Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
ΑΝΟΙΞΤΕ
το πιο σοφό βιβλίο του κόσμου, ανοίξτε την αγία Γραφή, και ψάξτε κάπου
εκεί στην αρχή. θα δήτε, ότι ήτανε πέντε πολιτείες μέσα σ’ ένα πλούσιο
κάμπο. Το χορτάρι ήταν πέντε μέτρα ψηλά, είχαν γίδια και βόδια, είχανε
πλούτο. Και τί συνέβη; Πέσανε στην αμαρτία, πέσανε στη σάρκα· πέσανε στην πορνεία, στη μοιχεία, στα παρά φύσιν. Γινήκανε τῆς «οκάς». Γιατί
ο άνθρωπος είνε πνεύμα, πού υψώνεται επάνω· ενώ αυτόν που έγινε «οκά»,
τον ζυγίζεις και όλη η αξία του είνε μόνο οι 50, 60, 80 οκάδες του
σώματος. Άνθρωποι λοιπόν της «οκάς» είχαν γίνει. Σάρκες μόνο, χωρίς
πνεύμα, χωρίς ιδανικά, χωρίς τίποτα το υψηλό. Μέσα στην κοινωνία
εκείνη είχε μείνει ένας μόνο δίκαιος άνθρωπος. Και τους έλεγε· Αδέρφια
μου, σταματήστε, φύγετε από την αμαρτία…
Τίποτα αυτοί· το βιολί τους, το
χαβά τους. Γλέντι, διασκέδασι, γυναίκα, πορνεία. Πέρα από τη σάρκα και
πέρα από το κρασί και τη διασκέδασι δεν είχαν τίποτε άλλο στο μυαλό
τους. Χτίζανε σπίτια, μέγαρα, όλα αυτά. Το
τέλος ποιο ήτανε; Μια μέρα, εκεί του έλαμπε ο ήλιος, ξαφνικά ο ουρανός
μαύρισε. Άστραψε, βροντούσε, και σε λίγο δεν έπεσε ούτε νεράκι ούτε
χιόνι ούτε χαλάζι. Άλλα τι έπεσε; Φωτιά και θειάφι! Λαμπάδιασε ο τόπος.
Καήκανε τα δέντρα, καήκανε τα πρόβατα, καήκανε τα γίδια, καήκανε τα
σπίτια, καήκανε οι βασιλιάδες τους, καήκανε οι δικασταί τους, καήκανε οί
δάσκαλοι τους, όλοι καήκανε. Έλειωσε το χρυσάφι τους, το ασήμι τους,
όλα. Τα πέρασε ο θεός από κλίβανο. Και μετά, αφού καήκανε όλα, ξαφνικά
βούλιαξε η γη σε βάθος 500 – 600 μέτρων, σε ένα χάος. Έγινε εκεί μια
θάλασσα, που δεν ζή τίποτα. Σε όλα τα νερά ζουν ψάρια, σ’ αυτήν δεν ζή
ψάρι. Τα Σόδομα και Γόμορρα έγιναν Νεκρά θάλασσα.