὁ κόσμος τοῦ αἰῶνα μας δέν ἔχει πουθενά μιά χριστιανική ἐπίφαση. Ἡ ψυχική δομή τοῦ πολιτισμένου ἀνθρώπου εἶναι χωρίς Θεό. Ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει κοσμική ἐξουσία. Ὑπάρχουν, λοιπόν, γίγαντες, ἀποκαλυπτικές δυνάμεις πού πρέπει νά ἀντιμετωπίζονται. Χρειάζεται τρέλλα γιά τόν Χριστό γιά νά γίνει ὁ κόσμος πάλιν χριστιανικός. Οἱ ἴδιες οἱ πολιτισμένες μορφές πρέπει νά ἀναθεωρηθοῦν, διότι οἱ ἄνθρωποι ἔχασαν καί τό μέτρο καί τόν σκοπό. Ἐδῶ ἐμεῖς ἔχουμε ξαναανακαλύψει τόν Χριστό, τήν Ἐκκλησία καί τόν Χριστιανισμό. Πιστεύω ὅτι εἶναι πολύ ἀναγκαῖο νά ὑποσχεθοῦμε ὅτι θά ἤμαστε οἱ ὑποτακτικοί τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἀνθρώπων. Δέν μποροῦμε νά ἤμαστε εὐχαριστημένοι μέ λίγο, ἀλλά πρέπει νά ποθοῦμε ὅλα ἐν Χριστῶ καί Αὐτός θά τελειοποιεῖ τά πάντα γιά τούς ὑποτακτικούς Του. Ἔχουμε μέσα μας μιά τόσο δυνατή ἐμπειρία, ὥστε εἴμαστε πλημμυρισμένοι ἀπό φῶς. Προσευχήθηκα πολύ πρίν νά σᾶς μιλήσω καί νομίζω ὅτι ὁ Θεός μέ ὤθησε καί μέ φώτισε… Λοιπόν, σᾶς παρακαλῶ νά μοῦ πεῖτε ἄν θέλετε νά δεσμευθοῦμε νά ὑπηρετοῦμε τόν Χριστό μέ τόν τρόπο πού Αὐτός θά μᾶς ἀποκαλύψει. Ὁ τρόπος διοργάνωσης θά ἔλθει ἐν καιρῶ. Χωρᾶνε καί οἱ ἔγγαμοι καί οἱ ἄγαμοι. Δέν ἔχουμε ἀπό ποῦ νά πάρουμε εὐλογία, ἀλλά τήν ζητοῦμε ἀπό Πάνω. Νά προσευχηθοῦμε μαζί αὐτήν τήν ἡμέρα, σάν μιά ἐπαγγελία μας πρός τόν Κύριο.
Ὁ Βαλέριος πρόφερε τίς λέξεις καθαρά καί ἤρεμα, σάν νά ἔβγαινε ἡ τόλμη καί ἡ δύναμή του μέ τήν ὁποία μιλοῦσε ὄχι ἀπό μέσα του, ἀλλά ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό. Ὄντας προνοητικοί λόγῳ τῆς συγκυρίας τῆς φυλακῆς, κάναμε μαζί μιά σύντομη προσευχή, διά τῆς ὁποίας καλέσαμε τόν Χριστό στίς καρδιές μας καί στά ἔργα ὅλης τῆς ζωῆς μας.
Εἴμασταν τότε τρεῖς! Ἀπ᾿ αὐτούς ἐπεβίωσα μόνο ἐγώ, διότι ὁ Βαλέριος καί ὁ Γεώργιος ἀνέβηκαν στούς οὐρανούς. Κουβαλάω αὐτό τό πελώριο καί ἅγιο φορτίο. Πιστεύω ὅτι ζῶ μόνο ἐπειδή ὁ Θεός ἔχει ἕνα σχέδιο γιά μένα σάν ὑπηρέτη Του. Εἶμαι ἐνσυνείδητος καί ὑπόλογος γιά ὅσα γράφω ἐδῶ. Ἔχω ἀπόλυτη ψυχική ἡσυχία, εἶμαι νηφάλιος διανοητικά, ἀπαλλαγμένος ἀπό τρόμο καί πανικό, ὥστε νά μπορῶ νά ὁμολογῶ, χωρίς καμμιά ἀλλαγή τῆς πραγματικότητας. Προσεύχομαι θερμά στόν Θεό νά μέ βοηθήσει καί παρακαλῶ τούς ἀνθρώπους νά σταματήσουν μιά στιγμή ἀπό τό ξέφρενο τρέξιμο τῆς ζωῆς τους καί νά σκέφτονται πιό βαθειά τήν ἔννοια τῆς ζωῆς τους.
Τελειώνει τό τρέξιμο......
Οἱ ἡμέρες παρέρχονταν εἰρηνικά. Ὁ Βαλέριος ἦταν πλημμυρισμένος ἀπό μιά μυστική ἐσωτερική χαρά. Ἡ κακουχία του εἶχε μειωθεῖ. Ἄνθιζε στό πρόσωπό του ἕνα φωτεινό χαμόγελο. Ἐξέπεμπε γύρω του ἕνα πνεῦμα βαθειᾶς εἰρήνης. Ἐπήγαινα σ᾿ αὐτόν μέ ἐμπιστοσύνη καί ἐλπίδα. Οἱ ψυχές μας ὑποκλίνονταν στό στῆθος του καί δέχονταν δύναμη καί ἐνίσχυση.
Τήν νύχτα τῆς 18ης Φεβρουαρίου ἤμουν σέ μιά κατάσταση ἐγρήγορσης, χωρίς ταραχές καί ἀνησυχίες, ἀλλά ἀγρυπνώντας χωρίς νά τό εἶχα προγραμματίσει ἀπό πρίν. Τό πρωΐ ὅταν ὁ δεσμοφύλακας ἄνοιξε τήν πόρτα, ἤμουν ἤδη ντυμένος. Ἔφυγα ἤρεμος, προσκαλούμενος μυστικά ἀπό τόν Βαλέριο. Ἔνοιωθα μέσα μου ὅτι κάτι γίνεται. Στίς σκάλες μέ συνάντησε ἕνας κρατούμενος ἰατρός, ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε:
- Ἔλα, ὁ Βαλέριος δέν ἔχει σφυγμό! Σήμερα θά τελειώσει!
Δέν διαταράχτηκα, δέν τρόμαξα, οὔτε ἔνοιωσα κανένα πόνο ἤ τρομάρα, ἀλλά μοῦ φαινόταν ὅτι εἶναι φυσικό καί ἀπάντησα:
- Ξέρω!
Ὅταν ἔφτασα στό δωμάτιο 4, ὁ Βαλέριος ἦταν ἀκόμη ἀκουμπισμένος στήν ἄκρη τοῦ κρεβατιοῦ, μέ τό κεφάλι κατεβασμένο στό στῆθος, μέ τά μάτια κλειστά καί χαμογελοῦσε εὐτυχής, παρόλο πού κύματα πόνου ἀκόμη τοῦ αὐλάκωναν τό μέτωπο. Μέ αἰσθάνθηκε, ἄνοιξε τά μάτια καί μοῦ εἶπε:
- Καλῶς ὥρισες. Σήμερα θά καθίσεις δίπλα μου. Τελειώνει τό τρέξιμο!
- Καλά, Βαλέριε, τοῦ εἶπα, θά εἶμαι ἐδῶ συνεχῶς.
- Νά φροντίζεις νά ἐκτελοῦνται ὅλα τά ἀπαραίτητα. Στήν κατάσταση πού βρίσκομαι, ἐγώ μᾶλλον θά ξεχάσω κάτι.
Ἔμπρακτα αὐτός δέν εἶχει ξεχάσει τίποτε, ἀλλά μέ πῆρε μαζί του στά μονοπάτια του. Γύρω στίς 9 κάλεσε τόν ἱερέα, ἐξωμολογήθηκε καί κοινώνησε, λάμποντας ἀπό χαρά.
Ἀποχωρισμοί
Γρήγορα ἀκούστηκε μεταξύ τῶν κρατουμένων ὅτι ὁ Βαλέριος θά πεθάνει. Στό δωματιό του ὑπῆρχε ἀτμόσφαιρα περισυλλογῆς. Ὁ W., πού συνήθως ἦταν πολύ ὁμιλητικός, τώρα καθόταν ἀκίνητος στό κρεβάτι του καί, μέ τά μάτια γεμάτα κατάπληξη, σάν νά εὑρισκόταν μπροστά σ΄ ἕνα θαῦμα.
Οἱ φίλοι ἦλθαν ἀλλεπάλληλα νά τόν ἀποχαιρετίσουν. Μέχρι καί οἱ ἀναμορφωτές ἐνημερώθηκαν καί, ἐντυπωσιασμένοι, ἤθελαν κι αὐτοί νά τόν ἰδοῦν. Καί ὁ δεσμοφύλακας, πού πρώτευε στήν κακία, ἐκείνη τήν ἡμέρα ἐξαφανίστηκε, ὥστε τίποτε δέν διατάρασσε τήν ἀτμόσφαιρα εἰρήνης καί μυστηρίου.
Ὁ Βαλέριος ἐξασθενοῦσε ὅλο καί περισσότερο, ἀλλά ἡ ψυχή του ἦταν ὅλο πιό ζωντανή καί ἰσχυρή. Μερικές φορές ζήτησε νερό, μερικές φορές μέ παρεκάλεσε νά τοῦ συνάξω τήν γαμψή πλάτη του. Μίλησε πολλές φορές καί κάθε φορά ὕστερα ἀπό μιά ὁμιλία ξεκουραζόταν μέ τό κεφάλι κατεβασμένο ἐπάνω στό στῆθος. Μερικοί φίλοι του ἔψαλλαν κάποιες ἀπό τίς μελωδίες του. Τίς ἄκουσε καί σάν νά ἐνσάρκωνε ὁ ἴδιος τήν ψαλμωδία. Ὕστερα τούς εὐχαρίστησε μέ εὐγνωμοσύνη.
-Νά δοξάζετε τόν Θεό σέ ὅλη τήν ζωή σας! τούς εἶπε.
Σ΄ ἕναν νεαρό σπάνιας πνευματικότητας τοῦ εἶπε:
-Ἐσύ εἶσαι ἕνα λουλούδι! Δώρισε ὅλο τό ἄρωμα τῆς ψυχῆς σου σ΄ ἐκεῖνον πού σοῦ ἔδωσε τόσο ὄμορφα δῶρα!
Σε κάποιον ἄλλον τοῦ εἶπε:
- Μή φοβᾶσαι νά ἐμπιστεύεσαι στόν Χριστό, καί γιά ὅλες τίς ἀτέλειές σου θά λάβης ἀπάντηση καί θά γνωρίσεις τήν ζωή καί τόν κόσμο ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἦλθε κι ἕνας ποιητής. Ὁ Βαλέριος τόν κοίταξε μἐ ἀγάπη:
- Ἐσύ ἔχεις χάρισμα καί πρέπει νά τό ἀφιερώσεις στόν Χριστό! Χρειάζεται ἕνας χριστιανικός πολιτισμός. Οἱ ποιητές ἔχουν μεγάλα χαρίσματα καί μεγάλες εὐθύνες. Δοξάζετε τόν Θεό καί ὅλα τά ἔργα Του!
Ὁ ποιητής ἦταν τόσο συγκινημένος ὥστε δέν κατάλαβε τί τοῦ εἶχε πεῖ. Ἄλαλος βγῆκε ἔξω καί μέ φώναξε, παρακαλῶντας με νά τοῦ ἐπαναλάβω τά λόγια τοῦ Βαλερίου.
Ἦλθε κι ἕνας προτεστάντης ἰατρός, πού τόν εἶχε νοσηλεύσει τόν τελευταῖο καιρό:
- Κύριε ἰατρέ, εἶμαι εὐγνώμων γιά τήν ἀγάπη πού μοῦ ἐπεδείξατε, τοῦ εἶπε κατά τήν ὑποδοχή ὁ Βαλέριος. Ἐμεῖς εἴχαμε συχνές θεολογικές διαφορές στήν συζήτησι. Τό τέλος τῆς ζωῆς μου εἶναι μιά τελευταία ὀρθόδοξη ὁμολογία. Θά χαιρόμουν πολύ νά ξαναρθεῖτε στήν ἀληθινή Ἐκκλησία.
Κάθε φορά πού ἄρχιζε νά μιλᾶ, ὁ Βαλέριος ἀνέδιδε δύναμη καί αὐτό μέ ἐντυπωσίαζε. Ἡ χάρη ἦταν μέσα του κι ἐγώ συμμεριζόμουν ἀπό τό φῶς του. Ὅλα ἐγίνονταν φυσικά, ἁπλᾶ καί χωρίς πρόθεση, σάν ἕνα ἔργο τοῦ Θεοῦ.
Ἦλθε καί ὁ ἑβραῖος W., εὐλαβικός καί συνεσταλμένος χωρίς συνήθως νά εἶναι ἔτσι.
-Δόξα τῶ Θεῶ πού ἔφτασα ἐδῶ! εἶπε. Ὁ Θεός μ᾿ ἔφερε ἐδῶ γιά τήν δική μου σωτηρία. Ἐδῶ ἐγνώρισα πραγματικά τόν Χριστό. Σ᾿ εὐχαριστῶ γιά ὅ,τι ἔκανες γιά μένα. Τά λόγια πού μοῦ εἶχες πεῖ δέν θά παραμείνουν ἄκαρπα, οὔτε ἡ ὀρθόδοξη ἀλήθεια πού μοῦ εἶχες ἀποκαλύψει. Συγχώρησέ με γιά τίς προκληθεῖσες φασαρίες. Προσεύχου γιά μένα, διότι χρειάζομαι τήν προσευχή σου. Ἐπιθυμῶ νά μποῦμε ἀπό τήν ἴδια πόρτα στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ!
Ὁ Βαλέριος τοῦ ἀπάντησε:
-Χαίρομαι συναντηθήκαμε. Καταλαβαίνω τήν ἀγωνία σας, ἀλλά σᾶς παρακαλῶ νά ἔλθετε στόν Χριστό, ὅπως ὁ Παῦλος, χωρίς δισταγμό ἤ ἐπιφύλαξη. Νά τόν παρακαλέσουμε μαζί γιά τήν μετάνοια καί τόν ἐκχριστιανισμό τοῦ ἑβραϊκοῦ λαοῦ. Κάθε ἔθνος ἀπό τόν κόσμο καί πρῶτα οἱ Ἑβραῖοι ἔχουν τήν σωτηρία μόνο ἐν Χριστῶ. Ἡ χάρη τοῦ Κυρίου νά σᾶς φέρει στήν ἀλήθεια!
Ὁ W. ἦταν βαθειά συγκινημένος. Γύρισε στό κρεβάτι του καί συνέχισε νά κοιτάζει ἀπό ἐκεῖ τόν Βαλέριο.
Γύρω στίς δέκα ἔγινε ἡ ἰατρική ἐπίσκεψη. Ἦταν μιά μεγαλόψυχη ἰατρός, πού κοίταξε τόν Βαλέριο καί κατάλαβε ἡ ἴδια ὅτι ἦλθε ἡ τελευταία ἡμέρα του. Ἦταν καταφανῶς συγκινημένη. Ὁ Βαλέριος τῆς εἶπε:
- Σᾶς εὐχαριστοῦμε γιά ὅλα πού κάνετε γιά ἐμᾶς. Μᾶλλον αὔριο ἀκόμη ἕνας θά λείπει ἀπό τό δωμάτιο 4. Σᾶς παρακαλοῦμε ἄν μπορεῖτε, ν΄ ἀποκτήσετε τήν ἔγκριση γιά νά ὑπάρχει σ΄ αὐτό τό δωμάτιο ἕνα φῶς καί τήν νύχτα.
Νά συνεχίζετε σ΄ αὐτό τό πνεῦμα!
Τώρα ἦταν ὅλο καί πιό καταβεβλημένος. Ὁ τράχηλός του δέν μποροῦσε νά στηρίξει τό κεφάλι του καί τό στήριξα ἐγώ μέ τό χέρι μου. Ζοῦσα τότε μέ τό αἴσθημα ὅτι ξεσκεπάζονται τά μυστήρια τῆς δημιουργίας καί οἱ πατοῦσες μου εἶχαν κάτω ἀπ᾿ αὐτές ἕνα εἶδος πανιοῦ, τό ὁποῖο μέ βοηθοῦσε καί ἡ ψυχή μου εἶχε τό συναίσθημα τῆς πληρότητας. Ἤμουν τόσο εὐτυχής ἐκεῖνες τίς ὧρες ὥστε ποτέ δέν θά τίς ξεχάσω. Καί στήν αἰωνιότητα δέν ἐπιθυμῶ ὑψηλότερη γαλήνη ἀπ᾿ αὐτήν, διότι ἤμουν τελείως εὐτυχής. Πιστεύω ὅτι ὁ Χριστός ἦταν παρών μέσα στόν Βαλέριο. Μόνο ἔτσι μπορῶ νά ἐξηγήσω τήν κατάσταση χάριτος στήν ὁποία ζοῦσε αὐτός, καθώς καί τήν ἔκπληξή μου καί τῶν παρόντων φίλων μου σ΄ αὐτό τό περιστατικό.
Μέ τίς τελευταῖες του δυνάμεις ὁ Βαλέριος μοῦ εἶπε:
- Πρῶτα ὁ νοῦς καί ἡ ψυχή μου προσκυνοῦν τόν Κύριο. Εὐχαριστῶ πού ἔφτασα ἐδῶ. Πάω σ΄ Αὐτόν. Σᾶς παρακαλῶ πολύ νά τόν ἀκολουθεῖτε, νά τόν δοξάζετε καί νά τόν ὑπηρετεῖτε. Εἶμαι εὐτυχής διότι πεθαίνω γιά τόν Χριστό. Σ΄ Αὐτόν Τοῦ ὀφείλω τό σημερινό δῶρο. Ὅλο εἶναι ἕνα θαῦμα. Ἐγώ φεύγω, ἀλλά ἐσεῖς ἔχετε ἕνα βαρύ σταυρό καί μιά ἁγία ἀποστολή. Ἐάν θά ἐπιτρέπεται, ἀπό κι πού θά εἶμαι, θά προσεύχομαι γιά ἐσᾶς καί θά εἶμαι μαζί σας. Θά ἔχετε πολλά βάσανα. Νά εἶστε πέτρινοι στήν πίστη, διότι ὁ Χριστός νικᾶ ὅλους τούς ἐχθρούς Του. Νά εἶστε θαρρετοί καί νά προσεύχεσθε! Φυλάξτε ἀπαρασάλευτη τήν ἀλήθεια, ἀλλά νά ἀποφεύγετε τόν φανατισμό. Ἡ τρέλλα τῆς πίστεως εἶναι θεϊκή δύναμη, ἀλλά ἀκριβῶς δι΄ αὐτῆς εἶναι ἰσορροπημένη, νηφάλια καί βαθειά ἀνθρώπινη. Νά ἀγαπᾶτε καί νά ὑπηρετεῖτε τούς ἀνθρώπους. Χρειάζονται πολύ βοήθεια, διότι οἱ ἀετονύχηδες ἐχθροί θέλουν νά τούς πλανήσουν. Ὁ ἀθεϊσμός θά νικηθεῖ, ἀλλά προσέξτε μέ τί θά ἀντικατασταθεῖ!
Κάθε τόσο σταματοῦσε γιά νά ξεκουραστεῖ.
- Σᾶς εὐχαριστῶ ἀπό καρδίας γιά ὅ,τι κάνατε γιά μένα. Σᾶς παρακαλῶ νά μέ συγχωρεῖτε … Νά μέ συγχωρέσει ὁ κάθε ἄνθρωπος στόν ὁποῖο ἔχω ἁμαρτήσει σέ κάτι. Σκέφτομαι μέ πολλή ἀγάπη τήν μητέρα καί τίς ἀδελφές μου. Ἐπιθυμῶ νά πορεύωνται πρός τόν Κύριο. Παρακαλῶ νά τίς φροντίζετε. Ἡ διαθήκη μου εἶναι ὁ σημερινός μου λόγος. Οἱ χριστιανοί πρέπει νά βάλουν μιά νέα ἀρχή, πιό καθαρή, πιό κοντά στήν ἀλήθεια ..…..Παρακαλῶ τούς χριστιανούς Πολιτευτές νά ὑπακούουν στόν Χριστό καί νά ἀκολουθοῦν τήν διδασκαλία Του. Αὐτοί ἔχουν παρά πολύ μεγάλες εὐθύνες …
Ἦταν ἡ ὥρα μετά τίς 12. Ἔξω ἐχιόνιζε μέ μεγάλες, βελοῦδινες νιφάδες, πού ἔπαιζαν στόν αέρα. Οἱ ἀσθενεῖς ἔφαγαν τό γεῦμα. Ὁ Βαλέριος ζοῦσε καί ἔφτυνε ταὐτόχρονα. Ἀνάσαινε μέ δυσκολία. Μιλοῦσε σπάνια. Ἐγώ ἤμουν ὅλο καί πιό βαθειά συγκινημένος.
-Ἰωάννη, μοῦ εἶπε, νά συνεχίζετε νά ζεῖτε σ΄ αὐτό τό πνεῦμα! Ἐδῶ ἐνέργησε ὁ Θεός!
Ἀκολούθησε ἕνα μεγάλο διάλειμμα. Εἶχε συμφόρηση λίγο στό πρόσωπο καί μετά ἔγινε πάλι ἤρεμος, ὡραῖος, εὐτυχής. Πρόλαβε νά πεῖ μόνο:
- Τελείωσε!
Σήκωσε τα γαλανά του μάτια πρός τόν οὐρανό καί εἶδε σάν σέ ἀποκάλυψη βαθειά καί καταπληκτικά θαύματα. Τά πάντα ἀποτελοῦνταν ἀπό ἕνα ἀπόκοσμο, ἀλλά πραγματικό φῶς, ἕνα εἶδος τέλειας πραγματικότητας, τῆς ὁποίας τό θέαμα σ΄ ἔκανε εὐτυχῆ. Ἔκλαιγα μέ λυγμούς.
Ξεψύχησε γύρω στήν μία τό μεσημέρι, στίς 18 Φεβρουαρίου τοῦ ἔτους 1952. Οἱ καμπάνες τῆς Σκήτης ἄρχισαν νά ἀναγγέλλουν τό πένθος μας. Τά δάκρυά μου ἔπαψαν.
Χωρίς σταυρό, χωρίς ὄνομα …
Ὁ Βαλέριος ἦταν ὡραῖος, πιο ὡραῖος ἀπό ἄλλοτε. Ἔσβησα τό μικρό κερί πού ἦταν ἀναμμένο στά τελευταῖα λεπτά τῆς ζωῆς του. Ξέχασα νά εἰπῶ ὅτι ἐκείνη τήν ἡμέρα φώναξε τόν ἱερέα, γύρω στίς ἐννέα, καί κοινώνησε λάμποντας ἀπό χαρά. Τόν ἔντυσα. Στό στόμα του ἔβαλα ἕνα μικρό ἀσημένιο σταυρό, πού εἶχε καταφέρει νά τόν διαφυλάξει ἀπό ὅλες τίς ἔρευνες.
-Νά μοῦ τόν βάλετε στό στόμα, γιά νά ἀναγνωριστῶ! Μοῦ εἶπε.
Ἦλθε τό φορεῖο. Ὅλοι οἱ κρατούμενοι ἦταν στήν αὐλή, σἐ ἀναμονή. Ὅταν περάσαμε μ᾿ αὐτόν τήν ἐξώθυρα, σταματήσαμε κι αὐτοί ὅλοι ἔβγαλαν τά καπέλλα τους καί προσκύνησαν. Τόν ἐπῆραν δύο κρατούμενοι πού εἶχαν τόν ρόλο τῶν κηδειῶν.
Δύο ἡμέρες τόν ἄφησαν στήν μεγάλη αὐλή, ἐνῶ ἔξω χιόνιζε συνέχεια καί τόν κήδεψαν τήν νύχτα. Ἕνα τεμάχιο τῶν πραγμάτων του τό ἐπῆραν οἱ δεσμοφύλακες, ἀλλά πολλά φυλάχτηκαν σάν ἀνάμνηση ἀπό τούς φίλους του. Στόν τάφο του δέν τοποθετήθηκε κανένας σταυρός, οὔτε γράφτηκε τὀ ὄνομά του πουθενά. Ὁ Βαλέριος παρέμεινε ζωντανός καί παρών ἀνάμεσά μας. Πολλοί τόν ὠνειρεύθηκαν τίς ἑπόμενες ἡμέρες. Τό ἄγγελμα περί τῆς ζωῆς τοῦ Βαλερίου διαδόθηκε σ᾿ ὅλες τίς φυλακές καί πολλοί τόν μνημονεύουν μέ εὐλάβεια. Ἀμήν.
Ἐπίλογος
Ἀφοῦ ἔφυγε γιά τόν οὐρανό ὁ Βαλέριος, ὁ W. μοῦ ζήτησε νά τόν βαπτίσω ὀρθόδοξο, μέ τό ὄνομα Βαλέριος. Τόν καθυστέρησα μέχρι τό καλοκαίρι, γιά νά τοῦ δώσω εὐκαιρία νά τό σκεφτῆ καλά. Τοῦ ἐξήγησα ὅτι δέν πρέπει νά βιαστεῖ, ἐπειδή οἱ πνευματικές καί ἐκκλησιαστικές συνέπειες θα εἶναι μεγάλες. Αὐτός, ὅμως, ἐπιθυμοῦσε διακαῶς τήν ζωή στόν ἀληθινό Χριστό. Ἐπιθυμοῦσε νά σωθεῖ, διότι εἶχε δεῖ πραγματικά πῶς μπορεῖ νά μπεῖ ἕνας ἄνθρωπος στήν αἰώνια Βασιλεία.
Ἕνεκα τῶν θετικῶν ἐπιδιώξεών του, ἐξεπλήρωσα τήν ἐπιθυμία του. Λόγῳ τοῦ διωγμοῦ στόν ὁποῖο ζούσαμε ἐκεῖ, δέν τήν δημοσίευσα πουθενά αὐτήν τήν πράξη. Μιά συγκεκριμένη ἀνησυχία εἶχε ἐμφανισθῆ στήν ψυχή μου καί προσπαθοῦσα νά προστατεύσω τόν W. Ὅσο καιρό εἴμασταν μαζί, αὐτός προώδευε στήν ἀλήθεια, στήν ἀγάπη καί στήν ταπείνωση.
Ἀλλά τό φθινόπωρο τοῦ 1952 ἐγώ μεταφέρθηκα ἀπό τό Τίργου Ὄκνα στό Καρανσέβες, ὕστερα στό Γαλάτσι καί στό Ἀϊούντ καί ἀπό τότε δέν τόν ξαναεῖδα. Ἀπό τίς λίγες ἀνακρίσεις πού ἔκανα, ἔμαθα μέ πόνο ὅτι δέν ἐνδιαφέρθηκε νά ζήσει σάν ὀρθόδοξος χριστιανός. Ἀποφυλακίσθηκε τό 1955 καί μέχρι τήν δεύτερη σύλληψή του δραστηριοποιήθηκε ἀκόμη στούς Λουθηρανούς καί στούς νεοπροτεστάντες. Τό 1964 ὁ W. φυλακίστηκε στήν πόλι Γκέρλα. Ἀπό ὅπου κι ἄν πέρασε ἄφησε ἀμφιταλαντευόμενες ἐντυπώσεις, προκαλώντας ἀπορία καί περισσότερο ἀποτροπιασμό. Δέν δηλωνόταν σάν ὀρθόδοξος.
Ὕστερα ἀπό τήν ἀποφυλάκισή μας, εἴμασταν παρακολουθούμενοι καί τρομοκρατημένοι καί ἑπομένως δέν ξανασυναντηθήκαμε, παρόλο πού ἐπιθυμοῦσα πάρα πολύ νά τόν ἰδῶ. Δέν ξέρω ἐάν αὐτός ἤθελε νά μέ ἰδεῖ. Σύντομα οἱ Ἀμερικάνοι τόν ἀνεζήτησαν ἀπό τήν ρουμανική κυβέρνηση καί ἔφυγε ιγιά τίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες. Ἐγκαταστάθηκε κἄπου στήν Καλιφόρνιια. Ἄκουσα ὅτι ὁ W. ἔκανε ἀντικομμουνιστικές δηλώσεις μπροστά στήν ἀμερικανική Γερουσία καί δημιούργησε μιά χριστιανική ὀργάνωση μέ τήν ὁποία γυρίζει ὅλες τίς Χῶρες, καί ὁμιλεῖ μέ μεγἀλο ἀκροατήριο κατά τοῦ κομμουνισμοῦ.
Ἐπίσης, ἄκουσα ὅτι ἔχει γράψει πολλά βιβλία. Δέν τά διάβασα, ἀλλά ρώτησα γι΄ αὐτά καί ἔμαθα ὅ,τι ἔχει κρύψει ὅ,τι εἶχε δεῖ, εἶχε ζήσει καί εἶχε αἰσθανθεῖ στό Τίργου Ὄκνα. Εἶχε ξεχάσει τήν ὀρθόδοξη ἀλήθεια καί ὅτι εἶχε βαπτιστεῖ. Ξέχασε καί τόν Βαλέριο. Ἐν τῶ μεταξύ, οἱ θαυμάσιοι χριστιανοί, τούς ὁποίους αὐτός εἶχε ἀνακαλύψει στό Τίργου Ὄκνα, πεθαίνουν ἀπό φυματίωση στήν μεγάλη φυλακή τοῦ κομμουνισμοῦ.
Ὅταν κατάλαβα ὅτι στήν Χώρα δέν μποροῦσα νά κάνω ἀπολύτως τίποτε, ὅτι τό πνεῦμα τοῦ ἀληθινοῦ Χριστιανισμοῦ, στό ὁποῖο ὁ Βαλέριος μᾶς εἶχε παρακαλέσει νά συνεχίσουμε στήν ζωή μας, δέν μποροῦσε οὔτε κἄν νά ὁμολογηθεῖ. Ἔτσι, ἀποφάσισα νά προσφύγω στόν W. νά μέ βοηθήσει, μέ τίς σχέσεις πού εἶχε, γιά νά πάω στήν Αμερική. Γι΄ αὐτό ἔστειλα κάποιον σ᾿ αὐτόν.
Ἡ πρώτη του ἀντίδραση ἦταν θετική. Ὁ W. μοῦ ἔγραψε καί δύο κάρτες, μετά ξαφνικά ἀρνήθηκε κάθε βοήθεια καί ἐπαφή μέ μένα. Μόνο μοῦ κοινοποίησε ὅτι οἱ Ἀμερικάνοι δέν μέ θέλουν ἐκεῖ διότι εἶμαι φασίστας. Βαθειά λυπημένος ἀπό τήν πορεία τῆς συνείδησής τοῦ W. ἀφηγοῦμαι ὅλα αὐτά πολύ εἰλικρινά καί ἀντικειμενικά, σάν ἕνα ἔγγραφο γιά διατήρηση.
Τό δικαστήριο
Τό ἔτος 1958 – Μαζικές συλλήψεις
Μέχρι τό ἔτος 1958 πέρασαν ἡμέρες ἀπερίγραπτης θλίψης, μοναξιᾶς, πείνας, ἀπομόνωση, ἀρρώστιας καί θανάτου, ἀλλά ὑπῆρξαν καί ἐπιζῶντες.
Ἡ πολιτική διεθνής κατάσταση ἦταν ἀδιαφώτιστη καί προσέφερε ἀπεριόριστη κυριαρχία στήν Χώρα μας γιά τούς κομμουνιστές. Καμμιά δύναμη δέν εἶχε ἐμφανιστεῖ, μετά τόν πόλεμο, πού νά ἀντισταθεῖ στήν μαρξιστική-λενιστική ἐπανάσταση. Καμμιά ἰδέα δέν ἐπετύγχανε καθόλου νά ἀντικαταστήσει τήν ματεριαλιστική ἰδεολογία, οὔτε καμμιά προσωπικότητα τῆς ἐποχῆς ἦταν κατάλληλη γιά ν᾿ ἀλλάξει τά πράγματα. Ὁ αἰῶνας φαινόταν ὅλος ὑποδουλωμένος ἀπό τήν σοβιετική ἰδεολογία καί ἐπανάσταση.
Δέν ἔλειψε στήν Δύση οὔτε ἡ στρατιωτική, οὔτε ἡ οἰκονομική, οὔτε καί ἡ πολιτική ἰκανότητα γιά νά ἀντισταθεῖ στόν κομμουνισμό, ἀλλά τῆς ἔλειπε τό σθένος, ἡ συνείδηση τοῦ παρόντος καί τῆς ἐποχῆς της. Σ΄ αὐτές τίς συνθῆκες ὑπῆρξαν Χῶρες στήν Ἀνατολή οἱ ὁποῖες ἔδειξαν ἕνα ἀπελπισμένο ἡρωισμό, ἀλλά ἔπεσαν διότι ἡ Δύση δέν ἀντιστάθηκε στήν σοβιετική κυριαρχία.
Στήν Ρουμανία ὁ σοσιαλισμός ἀνεγειρόταν ἀκωλύτως. Ἐμεῖς μέσα στίς φυλακές ζητούσαμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά ἕναν κόσμο πού ἐγίνονταν καταστρεπτικοί μετασχηματισμοί.
Κάθε φορά πού ἐπιχειρεῖτο μία σοσιαλιστική ἐνέργεια, τά σχέδια πλοκῆς ἔρχονταν ἀπό τήν Μόσχα. Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα ἑτοιμάζονταν οἱ κατάλληλες προϋποθέσεις. Ἀπό τό ἐσωτερικό δέν ὑπῆρχε κανένας κίνδυνος: Ὁ στρατός καί ἡ Ἀσφάλεια τοῦ Κράτους ἦταν τοῦ Κόμματος, ἄλλα κόμματα ἤ πολιτικές δυνάμεις δέν ὑπῆρχαν, καμμιά μἡ κομμουνιστική ὀργάνωση δέν μποροῦσε καθόλου νά ἁλωνίζει.
Καί, ὅμως, τό κόμμα, μέ τήν βαθειά του ἀνθρώπινη ἐμπειρία, ἤξερε ὅτι ὁ Ρουμᾶνος ἀγρότης εἶχε μιά ἰσχυρή παράδοση καί μιά συνείδηση τῆς ἰδιοκτησίας τοῦ ἀγροῦ. Ἐπίσης ἤξερε ὅτι οἱ ἀγρότες εἶναι ἀνόητοι, ἀλλά πολλοί καί δέν ἀποτελοῦν, δηλαδή, κάποιο εἶδος κινδύνου.
Ἔτσι, ἦταν στήν διάθεσή τους νά παίρνουν τά κατάλληλα μέτρα. Οἱ ἐσωτερικές ἀρχές ἦταν ἕτοιμες. Χρειαζόταν ὅμως καί μιά ψυχολογική προετοιμασία καί αὐτή ἔγινε μέ τά χαρακτηριστικά μέσα τους: τήν τρομάρα καί τό ψέμμα.
Γιά νά σκορπίζεται ὁ φόβος καί ἡ ἀνασφάλεια στόν Ρουμανικό λαό, διατάχθηκε ἡ σύλληψη διακοσίων χιλιάδων ἀνθρώπων. Ἐπειδή ὅμως κανένας δέν ἦταν ἔνοχος γιά τίποτε, μελετήθηκε ποιές θά εἶναι οἱ κατηγορίες τῶν ἐνδεχομένων ἀντιπάλων πού θά πρέπει νά συληφθοῦν. Καί κατέληξαν περίπου σ᾿ αὐτό τό σχεδιάγραμμα: Πρέπει νά συληφθοῦν οἱ πρώην πολιτικοί κρατούμενοι, οἱ πρώην πολιτευτές, οἱ πρώην στρατιῶτες, οἱ πρώην νομικοί, οἱ λόγιοι πού δέν ἔχουν προσαρμοστεῖ, οἱ ἀντιδραστικοί ἱερεῖς, οἱ αγωνιστές χριστιανοί, οἱ θρησκευτικοί αἱρετικοί καί ὅλα τά ἀβέβαια στοιχεῖα.
Συνεπῶς, οἱ μαῦρες κλοῦβες ἐγύριζαν στήν Χώρα καί ἅρπαζαν ἀπό τίς οἰκογένειές τους πολλούς ἀθώους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι δέν εἶχαν οὔτε κἄν τήν πρόθεση νά προκαλέσουν κάποια ἀντεπαναστατική δρᾶση, ὄχι ἐπειδή δέν τήν ἤθελαν, ἀλλά διότι ἦταν μάταια. Οἱ Ρουμᾶνοι δέν εἶναι ἄνανδροι, ἀλλά ἔξυπνοι. Αὐτοί δέν ἐφορμοῦν ὅταν ξέρουν ὅτι ἡ μάχη εἶναι περιττή, ἀλλά ἀποδείχνουν τόν ἡρωϊσμό τους στήν κατάλληλη στιγμή, πού τήν νοιώθουν μέ μεγάλη ἐνόραση.
Ἀλλά οἱ συλλήψεις δέν ἀρκοῦσαν. Αὐτές ἔπρεπε νά δικαιολογηθοῦν νομικά, ἄρα οἱ κομμουνιστές διατάχθηκαν νά σκηνοθετοῦν ἀντεπαναστατικές δίκες. Οἱ Ρουμανικές καί σοβιετικές ἀρχές ἤξεραν ὅτι οἱ ἄνθρωποι δέν ἦταν ἔνοχοι, ἀλλά διατάχθηκαν νά σκηνοθετοῦν ψεύτικες δολοπλοκίες δῆθεν ἐναντίον τοῦ Καθεστῶτος.
Ἀπό τό Αϊούντ στό Βουκουρέστι
Ἤμουνα τότε φυλακισμένος στό Αϊούντ, ἄρρωστος, καταβεβλημένος, μέ δυστροφίες, σ᾿ ἕνα βαρύ κανονισμό ἀπομόνωσης, ἀσιτίας καί τρόμου, πού διαρκοῦσε γιά πολύ καιρό. Εἶχα σχεδόν ἕνα χρόνο πού ἔμενα στήν ἴδια κατάσταση μέ ἄλλους τρεῖς κρατουμένους, ὥστε εἴχαμε φτάσει νά ζοῦμε ἀσφυκτικά πολύ ἄσχημα καί δέν μπορούσαμε νά ζοῦμε σέ μιά παράλογη, ἀλλά ἀναπόφευκτη ἔνταση.
Ἤμουν κουρασμένος ἀπό ὅλες τίς προσπάθειες πού ψυχικά διέθετα γιά νά παλινορθώσω τήν εἰρήνη καί τήν ἀρμονία μεταξύ τεσσάρων ἀνθρώπων πού δέν εἴχαμε τίποτε νά μοιράσουμε καί στεκόμασταν ἐπάνω στά ἴδια ὁδοφράγματα, ἕτοιμοι γιά τόν ἴδιο θάνατο, ἀλλά εἶχαν ξεπεραστεῖ τά ὅρια τῆς ἀνεκτικότητάς μας καί τῆς ἀμοιβαίας συνεννόησης. Δεχόμασταν τούς λογισμούς μας καί ἀντιδρούσαμε ἄσχημα σ΄ αὐτούς Σ᾿ αὐτές τίς συνθῆκες εἶχα προσφύγει στήν προσευχή σκεπτόμενος τά ἱερά τῆς Ἐκκλησίας μας νάματα, ἀλλά ἐνικώμουν ἀπό τίς θλίψεις.
Ἕνα βράδυ, φθινόπωρο τοῦ 1958, ἀνοίχτηκαν τά λουκέτα καί πετάχθηκα ἔξω μέ τόν μπόγο τῶν πατσαβούρων πού μοῦ εἶχαν ἀπομείνει. Ἐκείνη τήν νύχτα μέ ἀνέβασαν σέ μιά κλοῦβα, ὅπου ὑπῆρχαν ὀχτώ μικρές ἀπομονώσεις πού μόλις μποροῦσες νά μπεῖς. Ἡ κλοῦβα ἦταν τό σύμβολο τῆς τρομάρας, ἀλλά καί τῆς ὑποκρισίας, διότι μολονότι εἶχε παράθυρα, ἀλλά δέν ὑπῆρχουν, διότι ἦταν ψεύτικα, βαλμένα ἔτσι γιά νά ξεγελοῦν τό μάτι ἀπό ἔξω. Καί ἡ κλοῦβα ξεκίνησε.
Ποῦ μᾶς πηγαίνουν; Τί θέλουν; Χτύπησα στόν τοῖχο καί ἔμαθα, διά τοῦ συστήματος Μόρς, ὅτι εἶναι ἐκεῖ καί ἄλλοι φίλοι, ὅλοι πρώην κρατούμενοι στό Τίργου- Όκνα. Τί θέλουν ἀπό ἐμᾶς; Ἡ “ἀναμόρφωση” ἀπό τό Πιτέστι εἶχε τελειώσει, ἀλλά ἡ παρουσία ἀκόμη μᾶς τρομοκρατοῦσε. Νά γίνει τό θέλημα τοῦ Κυρίου, εἴπαμε!
Ἀργότερα ἡ κλοῦβα σταμάτησε λίγο στόν δρόμο. Μᾶς ἔβγαλαν ἔξω γιά ἀνάγκες μας. Εἴμασταν σ΄ ἕνα κάμπο καί μπροστά μας ἦταν τά ὁροπέδια τῶν Ὀρέων τοῦ Φαγκαρᾶς. Μιά βαθειά λύπη ὑπῆρχε στήν καρδιά τοῦ καθενός μας. Καταλάβαμε ὅτι πηγαίναμε πρός τό Βουκουρέστι. Φθάσαμε πρωϊνές ὧρες καί μᾶς ἄφησαν στήν Ἀσφάλεια.
Κερατᾶ, ἤθελες ν᾿ ἀναποδογυρίσεις τήν Λαοκρατία!
Μέ τήν κουβέρτα στό κεφάλι μας ἐπήγαιναν τόν καθένα σ΄ ἕνα κρατητήριο στήν Ἀσφάλεια ἀπό τήν ὁδό Πράχωβας. Τό κρατητήριο δέν εἶχε παράθυρο πρός τά ἔξω, ἀλλά πρός τόν διάδρομο. Ἦταν τά ξημερώματα καί ἀμέσως ὡδηγήθηκα σ᾿ ἕνα γραφεῖο, ὅπου μέ προϋπάντησε ὁρμητικά ἕνα παλληκάρι μέ γυαλιά, ἀδύνατος, μέ τόν βαθμό ὑπολοχαγοῦ. Μοῦ φαίνεται ὅτι ὠνομαζόταν Κενοῦσε. Παρόλο πού μεταφέρθηκα ἄγρια καί ἀδιάντροπα, ἔνοιωσα σ΄ αὐτόν καί μιά ντροπαλοσύνη:
- Ἐδῶ εὑρίσκεσαι στήν Ἀσφάλεια τοῦ Κράτους, μοῦ εἶπε.
-Ἀπό πότε συνελήφθηκες;
- Ἀπό τό 1941!
- Εἶσαι ἄρρωστος;
- Εἶμαι!
- Ναί, εἶσαι ἄρρωστος, ἀλλά τά κακουργήματα δέν τά ἀφήνεις! Ἐκεῖ πού ἤσουνα ἐδημιούργησες θύματα. Ἔβαλες ἀνθρώπους στήν φυλακή!
- Δέν γνωρίζω νά ἔχει ὑποφέρει κάποιος ἐξ αἰτίας μου.
- Ξέρεις τόν Κ. Β.;
- Ναί.
- Ἀλλά τόν Ν. Φ.;
- Καί αὐτόν.
- Ποῦ τούς γνώρισες;
- Στό Τίργου Ὄκνα.
- Καί πώς ἔχετε ὀργανωθεῖ ἐκεῖ;
-................!
- Δέν ἀπαντᾶς; Ἔχουμε μέσα νά σέ κάνουμε νά μιλᾶς! Κερατᾶ, ἤθελες νά ἀναποδογυρίσεις τήν Λαοκρατία!
Ἤμουν ἐντελῶς ἄλαλος ἀπό τίς βλακεῖες πού ἔλεγε. Ἀναρωτιόμουν πού θέλει νά καταλήξει.
- Ρέ, δέν ἀπαντᾶς; Οὔρλιαξε καί πάλιν αὐτός.
Ἔβαλα τό δάκτυλο στήν πληγή!
Νόμιζες ὅτι δέν θά τό μάθουμε; Θά λογοδοτήσεις! Τούς ἔχω πιάσει ἐδῶ ὅλους τούς “κερατάδες” ἀπό τό Τίργου Ὄκνα. Ἀλλοίμονο γιά τά παιδάκια πού εἶχαν ἀποκτἠσει καί τίς οἰκογένειες τους! Ἐσύ φταῖς γιά ὅλα!
- Κύριε … εἶναι πάρα πολύ, εἶναι τόσο ἀναληθῆ αὐτά καί ξαφνιάζομαι εἰλικρινά. Μοῦ ρίχνετε λάσπες πού δέν ἔχουν κανένα θεμέλιο καί εἶμαι σίγουρος ὅτι οὔτε ἐσεῖς δέν τίς πιστεύετε!
- Ἄκου, ρέ, μέ κάνεις ψεύτη! Ἄσε καί θά σοῦ ἀποδείξω ἐγώ ποιός εἶσαι ἐσύ!
Πέντε μῆνες στήν κάβα μέ τόν Πέτρο Τσούτσεα
Μ᾿ ἐπῆγαν στό κρατητήριο. Ἐκεῖ ἦταν καί ἄλλοι τρεῖς κρατούμενοι, ὅλοι φιλόσοφοι. Ὁ ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς ἦταν ὁ Πέτρος Τσούτσεα, πού τόν ἤξερα, διότι εἶχε ἀναδειχτεῖ ἐξαιρετική προσωπικότητα, σάν διανοούμενος καί οἰκονομολόγος, ἀλλά καί σάν ἄνθρωπος. Ἦταν μέσα στήν φυλακή περίπου 7 χρόνια. Ὕστερα ἀποφυλακίστηκε καί τώρα ξανά συνελήφθηκε. Μοῦ εἶπε:
-Ξέρεις, ἐδῶ βρίθουν οἱ προδότες, ἀλλά ἐσύ μυρίζεις γιά καλός ἄνθρωπος. Μήν ἀπορεῖς ὅμως, ἀπό ὅσα ἐδῶ γίνονται. Μᾶς σκηνοθετοῦν κάποια δικαστήρια διότι πρέπει νά δικαιολογηθεῖ ὄχι μόνο ἡ σύλληψή μας, ἀλλά καί ὁ κίνδυνος πού βρίσκεται ἡ Λαοκρατία, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου, λένε, οἱ ἴδιοι ἀναγκάστηκαν νά πάρουν αὐστηρά μέτρα.
Ὁ Πέτρος Τσούτσεα ἦταν ἕνας θαυμάσιος ἄνθρωπος κι ἐγώ ξαφνιαζόμουν πώς σ᾿ ἕνα ἰδιοφυῆ νοῦ κατοικοῦσε καί μιά καθαρή ψυχή, μιά φλογερή καρδιά. Ἔμεινα μαζί του περίπου πέντε μῆνες στήν κάβα τῆς Ἀσφάλειας τοῦ Κράτους. Ἐγώ τότε τόν ἀνεκάλυψα. Ἦταν πάντα σέ διανοητικό οἶστρο κι ἐγώ ἤμουν περίεργος νά τόν ἀκούω. Ἐπεσκίαζε ἀπολύτως κάθε συνομιλητή του. Ἡ ἐγκυκλοπαιδική του παιδεία διατηροῦσε τήν συζήτηση πάντοτε ζωηρή. Εἶχε συναντήσει στίς φυλακές τούς μεγαλύτερους ρουμάνους λογίους καί σέ συζητήσεις τοῦ πιό ὑψηλοῦ ἐπιπέδου τους εἶχε ἐντυπωσιάσει ὅλους αὐτούς. Ἡ διαμονή μου μέ τόν Πέτρο Τσούτσεα γιά μερικούς μῆνες στήν κάβα (μπουντρούμι) , σέ συζητήσεις 12-16 ὡρῶν τήν ἡμέρα, ἦταν μιά μεγάλη ἀπόλαυση καί ἕνα πανεπιστήμιο τοῦ πιό ὑψηλοῦ βαθμοῦ.
Οἱ καταγγελίες
Ἀνακρίθηκα πολλές φορές. Ξυλοκοπήθηκα, χλευάσθηκα, ἐξευτελίσθηκα. Ὅσα περισσότερα ἔμαθα τό τί νομικό τερατούργημα θέλουν νά σκηνοθετήσουν τόσο πιό ἐμπαθῶς ἔφριττα καί ἡ σκέψη μου αἰχμαλωτιζόταν ἀπ᾿ αὐτό. Ὅλα αὐτά ἦταν ἕνα μεγάλο ψέμμα, ἀπατηλή, νομική πλαστογραφία.
Οἱ καταγγελίες ἦταν δύο: ὅτι ἔχω διοργανώσει μιά σπείρα λεγεωναρίων στό Τίργου Ὄκνα, μέ μυστικά ἀντιεπαναστατικά σχέδια καί ὅτι ἔχω διατάξει σ΄ αὐτούς πού ἀποφυλακίζονται νά διατηροῦν τήν ὀργάνωση, νά προσελκύουν καί ἄλλους καί νά πραγματοποιοῦν τήν ἀντεπανάσταση.
Πῶς ἔφτασαν αὐτοί νά μέ θεωρήσουν σάν λήσταρχο λεγεωναρίων; Εἶχαν ἀνακρίνει καί βασανίσει τούς ἄλλους κρατουμένους νά ποῦν ποιός ἀπ᾿ αὐτούς συμμετεῖχε στήν ὀργάνωση καί ποιός ἦταν ὁ ἡγέτης στό Τίργου Ὄκνα.
- Δέν ὑπάρχει κανένας ἡγέτης, ἀπάντησαν αὐτοί.
- Ἀφοῦ δέν ὑπάρχει κανένας ἡγέτης, τότε ποιός ἔχει μεγαλύτερη πυγμή ἐπάνω σας;
Οἱ ἄνθρωποι, ὄντες σίγουροι ὅτι δέν κάνουν κανέναν κακό, εἶπαν:
-Ἦταν ἐκεῖ ἕνας κρατούμενος μεγάλης πυγμῆς: ὁ Βαλέριος Γκαφένκου.
- Ἄφησέ τον, αὐτός πέθανε. Ἄλλος!
-Ἐπίσης ἦταν καί ὁ Ἰωάννης Ἰανωλίδε, εἶπαν αὐτοί.
- Κι αὐτά τά ποιήματα ποιός τά ἔγραψε;
-Μερικά ἀνήκουν στόν Βαλέριο Γκαφένκου, ἄλλα εἶναι τοῦ Ράδου Γίρ καί μερικά τοῦ Κ. Δ.
Ὁ Βαλέριος ἀπέθανε ὁ Ράδου Γίρ ἦταν μπλεγμένος σέ μιά ἄλλη σκηνοθεσία, ἐξίσου «ἀληθινή», ὅπως καί ὅλες οἱ δικαστικές ὑποθέσεις ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Ὁπότε ἔφεραν τόν Κ. Δ. Πρῶτα τόν κατηγόρησάν ὅτι ἔκανε ἐχθρικά ποιήματα σάν ἐκεῖνο πού ἔλεγε ὅτι τό πνεῦμα τοῦ Λένιν ὑπερίπτατο ἐπάνω ἀπό τήν φυλακισμένη Χώρα, χαρούμενο ἐξ αἰτίας τοῦ πλήθους θυμάτων, προκλήσεως θλίψεως καί ἐκχύσεως αἱμάτων πού εἶχε βυθιστῆ ἡ Χώρα. Μετά τόν ρώτησαν:
- Γνωρίζεις τά ποιήματα τοῦ Βαλερίου;
- Μερικά.
-Ἀλλά τόν Ἰωάννη Ἰανωλίδε τόν ξέρεις;
- Ναί.
- Πές μας ὅ,τι ξέρεις περί αὐτοῦ!
- Ξέρει αὐτός γιά τόν ἴδιο. Μιλάω μόνο γιά μένα.
Ἡ ἔρευνα
Ἐπειδή ὅλοι οἱ πρώην συληφθέντες κρατούμενοι εἶχαν σχεδόν τήν ἴδια στάση, τότε οἱ κομμουνιστές σκέφτηκαν νά μέ κάνουν ἐμένα ὁμαδάρχη.
-Κύριοι, τούς εἶπα ἐγώ, ὅ,τι κάνετε εἶναι ἀποτρόπαιο. Ἔχετε μπροστά σας ἕναν ἄνθρωπο πού θά ἔπρεπε νά τόν σεβαστεῖτε τουλάχιστόν γιά τήν ἀπερίγραπτη θλίψη του! Σᾶς προειδοποιῶ ὅτι δέν θ᾿ ἀφήσω καθόλου τόν ἑαυτό μου νά γίνει μέλος αὐτῆς τῆς σκηνοθεσίας. Οὔτε ἐγώ, οὔτε οἱ ἄνθρωποι γιά τούς ὁποίους μοῦ μιλᾶτε δέν φταῖνε σέ τίποτα. Πρῶτα θέλω νά σᾶς πῶ ὅτι, λόγῳ ὁρισμένων ψυχικῶν μου κατευθύνσεων γιά τίς ὁποῖες δέν ὀφείλω νά σᾶς λογοδοτήσω, ἐγώ δέν εἶμαι σέ καμμία θέσι σάν λεγεωνάριος. Δεύτερον, πολλοί ἀπό τούς κρατουμένους οὔτε κἄν ἦταν ποτέ λεγεωνάριοι. Ἑπομένως, δέν μποροῦμε νά μιλήσουμε γιά μιά λεγεωναρική ἐνέργεια! Καί οἱ πράξεις πού τίς ἀναφέρετε εἶναι πλάσματα φανταστικά καί παρεξηγήσεις πού δέν πρόκειται νά μᾶς ἐνοχοποιήσουν πολιτικά. Ἔχουμε ζήσει μιά ἀνυπόφορη ζωή, ἔχουμε φτάσει στό κράσπεδο τοῦ τάφου καί ἡ μοναδική μας φροντίδα ἦταν ἡ σωτηρία τῶν ψυχῶν μας καί λιγώτερο ἡ ἐπιβίωσή μας.
- Δέν βοηθούσατε ὁ ἕνας τόν ἄλλον μεταξύ σας;
-Ἦταν μιά ἀνθρώπινη βοήθεια τῶν ἄμοιρων ἀνθρώπων καί ἐπί πλέον ἐπιτρεπόταν ἀπό τήν διοίκηση.
-Ἄσε ἐμᾶς, ρέ, δέν μπορεῖς νά μᾶς πεῖς ψέμματα τόσο εὔκολα! Ἔπρεπε νά νοσηλεύετε τούς ἀσθενεῖς τοῦ δωματίου 4, ἀλλά γιατί διωργανώσατε ἐράνους; Γιατί διαμοιράζατε τό φαγητό σας; Γιατί ἔχετε δώσει καί σ΄ ἄλλους συμμορίτες φάρμακα καί στρεπτομυκίνη;
- Εἶναι θλιβερό ν᾿ἀκούω ὅτι κατηγορούμεθα σάν μιά ἀντιεπαναστατική ὀργάνωση, ἐπειδή διαμοιράσαμε μεταξύ μας, σύμφωνα μέ τίς ἀνάγκες μας, τίς πατσαβοῦρες καί τά ἀποπλύματα! Οἱ κομμουνιστές πού ἦταν στό Τίργου-Ὄκνα δέχονταν ἀνθρώπινα δικαιώματα καί τήν κόκκινη βοήθεια!
- Ρέ, μή μαγαρίζεις τήν μνήμη τῶν δικῶν μας ἡρώων, διότι θά σέ πάρει ὁ ἄνεμος! Ἐμεῖς δέν εἴμαστε χαζοί καί δέν θά ἐπαναλάβουμέ τά λάθη τοῦ παρελθόντος!
- Κύριοι, ἐσεῖς δέν δικάζετε σύμφωνα μέ τόν νόμο, ἀλλά ὅπως σᾶς ἀρέσει καί ἔχετε μόνο ἕνα μέτρο καί ὄχι δύο.
-Ἔχουμε ὅσα μᾶς ἀρέσουν! Ἐμεῖς δέν διχάζουμε κανέναν μέ τήν ἐξουσία. Δέν λογοδοτοῦμε σέ κανέναν. Ὁ λαός καί ἡ ἐργατική τάξη εἶναι πανίσχυρες.
Χαμογέλασα πικρά καί αὐτοί τό εἶδαν. Διότι τώρα ἐρευνοῦσαν περισσότεροι.
-Ἀλλά τί ἔγινε μέ τήν στρεπτομυκίνη; Ξέρουμε ὅτι ἐσύ βάπτισες τόν W … Οὔτε αὐτή δέν εἶναι διοργάνωση;
Ἐπειδή αὐτοί ἐψεύδοντο σκηνοθετώντας, ἐγώ ἄρχισα νά μήν ἀναγνωρίζω πλέον τίποτε.
-Δέν ξέρω γιά πιό πρᾶγμα μιλᾶτε, τούς εἶπα. Ἐξ ἄλλου δέν καταλαβαίνω πῶς μπορεῖ νά εἶναι πολιτική διοργάνωση μιά βάπτιση καί ἰδιαίτερα ἑνός Ἑβραίου! Τόν θεωρεῖτε κι αὐτόν λεγεωνάριο;
- Δέν θέλεις νά ὁμολογήσεις τίποτε; Καλά! Ἄς ἀφήσουμε αὐτό. Γιά τόν W. ἔχουμε ἑτοιμάσει κάτι πιό ἐπίσημο. Δέν θά γλυτώσει οὔτε ἐκεῖνος ὁ βρώμικος προδότης!
Ἀργότερα ἔμαθα ὅτι ὁ W. συνελήφθηκε καί, θεωρώντας οἱ Ἀρχές ὅτι εἶναι ἀλήθεια νά ὑπάρχει σέ μιά ἀντισημιτική ὀργάνωση κι ἕνας Ἑβραῖος, τόν ἔβαλαν σέ μιά ὁμάδα κατηγορουμένων σάν αἱρετικό καί τόν κατεδίκασαν.
Θά σᾶς στουμπίσουμε μέ τόν ὁδοστρωτῆρα!
Οἱ ἐρωτήσεις συνεχίσθηκαν ἐξίσου χαζές καί ἀδιανόητες:
-Ρέ, ἐσύ διέταξες νά γίνουν παπάδες ὁ τάδε καί ὁ τάδε καί ὁ τάδε;
Δέν ἤξερα τίποτε γι᾿ αὐτό τό πρᾶγμα, ἀλλά χάρηκα μέσα μου.
- Δέν διέταξα τίποτε σέ κανέναν, οὔτε εἶπα ποτέ νά γίνουν ἱερεῖς ὁ τάδε καί ὁ τάδε! Οἱ ἴδιοι ξέρουν τί ἔχουν κάνει. Ἀλλά δέν καταλαβαίνω τί σχέση μπορεῖ νά ὑπάρχει μεταξύ τῆς ἱερωσύνης καί τοῦ ὀργανισμοῦ τῶν Λεγεωναρίων γιά τόν ὁποῖο ἀκόμη μιλᾶτε.
-Ρέ, εἴτε παπάδες, εἴτε λεγεωνάριοι, εἶναι ὁ ἴδιος δαίμονας! Καί ἐσεῖς καί οἱ ἄλλοι, ὅλοι εἶστε ἐναντίον τῆς ἐπανάστασής μας. Ἀλλά θά σᾶς τσακίσουμε μέ τόν ὁδοστρωτῆρα. Δέν θά σταματήσουμε μέχρι τήν Ἀμερική!
-Κύριοι, τούς εἶπα, τό θρησκευτικό ἐπίπεδο δέν ταυτίζεται μέ τό πολιτικό! Καί ἐάν ἀπαγορεύεται κάθε πολιτική μἡ κομμουνιστική ἐργάνωση, ἡ Λαοκρατία ἀναγνωρίζει τήν νομιμότητα τῆς Ἐκκλησίας καί ἀνέχεται τίς θεολογικές σχολές.
-Ἡ ἐπανάστασή μας εἶναι ἐπιστημονική καί ἔχουν ληφθεῖ ὅλα τά μέτρα γιά τήν δημόσια καί μεγαλειώδη κηδεία τῆς Ἐκκλησίας! Τήν χρειαζόμαστε ἀκόμη για ἕνα διάστημα καί μετά θά τήν χαλάσουμε! Ἡ Ἐκκλησία σας εἶναι στήν ἐξουσία καί διάθεσή μας. Ἐπί πλέοιν εἶστε ἄχρηστοι χριστιανοί διότι ὅλη ἡ Σύνοδός σας ἦλθε στό πλευρό τῆς ἐπανάστασης. Αὐτοί οἱ ἴδιοι σᾶς ἀποκηρύσουν, ρέ! Τώρα καταλαβαίνεις;
-Θά ἦταν πολύ πιό σοφό νά προσπαθεῖτε νά καταλάβετε τί ἀκριβῶς εἶναι ὁ Χριστιανισμός καί ἡ χριστιανική ἠθική, λέω ἐγώ. Αὐτό θά ἦταν πιό ὠφέλιμο γιά ἐσᾶς.
- Δέν χρειαζόμαστε τόν σκοταδιστικό μυστικισμό σας! Καί σοῦ ξαναείπαμε ὅτι δέν μοιράζουμε τήν ἐξουσία μας μέ κανέναν. Ὅλη ἡ ἐξουσία συγκεντρώνεται στά χέρια μας. Κανένας καί τίποτε δέν μᾶς ξεφεύγει.
Πάλι χαμογέλασα πικρά. Αὐτοί συνέχισαν:
-Μᾶλλον σκέφτεσαι ὅτι ἔρχονται οἱ Ἀμερικάνοι! Θά φροντίσουμε ἐμεῖς νά μήν ἔρθουν! Ἔχουμε ἤδη στείλει τούς δικούς μας νά τούς ἐμποδίσουν νά ἔρθουν. Ἡ ἐπανάσταση δέν ἔχει πιά ἀντίπαλο. Ἡ Κίνα εἶναι μαζί μας καί ὅταν ἐξαπολύσουμε ἕνα δισἑκατομμύριο κινέζους, εἰσβάλλουμε σ᾿ ὁλόκληρο τόν κόσμο.
Ὕστερα ἐπανάρχισαν ξαφνικά:
- Ρέ, τι λέγεις, ἐκεῖνες οἱ διδασκαλίες εἶναι δικές σου ἤ τοῦ Βαλερίου;
Σιώπησα. Ἄρα τίς ἤξεραν.
(Πρόκειται γιά τίς χριστιανικές σκέψεις περί τοῦ κόσμου καί τῆς ζωῆς αὐτές πού μιλούσαμε στό Τίργου Ὄκνα, μετά ἀπό τόσα χρόνια θλίψης, μέ τόν Βαλέριο καί τούς κοντινούς του, πού ἀργότερα υἱοθετήθηκαν κι ἀπό τήν πλειονότητα τῶν κρατουμένων τοῦ δεσμωτηρίου.
- Τίς ξέρεις;
- Δέν τίς ξέρω, τούς ἀπάντησα ξερά.
-Λές ψέματα! Ρέ, ἐσύ εἶσαι ἕνας χαζός! Σκεφθήκατε καί εἴδατε ὅτι στήν πρᾶξη δέν γίνεται πιά, ὅπως γινόταν, πρίν ἀλλάξατε τίς ἰδέες!
- Οἱ ἰδέες μου εἶναι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τούς εἶπα ἐγώ.
-Θά σοῦ ἀποδείξουμε ὅτι προέρχονται ἀπό τήν ὁμάδα τῶν Λεγεωναρίων, εἶπαν αὐτοί.
Ὅλη αὐτή ἡ συζήτηση ἦταν ψεύτικη. Δέν ὑπῆρχε οὔτε πρόθεση, οὔτε κίνηση, οὔτε πολιτική δράση, οὔτε ἀντεπανάσταση, τίποτε ἀπολύτως, διότι εἶναι μιά χαζομάρα νά σκεφτεῖς κάτι τέτοιο στό Τίργου Ὄκνα ἤ στήν Ρουμανική Λαοκρατία τοῦ ἔτους 1958, ἀφοῦ εἴμασταν σίγουροι γιά τήν συνεχῆ ἐξάπλωση του κομμουνισμοῦ. Ἀλλά ἀπό τό τίποτε διωργάνωσαν ἕνα μεγάλο δικαστήριο, μέ ὅ,τι χρειάζεται γιά μιά νομική σκηνοθεσία.
Αὐτός, ὁ καημένος, ἀπό ποῦ εἶναι;
Στό τέλος τῆς ἔρευνας ἤμουνα πολύ ἐξαντλημένος. Μ᾿ ἔστειλαν γιά λίγη ἀνασυγκρότηση στό νοσοκομεῖοο Βακαρέστι. Ἐκεῖ μέ νοσήλευαν δύο ρουμᾶνοι ἰατροί, πού τούς εὐχαριστῶ πολύ καί μέ βασάνισε ἕνας νεαρός ἑβραῖος ἰατρός, χωρίς νά ἔχει καμμιά νομική, ἰατρική ἤ ἠθική δικαιολογία γιά τήν θεραπεία πού μέ ὑπέβαλε.
Ὅταν μεταφέρθηκα στήν δίκη, στό Στρατοδικεῖο, βασταζόμουν ἀπό ἕνα δεσμοφύλακα. Στήν αἴθουσα ἦταν παρόντες καί οἱ οἰκογένειές μας. Πέρασα κοντά στήν μητέρα καί στόν πατέρα μου, πού μόλις τούς ἀνεγνώρισα. Τόσο πολύ εἶχαν ἀλλάξει καί γεράσει. Ὅταν μέ εἶδε, ἡ μαμά μου δέν κατάλαβε ποιός εἶμαι καί ἀναφώνησε:
- Κι αὐτός, ὁ καημένος, ἀπό ποῦ εἶναι;
Ἤμουν τόσο σακατεμένος, τόσο ἄσχημος καί ἐξαντλημένος, ὥστε οὔτε ἡ ἴδια η μητέρα μου δέν μέ ἀνεγνώρισε. Εἶναι γνωστή ἐκείνη ἡ μυστική αἴσθηση τῶν μητέρων γιά ν᾿ ἀποκαλύψουν τά παιδιά τους. Ἡ μητέρα μου, λοιπόν, δέν μέ ἀνἐγνώρισε. Τόσο παραμορφωμένος ἤμουν!
Μαζικές καταδίκες
Τό δικαστήριο ἀποτελοῦνταν ἀπό ἀξιωματικούς, δικαστές, ἕνα εἰσαγγελέα-ἀξιωματικό καί τούς δικηγόρους, οἱ ὁποῖοι μεταμφιέστηκαν σέ κατηγόρους. Οἱ μάρτυρες τῆς καταγγελίας ἦταν οἱ γονεῖς καί οἱ γυναῖκες τῶν κατηγορουμένων. Οἱ κομμουνιστές κυβερνοῦσαν ὅλη τήν δίκη. Ὅλο τό ἀκροατήριο ἦταν ἐκφοβισμένο. Ἐγώ ὑπεράσπιζα ὅλους τούς κατηγορούμενους. Ὅταν πῆρα τόν λόγο τήν τελευταία φορά εἶπα:
-Κανένας ἀπό τούς κατηγορουμένους δέν εἶναι ἔνοχος! Ἀφῆστε τούς ἀνθρώπους νά πᾶνε στίς οἰκογένειές τους!
Οἱ ποινές ἦταν μεγάλες, φυλάκιση γιά ὅλη τήν ζωή τους ἤ γιά 15 χρόνια. Μόνο ἕνας πού παραδέχτηκε ὅτι νά εἶναι προδότης καί κατήγορος ἐπῆρε κάτω ἀπό 15 χρόνια. Ἀπ᾿ αὐτό τό ἴδιο σχέδιο ἔχουν σκηνοθετηθεῖ ἑκατοντάδες δίκες μυρίων καταδίκων, πολλοί ἀπό τούς ὁποίους ἔφτασαν στόν θάνατο.
Αὐτοί οἱ τελευταῖοι ἁλυσοδέθηκαν κατά τήν ἀναμονή τῆς ἐκτέλεσης γιά ἕνα χρόνο σχεδόν, καθημερινά τρομοκρατούμενοι, ἐμπαιγμένοι καί χλευασμένοι. Τελικά, ὁ ἀνθρωπισμός τους φανερώθηκε καί τούς ἔδωσε τό δικαίωμα νά ζοῦν ὅλη τήν ζωή τους σέ προγράμματα ἀναγκαστικῆς ἐργασίας.
Οἱ φυλακές ἦταν γεμάτες. Οἱ ἄνθρωποι ἦταν τραυματισμένοι. Καμμιά ἐλπίδα δέν ἐμφανιζόταν στόν ὁρίζοντα. Ζητούσαμε μέ περισσότερη ἐπιμονή τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά ἐμᾶς καί γιά τόν κόσμο. Εἶχε ἀρχίσει ὁ διωγμός πού ἐφαρμόσθηκε ἀπό τόν Βαλέριο στό κρεβάτι του πόνου του, ὅταν περνοῦσε ἀπό τόν θάνατο στήν ζωή διά Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἡ τελευταία “ἀναμόρφωση”
Γένοιτο!
Τό ἔτος 1964 οἱ φυλακές ἦταν ὑπερφορτωμένες μέ ἀνθρώπους καταβεβλημένους, ἀρρώστους, ἀπελπισμένους. Μερικοί εἶχαν κάνει μόνο 5 χρόνια φυλακῆς, ἄλλοι ὅμως εἶχαν φτάσει 24-25 χρόνια. Μιά ὁλόκληρη ζωή!… Μιά γενεά! Ἕνας χαμένος αἰῶνας γιά ἕνα ἔθνος εἶναι πολύ!
Ἡ κομμουνιστική ἐξουσία ἦταν τώρα παντοκρατορική, ἀρχοντική καί χωρίς ἀνταγωνιστές. Οἱ δεδομένες θυσίες φαίνονταν ἄσκοπες. Ὁ κομμουνισμός εἶχε ἐγκαθιδρυθεῖ γιά ἕνα ἀπρόβλεπτα αἰωνόβιο διάστημα. Οἱ ἄνθρωποι λυπόνταν διότι δέν ἤξεραν ἀπό πρίν τήν ἀληθινή πολιτική διεθνῆ πραγματικότητα. Ὑπῆρξαν πολλές τυραννικές ξενοκρατίες στήν Χώρα μας, ἀλλά καμμιά δέν ἔφτασε τήν ἔκταση, τό βάθος καί τήν διάρκεια τοῦ μαρξιστικοῦ-λενινιστικοῦ ἀθεϊσμοῦ.
Μέ λύπη καί πόνο βλέπουμε πώς, ὑπό τήν πίεση τῶν μπολσεβίκων, ὄχι μόνο το πρόσωπο τῆς Χώρας «κοκκινίζει», ἀλλά καί ἡ ψυχή τοῦ Ἔθνους μας γίνεται ἐλεεινή. Ἡ λαβίδα τοῦ χειρουργείου εἰσέρχεται ὅλο καί περισσότερο. Εἴμαστε μόνιμα σκλάβοι στήν Χώρα μας. Ὑπάρχει ἀπαλλαγή; Ἀλλά ἀπό ποῦ θά ἔλθει; Κανένας δέν μᾶς δίνει ἐμπιστοσύνη, κανένας δέν ἀντικρύζει ἀληθινά τήν ἐπανάσταση!
Ἡ δημοκρατία, ἀντί νά τόν καταδικάζει, σύρεται ἀπό τόν κομμουνισμό. Οἱ κομμουνιστές εἶναι τόσο σίγουροι γιά τήν ἐξουσία τους, ὥστε ἀπεφάσισαν νά καταφύγουν σ᾿ ἕνα πολιτικό ἐλιγμό, πολύ ἐπινοητικό, ἀλλά καί πονηρό. Ἡ Δύση ἐζήτησε, ἐν ὀνόματι τοῦ ἀνθρωπισμοῦ, ν᾿ ἀποφυλακίζουν ὅλους τούς πολιτικούς κρατουμένους. Γένοιτο! – Τῆς ἀπάντησαν τότε οἱ κομμουνιστές – ἐπί τῶ ὅρῳ νά δέχονται οἱ Χῶρες τῆς Ἀνατολῆς οἰκονομική καί τεχνική ὑποστήριξη, ἀλλά καί πολιτική ἀνεκτικότητα.
Αὐτοί ἤξεραν τί σκιές ἀνθρώπων ἀκόμη ἐπεβίωναν στίς εἱρκτές καί ἦταν σίγουροι ὅτι αὐτοί δέν ἀποτελοῦν πιά κανένα κίνδυνο γιά τό κομμουνιστικό κράτος. Λοιπόν, γιά μιά τόσο χαμηλή τιμή ἀπόκτησαν μιά διπλῆ νίκη: Ἀπό τήν μιά πλευρά τήν ἐκτόνωση τῶν σχέσεων μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως, ἡ ὁποία θά ἐπιφέρει σταδικά τήν ἐπικράτηση τοῦ κομμουνισμοῦ σ᾿ ὅλο τόν κόσμο καί ἀφ᾿ἑτέρου τήν δημιουργία ἑνός ἀνθρωπιστικοῦ σχήματος τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος στόν κόσμο.
Τό 1964 ἀνεκοίνωσαν τήν ἀποφυλάκιση τῶν πολιτικῶν κρατουμένων – ἀλλά δέν ἀνακοινώθηκε καί στούς ἴδιους. Αὐτοί ἦταν κατεστραμμένοι, ἀλλά ἔπρεπε νά ἀποτελειωθοῦν πρίν νά ἀποφυλακιστοῦν. Αὐτή ἦταν ἡ τελευταία “ἀναμόρφωση”!
Ἡ τελευταία “ἀναμόρφωση” στό Μποτοσάνι καί στήν Γκέρλα
Οἱ φυλακές ἦταν ὀργανωμένες σύμφωνα μέ τό πολιτικό χρῶμα.
Στήν πόλι Μποτοσάνι ἦταν τά μέλη τῶν ἱστορικῶν κομμάτων, πού ἀποδείχθηκαν ἀκόμη μιά φορά οἱ πιό πιστοί καί διατεθειμένοι στούς συμβιβασμούς, παρόλο πού εἶχαν τίς πιό μικρές ποινές. Μερικοί πρόκριτοί τους μεταφέρθηκαν στήν Χώρα, γιά νά προβάλλουν τά μεγάλα κατορθώματα τοῦ καθεστῶτος τους. Γιά τόν σκοπό αὐτόν διατέθηκε ὑλικό καί χρῆμα γιά τήν προπαγάνδα καί οἱ ἄνθρωποι ἐνθουσιάστηκαν.
Δέν χρειάστηκαν ἰδιαίτερες προσπάθειες γιά “ἀναμόρφωση”. Ἔγιναν γρήγορα δηλώσεις μή ἀλληλεγγύης μέ τό παρελθόν καί ὑποταγῆς στό παρόν καί ἔτσι ἡ ἀποφυλάκισή τους ἔγινε χωρίς ἀντίδραση ἤ σκάνδαλο.
Στήν Γκέρλα ἦταν μαζεμένοι οἱ χωρίς συγκεκριμένο πολιτικό χρῶμα κρατούμενοι, σάν ἀβέβαια καί ὕποπτα στοιχεῖα γιά τό Κόμμα. Κι ἐδῶ χρησιμοποιήθηκαν οἱ δημαγωγικοί λόγοι, οἱ βόλτες στήν Χώρα καί μεγάλες ὑποσχέσεις καί σιγά-σιγά ἀποφυλακίσθηκαν.
Ἡ τελευταία “ἀναμόρφωση” στό Αϊούντ
Ἡ τελευταία “ἀναμόρφωση” στό Ἀϊούντ ἄρχισε τό 1959 – ὅταν τό Διεθνές Δικαστήριο τῆς Χάγης ἀποφάσισε ν᾿ἀθωώσει τόν Ὀργανισμό τῶν Λεγεωναρίων πού κατηγορήθηκε γιά φασισμό, διέταξε τήν ἐπανεξέταση τῶν λεγεωναρικῶν δικῶν καί τήν ἀποφυλάκιση ὅλων τῶν πολιτικῶν κρατουμένων – καί σταμάτησε τόν Αὔγουστο τοῦ 1964. Ὁ σκοπός της ἦταν ἡ τελειωτική καταστροφή τῶν ἐπιζώντων λεγεωναρίων διά τοῦ θανάτου ἤ διά τῆς βιολογικῆς καί ἠθικῆς κατάπτωσης.
Στό Ἀϊούντ ἦταν οἱ λεγεωνάριοι! Μ᾿ αὐτούς δέν ἦταν καθόλου εὔκολο καί ἡ “ἀναμόρφωση” ἦταν πολλή ἐπίπονη. Ἡ τελευταία “ἀναμόρφωση” στό Ἀϊούντ ἦταν μιά πανωλεθρία. Αὐτή εἶχε ἀναληφθῆ καθημερινά ἀπό δύο συνταγματάρχες τῆς Ἀσφάλειας τοῦ Κράτους μαζί μέ μιά ὁλόκληρη συνοδεία δεσμοφυλάκων.
Ὁ Ράδου Γίρ, ὁ ποιητής τοῦ ὁποίου οἱ στίχοι ἦταν τό βιβλίο τῆς κατήχησης τῆς ρουμανικῆς ψυχῆς στίς φυλακές, ἦταν κατεστραμμένος, σκελετωμένος, τραυματισμένος. Εἶχε φτάσει στά ὅρια τῆς ἀντοχῆς. Εἶχε πίσω του ἕνα τέταρτο αἰῶνα φυλακῆς. Γιά ἕνα χρόνο περίμενε τήν κεφαλική ποινή, ὅπως εἶχε καταδικαστεῖ. Σάν αρχηγός λεγεωνάριος τοῦ ἔδωσαν τήν εὐθύνη τῆς ζωῆς ὅλων τῶν κρατουμένων. Ἡ ἐναλλαγή ἦταν σαφής: εἴτε ὑπακούετε, εἴτε σᾶς σκοτώνουμε. Αὐτός τελικά ἔκανε μιά δήλωση ὅτι παραιτεῖται ἀπό τό ἔργο του πού εἶχε παλαιότερα κοινωνικό χαρακτῆρα. Τό ἴδιο ἔκανε καί ὁ Νικηφόρος Κραϊνίκ. Τά γράμματά τους διαβάστηκαν στούς κρατουμένους καί τά ἄκουσαν σάν νά ἐπῆραν ἕνα κρύο καί σκανδαλιστικό μπάνιο.
Κατασκευάσθηκαν εἰδικά δωμάτια-κλάμπ, ὅπου γινόταν ἡ “ἀναμόρφωση”. Ὠργανώθηκαν πολλές ὁμάδες ἀκτιβιστῶν τῆς “ἀναμόρφωσης”, ὅλοι ξεδιαλεγμένοι ἀπό τίς κορυφές τῆς εὐφυΐας. Δόθηκαν γραπτές καί προφορικές δηλώσεις. Οἰ προφορικές εἰπώθηκαν ἐλάχιστα καί μέ δόλο.
Τό πιό τραγικό ἦταν ὅτι οἱ ἀκτιβιστές ἀναμορφωτές παρουσιαζόταν σάν γενναῖοι καί ἥρωες πού πραγματοποίησαν μιά ὑπερήφανη ἀποστολή. Ρεζίλευαν τόν ἑαυτό τους, ψεύδονταν ἤ κορόϊδευαν ὅ,τι ἦταν πολύτιμο κάποτε γι΄ αὐτούς, καί ἔλεγαν ὅτι ἔχουν ζήσει μιά συνειδησιακή ἐκδίκηση, ἡ ὁποία τούς ἀνεκάλυψε τήν ἀλήθεια καί ἀπ᾿ αὐτήν τήν θέση ἐκτελοῦν ἕνα τιμητικό καθῆκον.
Ἡ διαστροφή ἦταν ἀποκρουστική. Οἱ ἀλαλαγμοί τῶν ἀναμορφωτῶν ἔμοιαζαν μέ γαύγισμα ὕαινας. Ὅλη ἡ ὁμιλία τους μύριζε μέ ἠθικό ψοφίμι. Ἔξυπνοι καί μορφωμένοι αὐτοί παρεξηγοῦσαν τήν ἀλήθεια τόσο ἐπιτήδεια ὥστε ἔμενες ἔκθαμβος ἀπό τήν διαλεκτική ἰκανότητά τους. Αὐτοί συναγωνίζοντο στά ρητορικά σχήματα. Βασανίζονταν συχνά μεταξύ τους. Τώρα αὐτοί ψεύδονταν, ὕστερα παραπλανοῦσαν ἤ κολάκευαν καί ψεύδονταν. Πολύ δύσκολα μποροῦσες νά διακρίνεις τήν ἀλήθεια ἀπό τό ψέμμα, ἄν δέν ἤσουν ἀρκετά ἐνήμερος ἤ ἑτοιμασμένος ἀπό πρίν.
Ὁ Βίκτωρας
Στίς ρουμανικές φυλακές δέν εἶχαν μαζευτεῖ μόνο ἥρωες καί ἅγιοι. Οἱ φυλακές ἦταν ἕνα εἶδος συγκεντρώσεως χιλιάδων ἀνθρώπων, λίαν ἐκλεκτῶν καί προοδευμένων στήν ζωή τους. Λίγοι, ἐλάχιστοι ἦταν ἐκεῖνοι πού ἄντεξαν ὅλα τά κοσκινίσματα. Αὐτή ἡ διαδικασία αὐστηρῆς ἐπιλογῆς πρέπει νά κατανοεῖται πολύ καλά, διότι ἀλλιῶς οἱ ἅγιοι καί οἱ ἥρωες δέν εἶναι ἀληθοφανεῖς.
Ὑπῆρχαν πολλές ὀλέθριες μορφές πού συνάντησα στήν φυλακή. Θά ξαναγυρίσω σ΄ αὐτές, ἀλλά ἐδῶ προτιμῶ νά θυμίσω μιά ἀριστοτεχνική, συγκλονιστική περίπτωση ἀπό τήν τελευταία “ἀναμόρφωση”: Τόν Βίκτωρα.
Ὁ Βίκτωρας ἦταν δικηγόρος καί καθηγητής, ἔξυπνος ἄνθρωπος, μέ ἐπιβλητικότητα, ψηλός καί μέ ἀδίστακτη συμπεριφορά. Ὑποδήλωνε πυγμή καί ἀνωτερότητα. Εἶχε ὅλα τά ἰδιώματα νά γίνει γνωστός καί νά ἐπιβάλλεται μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Εἶχε γίνει κιόλας παλαιότερα ὑπουργός. Σέ λίγο ἀκολούθησε ἡ φυλάκιση. Τό δωμάτιο τῆς φυλακῆς του ἀπεῖχε ἀπό τό πλῆθος τῶν πολιτικῶν κρατουμένων. Δέν ξέρουμε ἀκριβῶς τί σκεφτόταν, ἀλλά νομίζουμε ὅτι φρονοῦσε ὅτι εἶναι σέ μιά νικηφόρα πολιτική θέση. Συνεπῶς, σ΄ ἐκεῖνα τά σκοτεινά χρόνια, ὅταν ἡ Γερμανία εἶχε τσακιστεῖ καί ὁ κομμουνισμός εἶχε φτάσει μέχρι τό Βερολίνο, ὅταν οἱ Ρουμᾶνοι ὑποδουλώθηκαν καί περίτρομοι, ἔψαχναν νά βροῦν τρόπους γιά νά σωθοῦν – τότε ὁ Βίκτωρας βγῆκε μπροστά καί ξάφνιασε μέ τήν ὑπερβολική του στάση.
Ἐδημιούργησε μία ὁμάδα ὁπαδῶν του, οἱ ὁποῖοι ἀνακηρύχτηκαν ἥρωες καί πουριτανοί. Ὡρκίσθηκαν νά θανατώνουν τούς κομμουνιστές καί ὅσους συνεργάζονται μ᾿ αὐτούς. Ἄρχισαν κιόλας νά βασανίζουν ἐκείνους πού ἔλεγε αὐτός, νά ἀτιμάζουν τό ὄνομα ρουμᾶνος καί ἄνθρωπος. Τό γκρούπ ἀπομονώθηκε, ὁ Βίκτωρας εἰσήγαγε μιά αὐστηρή πειθαρχία, μεταξύ ἀσκητικῆς καί πολιτικῆς, πνευματικῶν ἰησουϊτικῶν ἀσκήσεων καί ἐξτρεμιστικοῦ ἐθνικισμοῦ. Περιφρονοῦσαν ὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους.
Τό ἔτος 1948 ὁ Βίκτωρας ἀπειλεῖται μέ μιά δίκη γιά τήν δρᾶση του. Συνεπῶς, αὐτός προσφέρεται στό Κόμμα καί κατηγορεῖ τούς πρώην φίλους του. Οἱ κομμουνιστές δέν ἔχουν χρόνο ν᾿ἀσχοληθοῦν μ᾿αὐτόν, ἀλλά τόν καταδικάζουν συνοπτικά γιά τήν ἀντιεπαναστατική του δρᾶση. Ὁ Βίκτωρας ἀπειλεῖ ὅτι θά ἀποκεφαλίσει ὅλους τούς κομμουνιστές ἄρχοντες. Οἱ ἀκόλουθοί του ἀρχίζουν νά ξυπνοῦν, ἀλλά ἡ ἐπιρροή του εἶχε ἐνεργήσει πολύ βαθειά καί ἔτσι οἱ περισσότεροι παρέμειναν μέ βαθειές ψυχικές πληγές.
Ὁ Βίκτωρας παραμένει σχεδόν μόνος. Περνᾶ ἕνα μεγάλο καί αὐστηρό χρονικό διάστημα, ὅπου συναντιέται στήν φυλακή μέ ὅλους τούς ἐχθρούς τῶν κομμουνιστῶν. Αὐτός ἐμφανίζεται σάν ἥρωας τῆς ἀντίδρασης, ξεγελώντας πολλούς. Ἔβλεπε πάλι πώς πραγματοποιεῖται τό ὄνειρο τῆς δόξας του.
Προσπαθοῦσε νά ἔχει ἐπαφή μέ τήν διοίκηση, ἀλλά χρησιμοποιήθηκε μόνο σάν προδότης. Ἔπαιξε κι αὐτό τό βρωμερό παιχνίδι για ἕνα πινάκιο πολτοῦ. Καί ὁ θάνατος μερικῶν ἀνθρώπων ὀφειλόταν στίς πληροφορίες του, παρόλο πού ἐπιφανειακά συνέχιζε νά κάνει τόν ἥρωα.
Ὅταν ἄρχισε ἡ τελευταία “ἀναμόρφωση” στό Ἀϊούντ, οἱ κομμουνιστές διάλεξαν προσεκτικά ἀπό τούς κρατουμένους μιά σειρά κατάλληλων στοιχείων. Ὁ Βίκτωρας ὅμως δέν ἦταν μεταξύ τῶν πρώτων πού διαλέχθηκαν. Ὅταν ἔμαθε ὅτι ἄλλοι τόν πρόλαβαν, τρελλάθηκε τελείως. Κανένας δέν μποροῦσε νά τόν καθησυχάσει. Ὁ Βίκτωρας διακηρύσσεται τώρα σάν διαφωτιστής ἀπό τόν Μαρξισμό-Λενινισμό καί μπαίνει σάν ἀθλητής στήν νέα μή ἐλθοῦσα ἀκόμη βασιλεία. Ἀρνεῖται τόν Θεό, κοροϊδεύει τόν Χριστό, κακολογεῖ ὅλο τό παρελθόν, ἀποδέχεται ὅτι ἐξ αἰτίας του δόθηκαν διαταγές γιά ἐγκλήματα καί λεηλασίες. Καρφώνει ἄσπλαχνα ὅλους. Τρομοκρατεῖ καί τσακίζει τό πᾶν.
Τρελλαίνεται ὑπερβολικά ὅταν ἡ ἴδια ἡ Κεντρική Ἐπιτροπή τοῦ κόμματος τόν συγχαίρει. Πιστεύει ὅτι θά βγεῖ θριαμβευτής στήν ἐλευθερία. Ἀλλά, ὕστερα ἀπό τήν ἀποφυλάκιση του, πέρασαν μόνο δύο ἡμέρες καί, σκανδαλισμένος, πετάχτηκε μπροστά σ᾿ ἕνα τραῖνο καί πέθανε σάν ἕνας ἀλήτης.
Τέτοιες στυγερότητες – ὄχι καί τόσο ἀπεγνωσμένες – ὑπῆρχαν καί ἄλλα πολλά στήν “ἀναμόρφωση”.
Στήν Ζάρκα
Ἀνάμεσα στούς ἀναμορφωτές ὑπῆρχε μία «ἀντοχή» καί ἄρχισαν νά βασανίζουν ἡμέρα-νύχτα, στό κρατητήριο καί δημόσια, μέ ἀλήθειες καί ψέμματα, μέ προσβολές καί ἀπειλές, μέ ὅλες τίς ἠθικές καί προφορικές πιθανές ἀθλιότητες καί δέν σταματοῦσαν μέχρι νά κάμψουν τόν κρατούμενο. Ἔκλαιγαν αὐτοί οἱ καημένοι οἱ ἄνθρωποι, καταδιωκόμενοι ἀπ᾿ αὐτήν τήν ἀγέλη τῶν λυσσαλέων λύκων καί ὀλίγοι μπόρεσαν ν᾿ ἀντέξουν μέχρι τέλος. Διότι ὅλο καί περισσότερο ἡ “ἀναμόρφωση” γινόταν μιά χιονοστιβάδα πού ἐσκἐπαζε ὅλους τούς κρατουμένους.
Ὑπῆρχε ἄνωθεν διαταγή νά γκρεμιστεῖ ἡ ὁποιαδήποτε ἀντίσταση μέχρι τήν 31η Ἰουλίου, ὅπου τότε ἔπρεπε ν᾿ ἀποφυλακιστοῦν ὅλοι οἱ πολιτικοί κρατούμενοι. Σ᾿ ἐμᾶς ἔλεγαν ὅτι ἄν δέν ἀναμορφωθοῦμε, θά πεθάνουμε ἐκεῖ.
Ἐκεῖνοι πού ἀρνήθηκαν ρητά τήν “ἀναμόρφωση” περιμαζεύτηκαν στήν Ζάρκα καί ὑποβλήθηκαν σ΄ ἕνα κανονισμό ἐξολόθρευσης διά ἀσιτίας, ἀποκλεισμοῦ, ἀρρώστιας καί τιμωριῶν. Γιά τούς ἄλλους, πού δέχθηκαν τήν “ἀναμόρφωση”, τήν ὁλική δηλαδή καταστροφή τῆς προσωπικότητάς τους, τούς ἔδιναν μπόλικο ἄνοστο φαγητό, γιά νά καλυτερεύουν λίγο οἱ καημένοι σκελετοί.
Μέ κάλεσε καί ἐμένα ὁ συνταγματάρχης καί μοῦ μίλησε περί τῆς “ἀναμόρφωσης”. Ἀπάντησα:
-Τά προβλήματα τῆς συνείδησής μου τά λύνω μόνος μου καί δέν ἐπιτρέπω τήν παρέμβαση κανενός.
- Εἶσαι τρελλός! Οὐρλιαξε μέ λύσσα καί μ᾿ έστειλε, σάν τιμωρία, σ᾿ ἕνα δωμάτιο πού ἦταν γιά φρενοβλαβεῖς.
Ἐκεῖ εἶχα μιά σπάνια καί μέ ἀπίστευτα ἀποτελέσματα ἐμπειρία. Ὕστερα ἔφτασα στήν Ζάρκα. Τελικά μέ ἐπῆγαν στό νοσοκομείο, διότι ἤμουν ἐξαντλημένος. Ἐκεῖ ἔμεινα στό ἴδιο κρεβάτι μ΄ ἕναν ἑβραῖο κομμουνιστή, πρώην ὑπουργό μέ τήν Ἄννα Πάουκερ. Εἶχε ἀπομονωθεῖ στίς φυλακές τῆς πόλεως Ρίμνικου Σαράτι γιά ἐννέα χρόνια Ἦταν γεμᾶτος μῖσος καί πάθος γιά ἐκδίκηση. Ἡ θλίψη τόν εἶχε διδάξει νά κάνει μόνο τό κακό.
Ἡ ἀποφυλάκιση
Ἀπό τήν μικρή στήν μεγάλη φυλακή
Φτάσαμε στόν Ἰούλιο καί ἀκόμη μᾶς ἔλεγαν ὅτι δέν θ᾿ ἀποφυλακιστοῦμε ἄν δέν ἀναμορφωθοῦμε. Στήν κατάσταση πού βρισκόμουν, τό μόνο πού περίμενα ἦταν ὁ θάνατος. Ἐν τούτοις, στίς τελευταῖες ἡμέρες τοῦ μήνα ἄρχισαν νά φεύγουν ἑκατοντάδες ἄνθρωποι κάθε ἡμέρα.
Μ᾿ ἐπῆγαν σ΄ ἕνα κρατητήριο. Μοῦ δόθηκαν οἱ πατσαβοῦρες μου πού τίς εἶχα ἀκόμη μετά ἀπό 20 χρόνια φυλάκισης. Ἀκόμη δέν ἤξερα τί θά γίνει. Δέν πίστευα ὅτι θ᾿ ἀποφυλακιστῶ. Ἀλλά τήν 31η Ἰουλίου πῆρα στό χέρι μου τήν ἀπόφαση ἀποφυλάκισης κι ἕνα εἰσιτήριο γιά τό τραῖνο μέχρι τό Βουκουρέστι. Ἔπαθα ἕνα σόκ καί ἔκλαψα σπασμωδικά … Δέν μποροῦσα νά τό πιστέψω.
Δέν ἤξερα ποῦ νά πάω καί ποιός ζοῦσε ἀκόμη ἀπό τά μέλη τῆς οἰκογένειάς μου. Ὁ πατέρας μου εἶχε κατηγορηθεῖ σάν ἀστικός καί ὑπῆρχε μικρή πιθανότητα νά βρῶ τήν οἰκογένεια μου στό πατρικό μας σπίτι. Εἶχα μόνο ἕνα συγγενῆ στό Βουκουρέστι, ὁ ὁποῖος πιθανόν νά ἐπιζοῦσε ἀκόμη καί ἐπῆγα σ΄ αὐτόν. Ἔνοιωθα νά στριφογυρίζουν ὅλα γύρω μου …
Ἀνέβηκα σ᾿ ἕνα φορτηγό καί ἐπῆγα στό σταθμό μ᾿ ἕνα μεγάλο γκρούπ πού ἐπήγαινε στό Βουκουρέστι. Ἦταν ἡ 1η Αὐγούστου 1964. Ἔφυγα κλαίγοντας. Ξεσκιζόταν ἡ καρδιά μου ἀπό τόν πόνο, τόν ἐξευτελισμό καί τήν ἀδυναμία. Εἴμασταν νικημένοι καί τελειωτικά ἐξολοθρευμένοι. Ἀπό τούς χιλιάδες ἀνθρώπους τοῦ Ἀϊούντ, λίγες δεκαριές εἶχαν ἀναμορφωθεῖ, καί συμπεριφέροντο ὅσο ἄνομα γίνονταν, ἀλλά ἡ πλειονότητα προσπάθησε νά ξεφύγει. Ὁ καθένας ὅπως νόμιζε ἤ μποροῦσε καλύτερα. Ἦταν καί περίπου ἄλλοι διακόσιοι πού παρέμειναν ἀλύγιστοι, χωρίς νά ρεζιλευτοῦν, ἀληθινά ἀνδρειωμένοι.
Τώρα φεύγαμε ὅλοι ἀπό τήν φυλακή, ὄντας ἀδύνατοι, ρακένδυτοι, βρώμικοι, σκιές σέ σύγκριση μέ τό τί εἴμασταν πρίν ἀπό 20 χρόνια. Πολλοί ἔφυγαν σέ φορεῖα, διότι ἦταν ἄρρωστοι. Ὅλοι φαινόμασταν ἀλλόκοτα καί θλιβερά ὄντα. Περιμέναμε σέ κάθε στάση τοῦ τραίνου νά μᾶς συλάβουν καί νά τελειώσει αὐτή ἡ ἱστορία, ἀλλά ἀστοχούσαμε: Πηγαίναμε, πρός τήν μεγάλη φυλακή, τόν παρόντα κόσμο.
Δέν μᾶς ἄφησαν τήν εὐκαιρία νά πεθάνουμε σάν μάρτυρες!
Αἰσθανόμουν σάν νά ἔχω μέσα μου ἕνα τάφο, νά κινοῦμαι σ΄ ἕνα τάφο, νά πορευθῶ πρός αὐτόν. Ὤ, ἔλεγα στόν ἑαυτό μου, πόσο εὐτυχεῖς εἶναι ἐκεῖνοι πού ἀπέθαναν καί δέν πρόλαβαν νά ζήσουν τήν στενοχώρια αὐτῆς τῆς ἀποφυλάκισης!
Στό φορτηγό οἱ ἄνθρωποι ἄρχισαν νά ἐκφράζουν τίς ἰδέες τους:
-Δέν μᾶς ἀποφυλάκισαν οἱ κομμουνιστές, ἀλλά οἱ Ἀμερικάνοι! εἶπε ἕνας δημοκράτης.
- Εἶναι τελειωμένοι, πέρασε ὁ καιρός τους. Θ᾿ ἀκολουθήσουν ἐλεύθερες ἐκλογές καί θά τούς τσακίσουμε! Προσπαθοῦσε νά μέ πείσει ἕνας ἄλλος.
Ἄκουγα μέ κατανόηση πώς ζοῦσαν μέ φαντασίες αὐτοί οἱ ἄνθρωποι.
-Δέν μᾶς ἀποφυλάκισαν ἐξ αἰτίας τῆς ἀδυναμίας, ἀλλά τῆς ἐξουσίας τους. Δέν φοβοῦνται πιά ἀπό ἐμᾶς. Σ᾿ ἐμᾶς δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά πεθάνουμε καί σάν μάρτυρες!
Τότε, πολύ κοντά σέ μένα, κάποιος ψιθύρισε κάτι πού με συγκλόνισε:
- Ἄν ξεκινοῦσα τήν ζωή μου ἀπό τήν ἀρχή, θά ἐπαναλάμβανα τήν πορεία πού ἔκανα μέχρι τώρα!
Ὕστερα ἀπό 10 χρόνια συνάντησα αὐτόν τόν ἄνθρωπο στό Βουκουρέστι. Ὅταν μέ εἶδε, τρόμαξε, μεταμορφώθηκε καί ἤθελε νά τρέξει μακριά μου, ἀλλά ἐπειδή ἦταν πολύ κοντά, ψέλλισε κάτι καί ἐξαφανίστηκε! Τί εἶχε γίνει; Ἄραγε ἡ “ἀναμόρφωση”, ἄραγε τά ψυχιατρικά ἄσυλα εἶχαν κάνει τήν δουλειά τους ἐπάνω του; Τί δαιμονική μέθοδος εἶχε θρυμματίσει αὐτό τόν ὅρο: ἦθος.
Στό Βόρειο Σταθμό τοῦ Βουκουρεστίου
Φτάσαμε στό σιδηροδρομικό σταθμό καί ἀνεβήκαμε σ᾿ ἕνα ἐργατικό τραῖνο. Ἀκούστηκε ὅτι εἴμαστε σ᾿ ἕνα κουπέ καί ἔρχονταν οἱ καημένοι ἄνθρωποι νά μᾶς δοῦν. Μερικοί ἀποτολμοῦσαν ν᾿ ἀρχίσουν μιά συζήτηση, ἄλλοι μᾶς ἔδιναν ἕνα κομμάτι ψωμιοῦ καί ὅλοι συμμετεῖχαν στό μεγάλο μας πόνο, ἀλλά δέν κατάλαβαν ὅτι ἐμεῖς δέν εἴχαμε κανένα νόμισμα στήν τσέπη.
Ὅταν κατέβηκα στόν βόρειο σταθμό, ζήτησα ἀπό μιά γυναίκα κάτι ψιλά καί αὐτή μοῦ ἔδωσε ὅ,τι εἶχε στήν τσέπη της. Ἦταν κἄπου καθαρίστρια.
Στό κρηπίδωμα περίμεναν οἱ οἰκογένειες τῶν κρατουμένων. Συνάντησα μιά μητέρα μέ δύο μεγαλούτσικα παιδιά. Ἦταν τρομαγμένοι. Ἡ γυναίκα μᾶς ρώτησε:
- Μήπως ἔχετε ἀκούσει γιά τόν τάδε; Εἶναι ὁ σύζυγος μου καί ὁ πατέρας αὐτῶν τῶν παιδιῶν. Ὅλοι ἔρχονται, μόνο γι΄ αὐτόν δέν μαθαίνω τίποτε. Καί ἄν ξέρετε ὅτι ἔχει πεθάνει, πεῖτε μου εἰλικρινά, διότι ὁ κλονισμός τῆς καρδιᾶς μου μ᾿ ἔχει καταστρέψει!
-Κυρία, ἀγαπητή μητέρα, τῆς εἴπαμε, συγχώρησέ μας, ἀλλά δέν μποροῦμε νά σοῦ ξαλαφρώσουμε τόν πόνο, διότι δέν γνωρίζουμέ τόν σύζυγό σου. Ἀλλά, ἄν δέν ἔλθει σέ 2-3 ἡμέρες, νά μήν τόν περιμένεις ἄλλο!
Ἔκλαιγε αὐτή, ἀλλά καί τά μάτια μας ἦταν γεμᾶτα δάκρυα.
Ἔψαχνα στό κρηπίδωμα νά ἰδῶ τήν φιγοῦρα τῆς μνηστῆς μου, ἀλλά οὔτε αὐτή, οὔτε κανένας ἀπό τήν οἰκογένεια μου δέν μέ περίμενε. Ἔφτασα στό τράμ, ἀλλά δέν ἤξερα πιἀ ποῦ καί πῶς κυκλοφορεῖ. Ἤθελα νά πάρω τηλέφωνο, ἀλλά δέν ἤξερα πιά πῶς λειτουργεῖ. Τελικά ἔφτασα στούς συγγενεῖς μου.
Τό μεγαλύτερο χτύπημα
Δέν ἔκανα λάθος. Ἔμεναν ἀκόμη στό ἴδιο μέρος, ἀλλά ἀντί νά βρῶ τήν φτιαγμένη με ἀγγαρεία ὡραία βίλα τους, εἶδα μόνο ἕνα πλῆθος τούβλων, σάν ἀνάμνηση τῶν βομβαρδισμῶν τῆς ἀγγλικο-ἀμερικανικῆς ἀεροπορίας. Τό παρόν καί τό παρελθόν μέ σούβλιζαν γιά ὅλες αὐτές τίς περιπέτειές μου.
Οἱ συγγενεῖς μέ δέχτηκαν μέ στοργή καί δάκρυα. Ἔνοιωθα ὅτι θέλουν κάτι νά μοῦ κρύψουν. Ἤθελα νά μάθω γιά τήν μνηστή μου, τούς γονεῖς, τά ἀδέλφια μου.
- Ναί, ναί, ὁ Πέτρος εἶναι μιά χαρά, μένει στό Βουκουρέστι. Καί ἡ Μαρία ἔχει δύο κορίτσια, εἶναι στό πατρικό σας σπίτι. Ὁ μπαμπᾶς εἶναι λίγο ἄρρωστος, ἀλλά δέν εἶναι κάτι σοβαρό, θά τοῦ περάσει!
- Ἡ μαμά;
- Ἡ μαμά σου πέθανε, μέ τόν πόθο γιά σένα στήν καρδιά της, πρίν ἀπό τρία χρόνια!
Μάζεψα τότε τίς τελευταῖες μου δυνάμεις καί εἶπα:
-Ἀλλά ἡ μνηστή μου;
- Θά τήν δεῖς, εἶναι καλά, ὑγιής!
- Νά τήν δῶ, ἀλλά τί κάνει;
- Σέ περίμενε μέχρι πέρυσι. Μετά διαδόθηκε ὅτι πέθανες. Ὅλοι τήν συμβουλέψαμε νά παντρευτεῖ, διότι τῆς ἔφθανε νά σέ περιμένει 18 χρόνια!
- Καί; Ρώτησα ἐγώ.
- Βρῆκε ἕναν καλό ἄνθρωπο μέ τόν ὁποῖο καί παντρεύτηκε.
Κάμφθηκα καί ξέσπασα σ᾿ ἕνα συγκρατημένο μέ στεναγμούς κλᾶμμα, πού δέν θά σταματᾶ ποτέ στήν ψυχή μου. Ὅλα ἦταν μιά πανωλεθρία, ἕνα ρημάδι κι ἐγώ ἤμουν ἕνας ἴσκιος, ἕνα φάντασμα, μιά χίμαιρα. Ἄφησα τόν ἑαυτό μου στά χέρια τῶν συγγενῶν μου. Κι ἔτσι, μαζί μέ δύο γέρους, ξεκίνησα πάλι τὀν δρόμο μου σ᾿ ἕνα νέο, ἐχθρικό, ἐρημικό κόσμο.
Ἕνας ἄνθρωπος στόν ὁποῖο ζοῦσε ὁ Χριστός
Ὁ Βαλέριος Γκαφένκου – γράμματα καί ποιήματα
Βρῆκα τήν εὐκαιρία νά ἐκθέσω καί μερικές δραματικές ἱστορίες γιά τήν πίστη. Ἐγνώρισα ἀνθρώπους πού εἶχαν φτάσει στήν κατά τό ἀνθρώπινον, πνευματική τελειότητα, στήν ἁγιότητα, στό μαρτύριο – ἀλλά μέσω ἑνός ἐξαντλητικοῦ κοσκινίσματος.
Ἔχω τό θάρρος νά ὁμολογήσω ὅτι εἶμαι ἕνας εὐτυχής ἄνθρωπος, ἐπειδή εἶδα ἕναν ἄνθρωπο στόν ὁποῖο ζοῦσε, σκεφτόταν, χαμογελοῦσε καί νικοῦσε ὁ Χριστός. Αὐτός ἦταν ὁ Βαλέριος Γκαφένκου.
Μόλις βρῆκε τόν Κύριο, ὁ Βαλέριος ἐγκατέλειψε τά πάντα καί ἀφιερώθηκε σ΄ Αὐτόν ὁλοκληρωτικά καί ὁριστικά. Ἀκολούθησε ἡ μεγάλη μάχη: ὁ πόλεμος μέ τά πάθη, ἡ φρούρηση τοῦ στόματος καί ὅλων τῶν αἰσθήσεων, ἡ αὐτοκυριαρχία, ἡ κάθαρση τῶν λογισμῶν καί τῶν πιό ψιλῶν ἐσωτερικῶν κινήσεων, ὥστε τό ἅγιο Πνεῦμα μπῆκε βαθμιαία στό σῶμα, στήν ψυχή, στό νοῦ, σέ ὅλη τήν ζωή του.
Στό κέντρο τῆς ἀναταραγμένης ζωῆς τῆς φυλακῆς, ὁ Βαλέριος ἦταν ὁ ἀκράδαντος καί ἀκλόνητος βράχος τῆς πίστεως. ὁ ἐσωτερικός του ἄνθρωπος εἶχε ἤδη τελειοποιηθεῖ. Ἡ σφοδρότητά του ἦταν ἄκακη, τά ψυχικά του ὕψη ἦταν γεμᾶτα ἀπό ταπείνωση. Ἦταν ἀθῶος σάν ἕνα παιδί καί ταπεινός σάν ἕνας μεγάλος ἁμαρτωλός. Παρόλο πού ὁ Βαλέριος ἦταν σεβαστός ἀπό ὅλους, ὅμως ἦταν ταπεινός καί ὑπάκουος. Μολονότι ἦταν καταβεβλημένος ἀπό τά βάσανα, μυστικές δυνάμεις τῆς θείας Χάριτος τόν κρατοῦσαν δυνατό. Ἡ προσευχή του ἦταν ἡ ἴδια ἡ ζωή του, ἡ ψυχή του ἦταν γεμάτη Χάριτος, ὁ νοῦς του ἦταν φορτωμένος μέ οὐράνια δῶρα καί φῶτα. Τό ἐγώ του ἦταν νεκρό ἐν Χριστῶ καί ὁ Ἰησοῦς ἦταν ζωντανός στόν Βαλέριο.
Εἶχε γίνει ἕνα σύμβολο κι ἕνα παράδειγμα ζωῆς, ὄχι μέ κενόδοξη πρόθεση, ἀλλά μέ τά βιώματά του. Ὄντως φορέας τοῦ Χριστοῦ, ἦταν ταπεινός, εὐλαβής, νηφάλιος, πάντα εὐχαριστημένος καί πάντοτε δοξάζοντας τόν Θεό. Στόν Βαλέριο εἶχε συνδυασθῆ ἡ ζωή αὐτή μέ τήν αἰωνιότητα, ἡ ἕνωση τοῦ νοῦ μέ τήν καρδιά, τοῦ σώματος μέ τήν ψυχή, τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο, τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν φύση, ἡ ἕνωση ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἐν Χριστῶ, ἡ εἰρήνη, ἡ ἀρμονία καί ἡ ἑνότητα τοῦ κόσμου.
Ἐπικοινωνοῦσε ζωντανά, ἔξυπνα, σοφά μέ τούς ἀνθρώπους. Ἦταν στολισμένος μέ μιά μυστική δύναμη νά προσελκύει, νά ἐντυπωσιάζει, νά φωτίζει τόσο τούς φίλους, ὅσο καί τούς ἐχθρούς. Ὁ λόγος του ἦταν πλήρης αὐθεντίας, ἰκανότητας, γνησιότητας. Ὁ Βαλέριος κατακτοῦσε, πόλωνε, θάμπωνε.
Νά μήν σᾶς φανεῖ, ὅμως, παράξενο καί οὐράνιο, ὅτι ὁ Βαλέριος ἦταν μιά ἔνθερμη καί ταπεινή ψυχή, πού ἀγκάλιαζε μέ τήν ἀγάπη του ὅλους. Δέν λυπόταν τόν ἑαυτό του, εἶχε ὅμως πολλή ὑπομονή, ἀγάπη καί κατανόηση γιά τόν κόσμο, παρ᾿ ὅλες τίς περιπλανήσεις του. Ἔβλεπε μέ διαύγεια τήν ἠθική κατάπτωση τῶν ἀνθρώπων. Ἦταν σχεδόν ἀγέλαστος καί προσευχόταν θερμά γι΄ αὐτούς, κάνοντας ἔτσι τήν ἀπολύτρωσή τους σάν ἕνα ὑπέρτατο καί θυσιαστικό καθῆκον τῆς ζωῆς του.
Ὁ ἴδιος ὡμολογοῦσε πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του: «Ἐγώ κοιτάζω μέ ἀγάπη ὅλους τούς ἀνθρώπους, μολονότι μερικούς τούς ἐπαινῶ, ἐνῶ ἄλλους τούς λυπᾶμαι, συγκλονιζόμενος γιά τά βάσανά τους καί τήν ζωή τους γενικά. Συγχωρῶ μέ ὅλη τήν ψυχική μου ἐλευθερία ὅσους μοῦ ἔκαναν κακό σέ μένα προσωπικά. Ἐκεῖνοι πού μέ πολέμησαν ἔμπρακτα καί μέ ἔβαλαν στά χέρια τοῦ Θεοῦ τούς εὐχαριστῶ. Προσεύχομαι γιά τούς φίλους, γιά τούς χριστιανούς καί γιά τήν ἐκ τῆς τελευταίας ὥρας σωτηρία τῶν ἐχθρῶν».
Τά τελευταία χρόνια τῆς ζωῆς του ὁ Βαλέριος πονοῦσε πολύ, λόγω τῆς φυλακῆς, τῆς πείνας, τοῦ κρύου, τοῦ διωγμοῦ, τῆς ἐξουδένωσης, τοῦ τρόμου, τῆς ἀπομόνωσης, τῆς κατάπτωσης ὡρισμένων Πιστῶν καί τῆς γέννησης ἄλλων. Τό τέλος του ἦλθε ἀργά, συνειδητά, μαρτυρικά. Ἡ σωματική του θλίψη ἦταν πελώρια, ἀλλά τήν ὑπέτασσε μέ τήν ἄνωθεν δύναμη καί ἔφτασε στήν τελική νίκη. Ἡ ἀκτινοβολία τῶν ἁγίων εἶναι πραγματική καί αὐτήν ἀξιώθηκε ὁ Βαλέριος στό τέλος τῆς ζωῆς του. Ἐνῶ πάντοτε ἀπέθνησκε, ἀνάσαινε διαρκῶς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ὁ θάνατος εἶχε πεθάνει στήν ψυχή τοῦ Βαλερίου.
Ἡ διαθήκη του γιά τούς κοντινούς του ἦταν ἡ ἴδια ἡ Διαθήκη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καθώς καί αὐτά τά λόγια: «Ἐγώ φεύγω τώρα καί, μολονότι ἡ ζωή μου ἦταν διαφορετική ἀπό τήν ζωή τοῦ ἀνωτέρου κλήρου, παραμένω πιστός στρατιώτης τῆς Ἐκκλησίας, διότι σ᾿ αὐτούς τούς καιρούς ὁ Ἰησοῦς ἔπρεπε νά εἶναι στήν φυλακή. Εἶμαι συγκινημένοςς καί εὐτυχής ἐπειδή δωρίζεται σέ μένα ὁ θάνατος γι᾿ Αὐτόν. Νά μήν ἐγκαταλείψετε ποτέ τήν ἐκκλησία, ἔστω κι ἄν ἀντικρύσετε μεγάλες ἀντιδράσεις γιά τήν σταθερότητα τῆς ἀληθείας! Ὁ Χριστιανισμός ἔχει νέους μάρτυρες καί, μαζί μ᾿αὐτούς, ἀνασταίνει μιά καινούργια πνοή. Εἶμαι ἄδειος ἀπό ὁποιαδήποτε ἀλαζονεία καί γεμᾶτος θερμή ἀγάπη πρός τόν Κύριο. Τόν εὐχαριστῶ γιά ὅλα. Αὐτός νά δοξάζεται καί νά ὑμνολογεῖται νῦν καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Τήν 18ην Φεβρουαρίου 1952, στό δεσμωτήριο τοῦ Τίργου Ὄκνα ὁ Βαλέριος ξεψύχησε στά χέρια τοῦ Χριστοῦ ἀλλά, μέ τήν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, παρέμεινε παρών στόν κόσμο γιά νά πάρει μαζί μέ μᾶς, μέ τίς ἱκεσίες καί τήν ἀγάπη του, τόν σταυρό τῆς σωτηρίας τῆς ἀνθρωπότητας. Ἀμήν.
Τώρα θά ἀφήσω τόν Βαλέριο νά μιλα, διά τῶν γραμμάτων καί μερικῶν ποιημάτων του, τά ὁποῖα συνέθεσε στό Τίργου Ὄκνα. Τά ἴδια ὁμολογοῦν γι΄ αὐτόν. Εἶναι ἡ πιό πιστή εἰκόνα, ψυχική, σωματική καί ἀξιολογική τοῦ Βαλερίου....
Χρονολογημένα γράμματα
Ἔχουν διασωθεῖ ἀπό τόν Βαλέριο μερικά γράμματα, πού ἐστάλησαν ἀνἀμεσα στά ἔτη 1942 καί 1948. Εἶναι γράμματα ἀπευθυνόμενα στήν οἰκογένεια καί περασμένα ἀπό τό φίμωτρο τοῦ δεσμωτηρίου. Αὐτά καταλαμβάνουν μέ πολλή λεπτότητα τό ἐσωτερικό γίγνεσθαι τοῦ Βαλερίου ἀπό τά χρόνια τῶν ἀναζητήσεων καί τῶν ἀπασχολήσεών του. Αὐτά εἶναι ὅ,τι ἔμεινε γραπτό ἀπ᾿ αὐτόν.
3 Ἰουλίου 1942
Στεῖλτε μου τά γραπτά μαθήματα νομικῆς, διότι θέλω νά τά μελετάω. Ἐπίσης, κι ἕνα μάθημα γερμανικῆς γλώσσας, διότι θέλω νά μαθαίνω καλά τά γερμανικά. Εἶμαι πολύ εὐχαριστημένος ψυχικά καί συμφιλιωμένος μέ τόν ἑαυτό μου. Δέν ψεύδομαι. Εἶναι ἡ πραγματικότητα τῆς ψυχῆς μου πού ἔχει βρεῖ τήν εἰρήνη, λόγω τῆς βοήθειας τοῦ Παντοδυνάμου Θεοῦ. Πιστεύω ὅτι μόνο στήν ἀλήθεια τῶν Εὐαγγελίων μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά βρεῖ ἠρεμία στήν ψυχή του.
Ἀγαπημένες μου ἀδελφές, σᾶς παρακαλῶ νά ἀποφεύγετε τήν ἁμαρτία, νά ζῆτε μέ ἀγνότητα, διότι μόνο ἔτσι θά νικήσετε στήν ζωή!
Αὔγουστος 1942
Ἔχω ἀρρωστήσει ἀπό ἴκτερο. Τά γράμματα σας μέ ζωντάνεψαν. Ἐπεθύμησα τό σπίτι μου καί τήν ἐλευθερία. Πνευματικά εἶμαι καλά. Ὁ Θεός μέ ὁδηγεῖ καί τό φῶς του εἶναι γιά μένα διαρκῶς μιά ἀναμμένη φλόγα. Προσευχηθεῖτε πολύ!
1η Σεπτεμβρίου 1942
Ὁ νοῦς μου εἶναι κατευθυνόμενος πρός τήν ὄμορφη Μπεσαρσαβία. Πλησιᾶστε ὅσο περισσότερο τόν Θεό μέ τίς καρδιές σας, διότι μόνο ἀπ᾿ αὐτόν προέρχεται ἡ σωτηρία μας.
14 Ὀκτωβρίου 1942
Στήν ζωή τοῦ ἐδῶ καταραμένου κόσμου αἰσθάνομαι μόνος. Περνάω τήν ὥρα μου σκεφτόμενος πάντα τόν Θεό. Μόνο ὁ Θεός μέ καταλαβαίνει ὁλικῶς καί Τόν νοιώθω πάντα δίπλα μου, προστατεύοντάς με καί φωτίζοντας τήν πορεία τῆς ζωῆς μου κι αὐτό μοῦ φέρνει πολλή πνευματική ἀγαλλίαση. Πόσο εὐτυχής εἶμαι ὅταν νοιώθω μέσα μου νά σκιρτᾶ τό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ μας. Ἐσεῖς μᾶλλον δέν θά τό καταλάβετε ποτέ!
Εἶναι τόσο λίγοι ἐκεῖνοι πού καταλαβαίνουν τόν Χριστό, γιά νά μή μιλήσω γιά τόν ἐλάχιστο ἀριθμό ἐκείνων πού τόν ζοῦν. Σ΄ αὐτήν τήν ζωή ἡ πίστη εἶναι τό πᾶν. Γι΄ αὐτό, ὁ ἄνθρωπος χωρίς πίστη εἶναι νεκρός.
1η Νοεμβρίου 1942
Το ὅτι ἔφτασα νά καταλάβω, νά ζήσω κιόλας τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ μ᾿ ἔκανε πολύ χαρούμενον καί σάν ἀπό τόν τάφο ἀνεγερθέντα. Σ΄ αὐτό ἔχει συμβάλει ἡ ἀπομόνωση, ἡ ζωή πού κάνω ἐδῶ καί ἡ φυσική συγκράτηση ἀπό κακές ἐπιθυμίες. Σκέφτομαι καμμιά φορά ὅτι σέ μιά συνηθισμένη ζωή δέν θά εἶχα φτάσει σέ μιά τέτοια ἐσωτερική μεταβολή.
21 Ἰουνίου 1943
Μιά θαυμάσια ἡμέρα! Ἐξωμολογήθηκα καί κοινώνησα. Ζῶ μεγάλες στιγμές, τίς μεγαλύτερες τῆς ζωῆς μου! Μιά διασταύρωση τῆς ζωῆς! Ἄφησα ἐντελῶς τόν ἑαυτό μου στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
10 Ἰανουαρίου 1944
Πόσες ψυχές, ἀναστρεφόμενες μέ Σένα, Κύριε, ποθοῦν νά ζοῦν μιά καινούργια ζωή, πού νά κυβερνᾶ ἡ εἰρήνη, ἡ ὁμόνοια καί ἡ χριστιανική ἀγάπη! Κάθε ἡμέρα εἶναι ὅση μιά ζωή εὐτυχίας! Παρακαλῶ τόν Ἀγαθό Θεό νά μοῦ δώσει τήν εὐκαιρία νά κάνω τό καλό πού ἐπιθυμεῖ νά κάνει ἡ ψυχή μου στόν κόσμο. Πιστεύω ὅτι αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου: Ν᾿ ἀγαπᾶ ὅλη τήν δημιουργία τοῦ Θεοῦ καί νά κάνει καλό.
10 Φεβρουαρίου 1945
Ἐφ᾿ ὅσον ὁ Θεός φροντίζει τόν κόσμο, κανένα κακό δέν θά μπορέσει νά κλονίσει τό ἠθικό καί βαθειά χριστιανικό περιεχόμενο τῶν καθαρῶν ψυχῶν πού εἶναι γεμάτες ἀπό ἀπέραντἡ ἀγάπη γιά τήν ἀλήθεια καί γιά τόν πλησίον.
Ἡ θλίψη, ὅσο δύσκολη καί νά εἶναι, δέν ἔχει κανένα νόημα παρά τήν κάθαρση τῆς ψυχῆς πού ποθεῖ ἡ ψυχή γιά τήν σωτηρία της. Ἐπιθυμῶ νά ξέρω ὅτι εἶστε ἕτοιμες νά δεχτεῖτε τά πιό βαρειά χτυπήματα μέ τήν πίστη διότι πέρα ἀπ᾿ αὐτήν τήν ἐφήμερη ζωή ὑπάρχει μιά ἄλλη ζωή, ἡ ὁποία εἶναι αἰώνια, εὐτυχής, μιά οὐράνια ἀπέραντη πατρίδα πού ἀξίζει κάθε θυσία, ὅσο μεγάλη καί νά εἶναι.
Ἐγώ εἶμαι ὑγιής καί εὐτυχής. Τίποτε δέν θά μποροῦσε νά γκρεμίσει αὐτήν τήν πνευματική μου κατάσταση. Εἶμαι τόσο εὐτυχής ὥστε θά ἤθελα να φωνάξω πολύ δυνατά, ν᾿ ἀκούσει ὅλος ὁ κόσμος τήν κραυγή μου, νά τήν ἀκούσει καί ὁ μπαμπᾶς μου, ἀπό ἐκεῖ πού εἶναι, νά φτάσει ἡ εὐτυχία μου μέχρι τόν οὐρανό!
20 Φεβρουαρίου 1945
Ἡ Παναγία μέ εἰσακούει. Ζῶ τό πλημμύρισμα κάποιων ἀληθινῶν κυμάτων ἀγάπης, τά ὁποῖα μοῦ πλημμυρίζουν ὅλο τό εἶναι μου καί ἔχω τήν συνείδηση τῆς ματαιότητάς μου σάν ἄνθρωπος στήν γῆ. Ἀγρυπνῶ μπροστά στήν εἰκόνα, στά γόνατα, προσπέφτοντας ζητῶντας ἔλεος, βοήθεια καί ἀγάπη γιά μένα καί γιά ὅλους τούς δικούς μου: γονεῖς, συγγενεῖς, φίλους, εὐεργέτες, ἐχθρούς. Εἶμαι ὅπως μέ ξέρετε. Σιωπῶ ἀπόλυτα καί ἀναλογίζομαι ὧρες καί ἡμέρες ὁλόκληρες. Στέλνω τούς λογισμούς μου μακριά καί, ὅταν γυρίσω στήν πραγματικότητα, χαμογελάω. Ψέλνω καί προσεύχομαι. Εἶμαι πρόσχαρος πνευματικά. Ἡ καθημερινή ζωή ἔχει μιά αὐτούσια παρουσίαση. Ἡ ἐσωτερική μου ζωή εἶναι ἁπλή, ζωντανή, γεμάτη καί μεγάλη, μέ πόθους καί ὄνειρα πού τά ζῶ ἐγώ καί τά αἰσθάνομαι ζωντανά στήν ψυχή μου.
Πολεμάω μέ τίς ἁμαρτίες. Καί ὅσο βυθίζομαι πιό πολύ στόν ἑαυτό μου, τόσο βρίσκω ἄλλες καί ἄλλες ἁμαρτίες. Ἀλλά μέ τήν βοήθεια τοῦ Κυρίου τίς νικάω. Ἔχω ἀποκτήσει μιά πνευματική μόνιμη γαλήνη καί εἶμαι εὐχαριστημένος μέ τά δῶρα πού μοῦ δίνει ὁ Θεός, διότι εἶναι ἀνεκτίμητα. Σᾶς ὁμολογῶ πάλιν τό ἴδιο πρᾶγμα: Ζῶ τήν εὐτυχία, τήν δοκιμάζω ἰδιαιτέρως μέ τά δάκρυα καί τόν πόνο, ἐκεῖ βρίσκω τήν πιό γλυκειά καί βαθειά. Ζῶ μέ τήν συνείδηση τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. Ζῶ τόν Θεό, τήν Πηγή ὅλων τῶν χαρῶν τῆς ζωῆς. Εἶμαι πολύ εὐχαριστημένος τώρα, διότι ἔζησα μιά καθαρή καί ἠθική ζωή. Στίς σχέσεις μου μέ τίς γυναῖκες ἤμουν πάντα τίμιος, σωστός καί καθαρός, δηλαδή δέν ἔχω πέσει στήν ἁμαρτία. Καί ἔχω ἀγαπήσει τόσο πολύ. Σᾶς λέγω εἰλικρινά, εἶμαι εὐτυχής. Καταλαβαίνω καί συγχωρῶ τά πάντα, ὁποιοσδήποτε νά μέ χτυποῦσε, ἐγώ τόν συγχωρῶ.
10 Ἀπριλίου 1945
Ἀπλοποίησε τήν ζωή σου, ὅσο γίνεται περισσότερο! Πάντοτε μάθε νά εὐχαριστιέσαι μέ τά λίγα, μάθε νά αὐτοθυσιάζεσαι γιά τό καλό τοῦ συνανθρώπου σου! Ἡ προσευχή εἶναι ἡ πιό καθαρή ἔκφραση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί τοῦ πλησίον. Ὅταν φτάσεις νά προσεύχεσαι ἀληθινά, τότε πραγματοποίησες τήν εἰρήνη, τήν εὐτυχία.
25 Μαΐου 1945
Σᾶς μιλάω τώρα ὅσο σοβαρά γίνεται: κάντε μιά ὅσο πιό λεπτομερειακή ἐξέταση τῆς συνειδήσεώς σας. Ἐξετᾶστε καλά τήν ζωή σας, ἐμβαθύνετε στά ἐνδότερα τῆς ὕπαρξής σας καί γνωρίστε τόν ἑαυτό σας, μέ ὅλες τίς ἐπιτελεσθεῖσες ἁμαρτίες καί λάθη στήν ζωή σας. Ποτέ δέν εἶναι ἀργά. Ἀλλά μήν ἀναβάλλετε οὔτε κἄν μιά ἡμέρα!
Σᾶς μιλάω σάν υἱός καί ἀδελφός σας, μέ ὅλη τήν ἀγάπη πού ἔχω γιά ἐσᾶς. Μιλάω μέ ὅλη τήν πιστότητα τῆς ψυχῆς, ὄχι ἀπό βιβλία, ἀλλά ἀπό τήν ἴδια τήν καρδιά μου σέ ὅλα αὐτά τά χρόνια, τά πιό σοβαρά καί σημαντικά χρόνια τῆς ζωῆς μου, τά ὁποῖα γιά μένα σημαίνουν τό πᾶν, τό ἀπόλυτο πᾶν. Εὐχαριστῶ ἀπό καρδιᾶς τόν Πανάγαθο Θεό γιά τόν πόνο πού μοῦ ἔχει στείλει. Διότι μέσω τοῦ πόνου διαφωτίσθηκε ἡ ψυχή μου καί βρῆκα τήν πορεία τῆς ζωῆς μου.
Σᾶς παρακαλῶ ἀπό καρδίας νά διαβάζετε τήν Ἁγία Γραφή. Κάθε βράδυ, πρίν κοιμηθεῖτε, μαζευτεῖτε γύρω-γύρω στήν μαμά, ἐσεῖς, ἀγαπημένα παιδάκια τῆς καρδιᾶς μου, καί μέ γαλήνη νά καθίστε ἥσυχες μερικά λεπτά καί μετά διαβάστε ἕνα κεφάλαιο ἀπό τό Εὐαγγέλιο, ἕνα κεφάλαιο ἀπό τίς Ἐπιστολές καί ἕναν Ψαλμό. Μέ πολλή εὐλάβεια νά κάνετε μετά τίς βραδινές σας προσευχές. Θά ἦταν καλά νά ἔχετε ἕνα καντήλι στήν κρεβατοκάμαρα. Μέ τό καντήλι ἀναμμένο, στήν ἡσυχία, ἡ καθεμία νά ἐξετάζει τίς πράξεις, τούς λογισμούς καί τά λόγια της γιά ἐκείνη τήν ἡμέρα. Μόλις παρατηρεῖτε ἕνα λάθος, νά τό ὁμολογήσετε μέ εἰλικρίνεια, ζητώντας τήν συγχώρηση. Ὕστερα … καλή νύχτα!
Ἀγαπηθεῖτε πολύ, πολύ! Βοηθηθεῖτε πάντα! Θά ἦταν τό πιό μεγάλο καί ὡραῖο πρᾶγμα πού θά τό ἐφαρμόζατε: Νά γίνετε μιά χριστιανική οἰκογένεια. Καί μιά ταλαίπωρη καρδιά πάντα νά βρίσκει τήν παρηγοριά ανάμεσά σας!
25 Ἰουνίου 1945
Νά ξέρετε ὅτι ἐγώ δέν στενοχωροῦμαι για τό τί θά γίνει μέ σᾶς, ἐξ αἰτίας ἑνός πράγματος: Σᾶς ξέρω καθαρές στήν καρδιά, διότι ἔχετε μεγάλη πίστη στόν Θεό καί ἀγάπη πρός ὅλους. Αὐτές οἱ μεγάλες πραγματικότητες μοῦ δίνουν τήν ἀπόλυτη Ἀσφάλεια ὅτι θά διαπεράσετε καλά ὅλες τίς δοκιμασίες πού θά ἀντιμετωπίσετε στό μέλλον. Κοιτᾶξτε τά πράγματα στό βάθος τους. Δέν βλέπετε ὅτι ὁ Θεός σᾶς στέλνει διάφορες δοκιμασίες γιά νά σᾶς ἐνισχύσει στήν πίστη; Δέν γεύεστε, στίς πιό δύσκολες στιγμές, μιά χαρά πού πηγάζει ἀπό τόν ἐσωτερικό κόσμο του πνευματικοῦ σας εἶναι; Μιά καινούργια χαρά, πού εὑρίσκεται στά δάκρυα … Πόσο θά ἤθελα νά εἶμαι μεταξύ σας, νά μπῶ στήν φιλία τῶν ψυχῶν σας καί ν᾿ ἀνοίξω πολύ τίς πόρτες τῆς ἀγάπης πού ὑπάρχουν ἐκεῖ καί περιμένουν νά διαχύσουν ἄφθονα νά σᾶς δῶ πῶς κλαῖτε μέ χαρά, γονατισμένες μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἐξομολογούμενες τίς ἁμαρτίες σας καί εὐχαριστῶντας …
Νά ὑπακούετε πάντα στήν φωνή τῆς συνείδησής σας, ζώντας τήν ἀλήθεια μέ ὅλη σας τήν ψυχή. Θέλω νά ξέρω ὅτι εἶστε ἤρεμες καί ἐνσυνείδητες στόν ἀγῶνα πού ἔχετε νά ζῆτε σάν ἔμψυχα ὄντα γιά τήν σωτηρία σας. Θέλω νά σᾶς βλέπω καθαρές στήν καρδία. Μιά ἀγνότητα γεμάτη ἀρετές. Νά εἶστε χριστιανές στόν βίο σας!
23 Σεπτεμβρίου 1945
Ἡ προσευχή εἶναι ἡ πιό ἀγνή ἔκφραση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί τοῦ συνανθρώπου. Ὅταν φτάσεις νά προσεύχεσαι ἀληθινά, τότε θα γνωρίσεις τήν εἰρήνη καί τήν εὐτυχία. Ἐγώ προσπαθῶ διαρκῶς καί ὁ Καλός Θεός μέ προστατεύει καί μοῦ δωρίζει τόσο πολλά, ὥστε ἔφτασα νά ἰδῶ σέ κάθε βῆμα ὅτι γίνεται κι ἕνα θαῦμα. Πρέπει νά εἶμαι εἰλικρινής καί νά ὁμολογήσω ὅτι πραγματοποιῶ τό ἐλάχιστό. Ἀκόμη δέν ἔφτασα νά προσεύχομαι μέ καθαρή καρδιά, νά μήν ἔχω καθόλου ἀνάγκες, ἁμαρτίες ἤ κοσμικούς λογισμούς. Ἀγαπημένη Νορίκα, μόνο ἐκεῖνος πού ἔχει γευθεῖ κάτι ἀπό τίς βαθειές χαρές τῆς ψυχῆς του, μπορεῖ νά τίς καταλαβαίνει. Εἶχα στιγμές στήν ζωή μου, πού ἔκλαιγα μέ ἀσυγκράτητα δάκρυα, νοιώθοντας τήν ματαιότητα καί τήν κενότητα τῆς φύσεώς μου, ἀλλά καί τήν δόξα καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Λοιπόν, σ΄ αὐτά τά δάκρυα, πού πηγάζουν ἀπό τά βάθη τῆς πονεμένης μου ψυχῆς, βρῆκα τήν πιό ὑψηλή καί καθαρή εὐτυχία πού ἔζησα ποτέ. Πόσο εὐτυχής θά ἤμουν νά φτάσω σέ μιά ἀδιάλειπτη κατάστασἡ προσευχῆς! Αὐτή ἡ ζωή εἶναι ἐντελῶς ἐφήμερη. Καί ὅ,τι ἀνήκει σ΄ αὐτήν εἶναι μάταιο!
20 Νοεμβρίου 1945
Ἀπασχολοῦμαι ἰδιαιτέρως μέ τό θέμα τῆς ἁμαρτίας. Ἀπό τόν Ἰούνιο τοῦ 1943, ὅταν ἔζησα τόν πρῶτο ψυχικό μου κραδασμό, πού προερχόταν ἀπό τήν συνείδηση τῆς ἁμαρτίας, κατάλαβα ὅτι ὅσο περισσότερο βυθίζομαι στόν ἑαυτό μου, τόσο ἀνακαλύπτω ἄλλες κι ἄλλες ἁμαρτίες.
Στό πιό μυστικό βάθος τῆς καρδιᾶς βρῆκα τήν ἀνεξάντλητη πηγή τῆς ζωῆς, δηλαδή τήν ἀγάπη. Κατάλαβα ὅτι εἶχα περιφρονήσει αὐτό τό δῶρο. Τότε εἶπα: Ἔκανα λάθος! Στό ἔδαφος τῶν ἁμαρτιῶν μου εἶχα ἐνταφιάσει ὅ,τι πιό πολύτιμο εἶχε φυτέψει ὁ Θεός μέσα μου. Γιά τήν καταφρόνηση αὐτοῦ τοῦ ἱεροῦ δώρου, τήν ἀγάπη, θεωροῦμαι ὑπεύθυνος γιά ὅλες τίς ἁμαρτίες τῶν συνανθρώπων μου, ὅλες τίς ἐποχές καί ὅλα τά μέρη. Ἀλλά εἶμαι ἕνας εὐτυχής ἄνθρωπος, ὁ πιό εὐτυχής! Νιώθω τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ παντοῦ, τήν προστασία καί τήν πρόνοια Του γιά μένα. Θέλω νά μήν ζῶ γιά μένα, ἀλλά γιά τήν ἀγάπη, νά συμβάλλω στήν εὐτυχία ὅλων, μέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Διά τῆς σωτηρίας τῶν συνανθρώπων μου, νά σώσω καί τήν ψυχή μου. Ὤ, εἶμαι τόσο εὐτυχής! Πῶς μπορεῖ νά ζήσει ὁ ἄνθρωπος, αὐτό τό μικρό πλάσμα μέ τόση εὐτυχία;
Ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἕνα ἀνεκτίμητο δῶρο, εἶναι ἕνα θαῦμα κι ἐγώ προσπαθῶ νά γίνω μωρό στήν ψυχή. Ὕστερα ἀπό χιλιάδες θλίψεις ἀπέκτησα τήν πιό ὄμορφη γλυκύτητα τῆς ζωῆς μου. Θά ζοῦμε σ᾿ ὅλη τήν ζωή μας ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο, Βασιλεῦ Οὐράνιε!
Τά Χριστούγεννα, 1945
Εἶναι νύχτα. Μόλις διάβασα τούς Χαιρετισμούς τοῦ Κυρίου. Εἶχα μιά γιορτή ὅπως εἶναι σ᾿ ἕνα παραμύθι!
Πνευματικά αἰσθάνθηκα πιό ἕτοιμος ἀπό τίς ἄλλες φορές. Ἔνοιωσα ἔντονα, μέσῳ τῶν βασάνων πού εἶχα ζήσει γιά τήν ἀνάσταση τῆς ψυχῆς, τήν εὐθύνη πού μέ πιέζει σχετικά μέ τήν σωτηρία τῆς δικῆς μου ψυχῆς, τῆς οἰκογένειας, τῶν συγγενῶν, τῶν φίλων, τῶν ἐχθρῶν, τοῦ ἔθνους ὁλοκλήρου.
Καί ὅσο ἀνέβαινα πιό ψηλά στήν κλίμακα τοῦ ἰδανικοῦ, τοῦ τελείου, τόσο ἔβλεπα τόν ἑαυτό μου πιό μικρό, πιό ἁμαρτωλό, ἀλλά τό ἰδανικό πιό ὑψηλό, τέλειο: δηλαδή τόν Χριστό! Καί ἔτσι, σιγά-σιγά, ὅλα τά εἴδωλα τῆς ἐφηβείας κατέρρευσαν. Τό πέπλο πού κάλυπτε τά μάτια μου ἔπεσε διά τῆς μάχης μέ τήν ἁμαρτία καί μπροστά μου παρέμεινε ζωντανή καί αἰθέρια ἡ εἰκόνα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ!
Ἑπομένως ἀξιωθήκαμε νά ἔχουμε εἰρήνη μέ ὅλους τούς συνανθρώπους μας κι αὐτό ἔγινε μόνο διά τοῦ τσαλαπατήματός μας, τῆς ἀναγνώρισης τῶν σφαλμάτων μας, διά τῆς ἀγάπης. Καί πόση εἰρήνη εἶχα τήν Παρασκευή, ὅταν βρέθηκα μπροστά στόν ἱερέα! Κοινωνήσαμε πολλοί. Τί μεγάλη καί ὡραία ἡμέρα! Τήν ἔζησα ἔντονα, μέ ὅλες τίς εὐλογίες σταλμένες ἀπό τόν Κύριο!
Πρωτοχρονιά 1946
Στήν πόρτα τῆς καρδιᾶς μου ψάλλω τόν Χριστό. Ὅποιος ἔχει ζήσει τήν ἀγάπη, θά μέ καταλάβει καί θά εἶναι εὐτυχής γιά τήν εὐτυχία μου … ἐγώ ἔχω ἑτοιμασθεῖ καί ἑτοιμάζομαι διαρκῶς νά γίνω χριστιανός. Ὁ ἄνθρωπος δέν σώζεται μόνο στό μοναστήρι. Μέ πονάει ἡ ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἀλλά μέ μακαρίζει ἡ ἀγάπη.
29 Ἰανουαρίου 1946
Ἡ ζωή εἶναι διαφορετική ἀπό ὅπως τήν φαντάζονται οἱ ἄνθρωποι. Καί ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος εἶναι διαφορετικός ἀπό ὅ,τι φαντάζεται αὐτός ὅτι εἶναι. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὄντως διαφορετική ἀπό τό πῶς τήν θεωρεῖ ὁ ἀνθρώπινος νοῦς.
Θέλω νά εἶμαι εἰλικρινής καί ἀνοιχτός μέχρι τά βάθη τῆς ψυχῆς μου. Μέ τό πρῶτο βῆμα πού ἔκανα στήν φυλακή ἀναρωτιόμουνα γιατί εἶχα φυλακιστεῖ. Στό κοινωνικό ἐπίπεδο πάντα ἐθεωρούμην σάν πολύ καλός, ἕνα παράδειγμα ἠθικῆς ἀγωγῆς. Ἄν βρισκόμουν σέ σύγκρουση μέ κάποιον, θά ἦταν μόνο γιά τήν ἀλήθεια. Μετά ἀπό πολλή ἀνησυχία καί πολύ πόνο, ὅταν τό ποτήρι τῶν βασάνων εἶχε γεμίσει, ἦλθε μιά ἁγία ἡμέρα, τόν Ἰούνιο 1943, ὅταν ἔπεσα μέ τό πρόσωπο στό ἔδαφος, γονατισμένος, μέ συντετριμμένη καρδιά, κλαίγοντας μέ λυγμούς. Παρακαλοῦσα τόν Θεό νά μοῦ δωρίσει τό φῶς. Ἐκείνη τήν περίοδο εἶχα χάσει ὅλη τήν ἐμπιστοσύνη μου στούς ἀνθρώπους. Ἔνοιωθα ὅτι βρισκόμουνα στήν ἀλήθεια καί τότε γιατί ὑπέφερα; Στήν ψυχή μου κάποτε γεμάτη ἀπό ἐνθουσιασμό παρέμεινε μόνο ἡ ἀγάπη. Κανένας δέν μέ καταλάβαινε.
Ταὐτόχρονα μέ τό κλάμμα ἄρχισα νά κάνω μετάνοιες. Καί ξαφνικά –ὦ Κύριε, τί μεγάλος εἶσαι, Κύριε! Εἶδα ὅλη τήν ψυχή μου γεμάτη ἀπό ἁμαρτίες. Βρῆκα μέσα μου τήν ρίζα ὅλων τῶν ἀνθρώπινων ἁμαρτιῶν. Ἀλλοίμονο, ἦταν τόσες ἁμαρτίες καί τά μάτια τῆς πωρωμένης διά τῆς ὑπερηφάνειας ψυχῆς μου δέν τίς ἔβλεπαν! Τί μεγάλος εἶναι ὁ Θεός!
Βλέποντας ὅλες τίς ἁμαρτίες μου αἰσθάνθηκα τήν ἀνάγκη νά φωνάζω δυνατά, νά καταβάλλομαι ἀπ᾿ αὐτές. Καί μιά βαθειά εἰρήνη, ἕνα ἀπέραντο φῶς καί πολύ ἀγάπη πλημμύρισαν τήν καρδία μου. Μόλις ἀνοίχθηκε ἡ πόρτα βγῆκα ταχύτατα ἀπό τό κρατητήριο καί ἐπῆγα στούς ἀνθρώπους πού τούς ἤξερα ὅτι μέ ἀγαποῦν περισσότερο καί σ΄ ἐκείνους πού μέ μισοῦσαν καί εἶχαν ἁμαρτήσει ἐναντίον μου πιό πολύ καί τούς εἶπα στ᾿ ἀνοιχτά καί ρητά: «Εἶμαι ὁ πιό ἁμαρτωλός ἄνθρωπος. Δέν ἀξίζω τήν ἐμπιστοσύνη οὔτε τοῦ τελευταίου ἀνθρώπου. Εἶμαι εὐτυχής!»
Ὅλοι ἔμειναν κατάπληκτοι. Μερικοί μέ κοίταξαν περιφρονητικά ἄλλοι ἀψήφιστα, ὡρισμένοι μέ κοίταξαν μέ μιά ἀγάπη πού οὔτε οἱ ἴδιοι δέν μποροῦσαν νά τήν ἐξηγήσουν. Μόνο ἕνας ἄνθρωπος μοῦ εἶπε: «Ἀξίζεις νά σέ ἀσπασθοῦμε!» ἀλλά ἐγώ ἔτρεξα γρήγορα στό κρατητήριο μου, ξάπλωσα στό κρεβάτι μου καί συνέχισα τά κλάμματα μου, εὐχαριστῶντας καί δοξάζοντας τόν Θεό …
Ἀπό τότε ἄρχισα ἐνσυνείδητα τήν μάχη ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλά, ἄν ξέρατε τί δύσκολη εἶναι ἡ μάχη μέ τήν ἁμαρτία! Θέλω νά ξέρετε ὅτι ὄχι μόνο ἐδῶ, ἀλλά καί ὅταν ἤμουν ἔξω πολεμοῦσα πάρα πολύ μέ τήν ἁμαρτία (ἐδῶ ὁμολογεῖ ὅτι, μολονότι ἔχει μολυνθεῖ σωματικά, δέν ἔχει πέσει, ἀλλά παρέμεινε καθαρός).
Στήν φυλακή ἔχω ἐξετάσει τήν ψυχή μου καί κατάλαβα ὅτι, ἔστω κι ἄν δέν εἶχα ἁμαρτήσει στήν πράξη, ἀλλά μέ τό στόμα καί μέ τό νοῦ εἶχα φταίξει. Ἐπῆγα στόν ἱερέα καί, μετά ἀπό μιά βαθειά ἐξέταση τῆς συνείδησής μου, ἐξωμολογήθηκα. Ἡ ἐξομολόγηση μέ ξεφόρτωσε ἀπό τίς ἁμαρτίες μου.
Καί ἀγωνίζομαι ἀδιαλείπτως. Ἡ μάχη δέν σταματάει μέχρι τόν θάνατο. Χωρίς μετάνοια κανένας ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά προχωρήσει οὔτε κἄν ἕνα βῆμα. Ὅποιος τρέχει ἀπό τήν ἰκανότητα τῆς δικῆς του ψυχῆς εἶναι ἕνας ψεύτης. Τί εἶναι ἡ ζωή; Εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ γιά ἐμᾶς, τούς ἀνθρώπους, γιά νά καθαρίζουμε τίς ψυχές μας ἀπό τήν ἁμαρτία καί νά ἑτοιμαστοῦμε, διά τοῦ Χριστοῦ, νά δεχτοῦμε τήν αἰώνια ζωή. Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος; Ἕνα πλάσμα πού ἔχει δημιουργηθεῖ ἀπό τήν ἀπροσμέτρητἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, στόν ὁποῖο τέθηκαν μπροστά ἡ εὐτυχία καί ὁ θάνατος, γιά νά διαλέξει τί θέλει…
Νά εἶστε πολύ προσεκτικοί! Στήν κοινωνική τους ζωή οἱ ἄνθρωποι κοιτάζονται καί ἐκδικάζονται ὄχι μέ βάση τί εἶναι αὐτοί οὐσιαστικά, ἀλλά μέ ἐξωτερικά κριτήρια. Μήν ἔχετε ἀπαιτήσεις ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους, διότι ὅποιος κάνει ἔτσι θά ὑποφέρει πικρά. Ἀλλά ἀγαπῆστε τον. Ἕνας μόνος εἶναι τέλειος, ἕνας μόνο εἶναι ἀγαθός καί ἀγνός: ὁ Χριστός-Θεός!
Καί τώρα: τί εἶναι ἡ ἀλήθεια; Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὁ Χριστός, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Προσπαθεῖστε νά πλησιάσετε εἰλικρινά τόν Χριστό καί ἀφῆστε τόν κόσμο μέ τίς ἁμαρτίες του!
7 Μαρτίου 1946
Ἀγαπητή μου μαμά, σέ εἶδα στήν καρδιά τῆς Νορίκας (ἡ ἀδελφή του), στό ἐπισκεπτήριο. Ἤσουν ἀγαθή, ἤπια καί δείχνεις κατανόηση σέ ὅ,τι ζῆ ἡ ψυχή μου. Ἐγώ σιωποῦσα καί κοίταζα μέσα στόν ἑαυτό μου. Ἐκεῖ βρῆκα τήν ἀγάπη … Σήμερα εἶμαι τόσο εὐχαριστημένος! Κοιτάζω ἥσυχος τήν ζωή μου καί τήν ζωή ὁλόκληρου τοῦ κόσμου καί βλέπω τήν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ στά πάντα. Κοιτάζω τήν ζωή μας καί βλέπω τό θαῦμα τοῦ Θεοῦ.
Ἀγαπητή μου μαμά, σέ νοιώθω τόσο πολύ! Πές μου, μαμά, ὅτι νοιώθεις τήν ἀγάπη μου! Πές μου, μαμά, ὅτι μέ αἰσθάνεσαι πάντα δίπλα σου! Πές μου, μαμά, ὅτι εἶσαι εὐτυχισμένη! Θέλω τόσα νά σοῦ εἰπῶ, μαμά! Τήν νύχτα ξυπνάω ἀπό τόν ὕπνο καί προσεύχομαι. Στέλνω τούς λογισμούς μου στήν μαμά μου καί ὑπάρχει τότε τόση πολλή ἠρεμία μέσα μου! Καί νοιώθω καί τόν μπαμπά μου, νοιώθω τήν ἀτελείωτη ἀγάπη του. Καί συχνά σκέφτομαι τήν ἀγάπη πού εἶχες γιά τόν πατέρα μου. Τί ὄμορφη οἰκογένεια ἔχετε ἀποκτήσει! Καί τί ὡραία ἀγάπη!
Μαμά, θυμᾶμαι τίς καλοκαιρινές ἡμέρες, ὅταν ἤμουνα μαθητής στό λύκειο καί βηματίζαμε μαζί στόν κῆπο μας, ἀνάμεσα στά δένδρα. Θυμᾶμαι τί σκέψεις εἶχες καί μοῦ ἔλεγες, γιά τό μέλλον μου. Ἤθελες νά ἔχεις μιά καλή νύφη. Ἐγώ, θυμᾶμαι ὅτι σκεφτόμουν ἐλαχιστότατα γι᾿ αὐτό. Ὠνειρευόμουνα μιά σύζυγο καί τήν φανταζόμουνα σάν μιά ὄμορφη κοπέλλα, πού νά τήν ἀγαπάω μέ μιά μοναδική ἀγάπη ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς συνάντησής μας …
Ὁ βασικώτερος τότε λογισμός μου ἦταν νά γίνω ἕνας ἄνθρωπος μεγάλης ἀξίας. Ἐννοοῦσα μέ αὐτό νά γίνω ἕνας ἄνθρωπος πού νά παίξει ἕνα καταπληκτικό ρόλο στήν ἱστορία καί νά φέρει πολλά ἀγαθά στό ἔθνος του. Ἤθελα νά κάνω πολύ καλό στόν κόσμο … ἀλλά ὁ ἄνθρωπος σχεδιάζει καί ὁ Θεός ἀποφασίζει. Ἡ ζωή ἀκολούθησε τήν ραγδαία καί ἐπιβλητική της πορεία. Ἔφτασα μόνος μου στό Πανεπιστήμιο, στό Ἰάσιο. Ἐκεῖ εἶδα ὅτι ἀληθινά, ἀνοίγονταν γιά μένα μεγάλες μελλοντικές προοπτικές. Ζοῦσα μιά κανονική ζωή, ἤμουν ἕνας ἀπό τούς πιό ἀξιοτίμητους φοιτητές, δημοφιλής ἀπ΄ ὅλους καί μέ μιά περίεργη δίψα για ἰδανικά: ἕναν καινούργιο κόσμο, πού νά κυβερνᾶ ἡ ἀγάπη καί ἡ δικαιοσύνη, ἡ τέλεια ἀρμονία.
Στό Ἰάσιο, μολονότι ἡ ψυχή μου ἦταν διψασμένη ἀπό ἀγάπη, δέν ἄνοιξα τήν καρδιά μου γιά καμμιά δεσποινίδα. Γιατί; Εἶχα στήν ψυχή μου τήν εἰκόνα μιᾶς κοπέλλας, τῆς ἀγαπητικιᾶς μου, ἀλλά αὐτήν τήν κοπέλλα ποτέ δέν μπόρεσα νά τήν γνωρίσω στήν πραγματικότητα. Ἔτσι παρέμεινα μέ τόν δικό μου τρόπο βιώματος τῆς ἀγάπης, διαχύνοντάς την σέ ὅλα τά πλάσματα, ἀλλά ἔχοντας ἕνα κενό στήν καρδιά μου, τό ὁποῖο περίμενε νά γεμίσει.
Λοιπόν, ἔφτασα, στήν φυλακή. Ἤμουνα τότε πονεμένος; Ἤμουνα πρόθυμος; Δέν θά μποροῦσα νά εἰπῶ. Καταλάβαινα ὅμως ἀκριβῶς ὅτι ἡ φυλακή μοῦ τακτοποιεῖ, μέσῳ τῶν βασάνων καί τῆς ἀπομόνωσης ἀπό τόν κόσμο, πάρα πολλά προβλήματα. Εἶχα τήν ἀπόλυτη πεποίθηση ὅτι ὑποφέρω γιά τήν ἀλήθεια. Αὐτό τό γεγονός μοῦ ἔφερνε στήν ψυχή μιά βαθειά εἰρήνη. Ἐξεπλήρωνα τήν πορεία τοῦ ἰδανικοῦ μου.
Καί, ἀγαπητή μου μητέρα, θά ἤθελα νά ξέρεις ὅτι ἔχω ὑποφέρει πολύ. Τόν πρῶτο χειμῶνα ξυπνοῦσα τήν νύχτα ἀπό τόν ὕπνο μου καί, στήν μοναξιά τοῦ κρατητηρίου μου, στό κρύο καί στήν πείνα, κοίταζα τό σκοτάδι καί ψιθύριζα χαμηλά, γιά νά ἀκούω μόνο ἐγώ, ἀλλά ἀρκετά δυνατά για ν᾿ ἀκούσει ὁ Θεός: Μαμά, κρυώνω, πεινάω!
Στήν ἀρχή ἦταν πάρα πολύ δύσκολο. Ὅμως ὁ Θεός ἦταν πάντα μαζί μου. Δέν μ΄ἐγκατέλειψε οὔτε μιά στιγμή. Ἄρχισα ν᾿ ἀντιμετωπίζω τά σωματικά μου βάσανα καί, σιγά-σιγά ἄρχισα νά γεύομαι καινούργιες χαρές. Εἶδα ὅτι εἶμαι ἕνας ἁμαρτωλός ἄνθρωπος. Ἔχω συγκλονιστεῖ ἀπό τίς ἁμαρτίες καί τήν ἀδυναμία μου. Κατάλαβα τότε ὅτι ἐγώ, πού ἐπιθυμοῦσα μέ ὅλη τήν καρδιά μου ἕναν ἰδανικό κόσμο, ὁ ἴδιος ἤμουν ἕνας ἁμαρτωλός. Ἑπομένως, πρῶτα ἔπρεπε νά γίνω ἐγώ ἕνας καθαρός, νέος ἄνθρωπος. Καί ἔτσι ἄρχισα νά πολεμάω μέ τό κακό πού ὑπῆρχε μέσα μου.
Σιγά-σιγά κατέβηκε ἐπάνω μου τό φῶς τῆς ἀλήθειας. Ἄρχισα νά ζῶ τήν εὐτυχία στόν πόνο. Καί τό κενό ἀπό τήν καρδιά μου, τό ὁποῖο ἐγώ περίμενα νά τό ἀπογεμίσει ἡ ἀγάπη τῆς ἀγαπητικιᾶς μου, τό ἀπογέμισε ὁ Χριστός, ἡ μεγάλη μου ἀγάπη. Καί κατάλαβα τότε ὅτι ὄντως μεγάλος εἶναι ἐκεῖνος πού ἔχει μιά μεγάλη ἀγάπη, ἐκεῖνος πού βλέπεται μικρός. Σήμερα εἶμαι εὐτυχής. Διά τοῦ Χριστοῦ ἀγαπάω ὅλους. Εἶναι μιά πορεία τόσο δύσκολα δεκτή καί γνωστή ἀπό τούς ἀνθρώπους! Ἀλλά εἶμαι πολύ πεπεισμένος ὅτι εἶναι ἡ μοναδική πορεία πού σέ ὁδηγεῖ στήν εὐτυχία …
15 Μαΐου 1946
Ὅλοι ψάχνουμε τήν εὐτυχία. Ὅλοι τήν ποθοῦμε, τήν ἀναζητᾶμε. Μπαίνω ἄμεσα καί φιλικά μέσα στίς καρδιές σας καί σᾶς λέγω: Ψάχνετε τήν εὐτυχία στίς ψυχές σας. Μή τήν ψάχνετε ἐκτός σας. Μή περιμένετε νά ἔλθει ἡ εὐτυχία ἀπό ἀλλοῦ παρά ἀπό ἐντός σας, ἀπό τήν ψυχή σας, ἐκεῖ πού κατοικεῖ ὁ Χριστός. Ἄν περιμένετε τήν εὐτυχία σας ἀπ᾿ ἔξω, θά ζήσετε πολλές ἀπογοητεύσεις καί ποτέ δέν θά τήν φτάσετε. Σᾶς λέω μόνο τό ἑξῆς: Ψάχνετε τήν ἀγάπη καί ζῆτε μέ πολλή ταπείνωση. Ὅποιος ἐφαρμόζει τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ, πραγματοποιεῖ τό μάξιμουμ, τό πᾶν!
15 Μαΐου 1946 (ἄλλη ἐπιστολή)
Πολλή προσοχή καί ἐξέταση σέ ὅλα! Νά ζῆτε μέ τέλεια νομιμότητα καί ὀρθότητα, νά ἔχετε προσοχή σέ κάθε γραπτό ἤ προφορικό λόγο σας. Εἶναι πολύ εὐαίσθητοι οἱ καιροί, τούς ὁποίους ἐσεῖς δέν τούς ἀντιλαμβάνεστε. Νά ἔχετε κοινωνικές σχέσεις μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀλλά μόνο καί μόνο στά πλαίσια μιᾶς χριστιανικῆς ζωῆς.
Μέ τόν Φήλικα γνωρίστηκα στό τραῖνο. Καλοκοιταχτήκαμε καί μιά ἀγάπη μᾶς ἔκανε φίλους για ὅλη τήν ζωή μας. Σ᾿ αὐτόν εἶδα μιά γιγαντιαία ψυχή, ἡ ὁποία ζοῦσε μέ τό μεγάλο βάρος τῆς μοναξιᾶς. Δέν αἰσθάνομαι ἄξιος γιά τήν ἀγάπη του. Μέχρι σήμερα δέν μπορῶ νά διευκρινίσω πῶς ἐγίναμε ἐμεῖς τόσο γρήγορα φίλοι, ἔτσι, ξαφνικά: Αὐτός ἦταν μεγάλος, μέ εὐρεῖα παιδεία, μέ μοναδικές ἐλπίδες γιά μιά ὑψηλή κοινωνική θέση. Ἐνῶ ἐγώ δέν εἶχα τίποτε ἀπ᾿ αὐτά.
Μά ἄν ζοῦσε σήμερα, διά τῆς ἀγάπης πού ἔχω γι᾿ αὐτόν καί τῆς μεγάλης ἐμπιστοσύνης πού εἶχε στήν εἰλικρίνεια μου, ὁ Φήλικας θά ἄλλαζε τελείως, μέ τήν ἔννοια τῆς πιό ὑψηλῆς γραμμῆς στήν χριστιανική του διαβίωση καί θά γινόταν σίγουρα μέσῳ μιᾶς χριστιανικῆς συνείδησης, ἕνας ἐκπληκτικός ἄνθρωπος.
19 Μαΐου 1946
Εἶμαι εὐτυχής ἐπειδή, παρόλο πού περιορίζεται ἡ σωματική μου ἐλευθερία διά τῶν ἀνθρωπίνων νόμων, μοῦ ἔχει χαρισθῆ ὅμως ἡ ψυχική μου ἐλευθερία μέσῳ τοῦ μυστηρίου τῆς ἀγάπης καί αὐτή ἡ ψυχική ἐλευθερία εἶναι τό πιό μεγάλο καλό πού θά μποροῦσα νά κερδίσω σ᾿ αὐτόν τόν γεμᾶτο ἀπό κενοδοξία κόσμο. Μόνο ὅσο ὑπηρετοῦμε τόν Θεό, βοηθᾶμε καί τήν ἀπολύτρωση τοῦ Ἔθνους καί τήν πνευματική του ἀνακαίνιση.
28 Μαΐου 1946
Ὑπάρχει πολλή ματαιότητα σ᾿ αὐτό τόν ἐπίγειο κόσμο, ἀλλά εἶναι τόσο θαυμάσια τά δῶρα τοῦ Θεοῦ, φυτευτά στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε μέ χαρά παραδέχεσαι τήν ἰδέα τοῦ θανάτου – διότι ὁ θάνατος γιά τόν Χριστό φέρνει τήν εὐτυχία τῆς αἰώνιας ζωῆς. Κι ἐμεῖς θά ὑπομείνουμε κάθε θλίψη, ὅσο μικρή ἤ μεγάλη ἦταν μέ ἀγάπη. Διότι κάθε θυσία γιά τόν Θεό ἔχει μεγάλη ἀξία τήν ὥρα τῆς τελικῆς Κρίσης. Τότε, στήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ θά φανερωθοῦν ὅλες οἱ ἁμαρτίες μας, ὅλα τά σφάλματα τῆς ζωῆς μας. Γι΄ αὐτό πρέπει νά ἐξομολογηθοῦμε ὅλες τίς ἁμαρτίες στόν Πνευματικό καί νά βαδίσουμε στόν καλόν ἀγώνα. Διότι μερικοί θά ἀναστηθοῦν γιά τήν αἰώνια εὐτυχία καί ζωή, ἐνῶ οἱ ἄλλοι γιά τήν αἰώνια ποινή. Νά ἐπιμένουμε στήν προσευχή, νά ἀγρυπνοῦμε μέ ταπείνωση καί ἀγάπη καί νά πιστεύουμε στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ …
Ζοῦμε ἔντονα τόν ἀγῶνα μέ τήν ἁμαρτία. Βαθειά στήν ψυχή μας ποθοῦμε τήν ἀνάσταση. Εἴμαστε σέ μιά θέση πού ὅμως χρειάζεται πιό μεγάλη προσοχή: Εἴμαστε ἐπί ξυροῦ ἀκμῆς. Ἔχω πολύ καιρό πού συλλαμβάνω καί πολεμάω μέ τούς πιό λεπτούς λογισμούς, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νά μποῦν στήν ψυχή μου. Καταλαβαίνω ὅτι ὁ δαίμονας προσπαθεῖ νά εἰσδύσει στήν ψυχή μέ τρόπους φαινομενικά ἀθώους.
Ψάχνω τήν ταπεινοφροσύνη, διότι μέ βοηθάει πολύ στό ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς μου. Ἡ μάχη ἐναντίον τοῦ ἐγωϊσμοῦ εἶναι πολύ δύσκολη. Καταλαβαίνω ὅτι ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος πού ἀξιώθηκε νά νικήσει τόν ἐγωκεντρισμό του. Πρέπει νά πολεμάω κατά τῆς μοναξιᾶς καί ἀπελπισίας καί ταὐτόχρονα κατά τῶν προσωπικῶν κοινωνικῶν σχέσεων, οἱ ὁποῖες φέρουν τήν σφραγίδα τοῦ ἐγωϊσμοῦ, δηλαδή νά ἀποφεύγω τήν ἱκανοποίηση πού νοιώθει ἡ ψυχή, ὅταν συμμετέχουν καί ἄλλοι στήν ζωή της καί στά προσωπικά της δεδομένα.
Μόνο μιά στάση εἶναι κατάλληλη: Ὑψηλή χριστιανική ζωή μέ συνεχῆ προσευχή. Δηλαδή νά γίνεις καθαρός ἀπό κάθε πράξη, κάθε λογισμό ἤ λέξη, κάθε σχέση, δουλειά, ξεκούραση. Τό πᾶν νά εἶναι μιά ὑπόθεση προσευχῆς καί κοινωνίας μέ τόν Θεό. Ἡ ἁμαρτία ἔχει νικηθεῖ ἀπό τήν ἀγάπη.
Ἀποσπάσματα ἀπό ἀχρονολόγητες ἐπιστολές, σταλμένες ἀπό τήν Γάλδα (1946-1948)
Ξεκουράζομαι μέ τήν σκέψη μιᾶς ἀπόλυτης ἀφοσίωσης καί μόνιμης θυσίας. Ἀγαπῶ τόν Σταυρό. Κι ἐγώ ἔχω ἕναν σταυρό. Νοιώθω τήν ἀγάπη τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί σ΄ Αὐτόν τρέχω, ὅταν ἔρχονται οἱ πειρασμοί μέσα στό σῶμα μου. Καί ὁ Κύριος μέ βοηθάει καί μέ ἐνδυναμώνει νά νικήσω τό κακό. Πόσο ἀγαθός εἶναι ὁ Θεός!
Τίς περισσότερες φορές βρίσκομαι πολεμώντας μέ τόν ἐντός μου ἐγωισμό. Γι΄ αὐτό μοῦ ἀρέσει ἡ ἀπομόνωση. Ἀγαπῶ ν᾿ ἀκούω τό θρόϊσμα τῶν φύλλων καί τό κελάρρυσμα τοῦ νεροῦ. Εἶμαι ἕνας ἐλεύθερος ἄνθρωπος. Ὁ Χριστός μοῦ ἔχει σπάσει τίς ἁλυσίδες τῆς δουλείας!
Ἀγαπητέ ἀδελφέ, ποτέ νά μήν ὑπολογίζες τόν ἑαυτό σου γιά περιττό. Ἐκεῖ πού εἶσαι, εἶσαι μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἔχεις μιά ἀποστολή νά τήν ἀποπερατώσεις. Μέ τήν ἀγάπη καί τήν ταπείνωσή σου θά βοηθᾶς καί τόν ἀδελφό σου. Καί θά βρεῖς μεγάλη εὐτυχία. Δέν ὑπάρχει ἁμαρτία πού νά μήν τιμωρῆται. Ἀλλά ἄν μετανοήσεις εἰλικρινά καί μέ ταπεινή καρδιά καί προσεύχεσαι στόν Θεό, Αὐτός θά σέ συγχωρέσει καί θά σοῦ στείλει τήν χάρη Του. Καί ἐξ ἄλλου δέν ὑπάρχει κανένα καλό, καμμιά καλή σκέψη, ὅσο ἁπλῆ καί νά εἶναι, πού νά μήν ἀνταμειφτεῖ. Ἀλλά νά εἶσαι ταπεινός, διότι ὄχι ἐσύ, ἀλλά ὁ Θεός ἐνεργεῖ διά σοῦ.
Μόλις ἦλθε ὁ ἰδιοκτήτης τῆς βίλας. Ἔχει γυαλιά ἡλίου. Ὅταν τόν εἶδα, θυμήθηκα ὅτι εἶμαι ἕνας κρατούμενος, πού ἐργάζεται στό τσιφλίκι του. Αὐτή ἡ σκέψη μέ ταπεινώνει. Ἀλλά ὁ Θεός μοῦ στέλνει τήν μεγάλη χαρά. Ἐργάζομαι στήν γῆ τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι περήφανοι καί δέν θέλουν νά δοῦν ὅτι ὁ Μόνος πού εἶναι Ἄρχων τῶν πάντων εἶναι ὁ Χριστός!
Ὦ Κύριε! Πῶς δικάζουν οἱ ἄνθρωποι καί καταδικάζουν συνανθρώπους τους πρίν νά τούς δικάσει ὁ Θεός;
Κοιτάζω στήν ψυχή μου. Εἶναι μιά θάλασσα ἡσυχίας. Καί ἐπάνω ἀπό ἕνα ληνό πέφτει σάν κῦμα τό νερό, καί μετά χάνει τήν ἔντασή του. Εἶναι πειρασμοί πού δέν προφτάνουν νά μέ συγκινοῦν, νά μοῦ κλέψουν τήν εἰρήνη. Δέν τούς ἀφήνω νά ριζοβολοῦν. Τούς πολεμάω. Καί τό Πνεῦμα Κυρίου αἰωρεῖται ἐπάνω στά ὕδατα. Πόσο μεγάλος εἶσαι, Κύριε!
Τώρα εἶμαι μέ τόν νοῦ μου σ΄ ἕνα μοναστήρι!
Εἶμαι ἕνας μικρός ἄνθρωπος, ἀδύνατος καί κενός ἀπό κάθε καλή πράξη. Ἔτσι εἶμαι πραγματικά.
Ὅταν ἤμουνα παιδί ἀγαποῦσα πολύ τά περιστέρια, ἀλλά ὅπως γίνεται μέ ὅλες τίς επιθυμίες, δέν μπόρεσα νά τά ἔχω γιά πολύ καιρό. Σήμερα καταλαβαίνω ὅτι ἐκεῖ ἐνεργοῦσε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού μοῦ ἅρπαξε τίς χαρές αὐτοῦ τοῦ κόσμου γιά νά μέ μάθει νά φτάσω, μέσῳ τῆς ἀπάρνησης, νά ἀγαπῶ καθαρά, τέλεια. Καί σήμερα ἀγαπάω τά περιστέρια, ἀλλά δέν δένω τήν ψυχή μου σ΄ αὐτά, ἀλλά τά ἀγαπῶ διά τοῦ Θεοῦ. Καί καταλαβαίνω ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δέν μ᾿ ἐγκαταλείπει ποτέ. Καί Αὐτός ἐπεμβαίνει στήν ζωή μου, ὅποτε δέσω τήν ψυχή μου σέ μιά ἀνθρώπινη χαρά ἤ ἀγάπη. Καί εἴτε θά μέ βοηθήσει νά ἀπομακρυνθῶ ἀπ᾿ αὐτήν, εἴτε θά μοῦ τήν πάρει γιά νά μοῦ δωρίσει, ὅμως, τήν ἐλευθερία τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία εἶναι τό πιό μεγάλο καλό.
Εἶμαι εὐτυχής, ἤρεμος καί ἔχω ἐμπιστοσύνη γιά τό τέλος τῆς ζωῆς μου. Ὁ Θεός πάντα μέ βοηθεῖ. Εἶμαι ἕτοιμος γιά ὅ,τιδήποτε συμβεῖ.
Ὁ πόθος τῆς ἀνύψωσης πρός τόν οὐρανό φαίνεται σ᾿ ὅλη τήν φύση. Καί τά βουνά, καί τά δένδρα, καί οἱ γαλιάντρες, καί ὁ ἀετός, καί ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου πάντα διψᾶνε γιά τά ἄνω, νά εἶναι πιό κοντά στόν Κύριο, πιό μακριά ἀπ᾿ αὐτόν τόν κόσμο.
Ποθῶ ἕνα ἤρεμο, μακρινό τόπο, ἕνα καλύβι ἤ μιά τρύπα σκαμμένη σ΄ ἕνα βράχο, ἕνα κελλί στούς πρόποδες, νά εἶμαι σάν τά πουλιά τοῦ οὐρανοῦ. Νά ἔχω γύρω μου τήν φίλη φύση καί τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό πάντα στήν ψυχή. Ν᾿ ἀγαπῶ τήν ἡσυχία, ταπεινός καί ξεχασμένος ἀπό τόν κόσμο. Κάποτε σκέφτηκα νά γίνω ἱερέας, ἀλλά δέν εἶμαι ἄξιος. Κοιτάζω τό ἔδαφος. Μιά ἡμέρα θά εἶμαι κι ἐγώ χῶμα καί ἄλλοι θά τό ξεσκαλίσουν. Τό σῶμα μου θά γίνει σκόνη. Ἀπό τό σῶμα μου μᾶλλον θά βγεῖ μιά ἄλλη ζωή. Ἡ ψυχή μου θα εἶναι στόν οὐρανό, ὅπου θά περιμένει τήν κρίση της. Θέλω νά σωθῶ.
Ἀκούω τήν γαλιάντρα ψέλνοντας στό πάρκο. Τά ἀηδόνια ψέλνουν. Τ᾿ ἀγαπῶ. Πολεμάω μέ τούς ἁμαρτωλούς λογισμούς, πού προσπαθοῦν νά μποῦν στήν καρδιά μου. Στήν ψυχή ὑπάρχει ἡσυχία.
Ἄλλες ἐπιστολές
31 Ἰανουαρίου 1948
Σ᾿ ὅλες τίς περιπτώσεις προσεύχου στόν Θεό νά γίνει τό θέλημά Του. Βλέπω τήν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ στίς ψυχές σας. Βλέπω τήν πρόνοια Του. Καί εἶμαι τόσο εὐχαριστημένος!
Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀρετή. Ἡ ἀγάπη εἶναι ὄντως ἡ τελειότητα. Ἐάν δέν δωρίζεις τήν ἀγάπη, στήν Πηγή ὅλων τῶν ἀγαθῶν, δηλαδή στόν Θεό καί, μέσω Αὐτοῦ, στόν συνάνθρωπό σου, καί τῆν προσφέρεις σ΄ αὐτόν τόν ἐπίγειο κόσμο, δηλαδή ἀναποδογυρίζεις τό νόημα της, αὐτή ἡ ἀγάπη γίνεται ἀπό θαυμασιώτατη ἀρετή πού εἶναι γίνεται τό πιό ἐπικίνδυνο πάθος.
Ὁ Θεός ἐπροίκισε τόν ἄνθρωπο μέ τόσα δῶρα, ὥστε διά τῆς ἐπιμονῆς στήν ἀρετή καί μέ τήν βοήθεια τοῦ Οὐρανίου Πατέρα, ὁ ἄνθρωπος νά μπορεῖ νά σωθεῖ. Ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε τόσα τάλαντα γιά νά μπορέσει, δι΄ αὐτῶν, νά πολεμάει, νά πλησιάζει Αὐτόν, νά χαρίζεται καί νά θυσιάζεται. Ἐάν δέν ἐφαρμόζουμε ὅπως πρέπει τό τάλαντο πού μᾶς ἔχει ἐμπιστευτεῖ, εἴμαστε δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας.
Ὁπότε, τίθεται γιά τόν καθένα μας τό ζήτημα τῆς χρήσεως τῶν ἐκ Θεοῦ ταλάντων μας. Δέν ἐπιτρέπεται καμμιά χρήση γιά κακό σκοπό τοῦ ταλάντου, οὔτε νά τό κρύψουμε στό χῶμα. Ὅ,τι μᾶς ἔχει δωρίσει ὁ Θεός, σ᾿ Αὐτόν νά τά δωρίζουμε. Αὐτός μᾶς ἔχει δωρίσει τήν ζωή, ἄρα νά ζοῦμε γι᾿ Αὐτόν. Αὐτός μᾶς ἔχει δωρίσει τήν ἀγάπη, σ᾿ Αὐτόν νά τήν ἐπιστρέφουμε.
Πρέπει νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό, ὅταν μᾶς τιμωρεῖ ἐδῶ σ΄ αὐτήν τήν ζωή, γιά νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τά αἰώνια βάσανα τῆς κολάσεως. Ἄρα νά ἤμαστε πολύ προσεκτικοί πῶς χρησιμοποιοῦμε τό δῶρο τοῦ Θεοῦ.
7 Μαρτίου 1948
Σᾶς παρακολουθώ ὅλες (τίς ἀδελφές του) καί τόν καθένα ξεχωριστά μέ τήν ἀγάπη καί μέ τήν προσευχή. Παρόλο πού εἶμαι μακριά σας σωματικά, ἀλλά ὄχι καί πνευματικά, διότι μέ τό πνεῦμα μου εἶμαι κοντά σας.
Ἀντί ἐπιλόγου
18 Φεβρουαρίου 1981
Συμπληρώνονται 29 χρόνια ἀπό τήν κοίμησι καί ἄνοδο στόν οὐρανό τοῦ Βαλερίου. Τόν νοιώθω κοντά μου καί ζωντανό, ὅπως ἐκείνη τήν ἡμέρα. Πιστεύω ὅτι ποτέ δέν μ᾿ ἐγκατέλειψε, ἀλλά μέ συνοδεύει παντοῦ. Ἔχω τήν ἀπόλυτη πεποίθηση ὅτι εἶναι μέσα στήν τάξη τῶν ἁγίων καί οἱ προσευχές του εἶναι δυνατές.
Στόν Βαλέριο εἶδα καί ἔνοιωσα τήν παρουσία, τήν ἐνέργεια καί τήν λαμπρότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἄρα ἔχω μπροστά στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ, ἕναν μεσίτη κι ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ σωματική καί πνευμαιτκή μου ἀντοχή, καθώς καί τά ἱερά μου ἰδανικά.
18 Φεβρουαρίου 1983
Σήμερα συμπληρώνονται 31 χρόνια ἀπό τότε πού πέθανε ὁ Βαλέριος. Ἤμουνα στήν ἐκκλησία καί ἐξωμολογήθηκα. Τήν Κυριακή θά κοινωνήσουμε.
Βλέπω νωπή στό εἶναι μου ἐκείνη τήν ἅγια ἡμέρα, ὥστε τίποτε δέν μπορεῖ νά μέ χωρίσει ἀπ᾿ αὐτήν. Ἦταν ἡ πιό εὐτυχισμένη ἡμέρα πού ἔζησα, παρόλο πού πέθαινε ὁ πιό ἀγαπημένος μου ἄνθρωπος. Ἀλλά ἀκριβῶς αὐτός, ἐκείνη τήν ἡμέρα, μοῦ ἐξέπεμψε μιά ἐσωτερική πληρότητα πού μέ συνοδεύει μέχρι καί σήμερα. Πιστεύω ὄτι ἤμουν στούς οὐρανούς, δίπλα στόν Χριστό, διότι ὁ Χριστός ἦταν παρών στόν Βαλέριο. Ἡ πίστη τοῦ Βαλερίου μέ ἐνδυνάμωνε. Ἡ ἀγάπη του μέ ὠθοῦσε ὁλοκληρωτικά στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Παρόλο πού εἶμαι σωματικά ἄρρωστος καί τά νεῦρα μου εἶναι ὑπεραισθητά, ἔχω ὅλο τό νοῦ μου καί ἡ σκέψη μου εἶναι νηφάλια. Ἔχω δεχθῆ μιά αὐτοαπομόνωση, διότι οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου μέ ἀπωθοῦν ἤ μέ προσβάλλουν, δέν μπορῶ ἀλλιῶς νά προφυλαχθῶ ἀπ᾿ αὐτούς. Ζῶ μόνος καί σιωπηλός.
Βλέπω τήν πνευματική, πολιτική, κοινωνική καί στρατιωτική καταστροφή πού βρίσκεται ὁ κόσμος καί δέν νομίζω ὅτι μπορεῖ νά ἀπαγκιστρωθεῖ. Ὁ κόσμος ὑποφέρει ἀπό τά ἀποτελέσματα τῆς λανθασμένης γραμμῆς, ὥσπου ν᾿ ἀνοιχθεῖ ὁ νοῦς του γιά τήν ὑποδοχή τῶν ἀληθειῶν τοῦ Θεοῦ καί τῆς πίστεως. Γι΄ αὐτό ἡ πίστη πρέπει νά ἔχει γνήσιους ὁμολογητές.
Ξέρω ὅτι ὁ κόσμος ἀνήκει μέσα στήν θεϊκή οἰκονομία τῆς σωτηρίας. Πιστεύω. Ἀγαπῶ. Ἐλπίζω.
Σήμερα, ὅπως καί πρίν 31 χρόνια, νοιώθω ὅτι εἶμαι δίπλα στόν Βαλέριο καί, μαζί μ΄ αὐτόν, δίπλα στόν Χριστό.
Τό δεύτερο μέρος
Ἀναμνήσεις ἀπό ἕναν κόσμο ἁγίων καί δαιμόνων
Τα Χριστούγεννα
(σέ τρία διαφορετικά χρόνια)
1. Τά Χριστούγεννα στήν παιδική μου ἡλικία (1931)
Τά μάτια τοῦ παιδιοῦ ἦταν τόσο μεγάλα ὥστε εἶχαν κρύψει μέσα τους τό τζάκι, τήν λίμνη, τά ἀστέρια καί τούς ἀνθρώπους καί ἔβλεπαν τά μυστήρια, τούς ἀγγέλους, τά θαύματα. Τά πάντα σάν νά ἀναδίδουν ἁγιότητα. Στήν μικρή του ψυχή, σ᾿ ἐκεῖνο τόν ἄπλαστο νοῦ φαινόταν τό ἀόρατο, ἤρεμο καί ὡραῖο περιεχόμενο αὐτῶν τῶν πραγμάτων, πέρα ἀπό τήν ἐξωτερική τους ἀδιαφάνεια. Τό πᾶν ἦταν ἕνα θαῦμα. Ὁ Ἰησοῦς μετεωριζόταν παντοῦ. Ἡ Βηθλεέμ ἦταν ἐδῶ καί ἁπανταχοῦ, διότι γινόταν στήν μικρή μου καρδιά.
Εἴχαμε πολλές ἡμέρες πού ἑτοιμαζόμασταν γιά τά Χριστούγεννα. Ἔχουμε νηστέψει ὅλοι μέ τό συναίσθημα ὅτι μόνο ἔτσι θά μπορέσουμε νά συμμετέχουμε στήν γιορτή τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ. Τήν Παραμονή, ὅταν ἐσφάγη τό γουρούνι καί μαγειρεύτηκε ὅλο τό φαγητό, δέν λιγουρεύτηκα καθόλου, διότι περίμενα τά Χριστούγεννα μέ μιά βουλιμία πού ξεπερνοῦσε τήν ὄρεξη τοῦ παιδιοῦ.
Ἤμουν ἀρκετά μεγάλος – περίπου δέκα ἐτῶν – καί μποροῦσα νά καταλάβω πολλά, ἀλλά ἡ καρδία μου προέτρεχε τόν νοῦ. Θα ἦταν καί αὐτό ἕνα δῶρο τοῦ Παναγίου Θεοῦ! Διότι τό ψυχικό μου ἄνοιγμα γιά τά ἱερά καί μυστικά μοῦ ἔδωσε πολλές ἐσωτερικές χαρές πού δέν θά τίς ἀντικαθιστοῦσα μέ καμμιά ἄλλη ἀπόλαυση τῆς ζωῆς.
Ἡ μαμά μου δέν μέ ἄφηνε νά πάω νά ψάλλω τά κάλαντα κι ἐγώ χαιρόμουνα γι΄ αὐτό, διότι εἶχα τήν εὐκαιρία νά ἰδῶ τά θαύματα, περιμένοντας τα, ἀκολουθώντας τα μέ τόν νοῦ, ψάχνοντας ἐκεῖνες τίς ἱερές χαρές στήν καρδιά μου, πρᾶγμα πού βέβαια δέν ἦταν δυνατό στόν συνωστισμό τῶν ἀνθρώπων στούς δρόμους, στήν ψαλμωδία τῶν Καλάντων, στό παίξιμο τῶν παιδιῶν στά χιόνια. Χαιρόμουν νά ἰδῶ καί ν᾿ἀκούω τά Κάλαντα στό σπίτι μου καί σκεφτόμουν τό μυστήριο τῆς φάτνης τῆς Βηθλεέμ.
Οἱ χιονονιφάδες φαίνονταν σάν φτερά ἀγγέλων. Τό φεγγάρι καί τά ἀστέρια ἦταν ἀναμμένοι δαυλοί στόν οὐρανό γιά τά Χριστούγεννα. Τό χωριό ἦταν μεγάλο σάν τόν κόσμο. Ἔβλεπα τό σπίτι μου ρεμβάζοντας, πλημμυρισμένος ἀπό τό ὄνειρο τῆς καρδιᾶς μου. Χάϊδευα μέ τήν ματιά μου τήν εἰκόνα τῆς Γέννησης καί τήν μητέρα μου καί ἔβρισκα μιά ἐκπληκτική ὁμοιότητα στίς ἐντυπώσεις πού μοῦ ἄφηναν καί οἱ δύο, σάν νά προέρχονταν ἀπό τό ἴδιο τόν οὐρανό.
Μέ τήν μητέρα μου καί μέ τήν Παναγία εἶχα μιά φυσική, δυνατή καί σταθερή ψυχική κοινωνία. Μέ τήν μητέρα μου ἔχω μιλήσει λίγα πράγματα, ἀλλά συμφωνούσαμε πολύ. Μιλούσαμε μεταξύ μας μέ μιά μυστική γλώσσα, πολύ πιό ἔντονη, πού μᾶς γέμιζε ἀγάπη καί χαρά. Ζοῦσα τήν μαμά μου στήν ψυχή μου καί ἐγώ ζοῦσα μέσα της. Ἕνα τέτοιο συναίσθημα εἶχα καί γιά τήν Παναγία, μαζί μέ τήν ὁποία αἰσθανόμουν πιό ἐγώ, σάν νά ταυτιζόμουν μ᾿ αὐτήν τήν ἀγάπη πρός τήν Μητέρα τοῦ Χριστοῦ. Τά μάτια μου ἔψαχναν συχνά τήν εἰκόνα Της στόν τοῖχο, ἀλλά τήν Παναγία τήν εὕρισκα παντοῦ, μολονότι δέν ἦταν ἡ εἰκόνα της παντοῦ.
Δέν τήν προσομοίαζα μέ κανένα πραγματάκι ἤ ἀστέρι, ἀλλά αὐτή ἦταν ἕνα εὐεργετικό ἀεράκι πού φυσοῦσε πάνω ἀπό τήν φύση μ΄ ἕνα γλυκό ἀέρα πού μοῦ ἐμπλούτιζε τήν καρδιά. Ἤμουνα μικρός, ἀλλά εἶχα τήν αἴσθηση ὅτι βαστοῦσα μέσα μου ἕνα θαῦμα καί ἦταν ἀδύνατον γιά μένα νά τό ἀποκαλύψω σέ κάποιον. Ἦταν τό μυστήριο τῆς χαρᾶς μου.
Κανένα ὑλικό ἐμπόδιο δέν μποροῦσε νά σταματήσει τίς μυστικές χαρές τῆς ψυχῆς μου ὥστε καί ὅταν κοίταζα ἕναν τοῖχο – καί εἶχα στήν ζωή μου ὁλόκληρες δεκαετίες προσεκτικῆς παρατήρησης ἑνός τοίχου!– ἔβλεπα πέρα ἀπό τόν τοῖχο ἤ μᾶλλον στόν τοῖχο τά θαύματα τῆς ζωῆς καί τῆς ψυχῆς.
Ὅταν ἤμουνα παιδί ἀγαποῦσα ὅ,τι ἀνῆκε στήν ύλη καί τά χάϊδευα μέ τήν ματιά ἤ μέ τό χέρι σάν πολύτιμους θησαυρούς. Ἀγαποῦσα τά ζῶα, τά πουλιά, τά ζωΰφια, τά λουλούδια καί αἰσθανόμουν δεμένος μέ καθένα ἀπ᾿ αὐτά. Περισσότερο μέ θαύμαζαν οἱ ἄνθρωποι.
Στίς γιορτές μοῦ φαινόταν ὅτι κάθε ἄνθρωπος ἔχει δεχτεί μιά δόνηση φωτός καί χαρᾶς καί ὅτι βλέπουν τα μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Τό χωριό βούϊζε ἀπό τίς ὁμάδες τῶν παιδῶν πού ἔλεγαν τά Κάλαντα. Ὅλες οι αὐλόπορτες ἦταν ανοιχτές. Ὅλα τά παράθυρα ἦταν φωτεινά. Ὁ καπνός ἀπό τίς σόμπες ἀνέβαινε νωθρός πρός τόν οὐρανό. Ὁ πατήρ Νικόλαος ἔλεγε στόν πατέρα μου:
-Νικόλαε, ἐσύ δέν πιστεύεις … Εἶναι τό πρόβλημα σου! ἀλλά εἶναι μιά ἀνοησία νά μήν πιστεύεις. Ἐγώ εἶμαι ἕνας μεγάλος ἁμαρτωλός, δέν εἶμαι ἄξιος γιά τό ράσο πού τό φοράω, ἀλλά πιστεύω, ρε, πιστεύω σέ ὅλα τά μυστήρια τῆς ζωῆς καί τῆς ἐκκλησίας. Γιά νά δεῖς τί μπορεῖ νά κάνει ἡ πίστη! Ὅ,τι ἀκούω ἐγώ στήν ἐξομολόγηση ἐσεῖς δέν τό ξέρετε, ὅλοι οἱ ξύπνιοι τοῦ χωριοῦ! Ἐκεῖ ἐγώ ψηλαφίζω τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων καί τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ, χωρίς να χρειαστῶ τήν πίστη, διότι τήν βλέπω πώς εἰσβάλλει στόν κόσμο. Ὄχι, δέν ἐπιτρέπεται νά εἰπῶ ὅ,τι ἀκούω ἐκεῖ. Εἶναι μεγάλη ἁμαρτία. Θά μέ τιμωρήσει ἡ Παναγία! Ἀλλά νά δεῖς, ρέ Νικόλαε, πῶς βασανίζεται ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου πού ἔχει ἁμαρτήσει, μέχρι πού δέν μπορεῖ νά πεθάνει πρίν νά συγχωρηθεῖ. Δέν παίζει ἡ ἁμαρτία μέ τόν ἄνθρωπο! Κρύβεται ὅσο νομίζει ὅτι μπορει νά κρύβεται, ἀλλά τουλάχιστον πρίν τόν θάνατο θέλει νἀ ἐξομολογηθεῖ.
Μόνο ἐγώ ξέρω ποιός δολοφόνησε τόν Φλόρεα πρίν ἀπό περίπου εἴκοσι χρόνια. Δέν λέω ποιός. Ἔχει πεθάνει κι αὐτός. Ἐξωμολογήθηκε διότι δέν μποροῦσε νά ξεψυχήσει. Βασανιζόταν, ἦταν ἕτοιμοθάνατος. Ἦταν πολύ στεναχωρημένοι οι δικοί του καί μέ κάλεσαν νά τόν ἀποδεσμεύσω. Τούς ἔβγαλε ὅλους ἀπό τό σπίτι καί μοῦ ὡμολόγησε τήν δολοφονία. Εἶδα τότε πῶς τό σκοτάδι ἀπό ἕναν ἄνθρωπο μετατρέπεται σέ φῶς. Ἐλάφρωσε ὁ ἄνθρωπος τήν ψυχή του. Εἰρήνευσε μέ τόν Θεό καί ὄχι μέ τήν σκέψη του, ὅπως λέτε ἐσεῖς, πού θεωρεῖτε τούς ἑαυτούς σας πιό ἔξυπνους ἀπό τόν Χριστό!
Ο πατήρ Νικόλαος σκέφτηκε λίγο καί μετά εἶπε πικρά:
- Αλλοίμονο σου, ρέ Νίκο, ἀλλά εἶσαι χαζός, διότι δέν ἤξερες στήν ζωή σου τί νά διαβάσεις. Ὄχι, ρέ, ἀφοῦ ὅ,τι ἔχεις διαβάσει ἐσύ ἐδιάβασε καί ἡ γυναίκα σου, ἀλλά αὐτή εἶναι γεμάτη ἀπό χάρη Θεοῦ, πού ἐξέρχεται καί ἀπό τό πρόσωπό της. Εἶναι θαυμάσια γυναίκα!
Ἐγώ τά λόγια τοῦ πατρός Νικολάου καί τά ἐνετύπωσαν στήν καρδιά μου καί ποτέ δέν τά ξέχασα.
- Ρέ πάτερ, εἶπε ὁ μπαμπᾶς μου: «ἐγώ πιστεύω μόνο ὅ,τι βλέπω καί ἰδιαίτερα ὅ,τι ψηλαφίζω. Ἄσε τους αὐτούς μέ τόν θεό τους. Ἐδῶ εἶναι ὁ παράδεισος!
- Ὄχι, δέν εἶναι ἔτσι! Ἐσύ δέν ἔχεις τίποτε ἱερό μέσα σου, Νίκο, εἶπε ὁ ἱερέας. Εἶσαι καλός ἄνθρωπος, ἀλλά σ᾿ ἔχουν ὑποδουλώσει πολλοί δαίμονες. Σ΄ ἕναν τέτοιο ἄνθρωπο δύσκολα ἔρχεται ἡ μετάνοια, διότι δέν ἔχεις πίστη.
- Ρε, πάτερ, ἐσύ δέν εἶσαι εὐτυχής σ΄ αὐτήν τήν ζωή μέ τέτοιες προκατειλημμένες ἰδέες, πού σέ κάνουν μισό ἄνθρωπο. Ἐγκατάλειψε, ρέ, τήν ἱερωσύνη! Ἔλα μέ μένα στό κόμμα! Θά σέ κάνω βουλευτή. Ἔχεις μεγάλο στόμα καί θά δεῖς τί ἀπόλαυση σοῦ δίνει ἡ ἐξουσία. Δύναμη, χρυσός, γυναίκες – αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή ζωή!
- Φῦγε ἀπό ᾿ δῶ, σατανᾶ! ἔλεγε ὁ πάτερ. Δέν μέ αφήνει ἡσυνείδηση, ρέ, καί δέν μέ ἀφήνει αὐτός ὁ πιστός λαός. Ἐγώ εἶμαι ἁμαρτωλός, ἀλλά δέν εἶμαι τό ὄργανο τοῦ διαβόλου. Ἀγαπῶ αὐτούς τούς ἀνθρώπους, ρέ! Σίγουρα ὑπάρχει ἕνας τρόπος νά σωθῶ κι ἐγώ. Δέν μπορῶ νά σκεφτῶ ἕναν κόσμο χωρίς Θεό καί νά μήν τρελλαθῶ. Πιστεύω καί αὐτή εἶναι ἡ δύναμη μου. Ἐσύ εἶσαι ἕνας ἀτυχής.
-Ἰσχυρός εἶναι μόνο ὁ ἄνθρωπος χωρίς Θεό, ἔλεγε ο πατέρας μου.
- Μπορεῖ νά εἶναι αἰώνιος; ρώτησε ο ἱερέας.
-Ἐγώ δέν παίζω γιά αἰωνιότητα, αὐτή εἶναι ἡ δουλειά τῆς ἐπιστήμης. Ἐγώ χαίρομαι γι΄ αὐτήν τήν ζωή γιά τήν ὁποία εἶμαι σίγουρος καί ἀπό τήν ὁποία δέν θέλω νά χάσω τίποτε. Ἐδῶ ἐγώ εἶμαι θεός!
- Καταραμένε, φώναξε ὁ ἱερέας, εἶσαι τρελλός!
-Δέν μέ τρομάζεις μέ τό πῦρ τῆς κόλασης, διότι δέν πιστεύω σ΄ αὐτό, εἶπε ὁ πατέρας μου. Ἡ φωτιά τῶν παθῶν εἶναι ἡ μόνη στήν ὁποία πηδῶ!
- Νίκο, Νίκο, εἶπε πικραμένη ἡ μαμά μου, πού ἄκουσε ἕνα κομμάτι τῆς συζήτησης. Δέν θά πεθάνεις μέχρι νά μετανοήσεις γιά ὅλες τίς βλασφημίες πού βγαίνουν ἀπό τό στόμα σου. Οὔτε εἶδες ὅτι σέ ἀκούει τό παιδί!
Καί μετά μοῦ εἶπε:
-Ἔλα, παιδί μου, μαζί μου, μή τυχόν ἀφήσεις τήν καρδιά σου σέ τέτοιες χαζομάρες!
Ἡ μαμά μέ ἀγκάλιασε. Μ᾿ ἐπῆγε στό παράθυρο νά ἰδῶ τούς Καλανδιστές καί ἔτρεχε στήν ἔξοδο γιά νά τούς δώσει κουλουράκια καί καραμέλλες. Εἶχα τήν ἐντύπωση ὅτι ἐκεῖ μέσα, πού ἦταν ὁ πατέρας μου καί συζητοῦσε μέ τόν πατέρα Νικόλαο, δέν ἔμπαινε τό φῶς καί ἡ χαρά τῶν Χριστουγέννων. Καί οἱ δύο παρέμεναν κυκλωμένοι ἀπό ἕναν κρύο καί παγωμένο οὐρανό. Χωρίς νά καταλάβω πολλά, μέ ἐκφόβιζε ἡ ἄχαρη παρουσία τους.
Χρειαζόμουν τήν μητέρα μου. Ἔφυγα ἀπό τό παράθυρο καί ἐπῆγα κοντά της, μέσα στό σπίτι. Σάν νά ἔμοιαζε μέ τήν ἁγία Παρασκευή. Μετά τήν ἀναχώρηση τῶν Καλανδιστῶν, μοῦ εἶπε:
- Πήγαινε στήν Μαρία καί πές της νά ἔλθει σ᾿ ἐμᾶς γιά μιά ὥρα, διότι τήν χρειάζομαι πολύ!
Ἐπῆγα καί ἦλθα μέ τήν Μαρία.
-Κάτσε μέ τό παιδί! Ἐγώ πηγαίνω μέχρι τήν Ἠλιάνα, νά ἰδῶ τί κάνει. Νά φροντίζεις τούς Καλανδιστές, νά μήν φύγει κανένας χωρίς δῶρα ἀπό τήν πόρτα μου. Ἔστω κι ἄν ἔρθουν δύο φορές ἤ ἐννέα φορές! Ὅποιος μοῦ ψέλνει τά Κάλαντα νά παίρνει καί τό δῶρο του! εἶπε στήν Μαρία. Καί ἔφυγε πολύ ἀνήσυχη, ὄχι γιά μένα, ἀλλά γι΄ αὐτήν στήν ὁποία ἐπήγαινε.
Πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες εἶχε ἔλθει ἡ Ἠλιάνα σέ ἐμᾶς. Τότε τῆς ἔλεγε ἡ μητέρα μου:
-Μεγάλη ἁμαρτία ἔκανες, Ἠλιάνα, μεγάλη ἁμαρτία, δέν ὑπάρχει πιό μεγάλη ἁμαρτία ἀπ᾿ αὐτήν! Ἔσβησες ἁγνή ζωή καί τώρα καί ἡ ζωή σου εἶναι σέ κίνδυνο. Το καημένο τό παιδί! Πρέπει νά πληρώσεις γιά τήν ἁμαρτία σου σ΄ αὐτήν τήν ζωή, γιά νά μήν τιμωρηθεῖς στήν αἰωνιότητα! Τώρα, ὅμως, πρόσεξε τήν ὑγεία σου! Κοίτα, σοῦ δίνω αὐτά τά φάρμακα. Νά τά πάρεις καί νά κάτσεις στό σπίτι. Θά ἔρθω ἐγώ νά σέ ἰδῶ. Ὕστερα θά πᾶς στόν ἱερέα. Εἶναι κι αὐτός ἁμαρτωλός, ἀλλά δέν σκοτώνει ἄνθρωπο … καί ἔχει χάρη νά δένει καί νά συγχωρεῖ τίς ἁμαρτίες.
- Εὐχαριστῶ, κυρία μου, θά πάω στόν ἱερέα καί θά κάνω ὅ,τι μοῦ πεῖ, ἄν ζήσω. Θά μέ συγχωρέσει ὁ Θεός καί ἡ Παναγία; Μή μέ ἀφήσεις, κυρία μου!
Εἶχα ἀκούσει ὅλα αὐτά καί εἶχα συγκλονιστεῖ, παρόλο πού δέν καταλάβαινα ἀκριβῶς τί γίνεται. Ἀλλά καταλάβαινα ὅτι ἦταν κάτι πολύ σοβαρό, ἐπειδή τήν ἔκανε τήν μαμά μου να φύγει ἀπό τό σπίτι στήν Παραμονή των Χρισ τουγέννων. Τόσο καλή ἦταν ἡ μητέρα μου!
Ἡ μητέρα μου γύρισε εὐχαριστημένη, διότι ἡ Ἠλιάνα ἦταν καλά, εἶχε ξεπεράσει τόν κίνδυνο.
- Μπορεῖς νά φύγεις, Μαρία! Σ΄ εὐχαριστῶ!
Ἐγώ μισοκοιμόμουνα. Ἦταν μεσάνυχτα. Ἤθελα νά προλάβω τά ξημερώματα, ὅταν ἔρχονταν οἱ μεγάλοι Καλανδιστές, τά παλληκάρια, ἀλλά περιμένοντάς τους, ἀποκοιμήθηκα. Δέν ξέρω τί ὠνειρεύθηκα ἐκείνη τήν νύχτα, ἀλλά τήν ἑπόμενη ἡμέρα, τά Χριστούγεννα, ἤμουν ἤρεμος καί χαρούμενος.
2. Τά Χριστούγεννα στήν φυλακή
α) Πιτέστι - 1949
Οἱ πεινασμένοι, παγωμένοι, ρακένδυτοι, περίτρομοι οἱ κρατούμενοι ἀπό τό Πιτέστι ἔμοιαζαν μέ κάποια φαντάσματα. Τελείως μεμονωμένοι ἀπό τόν κόσμο, συνωστισμένοι σέ μικρά κρατητήρια, εἴχαμε τίς τελευταῖες σωματικές καί ψυχικές μας δυνάμεις. Κοιμόμασταν ἀνά δύο σ΄ ἕνα σιδερένιο, στενό κρεβάτι, μέ ἀχυρένιο στρῶμα, πνιγμένο στήν σκόνη καί νοιώθαμε τό σίδερο καί τό κρῦο.
Τήν Παραμονή ἐξωμολογήθηκα μέ σῆμα πού μοῦ ἔκανε στήν σωλήνα τοῦ καλοριφέρ ἕνας ἱερέας πού ἦταν σέ ἄλλο κρατητήριο. Αὐτός εἶπε τήν εὐχή τῆς ἀφέσεως γιά τήν ἁγία ἐξομολόγηση. Ὁ καθένας μαζευόταν μέσα στόν ἑαυτό του μπροστά στόν Θεό καί κοιταζόταν στήν ξεσχισμένη ἀπό πειρασμούς γυμνότητά του σάν σ΄ ἕνα καθρέφτη. Οἱ λογισμοί εἶναι ἔντονοι καί ἰσχυροί στήν φυλακή πού κάθεσαι 16 ὧρες τήν ἡμέρα καταδικασμένος στήν ἀπραξία χωρίς νά ἔχεις τί νά συζητήσεις μέ τούς γείτονες. Ἐδῶ οἱ ψυχές ψηλαφίζονταν μεταξύ τους.
Ὅταν ὅλοι κοιμήθηκαν ἐγώ παρέμεινα ἄγρυπνος στήν ἄκρη τοῦ κρεβατιοῦ, μέ τά βλέφαρα κλειστά, μέ σηκωμένο τό κεφάλι, προσευχόμενος μέ τούς παλμούς τῆς καρδιᾶς μου. Προσπαθοῦσα νά ἀνακαλύψω τόν Ἰησοῦ καί τόν καλοῦσα μέ τήν νοερά προσευχή. Εἶχα ξεχάσει τήν πείνα, τήν παγωνιά, τήν τρομάρα. Ὁ χρόνος διαστελλόταν, γινόταν ἀργός, ἀμέτρητος καί ἤρεμος. Ἡ ψυχή μου κάλυπτε τόν κόσμο καί δραπέτευε ἀπό τήν φυλακή. Προσπαθοῦσα ν΄ ἐγκαταλείψω ὅλα καί νά παραμένω μόνο μέ τόν Θεό. Πλημμύρισα στό βάθος μου ἀπό χαρά καί οἱ οὐρανοί ἀνοίγονταν θαυμάσια. Πολύ ἀργά ἀποφάσισα νά μεταλάβω. Εἶχαν εἰπωθεῖ ἀπό τόν ἱερέα καί οἱ εὐχές γιά τήν Θεία Μετάληψη. Ἔψαξα σέ μιά πτυχή τοῦ σακκακιοῦ μου κι ἔβγαλα ἀπό ἕνα μικρό σακκουλάκι ἕνα μικρόν μαργαρίτη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖον φύλαγα σάν τό πιό πολύτιμο θησαυρό. Τά Ἅγια εἶχαν μπεῖ στήν φυλακή μέ ἐπικίνδυνους τρόπους, μέσῳ ἑνός μοναχοῦ, πού εἶχε συληφθεῖ πρίν ἀπό περίπου δύο χρόνια καί πού τά εἶχε ἐμπιστευτεῖ στούς κρατουμένους πού ἤθελαν νά μεταλάβουν.
Θέλοντας, λοιπόν, νά πάρω τό Ψίχουλο τῆς Θείας Κοινωνίας, δέν ξέρω πῶς ἔγινε καί μοῦ ἔπεσε κάτω. Ἄρχισα νά τό ψάχνω μέ ἀγωνία, ἀλλά δέν τό βρῆκα. Τότε ἀποφάσισα νά ἐπαλείψω μέ τήν γλῶσσα ἕνα κομμάτι πατώματος ὅπου θεωροῦσα ὅτι εἶχε πέσει, ὅμως δέν τό βρῆκα. Τότε πίστεψα ὅτι ἡ θεία Μετάληψη εἶχε γίνει. Ἠρέμησα καί γύρισα προσευχόμενος στήν ἄκρη τοῦ κρεβατιοῦ.
Ὁ συνάδελφος τοῦ κρεβατιοῦ μου ἄρχισε νά κουνιέται. Κατάλαβα ὅτι δέν κοιμόταν. Πλησίασε στό αυτί μου καί μοῦ εἶπε:
-Ἔχω μεγάλη ἐμπιστοσύνη σέ σένα. Εἶσαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ἐγώ εἶμαι οὐνίτης, ἀλλά αὐτό δέν ἔχει καμμιά σημασία τώρα. Ὁ ἀδελφός μου πέθανε σέ μιά μάχη τῶν ἀγροτῶν μέ τήν Ἀστυνομία. Ξέρετε γιατί ἔχω φερθεῖ σ΄ αὐτό τό κρατητήριο; Ξέρετε ἀπό ποῦ ἔρχομαι; Γνωρίζετε τί γίνεται ἐδῶ στό Πιτέστι;
-Ἀγαπητέ μου, τοῦ ἀπάντησα, ἔχω 7 χρόνια στήν φυλακή. Δέν ξέρω τί ἐννοεῖς!
-Ἔχω σταλεῖ ἐδῶ νά σᾶς κατασκοπεύω, ν᾿ ἀκούω ὅλα τά λόγια σας καί νά τά ἀναφέρω μέ πιστότητα. Δέν γνωρίζετε πόσο πολύ σᾶς μισοῦν οἱ ἄρχοντες. Θέλουν νά σᾶς καταστρέψουν. Θεωρεῖστε ἕνας πολύ ἐπικίνδυνος ἄνθρωπος. Μαζί μέ τόν Γκαφένκου ἀποτελεῖτε τήν μυστική ἀντίδραση μέσα σ᾿ αὐτήν τήν φυλακή. Θέλουν νά σᾶς τσακίσουν. Δέν θέλουν νά σᾶς σκοτώσουν, ἀλλά νά σᾶς κάνουν νά περιγελᾶτε τόν Χριστό στόν ὁποῖο πιστεύετε. Ἀπ᾿ αὐτήν τήν ἄποψη γιά μένα ἦταν πιό ἐπιεικές, διότι δέν ἤξεραν ὅτι κι ἐγώ πιστεύω στόν Θεό. Μέ βασάνισαν, ὅμως, γιά ἕξι ἑβδομάδες, ἡμέρα-νύχτα, σ᾿ ἕνα εἶδος ὁμαδικῆς τρέλλας μέχρι νά βγάλω τούς γομφίους ἀπό τό στόμα, αἷμα ἀπό τά πνευμόνια καί νά ἀποβάλλω ὅλο τό παρελθόν μου. Ἔχω κοροϊδέψει τό πιστεύω τοῦ ρουμανικοῦ ἔθνους, ἔχω ρεζιλέψει τούς γονεῖς μου, ἔχω ραντίσει μέ λάσπη τόν ἀδελφό μου καί γιά τόν ἑαυτό μου ἔχω πει τά πιό φρικαλέα καί ἀξιομίσητα λόγια πού βρῆκα, γιά νά ἐξευτελιστῶ. Μόνο ἔτσι ἔκανες τό χατήρι τους. Μ᾿ ἔχουν ἀναμορφώσει σέ μιά πατσαβούρα, σ᾿ ἕνα σκουλήκι κι ἐν τούτοις παρέμεινε ἀλώβητο μέσα μου τό βῆμα τῆς πίστεως. Ὄχι λόγῳ τοῦ ἡρωϊσμοῦ τῆς πίστεως μου. Δέν ἔχω, ὅμως, περιγελάσει τόν Θεό, διότι παρέλειψαν νά μοῦ ἐπιβάλλουν αὐτή τήν δοκιμασία. Ἐκεῖνοι πού ἦταν γνωστοί σάν μυστικοπράκτορες, βασανίσθηκαν ἀκριβῶς γιά τήν πίστη καί γλύτωσαν μόνο ἐκεῖνοι πού πέθαναν. Ἐκεῖ δέν ἐπιτρέπεται ὁ θάνατος, ἀλλά μόνο ἡ θηριώδης ζωή, ἡ ζωή νά εἶσαι δολοφόνος, ἔκτρωμα τῆς κοινωνίας, δεύτερος Ἰούδας …
Σταμάτησε μιά στιγμή γιά νά πάρει μιά ἀνάσα καί μετά συνέχισε:
- Ναί, Ἰούδα, διότι μόνο στόν Ἰούδα μποροῦσε νά ὑπάρχει τόσο πολύ μῖσος, ὅσο ἐξαπολύεται ἐδῶ ἐναντίον σέ ὅ,τι εἶναι ἱερό στούς ἀνθρώπους! Αὐτό καί ἑτοιμάζεται καί γιά σᾶς. θά σᾶς πᾶνε σέ δωμάτιο τοῦ νοσοκομείου καί θά βασανιστεῖτε. Ἄν πεῖτε κάτι γιά μένα, εἶμαι χαμένος. Θά μπῶ ξανά στά βάσανα. Μπορεῖ καί νά σκοτώσουν τόν Χριστό πού εἶναι μέσα μου. Εἶναι μιά τρέλλα, ἀλλά ὁ Χριστός δέν μπορεῖ νά σκοτωθεῖ, ὅσο καί πολλά θύματα νά ἔκανε τό Θηρίο, πού ἔχει ἐξαπολυθεῖ ἐδῶ μέσα. Ἔχω ἐμπιστοσύνη νά σᾶς πῶ ὅλα αὐτά, διότι τά ἔζησα καί δέν μπορῶ νά σιωπῶ, ἀλλά τρέμω γι΄ αὐτό πού τό κάνω. Τό κάνω ὅμως ἐπειδή πιστεύω ὄντως στόν Θεό. Δέν βλέπω καμμιά ἀπολύτρωση, ἀλλά αὐτή πρέπει νά ὑπάρχει, διότι ὁ κόσμος εἶναι στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Εἶμαι εὐχαριστημένος πού σᾶς γνώρισα. Δέν πίστευα να ὑπάρχει τόση πίστη σ΄ αὐτόν τόν κόσμο. Καί ὁ ἀδελφός μου πίστευε καί πέθανε πολεμώντας!
Καθώς μιλοῦσε, αἰσθανόμουνα μέσα μου τήν δύναμη τῆς προσευχῆς καί τήν φρίκη τῆς τρομάρας. Ὑποψιαζόμουν κάτι, ἀλλά ὄχι ὅσα ἄκουγα τώρα. Μέ περνοῦσαν κρύα καί θερμά ρίγη. Προσηλωνόμουν ἀκόμη περισσότερο στήν προσευχή. Τόν κοίταξα μέ πολλή ἀγάπη καί τοῦ εἶπα:
- Σ΄ εὐχαριστῶ. Ρισκάρεις τήν ζωή σου γιά μένα. Εἶσαι ἕνας ἀληθινός χριστιανός. Μοῦ λές ἀπίστευτα πράγματα καί ὅμως πιστεύω ὅτι δέν παραλέγεις καθόλου. Τί νά κάνω; Νά ἐμπιστευτοῦμε τήν ζωή μας στόν Κύριο!
Αὐτός μοῦ φίλησε τό χέρι κι ἐγώ τό τράβηξα:
- Τί κάνεις; Δέν πρέπει! Εἶμαι ἕνας ἀδύνατος καί ἁμαρτωλός ἄνθρωπος. Φοβᾶμαι! Δέν ξέρω ἄν ἤμουν ἱκανός γιά τόν ἡρωισμό σου, τόν ὁποῖον καί ἀπέδειξες. Θά ἔπρεπε ἐγώ νά σοῦ φιλήσω τά ἀκόμη πονεμένα χέρια σου. Συγχώρεσέ μου, ἀδελφέ!
Καί οἱ δύο δακρύσαμε. Εἴπαμε μαζί μιά προσευχή καί ξαπλώσαμε κάτω ἀπό τήν βρώμικη καί σχισμένη κουβέρτα. Εἶχα ἕναν ἥσυχο ὕπνο. Μοῦ φαινόταν ὅτι ἤμουν ἀέρινος καί τό σῶμα μου σάν νᾶ πετοῦσε καί ἔψαλλε μέσα σ΄ ἕνα ὡραῖο φῶς. Χωρίς κανέναν κόπο, πόνο ἤ λύπη μετεωριζόμουν. Εἶχα ξεχάσει τήν φυλακή, τόν τρόμο, τόν κόσμο. Τό σῶμα μου ἦταν σάν ἕνα πούπουλο, ἡ ψυχή μου σάν ἕνα ὄνειρο. Ὁ νοῦς σταματοῦσε καί δοκίμαζε τήν ὀμορφιά πού δέν τελείωνε πιά.
Ὅταν χτύπησε ἡ πρωϊνή καμπάνα γιά τούς κρατουμένους, παρέμεινα στήν ψυχή μέ τήν ἀτμόσφαιρα τοῦ ὀνείρου μου. Τά ἀδύνατο σῶμα μου ἀντιμετώπιζε καλά τήν πείνα καί τό κρῦο καί ἕνα ἀόρατο προκάλυμμα ὑπεράσπιζε τήν ψυχή μου ἀπό τήν τρομάρα πού μοῦ ἀνακαλύφτηκε ἐκείνη τήν νύχτα.
Ἀκολούθησε τό καθημερινό τυπικό στό 8 τετραγωνικῶν μέτρων κρατητήριο, πού εἶχε κλειστά παντζούρια στά παράθυρα καί μέσα ἦταν ὀκτώ κρατούμενοι, ἕνα δοχεῖο γιά νερό καί ἕνα ἄλλο γιά προσωπικές ἀνάγκες. Μέ ὑπομονή περνοῦσε ὁ καθένας, μέ τήν σειρά, σ΄ αὐτά τά δοχεῖα. Μεταξύ μας ὑπῆρχε σεμνότητα καί ἀλληλοσεβασμός, γι΄ αὐτόν τόν λόγο αὐτό τό τυπικό ἐφαρμοζόταν μέ μεγάλη ἠθική ντροπή καί ἰσχυρή αὐτοκυριαρχία. Κοιτούσαμε βαθειά ἀλλήλους μέχρι τά βάθη τῆς ψυχῆς μας. Κάθε κίνηση ὑπαγορευόταν ἀπό τήν στενή τάξη τοῦ κρατητηρίου καί τά λόγια μας ἐλέγοντο ψιθυριστά.
Ἀκόμη δέν εἶχε μεταφερθεῖ τό χλιαρό καί τό ἄνοστο τσάϊ, ὅταν ἀνοίχθηκε ἡ πόρτα καί μπῆκε ὁ Γκεωργέσκου, ὁ δεσμοφύλακας πού μέ εἶχε δεχθεῖ στό Πιτέστι τό καλοκαίρι τοῦ ἔτους 1949. Τώρα ἦταν τά Χριστούγεννα. Ὁ Γεωργέσκου ἦταν ἕνας ἁπλός καί λίγο ἀλλοπαρμένος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος μέ ὑποπτευόταν, ἐπειδή ἤξερε ὅτι εἶμαι μυστικός. Μετά, ὅμως, εἶχε ἀλλάξει: εἶχε τρελλαθεῖ, λυσσομανοῦσε, ξυλοκοποῦσε τούς ἀνθρώπους σάν τρελλός. Ἐμένα μέ ἀπέφευγε. Ἔνοιωθα ὅτι ἀκόμη ὑπάρχει κάτι καλό σ΄ αὐτόν τόν ἄνθρωπο πού εἶχε γίνει θηρίο. Λοιπόν, ἄνοιξε τήν πόρτα καί μοῦ εἶπε:
-Ἀγόρι μου, δέν μπορῶ νά σέ βοηθήσω! Βρῆκες τόν μπελᾶ σου! Ἐγώ ξέρω καί τό γάλα πού ἐθήλασες ἀπό τήν μητέρα σου. Ἀπό ἐδῶ κανένας δέν γλυτώνει πιά. θά σᾶς βγάλω τόν μυελό ἀπό τό κεφάλι σας, τόν κόβω σέ κομμάτια καί τόν βάζω καθαρό πίσω, ὄχι ἔτσι βρώμικο, ὅπως εἶναι τώρα. Μέ μένα νά μήν παίζεις! Ἔχω πέντε παιδάκια καί γι΄ αὐτά σᾶς σκοτώνω ὅλους!
Ἐγώ τόν κοιτοῦσα, προσπαθώντας νά εἶμαι ἤρεμος καί ν᾿ ἀνακαλύψω τίς προθέσεις πού ἔκρυβε κάτω ἀπό ὅλα αὐτά τά ἄσχημα καί ἀποτρόπαια λόγια.
-Ἀγόρι μου, συνέχισε αὐτός μέ πιό πολύ θάρρος, νά βγάλεις τό σταυρουδάκι, τήν εἰκόνα καί τό φυλλάδιο ἀπό τήν Γραφή! Ξέρω ἀκριβῶς πού εἶναι τὁ κάθε ἕνα. Ἐσύ ὁ ἴδιος νά μοῦ τά δώσεις!
Ἐγώ ἀκόμη ἀμφιταλαντευόμουν, ἀργοῦσα, ἀλλά αὐτός μοῦ εἶπε:
-Ἔλα, ξεκούμπωσε τό παντελόνι καί βγάλε τήν εἰκόνα! Ὁ σταυρός εἶναι στό δεξί μανίκι τοῦ πουλόβερ καί ἡ Γραφή εἶναι στό στρῶμα. Δῶστα γρήγορα, μήν τό σκέπτεσαι! Δέν μπορῶ νά κάνω ἀλλοιῶς. Βρήκατε τόν μπελᾶ σας καί εἶστε ἀποφασισμένοι!
Ὁ ἄνθρωπος εἶχε κάνει ὅ,τι ἦταν δυνατόν γιά νά μήν μέ ξυλοκοπήσει, διότι μέ ἄλλους δέν εἶχε τόση ὑπομονή, ἀλλά τούς ράβδιζε, τούς στούμπιζε τό κορμί μέ ὅ,τι εἶχε. Ὑπάκουσα. Τοῦ ἔδωσα τήν Γραφή – ἕνα φυλλάδιο ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, πού μοῦ ἀπέμεινε ἀπό τήν ἁγία Γραφή τοῦ Βαλερίου – τοῦ ἔδωσα καί τήν εἰκόνα καί, ὅταν τοῦ ἔδωσα καί τόν σταυρό, τοῦ εἶπα:
-Κύριε, Γκεωργέσκου, προσέξτε νά μήν πολεμήσετε μέ τόν Τίμιο Σταυρό, διότι εἶναι πέρα ἀπό τίς δυνάμεις μας!
Ὁ Γκεωργκέσκου γκούρλωσε τά μάτια του. Κατάλαβε περισσότερα ἀπό ὅ,τι τοῦ εἶχα πεῖ ἐγώ. Μᾶλλον τά λόγια μου φαίνονταν σάν κατάρα, καί, μέ ὤθηση τῆς δικῆς του ψυχῆς, οὔρλιαξε, ὁρμῶντας ταὐτόχρονα νά μέ χτυπήσει ἀδιάκοπα:
-Ἀγόρι μου, κατάλαβες, ἀγόρι μου …!
Ὁ καημένος ὁ ἄνθρωπος φοβόταν τήν κατάρα καί ἀντιδροῦσε σάν τρελλός. Μέ λίγα ξυλοκοπήματα μ᾿ ἔριξε κάτω, πήδηξε μέ τίς μπότες ἐπάνω μου, μέ μαστίγωσε μ᾿ ἕνα λοστό καί οὔρλιαζε σάν ἕνας ἀπελπισμένος. Ὅλα εἶχαν γίνει τόσο ξαφνικά ὥστε δέν κατάλαβα τί γίνεται. Ἤμουν σαστισμένος, ἀλλά δέν μέ πονοῦσε τίποτε. Ἔτρεχε τό αἷμα, ἀλλά δέν ἤξερα ἀπό ποῦ. Αἰσθάνθηκα ὅτι κάτι σχίζεται μέσα μου, ἀλλά ὄχι τί ἀκριβῶς. Μετά ἀφοῦ κουράστηκε, ὁ Γκεωργκέσκου ἔφυγε γρυλλίζοντας. Ἦλθε ὁ νοσοκόμος νά μέ ἐπιδέσει. Μέ πονοῦσε καί γόγγυζα, ἀλλά αὐτός μέ χτύπησε μέ τήν παλάμη στά μάτια.
Ὕστερα ἀπό μικρό διάστημα ὀ Ἰωάννης, ὁ συνάδελφος πού μοῦ εἶχε ἀποκαλυφτεῖ ἐκείνη τήν νύχτα, βγάλθηκε ἀπό τό κρατητήριο καί κατάλαβα ὅτι τόν ἐπήγαιναν νά δώσει ἀναφορά γιά μένα. Ἕνα φρικαλέο φαράγγι ἀνοιγόταν μπροστά μου καί μέ μεγάλο κόπο μποροῦσα νά εἰπῶ τήν προσευχή. Συχνά ὁ νοῦς μου ἦταν ἀνήμπορος νά πεῖ τά λόγια, ἀλλά ἡ καρδιά, μέ τόν ρυθμό τῶν χτύπων της, μοῦ ἔδινε τό συναίσθημα κοινωνίας μέ τόν Θεό.
Προεἰδοποίησα τούς συναδέλφους τοῦ κρατητηρίου ὅτι βρισκόμαστε σέ μεγάλο κίνδυνο. Ἀπό μιά πλευρά πίστευα ὅτι θά μέ προστατεύσει ἡ πίστη μου, ἀπό τήν ἄλλη ἔψαχνα μέσα μου τήν δύναμη νά ἀντιδράσω. Ἔνοιωθα ὅτι παγώνει τό αἷμα μου στίς φλέβες καί πώς μέ πλημμυρίζει ὁ φόβος.
Ἔτσι πέρασαν μερικές ὧρες, ἕως ὅτου στό διάδρομο ἐξαπολύθηκε ἕνας μεγάλος θόρυβος: κραυγές, χτυπήματα, πάλιν κραυγές, πάλιν βαρέματα. Τό σκάνδαλο διήρκεσε περίπου τρεῖς ὧρες καί εἴμασταν πολύ τρομαγμένοι. Ἡ σούπα δέν μπῆκε στά πεινασμένα μας στομάχια.
Ἀκολούθησε ἕνα διάλειμμα, μετά εἰδοποιηθήκαμε νά ἑτοιμασθοῦμε γιά ἐπιθεώρηση. Τά αὐτιά καί ὅλες οἱ αἰσθήσεις μας ἦταν προσεκτικές καί ἀφουγκραζόμασταν ἀκριβῶς πῶς ἀνοίγονται οἱ πόρτες ἀπό τό ἰσόγειο, τόν πρῶτο ὄροφο, τόν δεύτερο, μακριά, πιό κοντά καί τελικά σέ ἐμᾶς.
Τό λουκέτο ἔπεσε πάνω στά μυαλά καί στίς καρδιές μας. Ἐμφανίστηκε γουρλωτός ὁ Γκεωργκέσκου καί ἐξαφανίστηκε ἀμέσως. Μετά ὁ διευθυντής, πού κοιτοῦσε ἀπελπισμένος καί τελικά μιά ὁμάδα τριῶν πολιτικῶν, ἀπό τήν ὁποία προχώρησε ἕνας ἄνδρας, περίπου ἑξῆντα ἐτῶν, μ᾿ ἕνα αὐστηρό πρόσωπο, μέ βλέμμα ἀετίσιο. Ἦταν ἤρεμος, βέβαιος στόν ἑαυτό του καί ἀλαζονικός. Μπῆκε στό κρατητήριο καί μᾶς διαπέρασε μέ τήν ματιά τοῦ φιδιοῦ. Οἱ ἄλλοι δύο ἐπόπτες στέκονταν πίσω του, σάν δύο προστατευτικές σκιές. Ἐκεῖνοι ἔμοιαζαν μέ δύο θηρία, ἐνῶ αὐτός ἦταν σαρκωμένο τό κακό, ἡ κρύα, σαδιστική κακία, πού μετέφερε ἐπάνω της μεγατόνους μίσους χιλίων χρόνων.
Παρόλο πού ἤμουνα καταβεβλημένος κάτω, ὁ ἐπόπτης σάν νά μήν παρατηροῦσε τίποτε. Κατάλαβα ἐκείνη τήν στιγμή ὅτι πρέπει νά κάνω ἕνα τελευταῖο διάβημα, διότι εἶναι ἡ μοναδική λύτρωση ἀπό τόν ἐπικείμενο θάνατό μου. Ὁπότε εἶπα:
- Κύριε ἐπόπτα, παρακαλῶ νά μέ ἀκούσετε.
Ὁ ἐπόπτης κοίταξε τόν διευθυντή, ὁ διευθυντής μόρφαζε, μετά μοῦ εἶπε:
-Ἀνάφερε, τί θέλεις!
-Ἐδῶ γίνονται σοβαρά πράγματα, οἱ ἄνθρωποι βασανίζονται καί σκοτώνονται. Κοιτᾶξτε, παρακαλῶ, τό πρόσωπο μου!
Σάν ἀπάντηση, ὁ ἐπόπτης μέ ράπισε τόσο δυνατά καί ξαφνικά ὥστε τρίκλισα στά πόδια μου. Μετά ὁ ἐπόπτης ρώτησε τόν διευθυντή:
- Πῶς βρέθηκε αὐτός ὁ ἄνθρωπος μπροστά μου;
- Νά ζήσετε, ψέλλισε ὁ διευθυντής, θά διακριβώσω τί ἔγινε!
-Ἐδῶ νά τηροῦνται οἱ γραπτοί καί ἄγραφοι νόμοι καί κανονισμοί, κατάλαβες, κύριε διευθυντά;
- Κατάλαβα, νά ζήσετε! Ἀπάντησε ὁ διευθυντής, στεκόμενος μέ τρόμο μπροστά του.
Ὕστερα ἔφυγαν. Τούς ἄκουσα νά μιλοῦν στόν διάδρομο, πρίν ν᾿ ἀνοιχτεῖ ἡ πόρτα τοῦ διπλανοῦ κρατητηρίου. Ἐγώ ἔτρεμα. Δέν εἶχα καταφέρει τίποτε καί ἤξερα ὅτι θά ἀκολουθήσουν τά πιό σοβαρά ἀποτελέσματα. Ἕνας φίλος ἀπό τό κρατητήριο ἀναφώνησε:
- Λυπᾶμαι πού δέν εἶχα τό θάρρος νά τόν πνίξω!
-Δέν μποροῦμε νά ἀμυνόμαστε, εἶπε ἄλλος. Νά ἑτοιμαστοῦμε γιά δύσκολες ἡμέρες, διότι δέν θά δύσει ὁ ἥλιος καί θά μᾶς σκορπίσουν ὅλους ἀπό ἐδῶ. Θά θεωρήσουν ὅτι ἔχουμε ὀργανωθεῖ ἤ μᾶλλον ὅτι ἀποπειραθήκαμε νά σκοτώσουμε τόν ἐπόπτη!
Στό νοῦ μου βυθίζονταν οἱ ἰδέες σάν κάποια θλιβερά καρφιά καί ἔβλεπα μόνο βάσανα, αἷμα, φυλακές καί θάνατο, ἀλλά δέν ξέρω πῶς καί ἀπό ποῦ, ἀλλά ἡ ψυχή μου ἠρέμησε. Νά γίνει τό θέλημα τοῦ Κυρίου, εἶπα στόν ἑαυτό μου.
Ἀκολούθησε μιά καταθλιπτική σιωπή ἕως ὅτου ἀνοίχθηκε ἡ πόρτα καί κάποιος σπρώχθηκε μέσα μέ κτυπήματα καί βωμολοχίες:
Κερατᾶ, τήν ἄλλη φορά θά πεθάνεις στό μπουντροῦμι!
Ἔτσι ἐμφανίστηκε ὁ Ἰωάννης, ὁ συνάδελφος πού μοῦ εἶχε μιλήσει χθές τήν νύχτα για τά βάσανα στό δωμάτιο 4 τοῦ νοσοκομείου. Ἡ σκηνοθεσία ἦταν ἀκαλαίσθητη καί κανένας δέν τήν πίστεψε. Ὁ Ἰωάννης περίμενε τό βράδυ καί μοῦ εἶπε τά ἑξῆς:
- Μέ ἐπῆγαν στήν ἐπιτροπή τῆς “ἀναμόρφωσης” πού εἶχα κάνει τήν αὐτοκαταγγελία. Ἔπρεπε ν᾿ ἀποδείξω τήν εἰλικρίνεια μου. Μοῦ δόθηκαν κάποια χαρτιά γιά νά γράψω ὅ,τι ἄκουσα καί εἶδα ἐδῶ. Ἔπρεπε νά μεταφερθῶ πάλι μετά ἀπό μιά ὥρα, ἀλλά ἔγιναν σημαντικά, ἀπρόοπτα γεγονότα καί μέ κράτησαν ἐκεῖ μέχρι ἀργά. Καθώς ἔγραφα ἀκούστηκε ἕνας δυνατός θόρυβος. Μεταφέρθηκα στό δωμάτιο 4 τοῦ νοσοκομείου. Στόν διάδρομο εἶδα μετά ἕναν ἐπόπτη κυκλωμένον ἀπό δυνατή φρουρά. Κοιτοῦσαν μέσω τῆς τρύπας τοῦ δωματίου τά ἐκεῖ μέσα γενόμενα.
Σ᾿ ἕναν τοῖχο ἦταν κρεμασμένος μέ ζῶνες, σέ δύο καρφιά, ἕνας νέος πού εἶχε βασανιστεῖ μαζί μέ μένα διότι εἶχε ἀρνηθεῖ κάθε συνεργασία μέ τήν “ἀναμόρφωση”. Ὁ Τσουρκάνου τόν εἶχε ξυλοκοπήσει ἡμέρα καί νύχτα. Τοῦ ἔλεγε:
-Ρέ, κερατᾶ, σάν τόν Χριστό τῆς μητέρας σου θά σέ σταυρώσω, ἀλλά ἐσύ δέν εἶσαι θεός, ὅπως ἐκεῖνος, για νά ἀναστηθεῖς… ἀπ᾿ Αὐτόν προέρχονται ὅλες οἱ ἀηδίες πού ἐγίνοντο ἀπό τούς λεγεωνάριους, ἀπό αὐταπάρνηση, σάν Αὐτόν, ὄχι; Καλά, θά εἶστε σάν Αὐτός … ὄχι, δέν θά εἶσαι σάν Αὐτός, θά εἶσαι σάν ἕνα μηδενικό τοῦ κόσμου! Ρέ, δέν θά σέ ἀφήσουμε μέχρι νά πεῖς μέ τό δικό σου στόμα ὅτι ὁ Χριστός ἦταν ἕνας ἀπατεώνας πού ἐξηπάτησε τόν κόσμο! Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά θά πρέπει νά σταυρώσεις ὁ ἴδιος τούς φίλους σου, γιά νά βγάλεις τόν Χριστό ἀπό τό κεφάλι τους! Τέρμα μέ τήν θυσία! Ἐδῶ σᾶς κάνουμε ἀνθρώπους, ρέ, ὄχι “κερατάδες” ἤ μυστικούς (πράκτορες)!
Τώρα ὁ Τσουρκάνου κοιτοῦσε θριαμβευτικά πρός τόν τοῖχο. Μέ ἤρεμη φωνή εἶπε:
- Σήμερα εἶναι τά Χριστούγεννα. Καλά. Νά τά γιορτάσουμε εὐπρεπῶς! Ἐσύ, γδύσου! διέταξε σ΄ ἕναν νεαρό.
Ἐκεῖνος, τρέμοντας, γδύθηκε. Ὅλο τό σῶμα του ἦταν μελανιασμένο καί αἱματωμένο.
Ἐσύ εἶσαι ἡ Ἀειπάρθενος …, εἶπε ὁ Τσουρκάνου. Κάτσε σέ θέση τοκετοῦ! Δέν ἔχεις γεννήσει μέχρι τώρα, ἀλλά θά τό κάνεις κι αὐτό!
Ὁ νεαρός ξάπλωσε στό πάτωμα …
Οἱ παρόντες ἔβγαλαν σπαρακτικές φωνές πού ἔμοιαζαν μέ οὐρλιαχτά σκύλλων, ὅταν τά κτυποῦν. Ἡ κακή πρᾶξη ἐπιτελέσθηκε. Ὁ Τσουρκάνου συνέχισε:
(Ὁ συγγραφέας ἀφηγεῖται λεπτομερειακά ἕνα ἀποτρόπαιο περιστατικό γιά ἕνα σοβαρό νοῦ. Ὅλο τό μυστήριο τῆς Ἐνσάρκωσης τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ περιγελάστηκε σύμφωνα μ᾿ ἕνα δαιμονικό σενάριο, ἐκπονημένο ἀπό τόν Τσουρκάνου, στό ὁποῖο τό ὄργιο καί ἡ κοπροφαγία ἐξευτέλισαν μέχρι τρέλλας τούς “κερατάδες”, μέ τόν σκοπό νά βγάλουν μόνιμα τόν Θεό ἀπό τόν νοῦ καί τήν καρδιά τους. Παρόλο πού ὁ Ἰωάννης Ἰανωλίδε διευκρινίζει ὅτι περιέγραψε αὐτές τίς βλασφημίες ἀκριβῶς γιά νά ξυπνήσει τούς ἀνθρώπους καί νά τούς συνετίσει ὅτι ὁ ἴδιος ὁ διάβολος κρύβεται πίσω ἀπό τίς οὐμανιστικές ἰδεολογίες – εἴτε λέγονται κομμουνιστικές, εἴτε δημοκρατικές), ἀλλά λόγῳ τῆς εὐλάβειας πρός τήν Παναγία καί τό μυστήριο τῆς Ἐνσάρκωσης τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ἀποδίδουμε ἐδῶ μόνο λίγες λέξεις, ἀπό τίς ὁποῖες ὁ ἀναγνώστης μπορεῖ νά διαισθανθεῖ μόνος του τί ἔγινε).
Χρειάζονται ἀκόμη καί ἀγνοί ἄγγελοι, βόδια καί μουλάρια γιά νά εἶναι ἡ σκηνή πανομοιότυπη. Ὅλοι μέχρι τό δέρμα γυμνοί. Θά γίνη ἕνα ὄργιο, πού δέν ξανάγινε ποτέ. Ἐγώ ὁ θεός, διατάζω σάν παντοδύναμος! Νά φύγει ὁ Θεός ἀπό τόν νωτιαῖο μυελό σας καί ἀπό τά σάπια σας μυαλά! Μετά ὅλοι νά περάσετε μέ τήν σειρά νά κοινωνήσετε!... Ἄν δέν σᾶς φτάνει, ἡ τουαλέτα εἶναι γεμάτη! Προσοχή, ὁ θεός εἶναι παρών, ὅλα νά γίνουν σύμφωνα μέ τό θέλημα μου καί ὅλοι νά μοῦ ψάλατε Ὠσαννά. Ἀρχίστε! διέταξε ὁ Τσουρκάνου.
Καί ἄρχισε μιά τρελλή τελετουργία, πού κατευθυνόταν ἀπό τήν φαντασία τοῦ Τσουρκάνου, ἡ ὁποία φαινόταν ἀνεξάντλητη. Ὅταν ὠργίαζε τό μακάβριο παιχνίδι, κάποιος φώναξε:
- Κύριε, κύριε … πέθανε …
- Ποιός πέθανε, ρέ;
-Ὁ ἐσταυρωμένος Χριστός! καί ἔδειξε πρός τόν τοῖχο πού ἦταν σταυρωμένος ὁ νεαρός.
Γιά μιά στιγμή ἔγινε ἡσυχία. Ὁ Τσουρκάνου πλησίασε τόν ἐσταυρωμένο, τόν γρονθοκόπησε στό συκώτι καί στήν κοιλιά, ἀλλά ἐκεῖνος δέν ἀνεστήθη πιά, δέν κουνήθηκε.
-Γλυτώσαμε ἀπ᾿ αὐτήν τήν σκιά πού σκέπασε τόν ἥλιο τῶν ἀνθρώπων! εἶπε ὁ Τσουρκάνου.
Τόν κατέβασαν ἀπό τόν τοῖχο, τόν τράβηξαν στήν πόρτα, τόν χτύπησαν καί ὁ Τσουρκάνου εἶπε:
-Σταμάτησε ἡ καρδιά του. Πᾶρτε τον, κύριε ἐπιλοχία! Ρέ, ἐσύ, πάρε τόν νεκρό, ὅπως σοῦ λέει ὁ κύριος λοχίας!
Ἐκεῖνος τόν ἔπιασε ἀπό τό ἕνα πόδι καί τόν ἔσερνε στό διάδρομο. Ὅταν ἔφτασε στίς σκάλες, πήδηξε ἀπό τήν κορυφή τοῦ ἐσωτερικοῦ διαδρόμου κάτω καί πέθανε. Τό πτῶμα του ἔπεσε στό ὑπόγειο τοῦ δεσμωτηρίου. Ὁ δεσμοφύλακας χτύπησε τόν συναγερμό. Οἱ πόρτες ἀμπαρώθηκαν ἀμέσως. Ἐμφανίσθηκε ὁ ἐπόπτης μαζί μέ τήν φρουρά του. Κάλεσε καί τόν ἰατρό. Περικύκλωσαν τόν νεκρό καί ὁ ἐπόπτης, χτυπώντας τον μέ τό πόδι, εἶπε:
- Γράψε, ἰατρέ, σύφιλις σέ τρίτη φάση!
Ὕστερα εἶπε στόν διευθυντή:
- Οἱ ὁδηγίες τοῦ κόμματος καί τῆς κυβέρνησης εἶναι τέλειας νομιμότητας καί ἀνθρωπιᾶς. Νά μήν ἀκούσω ὅτι ἐδῶ γίνεται καμμιά κατάχρηση ἐξουσίας διότι θά μπῆτε ὅλοι στήν φυλακή!
Μιλοῦσε δυνατά, γιά ν᾿ ἀκούγεται ἀπό τούς κρατουμένους πού ἐστήλωναν τά αὐτιά τους να καταλάβουν τί γίνεται στόν διάδρομο. Μετά πού τελείωσαν μέ τούς δύο νεκρούς, ἔγινε ἡ αὐστηρά ἐπιτήρηση. Ἄρχισαν μάλιστα ἀπό τό δωμάτιο 4 τοῦ νοσοκομείου. Ὁ Τσουρκάνου μᾶς ἔβαλε σέ δύο σειρές. Ἡ ἐξέταση ἔγινε τέλεια. Κανένας δέν ἀνέφερε τίποτε, κανένας δέν διαμαρτυρήθηκε.
-Τότε κατάλαβα, κατέληξε ὁ Ἰωάννης, ὅτι εἴχαμε ἀδειάσει ἀπό κάθε προσωπική θέληση, δέν μπορούσαμε οὔτε νά πεθάνουμε, οὔτε νά προφυλαχθοῦμε. Ἀντιδρούσαμε αὐτόματα, στήν προσταγή, νοιώθαμε τίς διαταγές σάν νά αἰωροῦνται στήν ἀτμόσφαιρα. Πιστεύω ὅτι μέσα μας ἔγινε μιά ἀλλαγή. Ἔχουμε τήν ἐντύπωση ὅτι αὐτές οἱ στυγερές προσταγές ἀνήκουν σέ ἐμᾶς, ἔρχονται ἀπό μέσα μας. Ἀρχίζει νά μᾶς ἀρέσει. Ἐμάθαμε νά σκεφτόμαστε σάν αὐτούς, νά ψευδόμαστε σάν αὐτούς, νά σκοτώνουμε σάν αὐτούς. Πολλοί θεωροῦνται ἀκόμη ὅτι ἔχουν ἐπωμισθῆ νά ἐκπληρώσουν μιά μεγάλη ἐπαναστατική ἀποστολή. Ἡ στιγμή τῆς ἐσωτερικῆς πτώσης εἶναι ὅταν παραιτήσεις ὅ,τι εἶναι ἀγαθό καί ἱερό μέσα σου. Ἀπό τότε γίνεσαι θηρίο, κτῆνος καί ἔχεις τήν ἀπόλαυση νά κάνεις καί ἄλλους νά ὑποφέρουν. Μπορεῖ νά εἶναι μιά ὑπερηφάνεια τῆς ἀθλιότητας, ἡ ὁποία λειτουργεῖ πέρα ἀπό τά βάσανα. Ἐν τούτοις, ὁ φόβος εἶναι μιά φοβερή βία πού ἐξαπολύεται ἐκεῖ. Ἕνα ἀκατάσχετο μῖσος φυσάει ἐπάνω μας. Δέν πίστευα ποτέ ὅτι οἱ Ἑβραῖοι μισοῦν τούς χριστιανούς. Ἐκεῖνος ὁ ἐπόπτης ἦταν Ἑβραῖος. Τώρα καταλαβαίνω τί μοῦ ἔλεγε ὁ ἀδελφός μου …
Ὁ Ἰωάννης σταμάτησε, μέ κοίταξε βαθειά καί μοῦ εἶπε:
- Αὐτό σᾶς περιμένει: ἡ σταύρωση. Θά γίνετε ἕνας δεύτερος Ἰούδας. Ὁ Χριστός πρέπει νά ἀντικατασταθεῖ μέ τόν Ἰούδα στήν σκέψη τοῦ κάθε χριστιανοῦ.
Τό ἀφήγημα του μοῦ ἔκοψε τήν ἀνάσα. Μοῦ ἔλεγε ἀπίστευτα πράγματα καί μοῦ ἦλθε ἡ ἰδέα νά τόν θεωρήσω προκλητικό, ἀλλά ἤμουνα βέβαιος γιά τήν εἰλικρίνεια μέ τήν ὁποία μοῦ ἀποκαλυπτόταν. Εἶχα δεῖ πολλά καί εἶχα ἀντέξει διάφορα στά μέχρι τότε χρόνια τῆς φυλάκισής μου, ἀλλά τώρα ξεπερνοῦν τά ὅρια σέ κάθε φαντασία καί ἀηδία.
Ἡ κατάσταση ἦταν πολύ ὀδυνηρή καί εἶχε σχέση καί μ᾿ ἐμένα προσωπικά. Ὁ ἴδιος μέ προειδοποιοῦσε. Εἶχα ἤδη βασανιστεῖ, πάλιν τά Χριστούγεννα (τοῦ ἔτους 1948), ἀλλά αὐτά πού ἄκουγα βούλιαξαν κάθε ἐλπίδα ἀπολύτρωσης.
Παρόλη τήν τρομάρα πού διέσχιζε τό εἶναι μου, συνέχιζα νά προσεύχομαι. Δέν ἔβλεπα καμμιά λύτρωση. Ἔτσι ἄφηνα τόν ἑαυτό μου ἀπολύτως στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καταλάβαινα ὅτι ἀπό ἐκεῖ μπορεῖς νά βγεῖς μόνο θηρίο.
Ρώτησα κάποιους φίλους καί ἔμαθα ὅτι εἶχαν βασανιστεῖ τόσο πολύ, ὥστε τούς ἀνάγκασαν οἱ δεσμοφύλακες νά ἁμαρτήσουν σαρκικά μεταξύ τους. Ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι ἦταν ἥρωες, εἶχαν δυνατές ψυχές, λαμπερούς νόας καί ὅμως ἀναμορφώθηκαν σέ προδότες, θηρία, ἠλίθιους καί σχεδόν σέ κτήνη. Αἰσθανόμουν ὅτι θόλωνε ὁ νοῦς μου καί καλοῦσα ἀδιαλείπτως τόν Ἰησοῦ, νά μοῦ δώσει φῶς καί εἰρήνη.
Ἐφ᾿ ὅσον μέσω τοῦ δωματίου 4 δέν γίνεται νά περάσεις χωρίς νά γίνεις θηρίο, τότε δέν πρέπει νά φτάσω ἐκεῖ, ἔλεγα μέσα μου. Ἄραγε ἐπιτρέπεται ἡ αὐτοκτονία; Ἐκεῖνοι πού βασανίστηκαν δέν μποροῦν οὔτε ν᾿ αὐτοκτονήσουν. Τί μπορῶ νά κάνω;
Σέ τέτοιες συνθῆκες πρέπει νά προκαλοῦνται σταθερά σκάνδαλα μέ κάθε τρόπο. Μόνο ὅταν ριψοκινδυνεύεις γιά τά πάντα μπορεῖ νά κερδηθεῖ ἡ μάχη. Εἴμαστε σέ ἀπελπιστική παρακολούθηση καί ἄρα πρέπει νά συμπεριφερόμαστε, σύμφωνα μέ τόν κανονισμόι! Ἔπρεπε ὅμως νά νικηθεῖ ὁ φόβος μέσω μιᾶς προοπτικῆς, ἔστω καί τρομακτικῆς. Καλύτερα νά μᾶς αἱματοκυλήσουν παρά νά μᾶς πνίξουν τίς ψυχές, νά μᾶς διαφθείρουν τίς συνειδήσεις. Ἀλλά δέν ἦταν πιθανή καμμιά ὁμαδική ἐνέργεια σ΄ αὐτήν τήν καταραμένη φυλακή. Πάλιν σκέφτηκα τήν αὐτοκτονία. Ἀλλά ἡ αὐτοκτονία ἑνός δέν γλυτώνει τούς ἄλλους.
Εἶδα τήν κόλαση. Εἶδα τόν Σατανᾶ. Ἀνέβαινε τό αἷμα στούς κροτάφους μου. Μέ περνοῦσαν κρύα ἤ ζεστά ρίγη. Μόνο ἡ καρδιά μου συνέχιζε νά λέει τήν προσευχή. Ἤμουνα ὅλο καί πιό κοντά στόν Χριστό. Τόν ἀγαποῦσα πολύ καί ἐμπιστευόμουνα τήν ζωή μου σ᾿ Αὐτόν. Εὐχαρίστησα ἁπλᾶ τόν Ἰωάννη γιά τήν ἐμπιστοσύνη πού μοῦ ἔδειχνε.
Ἔκλαιγα ἤρεμα, ὅταν αἰσθάνθηκα ὅτι ἕνα θερμό κῦμα εἰσέρχεται ἀπό τό στῆθος στό κεφάλι μου. Ἔνοιωθα ὅτι σχίζομαι, πνίγομαι καί πεθαίνω. Εἶχα τήν αἴσθηση τῆς ἀπόλυσης ἀπ᾿ αὐτή τήν ζωή καί παραλίγο νά ἤμουν εὐτυχής. Πηκτό αἷμα ἔβγαινε ἀπό τό στόμα καί τήν μύτη μου. Ἦταν ἡ πρώτη αἱμόπτυση.
Σηκώθηκαν ὅλοι οἱ συνάδελφοι τοῦ κρατητηρίου. Κάποιος χτύπησε τήν πόρτα καί εἰδοποίησε τί γίνεται. Ἦλθε ὁ ἴδιος ὁ ἐπόπτης. Ἤμουνα σ΄ ἕνα βάλτο αἵματος. Ἔνοιωθα μιά μεγάλη ἀγαλλίαση στό σῶμα καί στήν ψυχή. Εἶχα συγχωρέσει ὅλα, λυπόμουν ὅλους, ἀκόμη καί τόν ἐπόπτη, διότι ἔβλεπα τίς θλίψεις πού θά ἔχει στήν ζωή του. Περίμενα νά ξεψυχήσω καί ἤμουν ἤρεμος. Ὁ ἐπόπτης μέ κοίταξε μέ τά ἴδια παγερά μάτια:
- Διευθυντά, εἶπε αὐτός, διατάζω νά τριπλασιάσεις τίς μερίδες φαγητοῦ, νά τούς ἀφήσεις νά βγοῦν στήν αὐλή, νά τούς δώσεις βιβλία καί νά ἔχουν τό δικαίωμα μιᾶς ἐπίσκεψης τόν μήνα. Ἀμέσως νά περάσουν ὅλοι οἱ κρατούμενοι ἕνα τσεκάπ. Καί αὐτόν νά τόν πᾶτε ἀμέσως στό νοσοκομεῖο τῆς πόλεως μετά νά τόν στείλετε στό Τίργου Ὄκνα, ὅπου ἔχουμε ὅλες τίς κατάλληλες συνθῆκες γιά τήν θεραπεία τῆς φυματίωσης!
- Νά ζήσετε, ἔτσι θα κάνω! ἀπάντησε ὁ διευθυντής.
Ἐμένα μέ ἐπῆγαν στό Τίργου Ὄκνα, ἀλλά στό Πιτέστι δέν ἄλλαξε καθόλου ὁ κανονισμός τῆς ἐξολόθρευσης.
β) Τίργου Ὄκνα - 1951
Ὅλος ὁ σοσιαλιστικός κόσμος εἶναι μιά μεγάλη φυλακή, πού στρέφεται γύρω ἀπό τά ὑψηλῆς ἔντασης σημεῖα τῶν φυλακῶν της. Ἡ διαδικασία πού διεξάγεται ἔντονα στίς φυλακές, κατόπιν σκορπίζεται σχεδόν διαλυμένη στόν λαό, ἀλλά μέ συμπεράσματα ἐξίσου ὀλέθρια. Στίς φυλακές βασανίζονται οἱ ἰσχυρές προσωπικότητες, πού ἀντέχουν στήν προσπάθεια ἀλέσματός τους, ἐνῶ οἱ ὄχλοι ἐντυπωσιάζονται εὔκολα ἀπό τήν πανίσχυρη προπαγάνδα καί ἀπό τίς καθημερινές ἀπειλές ἀναφορικά μέ τήν οἰκογένεια, τήν ὑπηρεσία, τήν κατοικία, τόν μισθό καί τυχόν τήν ἐλευθερία, οἱ ὁποῖες ὅλες μονοπωλοῦνται ἀπό τό κόμμα. Δέν ὑπάρχει παρά μόνο ἡ δυνατότητα νά πειθαρχεῖς στό κόμμα, νά ἐργάζεσαι γι᾿ αὐτό, νά ἐκμαυλίζεσαι ὅπως τό ζητάει αὐτό, διότι ἐξαρτιέσαι γενικά ἀπ᾿ αὐτό.
Δέν ἔχουμε πιά τήν ἰδιοκτησία ὄχι γιά νά μήν μᾶς ἐκμεταλλεύονται οἱ ἄλλοι, ἀλλά γιά νά μᾶς ἀπομυζοῦν τά πάντα. Ἔχει καταργηθῆ πλέον ἀπό ἐμᾶς κάθε ἐξουσία ὄχι γιά νά μήν τυραννᾶμε τούς ἄλλους, ἀλλά γιά νά μᾶς τυραννοῦν οἱ ἄλλοι. Ἑπομένως, ὁ λαός εἶναι ἡ διακριτική ἰδιοκτησία τῆς κομμουνιστικῆς ἐξουσίας. Ἄρα οἱ λαοί μποροῦν μόνο νά ὑπακούουν, νά ἐργάζονται, νά ψεύδονται, νά πολεμοῦν καί νά διαφθείρονται βαθμιαία, σύμφωνα μέ τό σοσιαλιστικό μαρξιστικό-λενινιστικό κατεστημένο.
Οἱ φυλακές εἶναι τό κραταιό ἐπιχείρημα τῶν κομμουνιστῶν. Ἔχω μάθει ὅτι ὁ θάνατος δέν εἶναι τελικά ὁ πιό μεγάλος φόβος: Ἡ σκλαβιά μέχρι τόν ἐκμαυλισμό τῆς ψυχῆς εἶναι τό βασικό κλειδί τῆς ἀπελπισίας, ὅταν τό κακό γίνεται ἀνεπίστροφο καί δυναμικώτατο. Μέ μιά τέτοια ζωντανή, πραγματική καί πιεστική ἐμπειρία συνεχίζαμε νά ὑπάρχουμε στίς φυλακές μετά τό 1950.
Ἦταν χειμῶνας τοῦ ἔτους 1951. Πάλιν τά Χριστούγεννα. Εἴμασταν στό θεραπευτήριο-δεσμωτήριο ἀπό τό Τίργου Ὄκνα, ἕνα νέο θεραπευτήριο, προοριζόμενο νά ὑποκρύπτει τό ἀληθινό πρόσωπο τῶν φυλακῶν. Οἱ ἐδῶ φυματικοί βαστοῦσαν μέσα τους τίς ἀναμνήσεις ἀπό τό Πιτέστι, τήν Γκέρλα, τό Κανάλι, ἀπό τά ὀρυχεῖα καί τά φονικά στρατόπεδα.
Εἴχαμε ἀρκετό φαγητό, ἀλλά δέν τό ἀνέχονταν πιά οἱ φωλιασμένες στά «σπήλαια» πληγές μας. Μᾶς ἄφηναν στήν αὐλή τοῦ θεραπευτηρίου, ἀλλά περιβαλλόμασταν ἀπό δύο σειρές πολύ ὑψηλῶν τοίχων. Δέν ξυλοκοπιόμασταν πιά, ἀλλά ἀπειλούμασταν συνεχῶς μέ τήν ἐπιστροφή στό Πιτέστι ἤ στό Κανάλι. Ὑπῆρχε μιά ἰσχυρή σχέσι μεταξύ μας, ἀλλά εἴχαμε ἀνάμεσά μας καί πολλούς προδότες, προερχόμενους εἴτε ἀπό τό Πιτέστι, εἴτε ἀπό ἄλλα φοβερά μέρη της τρομοκρατίας.
Εἴμασταν σ᾿ ἕνα θεραπευτήριο, ἀλλά εἴχαμε φάρμακα μόνο στόν κατάλογο. Ὑπῆρχε καί μιά ἰατρός πού μᾶς νοσήλευε ἀλλά εἴμασταν ἑκατοντάδες ἀσθενεῖς καί καθημερινά πέθαναν ἀνά δύο-τρεῖς. Μ΄ ἕνα φέρετρο, μέ τό ἴδιο πάντα βρώμικο φέρετρο κουβαλιόνταν ὅλοι οἱ νεκροί στό κοινό νεκροταφεῖο, χωρίς σταυρό ἤ ἱερέα. Δέν ἐπιτρεπόταν νά προσευχηθεῖς οὔτε μέ τήν εὐκαιρία θανάτου κάποιου ἀνθρώπου. Δέν ὑπῆρχε οὔτε δικαίωμα γιά ἕνα κερί, δικαίωμα τόσο πολύτιμο ὅλων τῶν χιλιετῶν παραδόσεων. Δέν εἴχαμε καμμιά σχέση μέ τίς οἰκογένειές μας, καμμιά εἴδηση ἀπό τόν κόσμο. Μαθαίναμε ἀνά ἕξι μῆνες ἤ ἀκόμη ἀνά ἕνα χρόνο ἕνα σπουδαῖο πολιτικό γεγονός.
Κι ὅμως ἀκόμη ἐλπίζαμε. Μερικοί εἶχαν μιά παιδαριώδη πολιτική εὐπιστία ὥστε περίμεναν ὅτι μιά ἡμέρα θά ἔρθουν οἱ Ἀμερικάνοι. Δέν μποροῦσαν νά πιστέψουν ὅτι ἡ Δύση μᾶς ἔχει ἐγκαταλείψει στόν κομμουνισμό. Ἀκόμη δέν μάθαμε τί εἶχε γίνει στήν Γιάλτα καί, ἰδιαίτερα, πολλοί ἀπό ἐμᾶς δέν μποροῦσαν νά καταλάβουν ὅτι τά συμφωνητικά μέ τούς σοβιετικούς θά ἰσχύουν καί πέρα ἀπό τα πτώματα μας. Οἱ ἱερεῖς μας ἐστραγγαλίζονταν μαζί μέ τούς λόγιους, τούς ἐργάτες καί τούς ἀγρότες. Ἦταν δεκαπλάσιοι ἐργάτες στίς φυλακές ἀπό ἐκείνους πού βρίσκονταν στό Κομμουνιστικό Κόμμα. Καί αὐτό γινόταν σ΄ ἕνα καθεστώς δῆθεν ἐργατικό.
Λόγῳ τῶν κρατουμένων πού ἦταν τῆς ὑψηλῆς κοινωνίας στήν φυλακή, ἡ ἀτμόσφαιρα στό δεσμωτήριο τοῦ Τίργου Ὄκνα ἦταν πολύ ὑψηλῆς ποιότητας. Πρῶτα ἐξεταζόταν ἡ εἰλικρινής θρησκευτικότητά τους, μέ μία ἐντυπωσιακή καί πηγαία ἐπικοινωνία μεταξύ τους, πού γινόταν κοντά καί γύρω ἀπό τόν Βαλέριο Γκαφένκου, ἕνας ἔξυπνο καί καλοκάγαθο ἄνθρωπος, στόν ὁποῖο κατοικοῦσε ὁ Χριστός.
Ἀνακαλυπτόταν ὁ Χριστιανισμός στήν ἀρχική του μορφή. Βιωνόταν ἡ νοερά προσευχή, ὅπως στίς ἐποχές τῆς παραδοσιακῆς παλαιά πνευματικότητας. Οἱ ψυχές καθαρίζονταν μέσω τῆς ἱερᾶς ἐξομολόγησης καί ἀλληλοπαθῶν εἰλικρινῶν καί φιλικῶν ἐξομολογήσεων. Ἡ ἀγάπη μεταξύ μας ἦταν τόσο δυνατή ὥστε δέν μποροῦσε νά τήν χαλάσει ἡ πιό ὀδυνηρή τρομάρα στήν ὁποία ζούσαμε. Ὅσο μᾶς ἔσφιγγε ὁ κύκλος τοῦ μίσους, τόσο μᾶς ἕνωνε ἡ ἀγάπη μεταξύ μας. Δέν χρειάζονταν οὔτε λόγια, διότι αἰσθανόταν ἀμέσως τό πνεῦμα τοῦ καθενός, εἴτε ἦταν καλός ἤ κακός ὁ τάδε καί ὁ τάδε ἄνθρωπος.
Ὑπῆρχε ἕνας μεγάλος ἀγώνας αὐτοθυσίας ἀλλήλων. Κανένας δέν ἀνῆκε μόνο στόν ἑαυτό του, ἀλλά στήν κοινωνία. Τά πάντα ἦταν κοινά καί ὁ καθένας ἔδινε μέ χαρά καί τό πουκάμισο, καί τό ψωμί, καί τό φάρμακο, ἀκόμη καί τήν ζωή του. Ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο, ὁ ἕνας γιά ὅλους καί ὅλοι γιά ἕναν. Εἴμασταν μιά ψυχή, μιά θέληση, ἕνας νοῦς, μιά ἐλπίδα. Ὁ καθένας ἦταν ἕνας θησαυρός τῶν ὅλων. Ἔτσι μεγαλώναμε πνευματικά καί ἑνωνόμασταν ὅλο καί περισσότερο μέ τόν Χριστό, τόν ὁποῖο νοιώθαμε ζωντανόν, παρόντα καί ἐνεργόν. Ἀλλά καί ὁ ἀντίχριστος ἦταν αἰφνίδιος, θηριώδης καί βασανιστικά παρών.
Ὅταν ἕνας ἀπό ἐμᾶς ἦταν σέ ψυχικό κίνδυνο, καί φοβισμένος γιά νά πέσει, ὅλοι τόν βοηθοῦσαν. Ἐκεῖ ἔμαθα πόσο ἀναγκαία ἦταν ὄχι μόνο ἡ προσευχή ἑνός γιά τόν ἄλλο, ἀλλά καί ἡ ἀγάπη, ἡ ὁμολογία, ὁ λόγος, ἡ ώθηση, τό παράδειγμα, τό θάρρος καί ὁ κίνδυνος νᾶ σηκώνεις τό βάρος τοῦ ἄλλου. Ὅλοι περνούσαμε δύσκολες σωματικές καί ψυχικές δοκιμασίες καί ἄν δέν ὑπῆρχε ἡ στενή πνευματική μας σχέση, ἡ ἀκαταπόνητη προστασία καί ἡ ἀπόλυτη αὐτοθυσία, ὅλοι θά πέφταμε, σ΄ ἐκεῖνες τίς ἀβάστακτες συνθῆκες.
Οἱ δυνάμεις τῆς ἀντοχῆς μας συγκεντρώνονταν στόν Βαλέριο καί ἀπ᾿ αὐτόν μεγάλωναν οἱ πνευματικές μας δυνάμεις. Πηγαίναμε σ΄ αὐτόν νά πάρουμε ἐνίσχυση ὅποτε ἀδυνατοῦσαν οἱ ψυχές μας. Τόν νοιώθαμε σάν μιά πηγή χάριτος πού μᾶς ἕνωνε μέ τόν οὐρανό καί μᾶς προφύλαγε ἀπό τήν κόλαση στήν ὁποία ζούσαμε. Γύρω του ἐκάθοντο, χωρίς ἐκ τῶν προτέρων νά καθορισθῆ ἡ θέση τους, ὅλοι ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι γιά νά ἀκούσουν κάτι τό πνευματικό ἀπό τό στόμα τοῦ Βαλερίου. Ἐκεῖ τότε ἄλλοι γιά πρώτη φορά ἐγνώριζαν κάτι γιά τήν πίστη, ἄλλοι προσπαθοῦσαν καί ἄλλοι, πιό ἀπόμακροι ἔδειχναν μόνο ἕνα σεβασμό χωρίς ὑποκρισία. Ἀλλά κι αὐτοί ἀνέπνεαν τόν ἴδιο ἀέρα. Οἱ πιό ἀπόμακροι ἀπό τό κέντρο ἦταν οἱ ἀναμορφωτές καί οἱ προδότες, πού ἀποτελοῦσαν τόν πύρινο κύκλο στόν ὁποῖο ἐκαίγοντο οἱ ψυχές μας.
Προσπάθησαν πολλές φορές καί οἱ ἀναμορφωτές νά δημιουργήσουν ἕνα κέντρο συγκέντρωσης τῶν πνευμάτων τοῦ σκότους, ἀλλά δέν τό κατάφεραν, ἀλλά παρέμειναν ὑποτακτικοί τῶν Ἀρχῶν τους. Ἀπό τούς κομμουνιστές καί τούς δεσμοφύλακες ἀμυνόμασταν πιό εὔκολα, διότι μᾶς διαχώριζαν οἱ στολές καί τό νομικό καταστατικό. Αὐτοί ἦταν οἱ ἄρχοντες, ἐμεῖς οἱ δοῦλοι. Πολύ πιό δύσκολο ὅμως μπορούσαμε νά προφυλαχθοῦμε ἀπό τούς ἀναμορφωτές, ἀπό τούς ὁποίους –παρόλο πού ζούσαμε τόσο συναγμένοι, κυκλωμένοι ἀπό τούς ἴδιους τοίχους καί ροκανισμένοι ἀπό τούς ἴδιους βακίλους τῆς φυματίωσης, εἴμασταν ὅμως ρητά, κατηγορηματικά καί δραματικά χωρισμένοι.
Ὑπῆρχε, ὅμως, τό προτέρημα ὅτι δέν εἴχαμε τήν ἔκπληξη τῶν κρυφῶν προδοτῶν κατασκόπων. Γνωριζόμασταν πολύ καλά μεταξύ μας καί ζούσαμε σέ δύο ξεχωριστούς κόσμους. Ἔστω κι ἄν κάποιος δέν εἶχε τήν ἰκανότητα νά μπολιαστεῖ στίς συνειδήσεις μας καί νά διακρίνει μεταξύ τῶν διαφορετικῶν πνευμάτων πού μᾶς κυριαρχοῦσαν, οἱ δύο ὁμάδες ἀνθρώπων μποροῦσαν νά διαφοροποιηθοῦν μέσω τῆς θωριᾶς, ματιᾶς, χειρονομιῶν, κινήσεων καί συμπεριφορᾶς.
Ὁ τύπος ἑνός χριστιανοῦ ἦταν ἤρεμος, ἤπιος, ἀπασχολημένος μέ λογισμούς, πού ἐκδηλώνονταν σέ καλές πράξεις, στήν διάθεση αὐτοθυσίας, στήν μεγάλη ὑπομονή, σέ μιά περιεκτική καί βαθειά ἀντίληψη τῶν πραγμάτων, ὥστε ἡ ματιά ἦταν φωτεινή, τά πρόσωπα ἦταν γελαστά, οἱ κινήσεις ἦταν σοβαρές καί διατεταγμένες. Ἦταν ἄνθρωποι πού χαροποιοῦσαν καί τόν ἀέρα καί κατέβαζαν τόν οὐρανό στήν γῆ.
Διαφορετικός ἀπ᾿ αὐτούς ἦταν ὁ τύπος τοῦ σατανᾶ. Ἦταν ἀνήσυχος, βιαστικός, ἀμφίβολος, φοβισμένος, τεταμένος, ἄδειος ἐσωτερικά, πάντα τρέχοντας ἀπό τήν δική του συνείδηση, μέ ὑαλώδη ματιά, μέ περιφρονητικό χαμόγελο, ἔχοντας πονηρία στό πρόσωπο καί μῖσος στόν λόγο. Ἦταν ἀνειλικρινεῖς ἄνθρωποι, πάντα σέ καρτέρι, ἐγωϊστικοί, μέ τήν ὕβρη στό στόμα καί ἕτοιμοι μέ διαταγή γιά φρικιαστικά ἐγκλήματα.
Ὑπῆρξαν καί μερικοί ἀναμορφωτές πού κατάφεραν νά διορθωθοῦν καί δέχθηκαν μέ θερμότητα τήν χριστιανική κοινωνία. Ὑπῆρξαν καί ἄλλοι πού προσποιήθηκαν τήν μετάνοια γιά νά μᾶς κατασκοπεύσουν, ἀλλά αὐτοί διεκρίνοντο πολύ εὔκολα, διότι οἱ ψυχές μας ἦταν τόσο πολύ εὐαισθητοποιημένες, ὥστε διέκριναν εὔκολα τά πνεύματα.
Παρόλο πού οἱ ἀναμορφωτές μᾶς τρομοκρατοῦσαν, τούς ἀγαπούσαμε καί προσευχόμασταν γι΄αὐτούς, διότι στούς περισσοτέρους βλέπαμε παλαιούς φίλους, καλούς ἀνθρώπους, μεταμορφωμένους σέ παλιανθρώπους διά τῆς τρομάρας τῆς μαρξιστικῆς-λενινιστικῆς “ἀναμόρφωσης”. Ἕνας μηχανισμός δῆθεν λογικός, ὁ ὁποῖος διέλυε ἐσωτερικά τόν ἄνθρωπο καί μετά προσπαθοῦσε μέ ἐκτρωματικές μεθόδους, νά τόν κάνει σοσιαλιστή, ἐνῶ στήν ἀλήθεια τόν μετέτρεπε σέ ἄγριο θηρίο. Καί κανένας δέν μπορεῖ νά γλυτώσει χωρίς ταλαιπωρίες ἀπό τήν σειρά βασανιστηρίων τῆς ὑλιστικῆς-διαλεκτικῆς “ἀναμόρφωσης”.
Τά ἀποτελέσματα τῆς “ἀναμόρφωσης” καί τῆς μαρξιστικής ἀγωγῆς εἶναι ἀποκλειστικῶς ἐγκληματικά, θηριώδη, παρηκμασμένα, ἀπάνθρωπα, τά ὁποῖα καθαιροῦν τήν ἴδια τήν ἀνθρώπινη φύση. Ἁρπάχθηκαν ἀπό τούς ἀνθρώπους τά ὑπάρχοντά τους, ἀλλά αὐτοί ἔγιναν πιό ἐγωϊστικοί, πιό κλέφτες καί ποτέ δέν τά παρεχώρησαν αὐτά αὐτοπροαίρετα. Τούς ἐπέβαλε νά κάνουν αὐτά τό Κόμμα, ἡ δῆθεν δικαιοσύνη καί ἡ κοινωνική ἰσότητα, ἀλλά μισοῦνται περισσότερο μεταξύ τους, ἀλληλοβασανίζονται πιό πολύ, ἔγιναν ἀκόμη πιό σαδιστές, διότι δέν πηγάζουν ἀπό μέσα τους οὔτε ἡ ἀγάπη γιά τούς συνἀνθρώπους τους, οὔτε ἡ καλωσύνη, οὔτε ἡ ἰσότητα, ἀλλά εἶναι ἀδιάφοροι ἀλλήλους.
Ὑποσχέθηκαν στούς ἀνθρώπους τόν παράδεισο ἐδῶ στήν γῆ, ἀλλά τό Κόμμα τούς ἀπηγόρευσε ταὐτόχρονα τόν παράδεισο τοῦ οὐρανοῦ. Τούς προσφέρθηκε ἡ ἀπόλαυση τῶν αἰσθήσεων, ἀλλά ἔχασαν τήν χαρά τῆς ψυχῆς τους. Τούς ὑποσχέθηκαν ὅτι ὅλα θα εἶναι καλά καί ὄμορφα, ἀλλά μέσα τους δέν ὑπῆρχε οὔτε τό καλό, οὔτε ἡ ὀμορφιά καί ὅταν ἐξαφανίστηκε καί ἡ ἐπιδίωξη τῶν οὐρανῶν, ἔνοιωσαν ὅτι εἶναι φυλακισμένοι στήν γῆ. Καί ὅταν δελεάστηκαν μέ τά σαρκικά πάθη, ἔγιναν θηρία καί κτήνη, χωρίς ψυχές ἤ συνείδηση, ἀμαυρώνοντας τά πάντα γύρω τους. Διότι τελικά οἱ ἄνθρωποι, πού δέν ἁγιάζονται μέσα τους, βρωμίζουν τόν κόσμο μέ ὅ,τι εἶναι πιό κακό καί πιό ἀκάθαρτο ἔχουν μέσα τους. Ἑπομένως, ὅλο τό καλό πού ἐκβιάζει νά γίνει δεκτό ἀπό τίς συνειδήσεις τους, μόνο κακό καί ἀνατρεπτικό μπορεῖ νά εἶναι.
Στήν Τίργου Ὄκνα ἦταν ἄνθρωποι πού ποθοῦσαν νά εἶναι τοῦ Χριστοῦ, σάν τούς ἁγίους. Ἄλλοι ἄνθρωποι τρομοκρατημένοι ἀπό τό καθεστώς, τελικά ἔγιναν μαρξιστές καί ἦταν σάν τούς δαίμονες. Ἦταν μιά ἐντυπωσιακή ἐμπειρία, μέ τίς πιό ἀντιφατικές συντεταγμένες τῆς ὕπαρξης καί τῆς ἀνθρώπινης φύσης.
Δέν ἦταν ἔντονη στό δεσμωτήριο μόνο ἡ πνευματική ζωή, ἀλλά ταὐτόχρονα καί ἡ διανοητική, ἡ πολιτική καί ἡ ἀνθρώπινἡ ζωή. Σ΄ ἐκεῖνες τίς δύσκολες συνθῆκες ὁ καθένας διέθετε στούς ἄλλους ὅ,τι ἤξερε. Ὁ ἕνας μιλοῦσε γιά τήν ἰατρική, ὁ ἄλλος γιά τήν φιλολογία, ὁ ἄλλος τήν ἱστορία, ὁ ἄλλος τήν ἐπιστήμη, ὁ ἄλλος τήν πολιτική. Ἀκόμη καί οἱ ταπεινές γνώσεις ὅπως εἶναι ἡ δουλειά τῶν ἀγροτῶν καί τῶν βοσκῶν ἐσυζητοῦντο καί γίνονταν κοινά ἀγαθά.
Μαθαίναμε νά σκεφτόμαστε πολιτικά, διότι κάθε πολιτική ἔχει τήν φιλοσοφία της, τίς μεθόδους της, τήν πνευματικότητα της καί τό ἐπίπεδό τῆς μεγάλης ἀνθρώπινης σημασίας της. Ἐμβαθύναμε στίς ἰδεολογίες καί στίς ψυχολογίες μέχρι νά βροῦμε τό πνευματικό τους περιεχόμενο. Μελετούσαμε καί τά διάφορα πολιτικά-κοινωνικά μοντέλα, μέχρι τά τελευταία τους ἀποτελέσματα.
Ἔτσι ἐμάθαμε πολιτική, χωρίς νά γνωρίζουμε τά ὅρια της. Καταλάβαμε ὅτι ἡ τελευταία ἐλπίδα ἀπολύτρωσης τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἡ πνευματικότητα καί ὅτι ὅλα τά ἄλλα ἐπίπεδα πρέπει νά ὑποτάσσονται σ᾿ αὐτήν. Καί ἡ πνευματικότητα σημαίνει πρῶτον ἐλευθερία – ἀλλά μέ τήν ἀληθινή της ἔννοια, διότι ἀλλιῶς ἡ ἴδια ἐλευθερία ἀνοίγει τίς πύλες τῆς ἄρνησης τοῦ καλοῦ καί τῆς διολίσθησης ἀπό πλάνη σε πλάνη, μέχρι τό μεγάλο σκοτάδι τῆς ἀθεΐας.
Πέρα ἀπό πολιτική καί φιλοσοφία, στά δεσμωτήρια τῆς πόλεως Τίργου Ὄκνα διδασκόταν λογοτεχνία, ἰδιαίτερα ἡ ποίηση, καθώς καί ἡ μουσική. Ἐπίσης, μαθαίνονταν ἀπέξω τά Εὐαγγέλια, οἱ Χαιρετισμοί καί χιλιάδες στίχοι. Ἔμαθαν οἱ κρατούμενιοι ξένες γλῶσσες καί μερικοί ἔγιναν πραγματικοί γλωσσομαθεῖς. Μάθαιναν τίς λέξεις προφορικά ἤ συχνά μέ σημειώματα σέ σαπούνι, στήν ζώνη ἤ σ᾿ ἕνα μπουκαλάκι φαρμάκων σκεπαστό μέ λιπαρά καί μέ τάλκ πούδρα. Ἐγράφοντο οἱ λέξεις μέ μιά ἀκίδα σύρματος ἤ μέ ἕνα λεπτό ξύλο σάν σουβλί.
Ἔγιναν ἀκόμη καί συστηματικά μαθήματα, στό τέλος τῶν ὁποίων οἱ φοιτητές κρατούμενοι ἦταν ἕτοιμοι νά περάσουν μέ ἐπιτυχία τίς εξετάσεις, ἀλλά δυστυχῶς δέν πρόλαβαν ποτέ ἐκείνη τήν εὐτυχισμένη ἡμέρα. Γίνονταν φιλοσοφικές καί ἐπιστημονικές εἰσηγήσεις μεγάλης διανοητικῆς ἀξίας. Ἁπλοί ἄνθρωποι ἀνέπτυσαν εὐχερῶς ἐκλεκτικές ἰδέες καί θεωρίες, θαμπώνοντας συχνά μέ τήν ἱκανότητα τους για σύνθεση ἀκόμη καί τούς πιό σπουδαίους λόγιους.
Ὅλα αὐτά καί πολλά ὅμοια ἐμπλούτισαν τίς ψυχές καί τίς σκέψεις τῶν ἐκεῖ κρατουμένων ἀνθρώπων. Ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι δέν διαχωρίζονταν σέ πολιτικά κόμματα, οὔτε σέ κοινωνικές τάξεις ἤ σέ ὑπηκοότητες. Ἐκεῖ ἀνώτατη ἀξία ἦταν ὁ ἅγιος ἄνθρωπος, ἡ ἁγία ζωή, τό ἁγιασμένο πνεῦμα. Οἱ ἀξίες ἱεραρχοῦνταν μόνες τους, ὅπως καί οἱ ἄνθρωποι, πού δέν εἶχαν στήν φυλακή πιά τά μέσα γιά νά κρύψουν τά κουσούρια τους.
Εἴμασταν φυλακισμένοι ἐκεῖ, χωρίς ἐλπίδα ἀποφυλάκισης, τρομοκρατημένοι, ἄρρωστοι καί ἀπομονωμένοι. Πολλοί ἦταν ἀνάπηροι καί φρακαρισμένοι στό κρεβάτι. Αὐτοί μεταφέρονταν στά δωμάτια τοῦ ἰσογείου, ἐνῶ ἐμεῖς, οἱ ἀπό τόν πρῶτο καί τόν δεύτερο ὄροφο, οἱ καλλίτερα πιό ὑγιεῖς, εἴχαμε διοργανώσει ἕνα πρόγραμμα ἐθελοντικῆς ἐργασίας γι᾿ αὐτούς. Ἡ ἀφοσίωση τῆς διακονίας μας ἦταν ὁλική, μέχρι τήν κατάπτωσή μας. Στήν ἀγάπη μέ τήν ὁποία ὑπηρετοῦσαν τούς φυματικούς, καί οἱ φυματικοί ἀπαντοῦσαν μέ ἴδια ἀγάπη, μέ εὐγνωμοσύνη καί αἰσθητικότητα.
Τούς βαρύτερα ἀπό μᾶς ἀσθενεῖς τούς ἐτρέφαμε, τούς πλέναμε, τούς ξεβρωμίζαμε, δηλαδή τούς ἐπιτελούσαμε ὅλες τίς ἀνάγκες τους. Ὁ χοντρός, ὑπόκωφος, ξερός βήχας τους ἀντιβούϊζε συνεχῶς καί συνοδευόταν μέ τό περίεργο κελάδημα τῶν κουκουβαγιῶν. Οἱ αἱμοπτύσεις ἦταν ἁλματώδες, συχνά παράφορες καί ἐξαντλοῦσαν τούς ἀσθενεῖς, ἀλλά καί τούς πρόχειρους νοσοκόμους. Εἴχαμε μάθει πόσο καιρό ἀκόμη ἔχει νά ζήσει ὁ καθένας ἀπό τήν ὄψη, τήν ὀσμή, τήν γενική κατάστασή του, πέρα ἀπό τίς ἰατρικές διαγνώσεις.
Τά δωμάτια 3 καί 4 ἦταν οἱ νεκροθάλαμοι. Ἐδῶ ἀπέθαναν οἱ περισσότεροι ἀπό ἐμᾶς. Ἐδῶ τούς ὑπηρετούσαμε ἡμέρα-νύχτα. Καί ἐπειδή ἤμουν ἀπό τούς σχεδόν ἐγκρίτους κρατουμένους, τήν νύχτα τῶν Χριστουγέννων ἤθελα νά ὑπηρετῶ στό δωμάτιο 4.
Ἦταν ἕνας ἀτάραχος χειμώνας, μέ χιόνια, ἀλλά χωρίς παγωνιά. Οἱ γύρω λόφοι εἶχαν ἀσπρίσει. Οἱ καμπάνες τῆς Σκήτης μας ἀνήγγειλλαν τίς προσευχές τῶν μοναχῶν καί ἑνωνόμασταν μαζί μ᾿ αὐτούς καί μέ ὅλη τήν χριστιανική πνοή σέ μιά μυστική προσευχή Ἐσκεπάζοντο οἱ σιωπηλές προσευχές μας πού ξεχείλιζαν τόν ἀέρα ἀπ᾿ αὐτούς τούς βλάστημους ἀνθρώπους πού καταριόνταν καί ὕβριζαν τούς κρατουμένους, πού ἦταν μεταξύ ζωῆς θανάτου. Αὐτές οἱ προσευχές μας ἔφθαναν στούς οὐρανούς καί τούς κατέβαζαν στήν γῆ καί πιστεύω ὅτι ὁ Θεός θά ἐλεήσει αὐτόν τόν κόσμο καί γι΄ αὐτές τίς μεγάλες καί πιστές ψυχές ἀπό τό Τίργου Ὄκνα.
Στό δωμάτιο 4 ἦταν τότε τοποθετημένοι, μεταξύ τῶν ἄλλων, καί ὁ ἀρχιμανδρίτης Γεράσιμος Ἴσκου, δίπλα του ἕνας ἑβραῖος καί πρώην σοβιετικός, τώρα σιωνιστής καί, ἐπί τέλους, ὁ Ἰωάννης, ὁ φίλος μου ἀπό τό Πιτέστι, πού ἦταν βαρειά ἄρρωστος. Στήν δεξιά πλευρά τοῦ δωματίου, σ΄ ἕνα κρεβάτι ἦταν ὁ Βαλέριος, ὁ πιό αγαπημένος μου ἀδελφός.
Ὁ Ἰωάννης καί ὁ πατήρ Γεράσιμος ἦταν ἕτοιμοθάνατοι. Ὁ Βαλέριος εἶχε ξαποστάσει λίγο καί, μετά ἀπό τήν κανονική βραδυνή προσευχή, τώρα προσηλωνόταν για νά καταρτίσει μερικά ποιήματα. Ἐπίσης, ἤθελε αὐτήν τήν νύχτα νά ἀφιερώσει ἕνα ἰδιαίτερο κάλαντο γιά τήν Τίργου Ὄκνα.
Πλησίασα ἁπλά τόν πατέρα Γεράσιμο, πού καθόταν μέ τά μάτια κλειστά. Ἦταν ἀδύνατος σάν ἕνα φάντασμα. Ἦταν στό Κανάλι, ὅπου ἐργαζόταν 16 ὧρες τήν ἡμέρα, καί στήν συνέχεια ἄλλες τρεῖς ὧρες διαχειριστικοῦ προγράμματος. Εἶχε μεταφερθεῖ ἐκεῖ στήν εἰδική ταξιαρχεία γιά ἱερεῖς, μέ γρήγορο κανονισμό ἀφανισμοῦ. Στό Κανάλι ὁ πατήρ Γεράσιμος ἐνεθάρρυνε πολύ τούς φίλους του, βοηθοῦσε πολλούς στήν δουλειά καί ἦταν στήν διάθεση ὅλων γιά ὀρθόδοξες Ἀκολουθίες. Ἐξασκοῦσε τήν νοερά προσευχή καί εἶχε πνευματικά ἐφόδια, πού τόν κρατοῦσαν γερό ἐπάνω ἀπό ὅλες τίς βρωμιές.
Οἱ προδότες ὅμως τόν ἐπρόδωσαν πάρα πολλές φορές ὅτι ἐξωμολογοῦσε καί κοινωνοῦσε ἄλλους κρατουμένους. Ὁπότε τόν ἐκτύπησαν ἄγρια, τόν ἀπομόνωσαν, τοῦ ἐπέβαλλαν ἀναγκαστική πείνα καί τόν τρομοκράτησαν. Ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ὅμως ἀπό κρέας καί κόκκαλα, τό πνεῦμα δέν βλάπτεται ἀπό τούς νόμους τῆς ζωῆς. Ἔτσι ὁ ἁγιασμένος ἀσκητής ἀρρώστησε ἀπό φυματίωση, ἔπεσε στό κρεβάτι καί, σχεδόν ἕτοιμοθάνατος, μεταφέρθηκε στήν Τίργου Ὄκνα, νά πεθάνει ἀνθρωπιστικά.
Ἡ παρουσία του στό θεραπευτήριο ἦταν ἀποκαλυπτική τῆς τέχνης πού διέθετε γιά νά μπαίνει μέσα στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων καί νά τούς ἐνθαρρύνει. Ἦταν πολύ ἔμπειρος σάν ἐξομολόγος. Προσφερόταν μέ χαρά στούς φυλακισμένους πού τόν ζητοῦσαν, παρόλο πού ὁ ἴδιος ὑπέφερε ἀπό τούς πόνους του.
Ἔδινε ἀκόμη ὁδηγίες γιά ἡσυχαστκή ζωή, ὄχι μόνο ἀπό διαβάσματά του, ἀλλά ἀπό τήν πλούσια μυστική ἐμπειρία του. Δέν ἀρνούμασταν οὔτε κἄν γιά μιά στιγμή τά ἐπιτελεσμένα Μυστήρια στό ἱερό Βῆμα, ἁπλᾶ ὁμολογοῦμε ὅτι ἡ χάρη ἀναδεικνύεται πολύ ἔντονα καί διά τῶν ἁγίων της. Ἔτσι ἔνοιωθα καί ἐνώπιον τοῦ πατρός Γερασίμου.
Μέ ντροπή, λοιπόν, τόν πλησίασα, γιά νά δῶ πῶς πάει. Μέ ἀντιλήφθηκε καί ἄνοιξε τά μεγάλα, μελανά καί βαθειά του μάτια:
-Ἦλθες; …Χαίρομαι. Ἤμουν μακριά, σέ μέρη τῆς πρασινάδας, τῆς ψαλμωδίας καί τῆς εὐωδίας, πού ἦταν φτιαγμένα ἀπό φῶτα. Ἐκεῖ εἶναι θαυμάσια. Εἶναι εἰρήνη. Δέν μπορῶ νά ἐκφράσω μέ λόγια τί εἶναι ἐκεῖ. Εἶναι τόση εὐτυχία, ὥστε ἀκόμη καί ἡ χαρά τῆς ὄψης σου εἶναι μιά θλίψη λόγῳ τῆς ἀντίθεσης τῶν δύο κόσμων. Θά φύγω σύντομα, μπορεῖ καί τώρα, στήν νύχτα τῶν Χριστουγέννων. Καί αὐτό εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ. Δέν ξέρω πώς νά τόν εὐχαριστήσω … Δέν ξέρω πῶς νά κάνω τούς ἀνθρώπους νά ζοῦν τόν Θεό, τήν ἀπόλυτη χαρά … Ἔχω τήν βεβαιότητα τῆς αἰώνιας ζωῆς, συμμετέχω ἤδη σ᾿ αὐτήν. Δέν μέ φοβίζει οὔτε ἡ Κρίση, διότι πάω μέ ταπεινή σκέψη καί μέ ἐλπίδα μόνο στό ἔλεος καί στό δῶρο τοῦ Κυρίου … Τά πνεύματα τοῦ σκότους τώρα κυβερνοῦν τούς ἀνθρώπους, ἀλλά νά μήν φοβᾶστε. Ὁ Χριστός εἶναι κοντά, ἐξετάζει τόν κόσμο. Καί ὁ κόσμος χρειάζεται πολλή θλίψη … Οἱ ἐχθροί νομίζουν ὅτι ἔχουμε νικηθεῖ, ἀλλά αὐτοί ἀρνοῦνται τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ στήν ἱστορία καί δέν γνωρίζουν τά θελήματα Αὐτοῦ …
Σταμάτησε λίγο, ἀνάπνευσε βαθειά, μετά συνέχισε:
-Ἐδῶ κάποτε θά γίνονται προσκυνήματα … Σήμερα εἴμαστε λίγοι, ἀλλά ἀκόμη ὑπάρχει πίστη στόν κόσμο καί ὁ κόσμος θά λυτρωθεῖ. Αὐτό τώρα φαίνεται ἀπίστευτο, ἀλλά πέρα ἀπό τά ἀνθρώπινα μέσα ὑπάρχει μιά θεϊκή παιδαγωγική καί αὐτή θά ἀναγεννήσει τήν ἀνθρωπότητα. Λοιπόν, νά εἶστε ὅλοι εὐλογημένοι! Ἐγνώρισα ἐδῶ ἀνθρώπους μπροστά στούς οποίους ὁ νοῦς μου ταπεινώνεται. Πές στόν Βαλέριο νά προσεύχεται γιά μένα. Νά προσευχηθεῖτε κι ἐσεῖς! Εἶμαι εὐτυχής πού ἔφτασα αὐτήν τήν ὥρα …
Μιλοῦσε ἀργά, ἀλλά μέ μεγάλη δύναμη, ὥστε ἤμουν βαθειά ἐντυπωσιασμένος. Ἔκλεισε πάλιν τά μάτια καί ἀποτραβήχτηκε στήν πόρτα τῆς αἰώνιας ζωῆς. Τήν συνομιλία μου μέ τόν πατέρα Γεράσιμο τήν εἶχε ἀκούσει συγκινημένος ὁ ἑβραῖος Ἰάκωβος, πού ἦταν στό διπλανό κρεβάτι. Ἔβαλα τό χέρι μου στό μέτωπο του:
-Ἔχεις πυρετό; Τόν ρώτησα.
-Ὄχι, μοῦ ἀπάντησε αὐτός. Αἰσθάνομαι καλά … ἐδῶ εἶναι ἕνας κόσμος πού δέν ἔχω σκεφτεῖ ὅτι μπορεῖ νά ὑπάρχει. Πάντως εἶναι ἕνας τελείως ἀντίθετος κόσμος σέ σύγκριση μ᾿ ἐκεῖνο πού ἔχω ἐγώ. Εἶναι συνταρακτικό γιά μένα νά σμίξω πνευματικά στήν χριστιανική ἀτμόσφαιρα πού τήν ἀπώθησα μέ ἐμπάθεια σ᾿ ὅλη τήν ζωή μου, πρῶτον μέσῳ τοῦ ὑλισμοῦ καί δεύτερον, διά τοῦ σιωνισμοῦ. Ἡ νύχτα τῶν Χριστουγέννων, ἡ ὁποία πάντα προκαλοῦσε λαχτάρα στήν ψυχή μου, σήμερα μέ πλημμυρίζει διά τῆς θεϊκῆς της πραγματικότητας. Διότι αὐτά πού γίνονται ἐδῶ δέν εἶναι ἀνθρώπινες καί φυσικές ενέργειες, ἀλλά θεϊκές. Τό λέει αὐτό ἕνας ὑλιστής, ἕνας ἄθεος κι ἕνας ἑβραῖος! … Καί ἡ ὁμολογία μου δέν εἶναι μιά φάρσα. Μπροστά στόν θάνατο ὁ ἄνθρωπος γίνεται εἰλικρινής καί ἔχει τήν δυνατότητα νά δεῖ τήν ἀλήθεια. Μᾶλλον σέ ξαφνιάζει αὐτή ἡ ὁμολογία, ἀλλά αὐτή γεννήθηκε μέσα μου σιγά-σιγά, πέρα ἀπό τήν θέλησή μου, σάν μιά ἀπαραίτητη ἀναγνώριση τῆς πραγματικότητας. Ὁ ἀληθινός Θεός εἶναι ὁ Χριστός!
Λέγοντας αὐτά τά λόγια, ἔκλαιγε. Ἦταν βαθειά συγκινημένος. Προσπαθοῦσα νά τόν καταλάβω, νά συμμετάσχω στήν δραματική στιγμή πού ζοῦσε. Σιώπησε γιά ἕνα διάστημα. Ἔκατσα δίπλα του στό κρεβάτι, κρατώντας τό χέρι του στά χέρια μου. Προσευχόμουν ἀπό τήν καρδιά μου. Τί περισσότερο θά μποροῦσα νά κάνω;
Ἤξερα καλά ὅτι ἐγώ δέν μπορῶ νά καταλάβω τόν ψυχικό συναισθηματισμό του, διότι ἐγώ γεννήθηκα χριστιανός καί ἔχω ζήσει χριστιανικά, ἐνῶ αὐτός ἦταν μωσαϊκός, ἔγινε κομμουνιστής καί τώρα σιωνιστής. Μιά τέτοια ψυχή περνάει διά ὀδυνηρῶν τραυματισμῶν κάθε φορά πού κάνει μιά καινούργια ἀνακάλυψη στά πνευματικά. Καί ἡ τώρα χριστιανική ὁμολογία του ἦταν μιά κατηγορηματική καί ἀνεπίστρεπτη ἀναστροφή ὁλοκλήρου τοῦ παρελθόντος.
- Σ΄ εὐχαριστῶ πού μέ ἀφουγκράστηκες, μοῦ εἶπε μετά ἀπό ἕνα διάστημα. Μπορεῖ σύντομα νά ἤμαστε ἀδέλφια ἐν Χριστῶ!
- Νά σέ βοηθήσει ὁ Θεός! τοῦ εἶπα συγκινημένος καί σηκώθηκα νά πάω στόν Ἰωάννη.
Ο Ἰωάννης ἀνέπνεε γρήγορα καί εἶχε πυρετό. Τό πρόσωπό του ἦταν χλωμό καί ἐξουθενωμένο. Ἡ φύση ὅμως διατηροῦσε ἀκόμη μιά ζωτική ἰσορροπία μέσα του. Ἤξερα ὅτι ὁ θάνατος ἦταν κοντά. Τό ἤξερε καί ὁ ἴδιος.
- Σήμερα ἐξωμολογήθηκα καί ἑτοιμάσθηκα γιά ἀναχώρηση, μοῦ εἶπε. Λυπᾶμαι, ὅμως, πού πεθαίνω καί δέν βλέπω τήν λύτρωση τῆς Χώρας …
Σταμάτησε γιά νά ξεκουραστεῖ. Ἀνάπνεε δύσκολα.
- Μόνο ἡ πίστη στόν Θεό μου παρέμεινε. Μᾶλλον τουλάχιστόν τώρα, σ΄ αὐτήν τήν ἱστορική στενότητα, ὁ κόσμος θά καταλάβει τί εἶναι ὄντως ἡ πίστη στόν Θεό! … Τώρα γιά μένα εἶναι ἀργά … Σβήνομαι … Συχνά ἔχω τήν ἐντύπωση ὅτι γίνεται σκοτάδι, μετά ξεσπάζει ἕνα θαμπωτικό φῶς. ἀπό τήν πόρτα τοῦ θανάτου τά μυστήρια τῆς ζωῆς φαίνονται πιό κοντά. Κρῖμα πού δέν τά εἶδα ἔτσι σ᾿ ὅλη τήν ζωή μου! Ὁ ἀδελφός μου, ὁ πολεμιστής, ἦταν ἕνας ἀσύγκριτα μεγάλος ἄνθρωπος ἀπό μένα, ἕνας ὁραματιστής!
- Ἡσύχασε! τοῦ εἶπα. Εἶσαι καταβεβλημένος.
- Ἔτσι ἦταν γραμμένο νά πεθάνω στά χέρια σου, συνέχισε αὐτός. Σέ ἀγάπησα καί σέ θαύμασα πολύ. Ὁ Θεός νά σέ βοηθήσει!
-Ἀδελφέ, τοῦ ἀπάντησα, σοῦ ὀφείλω ἀμέτρητα. Ἤσουν πιό ἀνδρεῖος ἀπό μένα. Μόνο ὁ Θεός μπορεῖ νά σέ ἀνταμείψει γιά τήν ἀγάπη πού ἔδειξες στήν ζωή σου, ἀγάπη γιά μένα, γιά ἄλλους. Δέν θά σέ ξεχάσω ποτέ!
Ὕστερα ἀπό μιά μεγάλη σιωπή, μοῦ εἶπε:
-Σέ παρακαλῶ, πές στόν Ἰάκωβο νά μέ συγχωρέσει. Εἶχα συχνές παρεξηγήσεις μ᾿ αὐτόν. Μέ νευρίαζαν οἱ κομμουνιστικές καί ἑβραϊκές του ἐκδηλώσεις ἐδῶ πού δέν ἔχουν θέση αὐτές.
Τό εἶπα στόν Ἰάκωβο, ἐκεῖνος σηκώθηκε καί ἦλθε δίπλα στόν Ἰωάννη:
-Εἶμαι ἀναστατωμένος πού θά ζητήσεις συγνώμη ἀπό ἕναν ἄνθρωπο πού ἔχει κάνει λάθος καί ἔχει ζήσει σέ λάθος δρόμο. Ἀπό ὑπερηφάνεια ἐπῆρα λάθος δρόμο; Μᾶλλον εἶναι ἡ ἀνικανότητά μου νά γνωρίσω τήν ἀλήθεια. Αὐτή ἡ ψεύτικη ἀλήθεια, πού ἀκολούθησα μέ ξεσήκωσε σ᾿ ὅλη τήν ζωή μου ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλά σήμερα ἀνακαλύπτω τήν πραγματικότητα της. Μόνο ὁ σατανᾶς μπορεῖ νά ἐμφυσᾶ τόσα ψέμματα καί μῖσος ἐναντίον τῆς ἀλήθειας. Δέν μπορεῖτε νά καταλάβετε τό ὀδυνηρό δρᾶμα πού ζῶ αὐτές τίς στιγμές. Ἐγώ ἀντιστάθηκα στήν ἀλήθεια κι ἐσύ μοῦ εἶπες τήν ἀλήθεια καί ποτέ δέν ἤσουνα κακός μέ μένα. Ἐγώ σέ μίσησα, ἀλλά ἐσύ μέ ἀγαποῦσες, ἐγώ ἤμουνα στήν πλάνη, ἐσύ στήν ἀλήθεια. Ἐγώ, ἄρα, πρέπει νά συγχωρεθῶ ἀπό σένα, ὅπως ὁ Παῦλος συγχωρέθηκε ἀπό τόν Χριστό. Νομίζω ὅτι κι ἐγώ θά εἶμαι χριστιανός. Ποθῶ νά γίνω χριστιανός, ἀλλά ἀκόμη δέν κυβερνῶ τήν δική μου ψυχή. Σᾶς παρακαλῶ νά εἶστε ἀνεξίκακοι μέ μένα!
Ὁ Ἰωάννης ἔκλαιγε. Τοῦ ἔδωσε τό χέρι του καί τόν παρηγόρησε.
-Ὁ Θεός νά σέ βοηθήσει! Ἡ ὁμολογία σου μοῦ ἀνοίγει πορεῖες φωτός καί ἐλπίδας γιά τόν κόσμο πού τόν ἐγκαταλείπω σέ τέτοιες ἄθλιες συνθῆκες. Θαυμάσια εἶναι τά θελήματα τοῦ Κυρίου!
Ὁ Ἰάκωβος ἔφυγε. Ὁ Ἰωάννης μοῦ ζήτησε νά πάω στόν πατέρα Γεράσιμο γιά νά τοῦ δώσει τήν τελευταία εὐλογία.
Ὅλα ἠρέμησαν κι ἐγώ πλησίασα τόν Βαλέριο. Καθόταν μέ τήν πλάτη στήν ἄκρη τοῦ κρεβατιοῦ, μέ τό κεφάλι σκυφτό στό στῆθος του, ἀλλά εἶχα τήν ἐντύπωση ὅτι μέ κοιτάει. Τά γαλανά του μάτια ἀνοίχθηκαν πελώρια, φωτεινά καί μ᾿ ἀγκάλιασε στήν ζεστασιά τους. Χαμογέλασε εὐτυχής καί εἶπε:
- Τί καλά εἶναι νά σέ νοιώθω δίπλα μου! Σέ λίγο θά τελειώσω μιά ὡραία ψαλμωδία γιά τήν Τίργου Ὄκνα.
- Κάτσε ἤρεμος, τοῦ εἶπα καί κάθισα σέ μιά καρέκλα για νά ἀγρυπνῶ.
Αὐτός, ὅμως, μοῦ εἶπε:
Ἐσύ θά εἶσαι ὁ πρῶτος πού θά δεχτεῖ τό κάλαντό μου. Νά σοῦ εἰπῶ τούς στίχους …
(Ἀναφέρουμε ἐδῶ μόνο δύο ἰδέες ἀπ᾿ αὐτούς τούς στίχους: Ὁ Κύριος ἔκανε τίς καρδιές τῶν κρατουμένων φάτνη γιά τήν Γέννησή Του καί ὅτι σήμερον τά Χριστούγεννα μετακόμισαν ἀπό τό οὐράνιο παλάτι τοῦ Κυρίου στήν φυλακή, ἐκεῖ πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶναι φυλακισμένος, μαζί μέ τούς πιστούς δούλους Του).
Μέ κοίταξε λίγο καί μετά πρόσθεσε:
- Αὐτό τό κάλαντο τό ἀφιερώνω στόν πατέρα Γεράσιμο. Αὐτός εἶναι τό παιδί γιά τό ὁποῖο μιλᾶνε οἱ τελευταῖοι στίχοι τοῦ καλάντου.
Ὁ Βαλέριος ἦταν εἰρηνικός, ἤρεμος καί χαρούμενος. Τόν εὐχαρίστησα γιά τό κάλαντο. Μοῦ χαμογέλασε καί ἀποτραβήχτηκε στόν ἑαυτό του.
Ἦταν τόση ἡ ἡσυχία, ὥστε ἄκουγα τό ἀγκομαχητό τῶν ἀσθενῶν, τό πέσιμο τῶν νιφάδων καί τούς χτύπους μου. Σ᾿ ἐκείνη τήν δόλια ἀνάμειξη φυλακῆς καί φυματίωσης ὑπῆρχε μιά ἀναμφίβολη ψυχική δόνηση ὥστε ὅλο φαινόταν ἀπόκοσμο, θαυμάσιο. Ὁ χρόνος περνοῦσε γαλήνια. Ὁ νοῦς δελεαζόταν ἀπό ὁρίζοντες φώτων. Οἱ ἔννοιες τῶν ὄντων ἀποκαλύπτονταν βαθειά, σ΄ ἕνα εἶδος στατικῆς κίνησης, παράδοξο πού μόνο ἡ ἐν πνεύματι διαβίωση τό πραγματοποιεῖ.
Εἴμασταν ἔγκλειστοι, ἀλλά μέ τίς ψυχές ἐκτός φυλακῆς, εἴμασταν ἄρρωστοι σωματικά, ἀλλά γεροί πνευματικά, εἴμασταν ἑτοιμοθάνατοι καί στήν πύλη τῆς ζωῆς, ἀλλά ὁ θάνατος καταπινόταν ἀπό τήν ζωή. Ἡ προσευχή γινόταν μαζί μέ τούς ἀγγέλους καί νοιώθαμε γύρω μας τούς Καλανδιστές (ψάλτες τῶν Καλάνδων) . Ἐκεῖνο τό βράδυ εἶχε περίεργες ἐντάσεις κοινωνίας μέ τόν Θεό. Ἐγώ ἤμουνα ἐξίσου νηφάλιος καί παρών στήν πραγματικότητα καί γι΄ αὐτό πιστεύω ὅτι τότε ἡ ὕλη ἦταν πνεῦμα γιά μένα καί τό πνεῦμα ἦταν ὕλη. Καμμιά ἀντίθεση δέν μέ διατάρασσε.
Κάθε τόσο πλησίαζα τόν Ἰωάννη καί τόν πατέρα Γεράσιμο, πού σβήνονταν ἤρεμα, ὅλο καί πιό ζωντανοί ἐφ᾿ ὅσον πλησίαζαν τόν θάνατο. Ὁ Ἰάκωβος δέν κοιμόταν. Τόν εἶδα μέ τά μάτια ἀνοιχτά, ἀλλά δέν μοῦ εἶπε τίποτε.
Ἀργά τήν νύχτα, πρίν τά ξημερώματα, κατάλαβα ὅτι πρέπει νά ἔχω κοντά μου τό κερί καί τό σπίρτο, ἀπαγορευμένα μέ αὐστηρότητα πράγματα, ἀλλά τά κρατοῦσα κρυμμένα σ΄ ἕνα στρῶμα καί τά χρησιμοποιοῦσα τά βράδυα, μόνο γιά δύο-τρία λεπτά, ὅταν κάποιος ἀπό ἐμᾶς ἔφευγε ἀπό τήν ζωή.
Πρῶτος πέθανε ὁ Ἰωάννης, σάν ἕνα παιδί, αὐτός πού ἦταν ἕνας ἄνθρωπος μέ μιά τόσο μεγάλη ψυχή. Ἡ τελευταία του ματιά ἦταν πονεμένη καί μεστή ἀγάπης. Μᾶλλον ἦταν καί προσευχή μέσα της καί μᾶλλον ἔλαμπε μέσα της μιά ἐλπίδα.
Μόλις τελείωσα μέ τόν Ἰωάννη, ἐπῆγα στόν πατέρα Γεράσιμο. Ἄνοιξε ξανά τά βαθειά του μάτια, βαθουλωμένα στίς κόγχες.
- Νά σᾶς δῶ ἀκόμη μιά φορά, παιδιά μου, ἀγαπητοί μου, ἀδελφοί μου, πατέρες μου! Μόλις μπόρεσε καί εἶπε.
Μετά ἔβηξε καί, τελικά, πρόσθεσε:
- Φεύγω! Ὁ Θεός νά σᾶς εὐλογήσει!
Ἀνάσανε βαθειά, τεντώθηκε λίγο καί ξεψύχησε. Τοῦ ἔκλεισα τά μάτια.
Ἔχω κλείσει τά μάτια ἑκατοντάδων ἀνθρώπων καί ἤξερα καλύτερα πώς πέθανε ὁ καθένας παρά τό πῶς ζοῦσε. Νομίζω ὅτι ἡ στιγμή τοῦ τέλους τῆς ἐπίγειας ζωῆς εἶναι πιό χαρακτηριστική γιά τήν περιγραφή τῶν ἀνθρώπων ἀπό τήν ἴδια τήν ζωή.
Παρόλο πού ἐκείνη ἡ νύχτα ἦταν πολύ δύσκολη καί δέν εἶχα ξεκουραστεῖ καθόλου, δέν ἔνοιωθα καμμιά κούραση, δέν ἤμουν οὔτε πένθιμος, οὔτε ἔνοιωθα λύπη. Ἡ πραγματικότητα τῆς ζωῆς περικλείεται μέσα στήν πραγματικότητα τῆς ἀθανασίας. Τό σῶμα μου φαινόταν ἀέρινο. Ὁ χρόνος ἦταν διαπλατυσμένος. Δέν καταλάβαινα πῶς περνοῦσε, οὔτε ἤθελα νά περνᾶ. Τούς ἔνοιωθα ἐξίσου παρόντες τούς ζωντανούς καί τούς ἀποθαμένους. Μιά ἀπροσμέτρητη εἰρήνη εἶχε στρωθεῖ μέσα μου. Σ΄ ἐκείνη τήν ψυχική κατάσταση ἔκανα τήν προετοιμασία γιά τήν ταφή τῶν δύο.
Κάθε τόσο κοιτοῦσα τόν Βαλέριο. Ἦταν πρόσχαρος, εὐτυχής μέσα του, μέ τά μάτια κλειστά, μέ τό κεφάλι σκυμμένο στό στῆθος. Οὔτε αὐτός δέν μπόρεσε νά ξεκουραστεῖ ἐκείνη τήν νύχτα. Μετά πού τελείωσα τήν προετοιμασία, μέ κάλεσε μέ τά μάτια του καί μοῦ εἶπε:
- Τό κάλαντο εἶναι τελειωμένο. Μᾶλλον αὐτοί οἱ στίχοι θ΄ ἀποτελοῦν καί τήν διαθήκη μου … Νά ὠθήσουμε τήν πίστη νά πάει μπροστά, μέχρι τό ἀτελείωτο τέλος!
Ἡ ἡσυχία σκέπασε ξανά τό δωμάτιο για ἕνα διάστημα. Ἡ προσευχή, σάν μιά οὐράνια σκάλα, κατέβαζε ἀγγέλους ἀπό τούς οὐρανούς στήν γῆ. Οἱ οὐρανοί ἦταν ἐδῶ, οἱ οὐρανοί ἦταν παντοῦ.
3. Τά Χριστούγεννα μετά τήν ἀποφυλάκιση (1981)
Πέρασαν ἀπό τότε 30 χρόνια, δηλαδή ἀπό ἐκεῖνα τά Χριστούγεννα στήν Τίργου Ὄκνα μέχρις αὐτά πού ἀφηγοῦμαι τώρα. Εἶμαι ὁ μοναδικός ἐπιζῶν ἀπό ὅλους τούς ἥρωες τῶν ἀναφερθέντων περιστατικῶν στό 1931, 1949 καί 1951. Ὅλοι οἱ φίλοι μου ἔμειναν στά κοιμητήρια τῶν φυλακῶν. Καί οἱ ἀναμορφωτές ἀπό τό Πιτέστι, καί οἱ παιδαγωγοί τους ἔχουν ἐξαφανιστεῖ. Οἱ ἀναμορφωτές πέθαναν σιγά-σιγά, βασανιστικά, λόγῳ τῶν ἀποτελεσμάτων τῶν βασάνων στά ὁποῖα εἶχαν ὑποβληθεῖ, ἀλλά καί τοῦ κανονισμοῦ ἀφανισμοῦ πού ἀκολούθησε. Τραγικό τέλος εἶχαν ἰδιαίτερα οἱ βασανιστές, πού βασανίσθηκαν μέ τά μέσα μέ τά ὁποῖα ἔκαναν ἐκεῖ ὅλες τίς ὠμότητες. Αὐτοί κατηγορήθηκαν καί δικάσθηκαν σάν λεγεωνάριοι, πού ἔκαναν τήν “ἀναμόρφωση” γιά νά ἐκθέτουν δημόσια τήν ἀμίαντη κομμουνιστική ἐπανάσταση. Ἀφάνταστη ὑποκρισία, αὐτόφωρη νομική ὑπέρβαση!
Ὁ διευθυντής, ὁ ἰατρός καί ὁ εκπρόσωπος τοῦ κόμματος στό Πιτέστι κατηγορήθηκαν στό δικαστήριο τῶν ἀποδιοπομπαίων τράγων, σάν συνεργοί τῶν λεγεωναρίων καί στήν συνέχεια τιμωρήθηκαν. Κατηγορούμενος ἦταν καί ὁ ἴδιος ὁ ἐπόπτης πού διέταζε καί παρακολουθοῦσε ὅλα τά βάσανα στό Πιτέστι. Ἐπειδή ἐξαντλήθηκαν οἱ ψυχικές του δυνάμεις, αὐτοκτόνησε στήν πρώτη φάση τῆς ἔρευνας.
Οἱ ἄλλοι, οἱ ἀνώτεροι καί οἱ πιό ἔνοχοι ἀπ᾿ αὐτόν, ἔζησαν πολύ καλά καί προστατεύτηκαν μέ τήν φροντίδα τοῦ κόμματος. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ Ἄννα Πάουκερ ἔχασε τήν πολιτική της βαρύτητα, ἀλλά ἡ “ἀναμόρφωση” πού σκηνοθέτησε ἀποτελεῖ καί μέχρι σήμερα ἕνα μεγάλο κέρδος γιά τό κόμμα πού ἐπιδιώκει τήν νέα φάση δόμησης τοῦ σοσιαλισμοῦ.
Ἀπό τότε μέχρι καί σήμερα τὁ κομμουνιστικό Κόμμα παρέμεινε μοναδικός ἄρχοντας καί κάτοχος ὅλων τῶν ὑπαρχόντων τοῦ λαοῦ καί τῆς Χώρας, ὅλων τῶν πολιτικῶν, ἀστυνομικῶν καί στρατιωτικῶν δυνάμεων καί ὅλων τῶν ἐφημερίδων, τῶν διαφόρων δράσεων παιδείας, ἀπό τήν Ἀκαδημία μέχρι τό ἐπίπεδο ἑνός χωριοῦ, ἀπό τούς ἐπιστήμονες μέχρι καί τούς νηπιαγωγούς καί τούς δασκάλους, ἀπό τούς καλλιτέχνες τοῦ λαοῦ μέχρι καί τούς χωριάτες βιολιστές. Τέλος πάντων, εἶναι ἀπόλυτος ἄρχοντας τῆς δουλείας καί τῶν συνειδήσεών μας.
Ὑπάρχει μόνο ἡ ἐργασία μέσα στό κόμμα. Κάθε διαφορετική προσπάθεια καταπνίγεται ξαφνικά καί ὁλοκληρωτικά. Κανένας δέν μπορεῖ νά ἀμυνθεῖ. Κανένας δέν μπορεῖ νά ὀργανωθεῖ ἐκτός κόμματος. Κανένας δέν μπορεῖ νά παραπονεθεῖ κἄπου ἐκτός κόμματος. Ὅλοι σκεφτόμαστε διά τοῦ κόμματος, ἐργαζόμαστε γιά τό κόμμα καί πολεμοῦμε μέ ὅλα τά ὅπλα γιά τόν σοσιαλισμό.
Μέ ὅλα τά ὑπαρκτά μέσα – ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς ὄντας ἀναγκασμένος μ᾿ ἕναν καθορισμένο τρόπο – ὅλες οἱ ἡλικίες κάνουν πολιτική-ἰδεολογική ἀγωγή. Μεγάλωσε μιά καινούργια γενεά, γεννημένη καί μορφωμένη ἀπό τήν ἀθεϊστική ἰδεολογία. Εἶναι παράδοξο ὅτι αὐτοί οἱ νεαροί ἀπωθοῦν οὐσιαστικά τόν κομμουνισμό, ἀλλά δέν ἔχουν μέ τί νά τόν ἀντικαταστήσουν μέσα τους καί, μάλιστα, οὔτε μέ ποιόν ἀρχηγό ν᾿ ἀλλάξουν τήν ἐξουσία.
Ἄρα ὁ Μαρξισμός, ὄντως δέν κατάφερε τίποτε. Ἡ οὐσία τοῦ σοσιαλιστικοῦ κράτους ἀποτελεῖται ὄχι ἀπό πεπεισμένους κομμουνιστές, ἀλλά ἀπό ἐνδιαφερομένους γιά ἐξουσία καί γιά χρῆμα μεγιστάνες πολιτικούς πού ἔχουν δημιουργήσει γιά τούς ἴδιους ἕναν στρατό φρουρᾶς καί ζοῦν σάν εὐνοούμενοι. Ἡ κομμουνιστική ἐξουσία εἶναι μιά στρατιωτική ἐξουσία καί δέν μπορεῖ νά εἶναι κάτι ἄλλο. Ἡ πολιτική ἤ δημοκρατική της παρουσίαση εἶναι μιά ἄκομψη φάρσα, καλή μόνο γιά τούς ἐκτός συνόρων ἀφελεῖς, ἀλλά καταδικασμένη ἀπό τόν ὑποτεταγμένο λαό της. Καί ὅμως ὅλοι πειθαρχοῦμε, διότι δέν ἔχουμε μιά διαφορετική ἐπιλογή.
Ἡ ἀτμόσφαιρα ὅλης τῆς κοινωνίας εἶναι τώρα ἀλλαγμένη. Δέν μετεωρίζονται πιά ἄγγελοι, ἀλλά καπνός, μῖσος καί περιφρόνηση. Δέν πιστεύουν σέ θαύματα, ἀλλά σέ μιά ἀπεριόριστη ἀπόλαυση, ἡ ὁποία ὅμως ποτέ δέν ἱκανοποιεῖται.
Τό Βουκουρέστι ἄλλαξε τήν ἀρχιτεκτονική του, ἀλλά ἰδιαίτερα ἄλλαξε τό ἑορταστικό του πνεῦμα. Διότι ἐφέτος τά Χριστούγεννα ὅλος ὁ λαός ἐργάζεται. Ὅλοι οἱ νέοι παίρνουν μέρος στίς ἀθεϊστικές ἤ διασκεδαστικές δραστηριότητες, γιά νά μήν σκέφτονται τήν χριστιανική γιορτή.
Ἕνα ἐσωτερικό κενό φυσάει στόν σοσιαλιστικό λαό. Τίποτε δέν εἶναι ἱερό ἐντός μας, κανένα ἰδανικό δέν μᾶς ζωηρεύει, κανένα ὅριο δέν μᾶς περιορίζει τίς συνειδήσεις μας. Ἔχουν ἐξαφανιστεῖ ὅλες οἱ ψυχικές σχέσεις μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Μᾶς κυριεύει ἕνας θηριώδης, πολύ ἀναίσθητος καί σαδιστικός ἐγωϊσμός. Ὁ καθένας τρέχει, μέ τίς συνθῆκες πού δημιουργήθηκαν ἀπό τόν σοσιαλισμό, γιά νά κερδοσκοπεῖ πάντα γιά τό προσωπικό του ὄφελος. Μερικοί εἶναι πανοῦργοι καί τό κάνουν δημόσια, ὑπό τό προσωπεῖο τοῦ σοσιαλισμοῦ, ἄλλοι τό κάνουν διά καταδίκη τῆς ἐξουσίας ἄλλοι διά ἐγκλημάτων, ἀψηφώντας τούς νόμους καί οἱ περισσότεροι τό κάνουν ἀσυνείδητα. Παρακινοῦν θηριωδῶς, ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου, ὥστε ἡ κοινωνία κατήντησε ἕνας βάλτος ἀνηθικότητας, ἕνα ρεῦμα παρανομίας καί μιά σκηνή δραματικοῦ ψεύδους.
Ἐφ᾿ὅσον δέν θέλουμε νά ἐργαζόμαστε, πῶς νά ὑπάρχει ἀνθηρότητα; Ἀφοῦ δέν ποθοῦμε τό καλό, πῶς νά γίνει ἕνας κόσμος καλός; Ἐφ᾿ ὅσον δέν ποθοῦμε τήν ἀγνεία, πῶς νά ὑπάρχει ἕνας ὄμορφος κόσμος; Ὅταν ἐμεῖς δέν ἔχουμε τίποτε καθαρό στόν νοῦ μας, πῶς νά ὑπάρχει καθαρή ζωή; Ὅταν ἐμεῖς κοροϊδεύουμε τίς δικές μας ψυχές, πώς νά ἤμαστε εὐχαριστημένοι; Ἐφ᾿ ὅσον ἐμεῖς δέν ἔχουμε καμμιά ἐλευθερία, πῶς νά μπορέσουμε νά ἤμαστε ἀνθρώπινα ὄντα μέ δικαίωμα κυριαρχίας;
Εἴμαστε μιά διεστραμμένη κοινωνία καί ἔχουμε μάθει νά ψευδόμαστε, νά ξεγελᾶμε τόν ἑαυτό μας, νά ἤμαστε δουλικοί καί μικροπρεπεῖς. Ὁ κόσμος μπερδεύεται ἀπό τήν ζωή του. Οἱ ἄνθρωποι ὑποζοῦν. Οἱ αἰσθήσεις ἔχουν ἐρεθιστεῖ ὑπερβολικά καί εἴτε δέν ἔχουν ἱκανοποιηθεῖ, εἴτε –ἄν ἔχουν ἱκανοποιηθεῖ, ὅπως, παραδείγματος χάρη, γίνεται στήν ἀσέλγεια –ἡ αἰσθησιοκρατία ἔχει ἀκυρώσει τήν ψυχική αἰσθητικότητα καί ὀμορφιά.
Εἶναι ὑπέροχο νά ζεῖς σιωπώντας, ἀλλά ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά τό κάνουμε οὔτε σύμφωνα μέ τήν παροιμία πού λέει ὅτι τό κεφάλι πού σκύβει δέν κόβεται ἀπό τό σπαθί, διότι αὐτή ἡ παροιμία πηγάζει ἀπό τήν γενναιότητα με τήν ὁποία ἡ πολύπαθη ἱστορία του ἔμαθε τόν ρουμᾶνο νά ξεφεύγει εὔστροφα, χωρίς νά συμφιλιώνεταιι μέ τούς ἄθεους, περιμένοντας μέ σοφία τήν ἱστορική στροφή. Σήμερα, ὅμως, ἀναγκαζόμαστε ἀπό τούς μαρξιστές ἄθεους ὄχι νά ὑποκλιθοῦμε, ἀλλά νά διαφθαροῦμε. Εἶναι βδελυρό.
Οἱ ἄνθρωποι εἶναι καταβεβλημένοι ψυχικά καί σωματικά. Οἱ ὑλικές δυστυχίες εἶναι ὅλο καί μεγαλύτερες. Ζώντας στήν παράταξη τοῦ κόμματος, ὁλόκληρος ὁ λαός περιμένει σέ ἀτελείωτες οὐρές εἴτε ψωμί, εἴτε κάθε πρᾶγμα πού τό χρειάζεται. Ἡ σοσιαλιστική οἰκονομία εἶναι καταστρεπτική καί ὁ λαός πληρώνει τά σφάλματα μιᾶς μυωπικῆς ἰδεολογίας καί ἑνός ἀναρμοδίου κόμματος. Καί μετά, ὅταν ἀναγκάζεσαι νά τρῶς ἀκαθαρσίες, πρέπει καί νά πεῖς ὅτι εἶναι καί νόστιμες.
Ὅλα τά παλαιά ἱδρύματα ἔχουν ἀντικατασταθεῖ μέ ἄλλα, σοσιαλιστικά καί δέν ὑπάρχουν πιά. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀνεκτή σάν ἕνα πτῶμα, ἀλλά καί ἡ πνευματική ἀποστολή, κοινωνική καί πολιτιστική δέν εἶναι ἀνεκτή. Ἡ οἰκογένεια εἶναι ὄντως διαλυμένη ἀπό τήν ἀρχή τοῦ ἐλευθέρου ἔρωτα καί τήν ἀρχή πού διακηρύσσει τά παιδία σάν παιδιά τοῦ λαοῦ –καί εἶναι ὄντως ἔτσι, διότι ἡ ἐπίδραση τοῦ κόμματος πάνω τους εἶναι σημαντική καί οἱ γονεῖς δέν ἔχουν οὔτε χρόνο, οὔτε τό δικαίωμα νά κάνουν τήν ποθητή ἀγωγή στά παιδιά.
Μειωμένη ἀκόμη ἡ οἰκογένεια στήν οἰκονομική της πλευρά, ἔχει χάσει τόν πνευματικό, ἠθικό καί κοινωνικό της ρόλο, πού εἶχε πρίν. Ἐξαφανίσθηκαν οἱ ψυχικές σχέσεις ἐμπιστοσύνης καί ἀλληλοβοήθειας μεταξύ τῶν συγγενῶν. Ὅπου κι ἄν ἀκόμη σώζεται ἕνα ἴχνος οἰκογένειας, ὅμως δέν ὑπάρχει αὐθεντία, οὔτε ἀνεξαρτησία, διότι στό ὑπόβαθρό της διατηροῦνται μόνο κοινωνικές καί οἰκονομικές δομές τῆς κομμουνιστικῆς κοινωνίας. Βαθμιαία ὅμως ἡ οἰκογένεια θά ἐξαφανιστεῖ καί ὁ λαός ὁμοίως.
Ἡ ἠθική καταστροφή εἶναι τεράστια. Ἄν τραβηχτεῖ ἡ κουρτίνα ἀπό τήν σοσιαλιστική κοινωνία καί τίς συνειδήσεις μας, θά ἐμφανιστεῖ ἕνας πελώριο, ἀπελπιστικό, θανατηφόρο καί ἀδιέξοδο χάος. Ὑπάρχουν ἐδῶ φωτεινές διάνοιες πού βλέπουν τήν ἀληθινή πραγματικότητα, ἀλλά δέν ἔχουν ἐλευθερία νά μιλοῦν γιά τίποτε ἄλλο παρά γιά τήν οὐσιαστική πραγματικότητα τῆς μαρξιστικῆς ἰδεολογίας. Ὁ ἐδῶ κόσμος νουθετεῖται μέσα του καί ὁ ἐλεύθερος κόσμος μαθαίνει μόνο τήν φάρσα τῆς σοσιαλιστικῆς πραγματικότητας.
Δέν θρηνοῦμε τό παρελθόν γιά τό παρελθόν, ἀλλά θρηνοῦμε ἐξ αἰτίας τοῦ κενοῦ καί τοῦ μηδενός πού μᾶς ρουφάει. Ἀρπάχθηκαν τά πάντα ἀπό ἐμᾶς καί μᾶς δόθηκε ἔναντι ἕνα τίποτε. Δέν θέλουμε νά ζοῦμε πιά, εἴμαστε πολύ πεινασμένοι καί περιφρονητικοί μέ τόν πλησίον μας. Εἴμαστε κενοί ἄνθρωποι, χωρίς Θεό καί φοβίζουμε τόν κόσμο μέ τήν δυστυχία μας καί θά τόν ὁδηγήσουμε στήν κόλαση στήν ὁποία ζοῦμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι.
Θά ἀντέχαμε καί τήν πείνα, θά ἐργαζόμασταν καί θά πολεμούσαμε ἄν γεννιόταν σήμερα στίς καρδιές μας ὁ Χριστός. Ἀλλά ἐμεῖς δέν ἔχουμε πιά τήν συναίσθηση τῶν ἱερῶν χαρῶν τῆς ψυχῆς καί τῆς ζωῆς. Αὐτοκτονοῦμε ψυχικά. Χωνεύουμε ὑπό τῆς ἐπιρροῆς τῆς ὑλικῆς ἀπελπισίας. Εἶναι φοβερή ἡ παρομοίωση ὅλης σχεδόν τῆς σημερινῆς κοινωνίας μέ ἐκείνη τῆς φυλακῆς τοῦ Πιτέστι!
Ἄραγε ὀνειρεύομαι τόν παλαιό κόσμο; Ἄρα νοσταλγῶ τήν μητέρα καί τόν πατέρα μου; Εἶμαι αἰχμάλωτος τῶν ἀναμνήσεων τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας; Ἤ τῶν μυστικῶν ὀνείρων; Ὄχι, εἶμαι ἕνας νηφάλιος καί ἐλεύθερος παρατηρητής. Ξέρω ὅτι ἡ περασμένη κοινωνία ἦταν διεφθαρμένη. Ξέρω ὅτι καί τότε οἱ ἀτελεῖς στήν ἀρετή ἄνθρωποι ἔκαναν ὅλες τίς ἀγένειες, ἄλλα τώρα ὅλα εἶναι μιασμένα, ἀβίωτα, βδελυρά.
Νοσταλγῶ τά τότε κάλαντα πού ἁγίαζαν τήν ψυχή καί τίς νύχτες τῶν Χριστουγέννων. Αὐτά παρέμειναν ἕνα σημεῖο καί ἕνας δείκτης ἀνώτερος ἀπό ὅλο τό κακό τοῦ κόσμου. Ἐπεθύμησα τά προπατορικά μας ἔθιμα, τό μεγαλεῖο τους, πού ἦταν γεμᾶτο μέ ποίηση καί ἁγιότητα, διότι ἐξ αἰτίας αὐτῶν ἔσωσα τήν ψυχή μου ἀπό τήν λασπουριά τῆς ματεριαλιστικῆς κατάπτωσης. Ἐπεθύμησα τήν ψυχική θερμότητα τῆς παλλαϊκῆς οἰκογένειας, ὅπου σκορπίζαμε ὅ,τι ἦταν καλό καί ὄμορφο μέσα μας.
Ὁ καημένος ὁ μπαμπᾶς μου, δέν πίστευε ὅτι θά φτάσουμε ἐδῶ! Ἡ καημένη ἡ μητέρα μου, δέν θά μποροῦσε νά ἀντέξει τόν σημερινό κόσμο! Μέ πιέζει ἕνας ὄγκος πάγου στήν ράχη.
Εἶναι λάθος νά πιστεύουμε ὅτι ὁ ὑλισμός τοῦ καπιταλιστικοῦ τύπου θ᾿ ἀποκλείσει τόν μαρξιστικό κομμουνισμό. Ἀντίθετα μάλιστα. Ἡ δήμευση τῶν δυτικῶν κρατῶν εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ ἀθεϊσμοῦ τῶν σοσιαλιστικῶν κρατῶν. Ἡ ἐλεύθερη παιδεία στήν Δύση εἶχε σάν ἀποτέλεσμα τήν ἀθεϊστική-ὑλική παιδεία στήν Ἀνατολή. Ἡ ἀσέλγεια πού ἔγινε ἀναιδής καί στήν Δύση καί στήν Ἀνατολή, ἑτοιμάζει τό κοινό ἔνδυμα γιά τόν ἴδιο τρόπο ζωῆς ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ὁ νόμος τῆς ἔκτρωσης – ἔγκλημα καθοσιώσεως ἀπέναντι στόν νόμο τοῦ Θεοῦ: Νά μήν σκοτώσεις! – θά δικαιώσει τήν εὐθανασία, ὕστερα τήν σπαρτιατική θανάτωση καί, τελικά, τήν ἐπιστημονική, προγραμματισμένη θανάτωση, σάν ἀναγκαία γιά τήν ἀνθρώπινη γνώση. Εἶναι παράδοξο νά παρατηροῦμε μιά καινή γλῶσσα καί καινές ἰδέες στίς δύο ἰδεολογικές πλευρές τοῦ σημερινοῦ κόσμου!
Ἐάν οἱ χριστιανοί ἀπό τίς ἐλεύθερες Χῶρες δέν ἠμποροῦν νά νικήσουν τήν κομμουνιστική βία πού πολιορκεῖ τήν ἀνθρωπότητα, τότε ὁ κόσμος εἶναι ἀδύνατος καί ἄξιος νά ζῆ στήν σκλαβιά! Ἡ κομμουνιστική ἐπανάσταση δέν μπορεῖ νά παρεμποδιστεῖ διά ὑποχώρησης. Ὁ πόλεμος δέν κανονίζεται μέ μιά μονομερή εἰρήνη. Ἡ πυγμή μπορεῖ νά νικηθεῖ μόνο με τήν πυγμή. Ἡ εἰρήνη ἄνευ ἐλευθερίας, ἄνευ δικαιοσύνης, ἄνευ Θεοῦ εἶναι ὀδυνηρή σκλαβιά. Ἡ ἐλευθερία δέν ἔχει οὔτε ὅπλα, οὔτε μέσα φύλαξης, ἀλλά πρέπει νά προασπίζεται μέ ὅλα τά ὅπλα πού τήν προσβάλλουν.
Ἡ ψυχή μου εἶναι κομματιασμένη ἀπό αὐτήν τήν ἐξάπλωση τῶν πνευμάτων καί τῆς ἱστορίας. Ἄλλοι ὑποφέρουν τώρα περισσότερα ἀπό μένα. Ἔπρεπε νά ὁμολογήσω τήν ἀλήθεια, μαζί μέ ὅλους τούς ἥρωες καί τούς μάρτυρες τῶων συγχρόνων ἐποχῶν. Ὅλα τά βάσανα τοῦ κόσμου ξεσχίζουν τήν ψυχή μου αὐτήν τήν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 1981.
Ἀνθρώπινα πορτραῖτα ἀπό τήν φυλακή
Ἐγώ ζοῦσα σέ μιά διασταύρωση τῆς ἐποχῆς, φορτωμένης μέ ἔκτακτα γεγονότα, ἀλλά καί μέ ξεχωριστούς ἀνθρώπους. Θά γράψω ἐδῶ καί περί τῶν ἄμεσα γνωστῶν ἀνθρώπων, ἀλλά καί περί ἄλλων γιά τούς ὁποίους ξέρω μερικές λεπτομέρειες, διευκρινίζοντας τί ξέρω σίγουρα καί τί μόνο ἄκουσα. Θά εἶμαι ἔντιμος καί ἀκριβής τόσο μέ τούς φίλους ὅσο καί μέ τούς ἐχθρούς. Θά λέω τήν ἀλήθεια, ἔστω κι ἄν πειράξω κάποιους.
Γράφω μόνο βάσει τῶν ἀναμνήσεων τοῦ κουρασμένου νοῦ μου. Ἄν δέν ἦταν ὁ φόβος, ἄν εἶχα ἔγγραφα, ἄν δούλευα ἥσυχος, θά μποροῦσα νά προσφέρω πιό καλά πορτραῖτα. Θεωρῶ, λοιπόν, ὅτι προσφέρω μόνο τήν πληροφορία καί ἄλλοι θά δώσουν σ΄ αὐτά τά πορτραῖτα τό ἔνδυμα τῆς δόξας πού τήν ἀξίζουν. Ὁ Θεός νά μέ βοηθήσει!
1. Ἄνθρωποι τοῦ πολιτισμοῦ
α) Ὁ Ράδου Γίρ
Ἦταν ζεστός ἄνθρωπος, εὐαίσθητη ψυχή, ἐμπνευσμένος νοῦς, ὡραῖος χαρακτήρας καί ἀσθενικό σῶμα, ἕνας μεγάλος ποιητής, ὁ ὁποῖος ἔψαλλε στά ποιήματά του ὅλα τά βάσανα μιᾶς γενεᾶς. Ἕνα βουνό ἀπό βάσανα, ἀξιοπρέπεια καί ἀπελπισία: Αὐτός ἦταν ὁ Ράδου Γίρ.
Αὐτός ἔψαλλε, μέ ὅλους τούς δυνατούς τρόπους, μέ χαρά καί λύπη, ἀλλά καί μέ μεγάλη πίστη στόν Ρουμανικό λαό. Οἱ στίχοι του κυκλοφόρησαν προφορικά σἑ ἑκατομμύρια ἀνθρώπους, σάν ἕνας ὁδηγός τῆς ἐποχῆς. Εἶναι τό σύμβολο τοῦ σημερινοῦ ρουμανικοῦ πνεύματος.
Ἔζησε τήν ζωή του περισσότερο στίς φυλακές. Χρημάτισε καί καθηγητής πανεπιστημίου. Τό χάρισμά του τό ἀφιέρωσε στήν ποίηση, παρόλο πού τόν ἔθελγε καί ἡ μουσική. Δέν ἦταν μυστικοπαθής, ἀλλά πίστευε στόν Θεό μέ ὅλο τό εἶναι του. Ἦταν ἐθνικόφρων, ἀλλά ὄχι σωβινιστής. Δέν εἶχε μῖσος γιά ἄλλες φυλές ἀνθρώπων, τούς ὁποίους καί ἀγάπησε μέ αὐτοθυσία.
Τό ἔργο του εἶναι τεράστιο. Συνέθεσε χιλιάδες στίχους, χωρίς νά τούς γράφει, ἀλλά ἀπομνημονεύοντάς τους, διότι στήν φυλακή ἀπαγορευόταν τό γράψιμο καί τό διάβασμα. Τά ποιήματά του περνοῦσαν ἀπό ἄνθρωπο σέ ἄνθρωπο στίς φυλακές καί ἀπό ἐκεῖ ἔξω. Ὅλη ἡ ρουμανική πνοή σμιγόταν στήν ποίηση του. Αὐτή ἀπετέλεσε τό ἰδεολογικό στοιχεῖο τῆς ρουμανικῆς ἀντίδρασης. Ταὐτόχρονα ἦταν καί τό μήνυμά μας, ἡ κραυγή τῆς ἀπελπισίας μας καί ἡ περιγραφή τῆς πραγματικότητας, ἀλλά πάνω ἀπό ὅλα ἦταν ἡ δύναμη τῆς πίστης καί τῆς προβολῆς μας.
Ἀπό τούς στίχους του, τό ποίημα πού κυκλοφόρησε περισσότερο καί τό ὁποῖο εἶχε τήν πιό μεγάλη διάδοση γιά τήν ταλαίπωρη ψυχή τῶν κατάδικων ἦταν Ὁ Ἰησοῦς στό κρατητήριο.
Μιά νύχτα ὁ Ἰησοῦς μπαίνει στό κρατητήριο καί εἶναι πολύ πένθιμος. Μ΄ αὐτήν τήν ἐπίσκεψη, ὅσο μυστική, τόσο πραγματική εἶναι, ἔτσι ἀρχίζει τό ποίημα. Καί ὁ Ἰησοῦς συμμετέχει σέ ὅλη τήν ἀθλιότητα τῆς ζωῆς τοῦ κρατουμένου, σέ ὅλα τά βάσανά του, γίνεται συμμέτοχος τῶν θλίψεών του, φυσικά, σάν ἕνα φίλος, σάν ἕνας συνάνθρωπος, ἀλλά ταὐτόχρονα καί σάν Θεός. Ὁ κρατούμενος Τόν βλέπει, Τόν παρακολουθεῖ καί ταυτίζεται ἁπλᾶ καί φυσικά μ΄ Αὐτόν, διότι καί ὁ Χριστός σάν νά εἶχε φορέσει κάποτε ἁλυσίδες. Μετά νυστάζει καί θαρρεῖ σάν νά κοιμόταν χίλια χρόνια. Ξυπνᾶ καί τόν ἀναζητᾶ, ἀλλά ὁ Κύριος δέν εἶναι πουθενά. Ματαία καί ἄλαλη εἶναι ἡ κραυγή μέσω τῶν κιγκλιδωμάτων, διότι ὁ Χριστός δέν ξαναέρχεται. Ἀλλά Αὐτός παρέμεινε στήν θέση τοῦ κρατουμένου καί ὁμολογεῖ ὅτι ψηλαφίστηκα καί ἐπάνω στά χέρια μου βρῆκα τά σημεῖα τῶν καρφιῶν Του. Ἡ κοινωνία μέ τόν Θεό στίς δυσκολίες ἦταν πάντα καί παραμένει γιά πάντα ἡ δύναμη τῆς κατατρεγμένης, καταδιωγμένης, καταπλακωμένης καί ἐσταυρωμένης ρουμανικῆς ψυχῆς.
Ἡ ποίηση τοῦ Ράδου Γίρ εἶναι βαθειά χριστιανική, ἐθνική καί ἀνθρώπινη. Παρόλο πού δέν ἔχει μόνο τοπική καί χρονική ἀξία, θά διαβάζεται πάντα μέ τό ἴδιο μεγάλο ἐνδιαφέρον, σέ ὅλους τούς μεσημβρινούς τοῦ κόσμου. Ἐν τούτοις κανένας δέν θά καταλαβαίνει, ὅπως οἱ ἄνθρωποι, πού ὑπέφεραν σ᾿ αὐτόν τόν αἰῶνα, τά βάσανα τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Μιά ἡμέρα αὐτή ἡ «ἀπαγορευμένη» ποίηση θά βγεῖ στήν δημοσιότητα.
Ὁ Ράδου Γίρ φυλακίστηκε σέ περίπου 4-5 περιόδους, ἀπό τό 1955 μέχρι καί τό 1958, πού εἶχε τότε μιά περίοδο ἐλευθερίας. Εἶναι ἡ περίοδος πού τὁ κομμουνιστικό καθεστώς ἀναδεικνυόταν δυνατό καί εἶχε ἀκόμη μόνο ἕνα βῆμα –τόν κολεκτιβισμό τῶν ἀγροτῶν, γιά νά ἐνσωματώσει πλήρως ὅλη τήν ρουμανική πνοή. Ἀλλά πρίν τόν κολεκτιβισμό ἔπρεπε νά ληφθοῦν μέτρα ἐκφοβισμοῦ καί πρόβλεψης, καί ὁ Ράδου Γίρ ἦταν ἕνα ἀπό τά πρῶτα θύματα.
Σ᾿ ὅλη τήν ζωή του ὑπέφερε γιά τήν ἄποψή του, τήν ὁποία τήν ἐξέφραζε μέσῳ τῶν στίχων του. Καί αὐτήν τήν φορά τό ἔγκλημα του ἦταν πάλιν τά ποιήματά του. Αὐτά εἶχαν γίνει μιά κοινωνική δύναμη καί αὐτό νευρίαζε τούς σκληρούς ἄρχοντες. Συνεπῶς γιά τό ποίημά του «Σήκω, Γεώργιε, σήκω, Ἰωάννη!, θεωρήθηκε σάν ἀντικομμουνιστής, καί καταδικάστηκε σέ θάνατο. Ὅλες οἱ ἄλλες καταγγελίες ἦταν ψέμματα.
Ἄρρωστος, μέ ἁλυσίδες στά χέρια καί στά πόδια, ὁ ποιητής κρατήθηκε ἐπί 12 μῆνες στήν Ζιλάβα, στήν ἀναμονή γιά τήν ἐκτέλεση τῆς ποινῆς. Μιά ὁλόκληρη πλευρά τοῦ δεσμωτηρίου τῆς Ζιλάβα ἐκείνη τήν περίοδο ἦταν κατειλημένη μέ νεκρούς, ὅπως ἄρεσε στούς δεσμοφύλακες νά τούς χαϊδεύουν: «Ἐλᾶτε, νεκροί, ἦλθε ὁ θάνατος!» ἔλεγαν αὐτοί κάθε ἡμέρα, κάθε ὥρα.
Ἡ ἀδικία καί ὁ ἐξευτελισμός ἦταν ἀπίστευτα, διότι κανένας ἀπό τούς θανατοποινίτες δέν ἦταν ἔνοχος, ὄχι γιά θάνατο, ἀλλά οὔτε κἄν γιά νά μπεῖ στήν φυλακή. Αὐτοί ἀναπαριστοῦσαν ὄντως τήν ψυχή τοῦ ἔθνους καί ὁλόκληρο τό ἔθνος ἔπαλλε γύρω τους – καί ἀκριβῶς αὐτή ἡ δύναμη ἐθνικῆς ἐπιρροῆς ἦταν ἡ ἐνοχή τήν ὁποία δέν μποροῦσαν νά τήν συγχωρέσουν οἱ σύντροφοι τοῦ Μάρξ.
Τελικά στόν Ράδου Γίρ τοῦ ἀπενεμήθη χάρη καί ἡ ποινή του μεταλλάχτηκε σέ ἀναγκαστική ἐργασία γιά ὅλη τήν ζωή του. Ἀκολούθησαν χρόνια θανάτων, δυστυχίας καί ἀρρώστειας. Κυμαινόταν μεταξύ ζωῆς καί θάνάτου. Χίλιες φορές πέθανε, ὅπως ἔλεγε αὐτός, δραματικά, σ΄ ἕνα ποίημα του. Μύριες φορές ποθοῦσε τόν θάνατο, λέμε κι ἐμεῖς περί αὐτοῦ – ὅπως καί τόν θέλουμε κι ἐμεῖς – ἀλλά ὁ θάνατος δέν μᾶς ἤθελε ὅλους. Μεταξύ τῶν ἐπιζώντων παρέμεινε καί ὁ ποιητής.
Τό 1963 ἤ τό 1964 οἱ κομμουνιστές ἦταν οἱ ἀναμφισβήτητοι ἄρχοντες στήν Χώρα καί τότε ἀποφάσισαν τήν ἀποφυλάκιση τῶν πολιτικῶν κρατουμένων, γιά νά κάνουν ἕνα ἐλιγμό δυτικοῦ τύπου, δηλαδή διείσδυσης στήν Δύση. Εἶπαν στόν ποιητή Ράδου Γίρ:
-Ἄν δέν ὑποκύψετε, ἄν δέν ὑπακούσετε, ἄν δέν παραδοθεῖτε χωρίς ἀντιρρήσεις, θά σᾶς ἀφανίσουμε ὅλους. Ἔχεις μιά μεγάλη ἐπίδραση πάνω σέ ὅλους. Μπορεῖς εἴτε νά τούς λυτρώσεις, εἴτε νά τούς σκοτώσεις. Ἐμεῖς δέν παίζουμε μέ τήν δύναμη, ὅπως κάνατε ἐσεῖς. Εἴτε, εἴτε. Διάλεξε μεταξύ ζωῆς καί θάνάτου. Δέν παραδεχόμαστε ἀναβολές, τώρα θ᾿ ἀποφασίσεις. Πρέπει νά ἀρνηθεῖς δημόσια ὅ,τι πίστεψες, ὅ,τι ἔγραψες σ᾿ ὅλη τήν ζωή σου, γιά νά πεθάνει ὁ μῦθος τῆς πίστεώς σας. Ἐσύ μᾶλλον εἶσαι ἕτοιμος νά πεθάνεις, ἀλλά σκέψου τούς χιλιάδες ἀνθρώπους πού θά χαθοῦν λόγῳ τῆς τρέλλας σου. Σέ διαβεβαιώνουμε ὅτι θά κρατήσουμέ τόν λόγο μας. Ἄν ἀρνηθεῖς τήν πίστη σου θά σᾶς δώσουμε ἐλευθερία σέ ὅλους τούς κρατούμενους. Ἄν δέν ἀφήσετε τίς ἀνοησίες σας καί δέν μπορεῖτε νά κατεβεῖτε κι ἐσεῖς στήν γῆ καί νά δεῖτε τήν πραγματικότητα, τότε θά σᾶς στείλουμε ἀμέσως στόν οὐρανό. Δέν χρειαζόμαστε “κερατάδες”. Δέν εἶσαι τόσο ἀναίσθητος ὥστε νά θέλεις νά βάλεις στόν τάφο μύριους ἀνθρώπους. Θά σᾶς προσφέρουμε θέσεις γιά δουλειά. Θά εἶστε κι ἐσεῖς παραγωγικοί. Ρέ, ὁ κόσμος εἶναι στά χέρια μας καί θά τόν ἀφήσουμε; Μήν ὑπολογίσεις ὅτι εἶστε ἕτοιμοθάνατοι, διότι ἔχουμε ὅλα τά ἐπιστημονικά μέσα νά σᾶς γιατρέψουμε. Δέν ψευδόμαστε, οὔτε κι ἐσύ νά ψεύδεσαι σ᾿ ἐμᾶς. Ἄλλωστε δέν μπορεῖτε νά κάνετε κάτι. Ὁ λαός εἶναι ἕτοιμος νά σᾶς ξεσχίσει. Δέν ἔχετε πιά μέλλον. Ἐξαρτᾶται ἀπό σένα ἄν θά ζήσετε πιά ἤ θά ἐξαφανιστεῖτε.
Ὁ Ράδου Γίρ κειτόταν σ΄ ἕνα φορεῖο, ἄρρωστος, τραυματισμένος, κατεστραμμένος, ἀλλά ἡ ψυχή καί ὁ νοῦς του ἦταν σῶα.
- Τούς κοίταξα μέ περιφρόνηση καί μέ πόνο, μοῦ ἀφηγήθηκε ὁ ἴδιος ἀργότερα. Ἦταν ἐνσυνείδητος καί δέν ἀστειευόταν. Μετέφερα μέσα στήν ψυχή μου τό βάρος τῶν ὡραιοτήτων καί τῶν θυσιῶν μιᾶς ζωῆς, μιᾶς γενεᾶς, τῶν καλυτέρων ἀπό ἐμᾶς καί τελικά ἔβλεπα τό μέλλον ὅλου τοῦ κόσμου νά στηρίζεται σ᾿ αὐτούς τούς ἐκπροσώπους τοῦ Ἔθνους. Ἡ ζωή μόλις λαμπύριζε μέσα μου. Θά μοῦ ἦταν μεγάλη ἀγαλλίαση νά πεθάνω! Τό δίλημμα πού εἶχα ἦταν ἕνα δρᾶμα. Ἤξερα καλά τί καθαρές καί ἅγιες ψυχές ἐκοίτοντο ἀνάμεσα στούς τοίχους, περιμένοντας τόν θάνατο. Ἐγώ δέν εἶχα τό δικαίωμα νά τίς ἀφήσω νά πεθάνουν. Ἀλλά μποροῦσα νά σκοτώσω τήν ψυχή αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων καί ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου! Ἔνοιωθα ὅτι ἐπαναστατοῦν ὅλοι οἱ ἱεροί ἐνθουσιασμοί τούς ὁποίους εἶχα ζήσει καί ψάλλει ποτέ. Κάποτε κάναμε λάθος, ἀλλά πάντα ποθούσαμε πρός τό ἰδανικό. Δέν δώσαμε μεγάλη σημασία οὔτε στήν οἰκογένειά μας, οὔτε στήν ὑγεία, οὔτε στήν ζωή μας. Ἀλλά οἱ καιροί ἦταν τόσο ἐνάντιοι! Τό ὄνειρό μας εἶναι ἀνώτερο. Τώρα, ἐδῶ, αὐτοί εἶναι οἱ ἄρχοντες. Εἶδα τότε ἄλλες ἑκατόμβες νεκρῶν καί αὐτούς (τούς κομμουνιστές) πῶς χαχάνιζαν. Τί νά κάνω; Τί νά διαλέξω; Ὄντως μαστιγωμένος ψυχικά, παραδέχτηκα νά κάνω μιά δημόσια δήλωση, διά τῆς ὁποίας ἀρνήθηκα ὅλο τό παρελθόν καί τό ἔργο μου. Ἔπρεπε νά γράψω μέ τούς ὑπαγορευμένους ἀπό τούς κομμουνιστές νόμους. Σχιζόταν μέσα ἡ ψυχή μου. Καί ἔνοιωσα ὅτι ὄντως εἶμαι ἀδύνατος, ὅτι ἔφτασα στά ὅρια τῆς ἀντοχῆς, ὅτι εἶμαι ξεφτυλισμένος καί ἐμπαιγμένος, ἀλλ᾿ ὅμως δέν μποροῦσα νά κάνω διαφορετικά. Νομίζω ὅτι βοήθησα στόν γλυτωμό πολλῶν ἀνθρώπων. Τουλάχιστον ἡ ψυχή λυτρώθηκε. Σέ κοιτάζω καί βλέπω τήν ἀγνή ψυχή τῶν ἰδανικῶν μας. Στό κοινό ἀφανισμό πού ἀκολούθησε τούς ξέφυγε ὅμως κάτι, τό ἐλάχιστό σύμφωνα μέ τήν ἄποψη τους, ἀλλά ἦταν ἡ οὐσία, ἀπό τήν ἄποψή μας.
Θά ζῶ μέ τήν λύπη τοῦ συμβιβασμοῦ πού ἔκανα, ἀλλά μέ τήν πεποίθηση ὅτι τελικά νικήσαμε. Ἀποφυλακιστήκαμε. Μερικοί ἀπό μᾶς ἐτελειώθησαν. Ἄς βασανισθήκαμε, ἀλλά πιστεύουμε περισσότερο! Χρειάζονται δάκρυα μετανοίας. ἔμαθα πραγματικά τί σημαίνει νά εἶσαι ὄντως χριστιανός. Ὁ πεθαμός μου δέν σταμάτησε. Ἀγαπῶ τό ἔργο μου, ὅπως τό ἔχω ζήσει καί τό ἔχω γράψει. Ὁ συμβιβασμός δέν ἐδίωξε τήν ἀγάπη τῆς ἀκακίας καί ἀληθείας. Μισηθήκαμε καί διωχθήκαμε μ΄ ἕνα ξένο μῖσος γιά τόν ρουμανικό λαό. Ὅλος ὁ κόσμος ἐκπίπτει, ἀλλά σέ ὅλο τόν κόσμο νοιώθουμε ἕνα καινούργιο ἀέρα ἀνάστασης. Πιστεύω δυνατώτερα, ὅσο ποτέ ἄλλοτε γιά τήν ζωή μου. Ἤθελα νά σοῦ ὁμολογήσω αὐτά τά πράγματα καί μᾶλλον κρύβεται ἕνα μυστήριο σ΄ αὐτήν τήν τόσο ἀπρόοπτη συνάντησή μας!
Εἴμασταν τότε καί οἱ δύο στά λουτρά Καλιμανέστι. Ὕστερα συναντηθήκαμε καί πάλι. Συνέχιζε νά γράφει ὄμορφη καί περιεκτική ποίηση, ἀλλά ἔγραφε καί σ᾿ ἕνα περιοδικό τοῦ κόμματος γιά τούς ρουμάνους τοῦ Ἐξωτερικοῦ. Ἐργαζόταν πολύ. Ἦταν πολύ εὐαισθητοποιημένος, ὁλομόμαχος καί κάτω ἀπό τήν ἐπιδερμκή του ἱλαρότητα ἔκρυβε ἕνα ὀδυνηρό δρᾶμα.
Ἡ τραγωδία τοῦ ποιητή δέν εἶχε τελειώσει. Ἀκόμη ὁ λόγος του ἦταν πέτρα σκανδάλου γιά ὅλους τούς καιροσκόπους. Χτυπημένος πρίν ἀπό δεκαετίες ἀπό ὅλες τίς πλευρές, τώρα τόν πολέμησαν καί οἱ ἄλλοι λογοτέχνες, ἀπό τήν Χώρα καί ἀπό τό ἐξωτερικό. Ὁ Ράδου Γίρ ἦταν γιά ὅλους αὐτούς ὁ χούλιγκαν, ὁ κερατᾶς, ὁ ἄγνωστος, ὁ ἄδοξος, ὁ μυστικός πράκτορας, ὁ φασίστας, ὁ ἐγκληματίας.
Τίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του μόλις διάβασε κάποιες ἄτιμες κριτικές, προερχόμενες ἀπό τέτοιους λογοτέχνες. Ἔπαθε ἐγκεφαλικό τήν νύχτα καί τά ξημερώματα εἶχε τελειώσει. Ποιός τόν σκότωσε; Δέν μπορεῖ κανένας νά τό γνωρίζει;
β) Ὁ Νικηφόρος Κράϊνικ
Εἶναι ὁ πιό μεγάλος ρουμᾶνος ποιητής καί ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους χριστιανούς ποιητές τοῦ κόσμου. Ἦταν καθηγητής πανεπιστημίου καί δημοσιογράφος. Τά μαθήματά του ὕψωναν μέχρι τούς οὐρανούς τό ἀκροατήριο.
Ὁ Κράϊνικ εἶναι ὁ ἐκπρόσωπος τῆς προσήλωσης στήν παράδοση καί τοῦ προσανατολισμοῦ πρός τό Βυζάντιο. Ἡ βυζαντινή ἐπίδραση σάν πνευματικό χαρακτηριστικό τοῦ Ρουμανικοῦ λαοῦ εἶναι δομική καί κανένας δέν μπορεῖ νά τήν ἀμφισβητήσει. Οὔτε ὁ προσανατολισμός πρός τόν γαλλικό πολιτισμό, οὔτε ἡ κλίση πρός τούς γερμανούς ἤ ρώσους δέν ἀντισταθμίζουν τήν δύναμή μέ τήν ὁποία ἡ πνευματική μας ὑπόσταση αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ὀρθόδοξη-βυζαντινή. Αὐτή τήν πλευρά τήν προήγαγε ὁ Νικηφόρος Κράϊνικ σέ ὅλο του τό ἔργο, συντελώντας καί στήν ἀποκατάσταση τοῦ Βυζαντίου, πού τόσο ἄδικα δυσφημίσθηκε στήν Δύση, μετά τήν Γαλλική ἐπανάσταση. Αὐτός, ὁ Κράϊνικ, ἦταν ἐξάλλου ἕνας πολύ πιστός ὀρθόδοξος χριστιανός καί πολέμιος τοῦ παπισμοῦ.
Γιά τίς ἰδέες του αὐτές, ὁ Νικηφόρος Κράϊνικ ὑπέφερε μέ μιά μεγάλη φυλάκιση, ὅπου καί ἀπομνημόνευσε πολλά ποιήματά του. Αὐτά ἔφτασαν καί ἔξω, ὅπου κυκλοφοροῦσαν παράνομα. Μᾶλλον μιά ἡμέρα θά ἐκδοθοῦν (Πράγματι ἐκδόθηκαν τό 1990).
Στήν φυλακή ὁ ποιητής προσευχόταν σκεφτικός, γονατισμένος γιά ὧρες ὁλόκληρες. Τό ἔργο του παραμένει ἀγνό καί ὄντως ὀρθόδοξο. Πέθανε τελείως ἔρημος, διότι εἶχε ἀπό τό καθεστώς ἀπομονωθεῖ.
γ) Ὁ Μίρτσεα Βουλκανέσκου
Ἦταν ἕνας ψηλός, ὄμορφος ἄνδρας, μἐ αἴγλη καί μέ μιά ἀξιοσημείωτη προσωπικότητα. Ἦταν ὁ βοηθός τοῦ Νάε Ἰονέσκου, ρουμάνου ὀρθόδοξου φιλοσόφου, ὁ ὁποῖος δημιούργησε καί σχολή. Ἦταν ὁ ἴδιος ἕνας βαθύς στοχαστής, ὁ ὁποῖος δέν κατάφερε νά γράψει ὅ,τι εἶχε σκεφτεῖ, λόγῳ τῆς φυλακῆς καί τοῦ προώρου θανάτου του.
Στήν φυλακή ὡμιλοῦσε καί ὁ λόγος του ἀκουγόταν ἀπό ὅλους. Τούς ἔμαθε νά σκέφτονται ἐκείνους πού ἦταν πρώην οἱ ἄρχοντες τῆς Χώρας. Ἡ σκέψη του ἦταν βαθειά χριστιανική. Τόν ἔβλεπα συχνά στό ναό τοῦ Ἀϊούντ (ὅταν ἀκόμη ὁ ναός δέν εἶχε μετατραπεῖ σέ δημόσιο ἀποχωρητήριο).
Ἔχοντας μιά ἔντονη διανοητική δραστηριότητα ἀνάμεσα στούς φυλακισμένους τοῦ Ἀϊούντ, ὁ Μίρτσεα Βουλκανέσκου ἦταν δεδηλωμένος ἀντίπαλος τῶν μαρξιστῶν. Ἐξ αἰτίας μερικῶν μαθημάτων πού ἔκανε στίς φυλακές τῆς πόλεως Ζιλάβα, στάλθηκε μετά στό μαῦρο δωμάτιο (μπουντροῦμι), σχεδόν γδυτός, μαζί μέ ἄλλους “κερατάδες”. Πεινασμένοι καί μή ἔχοντας ποῦ νά ξεκουραστοῦν, ἄρχισαν νά πέφτουν στό κρύο πάτωμα, τό ὁποῖο προκαλοῦσε πλευρίτιδα καί τόν θάνατο. Τότε ὁ Βουλκανέσκου ξάπλωσε ἐπάνω στό τσιμέντο, γιά νά μπορέσουν ἄλλοι νά κάθονται ἐπάνω του καί αὐτός εἶπε: Ἐγώ θά πεθάνω. Νά λυτρωθεῖτε ἐσεῖς! Δέν πέθανε τότε, ἀλλά τόν ἐπανέφεραν στό Ἀϊούντ, ὅπου συνέχισε νά μιλάει καί αὐτοί συνέχισαν νά τόν τιμωροῦν μέχρι τόν θάνατό του. Ἦταν ἄνθρωπος μέ ἀδαμάντινο χαρακτῆρα.
(Περί τῆς δολοφονίας τοῦ Μίρτσεα Βουλκανέσκου στό Ἀϊούντ διηγεῖται ἕνας μάρτυρας τοῦ γεγονότος, ὁ Ν. Κράτσεα: «ἔτσι ἔγινε νά βγάλουν καί μένα γιά βάσανα στήν ἴδια σειρά μέ τόν Μίρτσεα Βουλκανέσκου. Τόν βασάνισαν μέ δαρμούς σ᾿ ὅλο τό σῶμα του μέ ἕνα ἀτσαλένιο φραγγέλιο. Κατόπιν ὁ Μίρτσεα λιποθύμησε. Ἦταν καταματωμένος. Ἕνας ρωμαλέος τσιγγάνος τόν ἐπῆρε ἀπό ἕνα πόδι, σέρνοντάς τον. Τόν κατέβρεχε μέ κρῦο νερό νά συνέλθει. Ἔπαθε πνευμονία καί μετά ἀπό λίγες ἡμέρες ἀπέθανε, αὐξάνοντας τούς τάφους τῶν άγνώστων μαρτὐρων στόν διπλανό κάμπο μ΄ ἕναν τάφο ἀκόμη. Σύμφωνα μέ ἄλλες ἀφηγήσεις, τά τελευταῖα του λόγια ἦταν: Νά μή μέ ἐκδικηθεῖτε!
δ) Ὁ Πέτρος Τσούτσεα
Ἦταν ἕνας λόγιος κολοσσός μέ μιά ψυχή παιδιοῦ, ἕνας ἐγκυκλοπαιδιστής ὁ ὁποῖος δέν πρόλαβε νά γράψει σχεδόν τίποτε. Ἕνας φιλόσοφος πού στρογγύλεψε τήν σκέψη του μέσα στήν φλόγα τῶν φυλακῶν. Σ᾿ ὅλη τήν ζωή του μιλοῦσε θαυμάσια καί προσφερόταν σέ ὅλους μέ βαθειά συνείδηση. Συχνά διάβαζε στά περιοδικά τίς γραμμένες ἀπ᾿ αὐτόν ἰδέες καί ἦταν εὐχαριστημένος, διότι δέν ἤθελε νά δημοσιεύσει τόν ἑαυτό του, ἀλλά τήν πίστη του.
Συναντώντας στήν Ζιλάβα ὅλες τίς πολιτιστικές καί πολιτικές ρουμανικές κορυφές τῆς ἐποχῆς, ὁ Τσούτσεα ἐπιβλήθηκε ἀνάμεσά τους μέ μιά ἀναμφισβήτητη αὐθεντία. Ἄν ἦταν δυνατόν νά ἀναπαραχθοῦν οἱ συζητήσεις πού ἔγιναν μέσα ἀπό τούς τοίχους τῆς Ζιλάβας, θά ἐβλέπααμε μιά θαυμάσια καί ποικίλη συνάντηση γνωμῶν.
Ἡ σκέψη του ἦταν βαθειά χριστιανική. Οἱ θεωρητικολογίες του ἦταν ἐπιστημονικές. Καί ὅμως στήν καθημερινότητά του ἦταν ἁπλός, πνευματικά θερμός καί πρᾶος σάν ἕνα παιδί. Αὐτός δέν ἔκανε ἁπλῆ φιλοσοφική θεωρία, ἀλλά ἀγκάλιαζε ὅλη τήν ὕπαρξη μέ μιά αἰσιόδοξη καί δυναμική ἀντίληψη.
Ὑπέφερε μέ ἀξιοπρέπεια πολλά χρόνια φυλάκισης καί τώρα ζεῖ σάν ἕνα τίποτε τοῦ τίποτε. Ὄχι μόνο τό ρουμανικό ἔθνος, ἀλλά ὅλος ὁ κόσμος χάνει δι΄ αὐτοῦ ἕναν μεγάλο στοχαστή.
Ζήτω ὁ Πέτρος Τσούτσεα!
