Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2023

ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΜΕ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ ΠΕΡΙ ΙΕΡΑΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ

 «Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

ὑπό Γέροντος Κλεόπα Ἠλίε

Σπουδαστής: Τί  εἶναι ἡ Ἱερά Παράδοσις, τήν ὁποία ἐμεῖς οί Ὀρθόδοξοι θεωροῦμε ὡς δευτέρα πηγή τῆς θείας ἀποκαλύψεως καί σότιμη πρός τήν Ἁγία Γραφή;

Ἱερεύς: Ἡ Ἱερά Παράδοσις  εἶναι ἡ ὑπό τοῦ Θεοῦ δο­σμένη μέ ζῶσα φωνή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκ τῆς ὁποίας ἕνα μέρος γράφτηκε ἀργότερα. πως καί ἡ Ἁγία Γραφή, ἔτσι καί ἡ Ἱερά Παράδοσις περιέχει τήν θεία ποκάλυψι, πού εἶναι ἀναγκαία γιά τήν σωτηρία μας. Αὐτή  εἶναι ἡ ν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ κατά τήν διάρκεια τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας δευτέρα πηγή τῆς Θείας ἀποκαλύψεως, ἡ ὁποία ἔχει συνεπῶς τό ἴδιο κρος μέ τήν Ἁγία Γραφή.

πό τοῦ δάμ μέχρι τοῦ τέλους τοῦ Ἀβραάμ ἐπέρασαν, σύμφωνα μέ τούς παλαιούς χρονογράφους (Κεδρηνός κ.άλ.) 3678 χρόνια στά ὁποῖα, ἐάν προσθέσουμε 430 χρόνια, ὅσα έμειναν οί Ἰσραηλίτες στήν Αγυπτο, ἔχουμε 4108 χρόνια. Σ' αὐτά οὔτε Ἁγία Γραφή ὑπῆρξε οὔτε τό Σάββατο ἐθεωρεῖτο σάν ἑορτή ἀπό κάποιο λαό. πί τόσες χιλιάδες χρόνια οἱ πιστοί καί ἐκλεκτοί ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, διδάχθηκαν τήν ὁδό τῆς σωτηρίας μόνο ἀπό τήν Ἱερά Παράδοσι, δηλαδή ἀπό τήν περί Θεοῦ διδα­σκαλία,πού τήν δέχθηκαν μέ ζῶσα φωνή" καί μόνον ἐπί 1400 χρόνια - ὅσα ἦταν ἀπό τοῦ Μωϋσέως μέχρι τῆς λεύσεως τοῦ Κυρίου καθωδηγήθηκαν καί ἀπό τήν Ἁγία Γραφή τῆς Παλαις Διαθήκης.

πως, πρίν γραφον τά βιβλία τῆς Π. Διαθήκης, ὁ κόσμος καθωδηγήθηκε στήν γνῶσι τοῦ Θεοῦ καί στήν ὁδό τῆς σωτηρίας μόνον ἀπό τήν Ἱερά Παράδοσι (Παράδοσι μέ ζῶσα φωνή, προφορική), ἔτσι ἀκριβῶς καί πρίν νά γράφουν τά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ή Ί. Παράδοσις ἦταν ὁ κανών μέ τόν ὁποῖον οἱ πρῶτοι χριστιανοί δηγήθηκαν στήν ὁδό τῆς σωτηρίας. ὁ πρῶτος πού μετέδωσε τήν διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης μέ ζῶσα φωνή στ' αὐτιά τῶν ἀνθρώπων, ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Σωτήρ ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος επί τρία καί μισυ χρόνια διέδωσε τό Εὐαγγέλιο Του, χωρίς νά γράψη τίποτε, ἀλλά συνεχῶς ἐδίδασκε τόν λαό. Καί, ἀφοῦ ξεπλήρωσε τήν ὑπακοή πρός τόν Πατέρα Του, τούς Ἀποστόλους Του δέν τούς απἔστειλε νά γράψουν, ἀλλά νά κηρύξουν σ' ὅλο τόν κόσμο τό Εὐαγγέλιο, λέγοντάς τους: «Πορευθέντες μαθη­τεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό νο­μα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υιο καί το Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεν πάντα ὅσα νετειλάμην ὑμῖν, καί ἰδού ἐγώ μεθ' ὑμῶν εμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Αμήν» (Ματθ. 28, 19-20). ἀπό τήν ή μέρα τῆς ίδρύσεὡς της (τό ἔτος 33) καί μέχρι τό ἔτος 44 μ.Χ., ὅταν ὁ ἅγιος Ματθαος έγραψε τό πρῶτο Εὐαγγέλιο, ἡ Ἐκκλησία κυβερνήθηκε χωρίς τήν Γραφή τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀλλά μόνο μέ τήν Ἱερά Παράδοσι ἀπό τήν ὁποία ἕνα μέρος καταγράφτηκε ἀργότερα. Παράλλη­λα, πρξαν καί πολλοί συγγραφες, γιά τούς ὁποίους ὑποστηρίζεται ὅτι ἦταν μπνευσταί καί ντιγραφες τῶν Ἀποστόλων ἀλλά ἡ Ἐκκλησία εἶναι αὐτή πού τούς ανε­γνώρισε ἤ ὄχι, διότι αὐτή εἶναι λάθητος, αὐτή ζῆ τήν λήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καί πρίν ἀκόμη νά γραφ κάτι, διότι ἔζησε μέ τήν Ἱερά Παράδοσι.

Λοιπόν, ἰδού τί  εἶναι ἡ Ἱερά Παράδοσις: Ἡ πηγή καί ἡ ρίζα τῶν δύο Διαθηκν - τῆς Παλαις καί τῆς Καινς. Γι' αὐτό καί μες τήν ὀνομάζουμε δευτέρα πηγή τῆς Θείας ἀποκαλύψεως, διότι ἔχει τήν δια σπουδαιότη­τα μέ τήν Ἁγία Γραφή.

Σπουδαστής: Ναί, ἀλλά λέγεται ὅτι ἡ ἅγια Γραφή εἶναι θεος λόγος καί δέν επιτρέπεται νά άντικαθίσταται ντάλλάσσεται μέ τήν Παράδοσι, ἡ ὁποία εἶναι ἀνθρώπινος λόγος, διότι γράφει τό Εὐαγγέλιο: «Διατί καί μες παραβαίνετε τήν ἐντολήν του Θεοῦ δια τήν παράδοσιν ὑμῶν;... καί ἡκυρώσατε τήν ἐντολήν του Θεοῦ διά τήν πα­ράδοσιν ὑμῶν. Ύποκριταί, καλς προεφήτευσε περί μν ὁ Ἡσαΐας λέγων: ὁ λαός οτος... μάτην δε σέβονται με, διδάσκοντες διδασκαλίας ντάλματα νθρώπων». (Ματθ. 15, 3, 6-9 καί Μάρκ. 7, 13). Γι᾿ αὐτό δέν εἶναι ἀνάγκη νά ντικαταστήσουμε ἤ νά προσθέσουμε καί μες στόν νόμο τοῦ Θεοῦ, πού περιέχεται στήν Ἁγία Γραφή, τόν ανθρώπινο λόγο τῆς παραδόσεως.

Ἱερεύς: Δέν εἶναι καθόλου ἀληθινό αὐτό πού λέγουν οί συνάδελφοι σας, διότι ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ δέν περιέχεται μόνο στήν Ἁγία Γραφή. κουσε τί λέγει ὁ θεος Εὐαγγελιστής ωάννης: «"Εστί δέ καί ἄλλα πολλά, ὅσα ποίησεν ὁ Ἰησοῦς, τινα ἐάν γράφηται καθ' έν, ουδέ αὐτόν ομαι τόν κόσμον χωρήσαι τά γραφόμενα βιβλία. μήν.» (Ίω. 21, 15). Πάλι ὁ ἴδιος Εὐαγγελιστής μαρτυρεῖ σέ μιά ἀπό τίς ἐπιστολές του: «Πολλά ἔχων ὑμῖν γράφειν οκ βουλήθην διά χάρτου καί μέλανος, ἀλλά λπίζω λθεν πρός μᾶς καί στόμα πρός στόμα λαλσαι, να χαρά ὑμῶν πεπληρωμένη» (Β' Ίωάν. 1, 12). Λοιπόν, βλέπε ὅτι ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής, ὅταν εἶχε τήν δυνατότητα, ἐδίδασκε τούς μαθητάς του περισσότερο μέ ζῶσα φωνή (Παράδοσις) παρά τούς πέστελλε ἐπιστολάς. νῶ ο συνάδελφοι σου κρατον πάση θυσία μόνον ὅσα εἶναι γραπτά καί δέν λαμβάνουν ύπ' ὁψιν, ὅτι τόσο ὁ Σωτήρ ὅσο καί οί πε­ρισσότεροι μεταξύ τῶν Ἀποστόλων δέν φησαν τίποτε γραπτό, ἀλλά ἐδίδαξαν προφορικά, μέ ζῶσα φωνή.

Σπουδαστής: Δέν γνωρίζω ὅμως πῶς πρέπει νά κα­τανοήσουμε ἐμεῖς οἱ χριστιανοί τόν σχυρισμό, ὅτι δέν πρέπει νά δελεαζώμεθα ἀπό τίς νθρώπινες πατηλές δι­δασκαλίες, διαίτερα τίς θρησκευτικές πού στηρίζονται στήν Ἁγία Γραφή, διότι αὐτά μς συμβουλεύει ὁ ἀπό­στολος: «Βλἐπετε μἤ τίς μᾶς σται ὁ συλαγωγών διά τῆς φιλοσοφίας καί κενς πάτης, κατά τήν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατά τά στοιχεα τοῦ κόσμου καί ο κατά Χριστόν» (Κολ. 2, 8). Λοιπόν, τό καθῆκον μας θά εἶναι νά προφυλαγώμεθα ἀπό τήν πατηλή παράδοσι τῶν ἀνθρώπων.

Ἱερεύς: Ἡ ἀφεντιά σου δέν ξεχωρίζεις τήν διαφορά μεταξύ τῆς διδασκαλίας τῆς νθρωπίνης παραδόσεως καί αὐτῆς πού προέρχεται ἀπό τήν Ἀποστολική καί εαγ­γελική παράδοσι. φερες ἐδῶ ἕνα χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πού ναφέρεται στήν παράδοσι τῶν νθρωπίνων διδασκαλιῶν καί στήν ψεύτικη φιλοσοφία καί ἡ ὁποία δέν ἔχει καμμιά σχέσι μέ τήν Εὐαγγελική καί Ἀποστολική Πα­ράδοσι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.Ἱερά Παράδοσις δέν εἶναι μιά νθρώπινη παράδοσις οὔτε φιλοσο­φία οὔτε μιά ἀπάτη, ἀλλά εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ πού μᾶς παραδόθηκε προφορικά. μέγας ἀπόστολος Παῦλος μᾶς διδάσκει καί μᾶς προτρέπει νά κρατοῦμε μέ σθένος τίς παραδόσεις, λέγοντας: «Ἄρα οὖν, ἀδελφοί, στήκετε καί κρατετε τάς παραδόσεις ας έδιδάχθητε εἴτε διά λόγου εἴτε δι᾿  πιστολς μν» (Β' Θεσ. 2, 15). ντίθετα μερικοί προτρέπουν τούς δυνάτους χριστιανούς νά συ­κοφαντήσουν καί νά γκαταλείψουν τίς ἀποστολικές καί Ἐκκλησιαστικές παραδόσεις, χωρίς νά καταλαβαίνουν ὅτι αὐτή ή ἴδια ή Ἁγία Γραφή εἶναι ἕνας καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἀναπτύχθηκε ἀπό τήν ρίζα καί τό δένδρο τῆς 'Ἱερᾶς Παραδόσεως.

Σπουδαστής: Ἄραγε ή Ἁγία Γραφή δέν μας εἶναι ἀρκετή γιά τήν πίστι καί τήν σωτηρία χωρίς νά ἔχουμε καθόλου ἀνάγκη τήν Παράδοσι; Διότι αὐτό φαίνεται νά προκύπτη ἀπό τούς λόγους τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρός τόν Τιμόθεον: «Καί ὅτι ἀπό βρέφους τά ἱερά γράμματα οδας, τά δυνάμενά σε σοφίσαι εις σωτηρίαν διά πίστεως τῆς ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ. Πάσα γραφή Θεόπνευστος καί ωφέ­λιμος προς διδασκαλίαν, πρός ἔλεγχον, πρός έπανόρθωσιν, πρός παιδείαν τήν έν δικαιοσύνη» (Β' Τιμ. 3, 15-16). Οί λόγοι εἶναι σαφες. ποιαδήποτε προσθήκη στήν Ἁγία Γραφή εἶναι περιττή.

Ἱερεύς: Ἐδῶ γίνεται λόγος μόνο περί τῆς Γραφῆς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, διότι ἡ Καινή  Διαθήκη δέν εἶχε ά- κόμη γραφή. ὁ Παῦλος έγραψε στόν Τιμόθεο ὅτι τήν Παλαιά Διαθήκη μπορεῖ νά τήν χρησιμοποιήση καί ὁ καλλίτερος διδάσκαλος γιά τήν ἐνίσχυσι τῆς πίστεὡς του ἐν Χριστῶ καί τήν διαπαιδαγώγησί του στόν χριστιανι­σμό. Σύμφωνα μέ τήν ἔννοια πού λανθασμένα ἰσχυρίχθηκες, ἐπεται ὅτι κανένα βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης, άπ' αὐτά πού έγράφθηκαν στήν περίοδο πού ἀκολούθησε αὐτές τίς ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στόν Τιμόθεο, δέν πρέπει νά εἶναι δεκτό, ἀλλά νά ἀναγνωρίζουμε μόνο τά παλαιά, πού μνημονεύονται ἐδῶ σ' αὐτό τό χωρίο πού ἀνἔφερες.

Σπουδαστής: Μερικοί δέν παραδέχονται τήν Παρά­δοσι, διότι λέγουν ὅτι σ' αὐτήν προστέθηκαν μέ τόν καιρό πολλά νόθα στοιχεία, ἔτσι ὥστε, ἰδιαίτερα σήμερα, νά μή μποροῦμε πιά νά διακρίνουμε τήν ἀληθινή ἀποστολική Παράδοσι ἀπό τήν ψεύτικη.

Ἱερεύς: Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καθώρισε τίς λήθειες της πίστεως, κατά τήν μακρά έξέλιξι τῆς Παρα­δόσεως, μέ τίς διδασκαλίες καί τούς κανόνες τῶν ἁγίων Οκουμενικών Συνόδων, μέ τούς ρους καί τά σύμβολα, μέ τίς ὁμολογίες, ὅπως εἶναι ὁ τύπος τῆς ορθοδόξου ὁμολογίας τοῦ Ιασίου τοῦ 1642 καί μέ ἄλλας πολλάς τοπικάς συνόδους ἀπό ἁγίους καί θαυματουργούς ἀρχιερεῖς, πού τίς συνεκάλεσαν ἀπό τῶν παλαιοτάτων χρόνων. Σ' αὐτές τίς συνόδους στερεώθηκε ἡ γνησιότης καί αὐθεντικότης τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Πίστεως, κυρίως ἐκεῖ ὅπου προσ­βλήθηκε ἀπό τίς ὑπάρχουσες αἰρέσεις ἐκείνων τῶν καιρν. Τό πόσο φαίνεται άμετάτρεπτο καί ἀναλλοίωτο τό περιεχόμενο τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, αὐτό μπορεῖ νά γίνη γνωστό, ἐάν έξετασθῆ ἡ ὕπαρξις τῶν παρακάτω προῦ­ποθέσεων:

Νά μή καθιερώνη ρχές πού περιέχουν ἀντιφάσεις μεταξύ των ἀντιφάσκουν πρός τήν ἀποστολική Παρά­δοσι καί τήν Ἁγία Γραφή.

Μιά διδασκαλία εἶναι δυνατόν νά εἶναι «Παράδοσις» ὅταν προέρχεται ἀπό τόν Σωτήρα τούς ἁγίους Ἀποστόλους καί εἶναι κατευθεαν ἀπό τήν πενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ή Παράδοσις νά περιφρουρται ἀπό τήν ἀπο­στολικἡ Ἐκκλησία καί νά ἔχη διάκοπη διαδοχή μέχρι σήμερα.

Νά ἀναγνωρίζεται καί φἁρμόζεται ἀπό ὁλόκληρη τήν οκουμενική Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία.

Νά εἶναι σύμφωνη μέ τό μεγαλύτερο μέρος τῶν πα­τέρων καί κκλησιαστικών συγγραφέων.

ταν μιά παράδοσις δέν ἐκπληρώνει αὐτούς τούς ρους, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀληθινή καί ἁγία, συνεπῶς δέν μπορεῖ νά εἶναι παραδεκτἤ καί ἀκολουθητέα.

Σπουδαστής: Παρ' ὅλες αὐτές τίς προσπάθειες, πού λέγετε ὅτι ἔκανε καί κάνει ή ὀρθόδοξος Ἐκκλησία σχετι­κά μέ τήν ἀλήθεια τῆς Παραδόσεως, μερικοί πιστεύουν μόνο τίς διδασκαλίες πού περιέχονται στήν ἁγία Γραφή. Διότι οἱ πρῶτοι χριστιανοί - λέγουν αὐτοί - δέχοντο μόνον σες γραφές περιέχονται στήν ἁγία Γραφή, ὅπως εἶναι γραμμένο: «Οτοι δέ σαν εγενέστεροι (οι ἐξ Ἰουδαίων χριστιανοί τῆς Βεροίας) τῶν έν Θεσσαλονίκη, οτινες δέξαντο τόν λόγον μετά πάσης προθυμίας, τό καθ' ἡμέραν ἀνακρίνοντες τάς γραφάς, ε ἔχοι ταῦτα οὕτως» (Πράξ. 17, 11). πό ἐδῶ πεται ὅτι μες πρέπει νά κρα­τοῦμε τίς διδασκαλίες πού εὑρήκαμε γραμμένες στήν Ἁγία Γραφή.

Ἱερεύς: μως ὁ μέγας ἀπόστολος Παῦλος γκω­μιάζει τούς χριστιανούς τῆς Κορίνθου, ὄχι διότι κρατοῦσαν τίς γραπτές διδασκαλίες, ἀλλά διότι οί ἴδιοι ἐπρόσεχαν αὐτόν καί τηροῦσαν μέ ἐπιμέλεια τίς προφορικές δι­δασκαλίες, πού τίς εἶχαν παραλάβει άπ' αὐτόν. δού τί γράφει: «Επαιν δέ μᾶς, ἀδελφοί, ὅτι πάντα μου μέμνησθε, καί καθώς παρέδωκα μῖν τάς παραδόσεις κατέχε­τε» (Α' Κορ. 11,2). ραγε τί εἶναι καλό νά κάνουμε; Νά κρατοῦμε μόνο τίς γραπτές διδασκαλίες ἤ νά ἀκολουθοῦμε τόν μέγα ἀπόστολο Παῦλο, πού παινε αὐτούς οἱ ὁποῖοι κρατοῦν τίς γραφες παραδόσεις; ἐπί πλέον μάλι­στα, ποδεικνύουμε ὅτι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καί Εὐαγγελισταί ἐπίστευσαν καί κήρυξαν πολλά ἀπό τήν Ἱερά Παράδοσι, τήν ὁποία ἀπό παλαιά κληρονόμησαν καί δέν εἶναι πουθενά γραμμένη στήν Ἁγία Γραφή.

Σπουδαστής: Πο συγκεκριμένα φαίνεται ὅτι οἱ Ἀπόστολοι ἐδίδαξαν καί ἄλλες διδασκαλίες ἐκτός άπ' ατά πού εἶναι γραμμένα στήν Ἁγία Γραφή;

Ἱερεύς: δού δύο ἀποδείξεις: ὁ ἅγιος ἀπόστολος ούδας στήν καθολική ἐπιστολή του (στίχος 9) μεταξύ τῶν ἄλλων λέγει: «ὁ δέ Μιχαήλ ὁ ἀρχάγγελος τε τ διαβόλω διακρινόμενος διελέγετο περί τοῦ Μωϋσέως σῶματος, οκ τόλμησε κρίσιν πενεγκεῖν βλασφημίας, λλ' εἶπεν: πιτιμῆσαι σοι Κύριος». Ζήτησε ἡ ἀφεντιά σου σ' λη τήν Ἁγία Γραφή καί κοίταξε ἐάν θά βρῆς γραμμέ­νο αὐτόν τόν λόγο. λλά καί πιό κάτω στήν ἴδια ἐπιστολἤ ὁ ἀπόστολος ἀναφέρει ἀπό τήν προφητεία τοῦ νώχ, λέγοντας: «Προεφήτευσε δέ καί τοὗτοις βδομος ἀπό Ἀδάμ Ἐνώχ, λέγων: ἰδού ἦλθεν Κύριος έν ἁγίαις μυριάσιν αὐτοῦ, ποισαι κρίσιν κατά πάντων καί έλέγξαι πάντας τούς ἀσεβεῖς αὐτῶν περί πάντων τῶν ἔργων σεβείας ατῶν ν σέβησαν καί περί πάντων τῶν σκληρν ν λάλησαν κατ' αὐτοῦ ἁμαρτωλοί σεβες». λλ' ὄχι μόνον ὁ ἀπόστολος Ἰούδας ὁμιλεἐκ τῆς Παραδόσεως ἀλλά καί ὁ μέγας Παῦλος στήν δευτέρα πρός Τιμόθεο ἐπιστολή του, ἰδού τί λέγει: «"Ον τρόπον δέ Ίαννς καί Ίαμβρῆς ντέστησαν Μωϋση, οὕτω καί οὗτοι νθίστανται τ ληθεί, ἄνθρωποι κατεφθαρμένοι τόν νον, δόκιμοι περί τήν πίστιν» (Β' Τιμ. 3,8). Καί πάλιν ὁ μέγας ἀπόστολος Παῦλος ποιμαίνοντας τούς ἱερεῖς τῆς φέσου τούς λέγει: «Μνημονεύειν τε τῶν λόγων τοῦ Κυρίου Ίησοῦ, ὅτι αὐτός εἶπε: Μακάριον έστι μᾶλλον διδόναι λαμβάνειν» (Πράξ. 20, 35). Τώρα ἐρωτῶ τήν φεντιά σου, πού επιμέ­νεις νά πιστεύης μόνο στά γραπτά, ἀπό πο ἐπῆραν αὐτοί οί δύο Ἀπόστολοι — Ἰούδας καί Παῦλος — τούς νωτέρω λόγους, διότι πουθενά στήν ἁγία Γραφή δέν θά τούς βρῆς γραμμένους;

Σπουδαστής: στόσο, εἶναι ἄραγε δυνατόν ἡ Ἱερά Παράδοσις νά ἔχη διατηρηθῆ μέχρι σήμερα νόθευτη καί σέ ὅλα γνήσια, ὅπως ἦταν στήν ἀρχή; Μήπως ἐμεῖς πρέ­πει νά ἔχουμε περισσότερες γγυήσεις γιά τίς γραπτές δι­δασκαλίες τῆς Ἁγίας Γραφῆς;

Ἱερεύς: Εδες στά νωτέρω ὅτι ὁ μέγας Παῦλος ἐπαινεῖ τούς χριστιανούς τῆς Κορίνθου διότι κράτησαν μέ προσοχή καί ἐνδιαφέρον τίς ἄγραφες παραδόσεις, ὅπως τίς εἶχαν παραλάβει ἀπό τό στόμα του. Ἄκουσες, ὅτι αὐτοί οι ἴδιοι οι Ἀπόστολοι ἔχρησιμοποίησαν στό κήρυγμά τῶν λόγους παρμένους κατευθεῖαν ἀπό τήν Ἱερά Παρά­δοσι, ὅπως αὐτούς πού σχετίζονται μέ τήν προφητεία τοῦ Ἐνώχ καί ἄλλους. Σοῦ ἔδειξα ἀκόμη καί μέ τί μέσο δια­φυλάχτηκε διά μέσου τῶν αἰώνων ἡ Ἱερά Παράδοσις. πίσης ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος Παῦλος προτρέπει καί συμ­βουλεύει τούς χριστιανούς τῆς Θεσσαλονίκης νά εἶναι πο­λύ προσεκτικοί καί ἄγρυπνοι στήν διαφύλαξι τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως: «'Άρα ον, Ἀδελφοί, στήκετε καί κρατεῖτε τάς παραδόσεις, ς διδάχθητε εἴτε διά λόγου εἴτε διά ἐπιστολής ἡμῶν» (Β' Θεσ. 2, 15). Καί σ' ἄλλο μέρος λέγει: «ἀλλά καί ἐάν μες ἄγγελος ξ οὐρανοῦ εαγγελίζεται μν παρ' εηγγελισάμεθα μν, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ. 1, 18). Κάνει δηλαδή λόγο γιά τό Εὐαγγέλιο πού τούς μετέδωσε μέ ζῶσα φωνή καί ὄχι μόνο μέ τόν γραπτό λόγο.

Σπουδαστής: Πῶς διαφυλάχθηκε σέ διάστημα χιλιά­δων ἐτῶν, αὐτός ὁ Κανόνας τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως στήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ στήν ἐποχή μας μερικοί ἰσχυρίζονται ὅτι οι ἱερεῖς καί οί Ἐκκλησιαστικοί μας συγγραφεῖς παρήλλαξαν ἀπό ἡμέρα σέ ἡμέρα τήν ἀλήθεια τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς Ἀπόστολικής Παραδόσεως, τά ὁποῖα στήν ἀρχή ἦταν αὐθεντικά καί γνησιώτατα; "Οπως λέγουν αὐτοί, ἐάν ἔχης στά χέρια σου μιά Βίβλο πού κδόθηκε πρίν ἀπό 50 χρόνια καί τήν βάλης δίπλα στίς σημερινές, δέν πάρχει καμμιά ὁμοιότης, ὁπότε τό ἴδιο θά ἔχουν κάνει οί ἀρχιερεῖς καί ερεῖς μας καί στά ἄλλα ἱερά βιβλία καθώς καί στήν Ἱερά Παράδοσι, γιά τήν ὁποία ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι καυχώμεθα ὅτι τήν διατηροῦμε ὅπως τήν παραλάβα­με ἀπό τούς Ἀποστόλους.

Ἱερεύς: Δέν εἶναι καθόλου σωστό αὐτό πού ὑποστηρίζουν οί συνάδελφοι σου. Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ προστατεύεται ἀπό τό "Αγιο Πνεῦμα καί δέν μπορεῖ νά σφάλλη (Ματθ. 10, 17-20" ωάν. 4, 16-26" Α' Τιμ. 3, 15 καί ἄλλου). Κατευθύνεται μέ ἀόρατο τρόπο, ἀπό τόν ἴδιο τό θεμελιωτή της, Ἰησοῦ Χριστό, μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων (Ματθ. 28, 20). άν μερικοί έκ- κλησιαστικοί συγγραφες, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς λαϊκοί, με­τέφρασαν τήν Βίβλο ἀπό ἄλλη γλῶσσα ή διώρθωσαν κάποιο χωρίο, τοῦ ὁποίου ἡ ἔκφρασις δέν νταποκρίνεται στήν σημερινή γλῶσσα τοῦ λαοῦ μας, αὐτό ἦταν μιά διόρθωσις καί ἀλλαγή τῆς κφράσεως καί ὄχι ἄλλοίωσις τοῦ περιεχομένου ες βάρος του βιβλικο κειμένου. άν ἀνασταινόταν σήμερα ἕνας ρουμάνος ἀπό τόν καιρό του Γέ­ροντος Μίρτσεα τοῦ Μεγάλου Στεφάνου καί ἤθελες νά μιλήσης μ' αὐτόν, θά καταλάβαινες πιό δύσκολα, διότι γλῶσσα ξελίχθηκε, δέν εἶναι πιά ή ἴδια ἀκριβῶς μ' αὐτή πού μιλετο τότε. τσι ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τά βι­βλία. Μέ τό πέρασμα τῶν χρόνων διωρθώθηκαν ἀπό τούς συγγραφες λόγια κφράσεις μέ κατάλληλες σημερινές λέξεις, χωρίς ὅμως νά ἀλλάξη τό ἅγιογραφικό καί βαθύ­τερο νόημά τῶν. Σοῦ ἀνέφερα προηγουμένως ποιά εἶναι τά θεμέλια στά ὁποῖα στηρίζεται Ἱερά Παράδοσις καί μέ ποιά μέσα ἐξασφαλίζεται ἡ  διαφύλαξις τῆς ἀληθινῆς πρωτοτυπίας καί ἡ μεταβίβασίς της διά μέσου τῶν αἰώνων, δηλαδή τά παλαιά σύμβολα τῆς πίστεως, οι ἀποστολικοί κανόνες καί οί δογματικοί ροι τῶν πτά Οικουμε­νικν συνόδων. Σ' αὐτά προστίθενται καί οί γγυήσεις γιά τήν νόθευτη διαφύλαξι τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, πού εἶναι μεγάλες καί σπουδαίες μαρτυρίες, ὅπως: ἡ πρᾶξις τῆς παλαιᾶς Ἐκκλησίας, οί μαρτυρίες τῶν Ἀποστολικῶν ἀνδρῶν, μεταξύ τῶν ὁποίων εἶναι ὁ ἅγιος Ιγνάτιος ὁ Θεοφόρος, ὁ μαθητής τῶν Ἀποστόλων, (+ 104 μ.Χ.) καί ὁ ἅγιος Πολύκαρπος Σμύρνης (+106 μ.Χ.), οἱ ὁποῖοι προέτρεπαν τούς πιστούς τῆς ἐποχῆς τῶν νά προφυλάσσωνται ἀπό τίς διδασκαλίες τῶν αἱρετικῶν καί νά τηροῦν στό ἀκέραιο μόνο τήν ἀποστολική Παρά­δοσι (Εύσεβίου Καίσαρείας, ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, Βι­βλίο Β', κεφ. 36, παράγρ. 2).

Κατόπιν, τά ἔργα μερικῶν ἁγίων Πατέρων καί Ἐκκλησιαστικών συγγραφέων, ὅπως:

Ήγήσιππος – μς μαρτυρε ὁ ἴδιος ἱστορικός Εσέβιος (4ο βιβλίο, κεφ. 8) -, προσπάθησε νά συγκεντρώση ὅλες μαζί τίς ἀποστολικές παραδόσεις, καί τό κατώρθωσε ν μέρει, συλλέγοντας άπ' αὐτές περισσότερα ἀπό πέντε βιβλία, τά ὁποῖα ὁ Εὐσέβιος ἐμελέτησε, ἀλλά μέ τόν καιρόν ἐχάθηκαν.

— ὁ ἅγιος Ερηναος ( + 202 μ.Χ.) καί ὁ Κλήμης ὁ Άλεξανδρεύς (+ 215 μ.Χ.) λέγουν: «ἐκεῖνοι πού ἐξηγοῦν τήν Γραφή χωρίς τήν βοήθεια τῆς έκκλησιαστικής Παρα­δόσεως καταστρέφουν τό νόημα τῆς ἀληθείας» (Στρωματεῖς, κεφ. 7).

δού λοιπόν ζωντανές μαρτυρίες πού παρουσιάζουν τήν πίστι τῶν ἀποστολικῶν χρόνων καί τῆς ἀμέσῳς πομένης περιόδου μέχρι τοῦ 4ου αἰῶνος. ἡ πρᾶξις τῆς ρχαίας Ἐκκλησίας εἶναι ἐπίσης μιά σπουδαία μαρτυρία γιά τήν ἀξία τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καί γιά τήν τιμή πού άπελάμβανε ἀπό τότε μέχρι σήμερα. ὁ Ώριγένης (250 μ.Χ.) ἔλεγε: «Νά διαφυλάσσεται ή "Ἱερά Παράδοσις στήν Ἐκκλησία». ὁ ἅγιος Έπιφάνιος (+ 403 μ.Χ.) ἔγραφε: «Πρέπει νά διατηρηθῆ ή Παράδοσις, διότι δέν εἶναι δυνα­τόν νά εὑρίσκωνται ὅλα στήν ἅγια Γραφή. Ο ἅγιοι Ἀπόστολοι, μερικά διέδωσαν μέ τόν γραπτό λόγο, ἐνῶ τά ἄλλα μέ τόν προφορικό...». ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστο­μος (+ 407 μ.Χ.) ἔλεγε: «ἀπό ἐδῶ (Β' Θεσ/κεΐς 2, 15) φαίνεται ὅτι οἱ Ἀπόστολοι δέν παρέδωσαν τά πάντα σέ γραπτά κείμενα, ἀλλά πολλά τά παρέδωσαν μέ τόν προ­φορικό λόγο τά ὁποῖα εἶναι καί αὐτά ἀξιόπιστα. άν πάρχη Παράδοσις, τότε μή ζητᾶς τίποτε περισσότερο» (ὁμιλία 4η, κεφ. 2, πρός Θεσ/κεῖς). ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης (+ 394 μ.Χ.), ἔγραφε: «ἔχουμε τήν Παράδοσι πού ξεκινᾶ σ' ἐμᾶς ἀπό τούς Πατέρας σάν μιά κληρονο­μιά μέ Ἀποστολική  διαδοχή καί μεταδίδεται διά μέσου τῶν ἁγίων» (Κατά Εύνομίου, βιβλίο 4ο).

Μέγας Βασίλειος (+ 379) ἔχει στά γραπτά του παρόμοιες μαρτυρίες. δού πῶς κφράζεται: «Μεταξύ τῶν δογμάτων καί κηρυγμάτων πού διαφυλάσσονται στήν Ἐκκλησία, μερικά τά ἔχουμε ἀπό τήν γραπτή διδασκα­λία, ἐνῶ ἄλλα τά παρελάβαμε ἀπό τήν Παράδοσι τῶν Ἀποστόλων μέ μυστικἡ  διαδοχή προφορικά καί αὐτά ἔχουν τήν δια σχύ μέ τά γραπτά κείμενα» (Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος).

Πρέπει λοιπόν νά διατηρήσουμε μέ μεγάλη εὐλάβεια τήν Ἱερά Παράδοσι, διότι στήν ἁγία Γραφή δέν εὑρίσκονται ὅλα τά ἀπαραίτητα γιά τήν σωτηρία μας. ἡ Ἁγία Γραφή μας διδάσκει νά κάνουμε πολλά, ἀλλά δέν μς φανερώνει τό πῶς. Παραδείγματος χάριν, μς ζητ νά βαπτισθοῦμε, ἀλλά δέν μς λέγει καί τόν τρόπο. Νά ξομολογηθομε, νά κοινωνεῖσουμε, νά στεφανωθοῦμε, ἀλλά ὄχι καί τό συγκεκριμένο τυπικό τῆς πιτελέσεως αὐτῶν τῶν μυστηρίων. πίσης μᾶς λέγει νά προσευχώμεθα, λλ' ὄχι πῶς, ποϋ καί πότε" νά κάνουμε μπροστά στό στήθος μας τό σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ κατά τό ψαλμικό σημειώθη φ᾿ ἡμᾶς τό φς τοῦ προσώπου σου, Κύριε» (Ψαλμ. 4, 6), ἀλλά δέν μᾶς δείχνει τό πῶς. λλά καί ποιός μᾶς διδάσκει γραπτῶς νά προσκυνοῦμε κατά ἀνατολάς; Ποιά Γραφή μᾶς λέγει μέ τόν γραπτό λόγο τίς πικλήσεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόν καθαγιασμό τῶν ΠανἈχράντων Μυστηρίων; Ποιά διδασκαλία ἀπό τήν ἁγία Γραφή μᾶς διδάσκει νά εὐλογομε τό νερό τοῦ βαπτί­σματος καί τό ἅγιο Μύρο τοῦ εροῦ Χρίσματος; Ποιά Γραφή μᾶς διδάσκει γιά τήν τριττή κατάδυσι τοῦ βαπτιζομένου καί τίς ποτάξεις (παρνήσεις) τοῦ σατανᾶ πρό τοῦ βαπτίσματος; Ή δοξολογικἡ προσευχή πρός τήν ἁγία Τριάδα, τό «Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί  τῶ Ἁγίω Πνεύματι», ἀπό ποιά Γραφή μᾶς προῆλθε; Κάνοντας αὐτές τίς ἐρωτήσεις στούς βριστάς τῆς Παραδόσεως ὁ Μέγας Βα­σίλειος ἔλεγε: «ἐάν θελήσουμε νά γκαταλείψουμε τίς ἄγραφες παραδόσεις λόγω συνήθειας, μέ τήν πρόφασι ὅτι δέν ἔχουν μεγάλη ἀξία, σφάλλουμε σ' αὐτά τά μεγάλα καί ψηλά πορρίπτοντες τό Εὐαγγέλιο». ἤ τάξις, λοιπόν, τήν ὁποία κρατ ἡ Ἐκκλησία στά ἄγραφα εἶναι ὅτι, ἐάν κάτι ἔχη ἀποστολική προέλευσι καί χρησιμοποιεῖται ἀπό τούς Πατέρας, λαμβάνει τήν ἰσχύ παραδόσεως καί ἔχει στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τήν δύναμι νόμου (Πηδάλιον Μονς Νεάμτς, 1844, Κανών 87, 91). Ἑπομένως, πρέπει νά τήν διαφυλάξουμε, διότι ή σπουδαιότης καί ἡ ὠφέλεια αὐτῆς προέρχεται ἀπό τήν σχέσι πού ὑπάρχει νάμεσα σ' αὐτήν καί τήν Ἁγία Γραφή, διότι εἶναι ἀλήθεια ὅτι παρέμειναν καί οδύο σέ μιά ἀμοιβαία ἑνότητα καί στενή σχέσι, πού βασίζεται στό γεγονός ὅτι καί οί δύο περιέχουν τήν ἁγία τοῦ Θεοῦ ἀποκάλυψι καί εἶναι γιά ἐμᾶς οί πηγές αὐτῆς τῆς ἀποκαλύψεως. Λοιπόν δέν εἶναι δυ­νατόν νά άντιλέγωμεν γι' αὐτές ἤ νά ἐξαιροῦμε τήν μιά ἀπό τήν ἄλλη. Ἁγία Γραφή μόνο στήν Ἱερά Παράδοσι ἔχει τήν μοναδική μαρτυρία γιά τόν κανόνα τῶν βιβλίων αὐτῆς καί τόν δογματικό χαρακτῆρα της (τήν θεοπνευστία της), ἐνῶ ἡ Ἱερά Παράδοσις μόνο μέ τήν ἁγία Γρα­φή μπορεῖ νά ἀποδείξη τήν αθεντικότητα τῆς ἀληθείας της.

Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης

 Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου