«Ήταν, θυμάμαι, απόγευμα όταν ο διοικητής της 13ης Μοίρας ορειβατικού Πυροβολικού, όπου υπηρετούσα, μας κάλεσε να μας ανακοινώσει ότι έπρεπε να φορτώσουμε και να μετακινηθούμε 15 περίπου χιλιόμετρα προς τα αριστερά, γιατί την άλλη μέρα θα γινόταν επίθεση ενός τάγματος πεζικού και έπρεπε να προετοιμάσουμε την επιχείρηση με μια σειρά βολών.
Όμως, υπήρχε ένας τεράστιος κίνδυνος. Προς την κατεύθυνση της νέας μας θέσης οδηγούσε μόνο ένας δρόμος, μέσα από μία χαράδρα, γνωστή στους Ιταλούς. Αυτή λοιπόν τη χαράδρα τη βομβάρδιζαν συνεχώς, για να την κάνουν αδιάβατη. Τι να κάνουμε τώρα; Να προχωρήσουμε; Θα μας διέλυε το πυροβολικό τους. Να μείνουμε εκεί; Δεν ήταν δυνατό. Η διαταγή ήταν σαφής. Ο διοικητής κάλεσε τους αξιωματικούς όλους. Ανακοίνωσε την εντολή και ζήτησε τις γνώμες τους. Τι να πούμε όμως; Μπροστά φωτιά και πίσω ρέμα. Κάναμε μια προσευχή και ξεκινήσαμε προς τον βέβαιο θάνατο…
Όμως, ο Θεός έκαμε το θαύμα Του. Μόλις αρχίσαμε να μπαίνουμε στην χαράδρα είδαμε να σκάνε τα εχθρικά βλήματα μισό περίπου μίλι, πιο μπροστά από μας. Μέσα στη χαράδρα δεν έπεφτε ούτε ένα!
Παράξενο, είπαμε, η φάλαγγά μας, στρατιώτες και ζώα φορτωμένα τα κανόνια μας, υπερέβαινε τα δύο μίλια. Πηγαίναμε, βλέπετε, αραιά για να μην έχουμε πολλές απώλειες, όταν πέσουν βλήματα. Περάσαμε γρήγορα – γρήγορα όλοι. Και όταν απομακρυνθήκαμε 500 περίπου μέτρα, κατά περίεργο τρόπο άρχισε πάλι να χτυπιέται η χαράδρα… Κοιταχτήκαμε…. Τι νομίζετε είχε συμβεί; Για λίγη ώρα σηκώθηκε ένας δυνατός αέρας με αντίθετη φορά προς την κατεύθυνση των βλημάτων. Εξαιτίας της αντίθετης πίεσης, τα βλήματα έχαναν βεληνεκές, δηλαδή απόσταση…, μάκρος…, και αντί να πέφτουν μέσα στη χαράδρα, που είχαν κανονίσει οι Ιταλοί, έπεφταν μισό μίλι πιο μπροστά. Όταν περάσαμε πια, ο αέρας σταμάτησε και η χαράδρα καιγόταν πάλι από τα βλήματα. Το θαύμα ήταν φανερό. Γονατίσαμε όλοι και ευχαριστήσαμε τον Θεό για την προστασία Του…»