ε) Ὁ Πέτρος Πάντρεα
Ἦταν ἕνας τίμιος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος πρῶτα ἦταν δικηγόρος τῶν κομμουνιστῶν, ἀλλά αὐτοί τόν φυλάκισαν, χωρίς δικαστήριο. Πάντα ἦταν συνεπής μέ τόν ἑαυτό του. Ὅταν ἄκουσε γιά τά φοβερά ἐγκλήματα σ᾿ ἕνα ἀνθρώπινο σφαγεῖο, παρουσιάσθηκε ἐκεῖ καί ἐνεχείρισε στούς ὑπευθύνους μία ἰδιωτική του ἀναφορά ὑπό τήν ἰδιότητα τοῦ δικηγόρου καί δημοσιογράφου. Μέ τήν ἐνέργειά του αὐτή βοήθησε τό σφαγεῖο νά παύσει νά θανατώνει ἀνθρώπους ἐκεῖνες τίς ἡμέρες. Στήν συνέχεια κατήγορησε τίς Ἀρχές. Στήν φυλακή προσηλυτίσθηκε στόν Χριστιανισμό. Στά μεγάλα ἁλατωρυχεῖα, ὅταν ἕνας δεσμοφύλακας ποδοπάτησέ μιά εἰκόνα, αὐτός θύμωσε ἀμέσως καί φώναξε: «Βρώμικε, πῶς τολμᾶς νά περιγελᾶς αὐτό τό ἱερό πρόσωπο, τό ὁποῖον εἶναι ἡ Μητέρα καί ἡ Παρθένος τοῦ Ρουμανικοῦ λαοῦ διά μέσου τῶν αἰώνων; Εἶχε ἀκούσει καί κάτι ἀπό τήν ζωή τοῦ Βαλερίου καί μᾶς ἔλεγε: «ἐσεῖς πού τόν γνωρίσατε ἔχετε τήν ὑποχρέωση νά μαζεύετε μέ ἁγιωσύνη ὅλα ὅσα ἔχει κάνει καί ἔχει πεῖ ὁ Βαλέριος, διότι πρέπει νά κάνετε γνωστό στόν κόσμο ὅτι οἱ ἅγιοι ζοῦσαν ἀνάμεσά μας.
Εἶχε μεγαλώσει στήν σκέψη τοῦ μαρξιστικοῦ ὑλισμοῦ, ἀλλά ὅταν ἀνοίχθηκε μέσα του ὁ ἱερός ὁρίζοντας τῆς πίστεως, ἀποφάσισε: Θά πρέπει νά κάψω ὅ,τι ἔχω γράψει καί νά τά ξαναγράψω. Στήν τελευταία “ἀναμόρφωση” στό Ἀϊούντ ἦταν μεστός ἀπό ψυχική ὀδύνη. Ἀποφυλακίστηκε τό 1964 καί ἀπέθανε ἀπό καρκίνο.
ζ) Ὁ Ντῖνος Πιλλάτ
Ἦταν ἕνας ψυχικά πλούσιος νεαρός, ὁ ὁποῖος κρατοῦσε ἀπό τήν ξακουστή οἰκογένεια τῶν Μπρατσιανῶν. Ἀπό τήν φύση του ἦταν εὐαίσθητος καί γενναιόδωρος καί προσέφερε τόν ἑαυτό του σέ κάθε ἀγαθό ἔργο. Ἦταν καλός λόγιος, ἔκανε σωστή κριτική, καί ἦταν γιά ἕνα διάστημα καί ὁ βοηθός τοῦ μεγάλου συγγραφέα Γεωργίου Καλινέσκου. Ἔγραψε ἕνα μυθιστόρημα, πού τό ἐμπνεύσθηκε ἀπό τά δύσκολα χρόνια, πού ἦταν γεμάτα μέ τραγικά γεγονότα γιά τήν Χώρα (1930-1940). Τότε ἦταν ἕνας κόσμος τόν ὁποῖο αὐτός δέν τόν εἶχε καθόλου γνωρίσει, δέν εἶχε καθόλου ἐπαφή, ἀλλά τόν εἶχε αἰχμαλωτίσει μέ τήν πνευματική καί δραματική της ἔνταση. Γι΄αὐτό τό μυθιστόρημα σέ σχέδιο, αὐτός καί ἐκεῖνοι πού τό εἶχαν διαβάσει καταδικάστηκαν σάν ἰδεαλιστές, μυστικοπράκτορες καί λεγεωνάριοι..
Στήν φυλακή ἀναδείχθηκε μέ τήν εὐγένεια καί ἀρχοντιά του, μέ τόν ἔντονο πνευματικό ἀγώνα του καί μέ τήν ξεχωριστή του παιδεία. Ἦταν ἱκανός γιά αὐτοθυσίες γιά νά διασώσει τήν ζωή κάποιων πιό ἀρρώστων ἀπ᾿ αὐτόν. Νήστευε καί προσευχόταν φλογερά. Εἶχε φτάσει σέ ὑψηλά πνευματικά βιώματα. Φαινόταν στό πρόσωπο του ἕνα ἐσωτερικό φῶς.
Μετά τήν ἀποφυλάκισή δούλεψε σκληρά. Λόγῳ κάποιων οἰκογενειακῶν του σχέσεων, μπόρεσε ἐπανέλθει στήν κοινωνία μέ τιμή, χωρίς νά κατηγορηθεῖ γιά κάτι. Ἐνοσήλευσε μέ ἀφοσίωση τήν μητέρα του, ἡ ὁποία ὑπέφερε πολύ. Πέθανε ἀπό καρκίνο στόν ἐγκέφαλο.
η) Ὁ Ἀλέξανδρος Μυρονέσκου
Ἦταν ἕνας πολύπλοκος ἄνθρωπος, εἰλικρινής καί ἀγαθοεργός, ἕνα θαυμάσιο πρόσωπο. Παρόλο πού δέν εἶχε ἀκαδημαϊκή ἀγωγή, ἦταν ποιητής, μυθιστοριογράφος, κριτικός θεάτρου, δοκιμιογράφος καί δημοσιογράφος. Ἄρχισε σάν ἄθεος τῆς γαλλικῆς σχολῆς καί τελείωσε σάν ὀρθόδοξος μυστικός. Ἔκανε σοσιαλιστική πολιτική, ἀλλά ἔβλεπε ἕνα ἠθικό-χριστιανικό σοσιαλισμό, δηλαδή ἦταν μεταξύ τῶν σοσιαλιστῶν σάν μιά λευκή καλιακούδα.(εἶδος πτηνοῦ)
Συμμετεῖχε ἐνεργῶς στό κίνημα Τό ἀναμμένο Δαδί, λόγω τοῦ ὁποίου καί καταδικάστηκε. Ἔκανε πέντε χρόνια φυλακή μέ πολύ θάρρος. Τά ποιήματά του, εἶναι ἀκόμη ἀνέκδοτα (ἡ ἔκδοση ἔγινε τό 1999) καί θά κατέχουν μιά ἐξαιρετική θέση στήν λογοτεχνία.
Ὕστερα ἀπό τήν ἀποφυλάκιση παρέμεινε γαλήνιος, δέν ἔκανε συμβιβασμούς. Πίστευε στόν Θεό καί ἐξασκοῦσε τήν νοερά προσευχή, Ταὐτόχρονα ζοῦσε καί ὡς ἄνθρωπος διανοητικῆς αὐστηρότητας, τελειοποιούμενος σ᾿ ἕνα ἰσορροπημένο καί ἀρμονικός τύπο.
Ἦταν εύπιστος στά πολιτικά. Πρίν πεθάνει ἀπό καρκίνο ἔλεγε:
- Πηγαίνω ἤρεμος στήν ἄλλη ζωή. Δέν ἀμφιβάλλω καθόλου γιά τήν ὕπαρξή της, ἀλλά εἶμαι περίεργος, ἔτσι ὅπως εἶσαι σ΄ ἐργαστήριο, νά ἰδῶ πῶς θά εἶναι ἐκεῖ καί ποῦ θά πάω!
Τελείωσε αἰθέριος, νηφάλιος, εἰρηνικός ἔχοντας πολλή ἀγάπη καί σοφία.
2. Οἱ Σιωνιστές
Ἡ σιωνιστική κίνηση εἶχε φουντώσει μετά τό 1950 καί ἔγιναν πολλές συλλήψεις. Οἱ σιωνιστές ἀπομονώθηκαν ἀπό τούς ἄλλους κρατουμένους καί εἶχαν προνομιακό πολίτευμα (κανονισμό). Ἐνῶ ἐμεῖς ὑποφέραμε ἀπό τήν τρομοκρατία, τήν πεῖνα καί εἴμασταν τελείως ἀπομονωμένοι ἀπό τίς οἰκογένειές μας, αὐτοί ἐδέχοντο ἐφημερίδες, δέματα καί ἀσχολοῦνταν καί μέ κύκλους μελέτης.
Ἦταν ἐθνικόφρονες, σωβινιστές καί θρησκόληπτοι πιστοί. Ἀπασχολοῦνταν μέ τήν δημιουργία τοῦ ἰσραηλινοῦ κράτους καί ἔψαχναν μεθόδους γιά νά ἀπομακρύνουν τούς Ἄραβες ἀπό τό κράτος τους καί τήν ζωή τους. Δέν ἄργησαν πολύ στήν φυλακή, διότι λόγῳ τῶν διεθνῶν πιέσεων, ἀποφυλακίστηκαν καί ξενιτεύτηκαν.
3. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ
Στίς κομμουνιστικές φυλακές οἱ ἱερεῖς καί οἱ μοναχοί πάντα ἦταν πολλοί καί ὑποβαλλόμενοι συνεχῶς σ΄ ἕναν κανονισμό ἀφανισμοῦ. Παρόλο πού δέν ἔχω μιά ἀκριβή στατιστική, μπορῶ νά εἰπῶ ὅτι ἑκατοντάδες ὀρθόδοξοι ρουμᾶνοι κληρικοί φυλακίσθηκαν καί ἐκτοπίσθηκαν. Ἡ παρουσία τους στόν κόσμο τῶν κρατουμένων ἄφησε τά ἴχνη τῶν κατακομβῶν στίς φυλακές.
Στίς φυλακές ὑπῆρχε μιά πραγματική χριστιανική πνευματικότητα. Οἱ ἱερεῖς ἔκαναν μέ τιμή τό καθῆκον τους, τόσο διά τῆς διδασκαλίας ὅσο καί διά τῆς ἐπιτέλεσης τῶν Ἁγίων Μυστηρίων. Αὐτοί καταδικάσθηκαν γιά τήν πίστη τους στόν Θεό, γιά τήν δύναμη μέ τήν ὁποία κήρυτταν τήν πίστη στόν λαό καί ἐπειδή ἐπιτελοῦσαν τήν ἀποστολή τους. Ὡμολόγησαν τόν Χριστό καί γι΄ αὐτό ἐμαρτύρησαν γιά Αὐτόν.
Θά μνημονεύσω ἐδῶ μόνο μερικούς ἀπ᾿ αὐτούς, μολονότι τέτοιοι σάν αὐτούς ἦταν ἑκατοντάδες.
α) Ὁ Ἀρχιμανδρίτης Βενεδίκτος Γκίους
Ἦταν ἕνα φωτεινό πρόσωπο, μιά ἄκακη ψυχή, ἕνας ἄνθρωπος τέλειας πνευματικῆς ἰσορροπίας, πνευματικός καί θεολόγος, μᾶλλον λίγο εὔπιστος. Αὐτός ἔδωσε αἴγλη στόν ρουμανικό μοναχισμό διά τῆς συμμετοχῆς του στήν ἀντίδραση τῆς πίστεως, διά τήν ὁποία φυλακίσθηκαν καί μαρτύρησαν. Ἐνῶ ἦταν ταπεινός, ἦταν ὅμως καί τό πιό ὡραῖο πρόσωπο τοῦ κλήρου μας.
Ἦταν ἀδύνατος καί ἀσθενικός μοναχός, ἀλλά ἀγνός καί ἀκέραιος στήν ψυχή του. Ἦταν ἄνθρωπος ξεχωριστῆς παιδείας καί μεγάλος ἐξομολόγος. Ἀρνήθηκε νά ἀνέλθει τούς βαθμούς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, μή δεχόμενος νά συμβιβαστεῖ.
Στό Ἀναμμένο Δαδί, μιά ὁμάδα μοναχῶν καί λογίων λαϊκῶν, πού ἀσχολοῦντο μέ τήν νοερά προσευχή, ὁ πατήρ Βενέδικτος εἶχε ἔμεσα ἐπιβληθεῖ, μέ τήν πνευματική του ζωή καί τήν δρᾶση ὅλης τῆς ὁμάδας.
Ὡμιλοῦσε ὡραία, λειτουργοῦσε μέ εὐλάβεια, ἐξωμολογοῦσε μέ ἱκανότητα, οἰκοδομοῦσε πνευματικά μέ δύναμη καί ἔπρεπε νά προφυλάγεται ἀπό τούς κινδύνους, διότι δέν ἤξερε, λόγω τῆς εὐπιστίας του, νά φυλάγεται μπροστά στούς διώκτες. Ἡ προσωπικότητά του ἀντιπροσωπεύει ὅ,τι ὡραιότερο καί ἁγιότερο ἔχει ἡ Ρουμανική Ὀρθοδοξία.
β) Ὁ Ἀρχιμανδρίτης Γεράσιμος Ἴσκου
Ὁ ἀρχιμανδρίτης Γεράσιμος ἦταν ἕνας στῦλος τῆς ψυχικῆς ἀντίδρασης στήν φυλακή. Στό Κανάλι θανάτου τοῦ ποταμοῦ Δούναβη, πού ἔφτανε μέχρι τήν Μαύρη Θάλασσα προσλήφθηκε στήν ἰδιαίτερη παράταξη γιά ἱερεῖς, ὅπου ὁ θάνατος ἐρχόταν διά σκληρᾶς ἐργασίας, ἀγρυπνίας, ἀσιτίας καί ξυλοκοπήματος μέ τρόπους ὑπερβολικῆς ἀγριότητας. Ἐμπαιγμένοι, ταλαιπωρημένοι, βασανισμένοι ὄντως οἱ ἱερεῖς – μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί ὁ πατήρ Γεράσιμος –ἄντεχαν μέ ἀξιοπρέπεια μέχρι τήν ὥρα τοῦ θανάτου τους. Ἀργότερα ὁ πατήρ ἀρρώστησε ἀπό φυματίωση καί μεταφέρθηκε στήν φυλακή Τίργκου Ὄκνα, ὅπου πέθανε σάν ἕνας ἔνσαρκος ἄγγελος.
γ) Ὁ ἐρημίτης Δανιήλ – Σάντου Θεοδώρ
Ὁ Σάντου Θεόδωρος ἦταν ἕνα ἐξαιρετικό πρόσωπο. Στήν κουρά ἔλαβε τό μοναχικό ὄνομα Δανιήλ. Ἦταν ἕνας περίφημος δημοσιογράφος καί ποιητής. Ἐπιστρέφοντας ἀπό ἕνα προσκύνημά του στό Ἅγιο Όρος, ἵδρυσε τήν ἱερά Μονή ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἀνθίμου στό Βουκουρέστι μέ τήν ὁμάδα Ἀναμμένο Δαδί. Γνωρίζοντας λογικά τίς πνευματικές καλλονές τῆς ὀρθοδόξου νηπτικῆς ζωῆς, προσπαθοῦσε νά τίς βιώνει, ἀλλά δέν κατάφερνε πάντοτε νά συντονίζει τό εἶναι του μέ τό βίωμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἦταν ἕνας ἡφαιστειακός καί ὀρμητικός χαρακτῆρας, μέ μιά μυστική ψυχοσύνθεση. Σκεφτικός καί ἄνθρωπος τῆς πράξης. Ἕνας ἀκάθεκτος μοναχός πού εἰσῆλθε μέ μεγάλο ἐνθουσιασμό στήν μοναστική ζωή. Ἦταν πολύ καλός ὁμιλητής. Ἔγραψε μερικούς Χαιρετισμούς μεγάλης λογοτεχνικῆς χάριτος. Ὅλη αὐτή τήν δράση του τήν ἀνέπτυσσε κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ κρατικοῦ ἀθεϊσμοῦ ἀπό τήν ὁποία καί οὐδέποτε συγχωρήθηκε Τό 1958 συνελήφθησαν καί καταδικάστηκαν ὅλα τά μέλη τοῦ Ἀναμμένου Δαδιοῦ. Ὁ πατήρ Δανιήλ ἀντίκρυσε τήν φυλακή μέ καρτερία καί πέθανε στό Ἀϊούντ.
δ) Ὁ πατήρ Κλεόπας Ἠλίε
Ὁ πατήρ Κλεόπας Ἠλίε εἶναι ἕνας χειροδύναμος καί αὐστηρός ποιμένας, ὁ ὁποῖος μεγάλωσε στό μοναστήρι καί ἔφτασε νά γίνει τό πιό σεβαστό πρόσωπο τοῦ Ὀρθοδόξου μας ρουμανικοῦ ἀσκητισμοῦ. Κανένας δέν εἶναι τέτοιος σάν αὐτόν. Προικισμένος ἀπό τόν Θεό μέ ἕνα μεγαλοφυές μυαλό, μέ μιά γιγαντιαία μνήμη, μέ μιά γενναία ψυχή κι ἕνα ἐξαιρετικό χάρισμα ὁμιλίας, αὐτός ὁ ποιμένας ἐνεσάρκωσε μιά ζωντανή σύνθεση ὅλων τῶν Ἀνατολικῶν ἁγίων καί Πατέρων.
Εἶναι ἕνας καταρράκτης χάριτος, σοφίας καί δύναμης, ὁ ὁποῖος πλημμυρίζεται διά βαθειᾶς προσευχῆς καί ἐμπνευσμένου λόγου ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα. Δέν ὑπάρχει τελειώτερος πνευματικός ἀπ᾿ αὐτόν. Εἶναι μιά ἐντυπωσιακή προσωπικότητα, πασίγνωστη καί στό εξωτερικό, ἀπ᾿ ὅπου ἦλθαν κάποιοι νά τόν ρωτήσουν τί εἶναι ἡ Χάρης. Ἀλλά ἡ Χάρης εἶναι ζωντανή ἐπάνω του. Ἐνεργεῖ καί ἐκπέμπεται ἀπό τό χαριτωμένο πρόσωπό του καί τά μελλίρυτα λόγια του. Στήν ἁπλότητά του ἀκτινοβολεῖ ἡ Χάρης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι θαυμαστός.
Δέν ἔφτασε στήν φυλακή, ἀλλά ἔμεινε ἄφαντος σέ μιά τρύπα στά Καρπάθια Ὄρη στά χρόνια τῆς ἀθεϊστικῆς τρέλλας, διότι οἱ κομμουνιστές τόν ὑποπτευόταν ὅτι ἔχει σχέση μέ τόν σύλλογο Ἀναμμένο Δαδί. Στήν τρώγλη του ἔζησε ἐπί ἐννέα χρόνια, χωρίς νά ἀνάβη φωτιά, παρότι ἔξω τά πάντα ἦταν χιονισμένα καί παγωμένα, διότι φοβόταν νά μή τόν βροῦν καί τόν καταδώσουν οἱ δασικοί καί οἱ ἐργάτες στήν στρατιωτική Ἀστυνομία.
Ὁ πατήρ Κλεόπας Ἠλίε εἶναι ἡ ζωντανή ἀπόδειξη τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι μιά ὁλοκληρωμένη, ἰσχυρή, βαθειά ἀνθρώπινη προσωπικότητα. Εἶναι ἀληθινός ἄνθρωπος. Ὁ ἅγιος περπατᾶ ἀνάμεσα μας. Αὐτό τό συναίσθημα ἔχεις, ὅταν εἶσαι κοντά στόν πατέρα Κλεόπα.
(Ὁ άξιοσέβαστος Γέροντας π. Κλεόπας, ἐκοιμήθη τό 1998 στήν Μονή Συχαστρία τῆς βορείου Ρουμανίας. Πολλά ἀπό τά βιβλία του κυκλοφοροῦν καί στήν ἑλληνική γλῶσσα).
ε) Ὁ πατήρ Ἀρσένιος Παπατσιώκ
Ποιός εἶναι ὁ ἱερομόναχος π.Ἀρσένιος: μικρός, ἀδύνατος, εὔστροφος καί ζωντανός, μεγάλος πνευματικός, ἄνθρωπος χωρίς συμβιβασμούς στήν πίστη. Ὁ μικρός στό ἀνάστημα εἶναι μεγάλος στά χαρίσματα καί στήν πίστη. Ἔγινε μοναχός ἀπό ἱερό ζῆλο καί θεία κλῆσι. Εἶναι μιά ψυχή σ΄ ἕνα ἀγνό σῶμα μ᾿ ἕνα ἀκέραιο ἦθος. Εἶναι πάντοτε ἐνεργητικός καί ἀπέραντος στήν πατρική του ἀγάπη. Ἄνθρωπος μαχητικός καί ἱκανός γιά θυσίες μέ συνείδηση καί ἱεραποστολική ἱκανότητα.
Ὡδήγησε πολλούς στήν πίστη πρίν ἀλλά καί μετά τήν κουρά του. Ἀγωνιζόταν νά ἐμφυτεύσει τήν ἀληθινή συνείδηση στούς χριστιανούς καί τό κατάφερε. Ἔλεγε: Ἐμεῖς καταφρονοῦμε τούς ἄθεους στό σπίτι τους. Εἶναι ἕνας φάρος τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Μάρκελλος Πετρισόρ ἀφηγεῖται στά ἀπομνημονεύματά του ἀπό τήν φυλακή ὅτι, στήν ἀποφυλάκιση πού ἔγινε τό 1964, ἕνας δεσμοφύλακας ἀπό τό Ἀϊούντ, βλέποντας τόν πατέρα Ἀρσένιο νά ἐξέρχεται καί κοιτάζοντάς τον, ἀνεφώνησε: «Ἐξέρχεται ἡ ἁγιωσύνη στήν πόρτα»! Σήμερα, σέ ἡλικία ἐννενήντα ὀκτώ ἐτῶν, ὁ μεγάλος πνευματικός ζεῖ στήν ἱερά Μονή τῆς Παναγίας ἀπό τό Τέκιργκιολ, πλησίον τῆς Κωστάντζας. (Βιβλίο του στήν ἑλληνική κυκλοφορεῖ ἀπό τίς ἐκδόσεις «Ὀρθοδοξος Κυψέλη».
ζ) Ὁ πατήρ Δημήτριος Στανιλοάε
Εἶναι ὁ μεγαλύτερος ρουμάνος θεολόγος καί ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους ἐν ζωῆ θεολόγους τῆς Ἀνατολῆς. Βαθύς στοχαστής καί λόγιος, καλός ἱερέας καί ἔξοχος καθηγητής. Μετέφρασε τήν Φιλοκαλία ἀπό τά ἑλληνικά σέ 12 τόμους καί ἔγραψε τήν Δογματική. Ἔκανε κι αὐτός περίπου 5 χρόνια στήν φυλακή (1958-1963) (Συγχωρέθηκε τό 1993).
στ) Ὁ πατήρ Δημήτριος Μπεζάν
Ἦταν ἕνας ἥρωας, ἕνα ἡφαίστειο πίστεως, ἕνας βράχος ἤθους. Ἦταν στρατιωτικός πρεσβύτερος στά μετόπισθεν. Ἄρχισε τόν πόλεμο του μέ τόν ἀθεϊσμό στά στρατόπεδα συγκέντωσης τῶν Ρουμάνων στρατιωτῶν στήν Ρωσσία, ὅταν ἀρνήθηκε νά γίνει μέλος τῆς μεραρχίας Θεοδώρ Βλαδιμιρέσκου, ἡ ὁποία ἀποτελεῖτο ἀπό ρουμάνους πού εἶχαν δεχθεῖ τήν “ἀναμόρφωση” μέ σκοπό γιά νά ξανάρθουν στήν Πατρίδα. Τό 1948 στάλθηκε γιά δίκη στό Βουκουρέστι. Κλείσθηκε σέ πολλές φυλακές τῆς Χώρας. Μετά τήν ἀποφυλάκισή του οἱ κομμουνιστές συνέχισαν νά τόν παρακολουθοῦν, νά τόν καταδιώκουν καί νά τόν βασανίζουν.
Στίς φυλακές δέν ὑπῆρχε κανένας ρουμᾶνος ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος.
4. Οἱ ἀνώνυμοι
Δέν μποροῦμε νά μήν θυμηθοῦμε ἐδῶ τούς χιλιάδες ἀνώνυμους ὁμολογητές καί μάρτυρες ἀπό τόν λαό, οἱ ὁποῖοι ἄντεξαν στήν κομμουνιστική θηριωδία, τόσο στίς φυλακές, ὅσο καί ἐκτός αὐτῶν. Οἱ ρουμᾶνοι δέν κράτησαν μαχητικές στάσεις, ὅπως ἄλλοι λαοί, ἀλλά ἄντεξαν σιωπηρά, εἰσάγοντας στό ὑλιστικό περιβάλλον τό ὀρθόδοξο πνεῦμα.
Συνάντησα στήν φυλακή ἀναρίθμητους ἁπλούς ἀνθρώπους, ἀγρότες καί ἐργάτες, τῶν ὁποίων ἡ ψυχή προικισμένη μέ φυσικά χαρίσματα καί ἀδιάφθορη πίστη ἀνοίχθηκε σέ μιά ἀνεξάντλητη οἰκειοποίησι ποικίλων διδαχῶν ἀπό τούς κρατουμένους διανοουμένους. Εἶδα μορφωμένους ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἐδιδάσκοντο τόσο τά θρησκευτικά, ὅσο καί ἄλλα θέματα ἀπό τούς ἁπλούς, ἀλλά μέ ὑψηλές ἐμπειρίες πεφωτισμένους ἀνθρώπους.
Ἡ νεολαία ἐπίσης ἐξεδήλωσε ἐνθουσιασμό γιά τήν ἀγνότητα, τήν αὐτοθυσία της, διότι οἱ φυλακές ἦταν γεμάτες ἀπό νέους καί κανένας δέν ὑπέφερε περισσότερο καί πιό ἀξιοπρεπῶς ἀπ᾿ αὐτούς.
Ἐπίσης, πρέπει νά μνημονευθοῦν καί οἱ γυναῖκες – μητέρες, σύζυγοι καί κόρες – πού ὑπέφεραν μέ ἡρωϊσμό πολλά βάσανα. Οἱ θλίψεις καί οἱ θυσίες τους ἦταν γενικές. Οἱ γυναῖκες ὑπέμεναν τά μαρτύρια μαζί μέ τούς ἄνδρες καί συχνά πρίν ἀπ᾿ αὐτούς. Τούς ἐπεβλήθησαν εἰδικές καί πρόσθετες πιέσεις, γιά νά τίς ρεζιλέψουν καί νά τίς ἀποκαρδιώσουν. Ἀπ᾿ αὐτές ἀναφέρουμε τήν μοναχή Μιχαέλα. Ἦταν μιά μεγάλη ψυχή, πού τελείωσε τήν ζωή της μέ μαρτύριο.
Ἡ θερμότητα τῆς γυναικείας ψυχῆς ἔλειωσε τόν πάγο τῆς ὑλιστικῆς σκέψης. Ἡ ἔμφυτη ὁρμή τους, τίς μεγαλοποίησε στίς νεώτερες γενεές, πού ζοῦν μέ φόβο Θεοῦ. Ποτέ δέν γράφτηκαν τόσα πολλά καί λαμπρά ἔργα πιστῶν γυναικῶν – μητέρες καί κόρες- ὅσο τήν περίοδο αὐτή τοῦ διωγμοῦ τῆς πίστης. Ἡ θυσία γιά τόν Χριστό τίς ἔκανε μαχητικές καί ἀποφασιστικές γιά τόν θάνατο.
Οὔτε τά παιδιά δέν ἐξαιρέθηκαν ἀπό τήν ἀθεϊστική τρομοκρατία. Στήν σύλληψη τοῦ Χ, ἡ ἔγκυος σύζυγός του κακοποιήθηκε καί εἶχε σάν συνέπεια νά γεννηθῆ ἕνα κοριτσάκι τό ὁποῖο, λόγῳ ἑνός τραύματος στό ἐγκέφαλο, παρέμεινε ἀτροφικό καί στραβώθηκε, χωρίς ποτέ νά δοθοῦν ἐξηγήσεις γιατί εἶναι ἀνάπηρο. Στήν σύλληψη τοῦ Υ, ὁ υἱός του, δεκαπέντε ἐτῶν, ἀναγκάστηκε νά παραβρεθεῖ ἀκίνητος στήν βάναυση ἔρευνα τοῦ πατέρα του καί ἀργότερα, μεγαλωμένος μέ φόβο Θεοῦ ἀπό τήν μητέρα του, ἔγινε σχιζοφρενικός. Σέ μιά ἄλλη οἰκογένεια, μιά κοπέλλα φυλακίσθηκε καί παιριπαίχθηκε γιά ν᾿ ἀναγκαστεῖ ὁ πατέρας της νά γίνει προδότης,
Χιλιάδες παιδιά διώχθηκαν ἀπό τά σχολεῖα καί πανεπιστήμια, ὑποβαλλόμενα σέ δημόσιους ἐξευτελισμούς, καί παριγελώμενα ἀπό τούς δασκάλους τους, καθηγητές καί συμμαθητές τους, λόγῳ τῆς πίστεώς τους στόν Θεό ἤ ἐπειδή ἦταν παιδιά κάποιων πολιτικῶν κρατούμενων. Ἐπίσημα στήν Ρουμανία δέν ὑπῆρξαν θρησκευτικοί κρατούμενοι, ἀλλά ὅλοι ὠνομάζονταν πολιτικοί.
Στήν ἀθεϊστική ἐπανάσταση τοῦ ὑλισμοῦ διακρίνουμε δύο στάδια: ἕνα τοῦ ἀφανισμοῦ ὅλων τῶν παλαιῶν ἠθῶν καί τῶν βασικῶν δομῶν τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καί τήν πλήρη ἀποδοχή τῶν Κομμουνιστικῶν Ἀρχῶν. Καί τό δεύτερο στάδιο ἡ ἀπολυταρχική διακυβέρνηση, στήν ὁποία ὁ ἀθεϊσμός ἐπιβάλλεται μέ ὅλη τήν μανία τῆς ἐξουσίας του. Ὁ ἀδίστακτος ἀνθρωπισμός ἀπό τήν ἀρχή ἐνδύεται τήν μορφή τῆς ὑποκρισίας, διότι ἡ δύναμή του δέν εἶναι συζητήσιμη πιά.
Σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο ὁ ὁποῖος κοιτάει μόνο πρός τήν γῆ, ἄν ἀνακαλύψουν τούς οὐρανούς οἱ ἄνθρωποι θ᾿ ἀνακτήσουν τήν χαρά τῆς ζωῆς, τόν ζῆλο τῆς δημιουργικότητας, τήν ἠθική δύναμη, τήν συνείδηση ὕπαρξης τῆς κοινωνίας διά τῆς ἀγάπης. Καί ὑπάρχουν στόν λαό ἀρκετά στοιχεῖα τά ὁποῖα μᾶς δίνουν τήν ἐλπίδα ὅτι θά σωθοῦμε.
Ὅλος ὁ σημερινός λαός, ἐνσωματωμένος στό μαρξιστικό σύστημα, πηγαίνει μέ τόν ρυθμό του μέ τό συναίσθημα ὅτι βρίσκεται σέ μιά μεγάλη φυλακή. Δέν ὑποστηρίζουμε ὅτι ὑπάρχουν σήμερα πολλές μεγάλες καί ζωντανές συνειδήσεις, ἀλλά ὅτι ὑπάρχει ἕνα ψυχικό ὑπόβαθρο, ἀρκετά παρθενικό καί ἀπρόσβλητο ἀπό τόν μαρξισμό καί τό ὁποῖο περιμένει νά ἀπελευθερωθεῖ.
Ἡ ἀπόλυτη πλειονότητα τοῦ ρουμανικοῦ Ἔθνους ἦταν καί εἶναι ἐναντίον τοῦ κομμουνισμοῦ. Ἦταν, τό ἀπέδειξε καί τό σκλάβωσαν. Ἡ γενεά τῶν νέων πού μεγάλωσε στήν καταθλιπτική ἰδεολογία τοῦ μαρξισμοῦ εἶναι καί αὐτή ἀντικομμουνιστική, διότι γύρω στήν ἡλικία τῶν 15-18 ἐτῶν ὅλοι θεραπεύονται μέ κατάλληλες θρησκευτικές διδαχές ἀπό τό δηλητήριο τοῦ μαρξισμοῦ. Ἄν ὑπῆρχαν ἐλεύθερες προϋποθέσεις ἐκλογῶν, τὁ κομμουνιστικό Κόμμα θά παρέμενε χωρίς ψήφους καί ἡ φιλοσοφία του θά πεταγόταν στά σκουπίδια. (Σήμερα δέν ὑπάρχει στήν Ρουμανία κομμουνιστικό κόμμα, ἀλλά μόνο στήν Ἑλλάδα, πού ἀκόμη ἀγνοεῖ τί σημαίνει κομμουνιστική θηριωδία).
Κανένας δέν πιστεύει πιά στόν διαλεκτικό ματεριαλισμό, κανένας δέν περιμένει πιά τήν εὐτυχία του ἀπό τόν σοσιαλισμό. Ὅλοι ὑποκρίνονται καί ὅλοι περιμένουν τήν εὐκαιρία τῆς ἀπελευθέρωσης. Αὐτό εἶναι ἕνα πάνδημο φαινόμενο. Ἀλλά τό παίξιμο μέ τήν φωτιά καίει καί κανένας δέν παραμένει χωρίς δυναμικές ἠθικές καί διαγωγές. Ὁ κόσμος πρέπει νά γλυτώσει ἀπό τήν ἐμπειρία πού ζῆ ἡ νοτιοανατολική Εὐρώπη.
ΚΑΝΕΝΑΣ
– Συναντήσεις ὕστερα ἀπό τήν ἀποφυλάκιση –
Ζοῦμε σήμερα σ΄ ἕναν κόσμο ζυμωμένον κακῶς καί ὄξινα ἀναπλασμένο. Ὁ φόβος μετεωρίζεται ἐπάνω στίς ψυχές, στόν ἀέρα, στήν φύση, μέχρι τόν ἥλιο. Δέν ὑπάρχει πιά ἀγάπη καί σεβασμός μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Δέν ὑπάρχουν πιά συναισθήματα, οὔτε ἀρχοντιά, ἔχει ἐξαφανιστεῖ ἡ μεγαλοψυχία. Οἱ ἄνθρωποι ὑποφέρουν χωρίς τόν Θεό καί τόν ψάχνουν, ἀλλά λαμβάνονται αὐστηρά μέτρα νά μήν Τόν βροῦν, διότι οἱ κομμουνιστές δέν θέλουν νά διαμοιράσουν τήν ἐξουσία μ΄ Αὐτόν.
Ἕνας λαός μορφωμένος, πλούσιος, ἐνσυνείδητος γιά τά δικαιώματά του εἶναι ἕνας κίνδυνος γιά τό Κόμμα. Ἕνας ἄνθρωπος μέ πίστη, μέ ἰδέες, μέ ἰδανικά εἶναι κατ᾿ ἀρχήν ἕνας μεγάλος ἐχθρός. Τό ἰδανικό τῶν κομμουνιστῶν εἶναι ἕνας ἄμορφος, γερασμένος καί συντετριμμένος λαός, ὁ ὁποῖος νά μήν σκέφτεται καί – Θεός φυλάξει – νά μήν δραστηριοποιεῖται. Ὁ νόμος τῆς κοινωνίας εἶναι ἡ ἐξάρτηση, διότι ὁ λαός πού περιμένει μέ ἁπλωμένο χέρι τό ἔλεος τοῦ ἄρχοντος μπορεῖ νά κυβερνᾶται εὔκολα, χωρίς δυσκολίες.
Ἡ σοσιαλιστική πρόοδος εἶναι σέ πλήρη δραστηριοποίηση. Τά παιδιά ἐκμαυλίζονται ἀπό μικρά καί στήν ὠριμότητά τους εἶναι ἤδη ἀποβράσματα ἀπό τήν ζωή. Δέν ξέρουν τίποτε γιά τόν Χριστό, τήν Ἐκκλησία, δέν ξέρουν οὔτε νά κάνουν τόν σταυρό τους. Καί οἱ ἡλικιωμένοι σκέφτονται μέ φιλελεύθερο τρόπο καί παραλύουν στίς παράνομες διαστροφές. Ἡ ἀσέλγεια εἶναι γενική, ἀλλά ὅλοι τελείως σιωποῦν σχετικά μέ τό θέμα αὐτό. Τό ψέμμα ἔγινε ἐξυπνάδα, διότι ψεύδεται σέ ὅλα τά ἐπίπεδα καί τόσο συχνά ὥστε ἡ ἀλήθεια δέν ὑπάρχει πιά. Ἡ ἁρπαγή ἔχει γενικευθεῖ, οἱ βρωμοδουλειές βρίσκονται σέ ὅλα τά ἐπίπεδα, οἱ σχέσεις καί ὁ νεποτισμός (ἀνεψιοκρατία) εἶναι ἡ σίγουρη πορεία γιά τήν ἐπιτυχία. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδιάφορος γιά τόν ἄνθρωπο κι ἑπομένως ὁ κακός δέν ἔχει κανένα φραγμό.
Παρατηρεῖται στίς σοσιαλιστικές Χῶρες μιά οἰκονομική, τεχνική, ἐπιστημονική καθυστέρηση, μιά πραγματική πολιτιστική ἐρήμωση, μιά γενική κατάσταση σκλαβιᾶς, μιά κατάργηση ὅλων τῶν δικαιωμάτων καί τῶν ἐλευθεριῶν τῶν ἀνθρώπων. Ἐδῶ διατηρεῖται ἡ ζωή, λόγῳ τῶν ψυχιατρικῶν νοσοκομείων. Ἀλλά ὁ χειρότερος κακός ἐπισκέπτης, τό μεγαλύτερο τερατούργημα εἶναι ἡ ἀλλοτρίωση, τό ψυχικό κενό, ἡ ἠθική πανωλεθρία, ὁ θάνατος τοῦ ὀνείρου, τοῦ ἰδανικοῦ καί τῆς πίστεως, ἡ θανάτωση τοῦ Θεοῦ ἀπό τούς ἀνθρώπους. Περί αὐτοῦ τοῦ θέματος πολλά μποροῦν νά γραφτοῦν καί πελώρια νά γίνουν. Φαίνεται ὅτι ὁ Ντοστογέφσκυ ἦταν ἰδιοφυής, ἀκόμη καί ἀνυπέρβλητος.
Ὁ κόσμος κοχλάζει μέσα στόν σοσιαλισμό καί ὁ μαρασμός εἶναι γενικός. Καί, ὅμως, σ΄ αὐτόν τόν βρώμικο κόσμο ὑπάρχουν ἄνθρωποι μεγάλης ἀξίας. Αὐτοί εἶναι οἱ κεραῖες οἱ ὁποῖες πιάνουν τά κύματα τοῦ θεϊκοῦ Φωτός καί εἶναι περικλεισμένοι ἀπ᾿ αὐτό. Σιωποῦν – δηλαδή εἶναι φιμωμένοι – ἀλλά παίζουν ἕνα τεράστιο ρόλο στό σχέδιο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Αὐτοί ὑπάρχουν – καί αὐτό εἶναι τό κυριώτερο πρᾶγμα στήν γῆ. Αὐτοί ἀποδείχνουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος καί ὁ κόσμος ἔχουν μέσα τους ὁρισμένους μηχανισμούς καί δυνάμεις πού δέν μποροῦν οὔτε νά πειθαρχοῦν, οὔτε νά ὑπολογιστοῦν.
Πολλοί Δυτικοί νομίζουν σήμερα ὅτι οἱ ἀληθινοί ἄνθρωποι τῆς ἀνθρωπότητας βρίσκονται στίς σοσιαλιστικές Χῶρες. Αὐτοί λένε μιά ἀλήθεια, ἀλλά γιά ἐμᾶς εἶναι θλιβερό νά μάθουμε ὅτι ἡ Δύση ἀπό τήν ὁποία ἀναμένεται ἡ ἀπολύτρωση εἶναι ξεπεσμένη πνευματικά καί ἠθικά πιό κατώτερα κι ἀπό τούς ἀνθρώπους τοῦ Μάρξ. Πολλές ἐξηγήσεις μποροῦν νά δοθοῦν, ἀλλά μιά κατ᾿ ἐξοχήν μοῦ φαίνεται ὅτι εἶναι σημαντική: Ὁ Μάρξ καί οἱ δικοί του διαβρώνουν τήν ψυχή τοῦ δυτικοῦ κόσμου, ἀλλά τό κάνουν μέ διαφορετικά μέσα ἀπ᾿ αὐτά πού χρησιμοποιοῦν ἐδῶ στήν Ἀνατολή. Ἐμεῖς, πού ἔχουμε περάσει αὐτήν τήν φάση, τήν βλέπουμε εὔκολα ἐκεῖ, ἐνῶ οἱ Δυτικοί δέν καταλαβαίνουν ὅτι γίνονται κομμουνιστές ἰδεολογικά καί ἠθικά.
Ἐμᾶς μᾶς ἔμαθε ἡ πλούσια ἐμπειρία νά σκεφτόμαστε πιό βαθειά καί καί μέ λεπτότητα. Δέν μποροῦμε νά παίζουμε μέ τόν λόγο, μέ τήν ψυχή, μέ τίς ἰδέες, μέ τίς ἀξίες, οὔτε μέ τόν ἄνθρωπο ἤ μέ τήν κοινωνία. Ἐμεῖς ἔχουμε ἀποκτήσει τόν ἱερό σεβασμό γιά τήν ἀλήθεια καί γι᾿ αὐτό σταθμίζουμε τά πράγματα μέ περισσότερη σοφία.
Στίς Χῶρες πού κυβερνοῦνται τώρα ἀπό τόν ἀθεϊστικό ὑλισμό οἱ ἄνθρωποι ἔπρεπε νά φυλάγουν τίς ἰδιοκτησίες τους, τήν οἰκογένεια, τό ἔθνος, τήν πίστη, τήν ζωή καί τήν ψυχή τους. Ἔχουν γίνει ὁμηρικές μάχες καί, μέχρι στιγμῆς, σέ ἱστορικό ἐπίπεδο πάντα νίκησαν οἱ ἄθεοι, ἐνῶ στόν πόλεμο τῶν πνευμάτων, ὁ ὁποῖος γίνεται στό βάθος τῆς ψυχῆς, πάντα νίκησαν οἱ πιστοί. Οἱ μεγάλες πολιτικο-στρατιωτικές νίκες τοῦ ἀθεϊσμοῦ ἀντικρούονται ἀπό τούς πνευματικούς θριάμβους τῶν μαρτύρων καί τῶν ἡρώων. Γιγάντιες πνευματικές δυνάμεις ἔχουν ἐπικεντρωθεῖ σέ μερικούς ἀνθρώπους καί ἰσορροποῦν ἀκόμη τόν κόσμο, διότι ἄν ὁ ἀθεϊσμός ἀφεθῆ νά ἰσορροπήσει τήν παλάντζα μόνος του, τότε ὁ Θεός θά χάσει τήν γῆ.
Ὑπάρχουν ἀκόμη πολλοί ἄνθρωποι στίς φυλακές, περισσότεροι στά ψυχιατρεῖα, και πάρα πολλοί στά καταναγκαστικα ἔργα καί ὅλος ὁ λαός εἶναι φυλακισμένος στό ὑλιστικό ἀθεϊστικό σύστημα. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἔχουν χάσει τήν συνείδησή τους σάν ἐλεύθερα ὄντα, σάν χριστιανοί, σάν ἄρχοντες καί εἶναι διαποτισμένοι μέ τίς ἰδέες τῆς ἐπανάστασης. Ὑπάρχουν, ὅμως καί ἐκεῖνοι πού ἔχουν μέσα τους τόν πόνο, τήν λύπη καί τήν τραγωδία αὐτῆς τῆς καταστροφῆς στήν ὁποία ἀναγκαστκά πειθαρχοῦνται.
Ὑπάρχουν πολλοί ἄνθρωποι πού ἔχουν ὑποφέρει στίς φυλακές καί τώρα τραυματίζονται στίς χαμηλές ἐργασίες τῆς ἐξισωτικῆς μαρξιστικῆς-λενινιστικῆς κοινωνίας, κοροϊδεμένοι καί βασανισμένοι ὄντως ἀπό κάποιους ἠλίθιους. Εἶναι ἐκτεθειμένοι μπροστά στήν κοινή γνώμη καί δέν ἔχουν τήν δυνατότητα νά ἀπολογηθοῦν. Συνεχῶς παρακολουθοῦνται, ἔστω κι ἄν δέν κάνουν τίποτε. Ἐπίσης τρομοκρατοῦνται γιά νά γίνουν προδότες, ἀνακρίνονται, ἐκφοβίζονται, κακομεταχερίζονται, εἶναι θύματα κάποιων ψεύτικων ἀτυχημάτων, ὑποβάλλονται σέ ψυχιατρικές θεραπεῖες καί μερικοί θανατώνονται ἔτσι ἁπλᾶ.
Αὐτοί δέν ἐξομολογοῦνται σέ κανέναν, εἴτε ἐπειδή δέν ἔχουν ἐμπιστοσύνη, εἴτε διότι δέν θέλουν νά προκαλέσουν πόνο, εἴτε ἐπειδή φοβοῦνται. Δέν γνωμοδοτοῦν στά προβλήματα τοῦ κόσμου – παρόλο πού εἶναι οἱ πιό δικαιολογημένοι καί ἁρμόδιοι – διότι εἶναι νηφάλιοι καί καταλαβαίνουν ὅτι δέν θά ὠφελήσει κανέναν. Μπροστά στήν ὁμαδική ἀνταρσία ἐναντίον τῶν μικρῶν ἀθλιοτήτων τῆς σοσιαλιστικῆς ζωῆς αὐτοί προσπαθοῦν ν΄ἀνεβάσουν τίς συνειδήσεις στά κύρια, ἠθικά καί ἰδανικά προβλήματα τῶν διαμαχῶν, ἀλλά ὁ σημερινός κόσμος δέν ἔχει τήν ἱκανότητα μιᾶς τέτοιας προοπτικῆς, δέν βλέπει πιά τήν αιτία τοῦ κακοῦ.
Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ζοῦνε ὡς ἀπόκοσμοι, σιωπηλοί, ξένοι ἀκόμη καί ἀπέναντι στίς ἴδιες τίς οἰκογένειές τους. Κρύβονται στήν ἀνωνυμία καί προσπαθοῦν νά ἐπιβιώνουν ὡς ἄγνωστοι – διότι τό κόκκινο σπαθί εἶναι στό τράχηλό τους – ἀλλά στίς ψυχές ἔχουν θύελλες καί πληγές πού αἱμορροοῦν γιά τήν καταστροφή ὅλου τοῦ κόσμου.
Τραγικοί καί ὄμορφοι, φιλάνθρωποι, πρόθυμοι στήν φλογερή προσευχή, ἀνοικτά μυαλά, διαφωτισμένοι στόν νοῦ μέ καθαρή ζωή καί ἐλπίδα τῆς ἀναγέννησης τοῦ κόσμου.
Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶναι τόσο πλούσιοι ψυχικά, ὥστε εἶναι ἀδύνατον νά περιγράψεις τήν ὀμορφιά τους, καί ὅμως διώκονται ἀπό μερικούς καί ξεχνιοῦνται ἀπό τούς ἄλλους. Αὐτοί μᾶς δίνουν ἐλπίδα πρός τό καλύτερο. Ὁ Θεός κυβερνᾶ τόν κόσμο καί θά τόν λυτρώσει.
α) Ὁ μηχανικός Ν.
Μπαίνω σ΄ ἕναν ναό. Δέν ἔχει πολύ κόσμο. Ὁ ναός εἶναι πελώριος. Ἀναρίθμητα κεριά καῖνε. Γίνεται πολλή φασαρία μ΄ αὐτά τά κεριά. Ἀπό τήν καθημερινή τους πορεία οἱ ἄνθρωποι ξεφεύγουν λίγο καί ἀνάβουν ἕνα κερί, ὕστερα χάνονται στόν ἡμερήσιο βόρβορο. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ξέρουν ἐλάχιστα γιά τόν Θεό, δέν ἔχουν χρόνο νά ἀφιερώσουν. Πολλοί εἶναι ἀδιαφώτιστοι καί ὅμως ἀνάβουν ἕνα κερί στόν ναό, ἀπόδειξη τοῦ ἀοράτου κόσμου πού ὑπάρχει μέσα τους.
Σέ μιά ἄκρη τοῦ ναοῦ εἶναι ἕνας ἄνδρας. Κάθεται ἐκεῖ για ὧρες ὁλόκληρες, σιωπηλός, μέ τά μάτια κλειστά, φωτισμένος καί ἀνώνυμος. Τό πρόσωπό του εἶναι ἤρεμο, ἀρμονικό καί ἀποκαλύπτει μιά ἰσχυρή ἐσωτερική κατάσταση. Ρωτάω κάποιον ποιός εἶναι αὐτός.
- Εἶναι ὁ μηχανικός Ν., μοῦ λέγει.
- Πῶς, αὐτός; λέω ἐγώ καί νοιώθω ἕναν κνησμό στό στῆθος καί τά μάτια μου δακρύζουν. Εἶναι ἕνας καλός, πολύ κοντινός φίλος μου …
Ἔκανε εἴκοσι χρόνια φυλακή. Τόν θυμᾶμαι: νέος, σκεφτικός στήν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, προσευχόμενος ἡμέρα-νύχτα, θεωρώντας μέ ζῆλο τίς πορεῖες τῆς ἁγιωσύνης. Ἀπό τότε ἔχει τήν συνήθεια νά προσεύχεται μέ τά μάτια κλειστά, ἔστω κι ἄν ἦταν μόνος στό κρατητήριο, διότι καί ὁ ἀέρας, καί ὁ τοῖχος παρεμποδίζουν τήν προσοχή, ἡ ὁποία πρέπει νά προσηλώνεται μόνο στήν καρδιά. Ξέρω ὅτι εἶχε φτάσει νά δεῖ τό φῶς ἐντός του ἀκόμη πρίν νά διαχωριστοῦμε.
Οἱ ἀποστάσεις μεταξύ τῶν κρατητηρίων εἶναι μικρές, ἀλλά καί χωρισμένες ἄσπλαχνα ἀπό τούς τοίχους καί φυλαγμένες ἀπό τούς δεσμοφύλακες ὥστε νά ἔχουμε 30 χρόνια νά ἰδωθοῦμε. Τοῦ ζήτησαν, ὅπως καί σέ ὅλους μας, νά ἀπαρνηθοῦμε τό παρελθό μας, νά ἀηδιάσουμε τό παρόν καί ν᾿ ἀγκαλιάσουμε τό Μαρξιστικό-λενινιστικό σύστημα. Ἀλλά αὐτός κρατοῦσε μέσα του τόν ἱερό πόνο καί κοιτοῦσε μακριά, πέρα ἀπό τόν στρατό τῶν τρελλῶν πού τόν βασάνιζαν καί τόν προσκαλοῦσαν νά παραδοθεῖ. «Μέ τί θέλετε ἐσεῖς νά ἀνταλλάξω τόν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι ζωντανός μέσα μου; Μέ τό κενό τῶν καρδιῶν σας; Μέ τήν τρέλλα σας …; σάν νά τούς ἔλεγε.
- Ἦταν μιά ἀπαράδεκτη ἀνταλλαγή, ἄρχισε ὁ ἴδιος νά μοῦ ἀφηγῆται. Ἤξερα ὅτι εἶναι λυσσαλέοι καί δέν τούς ἔχω προκαλέσει, διότι ἤξερα ὅτι μποροῦν καί νά μέ ξεσχίσουν. Ἄρα ἔχω κρύψει τήν ψυχή μου ἀκόμη πιό βαθειά μέσα μου, ἀλλά ἔχω ἀρνηθεῖ κάθε συνεργασία μέ τόν σατανᾶ. Μέ θεωροῦσαν χαμένο, χαζό καί ἀνόητο καί ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ἦταν κἄπως ἀνεκτικοί μέ μένα. Ἄλλους, πιό ἄφοβους, τούς κατέστρεψαν. Ἐγώ ἔχω ἀπομονωθεῖ στήν Ζάρκα καί ἀπό ἐκεῖ ἀποφυλακίστηκα. Ἀπό τότε ζῶ ἔρημος. Εἶμαι συνταξιοδοτημένος λόγω τῆς ἀσθένειας. Ξέρεις, ἔζησα μέ πολλά κουσούρια, ἀλλά συνεχίζω! Οἱ ἰατροί εἶναι κατάπληκτοι πώς καί δέν πέθανα κιόλας. Ἀλλά ἐγώ ξέρω ὅτι ὁ Θεός μοῦ δίνει ζωή, λόγῳ τοῦ ἐλέους Του, γιά τόν ὁποῖο θεωρῶ ὅτι εἶμαι ἀνάξιος!
Σιώπησε λίγο καί μετά μοῦ εἶπε εὐτυχής:
- Τώρα μπόρεσα νά εἰπῶ τήν προσευχή ἀδιάλειπτα. Καί τήν νύχτα, στόν ὕπνο μου, εἶμαι ἄγρυπνος στήν προσευχή! Ὅσο περισσότερη ἀγάπη πλημμυρίζει τήν καρδιά μου, τόσο πιό βαθειά κατανόηση τῶν ἐννοιῶν τοῦ κόσμου ἔχω. Εἴμαστε στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶμαι αἰσιόδοξος, δέν αὐταπατῶμαι. Ξέρω ὅτι ἀκολουθεῖ ἀκόμη περισσότερη θλίψη, ἀλλά ἔτσι εἶναι γραμμένο. Ἔτσι καθαρίζονται οἱ ψυχές ὥσπου νά εἰσέλθει σ΄ αὐτές ὁ Χριστός!
Χαρήκαμε καί οἱ δύο λίγα λεπτά καί κατόπιν μοῦ εἶπε:
- Τώρα πρέπει νά φύγουμε. Δόξα στόν Θεό γιά τήν σημερινή μας συνάντηση!
- Νά ἤμαστε πάντα μαζί ἐπάνω! ἐπάνω!
- Πήγαινε, εἴμαστε!
Καί φύγαμε γρήγορα γιά νά μήν θεωρηθεῖ ὅτι κατησκοπεύουμε.
β) Ὁ πατήρ Μ.
Μιά ἡμέρα ἐπῆγα σ΄ ἕνα μοναστήρι κοντά στό Βουκουρέστι. Μιλοῦσε σ΄ ἕνα πράσινο μονοπάτι μέ τόν ἡγούμενο, ἕνας ἄνθρωπος πού μεγάλωσε στό μοναστήρι. Σπούδασε θεολογία καί εἶναι καταρτισμένος στό μοναχικό πνεῦμα. Μᾶς πλησιάζει ἕνα κοπάδι ἀγελάδων καί ὁ ἡγούμενος φωνάζει:
- Ἀδελφέ, βλέπω ὅτι ξέρεις τί εἶναι ἡ ὑπακοή, ἀλλά ἔχεις πολύ ἀκόμη καιρό γιά νά μάθεις τί εἶναι ἡ πίστη!
Μιλοῦσε μέ τόν φύλακα τῶν ἀγελάδων, ἕνας δόκιμος πού εἶχε ἔλθει γιά νά γίνει μοναχός. Τόν κοιτάζω καλά καί ταράζομαι. Ἐν τῶ μεταξύ ὁ ἀγελαδάρης ἔτρεξε γιά μιά χαμένη ἀγελάδα καί ὕστερα δέν γύρισε πάλι σέ ἐμᾶς.
- Πάτερ, ξέρετε ποιός εἶναι αὐτός ὁ ἄνθρωπος; Ρωτάω τόν ἡγούμενο.
-Ἕνας πού θέλει νά μπεῖ στόν μοναχισμό. Τόν πείραξα μέ κοροϊδίες, μέ περιφρόνηση, τόν ἔδιωξα, ἀλλά αὐτός δέν θέλει μέ τίποτε νά φύγει ἀπό τό μοναστήρι. (Εἶναι τό μοναστήρι Τσερνίκα, δίπλα στό Βουκουρέστι)
- Πάτερ, σᾶς ἐρωτῶ ἐγώ, τί νομίζεις ὅτι εἶναι πιό σημαντικό: νά προσεύχεσαι ἤ νά προασπίζεις τήν πίστη;
Ὁ ἡγούμενος μέ κοίταξε περίεργα καί μοῦ εἶπε:
- Θέλεις νά μέ πειράξεις; Θέλεις νά μέ βάλεις στήν πολιτική; Σκέψου ὅτι ἡ ζωή μου σ᾿ αὐτόν τόν ἱερό τόπο εἶναι ἀπολογία.
- Πάτερ, τοῦ λέω ἀπότομα, τί θά ὑπάρχει ἐδῶ μετά ἀπό ἑκατόν χρόνια ἀπό τώρα; Ὄχι, σέ πενῆντα χρόνια ἤ σέ δέκα; Ὅλοι εἶναι ἡλικιωμένοι … Ἀπαγορεύεται στούς νέους νά μποῦν στό μοναστήρι καί αὐτοί δέν ἔχουν οὔτε ζῆλο, οὔτε εὐλάβεια. Οἱ καιροί ἔχουν ἀλλάξει. Δέν βλέπεις ὅτι θά εἶσαι ὁ τελευταῖος ἡγούμενος αὐτῆς τῆς αἰωνόβιας μονῆς; Ὁπότε, τί θά κάνεις;
- Εἶναι γραμμένο ὅτι μᾶς φτάνει τό βάρος τῆς κάθε ἡμέρας. Δέν ξέρουμε, Τό μέλλον εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς προσευχόμαστε καί σφηνωνόμαστε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
- Πάτερ, αὐτός ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἀγελαδάρης τοῦ μοναστηρίου, δέν ἀφέθηκε ἁπλά στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἔκανε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ! Αὐτός ἔχει πολεμήσει γιά νά μήν ἐξουσιάσει ὁ ἀθεϊσμός στήν Χώρα. Ὑπέμεινε ὀδυνηρά βάσανα καί δέν ἔλεγε τίποτε. Τοῦ ζήτησαν ν᾿ ἀρνηθεῖ τήν πίστη, νά προδώσει τούς ἀδελφούς του, νά ὑπακούσει στό ἀθεϊστικό κράτος.
- Αὐτή εἶναι πολιτική, λέει ὁ ἡγούμενος. Ἐμεῖς ἔχουμε μιά αἰώνια Βασιλεία στούς οὐρανούς, ἑτοιμασμένη ἀπό τόν Κύριο Χριστό. Εἶναι γραμμένο ὅτι πρέπει νά ὑπακοῦμε στούς ἄρχοντες, διότι ἀπό τόν Θεό εἶναι ὅλα. Ἐμεῖς δέν κάνουμε πολιτική.
-Ἐμένα, ὅμως, μοῦ φαίνεται ὅτι κάνεις πολιτική, πάτερ, καί τήν κάνεις ἀνάποδα!
- Νά καταλήξουμε τό θέμα. Ἡ πολιτική μέ τά δικά της κι ἐμεῖς μέ τά δικά μας!
Καί φύγαμε σέ μιά ἀκανθώδη ἀτμόσφαιρα. Ἀργότερα ὁ ἡγούμενος ἔγινε ἐπίσκοπος. (Ζῆ ἀκόμη). Τότε ἔψαξα τόν ἀγελαδάρη, εἶχε ἐξαφανιστεῖ τελείως.
Σάν νά τόν βλέπω τώρα … Ὅταν μπῆκε στό κρατητήριο ἦταν διαφανής, σκελετωμένος, ἀλλά ἀκίνητος. Ἐρχόταν ἀπό τήν Ἀσφάλεια τοῦ Κράτους. Πρίν, ἀπό τό 1941 μέχρι τό 1943 ἦταν ἀντάρτης στά βουνά. Ἦταν ἕνας κοντός ἄνθρωπος. Παρόλο πού ἦταν ἤρεμος χαρακτήρας, ὅταν ἄρχισαν οἱ διωγμοί στήν Χώρα, καί ξέροντας ὅτι θά ἔλθει καί ἡ σειρά του ἤ ἐλπίζοντας ὅτι θά μπορέσει νά πολεμᾶ, ἐπῆγε στά βουνά. Ἐκεῖ συγκέντρωσε μιά ὁμάδα νέων, τήν ὁποία ἐξεπαίδευε μέ πυγμή. Κρατοῦσαν πιστόλια, ἀλλά δέν εἶχαν τό δικαίωμα νά τά χρησιμοποιήσουν ἐκτός γιά προσωπική τους προστασία. Γενικά ἀπόφευγαν τίς συγκρούσεις. Ὁ λαός τούς βοηθοῦσε μέ τρόφιμα καί ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ γεγονότος πολλοί ἄνθρωποι φυλακίσθηκαν. Ἕνα μοναστήρι πού τούς εἶχε φιλοξενήσει καταστράφηκε, οἱ μοναχοί φυλακίστηκαν καί τό μέρος ἐκεῖνο ἔγινε ὀρφανοτροφεῖο.
Ἡ ζωή στά βουνά ἦταν δύσκολη, διότι δέν εἶχαν οὔτε ἀρκετό ὁπλισμό, οὔτε καλή προμήθεια. Προσπάθησε νά ἔλθει σέ ἐπαφή μέ τό Ἐξωτερικό, ἀλλά δέχθηκε μόνο συγχαρητήρια. Τότε κατάλαβε ὅτι ἦταν χαμένη μάχη. Οἱ φυλακές ἦταν γεμάτες. Ὁ λαός ἦταν ὑποδουλωμένος. Χωρίς τήν βοήθεια τῆς Δύσης δέν γινόταν ἡ μάχη ἐναντίον τοῦ Κόκκινου Στρατοῦ ἤ τῆς Ἀσφάλειας τοῦ Ρουμανικοῦ Κράτους. Παρόλα αὐτά, ἐκεῖ στά βουνά δέν φοβόταν ἀπό τούς σοβιετικούς στρατιώτες, ἀλλά ἀπό τούς προδότες.
Πέρασαν πολλά χρόνια καί οἱ ἐλπίδες τους χάθηκαν. Μιά ἡμέρα ὅλη ἡ ὁμάδα προδώθηκε ἀπό ἕναν φίλο του, πού ἐρχόταν στά βουνά σάν πράκτορας τῆς Ἀσφάλειας. Πίστευε ὅτι θά γλύτώσουν, ἀλλά δέν ἔγινε ἔτσι. Πιάστηκαν καί βασανίστηκαν:
-Σέ τί ἀποβλέπετε; Τί ἀποθέματα ὅπλων ἔχετε; Τί σχέσεις ἔχετε μέ τό Ἐξωτερικό; Τί σχέσεις ἔχετε μέ ἄλλους ἀντάρτες; Ποιός σᾶς ἐνημέρωνε; Ποιός σᾶς τροφοδοτοῦσε; Προσπαθοῦσαν αὐτοί νά μάθουν τά πάντα.
Μποροῦσε ἄραγε ν᾿ ἀπαντήσει; Καί ποιοί ἦταν αὐτοί πού τόν βασάνιζαν; Καί τί ἤθελαν; Τούς γνώριζε καλά. Ἤξερε τί θά κάνουν καί δέν εἶχε τί νά συζητήσει μ΄ αὐτούς. Αὐτοί τόν βασάνισαν καί αὐτός σιωποῦσε. Ἀρνήθηκε νά μιλήσει καί στίς ἔρευνες καί στό δικαστήριο. Τόν ὠνόμαζαν: Ὁ Φακίρης. Τόν καταδίκασαν γιά καταναγκαστικά ἔργα ἰσόβια. Παρέμεινε ἕνας ἔρημος, σκεφτικός καί πονεμένος ἐργάτης.
Στά βουνά αὐτός εἶχε διαβάσει τήν ἁγία Γραφή πολλές φορές καί, ἔχοντας μιά θαυμάσια μνήμη, συγκρατοῦσε πολλά κείμενα ἀπ᾿αὐτήν. Προσευχόταν ἡμέρα-νύχτα μόνος του, ὁπουδήποτε κι ἄν βρισκόταν, ὁ,τιδήποτε ἔκανε καί συχνά ἔτρεχαν δάκρυα ἀπό τά μάτια του. Τότε ἦταν πολύ ὄμορφος. Τό πρόσωπό του σάν νά ἦταν σκαλιστό σέ μάρμαρο. Βλέποντάς τον, ἕνας ζωγράφος, συγκινημένος, εἶπε:
-Αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι φωτεινός στό πρόσωπό του. Λάμπει, ἔχει μιά θωριά πού μέ θαμπώνει. Ἄν ζήσω, θά προσπαθήσω σ᾿ ὅλη τήν ζωή μου νά βάλω σ᾿ ἕνα πορτραῖτο αὐτό πού παρατηρῶ σ᾿ αὐτόν.
Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἦταν καί πολύ διαβασμένος καί μορφωμένος. Μερικές φορές συνομιλοῦσε γιά διάφορα θέματα καί ἐντυπωσίαζε μέ τήν δύναμη πού εἶχε γιά νά μπεῖ στό νόημα τῶν πραγμάτων. Δέν μιλοῦσε οὔτε σάν ἕνας ἱερέας, οὔτε σάν ἕνας φιλόσοφος, ἀλλά βρισκόταν σ᾿ ἕνα ἀνώτερο ἐπίπεδο, τό ὁποῖο τά περιεῖχε καί τά δύο. Οἱ ἀπασχολήσεις του ἦταν ἐκτεταμένες καί ὅλες κανονιζόταν ἁπλᾶ. Ὅλοι τόν σέβονταν. Πέρασε ἀπό τήν φυλακή χωρίς νά κάνει κανέναν συμβιβασμό.
Καί τώρα, ὅταν τόν συνάντησα, ἐξαφανίστηκε …
Πέρασαν μερικά χρόνια. Εἶχα πάει στά βουνά, βαθειά, σέ μιά σκήτη γιά νά μιλήσω μ΄ ἕναν περίφημο πνευματικό καί αὐστηρό ἀσκητή, τόν π. Κλεόπα Ἠλίε. Μ᾿ ἐντυπωσίασε ἡ δύναμή μέ τήν ὁποία μιλοῦσε, καθώς καί οἱ ἐκτεταμένες θεολογικές καί πνευματικές του γνώσεις. Ἤξερε πολύ καλά τά ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τά ἑρμήνευε τόσο προσωπικά, ὥστε φαινόταν σάν νά μιλάει ἀπό τά δικά του βιώματα. Βρισκόταν σέ δυσανάβατα σκαλοπάτια πνευματικῆς χάριτος καί θείου φωτισμοῦ, ὅταν ὡμιλοῦσε περί τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό.
Τόν παρακολούθησα μερικές ἡμέρες καί μετά τόν ρώτησα γιά τήν ἐλευθερία, τήν κοινωνία καί τήν κοινότητα, γιά τήν ἑνότητα καί τήν χάρη, γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τόν μεσσιανισμό. Ὁ ἡσυχαστής μοῦ ἀπάντησε ὑπομονή σέ ὅλα.
Μοῦ εἶπε ὅτι στά νειᾶτα του εἶχε πιστέψει ὅτι μποροῦσε νά βρεῖ τόν Χριστό μόνο καί μόνο στήν προσευχή, στίς αὐστηρές πνευματικές ἀσκήσεις καί στήν ἐρημιά, ἀλλά τώρα καταλαβαίνω, ἔλεγε, ὅτι Αὐτός εἶναι καί στόν κόσμο, στίς πράξεις τῶν ἀνθρώπων, στήν τρέλλα τῆς πίστεως, παρόλο πού χωρίς τήν χάρη τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό, οὔτε ἡ ὁμολογία Του στόν κόσμο δέν μπορεῖ νά εἶναι δυνατή. Εἶναι ὁ καιρός τῶν μεγάλων ὁμολογητῶν. Ἡ τεχνική τοῦ συγχρόνου κόσμου ἔχει κατακτήσει τούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί τούς ἔχει κουράσει καί τώρα αὐτοί γυρίζουν πρός τά σπήλαια καί τίς ἐρημιές, ψάχνοντας τούς ἁγίους προσευχομένους. Οἱ ἄνθρωποι ἔρχονται νά ρωτήσουν τί εἶναι ἡ ύλη, τί εἶναι οἱ κοινωνικές τάξεις, τί εἶναι ἡ ἰδιοκτησία καί ὅλα πού ἔχουν σχέση μέ τήν ζωή καί ὁ ἐξομολόγος μπορεῖ νά τούς μιλάει μόνο γιά τόν ἀόρατο πόλεμο τῶν πνευμάτων καί γιά τούς βαθμούς τῆς Κλίμακας, παρόλο πού αὐτά πάντα ἰσχύουν, διότι ἀπό αὐτές πρέπει νά καταλάβουμε τό πρόσωπο καί τήν ἐξωτερικότητα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Οἱ ἐξομολόγοι πρέπει νά ἔχουν ἀπαντήσεις σέ ὅλα τά προβλήματα. Αὐτοί πρέπει νά κάνουν τούς ἀνθρώπους νά καταλάβουν ὅτι μόνο ὁ ἀόρατος καί ἀσώματος Θεός εἶναι ἡ ἀλήθεια καί ὅτι χωρίς Αὐτόν ὄχι μόνο ἐμεῖς, ἀλλά καί ἡ ἴδια ἡ ὕλη δέν εἶναι τίποτε πιά. Δέν μποροῦμε ἐμεῖς, οἱ ἄνθρωποι, νά ἀκυρώνουμέ τήν ὕλη μέ τίς ἰδέες μας, ἀλλά διά τοῦ λανθασμένου τρόπου μέ τόν ὁποῖο τήν κοιτᾶμε, δηλαδή διά τοῦ ὑλισμοῦ, σακατευόμαστε ψυχικά, ἀποπροσανατολιζόμαστε νοερά καί ἡ ζωή γίνεται ἕνας ἐφιάλτης. Ὁ Θεός εἶναι τόσο ἀναγκαῖος! Ἔκανε τόν ἑαυτό του τόσο αὐταπόδεικτο διά τῆς ἀθεϊστικῆς ἐξουσίας, ὥστε δέν χρειάζεται τίποτε παρά νά τόν ζοῦμε εἰλικρινά καί νά τόν ὁμολογοῦμε δυνατά.
Τόν ἄκουσα μέ θαυμασμό καί χαρά:
- Πάτερ, τόν ρώτησα, πώς ἔχετε καταλήξει σ᾿ αὐτά τά συμπεράσματα ἐδῶ, στήν ἐρημιά, μεταξύ τῶν Ἁγίων καί τῆς Γραφῆς;
-Ὅ,τι σοῦ εἶπα εἶναι κρυμμένο στήν μοναστική ζωή, μοῦ ἀπάντησε αὐτός, διότι ὁ μοναχός δέν ὑπηρετεῖ τόν ἑαυτό του, ἀλλά τόν κόσμο. Τώρα οἱ ἄνθρωποι εἶναι τυφλοί καί σκλάβοι, στραβωμένοι ἀπό τό ψεύτικο φῶς πού εἶναι μέσα τους, σκλαβωμένοι ἀπό τήν ὕλη στήν ὁποία αὐτοί πιστεύουν. Ζοῦμε τά ἔσχατα. Τό θηρίο εἶναι ὁ ἄνθρωπος καί τό μηχάνημα εἶναι τό ἐργαλεῖο τοῦ ἀφανισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ποτέ δέν θά νικήσουμε ἄν δέν μετανοιώσουμε, ἄν δέν ὑπακούσουμε στόν Θεό, ἄν δέν τόν δεχτοῦμε ἐντός μας, ἄν δέν θεωθοῦμε!
- Πάτερ, τοῦ εἶπα, εἶστε καταπληκτικός! ἀπό ἐδῶ ξέρω ὅ,τι θέλετε νά μοῦ πεῖτε. Ὁμολογῶ, δέν πίστευα ὅτι σᾶς ἀπασχολοῦν τέτοια προβλήματα. Ἤξερα ὅτι μιλᾶτε περί τῆς Χάριτος καί τῆς ἐνέργειάς Της, ἀλλά βλέπω ὅτι εἶστε ἀνυπέρβλητος καί σέ θέματα ζωῆς καί ὕλης.
- Δέν θέλω τώρα νά ταπεινωθῶ, διότι μ᾿ ἔχει ταπεινώσει ἀρκετά ὁ Θεός, ἀλλά δέν θά ἦταν σωστό νά μήν πῶ ὅτι πολλά ἀπ᾿ αὐτά μ΄ ἔχει βοηθήσει ὁ πατήρ Μ. νά τά καταλάβω.
-Ἀλλά ποιός εἶναι ὁ πατήρ Μ.; τόν ρώτησα ἐγώ ἀπορημένος.
-Εἶναι ὁ φίλος σου καί ξέρει ὅτι εἶσαι ἐδῶ. Σέ εἶδε στό κελλί!
- Φίλος; … Κελλί; … Τότε να πάω νά τόν δω!
- Εἶναι πολύ μακριά καί δέν σέ δέχεται. Μοῦ ἐπέτρεψε ὅμως νά σοῦ μιλήσω περί αὐτοῦ.
- Τότε πῶς μέ εἶδε;
-Δέχθηκε ἀπό τόν Θεό τό χάρισμα τῆς διοράσεως, πού διέρχεται διά τῆς ὕλης … καί διά τοῦ χρόνου …
- Σᾶς παρακαλῶ, πεῖτε μου ποιός εἶναι αὐτός ὁ ἄνθρωπος;
-Τόν εἶδες τήν τελευταία φορά πού μιλοῦσες μέ τόν ἡγούμενο ἑνός μοναστηριοῦ, ὅπου αὐτός ἦταν ἀγελαδάρης.
-Ὤ! ἀνεφώνησα ἐγώ. Αὐτός; ἐδῶ; ἔτσι ὅπως μοῦ τόν περιγράφετε;
-Εἶχε ἔλθει καί κρύφθηκε σέ μένα. Τόν εἶχα δεῖ σέ ὄνειρο καί τόν ὑποδέχθηκα μέ τά χέρια ανοιχτά. Ἀπ᾿ αὐτόν ἔμαθα πολλά γιά τόν Θεό καί γιά τόν κόσμο. Συναντιόμαστε συχνά καί συνομιλοῦμε πολύ. Κοίτα, ἐγώ ὁμιλῶ πολύ, μοῦ δόθηκε αὐτό τό χάρισμα. Αὐτός λέει ὅτι ἐγώ εἶμαι ἡ φωνή του. Αὐτός ἔχει ἀποχωρήσει ἀπό τόν κόσμο, ἀλλά εἶναι τό πιό τεντωμένο τόξο τοῦ κόσμου. Μέ θαμπώνει! Σάν νά εἶναι ἀποσπασμένος ἀπό τά γήινα, ἀλλά μοῦ περιγράφει τίς πραγματικότητες τοῦ κόσμου μ᾿ ἕναν τρόπο πού ἐγώ, σάν ἐξομολόγος, δέν μπορῶ νά τό κάνω ἀκόμη. Γι΄ αὐτόν ὁ κόσμος εἶναι στούς οὐρανούς καί οἱ οὐρανοί εἶναι τό ἠλεκτρονικό μικροσκόπιο μέ τό ὁποῖο βλέπει τά μυστήρια τοῦ κόσμου. Εἶναι πνευματικός ἄνθρωπος ἑνωμένος μέ τόν Θεό, διότι δέν μπορεῖς νά δεῖς τήν κόλαση, οὔτε τήν ἁμαρτία ἄν δέν εἶσαι μέσα στό θεϊκό φῶς. Αὐτός εἶναι, λοιπόν, τό μάτι τοῦ Θεοῦ στήν γῆ.
-Ἀλλά τί κάνει; Πῶς αἰσθάνεται; Πῶς ζῆ; Ρώτησα ἐγώ, πιασμένος ἀπό τίς ἀνθρώπινες ἀνάγκες.
- Καλή ἐρώτηση! Ζῆ μέ τά μελίσσια, διότι μόνο αὐτά ἔχει στήν ἐρημιά του. Τήν ὑγεία του τήν φροντίζει ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Κάτι τρόφιμα τοῦ πᾶμε κι ἐμεῖς ἀπό ἐδῶ, ἀπό τήν σκήτη.
-Ἀλλά ἤξερα ὅτι ἦταν ἄρρωστος!
- Εἶναι ὑγιής! Οἱ ἄνθρωποι δέν πιστεύουν πιά στήν θεραπευτική δύναμη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά αὐτός εἶναι μιά ἀπόδειξη ὅτι αὐτή ἡ δύναμη ἐνεργεῖ.
-Ἴσως χρησιμοποιεῖ καί μερικά βότανα, εἶπα ἐγώ.
- Οὔτε σκέφτεται γι᾿ αὐτά! Ὄχι. Καμμιά φορά μοῦ ζητάει λίγο τσάι. Ἀλλά μή πιστεύεις ὅτι τό τσάι τόν θεράπευσε, ὄχι … ἀλλά τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ δύναμη τῆς πίστεως ἀπό μέσα του. Ὄχι, ὄχι, οὔτε αὐτό νά μήν τό καταλάβεις λανθασμένο, δέν τόν θεράπευσε ἡ πίστη, πώς νά σοῦ τό ἐξηγήσω. Ἄν λέγω ἅγιο Πνεῦμα γιά μένα φτάνει, ἀλλά οἱ σημερινοί ἄνθρωποι θέλουν κάτι πιό χειροπιαστό γι΄ αὐτούς. Νομίζω ὅτι ἡ ἀναπνοή τοῦ Θεοῦ δημιουργεῖ καί ὀμορφαίνει τόν κόσμο συνεχῶς. Στήν ἀναπνοή τοῦ Θεοῦ ὑπάρχουν δυνάμεις. Εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή, εἶναι ἡ ἴδια ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί τά πάντα ζοῦνε λόγω αὐτῆς. Γι΄ αὐτό ἐγώ θεωρῶ ὅτι ἄν διαχωρίσουμέ τήν πίστη ἀπό τήν Πηγή της, ἡ πίστη εἶναι ἀνίκανη. Ἡ πίστη ἑνωμένη μέ τόν Θεό εἶναι ἰσχυρή. Ἡ πίστη μπερδεμένη μέ τήν αὐθυποβολή εἶναι τίποτε. Ἀκριβῶς αὐτή εἶναι. Τήν ἔχουμε δίπλα μας καί μέσα μας, στήν ζωή καί στήν ὕλη, μιά ἀσώματη δύναμη, πού πηγάζει ἀπό τόν Θεό κι ἄν καταφέρουμε νά τήν προσελκύσουμε καί νά τήν χρησιμοποιοῦμε, εἶναι τό καλύτερο φάρμακο.
Ἀκούγοντάς τον, γινόμουν ὅλο καί πιό μικρότερος μπροστά του. Μέ εἶχε περιβάλει ἕνα εἶδος φόβου. Πῶς ἄντεχα ἄραγε νά βλέπω ἕναν τέτοιο ἄνθρωπο; Εἶχα τήν ἐντύπωση ὅτι βλέπω ἕνα φάντασμα.
- Μή φοβᾶσαι, μοῦ εἶπε ὁ καλόγερος. Ὅλα εἶναι φυσικά, πραγματικά καί τέλεια. Ἀφύσικο εἶναι νά μήν ἔχεις τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ.
Λόγω τῆς μεγάλης χαρᾶς ἔτρεχαν δάκρυα ἀπό τά μάτια μου. Αἰσθανόμουν πιό ζωντανός, πιό βαθύς. Ξεδιάλυναν γιά μένα καινούργιες ἔννοιες τῆς ὕπαρξης. Ὁ Θεός ἦταν ἡ πραγματικότητα. Ἄν ἐγώ μποροῦσα νά ζήσω τέτοια πνευματική ἐμπειρία, ἄραγε πῶς ἦταν ἐκείνη ἡ κατάσταση στήν ὁποία εὐφραινόταν ὁ φίλος μου; Μακάριος εἶναι αὐτός!
Ἀποφάσισα νά φύγω. Εἶχα ἠρεμήσει. Τό προσκύνημα στήν σκήτη μοῦ εἶχε προσφέρει περισσότερα ἀπό ὅ,τι μποροῦσα νά περιμένω ποτέ. Τόν ἀποχαιρέτισα καί ὁ γέροντας μοῦ εἶπε:
-Νά μήν τόν καταδικάσεις. Αὐτός ζῆ κρυφά διότι αὐτό εἶναι τό χάρισμά του. Δέν εἶδα ποτέ περισσότερη ἀγάπη πρός τούς συνἀνθρώπους ἀπό τόν φίλο σου. Αὐτός εἶναι ὁ τρόπος του νά τούς ὑπηρετεῖ. Πήγαινε καί θά σέ συνοδεύει. Ἐκεῖ πού θά συναντήσεις θαυμάσια πράγματα, σκέψου ὅτι μπορεῖ νά εἶναι ἐξ αἰτίας αὐτοῦ … αὐτός εἶναι στήν καρδιά τοῦ κόσμου. Να εἶσαι εὐλογημένος! Σέ εὐλογεῖ κι αὐτός!
Καί ἔφυγα.
γ) Ὁ Πέτρος Ποπέσκου
Ὕστερα ἀπό ἕνα διάστημα βρισκόμουν γιά λουτροθεραπεία σ᾿ ἕνα μέρος, γιά νά χαλαρώσουν οἱ πόνοι τῶν κοκκάλων μου. Τό λουτρό βρισκόταν σέ μιά γραφική ὀρεινή περιοχή, μέ γεωργούς ντυμένους μέ παραδοσιακά ροῦχα, μέ ἤθη τά ὁποῖα ἀκόμη δέν χάλασε ὁ κομμουνισμός. Ἦταν ὅ,τι ἔπρεπε, διότι καί τά νεῦρα μου χρειάζονταν μιά ἐκτόνωση.
Ἐπῆγα στήν ἰατρό. Ἦταν μιά κυρία περίπου 40 ἐτῶν. Μοῦ ἔδειξε μιά ἐξαιρετική περιποίηση. Δέν ἤξερα πῶς νά τήν εὐχαριστήσω καλύτερα καί τῆς ἔφερα λουλούδια.
-Κύριε, ἄρχισε αὐτή τήν συνομιλία μας, πρίν ἀπό μικρό διάστημα εἶχα ἐδῶ ἕναν ἀσθενῆ ὁ ὁποῖος μ᾿ἐντυπωσίασε πάρα πολύ καί ὁ ὁποῖος μοῦ ἄφησε μιά λαμπρά ἐντύπωση, παρόλο πού ἔμεινε λίγο σέ ἐμᾶς.
Ἐγώ τήν κοιτοῦσα ἀπορημένς καί αὐτή κατάλαβε.
- Κοιτᾶξτε, μοῦ ἐξήγησε, ἐκεῖνος ὁ Κύριος εἶχε ἀκριβῶς τό ἴδιο ὕφος μ΄ ἐκεῖνο πού ἔχετε κι ἐσεῖς.
Ἀνασκίρτησα.
-Ὄχι, ὄχι, ἀντιληφθήκατε λάθος. Ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἱερέας, ἀλλά ἔκρυβε αὐτό τό πρᾶγμα ἀπό διανοητικούς λόγους.
-Ἀλλά ἐγώ δέν εἶμαι ἱερέας, τῆς ἀπάντησα ἀρκετά ἐνωχλημένος.
- Δέν εἶστε ἱερέας, ἀλλά οὔτε ἐργάτης δέν εἶστε!
Ἀναρωτιόμουνα γιατί μέ κατασκοπεύει αὐτή ἡ γυναίκα. Τῆς ἔδωσα τότε εὐγενικά τό δελτίο τῆς ταὐτότητάς μου. Αὐτή τό διάβασε καί, χαμογελώντας τό ἄφησε στό τραπέζι, λέγοντάς μου:
-Δέν χρειάζεται νά μέ πείσετε. Δέν θά ἦταν καθόλου κακό ἄν σᾶς ὑπολόγιζα γιά ἱερέα. Ἴσως οὔτε ὁ κύριος γιά τόν ὁποῖο σᾶς μιλάω δέν ἦταν ἱερέας. Ξέρετε, ἐγώ εἶμαι ἐπιστήμονας, ἐγώ δέν πιστεύω. Μελέτησα γιά τόν ματεριαλισμό, ἀλλά … ξέρω ἐγώ … ἄν ὑπάρχουν ἄνθρωποι σάν αὐτόν, τότε ὁ Θεός δέν εἶναι μιά πεπερασμένη ἰδέα!
Καταλάβαινα ὅτι δέν θέλει νά μέ κολακέψει. Ἕνας βασικός λόγος τήν ἀνάγκαζε νά καταλήξει σ΄ αὐτά τά συμπεράσματα. Δέν ἔπρεπε νά τήν ἀπογοητέψω.
-Καί τί τό ἐκπληκτικό ἔκανε ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος; Τήν ρώτησα φυσικά καί μ᾿ ἐνδιαφέρον.
-Δέν ἔκανε τίποτε ἔκτακτο, μοῦ εἶπε αὐτή. Ἀκριβῶς ἐδῶ εἶναι τό πρόβλημα. Ἔνοιωσα ὅτι μπορῶ νά ἐμπιστεύομαι σ΄ αὐτόν καί ἔτσι ἄνοιξα μπροστά του τήν ψυχή μου μέ ὅλη τήν εἰλικρίνειά μου. Τοῦ ἀφηγήθηκα λεπτομερειακῶς ὅλη τήν ζωή μου καί τό δρᾶμα τοῦ σπιτιοῦ τῆς οἰκογενείας μου. Δέν φαντάστηκα ποτέ ὅτι θά μποροῦσε κάποιος νά φέρει τήν εἰρήνη στήν οἰκογένειά μου, ἀλλά αὐτός ὁ ἄνθρωπος τό κατάφερε. Καί δέν ξέρω μέ ποιά δύναμη! Δέν εἶχε τίποτε τοῦ Ρασπούτιν μέσα του, δέν ἦταν οὔτε ὑπνωτιστής, ἀλλά ἦταν πρᾶος, ἤρεμος καί ἁπλός καί στήν ψυχή του μποροῦσες νά ξεφορτώσεις ὅλες τίς τρικυμίες τοῦ κόσμου, χωρίς νά διαταράσσεται. Ἔτσι ἔγινε καί μέ μένα …
Ἡ γυναῖκα σιώπησε γιά λίγο καί μετά συνέχισε:
-Ἤμουν κατεστραμμένη καί ἀπελπισμένη! Ἡ κόρη μου εἶχε φύγει ἀπό τήν πόλη μ᾿ ἕναν συμμαθητή της. Σε λίγο ὅμως χωρίστηκαν καί αὐτή δέν ξαναγύρισε στό σπίτι, ἀλλά χάθηκε κἄπου στό Βουκουρέστι. Τήν βρῆκα, ἀλλά μοῦ ἀνεφώνησε χωρίς καμμιά ντροπή: Ἀπό σᾶς ἔμαθα τί εἶναι ἡ ἀσέλγεια! Ἐσεῖς, οἱ ὁποῖοι ποτέ δέν βρήκατε τόν χρόνο νά προσεγγίσετε τήν ψυχή μου, τώρα συμμαχεῖτε ἐναντίον τοῦ ἔργου σας! Ἐσεῖς μέ μεγαλώσατε ἔτσι! Καί μοῦ ἀρέσει ὅπως εἶμαι. Καί εἶμαι ὄμορφη. Ἔμαθα τί σημαίνει ἀγάπη μέ τρόπους πού ἐσεῖς δέν τούς ξέρατε. Θά μάθω μόνη μου τί εἶναι ἡ ζωή!
Νομίζω ὅτι πράγματι εἶχε δίκαιο. Γυρίσαμε στό ξενοδοχεῖο. Ὁ σύζυγος μου ἔφυγε. Ἔκλαψα πολύ καί μετά βγῆκα νά πάρω λίγο ἀέρα. Ἔφτασα στό πάρκο Χεραστράου καί κοιτοῦσα τήν φόρμα μου πῶς κυματιζόταν στά κύματα. Μοῦ φαινόταν ὅτι θά ξεκουραστῶ καλά στό βάθος τίς λίμνης. Ἴσως καί νά χαμογέλασα πικρά, διότι ἕνας ἄλλος λογισμός μοῦ ἔλεγε ὅτι κι ἐκεῖ θά ζήσω τό δρᾶμα της οἰκογένειάς μας! Δέν ξέρω πόση ὥρα πέρασε. Εἶχα πωρωθεῖ. Ἕνας κύριος σταμάτησε δίπλα μου καί μοῦ μιλοῦσε. Ξύπνησα περπατώντας μαζί του στίς δεντροστοιχίες τοῦ πάρκου. Αὐτός μοῦ ἔλεγε ποιήματα, μοῦ στάλαζε τήν χαρά του γιά νά ζῶ. Ἄφησα τόν ἑαυτό μου σ΄ αὐτήν τήν κατεύθυνση, διότι ἔνοιωθα ὅτι ἀναγεννιόμουν. Ὕστερα ἀπό μερικές ὧρες φύγαμε καί μετά ξαναειδωθήκαμε. Ἀκολούθησε μιά στενή ἀλληλογραφία. Αὐτός φρόντισε γιά τήν κόρη μου. Ἔτσι πέρασαν τρία χρόνια. Ἐν τῶ μεταξύ ὁ σύζυγος μου εἶχε φύγει ἀπό τό σπίτι. Οἱ κοπέλλες πού ἀγαποῦσε δέν ἦταν μεγαλύτερες ἀπό τήν κόρη μου. Καί ἡ κόρη μου εἶχε γνωρίσει ἄντρες ὅλων τῶν ἡλικιῶν καί κατηγοριῶν. Ἀλλά σύντομα ἀρρώστησε καί ὅλοι τήν ἐγκατέλειψαν. Μόνο ὁ φίλος μου, ὁ ποιητής, τήν πρόσεξε καί τήν ἔφερε στό σπίτι. Ὄντας συνεσταλμένος ζήτησε νά μέ παντρευτῆ. Νομίζω ὅτι ἡ λύπη μου τόν συγκινοῦσε βαθειά. Δέν ἤξερα τί νά κάνω. Δέν ἤμουνα χωρισμένη. Τότε ἐμφανίστηκε ὁ ἀσθενής πού σᾶς μοιάζει, ὁ Πέτρος Ποπέσκου.
- Καί τί ἔκανε ὁ Πέτρος Ποπέσκου; Ρώτησα, ἐνῶ σκεφτόμουν ὅτι ἦταν ἀδύνατον νά ὑπάρχει πιό γνωστό ὄνομα ἀπ᾿ αὐτό.
- Δέν ξέρω τί ἔκανε, ἀλλά κατάφερε ν΄ἀνοίξει καί τήν ψυχή τοῦ ἄντρα μου. Ἕνα βράδυ αὐτός ἦλθε μεθυσμένος καί τοῦ εἶπε: «Εἶμαι τρελλός. Δέν εἶμαι μέθυσος, ἀλλά τρελλός. Ἀποστρέφομαι τίς γυναίκες καί τόν ἑαυτό μου. Τό ἔχω παρακάνει. Ὕστερα ἀπό πολλά χρόνια εἶδα τήν κόρη μου. Τήν ἔβλεπα σάν γυναίκα καί τήν ὠρέχτηκα. Δέν πίστευα ὅτι εἶναι δυνατόν τέτοιο πρᾶγμα. Καί ἄρχισα νά πίνω. Ἴσως ἔτσι θά ξεχάσω ὅτι εἶμαι ἕνα θηρίο, παρόλο πού στό νοῦ μου στριφογυρίζοῦν ἀκόμη τό πάθος καί ἡ ἀηδία ταὐτόχρονα».
Τήν ἑπόμενη ἡμέρα ἦλθε αὐτός ὁ ἄνθρωπος μέ τόν ἄντρα μου σέ μένα. Ἦταν παροῦσα καί ἡ κόρη μας. Μ΄ αὐτήν εἶχε μιλήσει καί πρίν καί γνώριζε τίς πληγές της. Μίλησε σάν ἕνας ποιητής καί γιά τίς ἐσωτερικές μου ταλαντεύσεις. Ὅλοι σιωπούσαμε, κατάπληκτοι ἀπό τήν νηφαλιότητα με τήν ὁποία ἀναφερόταν αὐτός στήν ζωή μας. Δέν ξέρω τί εἶχε σπουδάσει, ἀλλά φαινόταν πολύ μορφωμένος. Μιλοῦσε ἀργά, ἁπλᾶ σάν ἕνα ἤρεμο ποτάμι πού τρέχει στήν πεδιάδα. Ἐρχόταν διά αὐτοῦ ἡ εἰρήνη μέσα μου. Ἐμεῖς εἴμασταν τό ἀνοιχτό βιβλίο ἀπό τό ὁποῖο αὐτός ὡμιλοῦσε. Καταλαβαίναμε ὅτι τό πᾶν πρέπει νά ξαναγίνει, ἀπό τήν αρχή. Τελείωσε λέγοντάς μας γιά πρώτη φορά: «Ὁ Θεός ὑπάρχει. Αὐτός σᾶς λείπει. Αὐτός θά σᾶς δώσει τήν δύναμη μιᾶς καινούργιας ζωῆς». Ἔτσι ἔφυγε καί ἀπό τότε ἐξαφανίστηκε.
-Δέν σᾶς εἶπε κάτι ἄλλο; Ρώτησα ἐγώ.
- Ναί, μᾶς εἶπε νά ψάξουμε γιά ἕναν μεγάλο πνευματικό.
- Πότε ἐξαφανίστηκε;
- Πρίν ἀπό τρεῖς ἡμέρες, μοῦ εἶπε ἀπελπισμένη ἡ ἰατρός. Δέν ξέρω γιατί σᾶς ἀφηγοῦμαι ὅλα αὐτά, ἀλλά αἰσθάνθηκα ὅτι μπορῶ νά σᾶς μιλήσω ὅπως σ΄ αὐτόν …
- Κυρία, εἶπα, ἐκεῖνος ὁ μεγάλος πνευματικός εἶναι ὁ Πέτρος Ποπέσκου.
-Ἀλλά γιατί ἔφυγε; φώναξε αὐτή.
- Διότι πρέπει νά ψάχνετε τήν ἀλήθεια! Δέν ἀρκεῖ νά ἔχετε τήν διαίσθηση της. Ἔχετε δεῖ ἕνα τέλος, ἀλλά αὐτό δύσκολα θά τό φτάσετε! Ἐρευνεῖστε καλά ποῦ θέλετε νά πᾶτε καί μέ τί δυνάμεις. Ἄν χάσετε τώρα θά εἶστε χαμένοι γιά πάντα!
-Κύριε, μοῦ εἶπε αὐτή, ἤξερα ὅτι θά μέ βοηθήσετε. Σᾶς εὐχαριστῶ. Αὔριο δέν θά εἶμαι πιά ἐδῶ.
δ) Ὁ Νίκος
Πάλιν τότε, στήν ἴδια τοποθεσία, συνάντησα καί ἕναν πρώην δεσμοφύλακα ἀπό τό δεσμωτήριο τοῦ Ἀϊούντ. Ἕνας γεωργός μέ πολύ φόβο Θεοῦ καί μέ χιλιετῆ σοφία μέσα του. Χαρήκαμε πολύ ὅταν εἰδωθήκαμε. Ἀπ᾿ αὐτόν ἔμαθα γιά τόν Νίκο, ἕνας κοντινός φίλος μου, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀντέξει στήν φυλακή τά πιό ὀδυνηρά βάσανα.
-Τόν συνάντησα στό Ἰάσιο, μοῦ ἀφηγήθηκε ὁ πρώην δεσμοφύλακας. Αὐτός μέ ἀνεγνώρισε καί ἦλθε σέ μένα. Τώρα πλέον εἶναι ἕνα ὑγιής ἄνθρωπος. Θεραπεύτηκε ἀπό τα πνευμονικά «σπήλαια» (φυματίωση). Ὅταν τόν ρώτησα τί κάνει, μοῦ εἶπε:
«Αὐτοί μ᾿ ἔχουν τρελλάνει. Μοῦ ἔκαναν ἐνέσεις. Μ᾿ ἔκαναν ἀπό ἄνθρωπο ἀπάνθρωπο. Ἤμουν πολύ τρομαγμένος καί γι΄ αὐτό ἤθελα νά πεθάνω. Μοῦ ἦλθαν καί καλοί λογισμοί, ἀλλά φοβόμουν ἀπ᾿ αὐτούς καί τούς ἔδιωχνα. Φοβόμουν ἀπό τούς βασανιστές ὅπως κι ἀπό τούς λογισμούς μου, πού μέ βασάνιζαν, σάν τούς βασανιστές. Δέν τολμοῦσα νά εἶμαι ἐγώ ὁ ἴδιος, ἀλλά οὔτε μποροῦσα να ξεχάσω ποιός εἶμαι. Θυμᾶμαι πού μετροῦσα τά ξυλοκοπήματα μέ τήν ἐξάντλησή μου καί μετά ἄρχιζα πάλι ἀπό τήν ἀρχή. Τότε μοῦ ἔκαναν ἐνέσεις. Ἔλεγα ἀνακόλουθες, ἀκατανόητες καί πρόχειρες φράσεις. Συχνά ἄρχιζα νά λέγω τήν ἀλήθεια, νά κατηγορῶ ν᾿ ἀνακαλύπτω στόν κόσμο τά ἐγκλήματα τους καί κατέληγα στίς ἁλυσίδες. Ἀναρίθμητες φορές πίστεψα ὅτι θά πεθάνω, ἀλλά ἀντί τοῦ θανάτου, μέ κυρίευε ἡ τρομάρα. Ἔκοψα καί τίς φλέβες μου, ἀλλά μέ γλύτωσαν. Ὄντως δέν ἤξερα τί ἤθελα. Ἐνὀμιζα ὅτι δέν ἤμουν διαταραγμένος ἐκεῖνες τίς στιγμές. Μετά τήν ἀποφυλάκισή μου ἄρχισα νά ἔχω ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό μου. Ἡ οἰκογένεια μέ βοήθησε πάρα πολύ, περισσότερο ἀπό ὅ,τι ξέρουν αὐτοί, διότι σιγά-σιγά βγῆκα ἀπό τήν ψύχωση τῆς τρομάρας. Καί ὅμως κάτι δέν εἶναι ἐντάξει μαζί μου. Ἔχω ἐφιάλτες, πανικοβάλλομαι συχνά κι ἄν δέν εἶναι κοντά ἡ μητέρα ἤ ἡ ἀδελφή μου νά μέ φέρουν πίσω στήν πραγματικότητα, ἡ φαντασία μου μ᾿ἐπαναφέρει στήν ψύχωση τοῦ περασμένου φόβου. Βαστάω μέσα μου τίς παραστάσεις τοῦ παρελθόντος. Δέν νομίζω ὅτι μπορῶ νά ἀγαπῶ, οὔτε λυπᾶμαι γιά τίποτε, ἀλλά κλαίω συχνά. Ἀκόμη ὑπάρχουν πηκτές καταχνιές στήν ψυχή μου, ἀλλά οἱ ἄνθρωποι δέν τό καταλαβαίνουν αὐτό. Τί ξέρουν οἱ ἄνθρωποι γιά μένα καί τήν ζωή μου στό παρελθόν;
ε) Ὁ Μαρῖνος
Ἀκούγοντας τόν πρώην δεσμοφύλακα ἀπό τό Ἀϊούντ, θυμήθηκα τό πρόσωπο τοῦ πιό ἁπλοῦ ἀνθρώπου πού τόν γνώρισα ποτέ. Εἶναι ὁ Μαρῖνος, μιά καθαρή ψυχή ἀνάμεσα σέ μορφωμένους καί πολύ περίπλοκους ἀνθρώπους.
Ὁ Μαρῖνος πάντα εἶχε τήν σωστή ἄποψή του γιά τήν οὐσία τῶν πραγμάτων. Καταλάβαινε πάντα τήν ἔννοια τῶν πραγμάτων καί δέν χανόταν σέ φιλονικίες. Πολλοί τόν περιφρονοῦσαν καί θεωροῦσαν ὅτι αὐτός δέν ἔχει προσωπικότητα. Ἔλεγαν: «Ὁ Μαρῖνος περιορίζει τά πάντα στόν Χριστό, τίποτε ἄλλο δέν ξέρει, παρ΄ ὅλη τήν παιδεία πού ἔχει ἀποκτήσει!»
Περάσαμε μεγάλες δοκιμασίες, μᾶς ἐπίεσαν νά ἀρνηθοῦμε τό πιστεύω μας, ὑποβληθήκαμε σέ ὑπεράνθρωπους κόπους, ἀπελπισθήκαμε, κατασυκο--φαντηθήκαμε ἀπό μεγάλους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἔλαμπαν μέ τίς θεωρίες τους, ἀλλά ὁ Μαρῖνος παρέμεινε ζωντανός μέ τόν Χριστό. Μέ τόν Χριστό στήν πείνα, μέ τόν Χριστό στήν ἀγγαρεία, μέ τόν Χριστό στά βάσανα, μέ τόν Χριστό στήν κόλαση. Ὁ νοῦς καί ἡ ψυχή του δέν γνώρισαν τό σκοτάδι τῆς κατάπτωσης στό μηδέν.
Μετά τήν ἀποφυλάκισή ἔγινε δάσκαλος καί ἐπῆρε ἀκόμη δύο πτυχία. Ταπεινός ὅπως ἦταν, ζοῦσε ἀδιόρατος, ἀλλά τά παιδιά τόν ἀγαποῦσαν καί μαζεύονταν γύρω του. Αὐτός τούς ἔλεγε ἁπλᾶ πράγματα καί τούς ἔμαθε νά κάνουν μικρές καί ὄμορφες πράξεις. Ἐπήγαινε μαζί τους στίς πεδιάδες ἤ στίς πόλεις καί ὡδηγοῦσε τά πρῶτα βήματά τους στόν κόσμο μέ τόν Χριστό.
Ἡ Ἀσφάλεια τοῦ Κράτους τά ἔμαθε καί ἄρχισε νά τόν παρακολουθεῖ καί νά τόν ἀναζητᾶ. Συγκεντρώθηκαν πολλές μαρτυρίες ἀπό παιδιά κι ἀπό τούς γονεῖς του καί ὅμως τίποτε δέν ὑπῆρχε σάν ἄσχημη καταγγελία. Τόν ἐπήγαιναν ἐδῶ κι ἐκεῖ γιά ἔρευνες καί ἀπειλές.
- Κύριοι, ἔλεγε αὐτός, ἐγώ δέν φταίω σέ τίποτε!
-Ὄχι, φταῖς! Μᾶς χαλᾶς τά παιδιά μέ τά παραμύθια σου. Ξέρουμε ὅτι εἶσαι μυστικοπράκτορας! Ὅποιος δέν ἐργάζεται γιά ἐμᾶς εἶναι ἐναντίον μας!
-Ὁ Θεός δέν εἶναι ὁ ἐχθρός σας ὅταν κάνετε τό καλό, ἔλεγε αὐτός.
-Ὁ Θεός θέλει τούς ἀνθρώπους γιά τόν ἑαυτό του, ἐνῶ ἐμεῖς τούς θέλουμε γιά δικό μας ὄφελος. Δέν δεχόμαστε νά διαμοιράζουμε τήν ἐξουσία μέ κανέναν!
-Ἀλλά ἀφοῦ Αὐτός δέν ὑπάρχει, γιατί Τόν φοβᾶστε;
-Νά, βλέπεις ὅτι εἶσαι κερατᾶς! Ἔτσι ἀχρήστεψες καί τό μυαλό τῶν παιδιῶν, ἀλλά θά φροντίσουμε νά σέ διαχωρίσουμε μόνιμα ἀπ᾿ αὐτά!
Ἦλθε ὅμως ὁ μεγάλος σεισμός καί τό σχολεῖο κατέρρευσε, παγιδεύοντας 30 παιδιά κάτω ἀπό τά χαλάσματα. Ὁ Μαρῖνος δέν φρόντισε τόν ἑαυτό του καί ἐφόρμησε ἐκεῖ πού ἦταν ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος. Ὁ κόσμος τόν κοιτοῦσε μέ συγκίνηση. Ἐλύτρωσε ἕνα παιδί, μετά ἄλλο καί ἄλλο καί τελικά πέθανε καταπλακωμένος ἀπό ἕνα δοκάρι, τό ὁποῖο ἔπεσε ἐπάνω του. Ἀπό τότε δημιουργήθηκε ἕνα μῦθος γύρω ἀπό τό πρόσωπο του.
ζ) Ὁ μπάρμπα Ἠλίας
Σέ μιά ἄλλη εὐκαιρία βρισκόμουν στά βουνά Μπουτσέγκι. Ἕνα γκρούπ νέων τουριστῶν συζητοῦσε πολύ ζωηρά
-Ἄρα ποιός εἶναι αὐτός ὁ ἄνθρωπος; Ἕνας τόσο μορφωμένος ἐργάτης; Γιατί δέν προάγεται; Ποῦ ἔχει σπουδάσει;
Λίγο πιό πέρα, σ΄ ἕνα μαντρί, συζητώντας μέ τούς ποιμένες, αὐτοί μοῦ εἶπαν:
-Ἔχουμε ἐδῶ ἕναν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Πολλή σοφία ἔχει στό νοῦ του! Ἔρχεται συχνά σ᾿ ἐμᾶς καί τότε εἶναι σάν νά πηγαίνουμε σέ κατανυκτικές ἀκολουθίες. Μᾶς ὑπερφαλαγγίζει ὑπέρμετρα μέ τά νηπτικά καί χαριτωμένα λόγια του.
Ἀνέβηκα πιό πάνω, στήν καλύβα κάποιων δασικῶν ἐργατῶν. Αὐτοί γενικά εἶναι ἤρεμοι καί μοναχικοί ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι δύσκολα ἀρχίζουν νά συζητοῦν κάτι. Αὐτήν τήν φορά ἐγώ τούς ἐπίεσε καί τελικά ἕνας γεροδεμένος δασοφύλακας μοῦ εἶπε:
-Λοιπόν, κύριε, ἐδῶ ἔχουμε δεῖ ἕναν ἄνθρωπο, ἀλλοιώτικο ἀπό τούς ἄλλους. Δίνει καί τό δικό του πουκάμισο, πού φοράει, γιά τόν πλησίον του. Εἶναι μακρόθυμος. Ξέρει τά προβλήματα ὅλων μας καί γιά τόν καθένα ἔχει τόν καλύτερο λόγο νά εἰπεῖ. Ἀπό τότε πού εἶναι ἀνάμεσά μας, ἐγίναμε ἄλλοι ἄνθρωποι... Μᾶς κατεπράϋνε μέ τήν συστολή καί τήν εὐγένειά του.
Τότε ἀκριβῶς κατέβαιναν στό δρόμο κάποιοι ἐργάτες:
- Δέν πρέπει νά τόν ἀφήσουμε νά φύγει! Αὐτοί τόν διώχνουν! Νά πᾶμε νά τόν προασπίσουμε!
Τότε φανερώθηκε αὐτός. Τούς πλησίασε ἤρεμα καί τούς εἶπε:
- Σᾶς εὐχαριστῶ γιά τήν ἀγάπη σας, ἀλλά δέν μπορεῖτε νά μέ βοηθήσετε. Ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει τόν σταυρό του. Σηκῶστε τόν δικό σας σταυρό κι ἐγώ θά κάνω τό ἴδιο μέ τόν δικό μου! Λοιπόν, ἀντίο σας!
Τόν ἀνεγνώρισα. Ἦταν ὁ μπάρμπα Ἠλίας, ἕνας ἀγρότης πού εἶχε κάνει περίπου 20 χρόνια στήν φυλακή. Εἶχε μάθει πολλά, ἦταν καλός ρήτορας καί ἤξερε πῶς νά θεραπεύει τίς ψυχικές πληγές, ὅσο κανένας. Πολλοί μορφωμένοι τοῦ ζητοῦσαν στήν φυλακή τήν γνώμη του σέ βαθειά φιλοσοφικά προβλήματα, διότι εἶχε ἕνα ἀλάθητο ἔνστικτο.
Τόν πλησίασα. Ἀγκαλιαστήκαμε.
- Κύριε, μοῦ εἶπε στενοχωρημένος αὐτός, ἀπό τότε πού ἀποφυλακίστηκα μέ πηγαίνουν ἀπό ἕνα μέρος στό ἄλλο. Δέν ἔχω οἰκογένεια, διότι μοῦ τήν σκότωσαν αὐτοί. Δέν κάνω τίποτε ξεχωριστό, μόνο πού κἄπου-κἄπου λέω καμμιά κουβέντα. Ἔχω πέντε χρόνια ἐδῶ καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καρποφορεῖ, ἀλλά τά ἔμαθε καί ἡ Ἀσφάλεια τοῦ Κράτους. Μέ κάλεσαν πολλές φορές καί μοῦ εἶπαν: «Κερατᾶ, δέν ἔβαλες μυαλό ἀκόμη; Νά ἐξαφανιστεῖς ἀπό ἐδῶ ἤ θά σέ σακατεύσουμε. Καί ποῦ νά πάω; Τούς ρώτησα. Ὅπου θέλεις, ἀλλά μακριά ἀπό τίς δράσεις μας, νά μήν σέ ξἀναϊδοῦμε! Τότε τούς ἀπάντησα: «ἐγώ λέω τήν ἀλήθεια καί κάνω τό καλό. Θά τά πῶ καί ἀλλοῦ, ἀφοῦ ἐσεῖς μέ στέλνετε!»
Μέ κοίταξε χαμογελώντας πικρά. Συζητήσαμε ἀκόμη λίγο καί ἔφυγε. Ἀποχωρισθήκαμε μέ τίς θερμές μας ἀναμνήσεις.
Ὁ ἀσθενής
Μετά ἀπό λίγο χρονικό διάστημα ἀρρώστησα ἀπό ἡπατίτιδα καί γιά πολύ καιρό ἔμεινα σέ νοσοκομεῖο. Εἶχα τότε τήν ἀπαραίτητη ἡσυχία γιά νά γράφω τἰς σκέψεις μου. Ἄλλωστε κανένας δέν ἤξερε ποιός εἶμαι κι ἀπό ποῦ προέρχομαι. Ὁπότε καί δέν μέ παρακολουθοῦσαν. Ὅλοι μέ φώναζαν κύριε καθηγητά, παρόλο πού ἐγώ εἶχα δηλώσει ὅτι εἶμαι ἐργάτης.
Ὑπῆρχε ἐκεῖ μιά ἰατρός, ἡ ὁποία μέ νοσήλευε μέ ἀγάπη καί ἀφορίωση. Μιά ἡμέρα μέ εἶδε πού διάβαζα τό μυθιστόρημα «Το παραλήρημα τοῦ Μαρίνου Πρέντα καί μέ παρακάλεσε νά τῆς τό δανείσω. Μέ τήν εὐκαιρία μοῦ ἀφηγήθηκε:
-Ἐγνώρισα ἐδῶ ἕναν θαυμάσιο ἄνθρωπο! Δέν πιστεύω νά ὑπάρχουν πολλοί σάν αὐτόν. Δέν ἤξερες τί νά θαυμάζεις περισσότερο σ΄ αὐτόν, τήν καλωσύνη, τήν διανόηση, τήν παιδεία ἤ τίς καλές του πράξεις! Ἦταν τόσο ἐμβριθής, τουλάχιστόν, ἔτσι μοῦ φαινόταν ἐμένα. Χαμογελοῦσε καί ἦταν πάντα ἀνοιχτός. Ἄν καί ἦταν βαρειά ἄρρωστος, βοηθοῦσε τούς ἄλλους. Τόν ἐπισκέπτονταν ἑκατοντάδες ἄνθρωποι. Μερικές φορές δέν μποροῦσε νά τούς δεχθῆ ὅλους. Ἔρχονταν καί λόγιοι καί πολλοί ἁπλοί ἄνθρωποι, γυναίκες καί παιδιά. Καί ἔλεγαν θαυμάσιες ἱστορίες περί τῆς μεγαλοψυχίας αὐτοῦ τοῦ ἀνδρός. Εἶχε ριψοκινδυκεύσει τήν ζωή του σ᾿ ἕνα ἐργοστάσιο γιά νά σώσει ἕνα γκρούπ ἐργατῶν ἀπό ἕνα βαρύ ἀτύχημα ἐργασίας. Μιλοῦσε ἄνετα 4 ξένες γλώσσες. Ἤξερε καί λογοτεχνία, χιλιάδες στίχους καί ὁλόκληρα κεφάλαια ἀπό τήν ἁγία Γραφή. Τελικά, ἦταν ἕνας ἐκλεκτός ἄνθρωπος. Τόν ἀγαποῦσα πολύ. Ἦλθε ἡ Ἀσφάλεια τοῦ Κράτους καί μέ ἀνέκριναν περί αὐτοῦ: Τί κάνει, τί λέει, ποιός ἔρχεται, μέ ποιόν συνομιλεῖ. Εἶπα ὅ,τι ἤξερα καί αὐτοί τά ἔγραψαν ὅλα. Μετά μέ ζήτησαν νά σημειώσω τά ὀνόματα ὅλων τῶν ἐπισκεπτῶν καί νά στενογραφῶ τίς συζητήσεις του. Τότε κατάλαβα ὅτι κάτι δέν πάει καλά καί ἀρνήθηκα νά ξαναμιλήσω μέ τούς ἀστυνομικούς πράκτορες. Σάν ἀποτέλεσμα, αὐτοί τόν μετέθεσαν σ᾿ ἕναν ἄλλο θάλαμο. Ἐπήγαινα κάθε ἡμέρα νά τόν ἰδῶ. Ὑπέφερε ἀπό τήν καρδιά. Εἶχε δύο ἐμφράγματα. Μιά ἡμέρα τόν ἐπῆγαν γιά μιά ἔρευνα. Τήν ἑπόμενη τόν ἔφεραν μέ τό φορεῖο. Ὅλες οἱ νοσηλείες ἦταν ἀνώφελες. Ὅλοι φοβόμασταν καί εἴμασταν ξεσηκωμένοι, ἀλλά εἴχαμε καί τό αἴσθημα τῆς λιποψυχίας καί τῆς ἥττας. Πέθανε ταλαίπωρος.
- Γιατί μοῦ ἀφηγεῖστε ὅλα αὐτά; τήν ρώτησα.
-Διότι μοῦ φαίνεται ὅτι κρύβεται ἕνα παρόμοιο μυστήριο μέ τό δικό του! Τελικά ποιός εἶστε;
-Σᾶς ἔδωσα ἕνα βιβλίο νά τό διαβάσετε, ἔχουμε καιρό νά ξανασυζητήσουμε.
Ἡ κοπέλλα ἦταν ἔξυπνη. Ὕστερα ἀπό δύο ἡμέρες ἦλθε μέ τό βιβλίο καί πρίν νά μοῦ τό δώσει, μοῦ εἶπε:
- Δέν καταλαβαίνω. Αὐτό εἶναι ἕνα ἱστορικό μυθιστόρημα. Πώς εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχουν ἄνθρωποι σάν ἐκεῖνον γιά τόν ὁποῖο σᾶς ἔχω μιλήσει καί ἄνθρωποι σάν τόν ἥρωα αὐτοῦ τοῦ βιβλίου: καί οἱ δύο εἶναι λόγιοι, ἀλλά ταὐτόχρονα εἶναι τόσο διαφορετικοί!
-Ἔχετε ἀκόμη νά μάθετε πολλά πράγματα περί τῶν ἀνθρώπων, τῶν πραγμάτων καί τῆς ἱστορίας, τῆς ἀπάντησα. Νά ξέρετε ὅτι αὐτοί οἱ τόσο διαφορετικοί εἶναι στήν πράξη ἕνα καί τό μοναδικό πρόσωπο. Τούς γνωρίζω καλά. Γνωρίζω καί τά δῆθεν ἔγγραφα πού χρησιμοποίησε ὁ συγγραφέας γιά τό μυθιστόρημά του. Αὐτός ὁ συγγραφέας δέν μπορεῖ νά ἀπέθανε διότι, παρόλο πού ὁ ἥρωάς του ζοῦσε, δέν εἶχε μιλήσει μαζί του.
-Γιατί;
- Διότι δέν ἤθελε τήν ἀλήθεια!
Ἡ κοπέλλα ἄλλαξε πολλά χρώματα, κόκκινο, κίτρινο, πράσινο, ὥστε ἐγώ πίστεψα ὅτι θά πάθη ἴκτερο ἤ κάποιο ἐγκεφαλικό. Λυπόμουν πού ἤμουν τόσο ἀπότομος. Ἀλλά πῶς θ᾿ ἀντιδράσει ἕνας ὁλόκληρός λαός, ὅταν μάθει τήν ἀλήθεια;
«Κανένας» εἶναι τό ὄνομα αὐτῶν τῶν σκιῶν πού ζοῦν στήν Χώρα. Εἶναι καταδικασμένοι νά παραμένουν ἄγνωστοι, ἀνύπαρκτοι, μηδενικά!
Μᾶλλον ὑπάρχουν καί ἄλλοι μύριοι σάν αὐτούς, ἄγνωστοι καί ὁ κόσμος περνᾶ δίπλα τους χωρίς νά τούς βλέπει, συχνά πατάει τά μνήματά τους, χωρίς νά τούς γνωρίζει.
Ὁ ἐλεύθερος κόσμος ἀκόμη δέν καταλαβαίνει τί εἶναι ὁ ἀθεϊστικός ὑλισμός. Περί αὐτοῦ λίγος λόγος γίνεται, διότι κρύβεται πίσω ἀπό τήν «σιδερένια κουρτίνα», ἐνῶ γιά τό βαθύ θρησκευτικό φαινόμενο πού παρατηρεῖται ἐδῶ, δέν γίνεται καμμία συζήτηση σχεδόν καθόλου, οὔτε ὑπάρχει τό ἀνάλογο ἐνδιαφέρον. Αὐτή ἡ ἀγωγή ὁμοιάζει μέ τήν ἀδιαφορία τῶν ἀνθρώπων πού κοιτοῦσαν πρός τόν Γολγοθᾶ καί δέν ἀνεγνώρισαν τόν Χριστό!
Ὁ κόσμος ἔχει τρόπους οἰκονομικῆς, στατιστικῆς καί πολιτιστικῆς ἀξιολόγησης, ἀλλά δέν μπορεῖ νά ὑπολογίσει τά μέτρα τῆς πνευματικῆς διαστάσης. Καί ἐν τούτοις, εἶναι καθῆκον του νά γνωρίζει τί ἔγινε στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, διότι θά ἔλθει ἡ ὥρα, μερικοί θά δοξαστοῦν σάν μάρτυρες, ἐνῶ ἄλλοι θά καταδικασθοῦν αἰώνια καί πικρά.
Ὁ π. Γεώργιος Καλτσίου
(ἤ ἡ κατά Χριστόν τρέλλα)
Ὁ εἰκοστός αἰώνας ἄνοιξε πάλι τήν περίοδο τῶν μαρτύρων καί τοῦ μαρτυρίου. Ὅλα τά σημεῖα αὐτοῦ τοῦ αἰῶνα δηλώνουν τήν ἁγιωσύνη. Διά μιᾶς μυστικῆς οἰκονομικῆς ἀνακατάταξης τῆς ἱστορίας, ὕστερα ἀπό μιά πικρή καί μακρόχρονη περιπλάνηση, διά φρικτῶν βασάνων, ἡ ἀνθρωπότητα ξαναγυρίζει στόν Χριστό.
Ὅλες οἱ κριτικές καί δηλώσεις εἶναι ἡ ἀπόδειξη τῆς ἀποτυχίας τοῦ ἀνθρωποκεντρισμοῦ γιά νά δημιουργήσει ἕνα κόσμο χωρίς Θεό, χωρίς ἁγιότητα καί χωρίς τήν προοπτική τῆς αἰωνιότητας. Ὅλες οἱ πολιτικές, ὑλιστικές, ἀθεϊστικές, οἰκονομικές, πανσεξουαλικές, φιλοσοφικές, πανθεϊστικές καταστροφές, πού ἀποκορυφώθηκαν μέ τήν πανωλεθρία τῆς ἀλλοτρίωσης καί ἀποστασίας – ὅλες προῆλθαν ἀπό τήν κακή χρῆση τῆς ἐλευθερίας τῆς ἀνθρωπότητας καί ἀναγγέλλουν τό τέλος μιᾶς ἐποχῆς, ἀναγκάζοντας τούς ἀνθρώπους νά ξαναβροῦν τόν Θεό, νά βροῦν τόν ἴδιο τόν ἑαυτό τους καί νά προσανατολιστοῦν σέ μιά χριστιανική ἐμπειρία.
Οἱ πράξεις τῶν ἀνθρώπων, χωρίς τόν Θεό, φέρουν ἀπό τήν γένεσή τους, δηλαδή ἀπό τήν ἴδια τήν φύση τους, τήν ἀρχή τῆς πτώσης της. Ὁ ἄνθρωπος, ἔχει χτίσει ἕναν ἐγωϊστικό πολιτισμό, - ὁ ὁποῖος εἶναι ὑλιστικός καί ἀξιοκαταφρόνητος, - πού τώρα εἶναι πλέον μιά ἀθεϊστική ἱστορία, μιά ἱστορία πού ὡδήγησε τήν ἀνθρωπότητα στό μηδέν.
Ὁ ἀθεϊστικός-ὑλιστικός ἐξτρεμισμός εἶναι ὁ πιό ὀδυνηρός καί φοβερός ἀπό ὅλους. Ό ἄνθρωπος ἔγινε ἕνα νούμερο, ἕνα τηλεκατευθυνόμενο ἐργαλεῖο, ἕνα τιθασευμένο θηρίο. Φτάσαμε στήν ἀπόλυτη σκλαβιά, ἡ ὁποία ὑποτάσσεται στήν παντοκρατοτική καί πολυεπιστημονική ἐξουσία τόσο στήν συνείδηση ὅσο στήν ζωή, τόσο στήν κοινωνία ὅσο καί στό ἄτομο. Αὐτός εἶναι ὁ ἀμίαντος σατανισμός: ἡ ἐπιστήμη τοῦ ὑλισμοῦ, ἡ ὁποία προσδιορίζει τήν ἱστορία καί τίς συνειδήσεις τῶν ἀνθρώπων καί δέν ἐπιτρέπει καμμιά ἐξαίρεση καί καμμιά ἐπιφύλαξη.
Ἡ καταστροφή σέ οἰκονομικό, ἠθικό καί ἀνθρώπινο ἐπίπεδο εἶναι ὄντως πελώρια, ἀλλά εἶναι ταὐτόχρονα μιά ἀπόλυτη πολιτική ἐπιτυχία.
Σέ πολιτικό ἐπίπεδο ἡ κομμουνιστική ἐξουσία εἶναι τρομερή. Εἶναι τόσο βάρβαρη καί θηριώδης, πού δέν ὑπάρχουν ὅρια νά προσδιοριστεῖ... Εἶναι σαφές γιά τούς κατοίκους τοῦ σοσιαλιστικοῦ μαρξισμοῦ ὅτι καλύτερα νά εἶσαι νεκρός παρά νά εἶσαι κομμουνιστής!
Ἐν ὀνόματι τοῦ λαοῦ, τοῦ ἀνθρώπου, ὁ κομμουνισμός προσδιορίζει νομικά, ἐπιστημονικά τήν ζωή τῶν ἀνθρώπων καί τῶν κοινωνιῶν. Καί σ΄ αὐτό ἔγκειται ἡ τρέλλα τῆς ἰδεολογίας τους. Καλό εἶναι μόνο αὐτό πού κραταιώνει τήν κομμουνιστική ἐξουσία. Τώρα ὅσο γιά τίς ἰδεολογικές δικαιολογίες εἶναι μόνο μεγάλα ψέμματα, τόσο διαλεκτικά ὅσο καί ἐπιστημονικά.
Οἱ κομμουνιστές πιστεύουν μόνο στό σύστημα τῆς κομμουνιστικῆς ἐξουσίας. Ὅσο περισσότερα δαιμονικά ψέμματα λένε καί τρομοκρατοῦν τό σύνολον τοῦ λαοῦ, τόσο ἡ ἐξουσία τους εἶναι πιό ἐνδυναμωμένη. Ἐκτός ἀπ᾿ αὐτό δέν τούς ἐνδιαφέρει τίποτε: οὔτε ἡ ἀνθρωπιά, οὔτε ἡ πρόοδος, οὔτε ἡ οἰκονομία, οὔτε ἡ ἐπιστήμη. Καλό εἶναι αὐτό πού προσφέρει ἐξουσία.
Ὁ ὑλιστικός ἀθεϊσμός εἶναι ἡ βάση τῆς πιό ὀδυνηρῆς τυραννίας τῆς ἱστορίας. Στόν κομμουνισμό μιά ἐπιτροπή θά καθορίσει τόσο τήν ἱκανότητα κάθε ἀνθρώπου, ὅσο καί τίς ἀνάγκες του, γι΄ αὐτό ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά μήν ἔχει Θεό, νά παραιτηθεῖ ἀπό τήν ἐλευθερία του καί νά ὑπακούει στούς κομμουνιστικούς νόμους. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος γίνεται ὁλοκληρωτικά δοῦλος.
Δέν ὁρίζεται μόνο τό καθημερινό του ψωμί, ἀλλά καί ἡ συνείδησή του. Οἱ κομμουνιστές δέν ἔχουν τήν σιγουριά τῆς ἐξουσίας τους μέχρις ὅτου κυριαρχήσουν στίς συνειδήσεις τῶν ἀνθρώπων. Αὐτοί δέν ἀποδέχονται τήν πνευματική ἐλευθερία τοῦ θρησκευτικοῦ ἀνθρώπου. Γι᾿ αὐτόν τόν λόγο μισοῦν περισσότερο ἀπό τό καθετί τόν Θεάνθρωπο Χριστό, ὁ ὁποῖος ἀνορθώνει καί ἁγιάζει τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν συνείδηση.
Σχετικά μέ ὅλα αὐτά φτάνουμε στήν “ἀναμόρφωση” ἀπό τό Πιτέστι, ἡ ὁποία ὅμως ἄρχισε ἀπό τήν Ρωσσία. Ἡ “ἀναμόρφωση” ἐκπονήθηκε μέ βάση τήν σκέψη τοῦ Μάρξ. Ὁ Μάρξ εἶναι ὁ φιλόσοφος πού θέλησε νά ἀνατρέψει τόν προορισμό τοῦ ἀνθρώπου, νά τόν καταστρέψει καί νά τόν μεταβάλλει σέ τέρας. Ὁ Μάρξ εἶναι ἐκεῖνος πού θέλησε νά ἀναποδογυρίσει τόν Χριστιανισμό. Εἶναι ἕνας ψεύτικος χριστός. Ἕνας ἕνας ἀντίχριστος, πρίν τόν μεγάλο Ἀντίχριστο.
Οἱ κομμουνιστές δέν ντρέπονται νά δηλώνουν σέ ὅλον τόν κόσμο ὅτι θέλουν νά τροποποιήσουν δομικά τόν ἄνθρωπο καί τήν ἀνθρωπότητα μέσῳ τῆς «ἀποκάλυψης» τοῦ ἱστορικοῦ ὑλισμοῦ. Καί ὁ κόσμος δέν καταλαβαίνει τό τερατούργημα πού τοῦ ἑτοιμάζεται, διότι δέν ἔχει πιά τόν Θεό στό πηδάλιό του.
Ἡ “ἀναμόρφωση” ἐσήμαινε τρομοκράτηση τῶν φυλακισμένων μέσῳ τῶν ἰδίων, μέχρι τό ἐπαναστατικό σόκ, διά τοῦ ὁποίου τό θῦμα ἐλάμβανε τήν κομμουνιστική συνείδηση. Τά βάσανα ἦταν συνεχῆ, ἀπαίσια, χωρίς διέξοδο. Δέν ὑπῆρχε δικαίωμα θανάτου, μόνο τερατώδης ζωή. Μερικοί κρατούμενοι δέχθηκαν νά κάνουν αὐτήν τήν ἀρχή, ὕστερα ἡ χιονοστιβάδα μεγάλωσε καί τό κάθε θῦμα γινόταν δολοφόνος τῶν φίλων του.
Ἦταν μιά τρέλλα ἀπό τήν ὁποία κανένας δέν μποροῦσε νά ἐξαιρεθεῖ. Ὁ καθένας ἐξαναγκαζόταν μέχρι θανάτου νά δεχθῆ τίς δῆθεν σειρές τῆς “ἀναμόρφωσης”. Ἐκεῖ ἐξευτελίσθηκε ἡ πίστη, τά ἰδανικά, τό ἔθνος, ἡ οἰκογένεια, ἡ ἀρετή, ἡ τιμή, ὁ ἡρωισμός καί, τελικά, ἡ ἀνθρωπιά. Ὅλοι εἶχαν γίνει πειραματόζωα. Ἄλλοι ὑπέκυπταν εὐκολώτερα, ἐνῶ ἄλλοι μετά ἀπό ἀπίστευτα βάσανα.
Ἐκεῖ, στό Πιτέστι, βασανίσθηκε καί ὁ φοιτητής Γεώργιος Καλτσίου. Ἦταν ἕνας ὄμορφος ἐξωτερικά καί ἐσωτερικά νεαρός, ὁ ὁποῖος ἔβλεπε τόν κόσμο μέ ἐφηβικά μάτια, στά χρόνια τοῦ Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, καί ὅταν ἀντελήφθηκε τόν κομμουνιστικό κίνδυνο γιά τήν ανθρωπότητα, προσκολλήθηκε σέ μιά ἀντικομμουνιστική πολιτική, τήν ὁποία συντηροῦσε μέ τά φτωχά του μέσα. Ὅταν τελείωσε τό λύκειο, διάλεξε νά πάει στήν ἰατρική, ἡ ὁποία ἀνταποκρινόταν στήν γενική του δομή καί στό ἐξαιρετικό του νοῦ. Τό 1948 ὁ Γεώργιος προφυλακίστηκε καί ὕστερα καταδικάστηκε σάν ἀμερικανός πράκτορας καί φασίστας ἀντεπαναστάτης.
Στήν φυλακή μπῆκε στήν σειρά τῆς μαρξιστικῆς “ἀναμόρφωσης”. Τά ἐπιτόπια ἀποτελέσματα ἦταν ὁλοκληρωτικῆς συντριβῆς, ἀλλά τά ἀντίστοιχα μακροπρόθεσμα ἀναποδογύρισαν τήν κατάσταση. Λόγῳ τῶν σωματικῶν καί ψυχικῶν βασάνων, τά ὁποῖα πέρασε, ὕστερα ἀπό τήν ἀποφυλάκιση ὁ Γεώργιος Καλτσίου σπούδασε τήν θεολογία καί ἔγινε ἱερέας. Εἶναι μιά ψυχική διαδικασία πολύ πιό τραγική ἀπό ἐκείνη τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος εἶχε συντελέσει στήν θανάτωση τοῦ πρώτου χριστιανοῦ μάρτυρα, τοῦ ἁγίου Στεφάνου. Ἡ περίπτωση τοῦ πατρός Γεωργίου δέν εἶναι μοναδική, ἔστω κι ἄν ἦταν, θά ἔφτανε για νά ἀνατρέψει καί νά ρεζιλέψει γιά πάντα τίς ἀρχές τοῦ ἀθεϊστικοῦ ὑλισμοῦ.
Ἐμεῖς γνωρίζουμε τήν πνευματική πορεία αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, καθώς καί τά φρικτά του δεινά καί μέ ταπείνωση ἀσπαζόμαστε τίς πληγές τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός του, διότι αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἔζησε τήν κόλαση, βασανίσθηκε ἀπό τόν σατανᾶ καί ἀντιστάθηκε ἐναντίον τοῦ ἀντιχρίστου.
Πέραν ἀπό τίς θηριωδίες τῆς φυλακῆς πρέπει νά βλέπουμε καί τό δαιμονικό πνεῦμα πού κυβερνοῦσε τήν “ἀναμόρφωση”. Τά ἀτέλειωτα καί σκηλότατα βάσανα, στά ὁποῖα ὑποβάλλονταν οἱ κρατούμενοι ἦταν μόνο ἡ ὁρατή πλευρά αὐτοῦ τοῦ πνεύματος. Τό σατανικό πνεῦμα ἦταν ὁρατό καί στά πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων. Ὅλο τό περιβάλλον ἦταν φορτωμένο μέ σατανικές δυνάμεις, οἱ ὁποῖες ἐκδηλώνονταν μέ πράξεις, χειρονομίες ἤ λόγια, ἐπιβεβαιώνοντας ἔτσι μιά κρύα, φρικτή, γεμάτη μῖσος καί σκοτάδι κατάσταση.
Ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι συμπεριφέρονταν σάν δαίμονες. Ἔβγαλαν τόν Θεό ἀπό τόν ἄνθρωπο καί τόν ἀντικατέστησαν μέ τόν σατανᾶ. Ἐκεῖ ἡ ἴδια ἡ ἀνθρώπινη φύση σακατεύτηκε τελείως καί άνατράπηκε. Ὁ νοῦς ἐκείνων τῶν κρατουμένων ἀνθρώπων στήν ἀρχή ἦταν τεταραγμένος, ὕστερα ζοῦσαν τόν τρόμο διά τῶν βασάνων καί κατόπιν ζοῦσαν μέσα στήν ἀπελπισία. Ἐκεῖ δέν ὑπῆρχε οὔτε ἔξοδος, οὔτε τέλος. Ἐκεῖ οἱ ψυχικοί πόνοι ἦταν ψηλαφητοί καί ἡ τρομάρα ἦταν ἀπεριόριστη. Σ΄ αὐτές τίς συνθῆκες ἐπιβαλλόταν μέ βασανιστικά μέσα ἡ ἀλλαγή τῶν συνειδήσεων.
Ἡ κόλαση βρῆκε ἔτσι τήν πραγματοποίησή της στήν μαρξιστική-λενινιστική “ἀναμόρφωση”, ἀποδείχνοντας τήν προοπτική πού προσφέρει ἡ ἐπανάσταση τοῦ ἱστορικοῦ ὑλισμοῦ γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα: δηλαδή τήν ἀντίστροφη ἔλευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ὁ κομμουνιστικός σατανισμός μεταμφιεσμένος ὑπό τοῦ ἀθεϊσμοῦ μπαίνει στόν κόσμο σάν βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Στήν πρώτη περίοδο τῆς φυλάκισής του, ὁ Γεώργιος Καλτσίου, νεαρός τότε εἴκοσι ἐτῶν, βασανίστηκε μέχρι τήν τελική ψυχική καί σωματική του καταστροφή, ὥστε κατήντησε σάν μιά πατσαβούρα, σάν ἕνα ρομπότ, σάν ἕνα τιθασευμένο ζῶο, σάν ἕνα τρομαγμένο τρελλό, σάν ἕναν ζωάνθρωπο, σέ μιά ἀπόλυτη ἀντιστροφή ἀπ᾿ αὐτό πού ἦταν μέχρι τότε. Δηλαδή τοῦ διέστρεψαν ὅλη τήν προσωπικότητα γιά νά μισήσει ὅ,τι ἦταν μέχρι τότε, νά περιγελᾶ ὅ,τι ἦταν πιό ἱερό μέσα του καί νά γίνει ἕνα θηρίο, σύμφωνα μέ τήν ἐπιστήμη τοῦ ὑλισμοῦ.
Ὁ φοιτητής Καλτσίου ζοῦσε αὐτήν τήν ἀνισορροπία, πού φαινόταν μπροστά στόν κόσμο σάν σοσιαλιστική ἐπανάσταση. Ἀλλά μέσα στό σκοτάδι τῶν σκοταδιῶν αὐτός εἶδε τό φῶς τοῦ Χριστοῦ καί ἀποφάσισε νά ὑποταχθῆ σ΄ Αὐτόν. Ἄν καί βασανισμένος τόσο πολύ, μετά τήν ἀποφυλάκισή του, ἀποφάσισε νά γίνει ἱερέας. Καί σάν ἱερέας, νά λέει τήν ἀλήθεια.
Αὐτός, καί ἄλλοι, κατάλαβε τήν πνευματική βάση τῆς διαμάχης αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Αὐτός, καί ἄλλοι, ἀφιέρωσαν ὅλη τήν ὑπόλοιπη ζωή τους στόν Χριστό, πεπεισμένοι λόγῳ τῆς ἐμπειρίας τους, ὅτι Αὐτός εἶναι ζῶν καί εἶναι ἡ μοναδική ἀπολύτρωση. Καί τίποτε δέν πονάει περισσότερο αὐτούς τούς ἀνθρώπους παρά ἡ πνευματική τους ἀνικανότητα γιά νά ἰδοῦν τήν πραγματικότητα σ᾿ αὐτόν τόν αἰῶνα.
Αὐτός βγῆκε ἀπό τήν κόλαση καί εἶχε τό θάρρος ν᾿ ἀντικρύσει ξανά τήν κόλαση. Ἤξερε, μετά πού ἔγινε ἱερέας, ὅτι θά ἀκολουθἠσουν καί πάλιν βάσανα, ἀλλά ἔλπιζε στόν Χριστό. Δέχθηκε τόν ἰσχυρό Χριστό ζωντανό, θεϊκό καί ἔτσι μπόρεσε νά ὑποτάξει τόν φόβο, πού ἤδη εἶχε χαραχθῆ στήν ψυχή του.
Μετά ἀπό τήν πρώτη του φυλάκιση (1948-1964), ὁ Γεώργιος Καλτσίου σπούδασε Φιλολογία καί Θεολογία καί ἔγινε ἱερέας καί καθηγητής τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τῆς γαλλικῆς γλώσσης στό θεολογικό ὀρθόδοξο σεμινάριο τοῦ Βουκουρεστίου. Παρότι εἶχε περάσει μέσα στήν φωτιά τῆς κολάσεως στίς φυλακές τής πόλεως Πιτέστι καί γνώριζε τίς διαβολικές μεθόδους ἐξόντωσης τῶν ἐχθρῶν του κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος, ἐν τούτοις εἶχε τό κουράγιο νά ὁμολογεῖ φανερά τόν Χριστό καί τό Εὐαγγέλιό Του, μαζεύοντας γύρω του νεαρούς μαθητές καί φοιτητές πού ἀνεπτερώνοντο ἀπό τά χριστιανικά καί ἐθνικά συναισθήματα. Μετά τήν ἐκφώνηση τῶν ἑπτά Λόγων πρός τούς νέους, τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή τοῦ ἔτους 1978, στόν ἱερό Ναό Ράδου-Βόντα ἀπό τό Βουκουρέστι, ὁ πατήρ Καλτσίου προφυλακίζεται πάλιν καί καταδικάζεται γιά 10 χρόνια φυλάκιση, ἀπό τά ὁποῖα κάνει πέντε (1979-1984). Ἀποφυλακίσθηκε, λόγῳ τῶν διεθνῶν πιέσεων καί ἀναγκάσθηκε νά ἐγκαταλείψει τήν Χώρα καί νά πάει μόνιμα στήν Ἀμερική.
Ὁ Καλτσίου εἶδε τόν σατανᾶ μέσῳ τῆς “ἀναμόρφωσης”, ἀλλά καί τόν Χριστό διά τῆς πίστεως. Ὅλα τά βάσανα πού προξενήθηκαν ἀπό τούς ἀθέους κομμουνιστές γέννησαν τό μαρτύριο καί τήν ἁγιότητα.
Διά τοῦ ἱερέως Καλτσίου μιλάει ὁ Χριστός. Αὐτός εἶναι νεκρός ἐν Χριστῶ μέσω μιᾶς βαθειᾶς μετάνοιας καί ταπείνωσης, ἀλλά εἶναι καί ζωντανός διά τῆς χάριτος καί τῆς ἀλήθειας. Αὐτός δέν μπόρεσε νά σιωπᾶ. Εἶχε ὑποχρέωση νά ὁμολογεῖ στούς ἀνθρώπους τήν σατανική ἀηδία τοῦ ἀθεϊσμοῦ καί τό μεγαλεῖο τῆς πίστεως.
Ο Καλτσίου δέν ἔλεγε θεωρίες, ἀλλά εἶχε βιώματα. Ζοῦσε καί ἀγωνιζόταν μέχρι νά γίνη στάκτη ὁ ἀθεϊσμός καί νά ἀνάψει στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων ἡ πίστη. Σκλαβώθηκε μέ τήν τρομοκρατία, ἀλλά ἐλευθερώθηκε μέ τήν δύναμη τῆς πίστεως. Τό μῖσος ἐνίκησε τήν ἀγάπη. Στήν ζωή τοῦ Καλτσίου ἡ ὕλη ἔδειξε τό σιχαμερό προσωπεῖο της καί αὐτός εἶδε μέσῳ αὐτῆς τόν σατανᾶ, ἀλλά καί τόν Θεό.
Ὁ Καλτσίου περιφρουρεῖ τόν ἄνθρωπο, τήν ζωή καί τόν κόσμο μέ τόν τρόπο τόν ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τόν ἔχει δημιουργήσει. Γι΄ αὐτόν ἡ ζωή εἶναι ἕνα μυστήριο, ὁ ἄνθρωπος εἶναι βασιλεύς, ὁ κόσμος εἶναι ἐλευθερία. Ἡ ἐμπειρία του εἶναι ταὐτόχρονα μυστική, λογική, ἀνθρώπινη, ἱστορική καί ὑλική. Ἀλλά ὁ σατανᾶς δέν ἀντέχει τέτοιους ἀνθρώπους. Ὁ ἱερέας Καλτσίου ἀρνεῖται τίς βάσεις τοῦ ἀθεϊστικοῦ ὑλισμοῦ καί ἄρα πρέπει νά ἐξοντωθεῖ. Δέν εἶναι φαυλόβιος, ἀλλά καταδικάζει τήν κομμουνιστική πολιτική. Δέν εἶναι οἰκονομολόγος καί ὅμως καταστρέφει τόν μῦθο τῆς κομμουνιστικῆς νοοτροπίας καί ζωῆς. Δέν εἶναι ἰδεολόγος, ἀλλά ἡ πίστη του ἀθετεῖ τήν κομμουνιστική ἰδεολογία. Καί αὐτό δέν μπορεῖ νά συγχωρεθεῖ.
Πνευματικοί ἀδελφοί του, ἱερεῖς, τόν κατήγγειλλαν στό Κόμμα, ὅπως ὁ Ἄννας καί Καϊάφας καί τόν ἔστειλαν γιά ἐκδίκαση στόν Πιλάτο αὐτοῦ τοῦ αἰῶνα. Ἡ ἀντίδραση τῶν κομμουνιστῶν ἐναντίον του ἦταν ἄγρια καί ἀνελέητη. Δέν θέλουν νά τοῦ πάρουν τήν ζωή, ἀλλά θέλουν νά τόν σκοτώσουν πνευματικά, ἠθικά, ψυχικά. Θέλουν νά ἀναγνωρίσει εἰλικρινά ὅτι ἡ “ἀναμόρφωση” εἶναι ἔργο τῶν λεγεωναρίων καί ὄχι τῶν κομμουνιστῶν καί ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι μόνο ὁ ἀντιδραστικός. Θέλουν νά τόν πείσουν μέ κάθε θεμιτό καί ἀθέμιτο μέσον γιά νά πεῖ δέν εἶναι ἱερέας τοῦ Χριστοῦ ἀλλά ἐχθρός τοῦ λαοῦ. Ἀλλά αὐτό δέν μποροῦσε νά τό κάνει ὁ ἱερέας π. Γεώργιος Καλτσίου Δέν τό ἔκανε ἐλεύθερος, θά τό κάνει ἀναγκασμένος;
Πολλές φορές τόν βασάνισάν μέχρι νά πεθάνει καί πάλιν τόν ἐπανέφεραν στήν ζωή, μέ μιά ἀπαίτηση: νά πεῖ ὅτι εἶναι ἔνοχος. Εἶναι ἕνα θαῦμα πού τώρα ἔχει τρία χρόνια καί ἀντέχει στήν δεύτερη περίοδο τῆς “ἀναμόρφωσης”. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει περιορισμένες δυνάμεις ἀντοχῆς καί οἱ βίες πού τόν τυραννοῦν εἶναι πολύ μεγάλες. Ἀλλά στό κρατητήριο πού εἶναι αὐτός ζῆ μέσα στήν Χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὑπάρχει μέσα του τόση ἀγάπη ὥστε λειώνει ὅλες τίς ἔχθρες. Καί γιά νά φανεῖ πόση καλωσύνη ἔχει, οἱ ἐχθροί τόν χτυπᾶνε ἐνῶ αὐτός τούς ἀγαπᾶ. Ἔτσι καταδικάζονται μόνοι τους σέ ἕνα ἀφόρητο θυμό.
Ο ἱερέας Καλτσίου προσεύχεται γιά τούς ἐχθρούς του καί ἡ προσευχή του τούς καίει. Ἡ πίστη του ἀφανίζει κάθε πονηρό πνεῦμα καί ἡ ζωή του εἶναι μιά μαρτυρική παρουσία. Ὁ πατήρ Καλτσίου συγχωρεῖ γιά ὅλα τά βάσανα πού προσωπικά ἐπέρασε, ἀλλά καυτηριάζει τούς ἐχθρούς τῶν ἀνθρώπων, τούς ἐχθρούς τῆς ἀληθείας καί τοῦ Χριστοῦ. Θεωροῦμε ὅτι εἶναι μιά ἀπό ἐκεῖνες τίς πνευματικές κορυφές, λίγες στόν κόσμο, μέ τίς ὁποῖες ὁ Θεός ἐνεργεῖ στόν κόσμο γιά νά σωθεῖ ὁ κόσμος.
Οἱ κομμουνιστές βλέπουν στόν ἱερέα Καλτσίου τήν ἀπόδειξη τῆς ἀδυναμἰας τους. Αὐτός εἶναι ἕνα βαρύ πρόβλημα τοῦ διεθνοῦς κομμουνισμοῦ κι ἕνα λαμπρό παράδειγμα τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Ὅλοι οἱ κομμουνιστές τοῦ κόσμου φταῖνε γιά τά βάσανα τοῦ Καλτσίου, καθώς καί ὅλοι οἱ πιστοί καί οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ὀφείλουν εὐγνωμοσύνη στήν χάρη καί στό μαρτύριο του.
Γιά τούς κομμουνιστές ὁ Καλτσίου εἶναι ἕνας κίνδυνος, εἴτε εἶναι ζωντανός, εἴτε εἶναι νεκρός. Γι᾿ αὐτό καί δέν ξέρουν τί νά κάνουν: Νά τόν σκοτώσουν, νά τόν ἀναμορφώσουν ἤ νά τόν ἐλευθερώσουν. Φοβοῦνται τήν ἀποφυλάκισή του, ἀλλά θά ἔπρεπε νά φοβοῦνται περισσότερο τό μαρτύριο του. Ὅ,τι κι ἄν ἔγινε μέ τόν Καλτσίου, αὐτός θά παραμένει ἕνας μάρτυρας τοῦ Χριστιανισμοῦ καί μιά προσωπικότητα-σύμβολο τῆς ἀνθρωπότητας.
Ὁ ἱερέας Καλτσίου εἶναι καί ἕνα συγκλονιστικό παράδειγμα διχασμοῦ δύο κόσμων. Ἄφησε στό σπίτι του μιά σύζυγο καί παιδιά, οἱ ὁποῖοι κάνουν κι αὐτοί μαρτυρική ζωή. Ἄφησε ἕνα κενό στόν χριστιανικό Κλῆρο καί στήν ἀρετή τῆς ἀνθρωπιᾶς, ἀλλά ὅλα αὐτά εἶναι ἐλάχιστα σέ σύγκριση μέ τήν προσωπική του ταλαιπωρία. Αὐτός διάλεξε ν᾿ ἀκολουθήσει τόν δρόμο τῆς πιό ἱερῆς τρέλλας πού ἐμφανίσθηκε ποτέ στήν ἱστορία καί χωρίς τήν ὁποία δέν θά ἦταν δυνατή ἡ ἀναβίωση τοῦ Χριστιανισμοῦ. Σάν αὐτόν ἦταν πολλοί ἄνθρωποι, ἀλλ᾿ ὅμως δέν εἶχαν τήν δύναμη τῆς πίστεώς του καί περίμεναν θαυματουργικά τήν σωτηρία.
Δυστυχῶς ὅμως οἱ χριστιανοί ἔχασαν τήν ἔννοια τοῦ Σταυροῦ καί δέν εἶναι ἀλληλέγγυοι μέ τούς μάρτυρές τους. Αὐτοί οἱ χριστιανοί ἐγκατέλειψαν τήν πίστη, τόν ἡρωισμό, τήν τιμή, ἀλλά ἄν δέν ξυπνήσουν, θά πάθουν χειρότερα ἀπό τόν Καλτσίου. Ἄν οἱ χριστιανοί ἐγνώριζαν ὅτι καί οἱ ἴδιοι θά πρέπει φτάσουν στήν “ἀναμόρφωση”, θά εἰσέβαλλαν στήν φυλακή πού βασανιζότανὁ ἱερέας Γεώργιος Καλτσίου καί θά τόν ἀπελευθέρωναν.
Ἡ ἀνθρωπότητα θά ἔπρεπε νά μήν πανικοβάλλεται λόγῳ τοῦ καρκίνου, τῆς πείνας, τῆς μόλυνσης, τοῦ πολέμου ἤ ἀκόμη καί τῆς ὑποταγῆς, ἀλλά νά φρίττει καί νά ριψοκινδυνεύει τό πᾶν γιά νά μήν φτάσει στήν κατευθυνόμενη ἀπό τούς νόμους του ὑλισμοῦ συνείδηση. Ὅταν ἡ ἀνθρωπότητα καταλάβει ὅτι ὁ κομμουνισμός εἶναι ἀληθινός σατανισμός, τότε θά μπορέσει νά τόν καταστρέψει.
Ἄν οἱ ἄνθρωποι καταλάβαιναν, ἔστω καί περιωρισμένα, τήν ἁγιότητα καί τήν σημασία ἑνός ἀνθρώπου, σάν τόν ἱερέα Καλτσίου, θά ἔκαναν τίς ἀπαραίτητες παραστάσεις γιά νά σώσουν τήν ζωή του. Ἀλλά οἱ χριστιανοί τόν ὑπερασπίσθηκαν μόνο πλατωνικά, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι δέν πιστεύουν αὐτά πού γίνονται. Ἀλλά ὁ ἱερέας Καλτσίου ἔγινε ἀκόμη μεγαλύτερος, ἀφ᾿ ὁτου ἐγκαταλείφθηκε ἀπό ὅλους.
Αὐτός ὁ ἐμπνευσμένος ἱερέας τοῦ Χριστοῦ, ό ὁποῖος ἔχει τό χάρισμα τοῦ λόγου καί μιά βαθειά ἱεραποστολική συνείδηση, εἶναι σύμβολο τοῦ μαρτυρίου, ἀπόδειξη τῆς ἀνθρωπιᾶς, νίκη τῆς ἐλευθερίας διά τῆς θυσίας. Δέν εἶναι θῦμα τῶν κομμουνιστῶν καί τῶν ὑπηρετῶν τους, πού ἦταν ὁ ὑψηλός ρουμανικός Κλῆρος. Αὐτοί οἱ τελευταῖοι ἔχουν μιά εὐθύνη, ἡ ὁποία δέν μπορεῖ εὔκολα νά συγχωρεθεῖ.
Σήμερα ἐπῆγα στό Πατριαρχεῖο γιά τήν Θεία Λειτουργία. Ἐκεῖ γίνεται ἕνα θαῦμα καί γι΄ αὐτόν τόν λόγο πάω συχνά ἐκεῖ καί βλέπω πολλούς ἀνθρώπους πού εἶναι ἐμπνευσμένοι ἀπό τά πιό ἱερά συναισθήματα καί πόθους. Πέρα ἀπό τίς ἱερές Ἀκολουθίες, οἱ ἄνθρωποι πού εἶναι ντυμένοι μέ ἀρχιερατικά ἄμφια δέν ἀξίζουν οὔτε τήν ἐμπιστοσύνη, οὔτε τόν σεβασμό, οὔτε τό χρῆμα πού τούς προσφέρουν οἱ χριστιανοί. Καί δέν σκέφτομαι πρῶτα τίς προσωπικές τους ἁμαρτίες, ἀλλά τό θλιβερό γεγονός ὅτι αὐτοί οἱ ἴδιοι ἐφαρμόζουν στήν Ἐκκλησία τίς ἀθεϊστικές διαταγές τοῦ Κομμουνιστικοῦ Κόμματος.
Οἱ ναοί παρέμειναν ἀνοιχτοί, ἀλλά ἕνας μεγάλος ἀριθμός ἱερέων καί μοναχῶν εἶναι ἤδη φυλακισμένοι, βασανισμένοι καί ἐμπαιγμένοι. Ὁ Χριστιανισμός ὑπάρχει μόνο ἐντός τοῦ ναοῦ καί ὁ ἱερέας ἐπιτρέπεται νά ἐνεργεῖ μόνο στό ἱερό βῆμα. Δέν ἐπιτρέπεται καμμιά πνευματική, μορφωτική, κοινωνική δρᾶση ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἐνῶ οἱ οἰκονομικές καί πολιτικές δραστηριότητες ἀνήκουν ἀπόλυτα στό Κομμουνιστικό Κόμμα. Δέν γίνονται ἐμπνευσμένες ὁμιλίες παρά μόνο συνηθισμένες καί εὐκαιριακές. Δέν ὑπάρχει μέσα στήν κοινωνία τῶν χριστιανῶν κάτι πού θά τρομοκρατήσει τούς ἀθέους ἄρχοντες. Γιά τήν ὀργάνωση τῶν ἐνοριῶν δέν τολμᾶ κανείς οὔτε νά σκεφθῆ. Οἱ ἱερεῖς πού τολμοῦν νά κατηχήσουν τά παιδιά κινδυνεύουν νά διωχθοῦν πρῶτα ἀπό τούς ἐπισκόπους καί ὕστερα ἀπό τήν Ἀσφάλεια τοῦ Κράτους. Ἄλλοι ἱερεῖς πού δοκίμασαν μιά παρόμοια δραστηριότητα μέ τήν Χριστιανική Κίνησι «Ὁ στρατός τοῦ Κυρίου», μέ χριστιανικά τραγούδια καί μικρές συνάξεις κατηγορήθηκαν γιά ἠλίθιοι καί συνελήφθηκαν.
Οἱ ἱερές μονές χτυπήθηκαν ἀνελέητα. Οἱ περισσότεροι καλόγεροι διώχθηκαν καί ἀπαγορευόταν ὁ ἐρχομός ἄλλων νεωτέρων. Παρέμειναν μόνο μερικοί ἡλικιωμένοι καλόγεροι, ἔτσι πού σέ 30-40 χρόνια αὐτές νά ἐρημώνονται. Μερικές ἔγιναν ἱστορικά μνημεῖα καί δαπανήθηκαν ἀπό τό κράτος πάρα πολλά χρήματα γιά νά παλινορθωθοῦν. Ἔτσι τοῖχοι κτίζονται καί ἀνακαινίζονται, ἀλλά οἱ μοναχοί διώκονται ἤ ὅσοι μένουν περιορίζονται μόνο στίς ἀκολουθίες τους.
Ὁ σκοπός τῶν μοναστηριῶν σάν ἑστιῶν ὀρθοδόξου πνευματικότητας ἀπηγορεύθηκε. Ἐάν στό παρελθόν ἠ Ἐκκλησία εἶχε συνολικά τό φορτίο τῆς εὐθύνης γιά τόν πνευματικό πολιτισμό, τώρα οἱ ἐκτυπώσεις παλαιῶν βιβλίων εἶναι λίγες καί δέν ἐπιτρέπεται νά τά μοιράζει δημόσια στά σχολεῖα ἤ νά τά παρουσιάζει στήν τηλεόραση, οὔτε σέ μιά θεατρική παράσταση, οὔτε δημοσιεύσεις σέ μιά ἐφημερίδα. Μερικά θεολογικά περιοδικά δέν ἔχουν μεγάλη κυκλοφορία παρά μόνο στόν κύκλο τῶν ἱερέων. Ἐνῶ τά βιβλία, ὅπως Φιλοκαλία, Δογματική, Χριστιανική Ἠθική κυκλοφοροῦν ἐλάχιστα καί στά κρυφά.
Οἱ ἄνθρωποι γνωρίζουν ὅλο καί λιγότερα περί τῆς πίστεως καί ἐν τούτοις οἱ ναοί γεμίζουν ἀπό πιστούς οἱ ὁποῖοι, παρακινούμενοι ἀπό τα βαθειά ἐλατήρια τῆς ψυχῆς, νοιώθουν τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, διότι στό ἱερό βῆμα ὁμιλεῖται ἀκόμη μιά διαφορετική γλώσσα ἀπό τήν ἐπίσημη ἀθεϊστική. Λοιπόν, οἱ ἄνθρωποι ψάχνουν, ἀλλά οἱ ἱερεῖς δυστυχῶς δέν εἶναι ἀντάξιοι τῶν περιστάσεων.
Ὅπως δέν εἶναι δυνατή ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου χωρίς τήν θεϊκή χάρη καί τήν συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου, ἔτσι καί ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά εὐλογεῖ μόνο χωρίς νά δίνει στόν χριστιανό ἁγιασμό. Αὐτή ἡ ἀδυναμία εἶναι παλαιά στήν Ὀρθοδοξία καί στόν αἰῶνα μας ἐκδηλώθηκε ἄμεσα.
Σήμερα θά πρέπει ὅλος ὁ κόσμος νά τιμᾶ καί νά προσκυνεῖ τούς ἁγίους μάρτυρες καί ὁμολογητές πού τούς ἀνέδειξε ὁ μαρξιστικός-λενινιστικός διωγμός. Κανένας διωγμός μέσα στήν ἱστορία δέν παρουσίασε τήν ἔνταση, τό μῖσος καί τήν τρομοκρατία τοῦ μαρξιστικου διωγμοῦ. Ἐδῶ ὁ ψυχικός καί κοινωνικός θάνατος ἐφαρμόζονται μηχανικά καί ἐπιστημονικά. Τίποτε, οὔτε ὁ θάνατος δέν εἶναι χειρότερος ἀπό τήν ἀθεϊστική-μαρξιστική σκλαβιά. Ἄν καταλάβαινε ἡ ἀνθρωπότητα ὅτι αὐτό τό κακό εἶναι πελώριο, θα εἶχε τήν δύναμη νά τό καταστρέψει.
Ὅταν ὁ π. Καλτσίου ἀποφυλακίσθηκε, ἀναγκάσθηκε ἀπό τό καθεστώς νά ἐγκαταλείψει τήν Ρουμανία καί ἐγκαταστάθηκε στήν Ἀμερική. Ἐκεῖ, πλήρης ὄχι μόνο στόν νοῦ καί ὑγιής στό σῶμα, άλλά καί πλήρης Πνεύματος Ἁγίου ἀπολύμανε τήν ρουμανική ἐνορία τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, κοντά στήν Οὐάσιγκτων. Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2006 ἐπανῆλθε στήν Ρουμανία μέ εἰρηνική συνείδηση, ὅπου καί τόν ὑποδέχθηκαν οἱ ἄνθρωποι. Ἦλθε στόν τόπο, ὅπου ἦταν θαμμένοι οἱ θησαυροί ἑξῆντα χρόνων μέ βάσανα καί πνευματικές δραστηριότητες. Δύο μῆνες ἀργότερα, ἀπό τήν ἡμέρα τῆς ἐπιστροφῆς του, μετά ἀπό μία δοκιμασία, ἡ Κυρία Θεοτόκος τόν ἐπῆρε στούς οὐρανούς, τήν ἡμέρα ἑορτῆς τῶν Εἰσοδίων της, τήν 21ην Νοεμβρίου. Τό πολύπαθο σῶμα του ἐνταφιάσθηκε, ὅπως τό ἐπιθυμοῦσε καί ὁ ἴδιος στό κοιμητήριο τῆς Μονῆς Πέτρου Βόδα τοῦ νομοῦ Νεάμτς. Ὁ Θεός νά τόν ἀναπαύσει μαζί μέ τούς ἁγίους του κι ἐμᾶς νά μᾶς ἐλεήσει μέ τίς εὐχές του.
Ὁ πατήρ Γεώργιος Καλτσίου εἶναι ἐκεῖνος πού ὡμολόγησε ἐλεύθερα τόν Χριστό καί παρέμεινε ὁ μεγαλύτερος καί ὁ πιό ἀκαταμάχητος μάρτυρας τοῦ συγχρόνου Ὀρθοδόξου Χριστιανισμοῦ.
Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ
Δέν πρέπει νά συγχέουμε τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μέ τόν Κλῆρο. Ὁ πατριάρχης Ἰουστινιανός συνέβαλλε στήν ἐγκαθίδρυση τοῦ ἀθεϊσμοῦ, ἐνῶ ὁ πατριάρχης Ἰουστῖνος συμβιβάστηκε στήν δουλεία τοῦ κομμουνισμοῦ. Ὁ Κλῆρος εἶναι τόσο πολύ ἐξαρτημένος ἀπό τόν ἀθεϊσμό, ὥστε ἀναγκάζεται νά τόν ὑπηρετεῖ. Ἡ ἐπίσημη Ἐκκλησία εἶναι μία ὑπηρέτρια στήν ἐξουσία τοῦ ἀθεϊστικοῦ κράτους. Σ᾿ αὐτές τίς περιπτώσεις ἡ Ἐκκλησία εἶναι προφανῶς ὁ λαός, ὁ λαός πού πιστεύει, πού θυσιάζεται, πού πολεμᾶ καί ὑποφέρει.
Μεταξύ τῶν ἐπισκόπων καί τοῦ λαοῦ ὑπάρχει πλήρης διχασμός. Αὐτοί ζοῦν ἔξω ἀπό τήν ψυχή τοῦ χριστιανοῦ. Αὐτοί ἀποτελοῦν τήν κρατική ἀφρόκρεμα. Ἐμεῖς πιστεύουμε στήν Χάρη τήν ὁποία φέρουν, ἀλλά δέν πιστεύουμε αὐτούς ὅτι εἶναι ἄνθρωποι. Ὁ λόγος τους δέν μπαίνει στίς ψυχές μας, διότι ἔχει πολιτική ὀσμή. Αὐτοί νομίζοντας ὅτι μ᾿ αὐτό τόν τρόπο ἀποκτοῦν ἐλευθερία τῆς πίστεως, ἀλλά ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι τό μεγαλύτερο ἔργο τους, κατευθύνεται ἀπό τό ἀθεϊστικό καθεστώς.
Μέ αὐτούς εἴτε χωρίς αὐτούς ἡ πίστη θά ζήσει. Ἔστω καί διωκομένη ἡ πίστη θά ζήσει καί ἀπόδειξη εἶναι οἱ ἅγιοι καί μάρτυρες τῶν φυλακῶν. Αὐτοί ὅμως δέν ἀντιλαμβάνονται τήν πίστη μέσα ἀπό τήν θυσία, ἀλλά ἀπό τήν δουλοπρέπεια. Ἡ διχόνοια εἶναι παλιά σ᾿ ἐμᾶς, διότι ὁ ἀνώτερος Κλῆρος εἶναι ἀπό παλιά πολιτικοποιημένος ἀπό τίς κυβερνήσεις ὅλων τῶν ἀποχρώσεων.
Ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά παραμείνει πιστή στόν Χριστό καί στόν λαό-σ᾿ αὐτούς τούς δύο στύλους πρέπει Αὐτή νά πορεύεται. Πρέπει νά εἶναι ἀνεξάρτητη ἀπό τό κράτος καί ἑνωμένη μέ τόν λαό. Δέν πρέπει νά μπαίνει στήν κρατική ἐξουσία, οὔτε νά ἔχει μία κρατική ὀργάνωση-ἡ τελειότητά της εἶναι μόνο στήν προσφορά της πνευματικότητας καί ὄχι νά ἀσχολεῖται μέ τά κυβερνητικά θέματα. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι τελείως ξένη ἀπό τήν πολιτική, διότι σκέπτεται καί ἐκφράζεται «πολιτικά»κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ «πολιτική»τοῦ Θεοῦ πρέπει νά κυβερνᾶ τόν κόσμο πνευματικά.
Τώρα περισσότερο ἀπό ἄλλοτε, ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά ταυτίζεται μέ τόν προορισμό τοῦ κόσμου καί νά ἀπέχει κατηγορηματικά ἀπό τίς πλάνες. Πρέπει νά εἶναι δυναμική γιά νά ἐπηρεάζει τήν κρατική καί οἰκονομική ἐξουσία ἤ ὅποια ἄλλη ἐξουσία, τήν ὁποία δέν πρέπει νά ὑπηρετεῖ ὁ λαός. Ἡ Ἐκκλησία πού δέν ὑπηρετεῖ τόν λαό, δέν εἶναι πλέον τοῦ Χριστοῦ. Ἐνῶ ὁ λαός πρέπει νά ζῆ μέσα στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας τόσο μέ τήν πνευματική του ζωή, ὅσο καί μέ τήν ἠθική, πολιτιστική, διδακτική, κοινωνική καί οίκονομική.
Πιστεύουμε στήν μεγαλειώδη δύναμη τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι τό μυστικό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἐμεῖς πολλές φορές κοινωνήσαμε τήν Χάρη του στίς φυλακές, στούς ἐκτοπισμούς, στά βάσανα καί μπροστά στόν θάνατο. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ μέγας διωγμένος, φυλακισμένος καί σταυρωμένος. Ὁ Χριστός εἶναι πού θά νικήσει, θά ἐλευθερώσει καί θά ἐπαναφέρει τόν κόσμο στήν Ἐκκλησία του, μέσῳ τῶν ἐκλεκτῶν Του καί τῶν μαρτύρων Του. Ὁ Χριστός ἔχει ἀνάγκη ἀπό «χριστούς», οἱ ὁποῖοι θά φέρουν τό μήνυμα τοῦ Σταυροῦ στόν σημερινό κόσμο, γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Δόξα στόν Κύριο!
Ἐμεῖς εἴμαστε φορεῖς τοῦ χριστιανικοῦ μηνύματος, τοῦ Σταυροῦ καί τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ. Πιστεύουμε στό ἀλάθητο τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά διακρίνουμε μεταξύ τοῦ ἀλαθήτου δόγματος καί τοῦ κηρυγματικοῦ λόγου ἤ τῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας. Πιστεύουμε ὅτι τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας δέν τίθενται στήν τράπεζα τῶν συζητήσεων. Ζοῦμε ἀπό τήν Ζωοδόχο Πηγή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ ὁποίου προσπαθοῦμε νά γίνουμε φορεῖς καί κατόπιν νά τό μεταφέρουμε στόν κόσμο.
Ἔκαμα αὐτές τίς διευκρινίσεις δεδομένου ὅτι ἐμεῖς ἔχουμε νά δώσουμε μία μεγάλη μάχη μέσα στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Πρῶτα ὁ Κλῆρος καί μετά ὅλοι ἐμεῖς πού ἐκπροσωποῦμε τήν δύναμη τῆς Ἐκκλησίας, διότι συμβάλλουμε μέ τήν προσωπική μας συμμετοχή καί ἐμπειρία στήν ὅσο τό δυνατόν χριστιανοποίηση τοῦ κόσμου. Ὁ Κλῆρος καί οἱ λαϊκοί χριστιανοί τοῦ 20ου αἰῶνα εὑρέθησαν ἀπροετοίμαστοι γιά τόν ἀγῶνα στόν ὁποῖον εἰσῆλθαν, δεδομένου ὅτι ἔχουν ἐγκαταλείψει τό εὐαγγελικό μήνυμα.
Ἐάν αὐτοί ζοῦσαν σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, δέν θά ὑπῆρχαν τά αἴτια πού προκάλεσαν τήν κρίση σ᾿ αὐτόν τόν αἰῶνα. Ἄφησαν τά γεγονότα νά πορεύωνται σύμφωνα μέ τήν θέληση τῶν περιστάσεων, ὁπότε δίκαια καί οἱ μαθητές τοῦ σατανᾶ ἔγραψαν τήν δική τους ἱστορία καί ἐκτύπησαν τήν Ἐκκλησία.
Ἡ ἐσχατολογική πορεία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἑρμηνεύθηκε λανθασμένα ἤ καί ὑποκριστικά, ἔτσι ὥστε ὁ Χριστιανισμός νά μή ὑπηρετεῖ τόν λαό, ἀλλά νά τόν ἀφήνει στά χέρια τῶν ἀπίστων, οἱ ὁποῖοι καί ἐστράφησαν ἐναντίον του. Ἐπίσης ἡ πίεση πού ἔγινε ἐπάνω στήν ἀτομική χριστιανική ζωή, εἶχε σάν ἀποτέλεσμα τήν ἀπουσία τοῦ μηνύματος στήν χριστιανική Κοινότητα, στήν ζωή καί στόν χριστιανικό κόσμο.
Ὁ Χριστός ἐργάζεται μέσῳ τῶν χριστιανῶν καί ἐάν οἱ χριστιανοί δέν ἐκπληρώνουν τίς ὑποχρεώσεις τους, Αὐτός ἀνυψώνει ἄλλους νά Τόν ἐκπροσωπήσουν, διότι μπορεῖ ἀκόμη καί ἀπό τίς πέτρες νά κάνει μάρτυρες...
Διά μέσου τῶν αἰώνων ἡ Ἐκκλησία ἀντιπροσωπεύθηκε στήν ἱστορία της τόσο ἀπό τόν ἀνώτερο Κλῆρο, τήν ἀφρόκρεμα, ὅσο καί ἀπό τόν χριστιανικό λαό, διότι ἡ δύναμη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ λαϊκές μάζες, ἀλλά τό φύραμα τῶν λαϊκῶν μαζῶν εἶναι ὁ ἀνώτερος Κλῆρος.
Μέσα στόν 20ον αἰῶνα θραύεται καί πάλι ἡ ἱστορία σέ πολλά ἐπίπεδα καί πολλά κρατίδια. Ἡ κρίση αὐτή ἔφθασε στό ἀπόγειό της καί οἱ ἄνθρωποι ἐπιθυμοῦν νά συναντηθοῦν καί πάλι μέ τόν Θεό. Μέ τήν φωτιά τῶν διωγμῶν ὁ κόσμος καθαρίζεται ψυχικά καί ἐπιστρέφει στόν Χριστό. Ἡ Ἐκκλησία τήν περίοδο τοῦ κομμουνισμοῦ φαίνεται μηδαμινή, ἀλλά ἡ ἐξουσία της εἶναι τεράστια, τήν στιγμή πού ἡ δυτική χριστιανωσύνη ἐπιβάλλεται δικτατορικά πρός τά ἔξω, ἀλλά κατά βάθος εἶναι ὀργανωμένη καί ἐπιβλητική. Ἡ ταλαιπωρία της εἶναι φοβερή, ὅμως ἀπό τό ἄλλο μέρος ἡ παρουσία της παίζει ἕνα πνευματικό ρόλο: Εἶναι ἡ δυνατότητα ἁγιασμοῦ τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν.
Ζοῦμε σέ μιά πλήρη θρησκευτική ἀναγέννηση, πού προέρχεται ἀπό τίς ζωντανές ἐμπειρίες τῶν φυλακῶν, ὅπου ὑποφέραμε τά πάνδεινα. Μᾶς ἐχρειάζοντο καί ἄλλα ἀκόμη χρόνια βασάνων γιά νά φανεῖ διαυγέστερα στήν μορφή μας ἡ Μορφή τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί μοναδικοῦ Σωτῆρος τοῦ κόσμου.
Ἡ γνῶση καί ἡ τεχνολογία ἀποδεικνύουν ὅτι μποροῦν νά κτίζουν μέ λίγες δυνάμεις πυραμίδες καί οὐρανοξύστες. Οἱ ἐμπνευστές τοῦ πνεύματος δείχνουν ὅτι εἶναι πολύ δύσκολο νά κτίσουμε ἕνα νέο κόσμο, μία δική μας κοσμοθεωρία γιά τήν ζωή. Ὁ ἐπαναπροσανατολισμός τῆς ἀνθρώπινης σκέψεως, ἡ ἐπανεύρεση τῶν πραγματικῶν νόμων τῶν ἀξιῶν καί ἡ νεκρανάσταση τῶν ἱερῶν πνευματικῶν ἐπιδιώξεων τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τό πιό μακροχρόνιο, τό πιό δύσκολο καί τό πιό ἐπίπονο ἀνθρώπινο ἔργο. Ἀλλά μέ τόν Θεό τά πάντα εἶναι δυνατά.
Ὁ Θεός εἶναι ἡ πραγματικότητα ἡ ὁποία γεμίζει ἀναμφίβολλα μέ ἐλπίδα τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου τοῦ 20ου αἰῶνα. Δέν μποροῦμε νά συνεχίσουμε τήν ζωή μας χωρίς τόν Θεό.
ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ
Πνευματικές σκέψεις
τοῦ Ἰωάννου Ἰανωλίδε περί τῆς ἐν Χριστῶ ζωῆς
Ἡ φύση, ἡ ζωή, ὁ κόσμος, ἡ ἱστορία δέν ἔχουν κανένα νόημα καί σκοπό χωρίς τόν Θεό. Ἐπίσης, ὁ πολιτισμός, ἡ πολιτική, ἡ δικαιοσύνη, ἡ κοινωνική καί οἱκονομική τάξη δέν ἔχουν ἄλλο προορισμό παρά τήν διαβίωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Ἀπό τίς μόνιμες καί αἰώνιες συντεταγμένες τοῦ ἀνθρώπου μέχρι καί τίς ἐλάχιστες ἐκδηλώσεις του, ὅλες πρέπει νά προσανατολίζονται, με βαθειά καί ρεαλιστική σοφία, πρός τήν κοινωνία μέ τόν Θεό.
Γι΄ αὐτόν τόν σκοπό ἡ Ἐκκλησία μᾶς προσφέρει μιά μέθοδο: τήν προσευχή. Ἡ προσευχή εἶναι ὁ πυρήνας τῆς πνευματικής ζωῆς, εἶναι ἡ συνομιλία μέ τόν Θεό ἤ καλύτερα, ἡ συμβίωση μέ τόν Θεό. Οὐσιαστικά, λοιπόν, ἡ προσευχή, εἶναι ὁ ἀνθρώπινος τρόπος ἄμεσης ἐπικοινωνίας μέ τόν Θεό, πού πηγάζει ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἀναγκαιότητα τοῦ ἀπολύτου. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά προσεύχεται βλέποντας, δουλεύοντας ἤ μιλώντας.
Κάποτε ὁ ἄνθρωπος ἔψαχνε τόν Θεό ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του. Διά τῆς Χάριτος, ὅμως, ἡ συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό γίνεται στήν καρδιά του, στόν ἑαυτό του. Βρίσκοντας τόν Θεό μέσα του, ὁ ἄνθρωπος φθάνει στήν θέωση.
Ἄν ὁ Θεός εἶναι παρών σέ πάντα καί ὑπέρ πάντα, τότε πρέπει νά βρεθεῖ ἡ θεϊκή τάξη στήν ζωή, στόν κόσμο καί στήν ἱστορία. Τά προβλήματα τῆς πίστεως δέν εἶναι ἁπλά καί περιττά, ἀλλά ἀπαιτοῦν τήν πιό καλή γνώση, μελέτη καί κρίση τῆς ζωῆς καί τοῦ κόσμου, τῆς φύσης καί τοῦ ἀνθρώπου. Συγκεκριμένα ἡ προσευχή εἶναι ἕνα εἶδος γνώσης. Τόσο ὁ ἁπλός ἄνθρωπος, μέ τήν φυσική του διανόηση, ὅσο καί ὁ ἐπιστήμονας μέ τίς πλούσιες του γνώσεις του εἶναι καλεσμένοι νά τελειοποιοῦν τήν προσωπικότητά τους διά τῆς θρησκευτικῆς ἐμπειρίας. Τά φωτισμένα πνεύματα τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα γυρίζουν πρός τόν Θεό καί, πέρα ἀπό τήν διαλεκτική τους σκέψη καί τήν μελέτη, προσεύχονται.
Ἡ προσευχή, λοιπόν, εἶναι τό ὑπέρτατο φῶς τό ὁποῖο μπορεῖ νά διεισδύει στήν συνείδηση καί στήν γνώση τοῦ ἀνθρώπου: τό ἄκτιστο φῶς. Φῶς, δύναμη, ἐνέργεια ἔχουμε καί στήν δημιουργία, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι εὐχαριστημένος χωρίς τό ἄκτιστο φῶς, τό ὁποῖο ἀνταποκρίνεται στήν ἀναγκαιότητά του γιά αἰωνιότητα καί στίς ἐπιδιώξεις του γιά νά βιώσει ἐσωτερικά μέ τόν Θεό. Ἡ ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου δέν μπορεῖ νά ἀναμορφώσει τόν ἄνθρωπο χωρίς τήν θεϊκή χάρη. Γι᾿ αὐτό ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά γίνει θεοφόρος.
Αὐτή ἡ ἄποψη δέν εἶναι τό ἀποτέλεσμα κάποιων ἀναγνωσμάτων, οὔτε μιᾶς περιόδου ἡσυχίας στήν ἐρημιά. Τήν ἀπέκτησα σάν ἀποτέλεσμα μιᾶς μαρτυρικῆς ζωῆς, στήν ὁποία καταβλήθηκαν ἀπό τήν ψυχή μου μερικές πραγματικές καί ἀναμφισβήτητες ἀπαντήσεις, καθώς καί μιά ὑπεράνθρωπη προσπάθεια καί δύναμη αὐτοθυσίας. Μιλᾶμε ἀπό τό πύρινο κέντρο τῆς θλίψης, ἀπό τήν φλογερή δοκιμασία τῆς πίστεως, ἀπό τήν λεπτή παλάντζα μεταξύ ζωῆς καί θανάτου. Ἡ ἐμπειρία μας σάν ἄνθρωποι μᾶς ἔμαθε νά προσευχόμαστε.
Στίς φυλακές κατά τά ἔτη 1941-1944 ἡ πίστη μας ἔψαχνε τό πνευματικό της ρεῦμα. Ἀπό τήν ἀρχή θεωρήσαμε τήν φυλακή σάν εὐκαιρία μαρτυρίου διότι, παρόλο πού ἐμεῖς μέχρι τότε εἴχαμε μία χριστιανική κυβέρνηση, ὅμως ἀρνούμασταν τήν πιστότητά της καί προσπαθούσαμε νά ἤμαστε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἀληθινοί χριστιανοί. Ξεκινήσαμε ἀπό τήν πίστη μας στόν Θεό, ἀλλά δέν τήν ξέραμε ὅμως βαθειά. Ἀναγνωρίζαμε τήν αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ἀναζητούσαμε τό νέο. Μελετήσαμε τά πιό ἔγκριτα ἔργα τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἱερᾶς Παράδοσης καί τελικά ἐπικεντρωθήκαμε κυρίως στήν ἁγία Γραφή καί ἰδιαίτερα στήν Καινή Διαθήκη. Ἡ ἀνάγνωσή τους κατέληξε σ΄ ἕναν μεγαλύτερο διωγμό καί ἑπομένως σέ μιά ἐμβάθυνση τῆς ἐσωτερικῆς μας ζωῆς.
Ἡ φυλακή μᾶς πρόσφερε πρῶτον τήν δοκιμασία τῆς πίστεως, δεύτερον συνθῆκες ἡσυχίας, ἄσκησης καί περισυλλογῆς, πού ἦταν ἀναγκαίες γιά τήν πνευματική ζωή. Τό κρατητήριο ἦταν καί κελλί καί ρωμαϊκή παλαίστρα, ὅπου τά θηρία ξέσχιζαν τούς χριστιανούς. Ἡ ἐξέταση τῆς συνείδησης καί ἡ ἐσωτερική κάθαρση μέσῳ τοῦ Ἱεροῦ Μυστηρίου τῆς Ἐξομολογήσεως μᾶς ξεκαθάρισαν τόν νοῦ γιά τήν χριστιανική κατανόηση τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου, ἐνῶ ἡ ἕνωση μέ τόν Χριστό στήν Θεία Εὐχαριστία μᾶς ἔδωσε τήν χαρά τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ μέσα μας. Καταλαβαίναμε ὅτι γιά νά εἶσαι χριστιανός χρειάζεται μιά ἀπόσταση ἀπό ὅλες τίς ἀπασχολήσεις τοῦ κόσμου μέχρι πού ὁ ἄνθρωπος νά γίνει τοῦ Χριστοῦ καί νά φτάσει νά σκέφτεται καί νά ἐνεργεῖ δι΄ Αὐτοῦ.
Σ᾿ αὐτές τίς συνθῆκες ἀρχίσαμε τήν ἄσκηση τῆς νοερᾶς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ. Τό ἔτος 1942 μπῆκαν στήν φυλακή δύο σχετικές πραγματεῖες περί τοῦ Ἡσυχασμοῦ, πού τίς ἔγραψε ἕνας πολύ μορφωμένος παντρεμένος ἱερέας, ἀλλά δέν ἀσκοῦσε ὁ ἴδιος τήν προσευχή αὐτή. Μετά ἔφτασε σ᾿ ἐμᾶς τό βιβλίο:Περιπέτειες ἑνός Προσκυνητοῦ, γραμμένο ἀπό ἕναν ρῶσο ἀνώνυμο σέ μιά ὡραία μορφή, μέ λαϊκή ἐμφάνιση, τό ὁποῖο ἦταν μιά καλή εἰσαγωγή στήν ἄσκηση τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Αὐτό τό βιβλίο θα εἶναι τό πρῶτο μας ἐγχειρίδιο.
Ἡ προσευχή πού λέγαμε: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ Θεοῦ, ἐλέησόν με, τόν ἁμαρτωλό – ἦταν σύντομη καί ἔντονη. Οἱ πρῶτες πέντε λέξεις ἀποτελοῦν τό φλογερό ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, Τόν ὁποῖον ἐπικαλούμαστε καί τόν φέρνουμε μέσα μας, ζώντας μαζί Του. Τό δεύτερο μέρος τῆς προσευχῆς παρομοιάζει τόν ἄνθρωπο μέ τήν στάση του σάν ναό τοῦ Θεοῦ, ταπεινό καί εὐτυχή, ὑπάκουο στόν Θεό μέχρι θανάτου. Λοιπόν, ἐδῶ ἐκφράζεται μέ λίγα λόγια ἡ σχέση καί ἡ κοινωνία μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου!
Ἐσωτερικά χρειάζεται μιά ἀπόλυτη ἡσυχία καί τήν ἐκδίωξη ὅλων τῶν ἀπασχολήσεων, γιά νά μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νά συγκεντρώνεται μονάχα στά λόγια τῆς προσευχῆς. Ἡ προσοχή τοῦ νοῦ πρέπει νά προσανατολίζεται στόν ἑαυτό μας. Ἀνακαλύπτοντας τόν ἐσωτερικό του κόσμο, ὁ ἄνθρωπος δέν πρέπει νά σταματήσει σ΄ αὐτόν, ἀλλά νά συγκεντρώνεται στήν προσευχή, ψάχνοντας τόν Θεό μέσα του. Ὁ ζῆλος πρέπει νά εἶναι ἀκατάβλητος καί γεμᾶτος ἐλπίδες, διότι εἶναι πολλοί οἱ πειρασμοί καί τά ἐμπόδια πού ἀντιστέκονται.
Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα ἡ προσευχή πρέπει νά εἶναι πόθος καί ἀμέτρητη ἀγάπη γιά τήν ἕνωση μέ τόν Χριστό, διότι ἀλλιῶς δέν εἶναι δυνατή καμμιά προσπάθεια. Ὅταν προσεύχεται, ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά πεθάνει γιά τόν Χριστό γιά νά βιώσει Αὐτόν καί ὅταν ἡ προσευχή του εἶναι ἀδιάκοπτη, τότε θά εἶναι πάντα ζωντανός ἐν Κυρίῳ, ὁ ὁποῖος θά τοῦ δώσει εἰρήνη στήν ψυχή, θά τοῦ φωτίσει τήν συνείδηση, θά γεμίσει μέ σοφία τόν λόγο του καί θά τοῦ παρίσταται στήν ζωή.
Ἐπειδή στήν ἀρχή ὁ ἀγώνας τοῦ προσευχομένου εἶναι δύσκολος, εἶναι ἀναγκαῖο ἀπ᾿ αὐτήν τήν ἀρχή νά ἐμπιστευόμαστε στό ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο θ᾿ ἀναλαμβάνει τήν δράση μέχρι τό τέλος της. Τό Ἅγιο Πνεῦμα κατοικεῖ μέσα μας διά τοῦ Μυστηρίου τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί, καθόσον ἐμεῖς ὑπακούσουμε σ΄ Αὐτό, ὁ ἴδιος ἐνεργεῖ καί ὁ ἄνθρωπος γίνεται θεοφόρος. Χρειάζεται καί ἕναν ἔμπειρο Πνευματικό, ὁ ὁποῖος νά μᾶς ὁδηγεῖ πρός τόν Θεό καί ἐμεῖς νά τοῦ κάνουμε ὑπακοή.
Στήν προσευχή τό σῶμα νά εἶναι καθαρισμένο ἀπό τά πάθη καί σέ μιά θέση ἐγρήγορσης. Ἡ πιό προσεκτική ἀγρυπνία εἶναι νά εἶσαι καθισμένος, μέ τό κεφάλι λίγο γερμένο στό στῆθος, μέ τά μάτια σχεδόν κλειστά, προσπαθώντας νά ἀντιληφθεῖς τούς χτύπους. Ἡ προσοχή δέν πρέπει νά συγκεντρωθεῖ καί νά παρακολουθήσει ἕνα ὄργανο, οὔτε ἕνα σύμβολο, οὔτε μιά εἰκόνα, ἀλλά μόνο τό πνεῦμα, τήν ψυχή, τά ἐντός μας, τελικά τόν Θεό.
Μέσα του ὁ προσευχόμενος ἄνθρωπος ἀνακαλύπτει ἕναν ἐκτεταμένο καί ἀνήσυχο κόσμο, πού ἀποτελεῖται ἀπό λογισμούς, ἰδέες, σχέδια, ὁράματα, ἐπιθυμίες, συναισθήματα, ἔνστικτα, πάθη, πόθους, ἐπιδιώξεις, φόβους, ἀνάγκες, ἰδανικά κτλ. Ὅλα κινοῦνται, σ΄ ἕνα παιχνίδι ἀντιφατικῶν δυνάμεων, σέ μιά ξέφρενη σύνθεση.
Σ᾿ αὐτήν τήν πραγματικότητα – ὁ ἑαυτός του – ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά σφάλει, ἄν δέν ὑποκύψει ἀπό τήν ἀρχή, μέ ἕνα συναίσθημα ἀνικανότητας. Γι΄ αὐτό ἡ προσευχή, στήν πρώτη της φάση, εἶναι μιά ἄσκηση ἀγώνα καί δυνατῆς πίστεως. Σ᾿ αὐτήν τήν φάση ὁ Θεός ἐμφανίζεται ἀληθινά, ἀλλά ἄφαντος καί ἀπόμακρος. Τό αἴσθημα τῆς ὕπαρξής Του δίνει, ὅμως, τήν ἀπαραίτητη δύναμη γιά τόν ζητούμενο ἀγώνα. Ἄν μερικές φορές ἡ προσευχή πάει εὔκολα, τίς περισσότερες φορές φθάνει στήν βαθειά ἐσωτερική ἡσυχία. Δέν πρέπει ποτέ να παραιτηθεῖς ἀπό τήν προσευχή, ἔστω κι ἄν σοῦ φαίνεται ὅτι εἶναι ἄδεια, τυπική, κἄπως ἐξωτερική καί ξενική, διότι, ὕστερα ἀπό ἀγώνες, αὐτή θά ζωντανέψει καί θά κάνει μιά βαθειά πνευματική τομή στήν ψυχή σου.
Καλά θα ἦταν νά μήν συνοδεύεται ἡ προσευχή μέ τόν διαλογισμό, ἀλλά, προσηλούμενος ὁ ἄνθρωπος μόνο στόν ἴδιο τόν Θεό, νά περιμένει τήν ἀποκάλυψή Του σχετικά μέ τίς ἐρωτήσεις καί τά προβλήματα πού τόν ἀπασχολοῦν.
Ἡ προσευχή πρέπει νά γίνεται στόν νοῦ, πολλές φορές μέ λόγια ἤ συνοδευμένη ἀπό μετάνοιες καί ψαλμωδίες, ὅπως βολεύει στόν καθένα μέχρι νά φτάσει ἡ προσευχή στήν καρδιά. Ἡ διάταξη εἶναι ἀπό τήν ἐπιφάνεια πρός τά ἐντός, ἀπό τό σῶμα πρός τήν ψυχή.
Χρειάζεται ἡ συγκράτηση καί ἡ ὑποταγή τοῦ σώματος. Κάθε ἁμαρτία πρέπει ν᾿ ἀντικατασταθεῖ μέ τήν ἀντίθετη ἀρετή της. Χρειάζεται πολλή αὐτοκυριαρχία καί σταθερότητα μέχρι πού νά φτάσει τό σῶμα νά λειτουργεῖ χωρίς πάθη καί χωρίς ἀταξία. Ἀλλά καμμιά ἄσκηση δέν εἶναι ἐπαρκής, ἄν δέν ἀποκτήσουμε, διά τῆς προσευχῆς, τήν ἐν πνεύματι ἐμπειρία. Ἡ προσευχή μαζί μέ ἄλλες πνευματικές ἀσκήσεις βοηθάει πολύ στήν ἐπιτυχία τῆς ζωῆς.
Περνώντας ἀπό τά ἐξωτερικά στά ἐσωτερικά, ἀκολουθεῖ μιά πελώρια σειρά ψυχικῶν παθῶν, ἀπό τά ὁποῖα τό πιό δυνατό εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια μέ τίς ἀμέτρητες μορφές της. Ἡ ἐσωτερική ζωή ἔχει μιά μεγάλη πνευματική λεπτότητα. Ὁ νοῦς προσβάλλεται συνεχῶς ἀπό τούς λογισμούς, οἱ ὁποῖοι ξεκινοῦν δελεάζοντας τόν ἄνθρωπο καί καταλήγουν κυριεύοντάς τον. Αὐτό ὀνομάζεται ἀόρατος πόλεμος ἤ πόλεμος τῶν πνευμάτων.
Ὁ νοῦς πρέπει νά γρηγορεῖ στά ὅρια τῆς συνείδησής του, ὅπου ἐμφανίζονται οἱ λογισμοί καί νά τούς ἐξετάζει αὐστηρά γιά νά τούς δεχτεῖ ἤ νά τούς ἀπωθήσει πρίν νά τούς οίκειοποιηθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Ἐδῶ ἐπεμβαίνει ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς, ἡ ὁποία ἐπικαλεῖται τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ στό λογισμό καί κάνει ἀπ᾿ αὐτό τό ὄνομα τό φίλτρο τῆς νόησης. Ἐν καιρῶ ἡ προσευχή φτάνει νά λέγεται μόνη της καί χωρίς κόπο.
Ποσοτικά μερικοί ὑποδείχνουν τρεῖς – ἕξι – δώδεκα χιλιάδες ἐπαναλήψεις τήν ἡμέρα, ἐνῶ ἐμεῖς μιλᾶμε γιά ὧρες προσευχῆς. Ἄν ἔχεις δύο ὧρες καλῆς προσευχῆς, εἶναι γιά τήν ἀρχή. Ὁ χρόνος μακραίνει βαθμιαία, ὥστε μετά ἀπό 30-40 ἡμέρες νά μπορεῖς νά περάσεις στό δεύτερο στάδιο, ὅταν ἡ προσευχή λέγεται στήν καρδιά, μέσω μιᾶς ἀπόλυτης ἐσωτερικῆς συμμετοχῆς. Εἶναι τό στάδιο πού ἡ προσευχή αἰσθάνεται, βιώνεται.
Μεταξύ τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς εἶναι ἕνας πολύ μεγάλος δρόμος, καλυμμένος μ᾿ ἕνα φρικτό σκοτάδι. Πολλές φορές ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται καί μπορεῖ νά ὑποκύψει. Πρέπει νά ἔχεις τό κουράγιο νά πετάγεσαι ἔξω ἀπό τό σκοτάδι, μέ ἐμπιστοσύνη ὅτι ὁ Θεός θά σέ πιάσει στά χέρια τοῦ φωτός Του. Μόνο ἀπό ἐδῶ καί πέρα θά γεννηθεῖς ξανά, θά νεκραναστηθεῖς διά τῆς χάριτος. Ὁ σαρκικός ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος πού ὑποδουλώνεται ἀπό τά πάθη καί ἀπό τήν ὕλη καί αὐτός πρέπει νά πεθάνει γιά νά βγεῖ μπροστά ὁ πνευματικός ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος βλέπει καί ζεῖ στό ἀγαθοεργό φῶς τοῦ Πνεύματος, πραγματοποιώντας τήν ἀληθινή ζωή.
Στήν ὥρα τῆς προσευχῆς ἐμφανίζονται δύο εἴδη θερμότητος. Ἡ μιά θερμότητα προέρχεται ἀπό τίς αἰσθήσεις καί γεννᾶ πάθη καί ὑπάρχει μιά ἄλλη πού προέρχεται ἀπό τό Πνεῦμα καί ἐπιφέρει φώτιση. Δημιουργεῖται μιά ἐσωτερική αἰσθηματικότητα μεγάλης λεπτότητας, ἡ ὁποία ἀντιδρᾶ πρόθυμα σέ ὅλες τίς ἐσωτερικές ἐντυπώσεις, γενόμενη ἔτσι μιά αἰσθητή συνείδηση.
Ἡ αἰσθηματικότητα πρέπει νά ἐξετάζεται μέ τήν κρίση τοῦ νοῦ, διότι μόνο ἔτσι ἀποφεύγουμε τά τυχαία λάθη. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργεῖ καί μέσω τῆς καρδιᾶς, καί μέσω τοῦ νοῦ. Στήν ψυχή γίνονται τόσα φαινόμενα, ὥστε ὁ νοῦς μπορεῖ νά διασαλευθεῖ. Εἶναι μεγάλη ἡ πορεία μέχρι νά δημιουργηθεῖ ἡ ἐσωτερική ἀρμονία καί ὕστερα αὐτή πρέπει πάντα νά τηρεῖται.
Ἄν διωχθεῖ ὁ Θεός ἀπό τόν νυμφῶνα τῆς ψυχῆς, τά πονηρά πνεύματα εἰσβάλουν μέσα. Ἔτσι, ὁ σατανᾶς καί ἡ ἁμαρτία πρέπει νά μισοῦνται ἀπόλυτα, μέχρι τόν θάνατο μας.
Σταδιακά οἱ αἰσθήσεις σιωποῦν, ἡ ψυχή ἀρωματίζεται, τά πονηρά πνεύματα τρέχουν μακριά, ὁ χρόνος εἰσχωρεῖ στήν αἰωνιότητα, ὁ κόσμος ἀντικρύζεται στήν πρωτογονική του διάπλαση καί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἐκκλησία, δηλαδή θεοφόρος. Μέσα στόν ἄνθρωπο ἔχει πεθάνει τό ἐγώ καί βιώνεται ὁ Χριστός. Καί τό σῶμα καί ἡ ψυχή περνοῦν μιά διαδικασία κάθαρσης. Εἴμαστε στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός τοῦ ἀνθρώπου.
Αὐτό τό εἶδος προσευχῆς εἶναι ἕνα χάρισμα, τό ὁποῖο χάνεται ἀμέσως ἄν θεωρηθεῖ σάν προσωπική ἐπιτυχία. Ἡ προσευχή εἶναι ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος στήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος συμμετέχει νηφάλια, ἐνσυνείδητος καί εὐτυχής γιά τήν θαυμάσια ζωή πού ἀξιώνεται. Θεοποιημένος, ὁ ἄνθρωπος – χωρίς να χάσει τήν ἐπαφή του μέ τήν φύση καί μέ τήν τάξη της – βλέπει τώρα το ἄκτιστο φῶς καί τήν οὐράνια Ἰερουσαλήμ.
Ὁ κανονικός ἄνθρωπος βλέπει τό φῶς τοῦ ἡλίου, ἐνῶ ὁ πνευματικός ἄνθρωπος βλέπει τό φῶς τοῦ ἰδίου τοῦ νοῦ καί στό τέλος βλέπει τό ἄκτιστο φῶς. Στήν ἀρχή ὁ ἄνθρωπος παρηγορεῖται μέ δάκρυα, καί μετά καταλήγει στήν ἁρπαγή στόν οὐρανό (ἔκσταση). Στήν ἀρχή ἡ προσευχή προφέρεται, στό τέλος γίνεται ἄφωνη, θαυμάσια, καταπληκτική. Μιά τέτοια προσευχή δέν μπορεῖ νά ξεχαστεῖ, οὔτε νά ἐγκαταλειφθεῖ, διότι ἡ ὡραιότητά της εἶναι ἀσύγκριτη.
Εἶναι γεγονός ὅτι καί στίς πιό ὑψηλές πνευματικές καταστάσεις ὁ Θεός παραμένει ποθούμενος, ἄν καί εἶναι ἄφαντος καί ἄγνωστος, ἀλλά ἡ προσέγγιση του μέ τίς ἄκτιστες Του ἐνέργειες κάνει εὐτυχή τόν ἄνθρωπο. Ἡ θεϊκή σπίθα πού ὑπάρχει στόν ἄνθρωπο συναντᾶ τό τεράστιο θεϊκό πῦρ καί ἀναμορφώνει ὅλα γύρω.
Ὁ θεοφόρος ἄνθρωπος ἔχει τό μεγάλο χάρισμα νά βλάπει ἐν πνεύματι, πέρα ἀπό τήν φυσική ἐπαφή καί τά κανονικά μέσα γνώσης. Ἡ φύση, ὁ κόσμος, ὁ ἄνθρωπος καί ἡ ζωή εἶναι θαύματα της ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, τά ὁποῖα εἶναι ἀναμφίβολα μόνο γιά τόν πνευματικό ἄνθρωπο. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος πληρώνεται ἀπό ὅλα τά χαρίσματα τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Πρέπει νά διευκρινιστεῖ ὅτι ὁ προσευχόμενος παραμένει ἕνας ἐνεργός, δυναμικός, ἀτρόμητος, δεξιοτέχνης ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἀντικρύζει τούς ἐχθρούς μέ τήν ἐσωτερική δύναμη πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τούς ἐνικησε καί ἐνεργεῖ μέ τά ἴδια μέσα πού εἶχε ἐνεργήσει ὁ Χριστός: τήν δύναμη τοῦ Πνεύματος καί τοῦ λόγου, τήν καλή πράξη, τήν σαφή ἀλήθεια, τήν γνήσια, ἄφοβη, ἀδιάκοπη ἀγάπη καί, τελικά, μέ τήν δύναμη τῆς αὐτοθυσίας.
Ἔζησα κοντά σέ τέτοιους ἀνθρώπους, στούς ὁποίους καί ἀπό τούς ὁποίους ἔλαμπε ὁ Χριστός καί οἱ ὁποῖοι ἦταν γενναῖοι πρόμαχοι καί ὁμολογητές τῆς πίστεως, πού ἀντίκρυζαν ἀτρόμητα τούς ἐχθρούς, προβάλλοντας τρανῶς τήν ἀλήθεια καί ἐθυσιάζοντο γιά τήν λύτρωση τοῦ πλησίον.
Εἴδαμε αὐτούς τούς πόθους στήν φωτιά τῶν θλίψεων, στά ὅρια μεταξύ τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Πιστεύουμε ὅτι αὐτά πού ἔγιναν μέ τούς χριστιανούς στίς φυλακές εἶναι ἕνα κομματάκι ἀπό τό προζύμι ἑνός καινούργιου κόσμου. Ἐζήσαμε γιά τόν Χριστό, μέ τόν Χριστό καί ἐν Χριστῶ. Σ᾿ αὐτό τό πλαίσιο τοποθετοῦμε τήν ἡσυχαστική μας ἐμπειρία.
Περί τῆς κάθαρσης τοῦ νοῦ
Ὁ ἄνθρωπος πού δέν μπορεῖ νά μπεῖ στόν ἐσωτερικό του κόσμο δέν μπορεῖ νά εἶναι ἕνας πνευματικός ἄνθρωπος. Ἡ πορεία ἀπό τόν νοῦ μέχρι τήν καρδιά, ἀπό τόν ἐξωτερικό στόν ἐσωτερικό κόσμο εἶναι ὁ πιό μακρύς, ὁ πιό πολύπλοκος καί ὁ πιό δελεαστικός δρόμος πού τόν διήνυσε ὁ ἄνθρωπος ποτέ στήν ζωή του. Ἡ ἀρχή του εἶναι ὁ ἀόρατος πόλεμος τῶν λογισμῶν.
Ἡ διάκριση τῶν λογισμῶν γίνεται διά τῆς χάριτος τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος πού φωτίζει τόν νοῦ καί εἶναι κρυμμένη στό βάθος τοῦ νοῦ. Στόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου γίνεται ὁ πόλεμος μεταξύ τῶν λογισμῶν. Οἱ λογισμοί προέρχονται ἀπό τήν καρδιά, πού εἶναι τό ὑποσυνείδητο, ἡ πιό βαθειά, περιεκτική καί μυστική πλευρά τοῦ νοῦ. Σ᾿ αὐτήν κατοικεῖ ἡ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Παρόλο πού ὑπάρχει μόνο μιά καρδιά, ἐν τούτοις αὐτή ἔχει μιά καλή καί μιά κακή πλευρά. Ἡ καλή εἶναι οἰκεία τῶν καλῶν λογισμῶν, τῆς καθαρῆς ζωῆς, τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ κακή καρδιά εἶναι οἰκεία τοῦ αἰσθηματισμοῦ, τῶν παθῶν καί τοῦ σατανᾶ. Ἡ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου ἀντιλαμβάνεται στό ἐπίπεδο τοῦ νοῦ τά πνεύματα πού ἔχει στήν καρδιά καί τήν εἰσπνέουν – καλά ἤ πονηρά – καί τότε ὁ νοῦς προσηλώνεται μέσα του καί ψάχνει τόν τόπο τῆς καρδιᾶς γιά νά τήν καθαρίσει.
Ἡ ἐσωτερική δράση χρειάζεται μιά ἀπόλυτη ἀποξένωση ἀπό κάθε κοσμική ἀνάγκη, ἀπό ὅλες τίς κοσμικές ἀπασχολήσεις καί εἰκόνες. Ὁ νοῦς προσηλώνεται μόνο στόν κρυμμένο ἐν τῆ καρδίᾳ Χριστό, γιά νά δεῖ δι΄ Αὐτοῦ τόν μεταμορφωμένο, ἀναμορφωμένο κόσμο.
Τόσο ὁ Θεός ὅσο καί ὁ σατανᾶς ἀσκοῦν μιά ἄπειρη ἕλξη ἐπάνω στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ὁ Χριστός ἀποκαλύπτεται σάν φῶς, σάν ἀρχή τῆς ζωῆς, σάν ἁγιότητα καί σάν θεϊκό πνεῦμα, ἐνῶ ἡ σατανική ἐνέργεια ἀνακαλύπτεται ἡ ἴδια σάν ἀρχή τοῦ θανάτου, σάν ὑλικός μηδενισμός καί σάν ὑπαρξιακή ἄρνηση. Ἔτσι λοιπόν, φαίνεται τό ἐσωτερικό τοῦ ἀνθρώπου ὅταν μπολιάζεται ἀπό τόν Θεό καί ἀντίθετα μπολιάζεται ἀπό τόν σατανᾶ. Γιά νά κατοικήσει μέσα μας ὁ Χριστός χρειάζεται ὅμως ἡ κάθαρση τῶν λογισμῶν.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες διακρίνουν 7 στάδια, ἀπό τά ὁποῖα περνᾶ ὁ λογισμός: ἡ ἐπίθεση, ἡ ξενάγηση, τό πάθος, ἡ μάχη, ἡ σκλαβιά, ἡ συναίνεση καί ἡ πράξη.
Ἡ κάθαρση τοῦ νοῦ ἀρχίζει μέ τήν ὑποταγή τοῦ κάθε λογισμοῦ ἀπό μέσα σου μέ τόν Χριστό. Ὁ νοῦς παντοτινά προσβάλλεται ἀπό τούς λογισμούς, δέν μπορεῖ νά μένει χωρίς λογισμούς. Κάθε καλός λογισμός ὁ ὁποῖος ἐμφανίζεται στόν νοῦ ἀμέσως διπλασιάζεται ἀπό ἕναν ἀντίθετο, ἐχθρικό, κακό λογισμό. Ἡ προσοχή τοῦ νοῦ πρέπει νά προσηλωθεῖ καί νά βάλλεται γιά φρούρηση στά ὅρια τῆς συνείδησης, ὅπου ὁ ἁπλός λογισμός ἐμφανίζεται σάν ἕνα ἄνοιγμα νέων ὁριζόντων, σάν προτροπή, τήν ὁποία οἱ ἅγιοι Πατέρες τήν ὀνομάζουν δόλωμα. Αὐτή εἶναι ἡ ἐπίθεση.
Γι΄ αὐτόν τόν ἁπλό, ἀκούσιο λογισμό – εἴτε πηγάζει ἀπό τήν φύση τοῦ ἀνθρώπου, εἴτε βγαίνει ἀπό τό φωλιασμένο πάθος του – ὁ ἄνθρωπος δέν φταίει, διότι δέν ἐκπονεῖται ἀπ᾿ αὐτόν, παρόλο πού ἔχει δημιουργηθεῖ μέσα του. Ἀλλά ἀκριβῶς ἐπειδή ἔχει δημιουργηθεῖ μέσα του ὁ λογισμός πρέπει νά ὁδηγεῖται ἀμέσως στόν Χριστό, πού εἶναι κρυμμένος στήν καρδιά. Αὐτή εἶναι ἡ σίγουρη καί εὐθεία πορεία, διότι ὁ πόλεμος τῶν λογισμῶν, χωρίς τόν Χριστό εἶναι ἕνας χαμένος πόλεμος.
Ἡ ξενάγηση σημαίνει τόν συνδυασμό τοῦ δολώματος τοῦ λογισμοῦ μέ ἄλλους λογισμούς. Εἶναι ἤδη μιά ἀρχή ἐσωτερικῆς πορείας, μέσω συνδέσμου, ἡ ὁποία προκαλεῖ τήν ἐξαφάνιση τοῦ ἤθους τῆς ἀπόλυτης ἀθωότητας τοῦ πρώτου λογισμοῦ. Γι΄ αὐτό, ἀντί νά συνομιλήσει ὁ πρῶτος λογισμός μέ ἄλλους λογισμούς, καλά θα ἦταν νά τόν φέρουμε στόν Χριστό, γιά νά καθαρισθεῖ ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα. Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τό φλογερό πῦρ, πού καταστρέφει τούς ἀκάθαρτους λογισμούς.
Ἄν συνεχιστεῖ ὁ συνδυασμός (συναίνεση) τῶν λογισμῶν, τότε ὁ πρῶτος λογισμός ἔχει ἤδη γίνει ἀποδεκτός καί ἡ ψυχή γαντζώνεται σ΄ αὐτόν, καί γεννᾶται τό πάθος. Ἡ μάχη μέ τόν κακό λογισμό πρέπει νά δοθεῖ πρίν γίνει πάθος, διότι μετά παίρνει ἔκταση, ὑποδουλώνει τήν θέληση καί τήν γνώση, ἐγείρει τίς αἰσθήσεις καί ὕστερα πολύ δύσκολο νικιέται. Τό πάθος ἀρχίζει νά πολεμᾶ τόν ἄνθρωπο, νά τόν δολώνει, νά τόν βασανίζει, νά τόν ἀναταράζει, νά τόν ὑποτάσσει: αὐτή εἶναι ἡ μάχη. Καί σ΄ αὐτό τό στάδιο τό πάθος μπορεῖ νά νικηθεῖ, ἀλλά μέ μεγαλύτερο κόπο, ἀληθινά, ἀλλά ἀκόμη δέν εἶναι πολύ αργά.
Ἀφοῦ πολέμησε ἀρκετό καιρό τόν ἄνθρωπο, ἀκολουθεῖ ἡ σκλαβιά του, ἡ παράδοση τοῦ θελήματος καί ἡ τύφλωση τῆς γνώσης, ἡ διέγερση τῶν συναισθημάτων σέ ἁμαρτωλή κατεύθυνση. Ἡ ἐσωτερική ἀγωγή συγκεντρώνεται στό πάθος μἐ ἐπιχειρήματα καί ἐπιθυμίες, μέ σχέδια καί πόθους, μέ εἰκόνες καί προοπτικές. Ὅλα βράζουν στόν ἄνθρωπο ὑπό τήν φλόγα τοῦ πάθους του.
Σ΄ αὐτό τό στάδιο ὁ νοῦς σκοτίζεται, ὁ Θεός κρύβεται καί μόνο λάμπει τό φλογερό φάντασμα. Αὐτό τό στάδιο εἶναι μακροχρόνιο καί ἐπίπονο καί ἀπ᾿ αὐτό πολύ δύσκολα ἀπαλλάσσεται ὁ ἄνθρωπος. Ὅμως ἀκόμη ἡ ἁμαρτία δέν εἶναι στήν τελευταία της φάσι καί πρός τό παρόν δέν γίνεται πλήρως ἡ ἐκπλήρωσή της.
Τό πάθος ἔχει μιά γιγάντια ἐπίδραση στόν ὑποδουλωμένο ἀπ᾿ αὐτό νοῦ καί τίς περισσότερες φορές ὁ νοῦς, μετά ἀπό κάποιες αἰωρήσεις, συγκατανεύεται γιά τήν πράξη. Τό στέρξιμο στό πάθος εἶναι βαρειά ἁμαρτία καί δύσκολα συγκρατεῖται. Ἀπό ἐδῶ καί πέρα ὁ ἄνθρωπος ψάχνει μόνο τήν εὐκαιρία νά πράξει τήν ἁμαρτία. Γι΄ αὐτό τόν σκοπό σκέφτεται πολύ, δείχνει τήν εὐστροφία του, δημιουργεῖ σχέδια δράσεως, προσδιορίζει τίς συνθῆκες καί τήν στιγμή τῆς πράξεως καί τελικά τήν πράττει. Ὅμως εἶναι δυνατόν καί στήν τελευταία στιγμή νά ἀποφασίσει νά μήν κάνει τήν ἁμαρτία.
Ἡ πραχθεῖσα ἁμαρτία εἶναι βαρύτατη καί ἡ ἐπανόρθωσή της γίνεται μέ πολλές δυσκολίες καί χρειάζεται πόνος καί πολλά δάκρυα. Ἡ ἁμαρτία δολώνει τήν οὐσία τοῦ νοῦ, σακατεύει τήν συμπεριφορά, διαφθείρει τήν κοινωνία, μαγαρίζει τήν φύση. Ὅλα αὐτά τά ἀποτελέσματα πρέπει νά βελτιωθοῦν διά τῆς μετάνοιας.
Ἡ κάθαρση τῶν ἁμαρτιῶν ὁδηγεῖ στήν ἐσωτερική ἀναμόρφωση. Στήν ἀρχή ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τόν κόσμο ὁδηγεῖ στήν ἀπελπισία ἤ τήν σκληρότητα, ἡ ὁποία μπορεῖ νά ἀναχαιτισθεῖ μόνο, μέσῳ τῆς φλογερῆς προσευχῆς. Ἐπίσης, οἱ αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρώπου ἐπαναστατοῦν καί γίνονται ἐπιθετικές, λόγω τῆς συγκράτησης, στήν ὁποία ὑποβάλλονται διά τῆς συγκέντρωσης τῆς προσοχῆς στό ἐσωτερικό του κόσμο, ἀλλά τελικά καί αὐτές οἱ αἰσθήσεις καθαρίζονται.
Ὅταν οἱ αἰσθήσεις κυβερνοῦν φανατικά τήν ψυχή, ἀπό τήν καρδιά πηγάζουν μόνο κακοί λογισμοί καί ἡ διαδικασία κάθαρσης εἶναι πολύ δύσκολη. Σ΄ αὐτό τό στάδιο ὁ ἄνθρωπος δέν ἀντιλαμβάνεται καθόλου τό πνεῦμα πού εἶναι μέσα του, διότι αὐτός ἀνακαλύπτεται μόνο καθόσον αὐξάνει στήν αρετή.
Τόσο ἡ προσωπική ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο καί οἱ σχέσεις του μέσα στήν κοινωνία ἐξαρτῶνται ἀπό τήν ἐσωτερική κατάστασή του. Οἱ ἴδιες οἱ πράξεις του ἐξηγοῦνται πολύ διαφορετικά διά τοῦ Πνεύματος πού τά αἰτιολογεῖ. Πολλοί ἄνθρωποι μποροῦν νά κοιτάξουν τό ἴδιο χρυσό νόμισμα, ἀλλά ἕνας θαυμάζει τήν ὀμορφιά του, ἄλλος σκέφτεται τήν χρηματική ἀξία του, ἄλλος βλέπει σ΄ αὐτό τήν εὐκαιρία νά καλύψει κάποιες ἀνάγκες του, ἄλλος θέλει νά τό κλέψει, ἄλλος θά ἤθελε περισσότερο χρυσό, ἄλλος θά ἤθελε νά βασιλεύει στόν κόσμο μέσω τοῦ χρυσοῦ. Ἰδού μόνο μερικές πιθανότητες πού δίνουν ἕνα διαφορετικό περιεχόμενο στό ἴδιο ἀκίνητο ὑλικό: στόν χρυσό. Αὐτό τό φαινόμενο ἰσχύει σέ ὅλα τά στάδια. Παραδείγματος χάρη, κάποιος κάνει μιά ἐλεημοσύνη γιά νά κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἄλλος τήν κάνει γιά τήν φιλοτιμία του καί ἄλλος μέ τήν ἐλπίδα τῆς ἀμοιβῆς
Ἐπειδή ὅλες οἱ πράξεις περνᾶνε μέσῳ τῆς συνείδησης, κάθε λογισμός πρέπει νά καθαριστεῖ μέ τό Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι μέσα μας, σύμφωνα μέ τήν περί ζωῆς καί τοῦ κόσμου διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Βαθμιαία ἡ καρδιά συγκινεῖται, βλέπει, νοιώθει καί διακρίνει, ἰδιότητα διά τῆς ὁποίας αὐτή καθαρίζεται καί γίνεται οἶκος τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ ἀνακάλυψη τοῦ ἐσωτερικοῦ κόσμου γίνεται σταδιακά καί ὁ νοῦς, ἐφ᾿ ὅσον εἰσδύει στά βάθη, γίνεται πιό νηφάλιος, νοιώθει κάθε ἐσωτερική κίνηση, ἀντιλαμβάνεται τά νοήματα τῶν πραγμάτων καί, τελικά φωτίζεται διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Περί τῆς πίστεως
Εἶναι μιά μεγάλη εὐλογία νά γεννηθεῖς σ΄ ἕναν χριστιανικό κόσμο, νά δεχθεῖς τήν χάρη τοῦ Βαπτίσματος καί, δι΄ αὐτοῦ νά λἀβεις τήν ἀληθινή πίστη. Ἡ πίστη εἶναι ἡ ἀληθινή ζωή. Ἡ ἁμαρτωλή, φανατική καί τρελλή ἀθεϊστική ζωή ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν ἀπελπισία καί στήν ἀποσύνθεση καί τότε ἡ πίστη, ἡ εἰρήνευση μέ τόν Θεό εἶναι ἀναγκαία, γιά νά ἀποκολληθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία καί νά προοδεύσει στήν ἀρετή.
Ὅσοσδήποτε δελεαστικός εἶναι ὁ πειρασμός τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς, αὐτός καταλήγει τελικά σέ ἀηδία γιά τήν ἁμαρτία καί τότε ὁ ἄνθρωπος ψάχνει τήν ἀληθινή πορεία, τήν ὁποία τήν βρίσκει μέσω τῆς πίστεως. Καλά εἶναι νά ἔχεις τήν χάρη τοῦ Βαπτίσματος στήν ὥρα τῆς ἀφύπνισης τῆς συνείδησης, γιά νά ξέρεις πού νά πᾶς. Ὅποιος ὅμως δέν εἶναι βαπτισμένος, ἐκείνη τήν στιγμή θά περιπλανηθεῖ στήν ἀπελπισία.
Ἡ πίστη εἶναι μιά συνισταμένη τῆς ψυχῆς, ἕνας τρόπος ὕπαρξης. Ὅποιος δέν τήν ἔχει ζημιώνεται ἀπό τήν πιό ἀρχοντική ἀρετή. Αὐτή συνοδεύει τόν ἄνθρωπο στήν μάχη του μέ τήν ἁμαρτία, στήν ἀπελπισία τῶν ἀμφιβολιῶν του, στήν περιπλάνηση τῆς διανόησης, στήν ἀντιμετώπιση τοῦ κόσμου,τοῦ θανάτου τῆς θλίψης, γιά τήν ἐσωτερική οἰκοδόμηση, γιά τήν θέωση καί θά εἶναι παροῦσα καί στήν θαβωρική ἔλαμψη, διότι ὁ Θεός παραμένει πάντα ἄφαντος καί ὅσο πιό ἄφαντος εἶναι, τόσο περισσότερ πραγματοποιεῖται ἡ θέωση.
Ἡ πίστη εἶναι ἕνα ζήτημα ὁμολογίας καί ἐμπειρίας. Διά τῆς ὁμολογίας αὐτή διδάσκεται καί διά τῆς ἐμπειρίας τελειοποιεῖται. Μπροστά στήν ἀθεϊστική βία, στήν ἠθική σήψη, στό κοινωνικό χάος, στήν ἀλλοτρίωση τοῦ κόσμου εἶναι ἀναγκαία ἡ τρέλλα τῆς πίστεως. Αὐτή ἡ τρέλλα δέν εἶναι φανατισμός, ἀδιαφάνεια, διαστρέβλωση, ἄρνηση τῆς πραγματικότητας, ἀλλά εἶναι ἕνα «σύν» νηφαλιότητας, τό ὁποῖο δίνει βεβαιότητα. Εἶναι ἡ δύναμη πού κάνει τόν ἄνθρωπο βασιλιᾶ στόν κόσμο. Ἡ τρέλλα τῆς πίστεως εἶναι ἰσχυρή ἀλλά ἤρεμη, ἔντονη ἀλλά ἐπιφυλακτική, νικηφόρα, ἀλλά ταπεινή. Ἡ πίστη εἶναι ἡ μητέρα τῶν ἀρετῶν καί τῆς γνώσης, ἀλλά μπορεῖ νά εἶναι καί θῦμα κάποιων μεγάλων σφαλμάτων, ὅπως εἶναι ἡ θρησκοληψία καί ὁ φανατισμός, τά ὁποῖα σκοτεινιάζουν καί προστυχαίνουν τήν συνείδηση, γεγονός για τό ὁποῖο εἶναι πολλή σημαντική ἡ διδασκαλία τῆς πίστεως. Γι΄ αὐτό πιστεύουμε στήν ἐκκλησία, διότι σ΄ αὐτήν βρίσκουμε τήν ἀληθινή διδασκαλία.
Ἡ Χάρη τῆς χριστιανικῆς πίστεως βεβαιώνει τήν πιστότητά της ἀπέναντι σέ ἄλλες θρησκεῖες, διότι ὑπάρχει ἕνας μοναδικός Θεός καί Αὐτός ἔχει ἀποκαλυφτεῖ στούς χριστιανούς.
Περί τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ
Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ φρούρηση τῆς ἐλευθερίας, ἐνῶ ὁ φόβος τοῦ κόσμου εἶναι ἡ πόρτα τῆς σκλαβιᾶς. Ὁ φόβος γιά τόν κόσμο δαμάζει τόν ἄνθρωπο στόν κόσμο καί ὁ κόσμος σακατεύει τόν ἄνθρωπο, ἐνῶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ κατευθύνει στόν Θεό καί ὁ Θεός τόν ἐλευθερώνει, τόν τελειοποιεῖ καί κάνει τόν ἄνθρωπο ἄρχοντα στόν κόσμο.
Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖ στόν φόβο τῆς ἁμαρτίας, στήν συνείδηση τῆς ὑπευθυνότητας καί τῆς ἀνθρώπινης ἀποστολῆς, διότι αὐτός ὁ φόβος ἔμπρακτα ὁδηγεῖ στήν ἅγια ζωή, στά καλά, στήν ἀλήθεια. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ κρατεῖ ἄγρυπνο τό πνεῦμα, τήν ζωντανή συνείδηση, τήν ἁγνή ζωή καί τόν κόσμο σ΄ ἕνα θεϊκό κατεστημένο, ἐνῶ ὁ φόβος γιά τόν κόσμο κοιμίζει τό πνεῦμα, προκαλεῖ μεγάλο θόλωμα στήν συνείδηση, φανατίζει τήν ζωή καί ὁ κόσμος γίνεται ἀβίωτος.
Μέ τόν φόβο καί τόν τρόμο στεκόμαστε συνεχῶς μπροστά στόν Θεό καί εἴμαστε εὐτυχεῖς στήν γῆ καί στήν αἰωνιότητα, εὐτυχεῖς μέσα μας καί στίς σχέσεις μεταξύ μας, διότι ὄντες εὐσυνείδητοι γιά τό τι εἴμαστε, ζοῦμε ἐν Χριστῶ, τολμοῦμε ἐν Χριστῶ, νικᾶμε ἐν Χριστῶ.
Περί τῆς συνείδησης τῆς ἁμαρτίας
Ἡ πίστη καί ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ὁδηγοῦν πρός τήν συνείδηση τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία γεννᾶ τήν κατανυκτική μετάνοια γιά τό πραττόμενο κακό καί τόν θερμό πόθο γιά τό καλό πού πρέπει νά ἐπιτελέσουμε. Εἶναι ἡ ἐσωτερική πορεία τῆς νεκρανάστασης τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου μέσω ἑνός καινούργιου ἀνθρώπου, ἀναγεννημένου διά τῆς χάριτος τῆς ἐξομολογήσεως.
Ἡ Χάρη τοῦ Βαπτίσματος προσφέρει τήν πίστη, ἐνῶ ἡ Χάρη τῆς ἐξομολογήσεως προάγει στήν ἀδιάλειπτη μάχη μέ τήν ἁμαρτία καί τήν σταδιακή νεκρανάσταση ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἀρχίζοντας ἀπό τίς ἔμπρακτες βαρειές ἁμαρτίες, ἡ συνείδηση δικάζεται μόνη της μπροστά στόν Θεό, μέχρι πού νά φτάσει ὁ ἄνθρωπος νά καθαρίσει τούς πιό λεπτούς λογισμούς καί προθέσεις, πού τούς ἔχει μέσα του.
Ἡ συνείδηση τῆς ἁμαρτίας ἀποδείχνει τήν ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου νά νικήσει τόν ἑαυτό του, τό κακό τοῦ κόσμου καί τά σατανικά ἐναέρια πνεύματα. Ὁ χριστιανός εἶναι νικητής ὄχι μέσω τῆς ὑπερηφάνειας, ἡ ὁποία εἶναι ἀπόδειξη τῆς ἀσυνειδησίας, ἀλλά μέσω τῆς ταπείνωσης, ἡ ὁποία εἶναι ἀπόδειξη τῆς γνώσης τῶν ὁρίων τῆς ἀνθρώπινης φύσης.
Συχνά, ὅμως, ἡ συνείδηση εἶναι ἀναίσθητη καί γι΄ αὐτό πρέπει νά χρησιμοποιηθοῦν οἱ εὐκαιρίες τῆς ἀφύπνισης τῆς συνειδήσεως, οἱ ὁποῖες προκαλοῦν μιά διαφάνεια τῶν ἐσωτερικῶν καί ἐξωτερικῶν κινήσεων. Οἱ θλίψεις εἶναι ὁ πιό ἀποτελεσματικός δάσκαλος τῆς συνείδησης τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει πίστη, ἀντί νά καθαρίζουν, οἱ θλίψεις χειροτερεύουν περισσότερο τόν ἄνθρωπο.
Ἡ μετάνοια ξεκινάει μέ πόνο, μέ λύπη, μέ πικρά δάκρυα καί μέ τήν ἀπόφαση νά μήν ἁμαρτήσει πάλι ὁ μετανοῶν ἄνθρωπος. Ἔτσι ὁλοκληρώνεται ἡ χαρά τῆς ἐσωτερικῆς εἰρήνης, ἡ γλυκύτητα τῆς ἀγάπης τελειοποιεῖται μέ τήν μυστική θέα τοῦ Θεοῦ. Ἡ μετάνοια μᾶς ἀποσπᾶ ἀπό τήν ὑπερηφάνεια καί ἀλαζονεία, ἀλλά καί δι᾿ αὐτῆς πεθαίνει «τό ἐγώ» γιά νά ζήσει ὁ Χριστός μέσα στόν ἄνθρωπο.
Ἡ συνείδηση τῆς ἁμαρτίας εἶναι τό ζητούμενο τῶν Νόμων τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἕνας συνεχής αὐτοέλεγχος, εἶναι ἡ νεκρανάσταση πού ὁδηγεῖ στήν τελειοποίηση. Ὄχι ἡ συνείδηση τῆς ἁμαρτίας, οὔτε ἡ αὐστηρότητα καί ἡ αυθεντικότητα τῆς μετανοίας καθαρίζουν καί τελειοποιοῦν τόν ἄνθρωπο, ἀλλά ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἡ συνείδηση τῆς ἁμαρτίας εἶναι μιά ἄμεση ἐνέργεια τῆς Χάριτος, ἐνῶ ἡ ἐξομολόγηση εἶναι ἡ δράση τῆς Χάριτος διά τοῦ ἁγίου Μυστηρίου.
Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι μιά συνειδησιακή ἐκδίκηση, μιά ἀληθινή τέχνη ἤ μιά περιεκτική ἐπιστήμη πόυ γίνεται μεθοδικά. Ἕνας λανθασμένος τρόπος μετανοίας μπορεῖ νά ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο σέ μεγάλα καί οὐσιώδη λάθη ἤ σέ ἐπανειλημμένες ἀποτυχίες. Δέν ὑπάρχει καμμιά ἄλλη ἀπασχόληση καί πιό λεπτή ἀπό ἐκείνη μέ τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, πού ἀγωνίζονται νά κρατοῦν μέσα τους ὅ,τι ἀξιώτερο καί πολυτιμώτερο ὑπάρχει. Ὁ ἐξομολόγος πρέπει νά ἐπιτελεῖ, πέρα ἀπό τόν ρόλο τοῦ οἰκονόμου τῆς Χάριτος, καί τόν ρόλο τοῦ γλύπτου στό ἐσωτερικό τῶν ἀνθρώπων καί φύλακα τῶν μυστηρίων τῶν συνειδήσεών τους.
Δέν μποροῦμε νά τελειώνουμε αὐτές τίς σκέψεις περί τῆς συνείδησης τῆς ἁμαρτίας χωρίς νά θυμίσουμε ὅτι ὑπάρχει φυσικά, προγονικά, κοινωνικά, πολιτιστικά, πολιτικά καί μιά ὁμαδική συνείδηση τῆς ἁμαρτίας, ἐπειδή ὑπάρχει καί ὁμαδική ἁμαρτία, καί μιά ὁμαδική εὐθύνη. Ὅσο πιό μεγάλες εἶναι οἱ ὑπευθυνότητες στόν κόσμο, τόσο πιό δριμεία πρέπει νά εἶναι καί ἡ συνείδηση τῆς ἁμαρτίας σ΄ αὐτούς πού ἔχουν αὐτές τίς εὐθύνες.
Ὁ κόσμος θά εἶναι εὐτυχής ὅταν οἱ ἄνθρωποι πού παίρνουν ἀποφάσεις καί ἀνοίγουν καινούργιους ὁρίζοντες, πού κάνουν νόμους, ἐκεῖνοι πού γράφουν, πού σπουδάζουν, δηλαδή ὅλοι ὅσοι συμβάλλουν στήν κοινοτική ζωή μέ τίς ποικίλες δράσεις τους καί πρῶτα οἱ ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἀσχολοῦνται μέ τά ἱερά, θά μένουν μέ ἄγρυπνες συνειδήσεις μπροστά στόν Θεό. Τότε καί οἱ πράξεις τους θά ἔχουν τήν σφραγίδα τῶν νόμων τοῦ Θεοῦ.
Περί τῶν Ἐξομολόγων
Συχνά ἡ ἰδιότητα τοῦ ἱερέα ταυτίζεται μέ ἐκείνη τοῦ Πνευματικοῦ, ἀλλά δέν εἶναι ἐξομολόγοι ὅλοι οἱ ἱερεῖς. Ἡ πνευματικότητα εἶναι ἕνας εἰδικός ρόλος τῆς ἱερωσύνης καί δέν μποροῦν νά τόν ἐπιτελοῦν ὅλοι.
Ἡ πνευματικότητα εἶναι μιά ἐνέργεια τῆς Χάριτος. Ὁ Ἐξομολόγος εἶναι τό ἐργαλεῖο τῆς θεϊκῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία συγχωνεύεται μέ τήν ψυχική οἰκειότητα τοῦ ἀνθρώπου διά τῆς ἐνέργειας τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἑπομένως, δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει μιά πνευματική ἐνέργεια ἐκτός ἐκκλησίας, ἐκτός τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Τό στάδιο δράσης τοῦ Πνευματικοῦ εἶναι ἡ ἐσωτερική ζωή τῶν ἀνθρώπων, σέ ὅλη τήν δομή της. Μέγιστό θαῦμα! Νά γνωρίζεις, νά χτίζεις, νά θεραπεύεις καί νά τελειοποιεῖς τόν ἄνθρωπο στήν ψυχική του ἀνοικοδόμηση καί στήν κοινωνική του διάσταση, διότι ὅλη ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἐξαρτᾶται ἀπό τίς ἐσωτερικές προδιαθέσεις του, ἀπό τούς λογισμούς, τά συναισθήματα, τούς πόθους, τήν πίστη καί τήν ἱκανότητά του ἤ ἀπό τά πάθη, τίς ἁμαρτίες, καί τήν ἀλλοτρίωσή του. Ἀπό τήν ψυχική του ζωή ἐξαρτῶνται καί ἡ ὑγεία τοῦ σώματος καί τῆς κοινωνίας. Ἔχοντας, λοιπόν, ἕνα τόσο σημαντικό ρόλο, οἱ Ἐξομολόγοι θά ἔπρεπε νά εἶναι πάρα πολλοί στόν κόσμο, διότι ὁ κόσμος τούς χρειάζεται.
Πρέπει νά προσεγγίζεις τόν ἄνθρωπο, καί ἰδιαίτερα τήν ψυχή του, μέ συστολή καί μέ τήν πίστη ὅτι μπαίνεις στά «Ἅγια τῶν Ἁγίων» τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Λοιπόν, νά ἐξοπλιστεῖς μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, μέ πολλή γνώση καί ἐμπειρία, γιά νά μήν τραυματίσεις τόν ἄνθρωπο στήν ψυχή του, διότι ἀλλιῶς τοῦ ἐξολόθρευσες ὅλη τήν ζωή.
Ὄχι μόνο οἱ Ἐξομολόγοι πρέπει νά προσεγγίζουν μέ ἁγιότητα τούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί οἱ καθηγητές, οἱ ἰατροί, οἱ πολιτικοί, οἱ καλλιγτέχνες, οἱ διανοούμενοι, οἱ ἐπιστήμονες, ἀκόμη καί οἱ οἰκονομολόγοι. Διότι ὁ τελικός σκοπός αὐτοῦ τοῦ κόσμου εἶναι ἡ ἀπελευθέρωση τῶν ἀνθρώπων ἀπό τήν ἄγνοια καί τήν ἁμαρτία. Καί αὐτό ὀφείλουμε νά τό κάνουμε ὅλοι γιά ὅλους.
Ὁ Ἐξομολόγος εἶναι ἕνας κοντινός φίλος, εἶναι ἕνας παιδαγωγός, ἕνας ἰατρός, ἕνας λόγιος, ἕνας ἄρχοντας τῆς πόλεως, ἔχει μιά κοινωνική ἄποψη καί κανένας δέν ξέρει σάν αὐτό πῶς πρέπει νά λυθοῦν τά προβλήματα τῆς ἀνθρώπινης κοινότητας.
Μᾶλλον δέν ὑπάρχουν πιά πάρα πολλοί τέτοιοι Ἐξομολόγοι, ἀλλά οὔτε οἱ ἄνθρωποι δέν τούς ψάχνουν. Προτιμοῦν τούς ἀθεϊστές φιλοσόφους, τούς ψεύτικους πολιτικούς, τούς ἰατρούς, τούς ψυχολόγους καί ψυχιάτρους, τούς ὑλιστές, τούς οἰκονομολόγους τοῦ ἐγωισμοῦ καί τῶν κοσμικῶν ἀπολαύσεων. Ὁ κόσμος πρέπει νά ξαναβρεῖ τόν ρόλο τῶν Ἐξομολόγων καί νά τούς ἀκολουθήσει.
Περί τῆς χαρᾶς
Λίγες λέξεις εἶναι τόσο πολύ χρησιμοποιημένες στήν ἁγία Γραφή, ὅπως τήν λέξη χαρά. Ἡ ζωή εἶναι χαρά. Εἴμαστε καλεσμένοι στήν χαρά, ὅταν ἀκολουθοῦμε τόν Χριστό. Ὁ ἄνθρωπος πού χαίρεται δέν ἔχει τί νά λυπηθεῖ, δέν ντρέπεται μέ τόν ἑαυτό του καί δέν φοβᾶται ἀπό κανέναν.
Ἡ χριστιανική χαρά εἶναι ρωμαλέα καί ἀγνή. Προέρχεται ἀπό τήν ἀλήθεια καί τήν ἀρετή, ἀλλά καί ἀπό τήν φύση, τήν γνώση, τό καλό καί τό ὄμορφο. Ἡ συναίσθηση ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος εἶναι εὐκαιρία χαρᾶς. Τό θέμα τοῦ κόσμου παρέχει χαρά. Ἡ ἴδια ἡ μετάνοια εἶναι πηγή χαρᾶς. Ἀκόμη καί στά δάκρυα ἤ σέ μιά ἄλλη μορφή θλίψης ὁ χριστιανός γεύεται τήν χαρά. Ἡ τέλεια χαρά εἶναι ἡ κοινωνία μέ τόν Θεό.
Περί τῶν ἀναγκῶν
Διά τῆς φύσης του, ὁ ἄνθρωπος ζεῖ περικυκλωμένος ἀπό ἀνάγκες, εἶναι ἀπασχολημένος ἐσωτερικά, εἶναι σχεδόν πάντοτε ἐμπλεκόμενος μέ τά προβλήματα τοῦ κόσμου καί εἶναι ὑπεύθυνος γιά τόν ἑαυτό του καί γιά τόν κόσμο.
Ἡ ἀνάγκη μπορεῖ νά εἶναι πόθος, ἀλλά καί φθορά.
Ἡ ἀνάγκη μπορεῖ νά πηγάζει ἀπό τήν χαρά τῆς ζωῆς ἤ ἀπό τόν φόβο νά ζεῖς.
Ἡ ἀνάγκη μπορεῖ νά εἶναι γιά τήν ὕλη, ἀλλά καί γιά τό πνεῦμα.
Ἡ ἀνάγκη προσανατολίζεται στά ἐκτός τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί στά ἐντός του.
Ἡ ἀνάγκη μπορεῖ νά εἶναι πρόσκαιρη, ἀλλά καί αἰώνια.
Ἡ ἀνάγκη μπορεῖ νά ἐμπλέκεται καί στό κακό, ἀλλά καί στό καλό.
Ἡ κοσμική ἀνάγκη, δηλαδή ἡ ὑλική, αἰσθησιακή, περιορισμένη φανατίζει τήν ψυχή καί προστυχαίνει τήν ζωή καί συνεπῶς πρέπει νά τήν ἀποβάλλουμε τελείως καί χωρίς ἀμφιβολία. Ἡ πνευματική ἀνάγκη, ἀντίθετα, τελειοποιεῖ τόν ἄνθρωπο, ὀμορφαίνει τόν κόσμο καί φρεσκάρει τήν ζωή.
Ἡ πλανεύτρα ἡδονή τῆς ὕλης ὁδηγεῖ στήν κατάπτωση καί στόν θάνατο, ἐνῶ ὁ ἀσκητισμός τῆ πνευματικῆς ζωῆς ὁδηγεῖ στήν χαρά καί στήν δόξα του τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ προσπάθεια ἀπομάκρυνσης ἀπό τήν κοσμική ἀνάγκη εἶναι δύσκολη, ἀλλά ἡ ἀγωγή τῆς πνευματικῆς νεκρανάστασης μεταποιεῖ τά πάντα. Ὄντας ἀπομακρυσμένοι ἀπό τήν κοσμική ἀνάγκη ἑτοιμαζόμαστε γιά τήν ἀναγέννηση τοῦ κόσμου καί ἐμεῖς φροντίζουμε γιά τόν κόσμο.
Ὅταν τά προβλήματα τοῦ κόσμου θά ἀντιμετωπίζονται μέ πνευματική φροντίδα, θά προκύπτει μιά ἁρμονική ζωή καί κοινωνία, ἐνῶ ἡ ἀντιμετώπιση μέ ὑλιστικό τρόπο θά ὁδηγεῖ σέ συγκρούσεις καί στό μηδέν, τόσο στήν κοινωνία ὅσο καί στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων.
Ἡ ἀνάγκη προσφέρεται στούς ἀνθρώπους διά τῆς φύσεως καί πρέπει νά ἐμποτίζεται ἀπό τήν πηγή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιά νά πνευματοποιεῖ τόν κόσμο.
Περί τῆς ἐγκράτειας
Ὅ,τι κάνουμε περνάει ἀπό τήν συνείδηση, ἑπομένως μᾶς κάνει ὑπεύθυνους. Ἄν ἀφήσουμε τίς αἰσθήσεις νά ἐνεργοῦν ἐλεὐθερα, θά ὁδηγηθοῦμε σέ ὑπερβάσεις, διότι θά ἀναπτυχθῆ ἡ φαντασία ἀπό τήν ὁποία προέρχονται τά πάθη καί τό πάθος καθαιρεῖ καί ἐξολοθρεύει τήν ἴδια τήν ζωή.
Ἡ ὑλιστική σκέψη, ἡ ὁποία ἔχει στήν βάση της τήν ἀχορτασία γιά ἀπολαύσεις, δέν προσφέρει οὔτε κἄν τόν αἰσθησιακό χορτασμό καί τελικά καταστρέφει πνευματικά τούς ἀνθρώπους, μέχρι πού καί αὐτοί, κουρασμένοι ἀπό τίς ἀσυγκράτητες ἡδονές, ἀνικανοποίητοι, ἄδειοι καί ξεπεσμένοι, καταλήγουν νά γίνουν χειρότεροι ἀπό τά ζῶα, ἐξαπολυόμενοι σέ ἀσέλγειες ἤ σέ μῖσος, ἀνανδρία καί ἀγριότητα.
Τίποτε δέν πρέπει νά γίνεται ὑπερβολικά. Παραδείγματος χάρη, δέν ἔχουμε τό δικαίωμα νά φᾶμε περισσότερα ἀπό ὅσα εἶναι ἀνάγκη νά φᾶμε, οὔτε περισσότερα, οὔτε λιγότερα, διότι τό κακό ὑπάρχει καί στούς δεξιούς, καί στούς ἀριστερούς πειρασμούς.
Ἀλλά οἱ αἰσθήσεις δέν ἔχουν περιορισμούς καί θά πρέπει ἡ συνείδηση νά βάλει φραγμούς καί ὅρια. Ἡ συνείδηση ἔρχεται σέ φαινομενική διαμάχη μέ τίς αἰσθήσεις, ὅταν τίς τιθασεύει νά κινοῦνται μέσα σέ κανονικά ὅρια. Ἀλλά καί οἱ αἰσθήσεις ἔρχονται σέ σύγκρουση μέ τήν συνείδηση, ὅταν ξεσηκώνουν τόν νοῦ γιά ἔργα πέρα ἀπό τόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί τήν φωνή τῆς συνείδησης.
Διά τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς ὁ ἄνθρωπος φωτίζεται ἀπό τόν Θεό γιά ν᾿ ἀποκαλύψει τήν ἀληθινή ἔννοια τοῦ κόσμου. Αὐτή δέν εἶναι ἁπλᾶ μιά διανοητική πορεία, ἀλλά ἕνα βίωμα, δηλαδή μιά διαδικασία ἀπόστασης ἀπό τόν κόσμο μέσω τῆς ἐγκρατείας καί τῆς ἀσκήσεως. Ἡ ἄσκηση φέρνει μαζί της τήν χαρά τῆς ζωῆς καί τήν εἰρήνη μεταξύ τῶν ἀνθρώπων.
Τά πάθη καί οἱ ἁμαρτίες πρέπει νά συγκρατοῦνται. Στήν ἀρχή θά συγκρατηθοῦν τά πάθη πού γίνονται μέ ἔργα, μετά ἐκεῖνα πού διαπράττονται μέ τήν γλώσσα καί στήν συνέχεια θά πρέπει νά βγάλουμε καί τήν ἴδια τήν ρίζα τῶν παθῶν ἀπό τόν νοῦ, μέχρι τήν κάθαρση τοῦ νοῦ καί τῆς φαντασίας. Ἡ μάχη πρέπει νά γίνεται καθημερινά, διά τῆς προσεκτικῆς ἐξέτασης τῆς συνείδησης καί διά τῆς ἀκλόνητης ἀπόφασης γιά συγκράτηση.
Τά ὅπλα εἶναι πολλά καί ποικίλα. Ἡ νηστεία λεπτύνει τό σῶμα μέχρι νά γίνει διάφανο καί ἐλαφρό καί ὁ νοῦς μπορεῖ νά κατανοεῖ τήν ἀληθινή σημασία τῶν παθῶν. Ἡ νηστεία ἔχει τίς ὑπερβολές καί τούς κινδύνους της, ἀλλά θά πρέπει νά ἐφαρμόζεται μέ διάκρισι. Ἡ προσευχή βοηθάει τόν νοῦ νά δεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τήν ἔννοια τῆς ζωῆς καί τίς αἰτίες τῶν πραγμάτων. Ἡ προσευχή εἶναι τό πότισμα τῶν ἀνθρώπων μέ τήν Χάρη. Ἡ ἀγρυπνία εἶναι ἀπαραίτητη, διότι δι᾿ αὐτῆς περιορίζουμε τά καθημερινά μας τρεχάματα καί σκεφτόμαστε τά οὐράνια, τά θεϊκά καί τά αἰώνια.
Ἡ ἀνάγνωση τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἔχει μιά τεράστια ἐπίδραση στούς ἀνθρώπους καί οἱ σχέσεις μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους πρέπει νά εἶναι καλά τακτοποιημένες. Γενικά οἱ ἐξωτερικές πράξεις ἐπιδροῦν θετικά στόν ἄνθρωπο καί αὐτός πρέπει νά ξέρει νά βρεῖ γιά τόν ἑαυτό του τό κατάλληλο πλαίσιο, μέσα στό ὁποῖο θά ἐργασθῆ πνευματικά.
Ὅταν τό περιβάλλον δέν εἶναι εὐνοϊκό καί ἡ ψυχή παρασύρεται βίαια ἀπό τά πάθη, μποροῦν νά ληφθοῦν ἔκτακτα μέτρα, τά ὁποῖα νά πειθαρχήσουν τίς αἰσθήσεις καί τόν νοῦ. Ἡ δουλειά, ἡ σωματική κούραση, τό σπόρ εἶναι μέσα μέ παιδαγωγική ἀποτελεσματικότητα. Ὁ πόνος, ἡ θλίψη, ἡ ἀσθένεια εἶναι εὐκαιρίες ψυχικῆς θεραπείας. Ἡ σκέψη τοῦ θανάτου ἔχει κι αὐτή μεγάλη ἐπίδραση στήν συνείδηση. Πολύ σημαντική εἶναι καί ἡ ἐσωτερική προσοχή: μιά φανατική ψυχωτική ἡδονική εἰκόνα μπορεῖ νά ὑποχωρήσει μέ μιά ἄσχημη εἰκόνα ἐκείνης τῆς ἡδονῆς, μέχρι νά ἐξολοθρευθεῖ ἡ ἴδια ἡ ἡδονή. Πρέπει νά καταπολεμηθοῦν οἱ ἀφορμές, πού προκαλοῦν πάθη. Πρῶτα πρέπει νά γίνεται αὐστηρή φρούρηση στόν κακό λογισμό.
Περί τῆς πνευματικῆς κλίμακας
Τό πᾶν εἶναι σύνθετο: Τό σύμπαν, ὁ ἄνθρωπος, ἕνα φύλλο, μιά πέτρα, ἀκόμη καί τό ἄτομο. Ὁ προσανατολισμός τοῦ ἀνθρώπου σ΄ αὐτόν τόν σύνθετο κόσμο εἶναι μιά πολύ δύσκολη, μακρόχρονη καί φορτωμένη ὑπευθυνοτήτων πορεία. Αὐτόν τόν δρόμο δέν μπορεῖ νά τόν διανύσει ὁ ἄνθρωπος μόνος του, σάν ἕνας ἀγριάνθρωπος καί ἀπομονωμένος, ὅπως ὁ πρῶτος ἄνθρωπος χωρίς ἱστορία καί χωρίς κοινωνικές σχέσεις, ἀλλά ἐξαρτᾶται ἀπό τό περιβάλλον στό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος γεννιέται καί μεγαλώνει: ἀπό τήν κληρονομικότητά του, τήν γεωγραφία στήν ὁποία ἀνήκει, τήν ἱστορία καί τόν πολιτισμό στόν ὁποῖο μεγαλώνει, τούς ἀνθρώπους μέ τούς ὁποίους ἔρχεται σέ ἐπαφή, μέ ὅλες τίς πολύπλοκες ἐπιρροές τίς ὁποῖες αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἐπηρεάζονται. Ἀκόμη ἐπιδροῦν ἐπάνω του ἡ πνευματικότητα, ἡ πίστη, οἱ ἰδέες, τά ἤθη, ἡ φιλοσοφία, ἡ νοοτροπία, ἡ συμπεριφορά, ἡ κοινωνικοπολιτική ὀργάνωση, οἱ οἰκονομικές σχέσεις καί οἱ ψυχικές ἐπαφές. Γενικά ὁ ἄνθρωπος εἶναι καρπός τῆς κοινότητας στήν ὁποία ζῆ καί κινεῖται.
Καί οἱ μεγαλύτεροι ἄνθρωποι ἔχουν σφάλει. Λάθη ἔκαναν ὁ Ὠριγένης, ὁ Πασκάλ, οἱ Ἀπόστολοι καί μαθητές τοῦ Κυρίου. Ἀλλά καί ποιός δέν ἁμάρτησε; Δέν μποροῦμε νά ζοῦμε καί νά μεγαλώνουμε μόνοι μας, ἀλλά σέ κοινωνία μέ τούς ἄλλους. Ἡ ἐπαφή μέ ἄλλους ἀνθρώπους, ἡ ἀνάγνωση, οἱ τέχνες, τό γενικό περιβάλλον διαπλάθουν τόν ἄνθρωπο.
Τό περιβάλλον δέν δίνει οὔτε τήν συνείδηση, οὔτε τήν προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά τά λειαίνει, τά παιδεύει, τά μορφώνει. Κάθε στιγμή ἐπηρεαζόμαστε ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο διά τῶν ἰδίων μας ἐσωτερικῶν βιωμάτων, διά τοῦ πνεύματος πού ἀναδύεται ἀπό μέσα μας, διά τῶν ψυχικῶν καί διανοητικῶν ἐκδηλώσεων, διά τῶν καθημερινῶν μας πράξεων, ὅσο ἐλάχιστες καί νά εἶναι. Ὁ παιδαγωγικός ρόλος τοῦ περιβάλλοντος εἶναι τεράστιος καί συχνά δέν τόν καταλαβαίνουμε.
Πέρα, ὅμως, ἀπό τήν ἐπίδραση τοῦ περιβάλλοντος καί τά πατρογονικά χαρακτηριστικά, τό ἀνθρώπινο πρόσωπο εἶναι μοναδικό καί κυρίαρχο. Αὐτός, ὁ ἄνθρωπος, εἶναι ὁ δεύτερος δημιουργός τοῦ κόσμου διότι γνωρίζει τίς ἀόρατες ἀρχές τοῦ κόσμου, προσπαθεῖ νά τίς ξεπερνάει, καί στήν συνέχεια νά ξεκουράζεται στήν κοινωνία του μέ τόν Δημιουργό καί Ἐξουσιαστή τῶν πάντων, τόν Θεό.
Ξεκινῶντας ἀπό τήν σύνθεση τῆς ὕπαρξής του, ὁ ἄνθρωπος καταλαβαίνει τήν ἑνότητα προέλευσης τῶν πάντων, ἡ ὁποία εἶναι ὁ Θεός. Ἀπό τότε πού μάθαμε τί εἶναι τό ἄτομο, μποροῦμε μέ μεγαλύτερη νηφαλιότητα νά θαυμάσουμε τήν κατασκευή του. Ἀπό τότε πού ξέρουμε κάτι γιά τούς νόμους τῆς κληρονομικότητας συγκλονιζόμαστε γιά τό μυστήριο πού κρύβεται μέσα σ᾿ αὐτούς. Καί μαθαίνοντας περί τῆς ἀρχῆς καί τοῦ τέλους τῆς ὕλης στό σύμπαν, κατανοοῦμε πιό ξεκάθαρα τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Τό πᾶν, τά πάντα ὁδηγοῦν πρός τήν πίστη καί καλλωπίζονται διά τῆς πίστεως. Οὔτε ὁ σατανᾶς δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄπιστος.
Ὁ χριστιανός ἔχει μιά ἄγρυπνη, ζωντανή, δυναμική καί δημιουργική συνείδηση. Ὁἱ Ἀπόστολοι συγκεντρώνουν τίς ἰδιότητες τοῦ πολιτισμένου πιστοῦ, γιά νά τίς προσανατολίσουν, ὄχι ἐναντίον τοῦ πολιτισμοῦ, ἀλλά πρός τόν Θεό, χρησιμοποιώντας τόν πολιτισμό, τήν τέχνη καί τήν ἐπιστήμη σάν ἐργαλεῖα προσέγγισης στόν Θεό.
Ἀπ᾿ αὐτήν τήν προοπτική μᾶς φαίνεται κενός ὁ λόγος μερικῶν ἠθικολόγων Κληρικῶν. Ὄχι βέβαια διότι ἡ ἠθική εἶναι ἀσήμαντη, ἀλλά διότι ἡ ἴδια πρέπει νά πηγάζει ἀπό τήν θρησκευτικότητα καί ἀπό τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι βίωση τῆς Χάριτος. Ἡ θρησκευτική ζωή εἶναι φωτιά καί καίει μέχρι τό πύρωμά της νά λύσει ὅλα τά προβλήματα τῶν ἀνθρώπων. Τότε οἱ πιστοί φτάνουν στόν Θεό καί δέν περιπλανοῦνται, δέν ἀστοχοῦν, διότι δέν εἶναι πιά μόνοι. Τό Ἅγιο Πνεῦμα τούς φωτίζει καί τούς προτρέπει.
Τί νά κάνουμε μέ τίς αἰσθήσεις; Πρέπει νά τίς γνωρίζουμε, νά τίς χρησιμοποιοῦμε σύμφωνα μέ τόν προορισμό μας καί νά τίς πειθαρχοῦμε. Κάθε αἴσθηση ἔχει μιά ἔννοια κι ἕνα βαθμό, τά ὁποῖα γνωρίζονται μόνο ὅταν ὁ νοῦς δέν ὑποδουλώνεται ἀπό τίς αἰσθήσεις, ἀλλά λειτουργεῖ σύμφωνα μέ τούς νόμους τῆς πρωτόγονης φύσης. Ἡ τροφή, ὁ ἀέρας τό νερό χρησιμοποιοῦνται μἐσα σέ ὡρισμένα ὁριακά πλαίσια, διότι ἀλλιῶς γίνονται βλαβερά. Καμμιά ὑπέρβαση τῶν αἰσθήσεων δέν εἶναι φυσιολογική καί δέν ὁδηγεῖ σέ εὐχαρίστηση. Κάθε τι τό φαγώσιμο δέν εἶναι καί καλό. Δέν εἶναι καλό νά δεῖς ὅτιδήποτε, ν᾿ ἀκούσεις ὅτιδήποτε, νά μυρίσεις ἤ νά ψηλαφήσεις ὅτιδήποτε, οὔτε ὅσονδήποτε, οὔτε ὅπως νἆναι, οὔτε ὁποτεδήποτε. Ὅλα πρέπει νά γίνονται μέ τό κατάλληλο μέτρο.
Τό πιό σημαντικό πρόβλημα σχετικά μέ τίς αἰσθήσεις εἶναι ἡ φιληδονία. Αὐτή περιέχει μέσα της τό μυστήριο τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί εἶναι, ἀπ᾿ αὐτή τήν πλευρά, μιά τελείωση τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου. Γι΄ αὐτό, ὅμως ὅσο δελεαστικές καί νά εἶναι οἱ αἰσθησιακές ὀμορφιές, τελικά μόνο ἡ ἀγνή καί γεμάτη μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ ψυχή μπορεῖ νά προσφέρει χαρά καί νόημα στήν ἐνδόμυχη ἐπικοινωνία μέ τόν ἄλλο.
Ἡ σεξουαλική ἀσέλγεια εἶναι φθορά καί ἀλλοτρίωση. Ὁ ἐλεύθερος ἔρωτας καταστρέφει τόν ἄνθρωπο καί διαλύει τήν κοινωνία. Τό ἴδιο τό ἀνθρώπινο γένος κινδυνεύει διά τῆς σεξουαλικῆς κατάχρησης. Οἱ διεστραμμένες μορφές τῆς σεξουαλικότητας εἶναι ἡ ἀπόδειξη εἴτε ἑνός ἀρρώστου ἀνθρώπου, εἴτε μιᾶς νοσηρῆς κοινωνίας. Ἡ διαστροφή ἀφήνει βαθειές οὐλές στήν κληρονομικότητα, στήν ψυχή καί στήν κοινωνία. Στήν ἀρχή αὐτή μπορεῖ νά γίνεται σάν μιά πλάνη, μιά μικρή ὑπέρβαση, ἕνα πάθος, ἀλλά ὕστερα πρέπει νά παρακολουθεῖται διότι μετατρέπεται σέ ἀρώστεια, γίνεται κοινωνικό πρόβλημα, μιά νοσηρότητα πού χρειάζεται αὐστηρή, ἐκτενή καί βαθειά θεραπεία.
Ἡ ἄθληση, ἡ ἐργασία, τό καλό ἀνάγνωσμα, ὁ διαλογισμός τῶν πνευματικῶν, ἡ ἐξομολόγηση, ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, οἱ μετάνοιες, ἡ ταπείνωση καί ἡ ὑποταγή σέ σωματικές ἀσκήσεις τοποθετοῦν τόν νοῦ καί τήν θέληση σάν ἄρχοντες πάνω ἀπό τήν σαρκική ἡδονή. Τό πιό ἰσχυρό ὅπλο, ὅμως, εἶναι ἡ αὐτοκριτική τῶν δικῶν μας λογισμῶν, φαντασιῶν, ἐπιθυμιῶν καί σχέσεων μέ τό περιβάλλον, διότι ἡ ἀνηθικότητα ἀρχίζει μέ τήν ἀκολασία τοῦ λογισμοῦ.
Ὅταν σκέφτεσαι μέ ἐπιθυμία τίς ἀπολαύσεις, φορτώνεσαι μέ εἰκόνες τέτοιου εἴδους. Ὅταν συνοδεύονται καί μέ μουσική καί διεγερτικούς ἤχους καί ὑπάρξει κάποια πρόκληση πρός τήν φιληδονία, τότε νικιέσαι ἀπό τόν ἄμεσο πειρασμό καί εἶσαι σχεδόν χαμένος. Λοιπόν, πρέπει νά φεύγεις ἀπό τόν πειρασμό, νά μήν ἀφήνεις καμμιά αἴσθηση σέ ἀποχαύνωση καί ἰδιαίτερα νά φροντίζεις γιά νά εἶναι καθαρός ὁ ψυχικός σου κόσμος. Ὑγιής εἶναι μόνο ὁ ἄνθρωπος πού ὑποδουλώνει καί βασιλεύει ἐπάνω στίς αἰσθήσεις του. Μόνο ὁ ἄνθρωπος χωρίς Θεό μπορεῖ νά καταστρέψει τίς αἰσθήσεις του, ἀπομακρύνοντάς τες ἀπό τόν σκοπό πού μᾶς τίς χάρισε ὁ Δημιουργός.
Ὄχι μόνο οἱ αἰσθήσεις, ἀλλά καί ὁλόκληρη ἡ παιδεία τοῦ ἀνθρώπου πρέπει νά μορφώνεται σέ θρησκευτικό πνεῦμα. Ὅσο περισσότερη ἐκπαίδευση, τόσο καί ἀνώτερη πρόοδο. Ὅσο πιό μεγάλο χάρισμα εἶναι ή ἰδιοφυΐα, τόσο πιό πολύ θρησκευτική βίωση καί πνευματική ἕνωση μέ τόν Θεό επιβάλλεται. Καί νά μήν ξεχνᾶμε ποτέ ὅτι τό τέλειο μέσο τῆς γνώσης εἶναι ἡ ἀποκάλυψη.
Ἀρχίσαμε ἀπό τήν πίστη στόν Θεό καί φτάσαμε στήν βίωση ἐν Χριστῶ. Αὐτή ἡ πορεία ἦταν μακρόχρονη, πολύπλοκη, δύσκολη, ἀλλά καί θαυμάσια. Δέν ὑπῆρξε βάσανο πού νά μήν συνοδεύθηκε ἀπό τήν χαρά. Γι΄αὐτό ὁ στενός δρόμος εἶναι ὡραῖος. Ξεκινήσαμε ἀπό τήν πίστη, πολεμήσαμε μέ τίς αἰσθήσεις, μέ τά προβλήματα τῆς ὑλικῆς καί κοινωνικῆς ζωῆς, μέ τούς ἀνθρώπους ὅπως εἶναι αὐτοί, καί βαθμιαία βάλαμε τάξη στήν ψυχή, στόν νοῦ, στό πνεῦμα, στήν σχέση μας μέ τόν κόσμο καί μέ τό σύμπαν.
Στήν ἀναπτέρωσή μας γιά τήν σωτηρία εἴχαμε ἀνθρώπους πού μᾶς συμβούλευαν. Διδάξαμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, μελετήσαμε βιβλία, ἀκολουθήσαμε τίς διδασκαλίες τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τελικά φτάσαμε νά ὁδηγηθοῦμε ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Πάντα ἄγρυπνοι, προσεκτικοί, ἐνσυνείδητοι καί τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀπό μέσα μας διακρίνει εὔκολα τά πονηρά πνεύματα, τίς πονηρές ἰδέες, τούς κακούς ἄνθρωπους, τήν λανθασμένη ἐξήγηση τῆς ζωῆς ἤ τῆς φύσης, ἀλλά – ἐπαναλαμβάνουμε –μόνο διά τοῦ ζωντανοῦ καί νηφάλιου ἐν Πνεύματι βιώματος.
Μπορεῖ νά φανεῖ ὅτι ἔκανα μιά θεωρητική καί ἀφηρημένη εἰσήγηση, ἀλλά πραγματικά ἐμεῖς ὁμολογοῦμε τά ἀποτελέσματα τῆς ἐντυπωσιακῆς ἐμπειρίας στήν ὁποία συμμετείχαμε. Δέν εἶναι τίποτε λογοτεχνικό στά λεγόμενα, παρόλο πού ὅλα εἶναι ἀπό βιβλία, δέν εἶναι τίποτε ἀπό ἄλλους ἀνθρώπους, παρόλο πού οἱ ἄνθρωποι μᾶς ὡδήγησαν στά πάντα. Κάθε ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τήν ἐμπειρία τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, τῆς ζωῆς καί τοῦ Θεοῦ. Ἄρα, μέσα ἀπό τήν καρδιά μας σᾶς μιλήσαμε τώρα, προσπαθώντας νά παρουσιάσουμε τό περιβάλλον τῆς ἐξωτερικῆς καί ἐσωτερικῆς ζωῆς πού ζήσαμε.
Περί της ἁγιότητας
Μερικοί ἀρνοῦνται τήν ἁγιότητα, ἐνῶ ἄλλοι παρακάνουν τό ἦθος της. Ἡ ἁγιότητα εἶναι φυσική, ζωντανή, πραγματική, προσιτή. Ἡ πιθανότητα τῆς ἁγιότητας εἶναι ἕνα δεδομένο τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Ἡ ἁγιότητα δέν εἶναι μιά ὑπερβολή ἀλλά, ἀντίθετα, αὐτή εἶναι ἡ κατάσταση ἰσορροπίας καί ἀρμονίας πού φέρνει μιά ζωή γεμάτη χαρά. Οἱ Ἅγιοι εἶναι πραγματικοί ἄνθρωποι καί δέν τούς λείπει τίποτε ἀπό τά ἀνθρώπινα, μονάχα πού σ΄ αὐτούς τό καλό ἔχει νικήσει τό κακό. Συχνά ζοῦμε δίπλα σέ ἁγίους καί δέν τούς ἀναγνωρίζουμε.
Γιά νά φτάσει κανείς σέ μιά τέλεια ζωή, τοῦ δίνεται ἀπό τόν Θεό ἡ θεϊκή Χάρη –ἄκτιστη ἐνέργεια – καί γι΄ αὐτό δέν εἶναι δυνατή ἡ σωτηρία χωρίς τήν Χάρη. Οἱ ἄνθρωποι στούς ὁποίους βασιλεύει ἡ Χάρη εἶναι ἅγιοι, διότι ἡ Χάρη θέτει τόν ἄνθρωπο στήν θεϊκή τάξη μέσω τῆς ἁγιότητας. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι – μᾶς τό λέει ἡ ἐπιστήμη ἐκπέμπουν φῶς καί ἐνέργεια, ἀλλά οἱ ἅγιοι ἀναδίδουν θεϊκό, ἄκτιστο φῶς.
Οἱ πορεῖες τῆς ἁγιότητας εἶναι ποικίλες στήν ζωή, διότι ἡ ἁγιότητα πρέπει νά ἀσκηθεῖ σέ ὅλες τίς πλευρές τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος εἶναι ἕνας πολύ μεγάλος ἅγιος, ἀλλά ταὐτόχρονα εἶναι τόσο ἀνθρώπινος, ἀκόμη καί γραφικός. Παρόλο πού εἶναι ἀρχοντικός, πέφτει καί σέ λάθη κι ἄς εἶναι ἕνας μεγάλος ποιμένας ἀνθρώπων καί ταὐτόσημος μέ τούς ἄλλους Ἀποστόλους.
Ο ἀπόστολος Παῦλος εἶναι ὁ ἅγιος πού ξεχωρίζεται μέ τήν θαυμάσια παιδεία του, ἐνῶ ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης πυρπολεῖ τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος εἶναι ὁ ἅγιος τῆς ἱερατικῆς ἀποστολῆς. Αὐτός δέν εἶναι ἁπλᾶ ἕνας φίλος τῆς Χάριτος, ἀλλά ἕνας καθαγιασμένος λειτουργός μέσῳ τῆς Χάριτος. Δέν εἶναι ἕνας δάσκαλος τῆς ρητορικῆς, ἀλλά ἕνας ἀτρόμητος στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ, πού γιά τήν ἀλήθεια καί τήν δικαιοσύνη ἀντίκρυσε τόν διωγμό καί τήν φυλακή. Πολλοί βασιλεῖς, στρατιῶτες, λόγιοι, καλλιτέχνες καί μεγάλοι διοργανωτές ἦταν ἅγιοι καί ἄνοιξαν τήν πορεία της ἁγιότητας γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀσχέτως ἐπαγγέλματος, ἐθνικότητας, φύλου ἤ ἡλικίας.
Περί ἑνός καινούργιου αἰῶνα
Ζοῦμε σέ μιά δύσκολη ἐποχή. Ἡ ἐμπειρία μιᾶς αὐτοματοποιημένης κοινωνίας ἔχει τρομοκρατήσει τόν κόσμο. Ὁ ἄνθρωπος χωρίς Θεό εἶναι τερατώδης καί ἡ κοινωνία πού δέν ἀκούει τούς χτύπους τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἕνας καταστρεπτικός μηχανισμός. Ἡ ἴδια ἡ φύση καί ἡ ζωή ὑποφέρουν.
Ἐμεῖς δέν εἴμαστε εὐχαριστημένοι μ΄ αὐτόν τόν κόσμο, ἀλλά ἀπό τήν ἀγανάκτησή μας δημιουργήσαμε ἕναν κόσμο τῆς πανωλεθρίας. Ἡ πρόοδος τοῦ πολιτισμοῦ ἔφερε μαζί της καί τήν δύναμη τῆς αὐτοκαταστροφῆς. Ὑπάρχουν φραγμοί τῆς φύσης καί τῆς ζωῆς, οἱ ὁποῖοι δέν πρέπει νά πειραχτοῦν, ἀλλά οἱ ἄνθρωποι τούς ὑπερπήδησαν καί θριαμβεύει τό κακό, ἐνῶ ἡ φύση ἐκδικεῖται.
Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτσι γράφει: «Ὁ εὐρωπαϊκός ἄνθρωπος εἶναι χαζός, πολύ χαζός διότι, μή πιστεύοντας στόν Θεό καί στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, μπορεῖ νά πιστεύει στήν πρόοδο καί στήν ἀξία τῆς ζωῆς καί νά ἐργάζεται γι΄ αὐτήν. Τί χρειάζομαι τήν προκοπή ὅταν πίσω της μέ περιμένει ὁ θάνατος; Τί ἀνάγκη ἔχω γιά ὅλους τούς κόσμους, γιά ὅλους τούς γαλαξίες, γιά ὅλους τούς πολιτισμούς, ὅταν πίσω ἀπό ὅλα αὐτά μέ παρακολουθεῖ ὁ θάνατος; Ὅπου ὑπάρχει ὁ θάνατος, ἐκεῖ δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει ἀληθινή προκοπή. Ἔστω καί νά ὑπάρχει, εἶναι ἁπλᾶ μιά καταραμένη προκοπή στό μύλο τοῦ θανάτου. Γι΄ αὐτό πρέπει νά ἐξολοθρεύεται τελείως νά μήν παραμείνει οὔτε ἴχνος ἀπ᾿ αὐτήν».
Δέν εἶναι δυνατόν κανείς νά ἐπιβιώσει στό ρυθμό τοῦ πολιτισμένου κόσμου, διότι ἔχουμε ἤδη καταναλώσει τά ἐφόδια τῆς γῆς, ἔχουμε μολύνει τήν φύση, ἔχουμε ἀλλοτριώσει τόν ἄνθρωπο καί, σ΄ αὐτές τίς συνθῆκες, ἀνήμποροι νά σταματήσουμε τήν πορεία τῆς δῆθεν προκοπῆς, ὁδεύουμε στήν καταστροφή, ἄν φυσικά δέν θά ἔλθει μιά ἀστραπιαία λύση, ἕνα ξαφνικό τέλος, μέσῳ τοῦ ἀτομικοῦ καί πυρηνικοῦ πολέμου. Μέ τίς παροῦσες συνθῆκες ὁ πόλεμος εἶναι ἀναπόφευκτος ἀπό τήν ἱστορία. Ἐφ᾿ ὅσον οἱ ἄνθρωποι εἶναι κακοί, ὑπάρχει σκλαβιά, ἀδικία, τά πάθη κυβερνοῦν τούς ἀνθρώπους. Ὁ πόλεμος εἶναι μιά πραγματικότητα πού πρέπει νά τήν ἀναγνωρίσουμε φανερά. Μόνο μιά ἐσωτερική τελειοποίηση τῶν ἀνθρώπων θά μποροῦσε νά παρεμποδίσει τόν πόλεμο, ἀλλά σ᾿ αὐτόν τόν αἰῶνα οἱ ἄνθρωποι δέν προσφεύγουν στήν ἐκκλησία, οὔτε στόν Θεό. Οἱ πάπες ἔχουν καταδικάσει τά ὅπλα, ἀλλά τώρα προσπαθοῦν νά «ἠμερεύσουν» τήν βόμβα τοῦ νετρονίου. Οἱ προοπτικές εἶναι ὀδυνηρές καί οἱ ἄνθρωποι εἶναι τόσο φανατικοί, ὥστε εἶναι ἕτοιμοι γιἀ ὁποιανδήποτε ἀνισορροπία.
Ἡ κρίση τοῦ συγχρόνου πολιτισμοῦ εἶναι, πρῶτα ἀπ΄ὅλα, θρησκευτική. Οἱ χριστιανοί εἶναι διασπασμένοι καί δέν ἔχουν πιά ἑνότητα. Δέν ἔχουν οὔτε τήν συναίσθηση τῆς ἀποστολῆς τους, δέν πιστεύουν πιά στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τυφλωμένοι ἀπό ἰδεολογικά μπερδέματα καί δέν ἔχουν πιά μιά προσωπική τους ἄποψη. Εἶναι παράδοξο τό γεγονός ὅτι σήμερα βλέπουμε χριστιανούς μέ μιά ἀνθρωποκεντρική, ἐγωϊστική, ἀνθρωπιστική, ματεριαλιστική σκέψη, ἀγκυροβολώντας στήν ἐκκλησία εἴτε στό πολιτικό, εἴτε στό κοινωνικό εἴτε στόν οἰκονομικό παράγοντα.
Μᾶλλον, ὅμως, σύμφωνα μέ τό σχέδιο τῆς θείας Πρόνοιας, ὅλες αὐτές οἱ καταστροφές πρέπει νά γίνονται, διότι αὐτές θ΄ ἀνοίξουν ἕναν νέο αἰῶνα. Αὐτός δέν θά ὁμοιάζει μέ τούς αἰῶνες τοῦ παρελθόντος, ἀλλά θά εἶναι ἕνα πήδημα πρός τόν Χριστό. Ἡ θλίψη δέν μπορεῖ νά παρεκτραπεῖ, ἀλλά ὅσο περισσότεροι θά γυρίσουν στήν ἀλήθεια, τόσο πολύ θά συντομευτοῦν τά βάσανα. Προειδοποιοῦμε τούς λαούς νά γυρίσουν στόν Θεό καί νά προσανατολιστοῦν ξανά στήν ζωή τους, ἀλλάζοντας τήν νοοτροπία τους, ὁρίζοντας ἄλλες ἐπιδιώξειςς καί ἀντικαθιστώντας τόν παρόντα τρόπο ζωῆς.
Διάλογοι μέ τόν Βαλέριο
Περί μοναχισμοῦ
Ἀνεκάλυψα τόν Χριστό καί ἐπιθυμῶ νά τόν ἀκολουθῶ στόν στενό δρόμο τῆς σωτηρίας, λόγῳ μιᾶς ἐσωτερικῆς μου ἔφεσης γιά ἀπόλυτη ἀφιέρωση καί ἐμπιστοσύνη ὅτι μόνο διά τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νά σωθεῖ ὁ κόσμος. Δέν ἔφυγα ἀπό τόν κόσμο, ἀλλά ὅ,τι ἦταν κοσμικό μέσα μου τό πέταξα ἔξω. Ποθοῦσα νά γίνω μοναχός, ὅμως δέν ἐγκατέλειψα τήν ζωή, γιατί ἤθελα νά ὑπηρετῶ τήν ζωή σέ μιά ὑψηλότερη μορφή.
Πιστεύω ὅτι ἡ παρθενία καί ἡ ἄσκηση δέν εἶναι οἱ πιό ὑψηλές ἰδιότητες τοῦ μοναχισμοῦ, ἀλλά τό φωτισμένο ἀπό θεία Χάρη πνεῦμα γιά προσφορά σ᾿ αὐτή τήν ζωή. Ὁ μοναχός προσεύχεται γιά τούς ἀνθρώπους. Ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ μοναχοῦ ἀπό τόν κόσμο πρέπει νά κατανοηθεῖ σάν μιά βαθειά ἐπιθυμία γιά ἄσκηση, διότι ὁ μοναχισμός εἶναι μιά ἰδιαίτερη ζωή. Εἶναι μιά ζωή ἐναντίον τῆς ζωῆς, γιά τό καλό αὐτῆς ζωῆς. Οἱ μοναχοί εἶναι οἱ κατά κόσμον σαλοί, πού περιφρονοῦν ἀκόμη καί τήν φύση τους γιά νά ἐνώνονται μέ τόν Χριστό καί νά ὑπηρετοῦν τούς ἀνθρώπους. Ἡ παρθενία τους εἶναι ὄντως ἡ ἔκφραση τῆς ἁγνείας καί ὁ φορτωμένος μέ πάθη κόσμος τήν ἔχει ἀνάγκη. Τό φυσιολογικό ἀποτέλεσμα τῆς ἀγνότητας γίνεται πηγή πνευματικῆς δύναμης, ἀλλά ὄχι πρός ἴδιον ὄφελος, ὅπως πιστεύουν μερικοί, ἀλλά γιά τόν κοινωνικό σκοπό, ὅπως μᾶς διδάσκει ὁ Κύριος. Ὁ μοναχισμός εἶναι ὁ ἀνώτερος τρόπος ἑτοιμασίας γιά τόν κόσμο, διότι ὁ κόσμος χρειάζεται τούς «τρελλούς» γιά νά τόν ἁγιάσουν.
Τώρα ζοῦμε σέ μιά ἐποχή στήν ὁποία οἱ χριστιανοί ἀνακαλύπτουν ἕναν ἄλλο τρόπο ὁμολογίας: τῆς μωρίας τοῦ Σταυροῦ καί τῆς θυσίας γιά τήν ἀλήθεια. Οἱ ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ ἔχουν ἐξαπολύσει τόν πιό μεγάλο καί ἄγριο διωγμό ἐναντίον τῶν χριστιανῶν. Τώρα ὅποιος πιστεύει πρέπει νά εἶναι ἕτοιμος γιά τόν θάνατο. Αὐτή ἡ πορεία εἶναι ἕνα πνευματικό πλεονέκτημα μεγάλης ὀμορφιᾶς, ἀπό τήν ὁποία ὁ ἴδιος ὁ μοναχισμός φανερώνεται με καινούργιες ἀξίες καί σημασίες.
Θεώρησα, λοιπόν, ἀναγκαῖο νά κάνω τήν μοναχική ἐπαγγελία, ἔστω κι ἄν πορευόμαστε τήν ὁδό τοῦ μαρτυρίου. Ὅταν εἶσαι ἕτοιμος νά θυσιάσεις τήν ζωή σου, οἱ αὐστηρές ὑποσχέσεις τοῦ μοναχισμοῦ παραμένουν μακριά, ἀλλά ἔχουν τήν ἀξία τους, διότι ἀποδεικνύουν τόν ζῆλο γιά τά ἅγια ζωή. Ὅταν ἡ πίστη ὁμολογεῖται μέ τό κόστος τοῦ ἐξευτελισμοῦ καί μυρίων θανάτων, ὅλες οἱ ἀσκητικές προσπάθειες φαίνονται σάν εὔκολες. Ἑπομένως τώρα, πού θέλω νά δώσω τήν ζωή μου γιά τήν πίστη, ἡ μοναχική μου λαχτάρα, παρόλο πού δέν ἔχει πραγματοποιηθεῖ, εἶναι μιά παρηγοριά τῆς ψυχῆς μου.
Σήμερα, ὅμως, ὁ σατανᾶς φοβᾶται νά μήν χάσει τήν ἐξουσία του ἐπάνω στόν κόσμο, γι΄ αὐτό εἶναι σέ μεγάλη ἐπίθεση ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, τόσο τῶν μοναχῶν, ὅσο καί τῶν λαϊκῶν. Ὁ μοναχισμός ἐξευτελίζεται μέσω τῶν ψεύτικων καί κακοπροαίρετων συνθημάτων. Ὁ διάβολος πειράζει τούς σημερινούς χριστιανούς, ὅπως καί τόν Κύριο στό Ὄρος, νά μοιάζουν μ᾿ αὐτόν (τόν σατανᾶ) καί ὅταν αὐτοί ἀρνοῦνται, περνάει στήν μέθοδο τοῦ ἀφανισμοῦ τους μέ ὅλα τά μέσα. Μερικοί ἔρχονται μέ χρυσό νά μᾶς ἀγοράσουν, ἄλλοι ἔρχονται μέ τό σπαθί νά μᾶς κόψουν, ἐμεῖς ὅμως μένουμε πιστοί στό εὐαγγελικό πνεῦμα.
Χρειαζόμαστε σήμερα χριστιανούς ὁμολογητές καί πνευματικούς, μοναχούς καί λαϊκούς. Δέν ὑποχωροῦμε ἀπό τήν μάχη, ἀλλά ἀνασυγκροτούμαστε καί δυναμώνουμε μέ τήν θεία βοοήθεια. Στόν Χριστό ἔχουμε ἐμπιστευτεῖ ὅλη τήν ἐλπίδα μας, πού εἶναι ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς. Τά βάσανα στά ὁποῖα ὑποβαλλόμαστε εἶναι πόρτες ἀπό τίς ὁποῖες ὁ Χριστός φρεσκάρει καί ἀνυψώνει πιό πολύ τήν ἐκκλησία Του στόν κόσμο.
Περί Ἱερωσύνης
- Πιστεύεις, Βαλέριε, ὅτι ἡ ἄγαμη ἱερωσύνη εἶναι καλή;
- Ἀπό τήν πλευρά τῆς ἀφιέρωσης εἶναι καλή, διότι ἡ ἀγαμία εὐκολύνει τήν ἀποκόλληση ἀπό κάθε συμφέρον καί ἀνθρώπινο δεσμό. Ἀλλά κρατιέται πάρα πολύ δύσκολα, καί ἀπ᾿ αὐτήν τήν ὄψη εἶναι ἕνας μεγάλος πειρασμός. Ἡ ὀρθόδοξη τάξη μοῦ φαίνεται πιό σοφή: μέ ἱεράρχες μοναχούς καί μέ ἔγγαμους ἱερεῖς.
-Ἀλλά καί ἡ ἔγγαμη ἱερωσύνη δέν ἔχει τά ἐλαττώματά της;
-Γενικά ὁ ἱερέας, ἔστω κι ἄν ἔχει οἰκογένεια, πρέπει νά προσπαθεῖ νά μήν δεσμεύεται ὑπερβολικά ἀπ᾿ αὐτήν γιά τήν διακονία του στόν Χριστό καί ἄν ἔχει ὑλικά ἀγαθά νά ζῆ, σάν νά μήν τά ἔχει. Ὁ ἱερέας, γιά νά εἶναι ζῶν κατά Χριστόν, πρέπει νά εἶναι νεκρός γιά τόν κόσμο, γιά νά μπορεῖ ἀκριβῶς νά ὑπηρετεῖ τόν κόσμο. Αὐτός πρέπει νά εἶναι πρῶτα ἕνα παράδειγμα χριστιανικῆς ζωῆς. Οἱ ἱερεῖς ν΄ ἀφήσουν τόν κόσμο τῆς ἁμαρτίας νά κηδέψει τούς νεκρούς του καί αὐτοί νά ἀπομακρυνθοῦν τροπικά ἀπό τόν κόσμο γιά νά χτίσουν τόν χριστιανικό κόσμο. Καλά θά ἦταν τά ὑλικά προβλήματα τῶν ἱερατικῶν οἰκογενειῶν νά ἐνσωματώνονται καί ἀναλαμβάνονται ἀπό τήν κοινωνία.
- Οἱ ἱερεῖς καί οἱ ἱεράρχες πρέπει νά κάνουν πολιτική;
-Ὁ ἱερέας εἶναι ὁ πνευματικός ξεναγός τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπότητας, ἀλλά ενδιαφέρεται γιά τά προβλήματα ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας. Συνεπῶς εἶναι συμμέτοχος σέ ὅλα τά ἀνθρώπινα προβλήματα καί περισσότερο στά προβλήματα προσανατολισμοῦ τοῦ κόσμου. Λοιπόν, ἐάν ἡ πολιτική σημαίνει προσανατολισμός, τότε ὁ ἱερέας ἀσχολεῖται μέ τήν πολιτική. Ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψη τήν ἀτέλεια τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, στήν ὁποία οἱ τύποι εἶναι σέ συνεχή ἀλλαγή, οἱ ἱερεῖς δέν κυβερνοῦν, ἀλλά ἀγρυπνοῦν γιά τίς κυβερνήσεις. Αὐτοί ἀγρυπνοῦν γιά τό καλό, δηλαδή ἡ διακονία τους ὁρίζεται σ΄ ἕνα πνευματικό-ἠθικό ἐπίπεδο. Ὁ Κλῆρος πρέπει νά εἶναι ἐλεύθερος καί ἀνεξάρτητος ἀπό τόν πολιτικό τομέα ἀκριβῶς γιά νά μπορέσει νά τόν διακονήσει καί, ἴσως, νά τόν ἀνακαινίσει. Ἀλλά ν΄ἀφήσεις τόν κόσμο νά κυβερνᾶται τυφλά σημαίνει ὅτι χάνει τήν ἱερατική του ἀποστολή. Γενικά ἡ κοινωνία ἀποτελεῖται ἀπό τήν θεϊκή καί ἀνθρώπινη, ἱερατική καί λαϊκή, ἐκκλησιαστική καί κρατική συνέργεια. Στόν Κλῆρο ἀνήκει ἡ δύσκολη ἀποστολή νά προσφέρει τήν πνευματικότητά της, βάσει τῆς ὁποίας θά ἐξελιχτεῖ ἡ ἱστορία.
- Ποιά εἶναι τά στάδια στά ὁποῖα ὁ Κλῆρος μπορεῖ νά ἐνεργεῖ ἄμεσα;
- Πρῶτον, στόν Κλῆρο άνήκει τό ἱερατικό στάδιο. Ὅλοι οἱ χριστιανοί ἔχουν Χάρη, ἀλλά μόνο ὁ Κλῆρος τήν διαχειρίζεται. Δεύτερον εἶναι ὁ λόγος μέ ὅλες τίς μορφές ἐκφράσεώς του: ἐκφώνηση, ἦχος, κίνηση, χρῶμα, εἰκόνα. Λοιπόν, ὁ Κλῆρος μπορεῖ νά σπουδάζει, νά κάνει φιλοσοφία, ποίηση, τέχνη, μουσική, δημοσιογραφία, ἐπιστήμη, κοινωνιολογία καί οἰκονομία. Ἐπίσης, καλεῖται νά σκέφτεται πολιτικά καί ν᾿ ἀποφαίνεται στά πολιτικά προβλήματα, ἀλλά αὐτό σύμφωνα μέ τίς ἱστορικές συνθῆκες. Κάποτε χριστιανοί ἀπαρνήθηκαν ὡρισμένες κυβερνήσεις καί ὅταν μπόρεσαν ἐδημιούργησαν τίς δικές τους. Συχνά, ὅμως, αὐτές οἱ κυβερνήσεις εἶναι χριστιανικές στήν μορφή, ἀλλά χωρίς χριστιανικό περιεχόμενο, διότι οἱ πολιτικές δυνάμεις ἔχουν νικήσει τήν χριστιανική ἄποψη. Θυμίζουμε σχετικά μ΄ αὐτά τόν ἀγῶνα τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου μέ τόν αὐτοκράτορα Ἀρκάδιο καί τήν δουλεία, στήν ὁποία ζοῦσε ὁ παλιός χριστιανικός κόσμος.
-Ἐάν ὁ Χριστιανισμός ἔφερε τήν ἰδέα τῆς ἰσότητας τῶν ἀνθρώπων, γιατί ὑπάρχει ἐκκλησιαστική ἱεραρχία;
-Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, εἶναι ἰσότιμοι μπροστά στόν Θεό. Εἴμαστε ἰσότιμοι καί μπροστά στήν δικαιοσύνη, στό δικαίωμα τῆς ζωῆς, ἀλλά, ὅταν μιλᾶμε ἐκδηλώνουμε τήν ἀνομοιομορφία μας. Διά τῆς δημιουργίας μας, δηλαδή ὀντολογικά, φυσικά, εἴμαστε διαφορετικοί. Ἡ ἰσότητα μεταξύ τῶν ἀνθρώπων δέν καταλήγει σέ ὀμοιομορφία, ἀλλά σέ ἱεραρχία. Τό ζήτημα δέν εἶναι νά ἀποβάλλουμέ τήν ἱεραρχία τῶν ἀξιῶν, ἀλλά νά ὁρίσουμε ἕνα ἀληθινό κριτήριο ἱεράρχησης. Ὁ ἴδιος ὁ κόσμος ἔχει δημιουργηθεῖ ἱεραρχικά. Καί οἱ ἄγγελοι εἶναι πλασμένοι ἱεραρχικά. Συνεπῶς καί οἱ ἄνθρωποι, σύμφωνα μέ τήν αξία τους καί τά χαρίσματα τους, κατέχουν ἱεραρχικούς βαθμούς. Καί ἡ πνευματική ζωή διέρχεται ἱεραρχικούς βαθμούς πρός τήν τελειοποίηση. Ἀλλά καί ὁ σατανᾶς στήν κόλασή του ἔχει ἱεραρχία καί οἱ πονηροί ἄνθρωποι ἱεραρχοῦνται στήν κακία τους. Διαφορετικά ἀπό τήν ἱεραρχία τοῦ κακοῦ, τοῦ ἐγωϊσμοῦ, τῶν παθῶν καί τῆς ὑπερηφάνειας, οἱ χριστιανοί φέρνουν τήν ἱεραρχία τοῦ καλοῦ, τῆς ἀρετῆς, τῆς ταπείνωσης καί τῆς ἀγάπης. Ἡ ἐκκλησιαστική ἱεραρχία ἔχει τρεῖς βαθμούς ἱερωσύνης, ἀλλά αὐτοί πρέπει νά γίνουν καί βαθμοί βιώσεως τῆς ἀρετῆς. Ἀλλιῶς κινδυνεύουμε νά ὑπεισέλθουμε στό πρότυπο ἱεράρχησης τοῦ κακοῦ ἀντί τῆς ἱεράρχησης τοῦ καλοῦ, καί κάτω ἀπό μιά χριστιανική προσωπίδας. Γενικά δέν ὑπάρχει, λοιπόν, διαμάχη μεταξύ τῆς ἰδέας τῆς ἰσότητας καί τῆς ἱεράρχησης τῶν ἀνθρώπων.
Περί τῆς νήψεως στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
-Βαλέριε, οἱ ὅροι μυστική ζωή καί μυστικισμός εἶναι σήμερα παρεξηγημένες. Ὅμως οἱ ἄνθρωποι πιστεύουν στόν Θεό καί χρειάζονται τήν κοινωνία μαζί Του. Ἐσύ ὁ ἴδιος ἔχεις μιά βαθειά ἐσωτερική ζωή. Ὁπότε, τί πρέπει νά γίνει;
-Πρῶτον, πρέπει νά καταγγείλλουμε σάν ἀναξιόπιστα αὐτά πού διαδίδουν ἐδῶ καί ἀλλοῦ μερικοί ἀμύητοι καί ἐκθέτουν τήν ἔννοια τῆς μυστικῆς αύτῆς ζωῆς. Ἡ μυστική ζωή θά παραμείνει τό κέντρο τῆς χριστιανικῆς ἀναγέννησης διότι δι΄ αὐτῆς ὁ χριστιανός εἰσχωρεῖ στήν κοινωνία μέ τόν Θεό, μέσω μιᾶς βαθμιαίας ψυχικῆς διαδικασίας κάθαρσης ἀπό τά πάθη καί τελειοποίησης. Ξεκινᾶ ἀπό τήν ἐπιστροφή τοῦ ἀνθρώπου στόν ἑαυτό του γιά νά ψάξει τόν Χριστό καί καταλήγει στήν ἕνωση μέ τόν Θεό διά τῆς ἀγάπης. Ἡ ἐσωτερική βίωση μεταποιεῖ τήν φύση, γεμίζει τόν νοῦ μέ γνώση, ἐνισχύει τήν θέληση, καθαρίζει τήν καρδιά καί κάνει τον ἄνθρωπο χριστοφόρο. Διαφορετικά ἀπό τήν ἠθική, πού ἀπαιτεῖ τήν αὐστηρότητα κάποιων ἐντολῶν, ἡ μυστική ζωή εἶναι μιά ζωντανή, ἐσώτερη ζωή ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἐπειδή εἶναι μιά πνευματική μυστική τέχνη προϋποθέτει ἕναν καθοδηγητή καί ἔμπειρο σύμβουλο. Αὐτός εἶναι ἕνας ἀββᾶς, ἕνας Πατέρας ὁ ὁποῖος πέρα ἀπό τό γεγονός ὅτι διαχειρίζεται τήν Χάρη, ἔχει ὁ ἴδιος (ἄν ἔχει) καί μιά ἐσωτερική ζωή καί ἡσυχαστική πρακτική.
- Ποιά εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς μέ τόν Χριστό;
-Ἡ πίστη, ἡ πίστη στόν Θεό. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού πιστεύουν ἀπό τήν φύση τους καί ἀπό τό περιβάλλον πού ἔχουν ζήσει. Ἄλλοι φτάνουν στήν πίστη ὕστερα ἀπό ἀναζητήσεις καί περιπλανήσεις. Ὑπάρχουν ἄλλοι πού διαφθείρουν τήν πίστη τους διά ξενικῶν, ἀτιμωτικῶν ἤ ἀκόμη καί σατανικῶν ἐπιδράσεων. Ἡ πίστη εἶναι ἕνα ἐξάρτημα τῆς ψυχικῆς δομῆς, ἀλλά χρειάζεται μιά προσεκτική καί καί τακτική ἀγωγή γνώσεων. Καί ἡ Ἐκκλησία ἔχει τόν ρόλο νά μᾶς μαθαίνει τήν ὀρθή πίστη.
-Ἐάν ἡ ἀρχή τῆς ἐσωτερικῆ ζωῆς εἶναι ἡ πίστη, τότε ποιό εἶναι τό τέλος, τό ἐπιστέγασμά της;
-Ἡ πίστη εἶναι ἕνας μικρός πυρήνας πού μεγαλώνει συνεχῶς σ᾿ αὐτήν τήν ζωή καί στήν ἄλλη, μέχρι τήν τελειοποίηση τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἕνωση, διά τῆς ἀγάπης, μέ τόν Θεό. Λοιπόν, ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀρετή, ἡ ὁποία δέν ἀντικαθιστᾶ, ἀλλά ἐνισχύει περισσότερο τήν πίστη.
Περί εἰρήνης
-Βαλέριε, τί εἶναι ἡ εἰρήνη;
-Ἡ εἰρήνη εἶναι ἕνα μυστήριο καί βρίσκεται μόνο ἐν Χριστῶ, διά Χριστοῦ καί γιά τόν Χριστό.
-Ἡ εἰρήνη εἶναι μέσα στίς ψυχές ἤ στόν κόσμο, στήν ἱστορία ἤ στήν αιωνιότητα;
-Ἐπειδή εἶναι στόν Χριστό, εἶναι ταυτόχρονα παντοῦ καί διά πάντων.
- Μπορεῖ νά ὑπάρχει μιά ψεύτική ἐσωτερική εἰρήνη;
-Τά πάθη ὁδηγοῦν σέ μιά κατάσταση ὑποδούλωσης πού μονιμοποιεῖται, ἀλλά δέν εἶναι εἰρήνη. Καί τά λάθη ὁδηγοῦν σέ μιά περιπλάνηση πού θεωρεῖται πολύξερη, ἀλλά ἔρχεται μιά στιγμή τῆς ἀλήθειας καί μιά τέτοια κατάσταση δείχνει μιά ψεύτικη εἰρήνη. Τό πονηρό πνεῦμα μπορεῖ νά δαιμονίζει τόν ἄνθρωπο μέχρι τήν τύφλωση, ἀλλά αὐτή δέν εἶναι εἰρήνη, εἶναι σκλαβιά. Τό ἐγώ, ὁ ἐγωϊσμός, ὁ πόθος τῆς ἐπικράτησης καί ἡ φιλοδοξία ζητοῦν νά μᾶς ξεγελοῦν, μέσω μιᾶς προσωπικῆς, ἀθεϊστικῆς εἰρήνης, ἀλλά τελικά ὁ ἄνθρωπος θά μάθει ὅτι εἶναι μόνο ἕνα πλάσμα καί δέν μπορεῖ νά βρεῖ τήν εἰρήνη ἐκτός τοῦ Θεοῦ.
- Μπορεῖ νά ὑπάρχει ἐσωτερική εἰρήνη χωρίς τόν ἀόρατο πόλεμο;
-Ὅποιος δέν ἀγωνίζεται καί δέν νικᾶ τά πάθη καί τήν ἀγνωσία, ἐκεῖνος δέν γνωρίζει τήν εἰρήνη.
-Τί εἶναι ὁ ἀόρατος πόλεμος;
- Γύρνα μέσα σου καί θά ἰδεῖς!
- Μπορεῖ νά ὑπάρχει ἐσωτερική εἰρήνη χωρίς τήν εἰρήνη μας μέ ἄλλους ἀνθρώπους;
-Ὅσο καιρό εἶσαι ἔνοχος ἀπέναντι στούς ἀνθρώπους, ἠθελημένα ἤ ἀθέλητα μέ πράξεις ἤ μέ λόγια, τότε δέν μπορεῖς νά εἶσαι συμφιλιωμένος οὔτε μέ τόν Θεό, οὔτε μέ τόν ἑαυτό σου.
- Τί εἶναι ἡ ἐν Χριστῶ ἐσωτερική εἰρήνη;
- Εἶναι ἡ ζωή μέσα στό Πνεῦμα της ἀληθείας, ἡ βασιλεία τοῦ ἁγίου Πνεύματος στόν ἄνθρωπο. Αὐτή χρειάζεται τήν διάκριση τῶν πνευμάτων καί τήν ἱκανότητα σταθερότητας στήν ἀλήθεια.
- Μοῦ φαίνεται ὅτι εἶναι δύσκολη ἡ ὁριοθέτηση τοῦ καλοῦ ἀπό τόν κακό.
-Γι΄αὐτό εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐλεύθερος, βασιλιᾶς, γιά νά διακρίνει τά πνεύματα. Ἄν δέν ἔχουμε διάκριση δέν εἴμαστε ἄξιοι οὔτε νά ἤμαστε ἄνθρωποι. Οἱ ἄνθρωποι πρέπει νά εἶναι ἅγιοι.
-Ἡ εἰρήνη εἶναι στόν Νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἤ στήν Χάρη, στόν Νόμο τῆς Καινῆς Διαθήκης;
- Στήν Χάρη!
-Ἡ εἰρήνη, τόσο στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων, ὅσο στόν κόσμο, φαίνεται τόσο ἀσταθής!
-Ἡ εἰρήνη τῶν ἀνθρώπων ἐξαρτᾶται ἀπό τό κατά πόσο βρίσκονται αὐτοί κοντά ἤ μακριά ἀπό τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, εἶναι δηλαδή, πρῶτα ἀπ΄ ὅλα, ἕνα πνευματικό πρόβλημα, παρόλο πού αὐτό ἐκδηλώνεται καί στό πολιτικό, κοινωνικό, οἰκονομικό, πολιτιστικό, μορφωτικό ἤ ἠθικό ἐπίπεδο. Ὅλα τά προβλήματα τῶν ἀνθρώπων εἶναι προβλήματα συνειδήσεως καί ἡ συνείδηση δέν βρίσκει τήν εἰρήνη παρά στό θρησκευτικό πεδίο. Τό θρησκευτικό πεδίο εἶναι βασικό στήν ἱστορία.
-Βαλέριε, ἡ εἰρήνη προσδιορίζεται ἀπό τήν συνείδηση ἤ ἀπό τήν κυβέρνηση;
-Εἶναι λάθος νά δεχθοῦμε τήν εἰρήνη τῆς κυβέρνησης χωρίς τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Δέν παραδέχεται τό Εὐαγγέλιο τήν εἰρήνη τῆς σκλαβιᾶς! Δέν παραδέχεται τήν εἰρήνη τοῦ κακοῦ! Ὁ σατανᾶς σοῦ προσφέρει τήν δύναμη του ἄν τόν προσκυνήσεις, ἀλλά ὅλη ἡ δύναμη, στόν οὐρανό καί στήν γῆ, ἔχει δοθεῖ στόν Χριστό. Ἑπομένως οἱ χριστιανοί δέν μποροῦν να δεχθοῦν τήν δελεαστική εἰρήνη τοῦ σατανᾶ.
-Βαλέριε, ἡ εἰρήνη εἶναι ἀγώνας;
-Ἡ εἰρήνη πηγάζει ἀπό τήν θριάμβευση τοῦ καλοῦ ἐπάνω στό κακό, εἴτε στό βαθμό τῆς συνειδήσεως, εἴτε τῆς ἱστορίας. Ἐδῶ βρίσκεται καί τό νόημα τοῦ ἀοράτου πολέμου τῶν ἀσκητῶν καί ἡ ἀποκαλυπτική ἔννοια τῆς ἱστορίας.
-Δηλαδή ἡ εἰρήνη πρέπει νά εἶναι σέ ἀδιάκοπη ἐπίθεση;
-Ἡ εἰρήνη πρέπει νά εἶναι σέ ἐπίθεση καί πάντα ἄγρυπνη. Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ κατῆλθε μέ τήν ἐνσάρκωση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί διά τῆς ἐπίθεσης τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο θἀ ἐνεργεῖ στόν κόσμο μέχρι τήν Δεύτερη Παρουσία Του. Ὁ Χριστιανισμός εἶναι φανέρωση, ἐργασία, ἱκανότητα θυσίας. Οἱ χριστιανοί θά δέχονται μόνο τήν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ, ὁσεσδήποτε θυσίες θά ζητοῦνται ἀπ᾿ αὐτούς.
-Ἡ εἰρήνη πρέπει νά προστατεύεται;
-Μερικοί φυλάγουν τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, ἄλλοι φυλάγουν τήν εἰρήνη τοῦ σατανᾶ. Ἀλλά ἡ δύναμη τοῦ ἀποκαλυπτικοῦ θηρίου θ᾿ ἀφανιστεῖ ἀπό τήν δύναμη τοῦ Ἀρνίου.
- Ποιές εἶναι οἱ μέθοδοι τοῦ χριστιανικοῦ ἀγώνα;
-Στήν μάχη ἐπικράτησης ὁ Χριστιανισμός εἶναι πνευματικός καί ἑπομένως ἐλεύθερος, γιά τήν προστασία τους οἱ χριστιανοί ἀναγκάζονται πολλές φορές ν΄ ἀπαντήσουν στόν ἐπιδρομέα μέ τά ὅπλα τους. Ὁ Δαβίδ ἔπρεπε νά σκοτώσει τόν Γολιάθ, ὁ ἅγιος Νέστωρ ἔριξε μέ ἀκόντιο τόν Λυαῖο κάτω καί δέχθηκε τό μαρτύριο.
-Εἴμαστε γιά εἰρήνη ἤ γιά πόλεμο;
-Ὑπάρχει μιά εἰρήνη πιό συντριπτική ἀπό κάθε πόλεμο καί ὑπάρχει ἕνας πόλεμος φορέας τῆς εἰρήνης. Νά ξεχωρίζετε τά πνεύματα πού προκαλοῦν τά γεγονότα καί ποῦ ἀποβλέπουν κι ἔτσι θά ξέρετε τί πρέπει νά κάνετε.
-Πάντα ἀκοῦμε μιλώντας περί τῆς εἰρήνης!
-Κάθε κυβέρνηση προτείνει τήν εἰρήνη της, ἀλλά ὅλοι εἶναι ὑποκριτές, ὑποκύπτοντας κάτω ἀπό τόν ἀπροσδιόριστο ὅρο τῆς εἰρήνης γιά τήν δική τους ἐξουσία.
-Τί λείπει στόν σημερινό κόσμο: ἡ πίστη, ή ἀλήθεια ἤ ἡ ἐξουσία;
-Πρῶτα εἶναι μιά κρίση πίστεως. Βάσει αὐτῆς ὁ κόσμος τοποθετεῖται ἐκτός τῆς ἀλήθειας καί γι΄ αὐτόν τόν λόγο ὁ Θεός ἔχει πάρει τήν ἐξουσία ἀπό τά χέρια τῶν χριστιανῶν.
-Πῶς νά ἑρμηνεύσουμε τήν δαιμονική διακυβέρνηση τῶν λαῶν τοῦ αἰῶνα μας;
- Πέρα ἀπό τίς ἱστορικές ἐξηγήσεις ὑπάρχουν καί ἄλλες δομές. Στό τέλος εἶναι καί οἱ πνευματικές. Οἱ δομές αὐτοῦ τοῦ κόσμου εἶναι ματεριαλιστικές-ἀθεϊστικές, οἱ δυνάμεις τοῦ κόσμου ἀποβλέπουν νά καταστρέψουν τόν πλανήτη. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι τόσο ἀλλοπαρμένοι ἀπό τήν φιλοδοξία, τήν φιληδονία καί τό σαρκικό φρόνημα ὥστε ζοῦν μέ ὁράματα. Ἡ πανωλεθρία εἶναι ἄμεση, εἴτε εἰρηνικά, εἴτε στρατιωτικά, λόγω τοῦ πονηροῦ πνεύματος πού ἐξουσιάζει τόν τρόπο ζωῆς τοῦ μοντέρνου κόσμου. Ὁ κόσμος χρειάζεται τήν θλίψη γιά νά μπορέσει ξανά νά προσανατολιστεῖ πνευματικά. Ὁ Θεός ἔχει τούς δικούς Του τρόπους ἐπέμβασης στήν ἱστορία. Ἐμεῖς δέν συμμετέχουμε σ΄ αὐτήν τήν πανωλεθρία, ἀλλά ὁ καταστρεπτικός του ὁδοστρωτῆρας περνάει ἀπό πάνω μας. Ἐμεῖς ὁμολογοῦμέ τήν ἀλήθεια στούς ἀνθρώπους, ἀλλά οἱ σημερινοί ἄνθρωποι δέν μποροῦν νά τήν δεχθοῦν, διότι καί πάλιν εἶναι οἱ υἱοί τοῦ σατανᾶ.
Περί τῆς ἐλευθερίας
- Εἶναι ἡ ἐλευθερία μιά ἀσυδοσία τοῦ κακοῦ;
-Καθόλου. Τό κακό δέν ὑπάρχει οὐσιαστικά. Στόν Θεό δέν ὑπάρχει τό κακό. Τό κακό εἶναι ἡ παρεξήγηση τῆς ἐλευθερίας μέ τήν ὁποία ἔχει προικίσει ὁ Δημιουργός τούς ἀνθρώπους καί τούς ἀγγέλους, τἀ πλάσματα Του πού ἔχουν ἐλεύθερη συνείδηση. Τό κακό ἀρχίζει μέ τήν ὑπερηφάνεια τοῦ σατανᾶ καί μέ τήν ἀνυπακοή τοῦ ἀνθρώπου.
-Ὁ Θεός σέβεται τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου;
-Σάν παντογνώστης ὁ Θεός σέβεται ὀντολογικά τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, διότι ἀπό τήν δημιουργία προεῖπε τήν γέννηση τοῦ Υἱοῦ Του καί διά τῆς εὐσπλαχνίας Του ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος καί ὑποφέρει μαζί μας μέχρι πού νά σωθεῖ ὁ κόσμος. Ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἐλεύθερη. Ἀλλά ἡ τέλεια ἐλευθερία δέν εἶναι μέσα στήν δημιουργία, ἀλλά στόν Δημιουργό.
-Ὁ σατανᾶς σέβεται τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου;
-Ὁ σατανᾶς δέν γνωρίζει τά ἐντός τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά χρησιμοποιεῖ ὅλα τά μέσα γιά νά ὑποδουλώνει τόν ἄνθρωπο, διότι ὁ ἴδιος εἶναι ἄθλιος δοῦλος. Δέν ὑπάρχει ἐλευθερία στό κακό.
-Ὁ ἄνθρωπος σέβεται τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου;
-Διά τοῦ ἐγωϊσμοῦ καί τῆς φιλοδοξίας ὁ ἄνθρωπος εἶναι λύκος γιά τόν ἄνθρωπο. Διά τῆς ἀρετῆς καί τῆς φώτισης τῆς Χάριτος ὁ ἄνθρωπος εἶναι Χριστός γιά τόν ἄνθρωπο. Ὁ σεβασμός τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν ἄνθρωπο εἶναι ἕνα ζήτημα τῆς θεοποίησης τῶν ἀνθρώπων.
-Τί εἶναι ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου;
-Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τήν τυραννία τῆς ἁμαρτίας, τῆς φύσης, τῶν συνανθρώπων του, ἀπό τήν τυραννία τῆς ἀγνωσίας καί τελικά νά νικήσει τόν θάνατο καί αὐτά μπορεῖ νά τά πραγματοποιήσει μόνο διά Χριστοῦ.
-Ἀλλά τί εἶναι ἡ δουλεία;
- Εἶναι τό ἀντίθετο τῆς ἐλευθερίας, δηλαδή ἡ σκλαβιά τοῦ ἀνθρώπου στά πάθη, στούς νόμους τῆς φύσεως. Εἶναι ἡ σκλαβιά τῆς ἀγνωσίας καί, τελικά, ἡ σκλαβιά του θανάτου.
-Μπορεῖ νά δοθεῖ ἐλευθερία στό κακό;
-Τό κακό ἔχει ἐλευθερία, ἀλλά οἱ ἄνθρωποι πρέπει νά φυλάγουν τήν ἐλευθερία τους, τήν ἀξιοπρέπεια τους, τίς ἀξίες καί τήν πίστη τους. Ἡ ἐλευθερία πού τήν κατέχει τό κακό δέν εἶναι καί δικαίωση γιά μιά κυβέρνηση. Αὐτό τό κακό πρέπει νά ἀποβάλλεται ἀπό τόν κόσμο.
-Μπορεῖ νά ὑπάρχει καί μιά ψεύτικη ἐλευθερία;
-Ἄν μπορέσει νά ὑπάρχει ἕνας ψεύτικος Χριστός, τότε εἶναι φυσικό νά ὑπάρχει καί μιά ψεύτικη ἐλευθερία. Αὐτή μπορεῖ νά εἶναι πνευματική, πολιτική ἤ κοινωνική. Ὅλες οἱ μορφές ἐκδήλωσης τῆς ἐλευθερίας εἶναι ἀξιόλογες μόνο ὅταν ἔχουν τήν ἀλήθεια.
- Ποιά εἶναι ἡ σχέση μεταξύ τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἐξουσίας τῶν Ἀρχῶν;
-Σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει ἐλευθερία χωρίς αὐθεντία, οὔτε αὐθεντία χωρίς ἐλευθερία. Ἐδῶ αὐτές βρίσκονται σέ μιά ἀσταθῆ ἰσορροπία, μόνο στόν Θεό εἶναι ἀπόλυτες.
-Ποιά εἶναι τά κύρια κριτήρια τῆς ἐλεύθερης συνείδησης;
-Πρῶτα εἶναι οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ, μετά οἱ φυσικές καί ζωτικές ἀνάγκες καί μετά οἱ ἀξίες πού προέρχονται ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἐμπειρία καί ἀπό τούς καθορισμένους νόμους τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλά ὅλα αὐτά πρέπει νά προσδιοριστοῦν ξανά μέ μιά ἀληθινή διανοητική θέση.
-Ποιά εἶναι ἡ αὐθεντία πού δίνει βάρος στήν ἐλευθερία;
-Εἶναι αὐταπόδεικτον ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ὁ δημιουργός καί ὁ ἄρχοντας τοῦ κόσμου καί τῆς ζωῆς καί μόνος του δέν ἔχει τό δικαίωμα νά εἶναι ὁ ἄρχοντας τῶν ἀνθρώπων. Μόνο ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι σέ κοινωνία μέ τόν Θεό, ὁ θεοποιημένος ἄνθρωπος ἔχει τήν δύναμη καί τήν αὐθεντία νά μπαίνει στήν παγκόσμια κοινότητα.
-Ὄντες ἐλεύθεροι καί ἀτελεῖς ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, μποροῦμε νά μιλᾶμε γιά ἀλάθητο τοῦ ἀνθρώπου;
- Στό ἐπίπεδο τῆς προσωπικῆς συνείδησης ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀλάθητος διά τῆς προσωπικῆς βεβαιότητας τῆς ἀλήθειας, ἀλλά μέ τήν ἐπιφύλαξη αὐτοῦ τοῦ ἀλαθήτου του. Λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀλάθητος μόνος του. Μόνο ὁ Χριστός ἦταν ἀλάθητος ἄνθρωπος. Διότι ἦταν καί Θεός.
-Λοιπόν, τί εἶναι ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου;
-Εἶναι τό περιβάλλον, ὅπου διαμορφώνεται ἡ ἀνθρώπινη προσωπικότητα, εἶναι ἡ προϋπόθεση τῆς ἀνθρώπινης ὑπευθυνότητας καί εἶναι καί ἡ δικαιολόγηση τοῦ ἀνθρώπου σάν βασιλιᾶ.
- Ποιά εἶναι ἡ διαφορά μεταξύ τῆς ἐλευθερίας καί τῶν ἐλευθεριῶν;
-Ἡ ἐλευθερία εἶναι ἡ προϋπόθεση, ἐνῶ οἱ ἐλευθερίες εἶναι τά δικαιώματα. Οἱ ἐλευθερίες ὁρίζουν καί ταὐτόχρονα περιορίζουν τήν ἐλευθερία. Ἡ ἐλευθερία εἶναι ἐν πνεύματι, ἐνῶ οἱ ελευθερίες εἶναι στό γράμμα.
- Ποιά εἶναι ἡ σχέση τοῦ σύμπαντος μέ τόν ἄνθρωπο;
-Τό σύμπαν καί ἡ φύση ἔχουν δημιουργηθεῖ γιά νά ἀνταποκρίνονται στήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ὑπάρχει μιά θαυμάσια ἰσορροπία μεταξύ πολλαπλασίων δυνάμεων. Τό ὑλικό σύμπαν τοῦ ἀνθρώπου λειτουργεῖ ὅμοια μέ τό πνευματικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου καί τά δύο ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο πρός τόν Θεό.
-Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος μόνος του νά προσδιορίσει τό μέλλον του;
- Οἱ ὑλιστές ἄθεοι, μανιακοί ἀπό τίς ἡδονές, τήν φιλοδοξία καί τόν ἐγωισμό, ἔχουν δημιουργήσει τόν μοντέρνο πολιτισμό, ὁ ὁποῖος ἀποκορυφώνεται μέ τήν τεχνολογία. Αὐτοί ἔχουν ἀπομονώσει τήν ἀνθρώπινη φύση καί ἔχουν ἐγκαταλείψει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ἡ προσπάθειά τους ὅμως γιά νά δημιουργήσουν ἕναν γήϊνο καί ἡδονικό παράδεισο ἔχει πάρει λάθος δρόμο. Ἡ φύση στερεύει καί μολύνεται καί γίνεται ἀκατάλληλη γιά τήν ζωή. Ἡ τεχνοκρατία, ἐπίσης, ἔχει πολύ περισσότερες δυνατότητες ἀφανισμοῦ παρά ἀναδημιουργίας. Σέ ὅλα αὐτά προστίθεται καί τό χειρότερο κακό: ἡ ἀλλοτρίωση τῶν ἀνθρώπων. Σ᾿ αὐτές τίς συνθῆκες οἱ ἀκόλουθοι τοῦ μοντέρνου ἀνθρωποκεντρισμοῦ δέν αἰσθάνονται ἄρχοντες τοῦ μέλλοντος τοῦ κόσμου τόν ὁποῖο οἱ ἴδιοι κατεσκεύασαν. Ἔτσι ὁ ἀλλοτριωμένος κόσμος, χωρίς τόν Θεό, βρίσκει τήν τιμωρία τῆς ἴδιας τῆς πονηρίας.
-Τί εἶναι ἡ ἐλευθερία κατά τήν μορφή τοῦ ἀθεϊστικοῦ ὑλισμοῦ;
-Εἶναι μιά φάρσα, ἕνα εἶδος ἐκδήλωσης ἑνός ψεύτικου Χριστοῦ. Ἡ ὑλιστική αἰτιοκρατία ἀποκορυφώνεται στήν μεταβολή τῆς συνειδήσεως σάν ἕνα πλέγμα συντελεστικῶν ἀνακλαστικῶν, διά τῶν ὁποίων ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατεστραμμένος σάν ἄνθρωπος, σάν προσωπικότητα, διότι αὐτός δέν ἔχει πιά ἐλευθερία καί ἁγιωσύνη μέσα του.
-Ἀλλά ὁ ἀθεϊστικός ὑλισμός χρησιμοποιεῖ ἰδέες ὅπως: ἐλευθερία, κομμουνισμός, ἰσότητα, δικαιοσύνη, ὕλη, λαός, ἐπιστήμη κτλ.
-Τό πνεῦμα καί ἡ ὄψη τοῦ ἀθεϊστικοῦ ὑλισμοῦ ἐκμαυλίζουν ὅλες τίς ἀξίες, διότι τίς χρησιμοποιοῦν γιά τόν ἐγωϊσμό καί τήν τυραννία. Εἶναι ἡ ἀπόδειξη ὅτι ἡ ἀνθρώπινες ἀξίες δέν εἶναι ἀπόλυτες διά τῶν ἑαυτῶν των, ἀλλά ἐκτιμοῦν σύμφωνα μέ τό πνεῦμα, τήν ἔννοια καί τό μέτρο τῆς χρήσης τους. Μόνο ἐν Χριστῶ τά πάντα εἶναι ἀληθινά, καλά καί χρήσιμα. Ὅ,τι εἶναι ἔξω ἀπό τόν Θεό εἶναι πανωλεθρία.
-Πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά φτάσει στήν τελείωση;
-Ἡ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι στήν κοινωνία του μέ τό ἅγιο Πνεῦμα. Τό Ἅγιο Πνεῦμα καλεῖται νά φέρει τήν ἑνότητα στήν ποικιλία, νά φέρει ἀρμονία στήν ἱστορία καί ἁγιότητα στήν ζωή. Ἡ ἁγιότητα δέν εἶναι κάτι ἀγγελικό, ἀπόκοσμο καί παράξενο, ἀλλά εἶναι τό ἄνοιγμα πού κάνει ὁ Χριστός πρός ἕνα κόσμο ζωσμένο μέ τό ἅγιο Πνεῦμα.
- Θά δεχθεῖ ὁ χριστιανικός κόσμος τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα τό θέμα τῆς δημιουργικῆς καί μεσσιανικῆς ἐλευθερίας;
-Τά τραγικά γεγονότα πού περνᾶ σύγχρονος κόσμος θά δημιουργήσουν τίς εὐνοϊκές συνθῆκες τῆς ἐπιστροφῆς στήν πίστη. Πρέπει νά ξαναγυρίσουμε στό Ἅγιο Πνεῦμα, στό Εὐαγγέλιο, στήν ἀποστολική Χάρη. Ἔχουμε καθῆκον νά κράζουμε μέ ὅλη τήν δύναμη μας τήν ἀλήθεια, τήν μετάνοια καί τήν ἐπιστροφή τοῦ κόσμου στόν Θεό. Ὁ Χριστιανισμός ξαναγεννιέται στούς πύρινους καί βασανιστικούς φούρνους τοῦ ἀθεϊστικοῦ-ὑλισμοῦ. Ὁ σατανᾶς θά νικηθεῖ διά τῶν ἴδιων τῶν μεθόδων ἐνεργείας του καί θά χάσει τόν κόσμο πού πίστευε ὅτι θά τόν κερδίσει. Ὁ Χριστός ἐμφανίζεται ξεκάθαρα σάν Σωτῆρας, σάν Μεσσίας καί οἱ ἄνθρωποι θά Τόν ἀκολουθήσουν μέ πίστη.
Περί μαρξισμοῦ
-Βαλέριε, τί εἶναι ὁ Μαρξισμός;
-Εἶναι ἕνας ψεύτικος Χριστιανισμός, εἶναι ἡ παραποίηση τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἡ ὑλοποίηση τοῦ Πνεύματος, ὁ ἀνθρωπομορφισμός τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀνατροπή ὅλων τῶν ἀξιῶν, ἡ φυλάκιση τοῦ κόσμου, τόσο φιλοσοφικά ὅσο καί πολιτικά. Ὁ Μαρξισμός εἶναι φυλακή. Στό μαρξιστικό πνεῦμα ὅλες οἱ ἀξίες, ὅλες οἱ γνώσεις, ὅλα τά πράγματα, ὅλες οἱ πράξεις γίνονται φυλακές. Γιά τούς ἀνθρώπους ὁ Μάρξ ἀρνήθηκε κάθε ὑπερβατικότητα.
- Ἀλλά τί εἶναι ὁ σοσιαλισμός;
-Ὁ σοσιαλισμός εἶναι μιά παράξενη ἀνάμειξη κομμουνισμοῦ καί κοινωνικοῦ ὑλισμοῦ.
- Καί ὁ ἐθνικοσοσιαλισμός;
- Εἶναι μιά ὠχρή καί ἀσαφής ἀπάντηση στόν μαρξισμό.
- Εἶναι πιθανός ἕνας χριστιανικός σοσιαλισμός;
-Ὁ Χριστιανισμός εἶναι πρῶτα ἀπ΄ ὅλα μιά πνευματικότητα, ἀλλά ἔχει τήν ἱστορική του ἔκφραση. Αὐτός βρίσκεται στήν ὑπηρεσία τῶν ἀνθρώπων. Ἑπομένως μποροῦμε νά μιλήσουμε περί ἑνός χριστιανικοῦ σοσιαλισμοῦ, ἀλλά θά προτιμούσαμε νά τόν ὀνομάζουμε κοινοτισμό, ἀκριβῶς γιά νά τόν ξεχωρίσουμε ἀπό τόν μαρξιστικό-ἀθεϊστικό σοσιαλισμό. Ἡ οὐσία αὐτῶν τῶν δύο σκέψεων εἶναι ἀντιθετική. Ἀντιθετικές εἶναι καί οἱ ἱστορικές μορφές πού προκύπτουν ἀπό αὐτές, καθώς καί τά ἴδια τά ἀποτελέσματά της.
-Τί ἄποψη ἔχεις περί τοῦ δυτικοῦ σοσιαλιστικοῦ Χριστιανισμοῦ;
-Δέν μπορεῖ νά ἐπιτύχει διότι δέν εἶναι ἀρκετά ἰσχυρός. Ὁ κόσμος χρειάζεται τό ζωντανό νερό πού θά τόν ξυπνήσει ἀπό τό νεκρό νερό τοῦ ὑλισμοῦ. Αὐτός ὁ κόσμος περιμένει, λοιπόν, τήν ὀργάνωση καί τόν δυναμισμό ἑνός πλήρους χριστιανικοῦ σοσιαλισμοῦ.
-Μπορεῖ ὁ μαρξισμός νά παρομοιαστεῖ μέ τόν κομμουνισμό ἤ τόν σοβιετισμό;
-Ὁ ἀθεϊσμός, τό μῖσος τῶν τάξεων καί ἡ δικτατορία τοῦ προλεταριάτου, ὅλες οἱ μαρξιστικές ἀρχές εἶναι τό θεμέλιο τοῦ κομμουνισμοῦ καί σοβιετισμοῦ. Τίποτε δε γίνεται στήν διεθνή κομμουνιστική κίνηση ἔξω ἀπό τόν Μάρξ.
-Ἀλλά ὁ Στάλιν τί καινούργιο ἔφερε;
-Ὁ Στάλιν εἶναι ἡ πιστή προσωποποίηση τοῦ μαρξιστικοῦ Λενινισμοῦ. Εἶναι μεγάλο λάθος νά ταυτιστεῖ μέ τόν κομμουνισμό ἕνα πρόσωπο. Ἐκτός τοῦ Μάρξ καί τοῦ Λένιν ὅλοι οἱ κομμουνιστές εἶναι μηδέν. Ὁ πόλεμος δέν πρέπει νά δοθεῖ μέ τούς ἀνθρώπους, ἀλλά μέ τήν κομμουνιστική σκέψη. Ἐκεῖ εἶναι τό δηλητήριο!
- Δέν εἶναι πιθανή μιά διαμάχη μεταξύ τῶν κομμουνιστῶν;
- Ἐάν ἡ χριστιανική ἀγάπη δέν ἔβγαζε τό μῖσος μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, τί θά γίνει μέ τόν κομμουνιστικό κόσμο, ὁ ὁποῖος πιστεύει στό μῖσος; Οἱ διαμάχες μεταξύ τῶν κομμουνιστῶν εἶναι πολύ φλογερές καί ἀσταμάτητες. Ἀλλά αὐτές δέν λύνουν τά προβλήματα, τά ἐπιβαρύνουν. Μόνο ἡ ἐπιστροφή τῶν ἀνθρώπων στόν Χριστό μπορεῖ νά σώσει τήν ἀνθρωπότητα.
-Πῶς ἐξηγεῖς τό μῖσος τοῦ Μάρξ ἐναντίον τῆς πίστεως;
-Ὁ Μάρξ ἀρνεῖται τόν Χριστό, ἀλλά καί τόν Μωϋσῆ καί κάθε ἄλλο ἱδρυτή θρησκείας. Ὁ Μάρξ ἀρνεῖται τήν προτεραιότητα τοῦ Πνεύματος ἐπάνω στήν ὕλη. Αὐτός δικαιολογεῖ τό μῖσος ἐναντίον τῆς θρησκείας μέ τήν ἱστορική ἀνικανότητα τῆς πίστεως νά λύσει τά κοινωνικά προβλήματα τοῦ καταδυναστευμένου καί ἐκμεταλλευομένου λαοῦ. Ἑπομένως, δηλώνει ὅτι ἡ πίστη εἶναι τό ὄπιο τῶν ἐθνῶν. Ἀντικαθιστᾶ τήν ἀγάπη μέ τό μῖσος καί τήν ἐλευθερία μέ τήν τυραννία καί τήν δικτατορία τοῦ προλεταριάτου. Ὁ Μάρξ ἀνατρέπει τήν πνευματικότητα καί ἔτσι γίνεται ἡ ἀπολυτοποίηση τοῦ τίποτε (μηδέν) στόν κόσμο. Ὁ Μάρξ γίνεται ὁ θεός τοῦ κόσμου. Αὐτός ὁ καημένος ὁ Μάρξ, ὁ ὁποῖος ἔμπρακτα ἦταν ἀκρωτηριασμένος ψυχικά, μέ μιά στενή καί σκοτεινή σκέψη, ρίχνοντας δηλητήριο σέ ὅ,τι ἔκανε. Ἦταν ἕνας δηλητηριασμένος, ἀλλοπαρμένος, φανατικός, ἀπομονωμένος καί μή ρεαλιστικός ἄνθρωπος.
-Ἐάν ὁ μαρξισμός εἶναι τόσο κοντόφθαλμος, πῶς ἐξηγεῖται ἡ ἔκρηξη καί διάδοση τῶν ἰδεῶν του στόν κόσμο, πού τίς θαυμάζει καί συγκλίνει νά ὑποταχθεῖ σ᾿ αὐτές;
-Ὁ Μάρξ χρησιμοποιοῦσε μεγάλες ἰδέες οἱ ὁποῖες μποροῦν νά συγκεντρώνουν τούς ἀνθρώπους, ἀλλά στό βάθος τους ἔχουν ἕνα καταστρεπτικό σκοπό. Ὅποιος δέν έξετάζει τό πνεῦμα τῶν ἰδεῶν τοῦ Μάρξ καί τοῦ κομμουνισμοῦ κινδυνεύει νά δελεαστεῖ ἀπό τόν μαρξισμό.
-Τί ἀηδιάζει περισσότερο στόν κομμουνισμό;
-Εἶναι δύσκολη ἡ φτώχεια, εἶναι βαρειά ἡ φυλάκιση τοῦ ἀνθρώπου στό σύστημα αὐτό, ἀλλά τίποτε δέν εἶναι φρικτότερο ἀπό τήν “ἀναμόρφωση”, στήν ὁποία ἐπιβάλλει τόν ἄνθρωπο καί τόν κάνει ἕνα τηλεκατευθυνόμενο ἐργαλεῖο.
-Δέν ξεφεύγει τίποτε στόν κομμουνισμό; Δέν ἔχει κανένα ράγισμα;
-Ἰδεολογικά ραγίσματα ἔχει πολλά, ἀλλά αὐτά δέν μποροῦν ν΄ ἀποδείξουν ὅτι ἡ κομμουνιστική ἐξουσία δέν ἀποδέχεται καμμιά ἐλευθερία. Τά ραγίσματα αὐτά, ἐπειδή κρύβονται, δέν σοῦ δίνουν εὔκολα τό δικαίωμα νά κατακρίνεις ἤ νά ἀρνηθεῖς τόν κομμουνισμό. Ἡ κομμουνιστική τυραννία εἶναι τρομερή. Ἔχει δημιουργηθεῖ ἕνα θεσμικό σύστημα πού κρατάει μέ τά δόντια τήν ἐξουσία καί θέλει μέ ὅλα τά μέσα νά τήν γενικεύσει.
-Λοιπόν, τί μέλλον προβλέπεις γιά τήν ἀνθρωπότητα;
-Ὁ Θεός ἐνεργεῖ στόν κόσμο. Διά πολλῶν θλίψεων ἡ ἀνθρωπότητα θά λυτρωθεῖ καί ὁ κομμουνισμός θά νικηθεῖ, ἀλλά ὁ κόσμος ἔχει καί πιό βαρειά προβλήματα νά λύσει. Ὁ τρόπος ζωῆς του, ὁ προσανατολισμός του πρέπει νά ἀλλαχτοῦν. Λοιπόν, ὁ κομμουνισμός θά πέσει, ἀλλά σημαντικό θά εἶναι μέ τί θά ἀντικατασταθεῖ.
Περί τῆς ἐπικαιρότητας
-Βαλέριε, πολλές φορές μιλᾶς γιά τήν ἐπικαιρότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Πῶς τήν βλέπεις;
-Ὁ Χριστός εἶναι πάντα καί πάντοτε παρών στήν ἱστορία, μυστικά, μυστηριακά καί διά τῆς συνείδησης καί τῆς πρακτικῆς ζωῆς τῶν πιστῶν.
- Ποιά θά ἦταν τά μέσα ἐνημέρωσης τῆς πίστεως;
- Εἶναι πνευματικά μέσα, ὅπως ἡ ἐσωτερική ζωή, οἱ πνευματικές προσπάθειες, ἡ ἠθική, ἡ ἀρετή, ἡ μάχη μέ τήν ἁμαρτία, ἡ ἐσωτερική νεκρανάσταση τῆς ψυχῆς, τό πνευματικό περιβάλλον, στά ὁποῖα προστίθενται ἡ μελέτη, ὁ λόγος, ἡ δημιουργία, ἡ ἐπιστήμη, οἱ τέχνες κτλ. Ὑπάρχουν καί ὀργανικά μέσα, τά ὁποῖα προκύπτουν ἀπό τά πρῶτα.
-Ὑπάρχουν ἀκόμη ἅγιοι στόν κόσμο μας;
-Αὐτός ὁ αἰῶνας ἔδωσε πάρα πολλούς ἁγίους καί μάρτυρες, ἀλλά δέν τούς γνωρίζουμε ἐμεῖς. Ὁ Χριστός εἶναι παρών καί δρῶν στόν σημερινό κόσμο διά τῶν ἁγίων, τῶν μαρτύρων, τῶν ἡρώων καί τῶν ὁμολογητῶν. Ἀλλά ὁ χριστιανικός σημερινός κόσμος δέν εἶναι ἀλληλέγγυος μέ τούς ἁγίους του, διότι δέν μπορεῖ ν᾿ ἀκολουθήσει τό παράδειγμά τους. Ἄν οἱ τωρινοί ἅγιοι θά ἦταν στίς ἀρχές τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅλη ἡ χριστιανική πνοή θά ζοῦσε μ᾿ αὐτούς, δι΄ αὐτῶν καί πρός αὐτούς. Ἐμεῖς τώρα δέν εἴμαστε γνήσιοι χριστιανοί καί γι΄αὐτό δέν γνωρίζουμε τούς ἁγίους μας.
- Τί ἐννοεῖς ὅταν λέγεις ἅγιος καί ἁγιότητα;
-Ἅγιος μπορεῖ νά εἶναι κάθε ἄνθρωπος. Ἔχουμε ἅγιους ἱκέτες στήν ἔρημο, ἔχουμε ὁμολογητές στίς ρωμαϊκές παλαίστρες, ἔχουμε ἁγίους στίς κατακόμβες καί στίς φυλακές, ἔχουμε ἁγίους βασιλεῖς καί ἥρωες, ἀθλητές τοῦ Χριστοῦ, ἔχουμε ἁγίους τῆς ἐλεημοσύνης, κληρικούς καί λαϊκούς ἁγίους, καί ἀπό τόν λαό, καί ἀπό τίς ἀριστοκρατίες. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, σέ ὅλα τά στάδια τῆς ζωῆς εἶναι καλεσμένοι στήν ἁγιότητα, δηλαδή σέ μιά ζωή μέσα στό φῶς τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Καί μιά διευκρίνιση: οἱ ἁγιασμένοι δέν εἶναι ὁπωσδήποτε καί ἅγιοι, ἀλλά μόνο χρισμένοι μέ τήν πρόνοια τῆς θεϊκῆς Χάριτος. Ὁ κόσμος χρειάζεται καί τούς ἁγίους, καί τούς ἁγιασμένους.
-Νομίζεις ὅτι ὑπάρχουν κρυφές ὑποκρισίες στόν Χριστιανισμό;
-Δυστυχῶς, κοιτάζοντας τά ἀνθρώπινα πράγματα συχνά οἱ χριστιανοί δικαιολόγησαν τίς ἀδυναμίες καί ἀνανδρίες τους μέ πολλά εἴδη φιλοσοφιῶν ἤ ἄλλων ἀρχῶν. Δέν ἐπιτρέπεται νά πεῖς: ἐγώ προσεύχομαι, ἐσύ μπορεῖς νά πεθάνεις ἀπό τήν πείνα ἤ ἐγώ ἀγναντεύω τόν Θεό, ὁ κόσμος μπορεῖ νά παραμένει στήν ἀθλιότητα. Ἡ πίστη χωρίς καλές πράξεις εἶναι νεκρή.
-Τότε πῶς πρέπει νά κατανοοῦμε τίς λέξεις: Δώσετε στόν Καίσαρα ὅ,τι ἀνήκει στόν Καίσαρα καί στόν Θεό τά τοῦ Θεοῦ;
-Ὅσο καιρό ὁ Καίσαρας εἶναι παγανιστής καί δέν εἶναι χριστιανός, ὁ χριστιανός συμβιώνει μαζί του εἰρηνικά, σεβόμενος τό πεδίον του, ἀλλά καί διαφυλάσσοντας ἀπείραχτη τήν γνησιότητα τῆς πίστεως. Παραδείγματος χάρη, στήν Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία δέν ἔγινε κανένας συμβιβασμός πίστεως μπροστά στόν καταπιεστή Καίσαρα, ἔστω κι ἄν αὐτό κατέληξε σέ σταυρώσεις καί παλαίστρες καί ἄγρια θηρία. Λοιπόν, ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι πού κάνουν στήν ἱστορία συμβιβασμούς μέ τίς πολιτικές τάξεις, ἀποκρυπτόμενοι συχνά ὑπό τήν μνημονευόμενη διδασκαλία τοῦ Κυρίου, ἐγκαταλείπουν ἔμπρακτα καί τόν Θεό, καί τούς ἀνθρώπους. Πρέπει νά κρατιέται ἡ ταὐτότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ καί καί νά ἐπιβεβαιώνεταί μέ σοφία.
-Θά καταφέρει ὁ κόσμος νά καταλάβει καί νά δεχθεῖ τόν γνήσιο Χριστιανισμό;
-Δύσκολα, ἀλλά θά τά καταφέρει, διότι αὐτή εἶναι μιά συνέργεια τοῦ Θεοῦ μέ τούς ἀνθρώπους.
Περί τῆς κρίσης
-Βαλέριε, ποιό εἶναι τό ὑπόβαθρο τῆς τωρινῆς κρίσης;
-Ὁ ἀθεϊσμός.
-Τί βλέπεις στόν σημερινό κόσμο;
- Βλέπω ἕνα ἐσωτερικό χάος, μιά σήψη, πού ὁδεύει πρός τόν μηδενισμό, διότι οἱ ἄνθρωποι θέλουν μόνο τό μηδέν (τίποτε) τῆς ὕλης, τό πλάσμα τῶν μορφῶν, τήν ἠδονική καταβολή, τήν ἱστορικότητα χωρίς τήν ὑπερβατικότητα, τήν τελετουργία χωρίς Θεό, τόν καταναλωτισμό χωρίς τήν πνευματικότητα, τήν πλαστότητα πού κρύβεται πίσω ἀπό τήν αὐτοθεοποίηση τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πανωλεθρία γίνεται σέ ὅλα τά κύρια ἐπίπεδα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Χρειάζεται πολλή θλίψη γιά τόν πνευματικό προσανατολισμό τοῦ κόσμου καί γιά τήν πνευματική του ἀλλαγή.
-Γιατί ἐπέτρεψε ὁ Θεός νά μπεῖ ὁ κόσμος στήν κρίση πού τώρα βρίσκεται ὕστερα ἀπό δύο χιλιάδες Χριστιανισμοῦ;
-Ἡ κρίση δέν εἶναι τοῦ Θεοῦ, οὔτε τῆς πίστεως, ἀλλά τῆς ἐλευθερίας τῆς συνειδήσεως τῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἄνθρωποι τῶν τελευταίων αἰώνων ρήμαξαν τίς ψυχές, πολλοί θεοποίησαν τήν φιληδονία, βαυκαλίστηκαν ἀπό τήν ὑπερηφάνεια τοῦ ὑλισμοῦ καί ἀθεϊσμοῦ. Ταὐτόχρονα καί οἱ σατανικές δυνάμεις εἶναι πιό αἰχμηρές καί καλύτερα ὀργανωμένες στόν εἰκοστό αἰῶνα ἀπό τόν πρῶτο χριστιανικό αἰῶνα. Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο πεθαίνουν οἱ σκοτωμένοι ἀπό τό θηρίο ἅγιοι στόν εἰκοστό αἰῶνα εἶναι πολύ πιό δρακόντειος, πιό ἀχρεῖος, πιό ὁλικός, πιό μελετημένος, πιό ὀδυνηρός ἀπό τόν τρόπο πού σκοτώθηκαν οἱ μάρτυρες τῶν πρώτων αἰώνων τῶν κατακομβῶν. Οἱ τωρινοί ἑκατομμύρια χριστιανοί δέν εἶναι στό πνευματικό ἐπίπεδο τῶν κατακομβῶν, ἀλλά σ΄ αὐτόν τόν αἰῶνα. Ἁγιότητα καί μαρτύριο εἶναι μεγαλύτερα ἀπό ποτέ ἄλλοτε σέ ἔνταση καί μορφές ἔκφανσης. Οἱ ἐχθροί τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐκεῖνοι πού ἔχουν προκαλέσει τό μαρτύριο, θέλουν τώρα νά κρύψουν τήν ὕπαρξή του καί νά κάνουν τόν Χριστό ξεχασμένο ἀπό τόν κόσμο, ἀλλά ἀποτυγχάνουν καί ἀποδείχνονται ἀνήμποροι. Αὐτοί κατάφεραν νά κυριέψουν τόν κόσμο, ἀλλά ἔκαναν ἁγίους καί μάρτυρες. Κατάφεραν νά κλείσουν τά στόματα τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά τό φῶς τῶν ἁγίων δέν κατάφεραν νά τό κρύψουν. Ὁ Θεός ἐνεργεῖ στόν κόσμο καί μέσω τῶν ἀπίστων ἀνθρώπων. Ἔτσι, μᾶλλον, μπορεῖ νά κατανοηθεῖ τό νόημα τῆς κρίσης πού περνᾶ ὁ εἰκοστός αἰῶνας: Κι αὐτό εἶναι ἡ ἀναγκαία κάθαρση γιά ἕναν ὑψηλότερο βαθμό πνευματικότητος καί ἐμπειρίας.
-Ποιοί θα ἦταν οἱ τρόποι ἐξόδου ἀπό τήν κρίση;
Ἡ ἐπιστροφή στόν Χριστό. Εἶναι ἀναγκαία μιά χριστιανική παρουσία πού νά μήν ἐγκαταλείψει τόν λαό, ἀλλά ν᾿ ἀγωνίζεται με τόλμη ἐναντίον ὅλων τῶν τύπων τῆς καταπίεσης καί ὑποδούλωσής του. Ὁ λαός δέν μπορεῖ νά προστατευτεῖ μόνο μέ προσευχές καί μνημόσυνα, δηλαδή μέ ἄδεια τυπολατρεία, ἀλλά καί διά μάχης, τόλμης καί δύναμης. Αὐτός ὁ κόσμος ἐξουσιάζεται ἀπό τόν Χριστό καί οἱ χριστιανοί δέν ἐπιτρέπεται νά τόν ἐγκαταλείψουν. Δέν ὑπάρχει πιό βαρειά κατηγορία νά λέγεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἐγκατέλειψε τόν λαό, διότι τότε ἐγκατέλειψε τόν Χριστό, ὅσα δόγματα κι ἄν εἶχε ὁρίσει νά κρατήσει αὐτή.
- Γιατί εἶναι ἀναγκαία ἡ πίστη στόν κόσμο;
- Λόγω τῆς σοφίας μέ τήν ὁποία ὁ Θεός ἔκτισε τόν κόσμο. Ὁ κόσμος εἶναι ἀτελής, τόσο ἀτελής, ὥστε τίποτε δέν εἶναι τέλειο μέσα του: οὔτε τά πολιτικό-κοινωνικά καί οἰκονομικά κατεστημένα, οὔτε ὁ πολιτισμός, οὔτε οἱ τέχνες, οἱ ἐπιστῆμες, οἱ φιλοσοφίες καί οἱ πίστεις του. Οἱ ἄνθρωποι, ἐλεύθεροι καί ἐνσυνείδητοι, ὅσο ἐξουσιαστές καί νά εἶναι στόν κόσμο, δέν μποροῦν νά τελειοποιηθοῦν παρά μόνο στήν κοινωνία μέ τόν Θεό. Ἄν χαθεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο αὐτή ἡ σχέση του μέ τήν θεότητα, αὐτός κατρακυλᾶ στήν ἀγριότητα καί στό μηδέν. Ἡ πίστη εἶναι, λοιπόν, μιά ἀναγκαιότητα.
-Ὁ Χριστιανισμός κατηγορεῖται ἀπό τούς ὑλιστές σάν ἀντιπροοδευτικός, σκοτεινός, μεσαιωνικός, ἱεροεξεταστικός, ἰησουϊτικός, νοθευτής. Τί μποροῦμε ν΄ ἀπαντήσουμε;
-Ὁ ὑλισμός πού ἀρνεῖται σήμερα τόν Χριστιανισμό ἔχει σάν θεωρητική βάση τήν ἐπιστήμη. Ναί, ἀλλά ἡ ἴδια ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἐναντίον τοῦ ὑλισμοῦ καί τόν ἀποδεικνύει αὐταρχικό, πεπερασμένο, μηχανιστικό, μηδενιστικό, ἀρνητικό καί καταστρεπτικό. Τό φῶς τοῦ ὑλισμοῦ εἶναι σκοτάδι, οἱ γραμμές τῆς προόδου του εἶναι κατά τῆς φύσης, ἡ αἰσθησιοκρατία τοῦ ὑλισμοῦ ἔχει διαλύσει τήν φύση, ὁ ἀνθρωπισμός του ἔχει ἀγριέψει τόν κόσμο, οἱ νόμοι τοῦ ὑλισμοῦ εἶναι ψεύτικοι, παρόλο πού γιά ἕνα διάστημα φυλάκισαν τήν σκέψη τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἐπιστήμη ἔχει φτάσει στά ὅρια τῆς ὑλικῆς γνώσης καί μόνη της ἀγκυροβολεῖ τόν κόσμο στό ὑπερβατικό.
- Πῶς εἶναι δυνατή ἡ ἔξοδος ἀπό τήν κρίση τοῦ ὑλισμοῦ;
-Διά τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά Αὐτός δέν εἶναι ἀποδεκτός ἀπό τό σημερινό κόσμο. Κανένας δέν θέλει σήμερα ν΄ ἀλλάξει τήν ἄποψή του καί τόν τρόπο ζωῆς του, παρόλο πού ὁδεύεται πρός τήν καταστροφή. Τά γεγονότα εἶναι ἐπί θύραις καί δέν μποροῦν νά ἀνακοποῦν οὔτε ἀπό τούς χριστιανούς. Ἐν τούτοις ἔχουμε τήν ὑποχρέωση νά κραυγάζουμε στούς ἀνθρώπους: Σταματῆστε τήν ἀσέλγεια, ἀφῆστε τήν τυραννία, συγκροτηθεῖτε πνευματικά μέσα σας, βάλετε ὅρια στήν ἀχορτασία σας, γυρίστε στήν φύση, παραιτηθεῖτε ἀπό τίς ὑπερηφάνειες, καταστρέψτε τά πυρηνικά ὅπλα. Ἄν εἶστε λογικοί, ἐγκαταλείψτε τόν ἀθεϊσμό, ἄν εἶστε ρεαλιστές, δεῖτε τήν πνευματική πραγματικότητα, ἄν ἔχετε γνώση, ἀγκυροβοληθεῖτε στόν ὑπερβατικό κόσμο! Ἀγιάστε τίς ψυχές σας, διότι μόνο ἔτσι θά λυτρωθεῖτε. Μετανοεῖτε! Παρακαλεῖτε τόν Θεό νά βάλει τάξη μέσα σας καί στόν κόσμο σας, στήν γῆ καί στόν οὐρανό σας! Ὅλα αὐτά νά μήν εἶναι μόνο ἀφηρημένες καί ἠθικολογικές προτροπές. Οἱ χριστιανοί καλοῦνται νά εἶναι ἄγρυπνοι. Ὁ κόσμος χρειάζεται τόν Χριστό, τήν πίστη καί τόν γνήσιο Χριστιανισμό!
Περί τοῦ ρόλου τοῦ Χριστιανισμοῦ
- Βαλέριε, ποιοί εἶναι οἱ χριστιανικοί ἐπίκαιροι πόθοι;
-Τώρα καί στό μέλλον χρειάζονται δύο χριστιανικές ἀγωγές: Μιά γιά νά γίνουν ξανά οἱ πιστοί γνήσιοι χριστιανοί (δηλαδή ἐπανευαγγελισμός τῶν χριστιανῶν) καί ἡ ἄλλη τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῶν μή χριστιανῶν (παγανιστῶν). Διά τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ ἐννοοῦμε τήν ἐνίσχυση τῆς χριστιανικῆς πίστεως, τήν προσπάθεια τῆς πηγαίας χριστιανικῆς διαβίωσης, βαθμούς πνευματικῆς τελειοποίησης, ἐνεργητική, ἀλληλέγγυα, ἀδελφική χριστιανική κοινωνία καί προσδιορισμό τῶν τύπων τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ἀλλά ὁ Χριστιανισμός ἔχει χάσει τόν μεσσιανικό του ρόλο καί δέν ἔχει πιά τήν ἀναγκαία δύναμη γιά νά πολώσει καί νά θεοποιήσει τόν κόσμο. Ὅποιος δέν πιστεύει, ἐκτός καί εἶναι ἀπόστολος, ἐκεῖνος ἀκόμη δέν γνώρισε τήν ὀμορφιά τῆς πίστεως.
-Πιστεύεις, Βαλέριε, ὅτι ὁ Χριστιανισμός σημαίνει βίωμα μόνο γιά τό παρελθόν;
- Καθόλου. Ὁ Χριστιανισμός εἶναι ἐπικαιρότητα, εἶναι ὁ Χριστός στήν ἐπικαιρότητα. Ἐάν ἡ ζωή εἶναι μοναδική καί πάντα καινή, πῶς θά μπορούσαμε νά ζοῦμε στό παρελθόν; Καί ἐάν ἡ ζωή ἔχει φτάσει στίς ἐπίκαιρες μορφές πῶς θά μποροῦσε ν᾿ ἀρνηθεῖ το παρελθόν; Διά τῆς παράδοσης δέν ζοῦμε στό παρελθόν, ἀλλά δίνουμε συνέχεια στό ἅγιο Πνεῦμα τώρα καί πάντοτε. Μέ διάκριση, μέ προσοχή, μέ σοφία πρέπει νά μάθουμε ἀπό τήν παράδοση τά ἀπαραίτητα γιά τήν ἐπικαιρότητα καί τό μέλλον.
-Πιστεύεις, Βαλέριε, ὅτι μποροῦμε νά ζοῦμε σέ ἐσχατολογική προοπτική, ἀπομακρυσμένοι ἀπό τόν κόσμο, τήν ἱστορία, τήν ἐπικαιρότητα;
-Μιά τέτοια θεωρία εἶναι τόσο παράλογη, ὅσο καί ὑποκριτική. Ἡ αἰωνιότητα ἀρχίζει τώρα. Μόνο ἄν ζήσουμε τώρα τήν αἰωνιότητα θά τήν ἔχουμε καί ἐσχατολογικά, ἀλλιῶς θά τήν χάσουμε. Λοιπόν, οἱ χριστιανοί γράφουν ἱστορία, ἀλλά δέν ταυτίζονται μέ τήν ἱστορία, διότι μόνο ποθώντας συνεχῶς τήν αἰωνιότητα θά ἔχουμε τό φῶς καί τήν δύναμη νά γράφουμε τήν ἱστορία μιά σκάλα μέ σκαλοπάτια πάντα καινά, πάντα ὑψηλότερα πρός τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
- Τί χρειάζεται γιά νά ἀνακαινισθεῖ ὁ χριστιανικός κόσμος;
-Καλά εἶναι νά προσανατολιστοῦμε ἀπό τό κλασικό παράδειγμα τῆς ἀποστολικῆς κοινότητας. Νά γνωρίζουμε καλά τήν χριστιανική διδασκαλία γιά νά δούμε τήν ἐφαρμογή της στήν ἐπικαιρότητα, νά ἑνωθοῦμε σέ μιά ἀλληλέγγυα ἐνέργεια στό φῶς καί ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, νά ζοῦμε σέ μιά δημόσια κοινότητα τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία νά εἶναι σύμφωνη μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά προσευχόμαστε, νά ἱερουργοῦμε, νά ἑνωνόμαστε μέ τόν Χριστό, γιά νά εἴμαστε διά τῆς Χάριτος ἄξιοι τῆς Βασιλείας Του.
-Βαλέριε, ποιές εἶναι οἱ προϋποθέσεις πού σώζουν τόν κόσμο;
-Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι ἕνας μόνος: ὁ Θεός. Καί δέν θά κάναμε λάθος, διότι ἀπ᾿ αὐτόν εἶναι τά πάντα καί δι΄ Αὐτοῦ θά τελειοποιηθεῖ ὁ κόσμος. ἀλλά, λέγοντας ἔτσι, δέν θά καταλαβαίναμε καλά τόν ἄνθρωπο, τήν ζωή καί τήν φύση. Λοιπόν εἶναι δύο οἱ συντελεστές πού ἀποφασίζουν τό μέλλον τοῦ κόσμου: ὁ Θεός καί ὁ ἄνθρωπος, ἡ κατάβαση τοῦ Θεοῦ στήν γῆ καί ὁ πόθος τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν οὐρανό, ἡ θεϊκή Χάρη καί ἡ θέληση τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ συνέργεια τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο εἶναι τό κλειδί τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου.
-Μποροῦμε νά παρουσιάσουμε στόν κόσμο ἕνα συγκεκριμένο χριστιανικό πρόγραμμα ζωῆς καί διακυβέρνησης;
-Οἱ χριστιανοί προτείνουν στόν κόσμο μιά πνευματικότητα καί ὁ κόσμος πρέπει νά βρεῖ τίς κατάλληλες μορφές ζωῆς στήν ἐπικαιρότητα. Ἡ θεμελίωση τοῦ κόσμου στήν πίστη εἶναι ἕνα διαρκές φρεσκάρισμα τοῦ Εὐαγγελίου. Τό ἀποστολικό καί μαρτυρικό πνεῦμα πρέπει πάντα νά παραμένει ζωντανό. Οἱ ἱεροί πόθοι πρέπει νά πάλλουν συνεχῶς στόν κόσμο. Ποθοῦμε ἕναν χριστιανικό κόσμο, φλεγόμενο ἀπό τήν φλόγα τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης, ἀκολουθώντας τά πάθη καί τό μαρτύριο, δοξάζοντας τήν ἀνάσταση, τήν Μεταμόρφωση καί τήν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ μας.
Ἐπίλογος
Ἐδῶ καί τρία χρόνια ἔγραφα αὐτές τίς σελίδες, φοβισμένος, ταραγμένος, κυνηγημένος, μοναδικός. Δέν μπορῶ νά τίς ξαναδιαβάσω. Δέν μπορῶ νά τίς συστηματοποιήσω. Ὡμολόγησα τήν ἀλήθεια καί μόνο τήν ἀλήθεια. Πιστεύω ὅτι, ἔξω ἀπό τήν ἀναξιότητά μου, γίνεται τό ἔργο τοῦ Θεοῦ.
Παρόλο πού εἶμαι ἄρρωστος καί ἀνήμπορος καί βυθισμένος ἀπό παλιά στήν θλίψη, ἔγραψα αὐτά πού ἤθελα καί τά ἔστειλα στήν Δύση, διότι μόνο ἐκεῖ μποροῦσαν νά ἐκδοθοῦν. Ἄν δέν φτάσουν ἐκεῖ, θά εἶναι λόγω τῆς ἐπαγρύπνησης τῶν ἐδῶ κομμουνιστῶν, ἀλλά καί τῶν συνεργατῶν τους πού ἔχουν ἐκεῖ, διότι ὅλοι θέλουν τόν θάνατο τῶν χριστιανῶν καί τήν ἐξαφάνιση τῆς πίστεως ἀπό τόν κόσμο. Ἄν οἱ χριστιανοί τῆς Δύσης ἦταν ἀλληλέγγυοι μέ τούς κατατρεγμένους χριστιανούς, αὐτοί θά σώζονταν. Ἀλλά οἱ χριστιανοί τώρα ἐγκατέλειψαν τόν Χριστό καί οἱ ἄνθρωποι μέ τήν ἀπιστία τους λαμβάνουν σάν ἀντίτιμο βαρειές θλίψεις. Ὁ κόσμος εἶναι στό χέρι τοῦ σατανᾶ, τῶν Ἰουδαίων καί τῶν ἀθέων.
Συμπληρώνω μέ ἱερή ὑποχρέωση ἀπέναντι στόν κόσμο γιά νά ὁμολογήσω τἀ ἐδῶ γινόμενα καί συνειδητοποιῶ ὅτι δέν κινδυνεύω τήν ζωή μου, ἀλλά τήν ψυχή μου. Διότι, ἄν μέ σκότωναν γι΄αὐτήν τήν ὁμολογία τῆς ἀλήθειας θα ἤμουν εὐτυχής. Ἀλλά αὐτοί σκοτώνουν ψυχικά, καταστρέφουν τόν ἄνθρωπο, θέλουν νά ἤμαστε ἐργαλεῖα τῆς κόλασής τους. Καί αὐτό μέ φρικιάζει.
Ἀφοῦ ἐμεῖς ἐζήσαμε 25 χρόνια φυλακή, σήμερα ζοῦμε ἀκόμη στήν φυλακή, ἀλλά σέ μεγαλύτερες διαστάσεις. Ὑποβαλλόμαστε στό ἴδιο πρόγραμμα ὑλοποίησης τῆς πνευματικότητος. Φιμωνόμαστε καί καταδικαζόμαστε σέ θάνατο. Ἐκτός ἀπό τήν πίστη δέν ἔχουμε καμμιά ἄλλη δύναμη.
Ζοῦμε μέ τήν τρομάρα καί σιωποῦμε, διότι δέν ἔχουμε πιά τήν δύναμη γιά νά ὑποφέρουμε καί διότι κανένας δέν μᾶς στηρίζει. Περπατάω στόν δρόμο, ἀναγνωρίζω ἕναν φίλο καί τόν ἀποφεύγω, παρόλο πού καίγεται ἡ ψυχή μου ἀπό πόθο νά μιλήσω μαζί του. Συναντάω ἕναν πονεμένο ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ὑποφέρει καί θέλω νά τόν βοηθήσω, ἀλλά ἐπειδή εἶναι γνωστός μου δέν ἐπιτρέπεται νά τό κάνω. Ἔμαθα ὅτι ἕνας γνωστός μου ἔπαθε ἐγκεφαλικό διότι, ὅταν ζήτησε τό κοπιράιτ γιά μιά εὕρεσή του, τοῦ εἶπαν ὅτι εἶναι «κερατᾶς. Τίς περασμένες ἡμέρες ἕνας μεγάλος, ἄνθρωπος, ἀληθινά μεγάλος πέθανε ἀπό ἔμφραγμα διότι κατηγορήθηκε γιά ἐγκλήματα πού δέν τά εἶχε ἐκτελέσει καί δέν μπόρεσε νά ἀπολογηθεῖ. Ἕνας ἄλλος μεγάλος ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας δολοφονήθηκε, διότι εἶχε παραμείνει ἄνθρωπος καί εἶχε γίνει ἕνα σύμβολο.
Ὑπάρχουν χιλιάδες ἄνθρωποι πού κατατρέχονται κάθε ἡμέρα γιά νά γίνουν προδότες καί, κουρασμένοι, μερικοί πέφτουν. Οἱ ἴδιοι ὅμως θά ἤθελαν καλύτερα νά πεθάνουν παρά νά γίνουν ἄτιμοι. Ποιός θά τούς καταδικάσει; Ἄλλοι ἤθελαν νά περάσουν τά σύνορα ἀλλά τούς εἶπαν ὅτι εἶναι “κερατάδες”, φασίστες καί ἀντεπαναστάτες καί δέν ἀπόκτησάν ποτέ τό διαβατήριο. Ὑπάρχουν πολλοί ζωντανοί ἄνθρωποι στούς ὁποίους ἔχει χαραχτεῖ μιά νεκρή ζωή ἐπάνω τους.
Τό σύστημα εἶναι τρομερό: ἕνας μηχανισμός κουμανταρισμένος ἀπό ἕνα μοναδικό κέντρο, τό ὁποῖο δέν δέχεται καμμιά διέξοδο, καμμιά παρέμβαση, καμμιά ἐξαίρεση. Ὁ σατανᾶς εἶναι πιό μαῦρος ἀπό ὅτι τόν φαντάζονται οἱ ἄνθρωποι. Μήν δεχθεῖτε καμμιά ἐπαφή μέ τόν σατανᾶ, οὔτε τήν ἐλάχιστη, διότι αὐτός καταστρέφει καί βρωμίζει τά πάντα! Ὁ σατανᾶς εἶναι ὁ θεός τῆς ἀπόλυτης τυραννίας καί τοῦ ψέματος.
Ἡ τρομάρα αὐξάνεται διά τοῦ ψέματος πού τήν καλύπτει καί μέ τό ὁποῖο ἀναγκαζόμαστε νά τήν δοξάζουμε. Δέν μπορῶ νά ἀντέξω πιά. Ὅλος ὁ ἐδῶ κόσμος εἶναι τόσο ἄρρωστος! Ἐάν ἡ ἀνθρωπότητα δέν μπορεῖ νά γλυτώσει, σέ ὅλα τά ἐπίπεδα καί μέ ὅλα τά μέσα, ἀπό τόν μαρξισμό, θά μπεῖ στό πιό μακρύ καί ὀδυνηρό σκοτάδι καί μάταια θά ζητήσουμε τότε οἱ ἄνθρωποι ν᾿ ἀνοιχθεῖ ἡ γῆ καί νά τούς ρουφήξει, διότι ὁ κομμουνισμός θά τούς τσακίζει μέχρι πού νά τόν προσκυνήσουν καί θά τόν δοξάσουμε ὅπως κάνουμε ἐμεῖς τώρα! Κύριε, δώσε τό Ἅγιο Πνεῦμα στούς ἀνθρώπους! Ἄνθρωποι, τολμῆστε! Ἀλλιῶς θά χαθῆτε!
Αὐτή ἡ ὁμολογία ἐκπονήθηκε σέ μιά ὁλόκληρἡ ζωή, μέσω τῆς φλόγας γιά τήν πίστη καί τήν θυσία μιᾶς μεγάλης Κοινότητας, διότι πέρα ἀπό τήν γνώση, τίς τάξεις, πολιτικές πεποιθήσεις ἔχουν συγκεφαλαιωθεῖ οἱ θρησκευτικές μας πεποιθήσεις, σάν μοναδική ἀπολύτρωση τοῦ κόσμου. Οἱ εὑρισκόμενες ἀπό ἐμᾶς λύσεις ἀποβάλλουν τήν κάθε τυραννία καί θεμελιώνονται στήν ἐσωτερική δύναμη της συνείδησης τῶν ἀνθρώπων.
Δέν πιστεύουμε σ΄ ἕνα ἄκαμπτο, μηχανικό καί ἐπιστημονικό σύστημα, ἀλλά στήν ἐπιδίωξη τῆς ψυχῆς γιά τήν τελειοποίηση. Δέν θέλουμέ τήν εἰρήνη τῆς σκλαβιᾶς, ἀλλά προτιμοῦμε τήν ἐλεύθερη ἀναζήτηση. Τό μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου ἔγκειται στήν ἐσωτερική του ὀμορφιά. Ἄν αὐτή ἀκυρώνεται ἤ κόβεται, ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνας τέρας ἤ ἕνα κάθαρμα. Ἐμεῖς ἔχουμε ζήσει καί τυραγνηθεῖ ἀπό θηρία καί καθάρματα. Μᾶς ἀνάγκαζαν νά μᾶς κάνουν θηρία καί καθάρματα κι ἐμεῖς κραυγάσαμε στόν Θεό νά μᾶς λυτρώσει. Μᾶς κατηγοροῦσαν ὅτι εἴμασταν μέ τήν ἀστική τάξι, μέ τόν ναζισμό καί μέ τόν κομμουνισμό. Ὅλα τά ἀρνούμασταν διότι ὅλα εἶναι ἀθεϊστικά, ὑλιστικά, ἐγωϊστικά, ἀπάνθρωπα καί χωρίς ψυχή.
Κρατάω μέσα μου τήν ἀγάπη τήν φροντίδα γιά τήν σωτηρία ὅλων τῶν ἐθνῶν. Μέ πονάει, περισσότερο ἀπό ὅ,τιδήποτε ἄλλο, ἡ κρίση τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Σωτήρας. Ἀρχίζοντας ἀπό τόν Χριστό θά λύνονται ὅλα τά προβλήματα τοῦ κόσμου. Ἀρχίζοντας ἀπό τήν ψυχή θά ξέρουμε πῶς νά ζοῦμε καί πῶς νά διοργανωθοῦμε.
Ἡ ὁμολογία μου εἶναι καθαρά χριστιανική. Εἶναι πράγματι δύσκολο νά τά κατανοοῦμε ὅλα αὐτά καί νά τἀ ἐφαρμόζουμε. Παρακαλῶ ὅλους τούς ἀνθρώπους νά προσέξουν τήν πρόσκλησι τῆς ἐποχῆς. Ὅποιος πιστεύει πρέπει νά ζεῖ χριστιανικά. Ὅποιος θέλει τήν αἰωνιότητα πρέπει ν᾿ ἀρχίσει ἀπό τώρα. Ὁ Θεός εἶναι ἡ πραγματικότητα πού ἀγαπᾶ καί δίνει ἐλπίδα στόν ἄνθρωπο τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα. Δέν μποροῦμε νά ζήσουμε χωρίς τόν Θεό, δέν μποροῦμε νά ἤμαστε ἄρχοντες τῆς γῆς χωρίς τόν Θεό. Χωρίς τόν Θεό κινδυνεύουμε νά μήν ὑπάρχουμε καθόλου.
Κάνουμε αὐτήν τήν ὁμολογία ὄχι σάν λόγια γιά κερδοσκοπία, οὔτε σάν μιά ἐπιστημονική διαπίστωση, ἀλλά σάν ἀποτέλεσμα τῆς ἐμπειρίας τῆς ζωῆς μας, σέ βάσανα καί καθημερινούς θανάτους γιά τήν πίστη μας στόν Χριστό καί μέ τόν Χριστό. Καί τό τελικό καί περιεκτικό συμπέρασμα αὐτής τῆς ἐμπειρίας εἶναι: Τό πᾶν ἐν Χριστῶ! Ἁπλό, ἀλλά δύσκολο, δύσκολο, ἀλλά ἀναγκαίο.
Αὐτές τίς σειρές τίς γράφει ἕνας κανένας, ἕνας ἀνώνυμος, ἕνας γέρος, ἕνας διωγμένος σάν τόν Καλτσίου, σάν τόν Σολζενίτσιν μέ ὅλο τόν λαό τους. Ἡ ἀνθρωπότητα πρέπει νά ζεῖ μέ αἰσιοδοξία καί νά τολμᾶ!!!
Ἰωάννης Ἰανωλίδε
Ἐξουθενωμένος γιά τόν Χριστό καί τήν Πατρίδα
Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου