Τοῦ Βιργκίλ Γκεοργκίου
Κάθε
φορὰ ποὺ φαντάζομαι τὸν πατέρα μου, τὸν βλέπω μὲ τὸν ζυγὸ γύρω ἀπὸ τὸ
λαιμό του, ζευγμένον μὲ τὸ ἐπιτραχήλι. Τὸν βλέπω ζευγμένον, σὰν ἕνα
ἄλογο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ποδεμένον μὲ τὶς πεταλωμένες μπότες του, νὰ
τρέχει ἀπὸ τὴ μιὰ στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς ἐνορίας, τριάντα ὀρεινά χιλιόμετρα,
ποὺ ἔπρεπε νὰ διατρέξει δύο φορὲς τὴ μέρα μερικὲς φορές. Γι’ αὐτὸ ἦταν
πάντα ἀποκαμωμένος. Ἕτοιμος νὰ σωριαστεῖ ἀπ’ τὴν κούραση. Ὅπως κάθε
ζευγμένο πλάσμα. Κι ὅμως δὲ σταματοῦσε ποτέ.
Ὁ
πατέρας μου λοιπὸν ἀναχωροῦσε, χωρὶς καμιὰ καθυστέρηση, μαζὶ μὲ τὸν
χριστιανὸ ποὺ ἐρχόταν νὰ τὸν ζητήσει. Ἔβγαινε ἀπὸ τὸ πρεσβυτέριο, πρὶν
ἀκόμη ὁ ἄνθρωπος χτυπήσει τὴν πόρτα. Διότι πάντα ἦταν κάτι τὸ
ἐπεῖγον: κάπου ἕνα ἀνθρώπινο πλάσμα
περίμενε τὸν Θεό. Καὶ ὁ πατέρας μου βιαζόταν. Ὁ πατέρας μου βάδιζε δίπλα
στὸν ἄνθρωπο μέχρι τὴν πόρτα. Βγαίνοντας ἀπ’ τὸν περίβολο, τὸν ἱερὸ
χῶρο, ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶχε ἔλθει νὰ ζητήσει τὸν πατέρα μου ἀνέβαινε στὸ
ἄλογο. Καὶ ὁ πατέρας μου βάδιζε πίσω ἀπ’ τὸ ἄλογο.
Ἕνας
ἱερεὺς ποτὲ δὲν ἀνεβαίνει στὸ ἄλογο. Αὐτὴ εἶναι ἡ παράδοση στὰ ὀρεινὰ
μέρη μας. Ὁ πατέρας μου λοιπὸν μεταφέροντας τὸν σάκο, μέσα στὸν ὁποῖο
βρίσκονταν τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ σταυρὸς καὶ ὁ
«ζυγός», ὁδοιποροῦσε πίσω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ πήγαινε καβάλα.
Ὁδοιποροῦσε ὁ φτωχός μου πατέρας, ἂν καὶ ἦταν τόσο εὔθραυστος, τόσο
ἀδύνατος, βάδιζε σὰν ἕνα ἄλογο, πίσω ἀπὸ τὸν ἔφιππο ἄνθρωπο.
Ἀκολουθώντας τὶς ὁπλὲς τοῦ ἀλόγου μὲ τὶς πεταλωμένες μπότες του, χωρὶς
νὰ μένει πίσω καθόλου.
Μερικὲς φορές, πολὺ σπάνια, ἔλεγε σὲ μᾶς τὰ παιδιά, χαμογελώντας:
– Εἶμαι τὸ ἄλογό του Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Θεὸς καβαλικεύει πάνω μου, σὰν σὲ ἄλογο…
Κι
ἔλεγε τὴν ἀλήθεια. Γιατί αὐτὸ δὲν ἦταν ἕνα ἀστεῖο, ὅπως ἐμεῖς τὸ
παίρναμε, ὅταν ἤμασταν μικροί. Ὁ πατέρας μου μετέφερε τὸ Αἷμα καὶ τὸ
Σώμα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἕνα ἄλογο μεταφέρει τὸν καβαλάρη του. Παντοῦ. Μέρα
καὶ νύχτα. Ὁ Θεὸς καβαλίκευε πάνω στοὺς ὤμους τοῦ πατέρα μου, κάθε
στιγμὴ καὶ πήγαινε μέχρι τὰ βάθη τῶν σκοτεινῶν δασῶν μὲ τὰ ἔλατα καὶ
μέχρι τὴ σιωπηλὴ καρδιὰ τῶν ἄγριων βουνῶν.
–
Δὲν σ’ ἀγαποῦν οἱ γυιοὶ καὶ οἱ θυγατέρες σου ἐν Χριστῷ, ἔλεγα στὸν
πατέρα μου, βλέποντάς τον τσακισμένο ἀπ’ τὴν κούραση. Μόλις ἐπέστρεψες
στὸ πρεσβυτέριο κι ἦλθαν ξανὰ νὰ σὲ φωνάξουν. Μόλις ξάπλωσες καὶ
ἔφτασαν. Σὲ ξυπνοῦν. Σὲ ἀναγκάζουν νὰ βγαίνεις ἔξω ὁποιαδήποτε στιγμή,
μὲ ὁποιονδήποτε καιρὸ καὶ σὲ κάνουν νὰ περπατᾶς ὧρες καὶ ὧρες μὲ τὰ
πόδια πίσω τους, ἐνῶ ἐκεῖνοι προχωροῦν καβάλα. Σὲ σέρνουν ἔξω χωρίς
σταματημό, μέσα στὴ νύχτα, μέσα στὴ βροχή, μέσα στὴ λάσπη καὶ τὸ χιόνι.
Οἱ πιστοί σου σ’ ἀγαποῦν λιγότερο ἀπ’ τὰ ζῶα τους. Διότι ποτὲ δὲ ζητοῦν
ἀπ’ τὰ κτήνη τους αὐτὸ ποὺ ζητοῦν ἀπ’ τὸν πατέρα τους, τὸν ἱερέα τους.
Γιατί δὲ σὲ λυπήθηκαν ποτέ; Γιατί δὲ σὲ εὐσπλαχνίσθηκαν ποτέ;
–
Ἡ εὐσπλαχνία ταιριάζει συνήθως στοὺς ἀνθρώπους, τὰ ζῶα, τὰ πράγματα, μὰ
ὄχι στὸν «ἱερέα», ἀπάντησε ὁ πατέρας μου. Θὰ ’ταν κουτό, παράλογο καὶ
ἀσεβὲς μαζὶ νὰ τὸν λυποῦνται οἱ ἄνθρωποι. Κάθε χριστιανὸς χτυπώντας τὴν
πόρτα τοῦ ἱερέως, χτυπᾶ στὴν πραγματικότητα, τὴν πόρτα τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ
ἱερεὺς εἶναι «ἀφομοιωμένος τῷ υἱῷ τοῦ Θεοῦ» (Ἑβρ. ζ΄ 3). Δὲν μπορεῖ νὰ
ἔλθει στὴ σκέψη ἑνὸς χριστιανοῦ αὐτὴ ἡ ἀσεβὴς ἰδέα πὼς ὁ Θεὸς
κουράστηκε, πὼς ὁ Θεὸς νυστάζει, πεινάει ἢ τοῦ πονοῦν τὰ πόδια. Ἀπ’ τὸν
Θεὸ μπορεῖ κανεὶς νὰ ζητάει τὰ πάντα ὁποιαδήποτε ὥρα καὶ χωρίς να χτυπᾶ
τὴν πόρτα.
– Ὅμως ὁ ἱερεὺς εἶναι κι αὐτὸς ἄνθρωπος, εἶπα.
–
Ὄχι, ἀπάντησε ὁ πατέρας μου. Ὁ ἱερεὺς δὲν εἶναι ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἡ θυσία
ἑνὸς ἀνθρώπου, ποὺ προστίθεται στὴ θυσία τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτὸ εἶναι ἡ
ἱεροσύνη.
Ἡ ἀπάντηση ἦταν ὡραία. Ἔξοχη. Κοκκίνισα ἀπ’ τὴν εὐχαρίστηση. Ἀλλὰ πρόσθεσα:
– Ὡστόσο, πρέπει νὰ ’χεις μερικὲς ὧρες τουλάχιστον γιὰ ἀνάπαυση.
–
Ὄχι, ἀπάντησε ὁ πατέρας μου. Ὁ ἱερεὺς δὲν εἶναι ὅπως εἶναι κανεὶς
γεωργός, ὑπάλληλος ἢ τεχνίτης. Δὲ γίνεται κανεὶς ἱερεὺς γιὰ νὰ ἔχει
ὧρεςγραφείου μὲ διαλείμματα καὶ μέρες ἀδείας. Εἶναι κανεὶς ἱερεὺς
μόνιμα. Χωρὶς διακοπή. Χωρὶς ρεπό. Χωρὶς καμιὰ ἀνάπαυλα. Μέρα καὶ νύχτα.
Καὶ ὅπως μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀπευθύνεται στὸν Θεὸ ὁποτεδήποτε, ὁποιαδήποτε
ὥρα τῆς μέρας ἢ τῆς νύχτας καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε αἴτημα, χωρὶς φόβο νατον
ἐνοχλήσει, ἔτσι μπορεῖ νὰ ’ρθει στὸ σπίτι τοῦ ἱερέως ὁποτεδήποτε καὶ
γιὰ ὁποιοδήποτε λόγο. Βέβαια δὲν φθάνομε στὸ σημεῖο νὰ ἔχουμε ἱερεῖς ποὺ
νὰ μὴν κοιμοῦνται, νὰ μὴν τρῶνε καὶ νὰ μὴν τοὺς πονοῦν τὰ πόδια. Ἀλλὰ
αὐτὸ εἶναι μία ἀτέλεια ποὺ ὀφείλομε νὰ τὴ δεχθοῦμε ὅπως εἶναι, διότι ἡ
λατρεία δὲν εἶναι παρὰ μία εἰκόνα, μία σκιὰ τῶν οὐρανίων
πραγματικοτήτων, ὅπως ἀποκαλύφθηκε καὶ στὸν Μωυσῆ, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ
κατασκευάσει τὴ Σκηνή. Κοίταξε, τοῦ ἐλέχθηκε, θὰ φτιάξεις τὰ πάντα
σύμφωνα μὲ τὸ ὑπόδειγμα πού σοῦ φανερώθηκε πάνω στὸ βουνὸ (Ἑβρ. η΄ 5).
Ἡ
ἱεροσύνη, μίμηση τῆς ἱεροσύνης τοῦ Χριστοῦ, ἀποκλείει τὶς διακοπές.
Ἰσχύει μόνιμα καὶ γιὰ τὴν αἰωνιότητα (Ἑβρ. στ΄ 7). Οὔτε καὶ ὁ φυσικός
θάνατος τοῦ ἱερέως δὲν μπορεῖ νὰ τὴ διακόψει. Καὶ ἀφοῦ ἡ ἱεροσύνη δὲν
μπορεῖ νὰ διακοπεῖ μὲ τὸν θάνατο, πῶς θέλεις νὰ τὴ διακόψει ἡ πείνα, ὁ
κόπος ἢ ὁ ὕπνος;
– Εἶναι κανεὶς ἱερεὺς κι ὕστερα ἀπ’ τὸν θάνατο; ρώτησα τὴν πρώτη φορὰ ποὺ τὸ ἄκουσα αὐτό.
–
«Εἶναι κανεὶς ἱερεὺς γιὰ τὴν αἰωνιότητα, Ἀφομοιωμένος τῷ υἱῷ τοῦ Θεοῦ,
μένει ἱερεὺς εἰς τὸ διηνεκές. (Ἑβρ. ζ΄ 3) Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ ἱερεὺς εἶναι
ἀφομοιωμένος μὲ τὸν Θεό, δὲν μπορεῖ νὰ πεθάνει. Μένει ἱερεὺς καὶ μέσα
στὸ θάνατο καὶ παρὰ τὸν θάνατο. Στὴν αἰωνιότητα. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ
ἐνταφιάζουν τὸν ἱερέα ντυμένο μὲ ὅλα τὰ ἱερατικά του ἄμφια, ποὺ φορεῖ
ὅταν τελεῖ τὴν θεία Λειτουργία. Ὁ ἱερεύς ἐνταφιαζεται μὲ τὸν Σταυρό, μὲ
τὸ Ἐπιτραχήλι, τὸ Φελόνι, τὸ Στιχάρι, τὰ Ἐπιμανίκια… Ὅλα καὶ ὁλόκληρη τὴ
στολή, ὅπως γίνεται γιὰ τὴν πιὸ ἐπισημη ἀκολουθία. Διότι ὁ νεκρὸς
ἱερεὺς θὰ πάει νὰ λειτουργήσει στὴν ἀληθινὴ οὐράνια Ἐκκλησία, μὲ τὸν
ἐπίσκοπό του, τὸν Χριστό. Γιὰ κάθε ἱερέα ὀθάνατος εἶναι μία προαγωγή.
Περνάει ἀπ’ τὴ μικρή του ἐπίγεια ἐκκλησία στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ
οὐρανοῦ, γιὰ νὰ τελεῖ τὴν παγκόσμια λειτουργία γύρω ἀπ’ τὸν Χριστό. Ποτὲ
λοιπὸν δὲν πρέπει νὰ θρηνεῖται ὁ θάνατος ἑνὸς ἱερέως. Διότι δὲν
πεθαίνει ποτέ. Ὁ θάνατος εἶναι ὁ προβιβασμός του.
Καὶ
ἐπειδὴ ὁ ἱερεὺς μένει ἱερεὺς παρὰ τὸν φυσικὸ θάνατο, ὅταν τὸν βάζουν
στὸν τάφο, ντυμένο μὲ τὰ ἄμφια ποὺ φοράει γιὰ τὴν τέλεση τῆς
Λειτουργίας, καλύπτουν τὸ πρόσωπό του μὲ τὰ ἱερὰ Καλύμματα ἢ τὸν Ἀέρα,
τὸ πανὶ ἐκεῖνο μὲ τὸ ὁποῖο καλύπτουν κατὰ τὴ λειτουργία τὸ Ἅγιο Ποτήριο,
ποὺ περιέχει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀὴρ συμβολίζει τὸν λίθο,
ποὺ ἔκλεινε τὸν τάφο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ πέτρα αὐτὴ ποὺ ἔκλεισε τὸν
τάφο τοῦ Χριστοῦ, σφραγίζει ἐπίσης καὶ τὸν τάφο κάθε ἱερέως. Διότι κάθε
ἱερεὺς εἶναι ἀφομοιωμένος μὲ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ.»
Ἀκούγοντάς
τον, ἄφησα τὰ δάκρυα νὰ κυλήσουν πάνω στὸ ἅγιο χέρι τοῦ πατέρα μου, ποὺ
ἔσκυψα καὶ τὸ φίλησα εὐλαβικά. Ἔτσι, λοιπὸν, κατάλαβα γιατὶ ὁ
Φραγκῖσκος τῆς Ἀσίζης διηγεῖται πὼς ἂν συναντοῦσε στὸ δρόμο ἕναν ἄγγελο ἢ
ἕναν ἱερέα, νὰ βαδίζουν ὁ ἕνας πλάι στὸν ἄλλον, θὰ γονάτιζε πρῶτα
ἐμπρὸς στὸν ἱερέα, φιλώντας του τὸ χέρι καὶ μόνον ὕστερα θὰ γονάτιζε
ἐμπρὸς στὸν ἄγγελο, γιὰ νὰ τὸν χαιρετίσει. Διότι οἱ ἄγγελοι εἶναι
κατώτεροι ἀπ’ τοὺς ἱερεῖς σὲ τοῦτο, στὸ ὅτι δὲν μποροῦν νὰ μεταμορφώσουν
τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ σὲ σάρκα καὶ αἷμα τοῦ Θεοῦ. Τὰ χέρια ὅμως τοῦ
ἱερέως τὸ μποροῦν…
Παρὰ
τὴν ἀσύγκριτη εὐτυχία νὰ εἶναι ὑπηρέτης στὸν οὐρανό, ὁ πατέρας μου
ζοῦσε τὴν ἐπίγεια ζωὴ του μέσα σὲ ἀφάνταστη σκληρότητα καὶ ὀδύνη. Κάθε
χρόνο ὁ πατέρας μου γινόταν πιὸ ἀδύνατος. Πιὸ ἄσαρκος. Πιὸ ἄυλος. Στὰ
τριάντα του χρόνια τὰ μαλλιὰ τοῦ πατέρα μου εἶχαν ἀσπρίσει. Στὰ τριάντα
χρόνια ὁ πατέρας μου εἶχε γεράσει. Τὰ δόντια του ἔπεφταν. Ἐξ αἰτίας τῆς
ἀθλιότητας, ἐξ αἰτίας τοῦ ὑποσιτισμοῦ, ἐξ αἰτίας τοῦ κόπου καὶ τοῦ
μόχθου.
Ἀντίθετα
ὅμως τὸ βλέμμα του γινόταν κάθε χρόνο πιὸ ὄμορφο, πιὸ φωτεινό, πιὸ
ἀκτινοβόλο καὶ τόσο ἔντονο ὥστε τὸ κεφάλι του ἔμοιαζε νὰ φωτίζεται μ’
ἕνα φωτοστέφανο. Παρακολουθοῦσα ἕνα ἀσυνήθιστο γεγονός: ὅταν ὁ πατέρας
μου παρατηροῦσε κάτι τί, τὸ φώτιζε μὲ τὸ βλέμμα του, σὰν μὲ κάποιους
μυστικοὺς προβολεῖς. Βλέποντας αὐτὸ ἔνοιωσα γιὰ πρώτη φορὰ τὸ γεγονὸς
ὅτι οἱ ἅγιοι, παρατηρώντας τὸν κόσμο, τὸν φωτίζουν και τὸν ἁγιάζουν.
– Τί κοιτάζεις, ρώτησε ὁ πατέρας μου, βλέποντάς με βυθισμένο στὶς σκέψεις.
– Εἶσαι φωτεινὸς σὰν μία εἰκόνα, τοῦ εἶπα, κοκκινίζοντας.
Ὁ
πατέρας μου γέλασε. Δὲν ἦταν οὔτε ὑπερήφανος οὔτε ταπεινός. Γιὰ νὰ ’σαι
ὑπερήφανος ἢ ταπεινὸς πρέπει πρῶτα νὰ ’σαι ἕνα γήινο πλάσμα. Καὶ
ἐκεῖνος ἦταν ὅλο καὶ λιγότερο γήινος. Γέλασε γιατί ἡ φωνή μου ἔφθασε στὰ
αὐτιά του κι αὐτὸ τὸν εἶχε εὐχαριστήσει. Ὁ πατέρας μου σπάνια γελοῦσε.
Ὅταν κανεὶς εἶναι κουρασμένος δὲν μπορεῖ νὰ γελάσει. Μὰ τώρα εἶχε
χαμογελάσει. Κι’ ὅταν ὁ πατέρας μου χαμογελοῦσε ἔβλεπε κανεὶς πὼς εἶχε
χάσει σχεδὸν ὅλα του τὰ δόντια. Ἡ καρδιά μου σφιγγόταν. Λυπόμουνα τόσο
πολὺ γιὰ τὴν ἀθλιότητά του ποὺ μόλις μποροῦσα νὰ κρατήσω τὰ δάκρυά μου.
Καὶ ἔλεγα πὼς ἂν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἀποφάσιζε μία μέρα νὰ
προσφέρει στὸν ἱερέα του, ποὺ ἦταν καὶ ἄλογό του μαζί, τὸν π.
Κωνσταντῖνο Gheorghiu, ποὺ ὑπέφερε σ’ ὅλη του τὴ ζωὴ ἀπ’ τὴν πείνα, τὴν
δυνατότητα νὰ ἔχει ξαφνικὰ ψωμὶ πάνω στὸ τραπέζι του, ὁ προλετάριος
πατέρας, ὁ σεβαστός μου πατέρας θὰ συνέχιζε – παρὰ τὸ θαῦμα- νὰ πεινάει,
ὅπως καὶ στὸ παρελθόν. Διότι κι ἂν εἶχε κάτι δὲ θὰ μποροῦσε νὰ τὸ φάει,
γιατί δὲν εἶχε πιὰ δόντια… Καὶ οὔτε σκέψη πὼς θὰ μποροῦσε νὰ βάλει
ξένα. Ἤμαστε τόσο φτωχοὶ ποὺ οὔτε στὸ ὄνειρό μας δὲν θὰ τολμούσαμε νὰ
πᾶμε στὸν ὀδοντογιατρό.