Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2024

Ἡ μαρτυρια του Ἰωαννου

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΟΥ

Σύναξις Ἰωάννου Βαπτιστοῦ (Ἰω. 1,29-34)

«Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰω. 1,29,36)

Γεννᾶται, ἀγαπητοί μου, τὸ ἑξῆς ἐρώτημα. Οἱ πρῶ­τοι μαθηταὶ τοῦ Κυρίου, ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης, ὅ­ταν ὁ Ἰησοῦς τοὺς κάλε­σε στὸ ἀποστολικὸ ἔρ­γο τὸν ἔβλεπαν καὶ τὸν ἄκουγαν τότε γιὰ πρώτη φορά; Ὄχι. Εἶχε γίνει κάποια γνωριμία μὲ τὸν Ἰησοῦ πρὶν ἀπὸ τὴν κλῆσι τους.
Ἡ γνωριμία αὐτὴ ἔγινε διὰ μέσου τοῦ Ἰωάν­­νου τοῦ Προδρόμου, τοῦ ὁποίου αὐτοί, ὅ­πως καὶ πολλοὶ ἄλλοι, ἦταν μαθηταί.


* * *

Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἦταν μεγάλη ἠθι­κὴ καὶ θρησκευτικὴ φυσιογνωμία. Κατὰ τὴν ἀ­λάνθαστη κρί­σι τοῦ Κυρίου ἦταν ὁ μεγα­λύτερος ἀπὸ τοὺς ἄν­δρες τῆς παλαιᾶς διαθήκης· «Οὐκ ἐγήγερται ἐν γεν­νητοῖς γυναι­κῶν μείζων Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ» (Ματθ. 11,11). Οἱ εὐ­­­­σεβεῖς γονεῖς του τὸν ἀφιέρωσαν στὸ Θεό. Καὶ –ὅπως σημαίνει τὸ ὄνομά του– ἦταν δῶ­ρο τοῦ οὐρανοῦ στὴν ταλαίπωρη γῆ. Ἡ σκλη­ρὴ ἀσκητικὴ ζωὴ ποὺ ἔκανε ἀπὸ νέος στὴν ἔρημο, τὸ κήρυγμά του γιὰ μετάνοια, ποὺ ἀ­πευθυνόταν σὲ ὅλους χωρὶς κολακεῖ­ες καὶ ἔ­φτασε νὰ πέ­σῃ σὰν κεραυνὸς καὶ μέσα στὰ ἀ­­νάκτορα τοῦ ἀ­κόλαστου Ἡρῴδη, ὅλη του ἡ πο­λιτεία ἀσκοῦσαν μεγάλη ἐπίδρασι στὸ λαό. Νέος προφήτης ἐμ­φανίστηκε, ἔλεγαν, μοιάζει σὲ ὅλα μὲ τὸν Ἠλία τὸ Θεσβίτη!… Ἡ φήμη του ὅλο καὶ ἁπλωνόταν, ὁ λα­ὸς συνέρρεε νὰ τὸν ἀκούῃ, καὶ τὸ κήρυγμά του ξυ­πνοῦσε συνειδήσεις, ἔφερνε δάκρυα μετανοίας.
Ἄρχισαν νὰ συζητοῦν μεταξύ τους· Μήπως αὐ­τὸς εἶνε ὁ Μεσσίας ποὺ περιμένουμε; Ἐπίσημη ἀν­τιπροσωπεία τοῦ Ἰσραὴλ πῆγε καὶ τὸν ρώτησε· «Σὺ τίς εἶ;». Ἂν τοὺς ἔ­­λεγε «Ἐ­γὼ εἶμαι ὁ Χριστός», θὰ τὸ πίστευαν. Ἀλλὰ ὁ Ἰωάννης δὲν ἦταν σὰν τοὺς ψευδο­προφῆτες ποὺ ἐκμεταλλεύονται τὴν ἀφέλεια τοῦ θρηκεύοντος λαοῦ· ἦταν σὲ ὅλα του ἀληθινός. Κ᾽ ἦ­ταν ἀληθινός, γιατὶ ἦταν ταπει­νός· γνώριζε τὰ μέτρα του καὶ τὸ ῥόλο του, ὅτι ἡ ἀποστολή του εἶνε μόνο νὰ προετοιμά­σῃ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων νὰ ὑποδεχθοῦν τὸ Χριστό, κι ὅταν ἐκεῖνος ἔρθῃ νὰ τὸν δείξῃ στὸ λαὸ καὶ νὰ πῇ· Νά, αὐτὸς εἶνε ὁ ἥ­λιος· ἐ­γὼ εἶμαι ὁ αὐ­γερινὸς ποὺ προειδοποιεῖ ὅτι σὲ λίγο ἔρχεται ὁ βασιλεὺς τοῦ φωτός. «Δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ Χρι­στός», ἀπήντησε στοὺς ἀπεσταλμένους τῶν Ἰουδαί­ων. Ἄλλος εἶνε ὁ Χριστός· ἔρχεται μετὰ ἀπὸ μένα, στὴν ὕ­παρξι ὅμως προηγεῖται ἀπείρως – μέγα τὸ μυ­στήριο. Τί εἶμαι ἐγὼ μπρο­στά του; δὲν εἶ­μαι ἄξιος οὔ­τε τὸ λουρὶ ἀπ᾽ τὰ σανδάλια του νὰ λύσω (βλ. Ἰω. 1,19-27).

* * *

Γνωστὸς – πασίγνωστος ὁ Ἰωάννης, ἄγνωστος ὅμως ἀκόμη τότε ὁ Ἰησοῦς. Ἀλλ᾽ αὐτὸ πόσες φο­ρὲς δὲν ἐπαναλαμβάνεται! – μὲ κάποια βέβαια διαφορά. Δηλαδή· ἄγνωστος καὶ σήμερα ὁ Χριστός, κι ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος γνωστοὶ – πασί­γνωστοι ἄνθρωποι ὄχι σὰν τὸν τίμιο Πρόδρομο ἀλλὰ κάποιοι ποὺ κινοῦνται σὲ πολὺ χαμηλὰ ἐπίπεδα ζωῆς.
Γιὰ τοὺς πολλοὺς ἄγνωστος ὁ Χριστός· ἀ­γνο­οῦν τὴ διδασκαλία του, τὰ θαύματά του, τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς του. Δὲν πῆραν ποτὲ στὰ χέρια τους τὸ Εὐαγγέλιο· καὶ ἡ ἄγνοια τῶν Γραφῶν εἶνε ἄγνοια Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτοὺς μπορεῖ νὰ ἐπαναληφθῇ ὁ λόγος τοῦ Προδρόμου «Ὁ Χριστὸς μέσος ὑμῶν ἕστηκεν ὃν ὑ­μεῖς οὐκ οἴδατε» (ἔ.ἀ. 1,26).
Ἀλλὰ σύ, ἀγαπητέ μου, ποὺ ἀξιώθηκες ν᾽ ἀ­­­γαπή­σῃς καὶ νὰ πιστέψῃς στὸ Χριστό, τὸν γνώρισες καὶ αἰσθάνθηκες τί δῶρο εἶνε ἡ γνω­ριμία αὐτή, μὴν τὸ κρύψῃς ἀπὸ τοὺς ἄλ­λους. Ἂν εὕρισκες μιὰ πηγὴ καὶ ξεδίψαγες καὶ γύρω σου κινδύνευαν πολλοὶ νὰ πεθά­νουν ἀπὸ δίψα, δὲν θὰ ἦταν σκληρό, ἀπάνθρωπο, ἐγ­­κληματικὸ νὰ μὴν τοὺς δείξῃς τὴν πηγή; Μὰ πολὺ με­γαλύτερο ἔγκλημα διαπράττει ἐ­κεῖνος πού, ἐνῷ γνώ­ρισε τὴν ἀλήθεια τοῦ Χρι­στοῦ καὶ δρόσισε τὴν ψυχή του, ἀμελεῖ νὰ τὸ πῇ καὶ στοὺς συνανθρώπους του. Ἄ­σε λοι­πὸν τώρα τὴν ἀμέλεια, βγὲς καὶ κατάγγειλε τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, φώναξε στοὺς δικούς σου τὸ λόγο τοῦ προφήτου «Ἀντλήσατε ὕδωρ μετ᾽ εὐφροσύνης ἐκ τῶν πηγῶν τοῦ σωτηρίου» (Ἠσ. 12,3). Στὸν κόσμο ποὺ ἀγνοεῖ τὸ Χριστὸ γίνε ἕνας μικρὸς Πρόδρομος ὅπως ἐκεῖνος, ποὺ τὸν ἔδειξε σὲ ὅλους καὶ εἶπε «Ἴδε (=νά) ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴ­ρων (=ποὺ φορτώθηκε) τὴν ἁ­μαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰω. 1,29).

* * *

«Ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ». Πόσο μεγάλη σημασία ἔ­χουν αὐτὲς οἱ λέξεις! ὑποδηλώνουν ὅλο τὸ λυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Στὸ βάθος τοῦ λόγου αὐτοῦ φαίνεται ὁ λόφος Μορία, ἐ­πάνω στὸν ὁποῖο ἦταν ἕ­τοιμος ὁ Ἀβραὰμ νὰ θυσιά­σῃ τὸ γυιό του τὸν Ἰ­σα­άκ· φαίνεται ὁ λόφος τοῦ Γολ­γοθᾶ, ἐπάνω στὸν ὁποῖο ὁ οὐράνιος Πατὴρ προσέφερε θυσία τὸν μονογενῆ Υἱό του «ὑ­πὲρ τῆς τοῦ κό­σμου ζωῆς καὶ σωτηρίας» (Λειτ. Μ. Βασ., καθαγ.).
Πιὸ ἀναλυτικά. «Ὁ ἀμνός». Εἶνε ἀξιοπρόσεκτη μιὰ λε­πτομέρεια, γιατὶ στὴ Γραφὴ καὶ τὸ ἐλάχιστο ἔ­χει σημασία. Δὲν λέει ἁπλῶς «ἀ­μνός», ἀλλὰ λέει «ὁ ἀμνός»· ἔχει καὶ τὸ ἄρ­θρο «ὁ». Μὲ τὴν προσθήκη τοῦ ἄρθρου, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος (βλ. Ἑ.Π. Migne 59,116), γίνεται προσδιορισμὸς καὶ διάκρισις. Ἀμνοὶ ἦ­ταν πολ­λοί· ἑκατομμύρια σφάζονταν καὶ θυσιάζον­ταν κάθε χρόνο τὸ πάσχα καὶ στὶς ἄλ­λες θυσίες. Ἀλ­λὰ ὅλοι αὐτοὶ δὲν εἶχαν δύναμι νὰ ἐξ­αλείψουν ἁ­μαρτίες· ἦταν ἁπλῶς μιὰ σκιὰ τῆς μεγάλης καὶ μονα­­δικῆς θυσίας τοῦ Γολγοθᾶ. Ὁ ἀληθινὸς ἀμνὸς εἶ­νε ἕνας καὶ μόνο, ὁ Κύρι­ος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός· καὶ τώρα τὸν δείχνει μὲ τὸ χέρι του ὁ Πρόδρομος· «Ἴ­δε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. 1,36).
Ἡ εἰκόνα τοῦ Ίησοῦ ὡς ἀμνοῦ ζωγραφίζεται θαυμαστὰ στὸ κεφάλαιο 53 (ΝΓ΄) τοῦ προφήτου Ἠσαΐα πού, ἂν καὶ ἔζησε 800 χρόνια πρὸ Χριστοῦ, διαβάζοντάς τον νομίζεις ὅ­τι βρίσκεσαι στὶς ἡμέρες τοῦ Κυρίου καὶ βλέπεις ὅσα συνέβησαν πάνω στὸ φρικτὸ Γολγο­θᾶ. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλ­λὰ ἐμ­βαθύνει στὴν αἰ­τία τῶν γεγονότων· βλέπει τὴν παγκόσμια διαφθο­ρά, διαπιστώνει τὴ βαρειὰ ἀσθένεια τῆς ἀνθρωπότητος, γιὰ τὴν ὁ­ποία δὲν ἰσχύει κανένα ἀνθρώπινο φάρμακο, καὶ λέει ὅτι ὁ ἄν­­θρωπος θὰ θεραπευθῇ μό­νο μὲ τὸ τίμιο αἷ­μα ποὺ θὰ χυθῇ ἀπὸ τὰ τραύματα καὶ τὶς πλη­γὲς τοῦ Μεσσία. «Αὐτός», λέει μὲ ἁπλᾶ λόγια, (ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς) «φορτώθηκε τὶς ἁμαρτίες μας καὶ ὑποφέρει ἀντὶ γιὰ μᾶς… Αὐτὸς τραυματίστη­κε γιὰ τὶς δικές μας ἁμαρτίες… Μὲ τὴ δική του πλη­γὴ γιατρευτήκαμε ἐμεῖς. Ὅλοι πλανηθήκαμε σὰν πρό­βατα, ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τὸ δρόμο του· καὶ ὁ Κύ­ρι­ος παρέδωσε αὐ­τὸν (τὸ Μεσσία) γιὰ τὶς δικές μας ἁμαρτίε­ς. Καὶ αὐτός, ἐνῷ ἔχει κακοποιηθῆ, δὲν ἀ­νοίγει τὸ στόμα του· σὰν πρόβατο ὡδηγήθηκε πρὸς τὴ σφαγή· κι ὅπως τὸ ἀρνὶ μένει ἄ­φωνο μπροστὰ σ᾽ αὐτὸν ποὺ τὸ κουρεύει, ἔ­τσι δὲν ἀνοίγει τὸ στόμα του. Καθὼς βρέθηκε ἑκουσίως στὴ θέσι ἀδυνάτου, τοῦ καταπάτησαν τὸ δίκαιό του· ποιός ὅμως μπορεῖ νὰ διηγηθῇ τὴ γενιά του; γιατὶ ἡ ζωή του ἀφανίζεται ἀπ᾽ τὴ γῆ» (Ἠσ. 53,4-8). Αὐτὴ τὴν περικοπὴ διάβαζε μέσα στὴν ἅμαξά του ὁ εὐνοῦχος ἐκεῖνος τῆς Κανδάκης, τῆς βασιλίσσης τῶν Αἰθιόπων καὶ τοῦ τὴν ἐξήγησε ὁ Φίλιππος καὶ «εὐηγγελίσατο αὐτῷ τὸν Ἰησοῦν» (Πράξ. 8,35). Αὐτὸ τὸν ἀ­μνὸ δείχνει καὶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος λέ­γον­τας· «Δὲν λυτρωθήκατε ἀπὸ τὴ μάταιη ζωὴ ποὺ κλη­ρονομήσατε ἀπὸ τοὺς πατέρες σας μὲ ἀσήμι καὶ χρυσάφι, μὲ κάτι δηλαδὴ ἀπ᾽ τὰ φθαρτά, ἀλλὰ μὲ τὸ τίμιο αἷμα τοῦ Χριστοῦ ποὺ θυσι­άστηκε σὰν ἀ­­­μνὸς ἄ­ψογος καὶ ἀκηλίδωτος» (Α΄ Πέτρ. 1,18-19). Ἀλλὰ ἡ μεγαλοπρεπέστερη εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ ὡς ἀρνίου βρίσκεται στὸ τελευταῖο βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης· «Καὶ εἶ­δα», γράφει ὁ εὐ­αγγελιστὴς Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυ­ψι, «ἀ­νά­­μεσα στὸ θρόνο καὶ στὰ τέσσερα ζῷα καὶ ἀνά­μεσα στοὺς πρεσβυτέρους νὰ στέ­κεται ἕ­να ἀρνάκι σὰν σφαγμένο…». Καὶ ἄκουσε τρα­­γούδι καινούργιο, ποὺ ἔψαλλαν οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ ἄγγελοι καὶ τὸ ἐπα­ναλάμβανε ἀμέτρητος λαὸς λυτρωμένων καὶ ἔλεγαν· «Εἶσαι ἄξιος νὰ πάρῃς τὸ βιβλίο καὶ ν᾽ ἀνοίξῃς τὶς σφραγῖδες του, γιατὶ ἐσφάγης καὶ μᾶς ἐξαγόρασες μὲ τὸ αἷμα σου ἀπὸ κάθε φυλὴ καὶ γλῶσσα καὶ λαὸ καὶ ἔθνος, ὥστε ν᾽ ἀνήκουμε στὸ Θεό, καὶ (ὅ­λους) αὐτοὺς τοὺς ἔκανες βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς γιὰ τὸ Θεό μας, καὶ θὰ βασιλέψουν πάνω στὴ γῆ» (Ἀπ. 5,6-10).
«Νά τὸ ἀρνάκι τοῦ Θεοῦ ποὺ σηκώνει τὶς ἁ­μαρτί­ες τοῦ κόσμου». Ὁ Ἰησοῦς «αἴρει», σηκώ­νει, τὶς ἁ­μαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου, ἀπὸ τοὺς πρωτοπλάστους Ἀδὰμ καὶ Εὔα μέχρι ὅ­λους ἐκείνους ποὺ γεννήθηκαν ἕως σήμερα καὶ θὰ γεννηθοῦν μέχρι τῆς συν­τελείας τῶν αἰώνων. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος παρατη­ρεῖ ὅτι ὁ Πρόδρομος χρησιμοποιεῖ χρόνο ἐνεστῶτα· εἶ­πε «ὁ αἴρων», «αὐτὸς ποὺ σηκώνει»· δὲν εἶ­πε «αὐ­τὸς ποὺ θὰ σηκώσῃ» ἢ «ποὺ σήκωσε». Αὐτὸ σημαίνει ὅ­τι σηκώνει τὶς ἁμαρτίες μας διαρκῶς, μέχρι καὶ τώρα, καὶ ὄχι μόνο τότε ποὺ θυσιάστηκε· ὄχι γιατὶ σταυρώνεται δια­ρκῶς ἀλλὰ γιατὶ διαρκῶς μᾶς καθαρίζει μ᾽ ἐκείνη τὴ θυσία του (βλ. Ἑ.Π. Migne ἔ.ἀ.).
Ὁ Ἰησοῦς σηκώνει τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου ὅ­πως ψάλλουμε κάθε μέρα στὴ Δοξολογία τοῦ ὄρ­θρου· «Κύριε ὁ Θεός, ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Υἱὸς τοῦ Πατρός, ὁ αἴρων τὰς ἁ­μαρτίας τοῦ κόσμου». Καὶ τί βάρος εἶν᾽ αὐτό! Γι᾽ αὐτὸ ὁ Δαυῒδ ἀναστενάζει καὶ λέει «Αἱ ἀ­νομίαι μου ὑπερῆραν (=ξεπέρασαν καὶ σκέπασαν) τὴν κεφαλήν μου, ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ᾽ ἐμέ» (Ψαλμ. 37,5).
Ὅσα ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι γιὰ τὸν Ἄτλαντα, ὅ­τι σήκω­νε στοὺς ὤμους του τὸν οὐρανό, ἦ­ταν μυθολογία. Ἐ­μεῖς ζοῦμε μία πραγματικότητα, καὶ μακάρι­ος ὅποιος τὴν συλλαμβάνει διὰ τῆς πίστεως· ὁ Ἰησοῦς σηκώνει ἐπάνω του τὶς ἁμαρτίες ὅ­λου τοῦ κόσμου. Ἑ­πομένως σηκώνει καὶ τὶς δικές μου ἁμαρτί­ες· τὶς ἀ­φαιρεῖ ἀπὸ πάνω μου καὶ τὶς ἐξαφανίζει ῥίχνοντάς τες στὸ πέλαγος τῆς εὐσπλαχνίας καὶ τοῦ ἐλέους του.

* * *

Ὁ Ἰησοῦς σηκώνει τὶς ἁμαρτίες μου! Εἶδα κάποτε μία παραστατικὴ εἰκόνα. Ἦταν ἕνας ταλαίπωρος ἀχθοφόρος· κουβαλοῦσε ἕνα βα­ρὺ φορτίο δεμένο σφιχτὰ στὴ ῥάχη του καὶ δὲν μποροῦσε οὔτε ὁ ἴδιος νὰ τὸ ἀποτινάξῃ οὔτε κάποιος ἄλλος νὰ τὸ πάρῃ ἀ­πὸ πάνω του. Κάποιος ὅμως τὸν λυπήθηκε, τοῦ ἔ­δει­ξε ἕνα λόφο καὶ τοῦ εἶπε· Ἂν ἀνεβῇς ἐκεῖ, θὰ δῇς ἐκεῖνον ποὺ θὰ σ᾽ ἐλευθερώσῃ. Αὐτὸς πίστεψε στὰ λόγια αὐτά, ἀνέβηκε μὲ κόπο στὸ λόφο, καὶ μόλις ἔφτασε, –ὤ τοῦ θαύματος!– τὰ σχοινιὰ κόπηκαν, τὸ φορτίο ξεκόλλησε κ᾽ ἔπεσε στὴν ἄβυσσο.
Αὐτὴ εἶνε ἡ εἰκόνα κάθε ἁμαρτωλοῦ, ποὺ ὁ σατα­νᾶς τὸν φορτώνει κάθε μέρα μὲ φορτία νέων ἁμαρτιῶν· κι αὐτός, παρὰ τὴν ἀπατηλὴ ἡδονὴ τῆς ἁμαρτίας, ἀναστενάζει. Καταφεύγει σὲ διάφορα φιλοσοφικὰ καὶ κοινωνικὰ συστήματα γιὰ ν᾽ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὸ βάρος, μὰ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἀπαλλάξῃ. Ὅπως λέει ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, «ἀδύνατόν ἐστι χωρίσαι τὴν ψυχὴν ἀπὸ τῆς ἁμαρτί­ας, ἐὰν μὴ ὁ Θεὸς παύσῃ καὶ στήσῃ τὸν πονη­ρὸν τοῦτον ἄνεμον… Αὐτῷ γὰρ μόνῳ δυνα­τὸν τοῦτο ποιῆσαι. “Ἴδε” γάρ, φησίν, “ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου”» (Ὁμιλίαι πνευματικαὶ Β΄, γ΄· Ἑ.Π. Migne 34,464D-465A-B· βλ. ἐπίσης τὴν ἔκδ. Σωτ. Σχοινᾶ, Βόλος 1954, σσ. 27-28). Μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ ἐξαλείψῃ αὐτὸ τὸ κακό.
Ἀδελφοί μου συναμαρτωλοί, μέχρι πότε θὰ κουβα­λᾶμε ἐπάνω μας τὸ βάρος τῆς ἅμαρτίας ὅπως ἡ χελώ­να τὸ ὄστρακό της; «Ἀνάμε­σά μας στέκει ὁ Ἰησοῦς» (Ἰω. 1,26). Ἂς τὸν πλη­σι­άσουμε μὲ πίστι καὶ εἰλικρινῆ μετάνοια, καὶ ὁ Ἐσταυρωμένος θὰ πετάξῃ τὸ φορτίο μας στὸ πέλαγος τοῦ ἀπείρου ἐλέους τοῦ Θεοῦ.
Καὶ οἱ κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου μὴν πάψου­με νὰ κηρύττουμε τὴν ὑψίστη αὐτὴ ἀλήθεια, ὅπως ὁ τίμι­ος Πρόδρομος ποὺ κατ᾽ ἐπανάληψιν διακήρυξε «Ἴ­δε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ» (ἔ.ἀ. 1,36).

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Περιληπτικὴ μεταγλώττισι σὲ ἁπλούστερη γλῶσσα κεφαλαίου τοῦ βιβλίου «Ἀκολούθει μοι», Ἀθῆναι (1965) 19893, σσ. 29-40. …-11-2023.

https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=107384#more-107384