Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2024

ΑΓΙΟΙ ΚΑΙ ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΣΚΗΤΗΣ (Μέρος πρώτο)


 Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΧΩΜΙΟΣ, ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ

 Στὴν Σκή­τη ἀ­σκή­τευ­σε ὁ θαυ­μά­σιος Ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Ἰ­ω­σὴφ ὁ πνευ­μα­τι­κός, ὁ ὁ­ποῖ­ος χει­ρα­γώ­γη­σε τὸν ἅ­γιο Ὁ­σι­ο­μάρ­τυ­ρα Πα­χώ­μιο στὸ μαρ­τύ­ριο. Τὸ κο­σμι­κό του ὄ­νο­μα ἦ­ταν Προ­κό­πιος. Συ­νερ­γεί­ᾳ τοῦ πο­νη­ροῦ, νέ­ος ὄν­τας στὴν ἡ­λι­κί­α, ἀρ­νή­θη­κε τὸν Χρι­στό. Ὅ­ταν, μὲ τὴν πά­ρο­δο τοῦ χρό­νου, συ­νει­δη­ποί­η­σε τὸ τὶ εἶ­χε κά­νει, δι­ψοῦ­σε νὰ μαρ­τυ­ρή­ση καὶ νὰ ἀ­παλ­λα­γῆ ἔ­τσι ἀ­πὸ τὴν ἄρ­νη­σι ἐ­κεί­νη. Γιὰ τὸν σκο­πὸ αὐ­τὸ ἔρ­χε­ται στὸ Ἅ­γιον Ὄ­ρος καὶ μά­λι­στα στὴν Νέ­α Σκή­τη, στὸ τα­πει­νὸ ἀ­σκη­τή­ριο τοῦ Γέ­ρον­τος Ἰ­ω­σήφ. Σ’ αὐ­τὸν ὁ Προ­κό­πιος ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ­ται μὲ τα­πεί­νω­σι καὶ εἰ­λι­κρί­νεια. Ὕστε­ρα ἀ­πὸ τὴν δο­κι­μα­σί­α γί­νε­ται Μο­να­χὸς ἀ­πὸ τὸν Γέ­ρον­τα Ἰ­ω­σὴφ μὲ τὸ ὄ­νο­μα Πα­χώ­μιος. Πα­ρέ­μει­νε στὴν Σκή­τη δώ­δε­κα ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια. Ὁ πό­θος ὅ­μως τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου κα­τέ­φλε­γε τὴν καρ­διά του. Ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ συμ­βου­λὲς καὶ ἄλ­λων ἐγ­κρί­των πνευ­μα­τι­κῶν τοῦ ἁγ. Ὄ­ρους, ὁ Γέ­ρον­τάς του τὸν ὁ­δη­γεῖ στὸν ἀ­λεί­πτη πολ­λῶν ὁ­σι­ο­μαρ­τύ­ρων, τὸν ὅ­σιο Ἀ­κά­κιο τὸν Καυ­σο­κα­λυ­βί­τη. Ἔ­χον­τας τὶς εὐ­χὲς ὅ­λων ἀ­να­χω­ρεῖ μα­ζῖ μὲ τὸν Γέ­ρον­τά του Ἰ­ω­σήφ στὴν Σμύρ­νη. ἀ­πὸ ἐ­κεῖ με­τα­βαί­νει στὸ Οὐ­σά­κι.

Πα­ρου­σι­ά­ζε­ται καὶ μαρ­τυ­ρεῖ «τὴν εὐ­σέ­βειαν ἐ­νώ­πιον πάν­των· «Ἐκ νε­α­ρᾶς ἡ­λι­κί­ας μέ­χρι τῆς ὥ­ρας ταύ­της ὁ­μο­λο­γῶ τὸν Κύ­ριόν μου Ἰ­η­σοῦν Χρι­στόν Θε­ὸν τέ­λει­ον καὶ ἄν­θρω­πον τέ­λει­ον καὶ διά ταύ­την μου τὴν κα­λὴν ὁ­μο­λο­γί­αν ἤ­μουν καὶ εἶ­μαι ἕ­τοι­μος νὰ ὑ­πο­μέ­νω πᾶ­σαν βά­σα­νον καὶ νὰ δο­κι­μά­σω κά­θε εἶ­δος θα­νά­του». Ἡ ἀ­πό­φα­σις τοῦ δι­κα­στοῦ ἦ­ταν κα­τα­δι­κα­στι­κὴ εἰς τὸν διὰ μαρ­τυ­ρί­ου θά­να­τον, ἀ­φοῦ ἦ­ταν ἀ­με­τά­πι­στος ὁ μα­κά­ριος στὸ νὰ ἀρ­νη­θῆ τὸν γλυ­κύ­τα­τον Ἰ­η­σοῦν. Ἐν­δυ­να­μού­με­νος μὲ τὴν προ­σευ­χὴ καὶ μὲ τὶς εὐ­χὲς τοῦ Γέ­ρον­τά του Ἰ­ω­σὴφ τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πὸ κον­τὰ πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε τὸ μαρ­τύ­ριο καὶ τὸν ἐν­θάρ­ρυ­νε, διὰ τῆς σφα­γῆς ἔ­λα­βε τὸν­ στέ­φαν­ο τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου κα­τὰ τὴν 7ην Μα­ΐ­ου, τὴν Πέμ­πτη τῆς Ἀ­να­λή­ψε­ως τὸ 1730.

Ἀ­μέ­σως με­τὰ τὸ ἔν­δο­ξο μαρ­τυ­ρι­κό του τέ­λος ὁ ὁ­σι­ώ­τα­τος Ἰ­ω­σήφ, προ­σῆλ­θε καὶ ἀ­φοῦ «ὀ­φθαλ­μο­φα­νῶς εἶ­δεν κεί­με­νον ἐν τῷ τό­πῳ τῆς σφα­γῆς τὸ τρι­σόλ­βιον λεί­ψα­νον τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ του υἱ­οῦ καὶ μάρ­τυ­ρος καὶ με­τὰ δα­κρύ­ων συν­τα­ξά­με­νος εἶ­πεν· «Ἔ­χεις, ὅ πά­λαι πο­τὲ ἐ­πό­θης, Πα­χώ­μι­έ μου, πρέ­σβευ­ε ὑ­πὲρ ἐ­μοῦ πρὸς Κύ­ριον καὶ ὑ­πὲρ πάν­των τῶν ἐ­πι­κα­λου­μέ­νων σε…».

Τὸ τί­μιο λεί­ψα­νό του εἶ­χε με­τα­φερ­θῆ στὴν Ἱ­ε­ρὰ Μο­νὴ τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Θε­ο­λό­γου στὴν Πά­τμο.

Τὸ 1953 ὁ Κα­θη­γού­με­νος τῆς ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς τοῦ ἁ­γί­ου Παύ­λου ἀρ­χι­μα­δρί­της Σε­ρα­φίμ, πα­ρέ­λα­βε μέ­ρος τοῦ τι­μί­ου λει­ψά­νου τοῦ ἀ­γί­ου ὁ­σι­ο­μάρ­τυ­ρος. Τε­μά­χιο ἀ­πὸ αὐ­τὸ ἡ ἱ­ε­ρὰ ἡ­μῶν Μο­νὴ πα­ρε­χώ­ρη­σε ὡς εὐ­λο­γί­α καὶ στὸν πρῶ­το τό­πο τῆς με­τα­νοί­ας του, στὴν Σκή­τη, πρὸς εὐ­λο­γί­α καὶ ἁ­για­σμὸ τῶν πα­τέ­ρων καὶ τῶν εὐ­λα­βῶν προ­σκυ­νη­τῶν.

(Προ­σκυνη­τά­ριον ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Ἁγίου Παύ­λου, σελ. 106-109. Ἅ­γιον Ὄ­ρος 1996. Ἁγ. Νι­κο­δή­μου τοῦ ἁ­γι­ο­ρεί­του, Νέ­ον Μαρ­τυ­ρο­λό­γιον, ἔκδ. ΑΣΤΗΡ, Ἀ­θῆ­ναι, 1961, σελ. 115-118).

Πε­ρισ­σό­τε­ρες πλη­ρο­φο­ρί­ες καὶ θαύ­μα­τα τοῦ ἁ­γί­ου μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ συ­ναν­τή­ση στὸ Προ­σκυ­νη­τά­ριο τῆς Ἱ. Μ. Ἁ­γί­ου Παύ­λου, σελ. 106-109, καὶ στὸ ἔρ­γο τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­δή­μου τοῦ ἁ­γι­ο­ρεί­του, «Νέ­ον Μαρ­τυ­ρο­λό­γιον», ἔκδ. ΑΣΤΗΡ, Ἀ­θῆ­ναι, 1961, σελ. 115-118

                                                ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ

 

Σὲ ὅ­λους ὅ­σους ἔ­χουν γρά­ψει σχε­τι­κὰ μὲ τὸ ἅ­γιον Ὄ­ρος καὶ ἀ­να­φέ­ρον­ται μὲ λί­γα λό­για στὴ Νέ­α Σκή­τη ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅ­τι γιὰ ἀρ­κε­τὸ δο­ά­στη­μα ἔ­μει­νε ἐ­δῶ καὶ ὁ ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος. Δὲν ὑ­πάρ­χει κά­ποι­α γρα­πτὴ μαρ­τυ­ρί­α γιὰ νὰ μπο­ροῦ­με νὰ βα­σι­σθοῦ­με, προ­φο­ρι­κή μό­νον, ὅ­τι στὴν Σκή­τη με­λέ­τη­σε ὁ ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος τὰ ἔρ­γα τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Χρυ­σο­στό­μου.

                                       ΑΓΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ο ΕΞ ΑΓΑΡΗΝΩΝ

 

Λέ­γε­ται ὅ­τι ἐ­δῶ σὴν Σκή­τη καὶ μά­λι­στα στὴν κα­λύ­βη τῶν Ἀρ­χαγ­γέ­λων πρω­το­ῆλ­θε ὁ Νε­ο­μάρ­τυς Κων­σταν­τῖ­νος (μαρ­τύ­ρη­σε στὶς 2 Ἰ­ου­νί­ου 1819) ὁ ἐξ Ἀ­γα­ρη­νῶν, ὁ ἐκ Μυ­τι­λή­νης κα­τα­γό­με­νος καὶ εἶ­πε τὸν λο­γι­σμό του στὸν τό­τε Γέ­ρον­τα. Ἴ­σως προ­σῆλ­θε στὴν Νέ­α Σκή­τη, δι­ό­τι ὡς ἐ­πὶ τὸ πλεῖ­στον ἀρ­κε­τοὶ Πα­τέ­ρες ἦ­ταν Μυ­τι­λη­νιοί. Ὅως ἀ­να­φέ­ρει ὁ ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος ὁ ἁ­γι­ο­ρεί­της στὸ Νέ­ο Μαρ­τυ­ρο­λό­γιο «ἀ­νελ­θὼν ὁ νέ­ος ἐν αὐ­τῇ, κα­θή­σας πα­ρά τι­νι ἀ­δελ­φῷ ἕ­ως ἡ­μέ­ρας εἴ­κο­σιν, ἀ­νήγ­γει­λεν αὐ­τῷ τοὺς λο­γι­σμούς του· καὶ ἐ­ξαι­ρέ­τως ὅ­τι ἦ­τον Ἀ­γα­ρη­νὸς καὶ ἐ­πό­θει ἵ­να λά­βῃ τὸ Ἅ­γιον Βά­πτι­σμα» (Νέ­ον Μαρ­τυ­ρο­λό­γιον, σελ. 274. Ἐκδ. Ἀ­στέ­ρος, Ἀ­θῆ­ναι, 1961).

Λέ­γε­ται καὶ τὸ ἑ­ξῆς: Ὅ­ταν ἦλ­θε ὁ ἅ­γιος ἅ­πλω­σε τὴν φα­νέλ­λα του γιὰ νὰ στε­γνώ­ση καὶ κα­τὰ λά­θος τὴν πῆ­ρε καὶ τὴν φό­ρε­σε ὁ Γέ­ρον­τας. Εὐ­ω­δί­α­ζε ἠ φα­νέλ­λα…

                                         ΑΓΙΟΣ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ

 

Ἀναφέρεται στὸν Συναξαριστὴ τῆς 8ης Ὀκτωμβρίου ὅτι πέρασε ἀπὸ τὴν Σκήτη καὶ ὁ ἐν λόγῳ ἅγιος καὶ φιλοξενήθηκε στὴν καλύβη τοῦ Γέροντος Κοσμᾶ.

                                             ΟΣΙΟΣ ΙΛΑΡΙΩΝ Ο ΓΕΩΡΓΙΑΝΟΣ

 

Ὁ Ὅ­σιος Ἰ­λα­ρί­ων (1776-1864) γεν­νή­θη­κε στὴν Ἰ­με­ρέ­τη τῆς Δυ­τι­κῆς Γε­ωρ­γί­ας. Ἦ­ταν ἔγ­γα­μος ἱ­ε­ρεύς, σύμ­βου­λος τοῦ βα­σι­λέ­ως τῆς Γε­ωρ­γί­ας καὶ πνευ­μα­τι­κὸς τῶν ἀ­να­κτό­ρων τῆς Μό­σχας. Ἐ­πὶ τουρ­κο­κρα­τί­ας ἦλ­θε στὸ Ἅ­γιον Ὄ­ρος ὅ­που ἀ­σκή­τε­ψε σὲ δι­ά­φο­ρες Μο­νὲς καὶ Σκῆ­τες ἀλ­λὰ καὶ στὶς βρα­χώ­δεις σπη­λι­ὲς τοῦ Ἄ­θω­να. Γιὰ ἕ­να μι­κρὸ χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα πα­ρέ­μει­νε στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη δι­α­κο­νών­τας τοὺς φυ­λα­κι­σμέ­νους τῶν Τούρ­κων μὲ κίν­δυ­νο τῆς ζω­ῆς του. Τὸ ἀ­πο­κο­ρύ­φω­μα τῶν ἀ­σκη­τι­κῶν του ἀ­γώ­νων ἦ­ταν ὁ αὐ­τό­βου­λος ἐγ­κλει­σμός του ἐ­πὶ τρί­α χρό­νια στὸν Πύρ­γο τῆς Νέ­ας Σκή­της. Ἐ­κοι­μή­θη τὸ 1864 καὶ ἀ­να­κη­ρύ­χθη­κε Ἅ­γιος ἀ­πὸ τὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο τῆς Γε­ωρ­γί­ας τὸ 2002. Ἡ μνή­μη τοῦ ἑ­ορ­τά­ζε­ται στὶς 14 Φε­βρου­α­ρί­ου.

Εἰδικὴ ἔκδοσι γιὰ τὸν ὅσιο Ἱλαρίωνα ἔχει κάνει ὁ Γέροντας τῆς Καλύβης «ἁγ. Ἰω. ὁ Θεολόγος» Παΐσιος Μοναχὸς μὲ τίτλο «Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ», Ἅγιον Ὄρος 2006.

 

Αὐ­τοὶ οἱ λί­γοι εἶ­ναι οἱ γνω­στοὶ Ἅ­γιοι ποὺ πέ­ρα­σαν καὶ ἔ­ζη­σαν στὴν Σκή­τη γιὰ με­γά­λο ἤ μι­κρὸ­ χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα.

Πό­σοι εἶ­ναι ὅ­μως ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἔ­ζη­σαν στὴν ἀ­φά­νεια καὶ στὴν τα­πεί­νω­σι ὑ­πο­μέ­νον­τας κα­θη­με­ρι­νὰ τὸ «τῆς συ­νει­δή­σε­ως μαρ­τύ­ριον»!.....

 

                               ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΕΖΗΣΑΝ Ή ΠΕΡΑΣΑΝ   ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΕΑ ΣΚΗΤΗ

 

Γνω­σ­τὸ εἶ­ναι ὅ­τι ἡ Νέ­α Σκή­τη λό­γῳ τῆς το­πο­θε­σί­ας καὶ τοῦ εὐ­κρά­του κλί­μα­τός της φι­λο­ξέ­νη­σε ἀρ­κε­τὲς μορ­φὲς τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ζω­ῆς.

Θὰ πα­ρου­σι­ά­σου­με ὅ­σες μορ­φὲς μπο­ρέ­σα­με νὰ βροῦ­με σὲ δι­ά­φο­ρες ἐκ­δό­σεις καὶ σὲ ὅ,­τι ἀ­κού­σα­με ἀ­πὸ τοὺς πα­λαι­ο­τέ­ρους Πα­τέ­ρες.

 

                                         ΘΕΟΦΑΝΗΣ, ἐπίσκοπος ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΟΣ (1774)

 

Ἀ­να­φέ­ρει σχε­τι­κὰ ὁ ἀ­εί­μνη­στος πρώ­ην Λή­μνου Βα­σί­λει­ος Ἀ­τέ­σης στὸ ἔρ­γο του «Ἐ­πι­σκο­πι­κοὶ κα­τά­λο­γοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος….,» σελ. 173·  «Θε­ο­φά­νης πρώ­ην μο­νά­σας με­τὰ τὴν πα­ραί­τη­σίν του εἰς το κελ­λί­ον τῆς Ζω­ο­δό­χου Πη­γῆς…. εἰς τὴν Νέ­αν Σκή­την τοῦ Ἁ­γί­ου Παύ­λου τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους, εἰς ἥν ἐ­μό­να­σαν καὶ οἱ Χα­λε­πί­ου Γε­ρά­σι­μος, Σά­μου Θε­ο­δό­σιος, Βησ­σα­ρί­ων (ἐκ Ρα­ψά­νης κα­τα­γό­με­νος) καὶ Καλ­λί­νι­κος ἄ­νευ πα­ρα­θέ­σε­ως τῶν ἐ­παρ­χι­ῶν τῶν δύ­ο τε­λευ­ταί­ων· ἀ­πέ­θα­νε τὸ 1805». (σ. σ. Καλ­λί­νι­κος· πρό­κει­ται γιὰ τὸν­ Καλ­λί­νι­κο Μο­σχο­νη­σί­ων, ἄν βγά­λου­με τὸ συμ­πέ­ρα­σμα ἀ­πὸ τὴν ἀ­φι­έ­ρω­σι ἑ­νὸς χερ­νι­βό­ξε­στου ποὺ ὑ­πάρ­χει στὴν Σκή­τη μὲ τὴν ἐ­πι­γρα­φή· Καλ­λί­νι­κος Μο­σχο­νη­σί­ων, 1832).

Ἀ­κό­μη ἀ­να­φο­ρὰ κά­νει γιὰ τὸν Θε­ο­φά­νη ὁ ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της στὸ βι­βλί­ο του «Ὁ­μο­λο­γί­α Πί­στε­ως», στὴν ὁ­ποί­α ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι «ὅ­ταν ρω­τή­θη­κε (ὁ Πα­τριά­ρχης Σω­φρό­νιος) ἀ­πὸ τὸν ἀ­εί­μνη­στο πλέ­ον Θε­ο­φά­νη, ἐ­πί­σκο­πο Λα­κε­δαί­μο­νος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­σκή­τευ­ε στὴ Νέ­α Σκή­τη, πό­τε νὰ κά­νη τὰ μνη­μό­συ­να τοῦ γέ­ρον­τά του ποὺ εἶ­χε κοι­μη­θῆ, τοῦ ἀ­εί­μνη­στου Χα­τζη Με­λε­τί­ου, τὸ Σάβ­βα­το ἢ τὴν Κυ­ρια­κή, ἀ­πάν­τη­σε ὅ­τι γι’ αὐ­τὸ τὸ θέ­μα ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ὥ­ρι­σε οἱ Σκῆ­τες καὶ τὰ Κελ­λιὰ νὰ ἀ­κο­λου­θοῦν γιὰ τὰ Ἱ­ε­ρὰ Μνη­μό­συ­να τὴν τά­ξι ποὺ ἔ­χουν τὰ Ἱ­ε­ρὰ Μο­να­στή­ρια».

Γιὰ τὸν τρό­πο προ­σε­λεύ­σε­ώς του στὸν Μο­να­χι­σμὸ ὑ­πάρ­χει ἡ ἐ­ξῆς πα­ρά­δο­σις:

Σὲ μί­α κοι­νό­τη­τα τῆς ἐ­παρ­χί­ας του τέ­λε­σαν ἀ­να­κο­μι­δὴ κοι­μη­θέν­τος πι­στοῦ. Κα­τὰ τὴν ἀ­να­κο­μι­δὴ ἐ­κε­ί­νου τοῦ λει­ψά­νου συ­νέ­βη­κε κά­τι τὸ ἀ­σύ­νη­θες γιὰ ἕ­να πι­στό· δη­λα­δὴ δὲν δι­α­λύ­θη­κε τὸ σῶ­μα, ὡς συ­νή­θως, ἀλ­λὰ πα­ρέ­μει­νε ἐν­τε­λῶς ἀ­κέ­ραι­ο. Τὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ εἶ­ναι ἀ­νη­συ­χη­τι­κό, δι­ό­τι δεί­χνει ψυ­χὴ ὑ­πε­ύ­θυ­νη κα­τα­δί­κης καὶ χρει­ά­ζε­ται ὁ­πωσ­δή­πο­τε ἡ ἐ­πέμ­βα­σις τῆς ᾽Εκ­κλη­σί­ας. Εἰ­δο­πο­ί­η­σαν τό­τε οἱ συγ­γε­νεῖς τὸν ᾽Ε­πί­σκο­πο Θε­ο­φά­νη, ὁ ὁ­ποῖ­ος προ­σῆλ­θε πρό­θυ­μα. ῾Η δι­α­πί­στω­σις τοῦ ᾽Ε­πι­σκό­που γιὰ τὴν ἐ­νο­χὴ τοῦ νε­κροῦ ἦ­το βέ­βαι­η, δι­ό­τι τὸ νε­κρὸ καὶ ἀ­δι­ά­λυ­το σῶ­μα ἦ­ταν θέ­α­μα φρι­κτὸ καὶ ἀ­πα­ί­σιο. Τότε, σκέ­φθη­κε νὰ προ­σκα­λέ­ση τοὺς συγ­χω­ρια­νοὺς τοῦ νε­κροῦ, γιὰ νὰ τὸν συγ­χω­ρή­σουν, δι­ό­τι αὐ­τὸ φαι­νό­ταν ὡς ἡ αἰ­τί­α τοῦ δε­σμοῦ αὐ­τοῦ, ἀ­φοῦ θέ­μα πί­στε­ως ἢ ἄλ­λης πα­ρα­βά­σε­ως δὲν ἦ­ταν γνω­στό. ῞Ω­ρι­σε λο­πὸν νὰ πε­ρά­ση τὸ χω­ριὸ μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὸ ἀ­δι­ά­λυ­το σῶ­μα γιὰ νὰ συγ­χω­ρή­σουν τὸν νε­κρό. ῞Ο­σους ἔρ­χον­ταν, προ­έ­τρε­πε ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος νὰ συγ­χω­ρή­σουν τὸν νε­κρό. Στὴν σει­ρὰ τῶν προ­σερ­χο­μέ­νων πα­ρου­σι­ά­σθη­κε ἕ­νας ἁ­πλὸς στὸν χα­ρα­κτῆ­ρα· στα­μά­τη­σε μπρο­στὰ στὸ ἐ­λε­ει­νὸ πτῶ­μα καὶ ἄρ­χι­σε νὰ λέ­η μὲ πι­κρί­α. ῎Ε­τσι σοῦ ται­ρι­ά­ζει, νὰ μά­θης ὅ­τι ὑ­πάρ­χει Θε­ὸς καὶ ἀ­πο­δί­νει δι­και­ο­σύ­νη. Ὁ ᾽Ε­πί­σκο­πος, ὁ ὁ­ποῖ­ος πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε τὴν ὅ­λη σκη­νή, πλη­σί­α­σε τὸν ἄν­θρω­πο καὶ τὸν ρώ­τη­σε. «Για­τί δὲν συγ­χω­ρεῖς τὸν συ­νάν­θρω­πό σου, ἔ­στω καὶ με­τὰ θά­να­το». Καὶ ὁ ἁ­πλὸς χω­ρι­κὸς τοῦ εἶ­πε: Για­τί, Δέσποτά μου, νὰ μὲ ἀ­δι­κή­ση καὶ ἐ­νῷ τὸν πα­ρα­κά­λε­σα πολ­λὲς φο­ρὲς δὲν μὲ ἄ­κου­σε· Καὶ σὲ τί σὲ ἀ­δί­κη­σε;» ρώ­τη­σε ὁ ᾽Ε­πί­σκο­πος- Νά, μοῦ πῆ­ρε τὸ παγ­κρά­τσι μου (χάλ­κι­νο σκεῦ­ος γι' ἄρ­μεγ­μα τῶν προ­βά­των) καὶ πολ­λὲς φο­ρὲς τὸν πα­ρα­κά­λε­σα νὰ μοῦ τὸ δώ­ση καὶ ἀρ­νή­θη­κε καὶ ἐ­γὼ εἶ­μαι φτω­χός, ἐ­νῷ αὐ­τὸς δὲν ἦ­ταν. Τί θέ­λεις τώ­ρα γιὰ νὰ τὸν συγ­χω­ρέ­σης· ρώ­τη­σε ὁ ᾽Ε­πί­σκο­πος. ῍Αν μοῦ δώ­σουν πί­σω τὸ παγ­κρά­τσι μου, τὸν συγ­χω­ρῶ· ἀλ­λι­ῶς εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το, ἀ­πο­κρί­θη­κε ὁ χω­ρι­κός. Κάλεσαν τό­τε τὴν οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ νε­κροῦ καὶ τοὺς πα­ρε­κά­λε­σαν νὰ τὸ δώ­σουν, ἂν ὑ­πάρ­χη.

Πῆ­ραν τό­τε στὸ σπί­τι τὸν χω­ρι­κό, καὶ ἀ­φοῦ ἀ­να­γνώ­ρι­σε τὸ δι­κό του σκεῦ­ος, τὸ ἔ­λα­βε καὶ κρα­τών­τας το στὸν ὦ­μο πέ­ρα­σε μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὸν νε­κρὸ καὶ τοῦ εἶ­πε: Τώρα, ὁ Θε­ὸς συγ­χω­ρή­σαι σε. ᾽Α­μέ­σως ἐ­νώ­πιον ὅ­λων ἔ­πε­σε κά­τω τὸ πρὶν ἀ­δι­ά­λυ­το σῶ­μα καὶ ἔ­γι­νεν ἀ­μέ­σως χῶ­μα καὶ ξε­ρᾶ ὀ­στᾶ!

῞Ο­ταν ἀν­τί­κρυ­σε τὴν εἰ­κό­να αὐ­τὴ ὁ εὐ­λα­βέ­στα­τος ᾽Ε­πί­σκο­πος, τρό­μα­ξε καὶ ἀλ­λοι­ώ­θη­κε ὁ­λό­κλη­ρος.

᾽Α­φοῦ ­σκέ­φθηκε κα­λὰ τὸ θέ­μα καὶ μὲ πολ­λὴ προ­σο­χή, ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ φύ­γη, μι­μο­ύ­με­νος προ­γενε­στέ­ρους ῾Α­γί­ους ᾽Ε­πι­σκό­πους. Ἐγ­κα­τα­λείπει κρυ­φὰ τὴν ἐ­πι­σκο­πή του καὶ φθά­νει στὸν ­φη­μι­σμέ­νο ῎Αθωνα, στὴν ἥ­συ­χη καὶ γρα­φι­κὴ Νέα Σκή­τη. Σὲ μί­α ἀ­πὸ τὶς πα­ρα­λια­κὲς κα­λύ­βες ἦλ­θε ἄγνωστος ὡς προ­σκυ­νη­τὴς καὶ ­ζή­τη­σε νὰ τὸν κρατήσουν γιὰ νὰ μο­νά­ση κρύβοντας τὴν τὴν ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κή­ν του ἰ­δι­ό­τη­τα καὶ τὴν πα­τρί­δα του· εἶ­πε ὅ­τι ἦ­ταν ἀγράμ­μα­τος χω­ρι­κός, πτω­χὸς καὶ χω­ρὶς συγ­γε­νεῖς καὶ ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ μο­νά­ση.

᾽Α­φοῦ ἔ­γι­νε δε­κτός, ἔ­δει­ξε θαυ­μά­σια μο­να­χικὴ δι­α­γω­γή. Με­τὰ πά­ρο­δον ὀ­λί­γων ἐ­τῶν ἦλ­θε στὴν Σκή­τη ἕνα ἐμ­πο­ρι­κὸ πλοι­ά­ριο μὲ δι­ά­φο­ρα τρόφι­μα καὶ εἰ­δο­πο­ί­η­σαν τοὺς πα­τέ­ρες τῆς Σκή­της καὶ ὅποιος εἶ­χε ἀ­νάγ­κη προ­μη­θε­ί­ας ἐμ­πο­ρευ­μά­των κα­τέβαι­νε στὴν πα­ρα­λί­α καὶ ἀ­γό­ρα­ζε. Τότε ἔ­στει­λαν  καὶ τὸν δό­κι­μο Θε­ο­φά­νη οἱ γέ­ρον­τές του, γιὰ νὰ ἀγο­ρά­ση τρό­φι­μα. Οἱ ἄν­θρω­ποι ὅ­μως τοῦ πλο­ί­ου ἦταν ἀ­πὸ τὰ μέ­ρη τῆς μη­τρο­πό­λε­ώς του καὶ ἀ­μέ­σως τὸν ἀ­νε­γνώ­ρι­σαν καὶ τὸ ἀνέφεραν στὸν Γέροντά του.

Τότε ὁ Γέ­ροντας ἐ­νώ­πιον τῆς εἰ­κό­νος τοῦ Χρι­στοῦ μας τὸν ἀ­νάγ­κα­σε νὰ ­πῆ τὴν ἀ­λή­θεια. Τότε ὡ­μο­λό­γη­σε ὁ μα­κά­ριος αὐ­τὸς ἐρ­γά­της τῆς τα­πει­νο­φρο­σύ­νης ὅ­τι ὄν­τως αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ ᾽Ε­πί­σκο­πος Λα­κε­δαι­μο­νί­ας Θεο­φά­νης.

Μόλις ἔ­μα­θαν οἱ γέ­ρον­τες τῆς Σκή­της τὸ γε­γονὸς ­θα­ύ­μα­σαν τὴν ἁ­γι­ό­τη­τα τοῦ ἀν­δρὸς καὶ εὐ­λαβο­ύ­με­νοι τὴν ἀ­ρε­τὴ καὶ τὸ ὕ­ψος τοῦ ἀ­ξι­ώ­μα­τός του, δὲν ­θέ­λη­σαν νὰ τὸν ἀ­φή­σουν πλέ­ον ὡς ὑ­πο­τα­κτικὸ, ἀλ­λὰ τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ πα­ρα­με­ί­νη ἐ­λε­ύ­θε­ρος στὴν ἀ­σκη­τι­κή του πο­λι­τε­ί­αν. Ὁ μα­κά­ριος αὐ­τὸς τό­τε ­πῆ­ρε τὴν μι­κρὴ κα­λύ­βη τῆς Ζω­ο­δό­χου Πηγῆ­ς τὴν ὁ­πο­ί­α ἀ­νε­κα­ί­νι­σε, καὶ πα­ρέ­μει­νε ἐ­κεῖ ἀ­γωνι­ζό­με­νος τὸν κα­λὸ ἀ­γῶ­να, μέ­χρι τῆς ἐν Κυ­ρί­ῳ κοι­μή­σε­ώς του κα­τὰ τὸ 1805.

 

                                   Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΒΗΣΣΑΡΙΩΝ Ο ΑΠΟ ΡΑΨΑΝΗΣ

Ὁ ὁ­ποῖ­ος ἄ­φη­σε κά­θε ἀν­θρώ­πι­νη δό­ξα καὶ τὰ ἀ­ξι­ώ­μα­τα τοῦ μα­ταί­ου τού­του κό­σμου καὶ μὲ εἰ­λι­κρι­νῆ με­τά­νοι­α, μὲ ἐ­πί­γνω­σι καὶ συν­τρι­βὴ τῆς καρ­διᾶς του, ἔ­γι­νε ζων­τα­νὸ πρό­τυ­πο ἀ­ρε­τῆς καὶ πα­ρά­δειγ­μα μι­μή­σε­ως τῆς ἁ­γί­ας ζω­ῆς του ἀ­νά­με­σα στοὺς Πα­τέ­ρες καὶ ἀ­δερ­φοὺς τῆς Ἱ­ε­ρᾶς αὐ­τῆς Νέ­ας Σκή­της.

Γεν­νή­θη­κε στὴν Ρα­ψά­νη Θεσ­σα­λί­ας τὸ 1738. Τὸ κο­σμι­κό του ὄ­νο­μα ἦ­ταν Βα­σί­λει­ος. «Ἐ­μα­θή­τευ­σεν κα­τᾶ πρῶ­τον εἰς τὴν Μα­ρουτ­ζαί­αν Σχο­λὴν τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων καὶ με­τέ­πει­τα εἰς τὴν Ἀ­θω­νι­ά­δα Ἀ­κα­δη­μί­αν. Ὑ­πῆρ­ξεν ἐκ τῶν δο­κι­μω­τέ­ρων μα­θη­τῶν τοῦ πε­ρι­φή­μου δι­δα­σά­λου Εὐ­γε­νί­ου Βουλ­γά­ρε­ως». Στὴν Κων­νταν­τι­νού­πο­λι ἦ­ταν δι­δά­σκα­λος τῶν υἱ­ῶν τοῦ με­γά­λου λο­γο­θέ­του Ἀ­λε­ξάν­δρου Μαυ­ρο­κορ­δά­του. Ἐ­πι­στρέ­φον­τας στὸ Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος «ἐ­νε­δύ­θη τὸ μο­να­χι­κὸν σχῆ­μα καὶ ἐ­φη­σύ­χα­σεν μέ­χρι τέ­λους τοῦ βί­ου του ἐν τῇ Νέ­ᾳ Σκή­τῃ». Ὁ Και­σά­ρι­ος Δα­πόν­τε τὸν χαρ­ακ­τη­ρί­ζει ὡς «λο­γι­ώ­τα­τον καὶ φι­λή­συ­χον». Τὸ 1776 με­τέ­βη ὡς ἀ­πε­σταλ­μέ­νος τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους στὴν Κωσ­νταν­τι­νού­πο­λι γι­ὰ τὴν ἐ­πί­λυ­σι τοῦ ζη­τή­μα­τος τῶν κολ­λυ­βά­δων. (Χαριλάου Τζώγα, Ἡ περὶ μνημοσύνων ἔρις ἐν Ἁγίῳ Ὄρει κατὰ τὸν ΙΗ΄ αἰῶνα, σελ. 60-62. Θεσσαλονίκη 1969).

Πε­ρὶ τὸ 1790 ὁ Βησ­σα­ρί­ων ἔ­γρα­ψε ἐ­πι­στο­λὴ πρὸς τὸν ἐ­πί­σκο­πο Πλα­τα­μῶ­νος Δι­ο­νύ­σι­ο «Πε­ρὶ τοῦ πῶς δεῖ ἀρ­χι­ε­ρα­τεύ­ειν», στὴν ὁ­ποί­α μὲ πολ­λὲς μαρ­τυ­ρί­ες τῆς Γρα­φῆς καὶ τῶν Πα­τέ­ρων δι­α­κρί­νον­ται οἱ ἀ­λη­θεῖς ἱ­ε­ρεῖς τοῦ Θε­οῦ ἀ­πὸ τοὺς νό­θους.

Ἀ­κο­λού­θη­σε τὰ ἴ­χνη τῆς ἀ­κρι­βέ­στε­ρης μο­να­χι­κῆς πο­λι­τε­εί­ας καὶ «μό­νας τὰς Κυ­ρι­α­κὰς καὶ με­γά­λας ἑ­ορ­τὰς ἀ­πήρ­χε­το εἰς τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν καὶ συ­να­νε­στρέ­φε­το πρὸς τοὺς θέ­λον­τας ἵ­να λα­λή­σω­σι με­τ’ αὐ­τοῦ, τὰς δὲ λοι­πὰς ἡ­μέ­ρας τῆς ἑ­βδο­μά­δος ἐ­μό­να­ζεν ἐν ἡ­συ­χί­ᾳ»

Ἐ­κτὸς ἀπὸ τὸ ἔργο του Πε­ρὶ Μνη­μο­σύ­νων συ­νέ­γρα­ψε καὶ πε­ρὶ Ὀ­πτα­σι­ῶν

Μα­ζὶ μὲ τὸν Αρ­χι­μα­δρί­τη Θε­ο­δώ­ρη­το τὸν ἐξ Ἰ­ω­αν­νί­νων, ἦ­ταν ὁ ἐ­πί­ση­μος ἐκ­πρό­σω­πος τῶν ἀν­τι­κολλ­λυ­βά­δων. Ἀ­νε­ψι­ὸς καὶ μα­θη­τής του ἦ­ταν ὁ Ἰ­ά­κω­βος Νε­ο­σκη­τι­ώ­της, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πὸ τὰ κεί­με­να τοῦ Βησ­σα­ρί­ω­νος δι­έ­σω­σε πο­λύ­τι­μες πλη­ρο­φο­ρί­ες γι­ὰ τὴν ἐ­πι­κρα­τοῦ­σα τό­τε κα­τά­στα­σι στὸ Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος.

 

                                                        Ο ΧΑΛΕΠΙΟΥ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ

Ἡ ψυ­χή του πό­θη­σε νὰ τε­λει­ώ­ση τὸ δρό­μο τῆς ἐ­νά­ρε­της ζω­ῆς καὶ πο­λι­τεί­ας του, στὸ Ἱ­ε­ρὸ Πε­ρι­βό­λι τῆς Πα­να­γί­ας Θε­ο­τό­κου, στὸ Ἅ­γιον Ὅ­ρος. Τὸν ἀ­ξί­ω­σε δὲ ὁ Κύ­ριος της δό­ξης νὰ ἡ­συ­χά­ση γιὰ πολ­λὰ χρό­νια σὲ μιὰ ἀ­πὸ τὶς ἐ­ρη­μι­κὲς ἀ­σκη­τι­κὲς Κα­λύ­βες τῆς Νέ­ας Σκή­της.

 

                                       Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ

Ὁ ὁ­ποῖ­ος, ἀ­φοῦ πολ­λὲς ψυ­χὲς πι­στῶν καὶ εὐ­σε­βῶν χρι­στια­νῶν, μὲ τὸ ὑ­πό­δειγ­μα τῆς ἐ­νά­ρε­της ζω­ῆς καὶ πο­λι­τεί­ας του καὶ τὴν θε­ο­φώ­τι­στη δι­δα­σκα­λί­α του, κα­τεύ­θυ­νε στὸ θέ­λη­μα τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ πολ­λὰ χρό­νια ἐρ­γά­στη­κε, σὰν εὐ­λα­βὴς ἱ­ε­ράρ­χης στὸν ἀμ­πε­λῶ­να τοῦ Κυ­ρί­ου, πρὸς τὸ τέ­λος τῆς ζω­ῆς του, ἐ­πε­θύ­μη­σε νὰ γευ­θῆ τὸ μέ­λι τῆς ἡ­συ­χί­ας.

Ἔ­τσι ὑ­στέ­ρα ἀ­πὸ θερ­μὴ προ­σευ­χή, ἡ Κυ­ρί­α Θε­ο­τό­κος τὸν ἀ­ξί­ω­σε μα­κα­ρί­ου καὶ ὀ­σια­κοῦ τέ­λους καὶ νὰ συ­να­ριθ­μη­θῆ μὲ τοὺς ὁ­σί­ους Ἁ­γι­ο­ρεῖ­τες Πα­τέ­ρες, κα­τό­πιν πολ­λῆς δο­κι­μα­σί­ας μὲ ἀ­νε­ξάν­τλη­τη ὑ­πο­μο­νή, σὲ μιὰ ἀ­πὸ τὶς ἐ­ρη­μι­κὲς Κα­λύ­βες τῆς ἱ­ε­ρᾶς ταύ­της Νέ­ας Σκή­της τοῦ Ἁ­γί­ου Παύ­λου.

Ὁ μα­κα­ρι­στὸς Ἐ­πί­σκο­πος αὐ­τὸς Ἀ­θα­νά­σιος, ἔ­λα­βε μέ­ρος στὸ ἐ­πὶ τῶν ἡ­με­ρῶν του ἀ­να­φυ­ὲν ζή­τη­μα τῶν Κολ­λυ­βά­δων, ὁ ὁ­ποῖ­ος μὲ κα­λὴ θέ­λη­σι ὑ­πο­στή­ρι­ξε καὶ ἔ­δω­σε τὴν κα­λὴ καὶ ψυ­χο­σω­τή­ρια λύ­σι τοῦ προ­βλή­μα­τος.

 

                                                Ο ΑΠΟ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ

Σε­μνο­πρε­πής, τα­πει­νὸς καὶ πο­λὺ ἐ­νά­ρε­τος ἱ­ε­ράρ­χης, ὁ ὁ­ποῖ­ος μὲ τὴ χά­ρι τοῦ Θε­οῦ κα­τέ­λυ­σε τὸν βί­ο καὶ πα­ρέ­δω­σε τὴν μα­κα­ρί­α του ψυ­χή, ὅ­πως καὶ οἱ προ­α­να­φερ­θέν­τες, κι αὐ­τὸς στὴν Ἱ­ε­ρὰ Νέ­α Σκή­τη.

 

                                               Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΑΜΟΥ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ

 Σύμ­φω­να μὲ τὸν ἀ­νω­τέ­ρω μνη­μο­νευ­θέν­τα πρ. Λή­μνου Βα­σί­λει­ο Ἀ­τέ­ση ἀρ­χι­ε­ρά­τευ­σε στὴν Σά­μο πε­ρὶ τὸ 1836-1840.  Ἀ­πὸ τὴν ἐ­νά­ρε­τη ζω­ὴ καὶ δι­δα­σκα­λί­α τῶν ἁ­γι­ο­ρει­τῶν Πα­τέ­ρων, τῶν λε­γο­μέ­νων «Κολ­λυ­βά­δων» πα­ρα­δειγ­μα­τι­σθεὶς ἀ­γά­πη­σε τὴν ἡ­συ­χί­α τῆς Μο­να­χι­κῆς ζω­ῆς.

Τοὺς «Κολ­λυ­βά­δες» γνώ­ρι­σε στὴν ἐ­παρ­χί­α τῆς Μη­τρο­πό­λε­ώς του, ποὺ σὰν ἐ­ξό­ρι­στοι ἀ­πὸ τὸ Ἅ­γιον Ὄ­ρος βρί­σκον­ταν στὴν ἱ­ε­ρὰ ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πή του. Ἀ­πὸ τὴν δι­δα­χὴ καὶ τὸ τα­πει­νὸ τοῦ φρο­νή­μα­τός τους, πα­ρα­κι­νή­θη­κε νὰ ἔλ­θη κι αὐ­τὸς στὸ Ἅ­γιον Ὄ­ρος.

Ἀ­φοῦ πε­ρι­η­γή­θη­κε ὁ­λό­κλη­ρο τὸ Πε­ρι­βό­λι τῆς Πα­να­γί­ας, γιὰ μό­νι­μη καὶ σὰν τε­λευ­ταί­α κα­τοι­κί­α του, καὶ ἀνέλαβε ὡς Γέροντας τὴν καλύβη «ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ», τὸ 1841, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ Ὁμόλογο ποὺ βρίσκεται στὴν Ἱερὰ Μονή.

 

                                               ΜΟΝΑΧΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΝΕΑΣΚΗΤΙΩΤΗΣ

 

Ἔ­με­νε στὴν κα­λύ­βη «ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ» πε­ρὶ τὸ 1840, ὅ­που εἶ­χε ἀν­τι­γρα­φι­κὸ κέν­τρο, ἔ­με­νε ὅ­μως καὶ σὲ ἄλ­λα μέ­ρη τοῦ Ἁγ. ὄ­ρους.

Στὸν κό­σμο τῶν πα­λαι­ο­γρά­φων καὶ ἐ­ρευ­νη­τῶν εἶ­ναι γνω­στὸς ὡς ἀν­τιγ­φρα­φέ­ας χει­ρο­γρά­φων κω­δί­κων, ἀ­φοῦ μέ­χρι σή­με­ρα ἔ­χουν ἐ­πι­ση­μαν­θεῖ πά­νω ἀ­πὸ 70 χει­ρό­γρα­φα ποὺ ἐ­ξῆλ­θαν ἀ­πὸ τὰ χέ­ρι­α του. 

Ἐ­ξε­πόν­ση­ε καὶ με­τα­φρά­σεις ὡ­ρι­σμέ­νων ἔρ­γων στὴν Νε­ο­ελ­λη­νι­κῆ (Γε­ρον­τι­κό, βί­ος ἁγ. Συ­με­ὼν τοῦ Νέ­ου Θε­ο­λό­γου, κ. ἄ).

Τέ­λος ἂ­σχο­λή­θη­κε μὲ τὴν συγ­γρα­φὴ πρω­το­τύ­πων ἔρ­γων (ποι­η­τι­κῶν, ἱ­στο­ρι­κῶν, ἀν­τιρ­ρη­τι­κῶν).

Ἔ­γρα­ψε ἀ­κο­λου­θί­ες, κα­νό­νες, ὕ­μνους, στί­χους, δι­η­γή­σεις, πολ­λα ἀν­τιρ­ρη­τι­κὰ ἔρ­γα κα­τὰ τῶν κολ­λυ­βά­δων.

Ση­μει­ω­τέ­όν ὅ­τι ὁ Ἰ­ά­κω­βος κα­τὰ τὴν σύν­τα­ξι τῶν ἱ­στο­ρι­κῶν καὶ ἀν­τιρ­ρη­τι­κῶν ἐρ­γων του σὲ με­γά­λο βαθ­μὸ ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ τὸν θεῖ­ο του Ἀρ­χι­μαν­δρί­τη Θε­ο­δώ­ρη­το τὸν ἐξ Ἰ­ω­αν­νί­νων.

Ἀ­πε­βί­ω­σε τὸ 1869.

(Δημ. Γό­νη, Ὁ ὅ­σι­ος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Ριλ­λι­ώ­της. Προ­λε­γό­με­να στὰ  ὑ­μνα­γι­ο­λο­γι­κὰ ἑλ­λη­νι­κὰ κεί­με­να». Ἐκδ. ΑΡΜΟΣ, Ἀ­θῆ­ναι, 1997, σελ. 92-106).

 

                                            ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΝΕΟΣΚΗΤΙΩΤΗΣ

 

Ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Γε­ρά­σι­μος γεν­νή­θη­κε τὸ 1763 στὴν Κα­λα­μά­τα ἀ­πὸ ἐ­πι­φα­νεῖς, εὔ­πο­ρους καὶ εὐ­σε­βεῖς γο­νεῖς, τὸν Ἰ­ω­άν­νη καὶ τὴν Ἀν­τω­νί­α Πα­πα­δο­πού­λου, καὶ στὴν κο­λυμ­βή­θρα ὀ­νο­μά­σθη­κε Γε­ώρ­γι­ος.

Δι­α­κρί­θη­κε στὰ μα­θή­μα­τα καὶ με­τὰ τὴν ἀ­να­χώ­ρη­σι τῶν Ἀλ­βα­νῶν ἀ­πὸ τὴν Πε­λο­πόν­νη­σο ( 1781) ἦλ­θε μα­θη­τὴς στὴν πε­ρί­φη­μη σχο­λὴ τῆς Δη­μητ­σά­νας, ὅ­που μα­θή­τευ­σε σὲ κα­λοὺς δι­δα­σκά­λους, ἕ­νας των ὁ­ποί­ων τὸν ἔ­κει­ρε μο­να­χὸ σὲ ἡ­λι­κί­α 24 χρό­νων.

Με­τὰ ἕ­να ἔ­τος, ἀ­πὸ τὸν θά­να­το τοῦ πα­τέ­ρα του, μοί­ρα­σε με­γά­λο μέ­ρος τῆς πα­τρι­κῆς πε­ρι­ου­σί­ας στοὺς φτω­χοὺς καὶ κα­τέ­στη­σε μέ­ρος τῆς οἰ­κί­ας τοῦ σχο­λεῖ­ο, στὸ ὁ­ποῖ­ο δί­δα­σκε τὰ παι­δι­ὰ δω­ρε­ὰν τὰ ἑλ­λη­νι­κὰ μα­θή­μα­τα «συν­δι­δά­σκων ἐν­ταυ­τῷ καὶ τὴν εὐ­σέ­βει­αν καὶ ἀ­ρε­τήν». Πα­ρα­πλεύ­ρως σύ­στη­σε καὶ σχο­λὴ θη­λέ­ων, στὴν ὁ­ποί­α δί­δα­σκε συγ­γε­νής του μο­να­χὴ καὶ τῆς ὁ­ποί­ας σχο­λῆς τὴν ὁ­δη­γί­α εἶ­χε ὁ ἴ­δι­ος ἐ­πὶ 56 ἔ­τη.

Τὸ δι­δα­σκα­λι­κό του ἔρ­γο συν­δύ­α­ζε μὲ τὴ με­λέ­τη τῶν συγ­γραμ­μά­των τῶν ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων, τὴ νη­στεί­α, τὴν ἀ­γρυ­πνί­α καὶ τὴν προ­σευ­χή.

Με­τὰ ἑ­πτα­ε­τί­α ἄ­φη­σε ἄλ­λον στὴν δι­δα­σκα­λι­κή του θέ­σι καὶ ἀ­να­χώ­ρη­σε γι­ὰ τὴν πλη­σί­ον της Κα­λα­μά­τας μο­νὴ τοῦ  Προ­φή­του Ἠ­λι­οῦ. Ἐ­δῶ στὴ μο­νὴ χει­ρο­το­νή­θη­κε σὲ ἡ­λι­κί­α 32 ἐ­τῶν ἱ­ε­ρεύς.

Ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ πολ­λὲς ἐ­νο­χλή­σεις Τούρ­κων καὶ λη­στῶν ἔρ­χε­ται γι­ὰ με­γα­λύ­τε­ρη ἡ­συ­χί­α στὸ  Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος. Πα­ρα­μέ­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο στὴ Νέ­α Σκή­τη, ὅ­που ἐ­δῶ ἀ­σκη­τεύ­ουν οἱ γνώ­ρι­μοί του καὶ γνω­στοὶ γι­ὰ τὴν ἀ­ρε­τή τους αὐ­τά­δελ­φοι Θε­ο­φά­νης, πρώ­ην μη­τρο­πο­λί­της Λα­κε­δαι­μο­νί­ας καὶ Ἰ­ά­κω­βος ὁ ἀ­να­χω­ρη­τής, στοὺς ὁ­ποί­ους ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ­ται καὶ πα­ρα­κα­λεῖ νὰ συγ­κα­τα­ριθ­μη­θῆ στὴ συ­νο­δεί­α τους. Ὁ Θε­ο­φά­νης τέ­λος «ἔ­δω­σε γνώ­μην πρὸς αὐ­τὸν καὶ προ­έ­τρε­ψε νὰ ἐ­πα­νέλ­θη εἰς τὰ ἴ­δι­α, ὅ­που εἶ­ναι συμ­φε­ρώ­τε­ρον δι­ὰ τὴν σω­τη­ρί­αν καὶ ἄλ­λων πολ­λῶν». Ἐ­πι­στρέ­φον­τας στὴν πα­τρί­δα του πέ­ρα­σε καὶ ἀ­πὸ τὸ Κοι­νό­βι­ο τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ τῆς Σκι­ά­θου γι­ὰ νὰ συμ­βου­λευ­θῆ τὸν πρώ­ην Ἁ­γι­ο­ρεί­τη «ἐ­π' ἀ­ρε­τῇ θαῦ­μα­ζό­με­νον» Γέ­ρον­τα Νη­φω­να, ὁ ὁ­ποῖ­ος τοῦ εἶ­πε ὅ,τι καὶ ὁ Θε­ο­φά­νης.

Μὲ χα­ρὰ τὸν ὑ­πο­δέ­χθη­καν ξα­νὰ στὴν πα­τρί­δα του. Οἱ  συμ­πα­τρι­ῶ­τες τοῦ τώ­ρα ἀ­πέ­κτη­σαν μό­νι­μο πνευ­μα­τι­κὸ πα­τέ­ρα, προ­στά­τη, κη­δε­μό­να καὶ εὐ­ερ­γέ­τη. Ὅ­λοι τόν σέ­βον­ταν, τὸν ἐ­κτι­μοῦ­σαν καὶ πολ­λοὶ τὸν λά­τρευ­αν, ἀ­κό­μη καὶ οἱ λη­στὲς καὶ οἱ Τοῦρ­κοι. Ἔρ­γο τοῦ εἶ­ναι καὶ ἡ ἵ­δρυ­σις τῆς  γυ­ναι­κεί­ας μο­νῆς τῶν  Ἁ­γί­ων Κων­σταν­τί­νου καὶ  Ἑ­λέ­νης, ποὺ ἀ­νέ­πτυ­ξε ἀ­ξι­ό­λο­γη δρά­σι.

  Ἀ­πτό­η­τος δὲν φο­βή­θη­κε πο­τὲ νὰ ὑ­πε­ρα­σπί­ζε­ται παν­τοῦ τα δι­και­ώ­μα­τα τῶν χρι­στι­α­νῶν καὶ νὰ συ­νη­γο­ρῆ ὑ­πὲρ αὐ­τῶν στὰ τουρ­κι­κὰ δι­κα­στή­ρι­α, δί­χως καμ­μι­ὰ δει­λί­α καὶ φό­βο τῆς ζω­ῆς του. Μὲ τὴ γλυ­κύ­τη­τά του δι­όρ­θω­νε καὶ τὰ σφάλ­μα­τα τῶν χρι­στι­α­νῶν κι ἔ­σβη­νε τὶς φι­λο­νι­κί­ες.

Ἡ ἐ­πι­δρο­μὴ τῶν Ἀ­ρά­βων τὸν φέρ­νει μὲ τὴ συ­νο­δεί­α του στὴ Ζά­κυν­θο, ὅ­που καὶ «με­γί­στης φή­μης ἔ­λα­βε». Με­τὰ τὴν ἐ­ξά­λει­ψι τοῦ κιν­δύ­νου ἐ­πι­στρέ­φει στὴν Κα­λα­μά­τα. Ἡ φω­τι­ὰ κα­τα­στρέ­φει τὴ μο­νή του καὶ ἡ πί­στις, ἡ ἐ­πι­μο­νὴ καὶ ἡ ἀ­γά­πη του σύν­το­μα τὴν ἀ­νοι­κο­δο­μεῖ. Με­τὰ τὴν κα­τα­στρο­φὴ καὶ τῆς οἰ­κί­ας καὶ τοῦ σχο­λεί­ου τοῦ πα­ρα­μέ­νει σ’ ἕ­να κελ­λά­κι πα­ρὰ τὸν να­ό, «ὅ­που λει­τουρ­γῶν κα­θ' ἑ­κά­στην καὶ κοι­νω­νῶν τοὺς ἐκ­κλη­σι­α­ζο­μέ­νους ἐ­δί­δα­σκε καὶ ἐ­πο­δη­γέ­τει εἰς Χρι­στὸν πάν­τας κα­θ' ἑ­κά­στην».

Ἀλ­λὰ ἡ ζω­ὴ τῶν ἀν­θρώ­πων τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ἕ­να συ­νε­χὲς κυ­νη­γη­τό, μὲ ἀ­δι­ά­κο­πες δο­κι­μα­σί­ες. Στὶς δυ­σμὲς τοῦ βί­ου του βλέ­πει τὴ μο­νή του, γι­ὰ τὴν ὁ­ποί­α τό­σο κο­πί­α­σε, νὰ κλεί­νε­ται, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ δι­α­τάγ­μα­τα τῶν Βαυ­α­ρῶν πε­ρὶ μει­ώ­σε­ως τῶν μο­νῶν. Ἀ­ναγ­κά­ζε­ται νὰ δι­α­μαρ­τυ­ρη­θῆ γι­ὰ τὴν ἀ­δι­κί­α καὶ γι­ὰ τὸ θάρ­ρος τοῦ συλ­λαμ­βά­νε­ται κι ἐ­ξο­ρί­ζε­ται στὴ μο­νὴ Βουλ­κά­νου. Μὲ τὴ με­σι­τεί­α τῶν Κουν­τουρ­γι­ω­τῶν στάλ­θη­κε στὴν Ὕ­δρα, ὅ­που καὶ ἐ­κεῖ «με­γί­στης πνευ­μα­τι­κῆς ὠ­φε­λεί­ας ἐ­γέ­νε­το πρό­ξε­νος».

 Με­τὰ καὶ ἀ­πὸ πολ­λὲς ἄλ­λες δο­κι­μα­σί­ες ἐ­πέ­στρε­ψε στὴν πα­τρί­δα του, γι­ὰ νὰ συ­νε­χί­ση τὸ καρ­πο­φό­ρο ἔρ­γο τῆς παι­δα­γω­γί­ας τῶν ψυ­χῶν. Συ­νά­μα ἀ­δι­ά­κο­πα καὶ θερ­μὰ συ­νέ­χι­ζε τὴν ἄ­σκη­σι τῶν ἀ­γρυ­πνι­ῶν καὶ προ­σευ­χῶν καὶ λει­τουρ­γι­ῶν καὶ δι­δα­χῶν καὶ αὐ­στη­ρο­τά­των νη­στει­ῶν». Ἀλ­λὰ καὶ ἡ γρα­φί­δα του ἔ­δω­σε ψυ­χω­φε­λῆ δι­η­γή­μα­τα καὶ δι­δα­κτι­κὲς ὁ­μι­λί­ες. Ἔτ­σι ἐρ­γα­ζό­με­νο τὸν συ­νάν­τη­σε καὶ ὁ τοῦ αὐ­τοῦ πνεύ­μα­τος με­γά­λος ἐ­κεῖ­νος Κο­σμᾶς Φλα­μι­ά­τος.

   Στὶς 7.7.1844 ἀ­νε­παύ­θη ἐν Κυ­ρί­ῳ καὶ «τὸ πλῆ­θος ἅ­παν ἤρ­ξα­το συγ­κε­κι­νη­μέ­νον καὶ με­τὰ πολ­λῆς εὐ­λα­βεί­ας συρ­ρέ­ον καὶ ἀ­σπα­ζό­με­νον τὸ πο­λυ­ᾶ­θλον καὶ ἀ­σκη­τι­κὸν αὐ­τοῦ λεί­ψα­νον».

(Μω­υ­σέ­ως Μο­να­χοῦ Μω­υ­σέ­ως Ἁ­γι­ο­ρεί­του,

Ἱ­ε­ρὲς μορ­φὲς τοῦ Ἁ­γί­ου Ὅ­ρους,

σέλ. 182-184. Ἐκ­δό­σεις ΤΕΡΤΙΟΣ, 2006.

 ΝΕΑ ΣΚΗΤΗ