«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
ὑπό Γέροντος Κλεόπα Ἠλίε
Σπουδαστής: Τί εἶναι ἡ Ἱερά Παράδοσις, τήν ὁποία ἐμεῖς οί Ὀρθόδοξοι θεωροῦμε ὡς δευτέρα πηγή τῆς θείας ἀποκαλύψεως καί ἰσότιμη πρός τήν Ἁγία Γραφή;
Ἱερεύς: Ἡ Ἱερά Παράδοσις εἶναι ἡ ὑπό τοῦ Θεοῦ δοσμένη μέ ζῶσα φωνή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκ τῆς ὁποίας ἕνα μέρος γράφτηκε ἀργότερα. Ὅπως καί ἡ Ἁγία Γραφή, ἔτσι καί ἡ Ἱερά Παράδοσις περιέχει τήν θεία Ἀποκάλυψι, πού εἶναι ἀναγκαία γιά τήν σωτηρία μας. Αὐτή εἶναι ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ κατά τήν διάρκεια τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας δευτέρα πηγή τῆς Θείας ἀποκαλύψεως, ἡ ὁποία ἔχει συνεπῶς τό ἴδιο κῦρος μέ τήν Ἁγία Γραφή.
Ἀπό τοῦ Ἀδάμ μέχρι τοῦ τέλους τοῦ Ἀβραάμ ἐπέρασαν, σύμφωνα μέ τούς παλαιούς χρονογράφους (Κεδρηνός κ.άλ.) 3678 χρόνια στά ὁποῖα, ἐάν προσθέσουμε 430 χρόνια, ὅσα έμειναν οί Ἰσραηλίτες στήν Αἴγυπτο, ἔχουμε 4108 χρόνια. Σ' αὐτά οὔτε ἡ Ἁγία Γραφή ὑπῆρξε οὔτε τό Σάββατο ἐθεωρεῖτο σάν ἑορτή ἀπό κάποιο λαό. Ἐπί τόσες χιλιάδες χρόνια οἱ πιστοί καί ἐκλεκτοί ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, διδάχθηκαν τήν ὁδό τῆς σωτηρίας μόνο ἀπό τήν Ἱερά Παράδοσι, δηλαδή ἀπό τήν περί Θεοῦ διδασκαλία,πού τήν δέχθηκαν μέ ζῶσα φωνή" καί μόνον ἐπί 1400 χρόνια - ὅσα ἦταν ἀπό τοῦ Μωϋσέως μέχρι τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου καθωδηγήθηκαν καί ἀπό τήν Ἁγία Γραφή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Ὅπως, πρίν γραφοῦν τά βιβλία τῆς Π. Διαθήκης, ὁ κόσμος καθωδηγήθηκε στήν γνῶσι τοῦ Θεοῦ καί στήν ὁδό τῆς σωτηρίας μόνον ἀπό τήν Ἱερά Παράδοσι (Παράδοσι μέ ζῶσα φωνή, προφορική), ἔτσι ἀκριβῶς καί πρίν νά γράφουν τά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ή Ί. Παράδοσις ἦταν ὁ κανών μέ τόν ὁποῖον οἱ πρῶτοι χριστιανοί ὡδηγήθηκαν στήν ὁδό τῆς σωτηρίας. ὁ πρῶτος πού μετέδωσε τήν διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης μέ ζῶσα φωνή στ' αὐτιά τῶν ἀνθρώπων, ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Σωτήρ ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος επί τρία καί ἥμισυ χρόνια διέδωσε τό Εὐαγγέλιο Του, χωρίς νά γράψη τίποτε, ἀλλά συνεχῶς ἐδίδασκε τόν λαό. Καί, ἀφοῦ ἐξεπλήρωσε τήν ὑπακοή πρός τόν Πατέρα Του, τούς Ἀποστόλους Του δέν τούς απἔστειλε νά γράψουν, ἀλλά νά κηρύξουν σ' ὅλο τόν κόσμο τό Εὐαγγέλιο, λέγοντάς τους: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό Ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υιοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν, καί ἰδού ἐγώ μεθ' ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Αμήν» (Ματθ. 28, 19-20). ἀπό τήν ή μέρα τῆς ίδρύσεὡς της (τό ἔτος 33) καί μέχρι τό ἔτος 44 μ.Χ., ὅταν ὁ ἅγιος Ματθαῖος έγραψε τό πρῶτο Εὐαγγέλιο, ἡ Ἐκκλησία κυβερνήθηκε χωρίς τήν Γραφή τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀλλά μόνο μέ τήν Ἱερά Παράδοσι ἀπό τήν ὁποία ἕνα μέρος καταγράφτηκε ἀργότερα. Παράλληλα, ὑπῆρξαν καί πολλοί συγγραφεῖς, γιά τούς ὁποίους ὑποστηρίζεται ὅτι ἦταν ἐμπνευσταί καί ἀντιγραφεῖς τῶν Ἀποστόλων ἀλλά ἡ Ἐκκλησία εἶναι αὐτή πού τούς ανεγνώρισε ἤ ὄχι, διότι αὐτή εἶναι ἀλάθητος, αὐτή ζῆ τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καί πρίν ἀκόμη νά γραφῆ κάτι, διότι ἔζησε μέ τήν Ἱερά Παράδοσι.
Λοιπόν, ἰδού τί εἶναι ἡ Ἱερά Παράδοσις: Ἡ πηγή καί ἡ ρίζα τῶν δύο Διαθηκῶν - τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς. Γι' αὐτό καί ἐμεῖς τήν ὀνομάζουμε δευτέρα πηγή τῆς Θείας ἀποκαλύψεως, διότι ἔχει τήν ἴδια σπουδαιότητα μέ τήν Ἁγία Γραφή.
Σπουδαστής: Ναί, ἀλλά λέγεται ὅτι ἡ ἅγια Γραφή εἶναι θεῖος λόγος καί δέν επιτρέπεται νά άντικαθίσταται ἤ ἀντάλλάσσεται μέ τήν Παράδοσι, ἡ ὁποία εἶναι ἀνθρώπινος λόγος, διότι γράφει τό Εὐαγγέλιο: «Διατί καί ὑμεῖς παραβαίνετε τήν ἐντολήν του Θεοῦ δια τήν παράδοσιν ὑμῶν;... καί ἡκυρώσατε τήν ἐντολήν του Θεοῦ διά τήν παράδοσιν ὑμῶν. Ύποκριταί, καλῶς προεφήτευσε περί ὑμῶν ὁ Ἡσαΐας λέγων: ὁ λαός οὗτος... μάτην δε σέβονται με, διδάσκοντες διδασκαλίας ἐντάλματα ἀνθρώπων». (Ματθ. 15, 3, 6-9 καί Μάρκ. 7, 13). Γι᾿ αὐτό δέν εἶναι ἀνάγκη νά ἀντικαταστήσουμε ἤ νά προσθέσουμε καί ἐμεῖς στόν νόμο τοῦ Θεοῦ, πού περιέχεται στήν Ἁγία Γραφή, τόν ανθρώπινο λόγο τῆς παραδόσεως.
Ἱερεύς: Δέν εἶναι καθόλου ἀληθινό αὐτό πού λέγουν οί συνάδελφοι σας, διότι ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ δέν περιέχεται μόνο στήν Ἁγία Γραφή. Ἄκουσε τί λέγει ὁ θεῖος Εὐαγγελιστής Ἰωάννης: «"Εστί δέ καί ἄλλα πολλά, ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐάν γράφηται καθ' έν, ουδέ αὐτόν οἶμαι τόν κόσμον χωρήσαι τά γραφόμενα βιβλία. Ἀμήν.» (Ίω. 21, 15). Πάλι ὁ ἴδιος Εὐαγγελιστής μαρτυρεῖ σέ μιά ἀπό τίς ἐπιστολές του: «Πολλά ἔχων ὑμῖν γράφειν οὐκ ἠβουλήθην διά χάρτου καί μέλανος, ἀλλά ἐλπίζω ἐλθεῖν πρός ὑμᾶς καί στόμα πρός στόμα λαλῆσαι, ἵνα ἡ χαρά ὑμῶν ἦ πεπληρωμένη» (Β' Ίωάν. 1, 12). Λοιπόν, βλέπε ὅτι ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής, ὅταν εἶχε τήν δυνατότητα, ἐδίδασκε τούς μαθητάς του περισσότερο μέ ζῶσα φωνή (Παράδοσις) παρά τούς ἀπέστελλε ἐπιστολάς. Ἐνῶ οἱ συνάδελφοι σου κρατοῦν πάση θυσία μόνον ὅσα εἶναι γραπτά καί δέν λαμβάνουν ύπ' ὁψιν, ὅτι τόσο ὁ Σωτήρ ὅσο καί οί περισσότεροι μεταξύ τῶν Ἀποστόλων δέν ἄφησαν τίποτε γραπτό, ἀλλά ἐδίδαξαν προφορικά, μέ ζῶσα φωνή.
Σπουδαστής: Δέν γνωρίζω ὅμως πῶς πρέπει νά κατανοήσουμε ἐμεῖς οἱ χριστιανοί τόν ἰσχυρισμό, ὅτι δέν πρέπει νά δελεαζώμεθα ἀπό τίς ἀνθρώπινες ἀπατηλές διδασκαλίες, ἰδιαίτερα τίς θρησκευτικές πού στηρίζονται στήν Ἁγία Γραφή, διότι αὐτά μᾶς συμβουλεύει ὁ ἀπόστολος: «Βλἐπετε μἤ τίς ὑμᾶς ἔσται ὁ συλαγωγών διά τῆς φιλοσοφίας καί κενῆς ἀπάτης, κατά τήν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατά τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου καί οὐ κατά Χριστόν» (Κολ. 2, 8). Λοιπόν, τό καθῆκον μας θά εἶναι νά προφυλαγώμεθα ἀπό τήν ἀπατηλή παράδοσι τῶν ἀνθρώπων.
Ἱερεύς: Ἡ ἀφεντιά σου δέν ξεχωρίζεις τήν διαφορά μεταξύ τῆς διδασκαλίας τῆς ἀνθρωπίνης παραδόσεως καί αὐτῆς πού προέρχεται ἀπό τήν Ἀποστολική καί εὐαγγελική παράδοσι. Ἔφερες ἐδῶ ἕνα χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πού ἀναφέρεται στήν παράδοσι τῶν ἀνθρωπίνων διδασκαλιῶν καί στήν ψεύτικη φιλοσοφία καί ἡ ὁποία δέν ἔχει καμμιά σχέσι μέ τήν Εὐαγγελική καί Ἀποστολική Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.Ἡ Ἱερά Παράδοσις δέν εἶναι μιά ἀνθρώπινη παράδοσις οὔτε φιλοσοφία οὔτε μιά ἀπάτη, ἀλλά εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ πού μᾶς παραδόθηκε προφορικά. Ὁ μέγας ἀπόστολος Παῦλος μᾶς διδάσκει καί μᾶς προτρέπει νά κρατοῦμε μέ σθένος τίς παραδόσεις, λέγοντας: «Ἄρα οὖν, ἀδελφοί, στήκετε καί κρατεῖτε τάς παραδόσεις ας έδιδάχθητε εἴτε διά λόγου εἴτε δι᾿ ἐπιστολῆς ἡμῶν» (Β' Θεσ. 2, 15). Ἀντίθετα μερικοί προτρέπουν τούς ἀδυνάτους χριστιανούς νά συκοφαντήσουν καί νά ἐγκαταλείψουν τίς ἀποστολικές καί Ἐκκλησιαστικές παραδόσεις, χωρίς νά καταλαβαίνουν ὅτι αὐτή ή ἴδια ή Ἁγία Γραφή εἶναι ἕνας καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἀναπτύχθηκε ἀπό τήν ρίζα καί τό δένδρο τῆς 'Ἱερᾶς Παραδόσεως.
Σπουδαστής: Ἄραγε ή Ἁγία Γραφή δέν μας εἶναι ἀρκετή γιά τήν πίστι καί τήν σωτηρία χωρίς νά ἔχουμε καθόλου ἀνάγκη τήν Παράδοσι; Διότι αὐτό φαίνεται νά προκύπτη ἀπό τούς λόγους τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρός τόν Τιμόθεον: «Καί ὅτι ἀπό βρέφους τά ἱερά γράμματα οἴδας, τά δυνάμενά σε σοφίσαι εις σωτηρίαν διά πίστεως τῆς ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ. Πάσα γραφή Θεόπνευστος καί ωφέλιμος προς διδασκαλίαν, πρός ἔλεγχον, πρός έπανόρθωσιν, πρός παιδείαν τήν έν δικαιοσύνη» (Β' Τιμ. 3, 15-16). Οί λόγοι εἶναι σαφεῖς. Ὁποιαδήποτε προσθήκη στήν Ἁγία Γραφή εἶναι περιττή.
Ἱερεύς: Ἐδῶ γίνεται λόγος μόνο περί τῆς Γραφῆς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, διότι ἡ Καινή Διαθήκη δέν εἶχε ά- κόμη γραφή. ὁ Παῦλος έγραψε στόν Τιμόθεο ὅτι τήν Παλαιά Διαθήκη μπορεῖ νά τήν χρησιμοποιήση καί ὁ καλλίτερος διδάσκαλος γιά τήν ἐνίσχυσι τῆς πίστεὡς του ἐν Χριστῶ καί τήν διαπαιδαγώγησί του στόν χριστιανισμό. Σύμφωνα μέ τήν ἔννοια πού λανθασμένα ἰσχυρίχθηκες, ἐπεται ὅτι κανένα βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης, άπ' αὐτά πού έγράφθηκαν στήν περίοδο πού ἀκολούθησε αὐτές τίς ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στόν Τιμόθεο, δέν πρέπει νά εἶναι δεκτό, ἀλλά νά ἀναγνωρίζουμε μόνο τά παλαιά, πού μνημονεύονται ἐδῶ σ' αὐτό τό χωρίο πού ἀνἔφερες.
Σπουδαστής: Μερικοί δέν παραδέχονται τήν Παράδοσι, διότι λέγουν ὅτι σ' αὐτήν προστέθηκαν μέ τόν καιρό πολλά νόθα στοιχεία, ἔτσι ὥστε, ἰδιαίτερα σήμερα, νά μή μποροῦμε πιά νά διακρίνουμε τήν ἀληθινή ἀποστολική Παράδοσι ἀπό τήν ψεύτικη.
Ἱερεύς: Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καθώρισε τίς ἀλήθειες της πίστεως, κατά τήν μακρά έξέλιξι τῆς Παραδόσεως, μέ τίς διδασκαλίες καί τούς κανόνες τῶν ἁγίων Οἰκουμενικών Συνόδων, μέ τούς ὅρους καί τά σύμβολα, μέ τίς ὁμολογίες, ὅπως εἶναι ὁ τύπος τῆς ορθοδόξου ὁμολογίας τοῦ Ιασίου τοῦ 1642 καί μέ ἄλλας πολλάς τοπικάς συνόδους ἀπό ἁγίους καί θαυματουργούς ἀρχιερεῖς, πού τίς συνεκάλεσαν ἀπό τῶν παλαιοτάτων χρόνων. Σ' αὐτές τίς συνόδους στερεώθηκε ἡ γνησιότης καί αὐθεντικότης τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Πίστεως, κυρίως ἐκεῖ ὅπου προσβλήθηκε ἀπό τίς ὑπάρχουσες αἰρέσεις ἐκείνων τῶν καιρῶν. Τό πόσο φαίνεται άμετάτρεπτο καί ἀναλλοίωτο τό περιεχόμενο τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, αὐτό μπορεῖ νά γίνη γνωστό, ἐάν έξετασθῆ ἡ ὕπαρξις τῶν παρακάτω προῦποθέσεων:
Νά μή καθιερώνη ἀρχές πού περιέχουν ἀντιφάσεις μεταξύ των ἤ ἀντιφάσκουν πρός τήν ἀποστολική Παράδοσι καί τήν Ἁγία Γραφή.
Μιά διδασκαλία εἶναι δυνατόν νά εἶναι «Παράδοσις» ὅταν προέρχεται ἀπό τόν Σωτήρα ἤ τούς ἁγίους Ἀποστόλους καί εἶναι κατευθεῖαν ἀπό τήν ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ή Παράδοσις νά περιφρουρῆται ἀπό τήν ἀποστολικἡ Ἐκκλησία καί νά ἔχη ἀδιάκοπη διαδοχή μέχρι σήμερα.
Νά ἀναγνωρίζεται καί ἐφἁρμόζεται ἀπό ὁλόκληρη τήν οἰκουμενική Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία.
Νά εἶναι σύμφωνη μέ τό μεγαλύτερο μέρος τῶν πατέρων καί ἐκκλησιαστικών συγγραφέων.
Ὅταν μιά παράδοσις δέν ἐκπληρώνει αὐτούς τούς ὅρους, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀληθινή καί ἁγία, συνεπῶς δέν μπορεῖ νά εἶναι παραδεκτἤ καί ἀκολουθητέα.
Σπουδαστής: Παρ' ὅλες αὐτές τίς προσπάθειες, πού λέγετε ὅτι ἔκανε καί κάνει ή ὀρθόδοξος Ἐκκλησία σχετικά μέ τήν ἀλήθεια τῆς Παραδόσεως, μερικοί πιστεύουν μόνο τίς διδασκαλίες πού περιέχονται στήν ἁγία Γραφή. Διότι οἱ πρῶτοι χριστιανοί - λέγουν αὐτοί - ἐδέχοντο μόνον ὅσες γραφές περιέχονται στήν ἁγία Γραφή, ὅπως εἶναι γραμμένο: «Οὗτοι δέ ἦσαν εὐγενέστεροι (οι ἐξ Ἰουδαίων χριστιανοί τῆς Βεροίας) τῶν έν Θεσσαλονίκη, οἵτινες ἐδέξαντο τόν λόγον μετά πάσης προθυμίας, τό καθ' ἡμέραν ἀνακρίνοντες τάς γραφάς, εἰ ἔχοι ταῦτα οὕτως» (Πράξ. 17, 11). Ἀπό ἐδῶ ἕπεται ὅτι ἐμεῖς πρέπει νά κρατοῦμε τίς διδασκαλίες πού εὑρήκαμε γραμμένες στήν Ἁγία Γραφή.
Ἱερεύς: Ὅμως ὁ μέγας ἀπόστολος Παῦλος ἐγκωμιάζει τούς χριστιανούς τῆς Κορίνθου, ὄχι διότι κρατοῦσαν τίς γραπτές διδασκαλίες, ἀλλά διότι οί ἴδιοι ἐπρόσεχαν αὐτόν καί τηροῦσαν μέ ἐπιμέλεια τίς προφορικές διδασκαλίες, πού τίς εἶχαν παραλάβει άπ' αὐτόν. Ἰδού τί γράφει: «Επαινῶ δέ ὑμᾶς, ἀδελφοί, ὅτι πάντα μου μέμνησθε, καί καθώς παρέδωκα ὑμῖν τάς παραδόσεις κατέχετε» (Α' Κορ. 11,2). Ἄραγε τί εἶναι καλό νά κάνουμε; Νά κρατοῦμε μόνο τίς γραπτές διδασκαλίες ἤ νά ἀκολουθοῦμε τόν μέγα ἀπόστολο Παῦλο, πού ἐπαινεῖ αὐτούς οἱ ὁποῖοι κρατοῦν τίς ἄγραφες παραδόσεις; ἐπί πλέον μάλιστα, ἀποδεικνύουμε ὅτι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καί Εὐαγγελισταί ἐπίστευσαν καί ἐκήρυξαν πολλά ἀπό τήν Ἱερά Παράδοσι, τήν ὁποία ἀπό παλαιά ἐκληρονόμησαν καί δέν εἶναι πουθενά γραμμένη στήν Ἁγία Γραφή.
Σπουδαστής: Ποῦ συγκεκριμένα φαίνεται ὅτι οἱ Ἀπόστολοι ἐδίδαξαν καί ἄλλες διδασκαλίες ἐκτός άπ' αὐτά πού εἶναι γραμμένα στήν Ἁγία Γραφή;
Ἱερεύς: Ἰδού δύο ἀποδείξεις: ὁ ἅγιος ἀπόστολος Ἰούδας στήν καθολική ἐπιστολή του (στίχος 9) μεταξύ τῶν ἄλλων λέγει: «ὁ δέ Μιχαήλ ὁ ἀρχάγγελος ὅτε τῶ διαβόλω διακρινόμενος διελέγετο περί τοῦ Μωϋσέως σῶματος, οὐκ ἐτόλμησε κρίσιν ἐπενεγκεῖν βλασφημίας, ἀλλ' εἶπεν: ἐπιτιμῆσαι σοι Κύριος». Ζήτησε ἡ ἀφεντιά σου σ' ὅλη τήν Ἁγία Γραφή καί κοίταξε ἐάν θά βρῆς γραμμένο αὐτόν τόν λόγο. Ἀλλά καί πιό κάτω στήν ἴδια ἐπιστολἤ ὁ ἀπόστολος ἀναφέρει ἀπό τήν προφητεία τοῦ Ἐνώχ, λέγοντας: «Προεφήτευσε δέ καί τοὗτοις ἕβδομος ἀπό Ἀδάμ Ἐνώχ, λέγων: ἰδού ἦλθεν Κύριος έν ἁγίαις μυριάσιν αὐτοῦ, ποιῆσαι κρίσιν κατά πάντων καί έλέγξαι πάντας τούς ἀσεβεῖς αὐτῶν περί πάντων τῶν ἔργων ἀσεβείας αὐτῶν ὧν ἠσέβησαν καί περί πάντων τῶν σκληρῶν ὧν ἐλάλησαν κατ' αὐτοῦ ἁμαρτωλοί ἀσεβεῖς». Ἀλλ' ὄχι μόνον ὁ ἀπόστολος Ἰούδας ὁμιλεῖ ἐκ τῆς Παραδόσεως ἀλλά καί ὁ μέγας Παῦλος στήν δευτέρα πρός Τιμόθεο ἐπιστολή του, ἰδού τί λέγει: «"Ον τρόπον δέ Ίαννῆς καί Ίαμβρῆς ἀντέστησαν Μωϋση, οὕτω καί οὗτοι ἀνθίστανται τῆ ἀληθείᾳ, ἄνθρωποι κατεφθαρμένοι τόν νοῦν, ἀδόκιμοι περί τήν πίστιν» (Β' Τιμ. 3,8). Καί πάλιν ὁ μέγας ἀπόστολος Παῦλος ποιμαίνοντας τούς ἱερεῖς τῆς Ἐφέσου τούς λέγει: «Μνημονεύειν τε τῶν λόγων τοῦ Κυρίου Ίησοῦ, ὅτι αὐτός εἶπε: Μακάριον έστι μᾶλλον διδόναι ἤλαμβάνειν» (Πράξ. 20, 35). Τώρα ἐρωτῶ τήν ἀφεντιά σου, πού επιμένεις νά πιστεύης μόνο στά γραπτά, ἀπό ποῦ ἐπῆραν αὐτοί οί δύο Ἀπόστολοι — Ἰούδας καί Παῦλος — τούς ἀνωτέρω λόγους, διότι πουθενά στήν ἁγία Γραφή δέν θά τούς βρῆς γραμμένους;
Σπουδαστής: Ὡστόσο, εἶναι ἄραγε δυνατόν ἡ Ἱερά Παράδοσις νά ἔχη διατηρηθῆ μέχρι σήμερα ἀνόθευτη καί σέ ὅλα γνήσια, ὅπως ἦταν στήν ἀρχή; Μήπως ἐμεῖς πρέπει νά ἔχουμε περισσότερες ἐγγυήσεις γιά τίς γραπτές διδασκαλίες τῆς Ἁγίας Γραφῆς;
Ἱερεύς: Εἶδες στά ἀνωτέρω ὅτι ὁ μέγας Παῦλος ἐπαινεῖ τούς χριστιανούς τῆς Κορίνθου διότι ἐκράτησαν μέ προσοχή καί ἐνδιαφέρον τίς ἄγραφες παραδόσεις, ὅπως τίς εἶχαν παραλάβει ἀπό τό στόμα του. Ἄκουσες, ὅτι αὐτοί οι ἴδιοι οι Ἀπόστολοι ἔχρησιμοποίησαν στό κήρυγμά τῶν λόγους παρμένους κατευθεῖαν ἀπό τήν Ἱερά Παράδοσι, ὅπως αὐτούς πού σχετίζονται μέ τήν προφητεία τοῦ Ἐνώχ καί ἄλλους. Σοῦ ἔδειξα ἀκόμη καί μέ τί μέσο διαφυλάχτηκε διά μέσου τῶν αἰώνων ἡ Ἱερά Παράδοσις. Ἐπίσης ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος Παῦλος προτρέπει καί συμβουλεύει τούς χριστιανούς τῆς Θεσσαλονίκης νά εἶναι πολύ προσεκτικοί καί ἄγρυπνοι στήν διαφύλαξι τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως: «'Άρα οὖν, Ἀδελφοί, στήκετε καί κρατεῖτε τάς παραδόσεις, ἅς ἐδιδάχθητε εἴτε διά λόγου εἴτε διά ἐπιστολής ἡμῶν» (Β' Θεσ. 2, 15). Καί σ' ἄλλο μέρος λέγει: «ἀλλά καί ἐάν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζεται ὑμῖν παρ' ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ. 1, 18). Κάνει δηλαδή λόγο γιά τό Εὐαγγέλιο πού τούς μετέδωσε μέ ζῶσα φωνή καί ὄχι μόνο μέ τόν γραπτό λόγο.
Σπουδαστής: Πῶς διαφυλάχθηκε σέ διάστημα χιλιάδων ἐτῶν, αὐτός ὁ Κανόνας τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως στήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ στήν ἐποχή μας μερικοί ἰσχυρίζονται ὅτι οι ἱερεῖς καί οί Ἐκκλησιαστικοί μας συγγραφεῖς παρήλλαξαν ἀπό ἡμέρα σέ ἡμέρα τήν ἀλήθεια τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς Ἀπόστολικής Παραδόσεως, τά ὁποῖα στήν ἀρχή ἦταν αὐθεντικά καί γνησιώτατα; "Οπως λέγουν αὐτοί, ἐάν ἔχης στά χέρια σου μιά Βίβλο πού ἐκδόθηκε πρίν ἀπό 50 χρόνια καί τήν βάλης δίπλα στίς σημερινές, δέν ὑπάρχει καμμιά ὁμοιότης, ὁπότε τό ἴδιο θά ἔχουν κάνει οί ἀρχιερεῖς καί ἱερεῖς μας καί στά ἄλλα ἱερά βιβλία καθώς καί στήν Ἱερά Παράδοσι, γιά τήν ὁποία ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι καυχώμεθα ὅτι τήν διατηροῦμε ὅπως τήν παραλάβαμε ἀπό τούς Ἀποστόλους.
Ἱερεύς: Δέν εἶναι καθόλου σωστό αὐτό πού ὑποστηρίζουν οί συνάδελφοι σου. Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ προστατεύεται ἀπό τό "Αγιο Πνεῦμα καί δέν μπορεῖ νά σφάλλη (Ματθ. 10, 17-20" Ἰωάν. 4, 16-26" Α' Τιμ. 3, 15 καί ἄλλου). Κατευθύνεται μέ ἀόρατο τρόπο, ἀπό τόν ἴδιο τό θεμελιωτή της, Ἰησοῦ Χριστό, μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων (Ματθ. 28, 20). Ἐάν μερικοί έκ- κλησιαστικοί συγγραφεῖς, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς ἤ λαϊκοί, μετέφρασαν τήν Βίβλο ἀπό ἄλλη γλῶσσα ή διώρθωσαν κάποιο χωρίο, τοῦ ὁποίου ἡ ἔκφρασις δέν ἀνταποκρίνεται στήν σημερινή γλῶσσα τοῦ λαοῦ μας, αὐτό ἦταν μιά διόρθωσις καί ἀλλαγή τῆς ἐκφράσεως καί ὄχι ἄλλοίωσις τοῦ περιεχομένου εἰς βάρος του βιβλικοῦ κειμένου. Ἐάν ἀνασταινόταν σήμερα ἕνας ρουμάνος ἀπό τόν καιρό του Γέροντος Μίρτσεα ἤ τοῦ Μεγάλου Στεφάνου καί ἤθελες νά μιλήσης μ' αὐτόν, θά καταλάβαινες πιό δύσκολα, διότι ἡ γλῶσσα ἐξελίχθηκε, δέν εἶναι πιά ή ἴδια ἀκριβῶς μ' αὐτή πού ὡμιλεῖτο τότε. Ἔτσι ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τά βιβλία. Μέ τό πέρασμα τῶν χρόνων διωρθώθηκαν ἀπό τούς συγγραφεῖς λόγια ἤ ἐκφράσεις μέ κατάλληλες σημερινές λέξεις, χωρίς ὅμως νά ἀλλάξη τό ἅγιογραφικό καί βαθύτερο νόημά τῶν. Σοῦ ἀνέφερα προηγουμένως ποιά εἶναι τά θεμέλια στά ὁποῖα στηρίζεται ἡἹερά Παράδοσις καί μέ ποιά μέσα ἐξασφαλίζεται ἡ διαφύλαξις τῆς ἀληθινῆς πρωτοτυπίας καί ἡ μεταβίβασίς της διά μέσου τῶν αἰώνων, δηλαδή τά παλαιά σύμβολα τῆς πίστεως, οι ἀποστολικοί κανόνες καί οί δογματικοί Ὅροι τῶν ἑπτά Οικουμενικῶν συνόδων. Σ' αὐτά προστίθενται καί οί ἐγγυήσεις γιά τήν ἀνόθευτη διαφύλαξι τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, πού εἶναι μεγάλες καί σπουδαίες μαρτυρίες, ὅπως: ἡ πρᾶξις τῆς παλαιᾶς Ἐκκλησίας, οί μαρτυρίες τῶν Ἀποστολικῶν ἀνδρῶν, μεταξύ τῶν ὁποίων εἶναι ὁ ἅγιος Ιγνάτιος ὁ Θεοφόρος, ὁ μαθητής τῶν Ἀποστόλων, (+ 104 μ.Χ.) καί ὁ ἅγιος Πολύκαρπος Σμύρνης (+106 μ.Χ.), οἱ ὁποῖοι προέτρεπαν τούς πιστούς τῆς ἐποχῆς τῶν νά προφυλάσσωνται ἀπό τίς διδασκαλίες τῶν αἱρετικῶν καί νά τηροῦν στό ἀκέραιο μόνο τήν ἀποστολική Παράδοσι (Εύσεβίου Καίσαρείας, ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, Βιβλίο Β', κεφ. 36, παράγρ. 2).
Κατόπιν, τά ἔργα μερικῶν ἁγίων Πατέρων καί Ἐκκλησιαστικών συγγραφέων, ὅπως:
Ὁ Ήγήσιππος – μᾶς μαρτυρεῖ ὁ ἴδιος ἱστορικός Εὐσέβιος (4ο βιβλίο, κεφ. 8) -, προσπάθησε νά συγκεντρώση ὅλες μαζί τίς ἀποστολικές παραδόσεις, καί τό κατώρθωσε ἐν μέρει, συλλέγοντας άπ' αὐτές περισσότερα ἀπό πέντε βιβλία, τά ὁποῖα ὁ Εὐσέβιος ἐμελέτησε, ἀλλά μέ τόν καιρόν ἐχάθηκαν.
— ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος ( + 202 μ.Χ.) καί ὁ Κλήμης ὁ Άλεξανδρεύς (+ 215 μ.Χ.) λέγουν: «ἐκεῖνοι πού ἐξηγοῦν τήν Γραφή χωρίς τήν βοήθεια τῆς έκκλησιαστικής Παραδόσεως καταστρέφουν τό νόημα τῆς ἀληθείας» (Στρωματεῖς, κεφ. 7).
Ἰδού λοιπόν ζωντανές μαρτυρίες πού παρουσιάζουν τήν πίστι τῶν ἀποστολικῶν χρόνων καί τῆς ἀμέσῳς ἑπομένης περιόδου μέχρι τοῦ 4ου αἰῶνος. ἡ πρᾶξις τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας εἶναι ἐπίσης μιά σπουδαία μαρτυρία γιά τήν ἀξία τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καί γιά τήν τιμή πού άπελάμβανε ἀπό τότε μέχρι σήμερα. ὁ Ώριγένης (250 μ.Χ.) ἔλεγε: «Νά διαφυλάσσεται ή "Ἱερά Παράδοσις στήν Ἐκκλησία». ὁ ἅγιος Έπιφάνιος (+ 403 μ.Χ.) ἔγραφε: «Πρέπει νά διατηρηθῆ ή Παράδοσις, διότι δέν εἶναι δυνατόν νά εὑρίσκωνται ὅλα στήν ἅγια Γραφή. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, μερικά διέδωσαν μέ τόν γραπτό λόγο, ἐνῶ τά ἄλλα μέ τόν προφορικό...». ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (+ 407 μ.Χ.) ἔλεγε: «ἀπό ἐδῶ (Β' Θεσ/κεΐς 2, 15) φαίνεται ὅτι οἱ Ἀπόστολοι δέν παρέδωσαν τά πάντα σέ γραπτά κείμενα, ἀλλά πολλά τά παρέδωσαν μέ τόν προφορικό λόγο τά ὁποῖα εἶναι καί αὐτά ἀξιόπιστα. Ἐάν ὑπάρχη ἡ Παράδοσις, τότε μή ζητᾶς τίποτε περισσότερο» (ὁμιλία 4η, κεφ. 2, πρός Θεσ/κεῖς). Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης (+ 394 μ.Χ.), ἔγραφε: «ἔχουμε τήν Παράδοσι πού ξεκινᾶ σ' ἐμᾶς ἀπό τούς Πατέρας σάν μιά κληρονομιά μέ Ἀποστολική διαδοχή καί μεταδίδεται διά μέσου τῶν ἁγίων» (Κατά Εύνομίου, βιβλίο 4ο).
Ὁ Μέγας Βασίλειος (+ 379) ἔχει στά γραπτά του παρόμοιες μαρτυρίες. Ἰδού πῶς ἐκφράζεται: «Μεταξύ τῶν δογμάτων καί κηρυγμάτων πού διαφυλάσσονται στήν Ἐκκλησία, μερικά τά ἔχουμε ἀπό τήν γραπτή διδασκαλία, ἐνῶ ἄλλα τά παρελάβαμε ἀπό τήν Παράδοσι τῶν Ἀποστόλων μέ μυστικἡ διαδοχή προφορικά καί αὐτά ἔχουν τήν ἴδια ἰσχύ μέ τά γραπτά κείμενα» (Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος).
Πρέπει λοιπόν νά διατηρήσουμε μέ μεγάλη εὐλάβεια τήν Ἱερά Παράδοσι, διότι στήν ἁγία Γραφή δέν εὑρίσκονται ὅλα τά ἀπαραίτητα γιά τήν σωτηρία μας. ἡ Ἁγία Γραφή μας διδάσκει νά κάνουμε πολλά, ἀλλά δέν μᾶς φανερώνει τό πῶς. Παραδείγματος χάριν, μᾶς ζητᾶ νά βαπτισθοῦμε, ἀλλά δέν μᾶς λέγει καί τόν τρόπο. Νά ἐξομολογηθοῦμε, νά κοινωνεῖσουμε, νά στεφανωθοῦμε, ἀλλά ὄχι καί τό συγκεκριμένο τυπικό τῆς ἐπιτελέσεως αὐτῶν τῶν μυστηρίων. Ἐπίσης μᾶς λέγει νά προσευχώμεθα, ἀλλ' ὄχι πῶς, ποϋ καί πότε" νά κάνουμε μπροστά στό στήθος μας τό σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ κατά τό ψαλμικό Ἐσημειώθη ἐφ᾿ ἡμᾶς τό φῶς τοῦ προσώπου σου, Κύριε» (Ψαλμ. 4, 6), ἀλλά δέν μᾶς δείχνει τό πῶς. Ἀλλά καί ποιός μᾶς διδάσκει γραπτῶς νά προσκυνοῦμε κατά ἀνατολάς; Ποιά Γραφή μᾶς λέγει μέ τόν γραπτό λόγο τίς ἐπικλήσεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόν καθαγιασμό τῶν ΠανἈχράντων Μυστηρίων; Ποιά διδασκαλία ἀπό τήν ἁγία Γραφή μᾶς διδάσκει νά εὐλογοῦμε τό νερό τοῦ βαπτίσματος καί τό ἅγιο Μύρο τοῦ Ἱεροῦ Χρίσματος; Ποιά Γραφή μᾶς διδάσκει γιά τήν τριττή κατάδυσι τοῦ βαπτιζομένου καί τίς ἀποτάξεις (ἀπαρνήσεις) τοῦ σατανᾶ πρό τοῦ βαπτίσματος; Ή δοξολογικἡ προσευχή πρός τήν ἁγία Τριάδα, τό «Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί τῶ Ἁγίω Πνεύματι», ἀπό ποιά Γραφή μᾶς προῆλθε; Κάνοντας αὐτές τίς ἐρωτήσεις στούς ὑβριστάς τῆς Παραδόσεως ὁ Μέγας Βασίλειος ἔλεγε: «ἐάν θελήσουμε νά ἐγκαταλείψουμε τίς ἄγραφες παραδόσεις λόγω συνήθειας, μέ τήν πρόφασι ὅτι δέν ἔχουν μεγάλη ἀξία, σφάλλουμε σ' αὐτά τά μεγάλα καί ὑψηλά ἀπορρίπτοντες τό Εὐαγγέλιο». ἤ τάξις, λοιπόν, τήν ὁποία κρατᾶ ἡ Ἐκκλησία στά ἄγραφα εἶναι ὅτι, ἐάν κάτι ἔχη ἀποστολική προέλευσι καί χρησιμοποιεῖται ἀπό τούς Πατέρας, λαμβάνει τήν ἰσχύ παραδόσεως καί ἔχει στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τήν δύναμι νόμου (Πηδάλιον Μονῆς Νεάμτς, 1844, Κανών 87, 91). Ἑπομένως, πρέπει νά τήν διαφυλάξουμε, διότι ή σπουδαιότης καί ἡ ὠφέλεια αὐτῆς προέρχεται ἀπό τήν σχέσι πού ὑπάρχει ἀνάμεσα σ' αὐτήν καί τήν Ἁγία Γραφή, διότι εἶναι ἀλήθεια ὅτι παρέμειναν καί οἱ δύο σέ μιά ἀμοιβαία ἑνότητα καί στενή σχέσι, πού βασίζεται στό γεγονός ὅτι καί οί δύο περιέχουν τήν ἁγία τοῦ Θεοῦ ἀποκάλυψι καί εἶναι γιά ἐμᾶς οί πηγές αὐτῆς τῆς ἀποκαλύψεως. Λοιπόν δέν εἶναι δυνατόν νά άντιλέγωμεν γι' αὐτές ἤ νά ἐξαιροῦμε τήν μιά ἀπό τήν ἄλλη. Ἡ Ἁγία Γραφή μόνο στήν Ἱερά Παράδοσι ἔχει τήν μοναδική μαρτυρία γιά τόν κανόνα τῶν βιβλίων αὐτῆς καί τόν δογματικό χαρακτῆρα της (τήν θεοπνευστία της), ἐνῶ ἡ Ἱερά Παράδοσις μόνο μέ τήν ἁγία Γραφή μπορεῖ νά ἀποδείξη τήν αὐθεντικότητα τῆς ἀληθείας της.
Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου