Ο ιερέας Αλέξανδρος Γελτσανίνοβ |
Ο Αλέξανδρος του Βίκτωρ Γελτσανίνοβ υπήρξε ιερέας της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, εκκλησιαστικός ιστορικός και συγγραφέας, γιος αξιωματικού του Ρωσικού Αυτοκρατορικού Στρατού, με οικογένεια και επιτυχημένη καθηγητική καριέρα. Χειροτονήθηκε ιερέας σε ηλικία 45 ετών, μετά τη μετανάστευσή του στη Γαλλία το 1921. Πρόκειται για ένα εξέχον μέλος της σκεπτόμενης ελίτ της ρωσικής κοινωνίας των αρχών του 20ού αιώνα, για τον οποίο ο πρωτοπρεσβύτερος Σέργιος Μπουλγκάκοφ έγραφε: «Ήταν ένα εκπληκτικό και εξαιρετικό φαινόμενο» και ο θεολόγος και φιλόσοφος Βλαδίμηρος Ιλιίν διέκρινε το χάρισμά του ως «ποιμένα και εξομολογητή», ο οποίος υπογράμμιζε με λεπτότητα τις βαθιές σχέσεις αιτίου-αποτελέσματος των όσων συνέβαιναν στον άνθρωπο και την κοινωνία.
Ο πατέρας Αλέξανδρος, καθώς προσπαθούσε να αποφύγει τις τυπικότητες και την υποκρισία στη διακονία του, ήξερε από εμπειρία την ανάγκη για ειλικρινή, εξαγνιστική και απελευθερωτική συναίσθηση της μετάνοιας, επειδή μόνο όποιος έχει γνωρίσει τον εαυτό του είναι σταθερός και ελεύθερος, ειλικρινής και με ζωντανή ψυχή, είναι ικανός να νιώθει τους άλλους ανθρώπους και να ανταποκρίνεται με ευαισθησία σε ό,τι συμβαίνει ανά πάσα στιγμή.
Ο πατήρ Αλέξανδρος ασχολήθηκε με αυτό το θέμα στις προσωπικές του σημειώσεις και σε ένα ειδικό άρθρο με τίτλο «Συνομιλία πριν από την εξομολόγηση», το οποίο χαρακτηρίστηκε από τον Νικήτα Στρούβε ως βαθυστόχαστες, ασκητικές σημειώσεις, για αυτό και αργότερα αυτές συγκεντρώθηκαν και μετά από επιμέλεια δημοσιεύτηκαν. Σε αυτές διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι η προσεκτική παρατήρηση της πνευματικής ζωής ως πράξης μας επιτρέπει να μελετήσουμε προσεκτικά πολλές αποχρώσεις των κινήσεων της ψυχής. Και αυτό ταυτίζεται με την άποψη των αγίων πατέρων, σύμφωνα με την οποία είναι σημαντικό να βλέπει κανείς πραγματικά την κατάσταση της ψυχής του. Ο Όσιος Ισαάκ ο Σύρος τοποθετεί αυτή την ικανότητα πιο πάνω ακόμη και από το να ανασταίνει κανείς νεκρούς και να συναντάει αγγέλους: «Αυτός που συναισθάνεται τις αμαρτίες του είναι ανώτερος από κείνον που ανασταίνει νεκρούς με την προσευχή του μέσα στον κόσμο. Αυτός που αξιώθηκε να δει την πραγματική πνευματική του κατάσταση, είναι ανώτερος από κείνον που αξιώθηκε να δει τους Αγγέλους».
Παραθέτουμε στη συνέχεια ορισμένα αποφθέγματα του πατρός Αλεξάνδρου Γελτσανίνοβ για τη μετάνοια:
***
Κάθε τι αμαρτωλό μέσα μας είναι τόσο ζωντανό, τόσο κυρίαρχο, που η συνήθης υποτονική μας μετάνοια δεν είναι καθόλου αντίστοιχη με τη θύελλα της αμαρτίας που μας κατέχει.
***
Είναι σχεδόν καθολική η αδιαφορία στην εξομολόγηση, ιδίως μεταξύ των ανδρών. Ευχαριστώ τον Θεό που σχεδόν πάντα μου επιτρέπει να βιώνω την εξομολόγηση ως καταστροφή.
***
Αναισθησία, λιθίαση, νέκρωση της ψυχής προέρχονται από παραμελημένες και ανεξομολόγητες αμαρτίες. Η εξομολόγηση που αναβάλλεται προκαλεί αναισθησία.
***
Ένας άνθρωπος που εξομολογείται συχνά, που δεν έχει αποθέματα αμαρτιών στην ψυχή του, δεν μπορεί παρά να είναι υγιής. Η εξομολόγηση είναι μια χαριτωμένη αποφόρτιση της ψυχής. Με αυτή την έννοια η εξομολόγηση έχει τεράστια σημασία, όπως γενικά και όλη η ζωή με τη χαριτωμένη βοήθεια της Εκκλησίας.
***
Είναι πολύ συνηθισμένο φαινόμενο ο εξομολογούμενος και ο εξομολόγος μαζί του να μπερδεύουν ένα καθαρά ψυχιατρικό θέμα με το θρησκευτικό βίωμα, ή ο ιερέας να μην είναι σε θέση να εντοπίζει το υστερικό υπόβαθρο πολλών φαινομένων με αποτέλεσμα να επιδεινώνεται η κατάσταση. Συχνά ισχύει και το αντίθετο: μια σοβαρή πνευματική κατάσταση της ψυχής, επιβαρυμένη από την αμαρτία, συγκεχυμένη και συσκοτισμένη από άλυτες συγκρούσεις να εκλαμβάνεται ως ψυχική ασθένεια. Γνωρίζουμε περιπτώσεις όπου μια και μόνο εξομολόγηση θεράπευσε πλήρως μακροχρόνιες και σοβαρές, δήθεν ψυχικές, ασθένειες, μπροστά στις οποίες όλα τα ιατρικά μέσα είχαν αποδειχθεί αναποτελεσματικά.
***
Στην πρακτική της ποιμαντορίας μας, έχει αναπτυχθεί ελάχιστα το πλαίσιο για το πώς οι πνευματικοί να καθοδηγούν ψυχασθενείς, υστερικούς και ανθρώπους με διαταραχές. Με βάση την εμπειρία μου, η προσευχητική ένταση και η νηστεία συχνά αυξάνουν ακόμη περισσότερο το εσωτερικό τους χάος και όχι μόνο δεν βελτιώνουν την κατάστασή τους, αλλά προκαλούν κιόλας εμφανή βλάβη. Εδώ χρειαζόμαστε ιδιαίτερες μεθόδους, ίσως, μερικές φορές ευθέως αντίθετες από εκείνες που εφαρμόζονται σε περιπτώσεις φυσιολογικών ανθρώπων.
***
Ομολογία γιατρού: «Σύστησα σε μια ασθενή μου να εξομολογηθεί, και οι μυστηριώδεις κρίσεις, για τις οποίες αποδείχθηκε ανίσχυρη η θεραπεία τριών μηνών σε νοσοκομείο υδροθεραπείας, εξαφανίστηκαν μετά από εξομολόγηση μιας ώρας».
***
Οι ψυχικές αρρώστιες προέρχονται από την καταπίεση συναισθημάτων. Η εξομολόγηση, από ιατρική άποψη, είναι αποφόρτιση συναισθημάτων.
***
Η υστερία είναι η αποσύνθεση της προσωπικότητας. Απελευθερώνει τεράστιες ποσότητες ενέργειας, επιβλαβείς με την καταστροφική δύναμή της, όπως στην περίπτωση της διάσπασης του ατόμου.
***
Πώς μπορούμε να διακρίνουμε την αληθινή μετάνοια από την τυπική μετάνοια που συχνά εξαπατά τον ίδιο τον μετανοούντα; Αν συμφωνήσουμε μαζί του σε όσα λέει, στην περίπτωση που η μετάνοια δεν προέρχεται από τα βάθη της καρδιάς του, αυτή τότε αμέσως μετασχηματίζεται σε αυτοδικαίωση και αγανάκτηση, καμιά φορά ο εξομολογούμενος νιώθει προσβεβλημένος κιόλας.
***
Υπάρχει θρησκευτικότητα που περιπλέκεται στενά με συναισθήματα αισθητικά, συγκινητικά και συναισθήματα πάθους που συνυπάρχουν εύκολα με εγωισμό, κενοδοξία και αισθησιασμό. Οι άνθρωποι αυτού του τύπου επιζητούν τον έπαινο και την καλή γνώμη του πνευματικού τους. Η εξομολόγησή τους είναι πολύ δύσκολη, γιατί προσέρχονται σε αυτήν για να παραπονεθούν για τους άλλους, για να κλάψουν, και καθώς αισθάνονται ικανοποιημένοι με τον εαυτό τους, κατηγορούν εύκολα τους άλλους. Η κακή ποιότητα της θρησκευτικής τους έξαρσης αποδεικνύεται περίτρανα από την εύκολη διολίσθηση στον εκνευρισμό και στην κακία. Οι άνθρωποι αυτού του τύπου απέχουν από τη δυνατότητα πραγματικής μετάνοιας πολύ περισσότερο από τους πολύ βεβαρημένους αμαρτωλούς.
***
Συχνά παρατηρώ ότι οι εξομολογούμενοι επιθυμούν να περάσουν από την εξομολόγηση ανώδυνα: είτε χρησιμοποιούν γενικές φράσεις είτε μιλούν για μικροπράγματα, παραλείποντας αυτό που πραγματικά θα έπρεπε να βαραίνει τη συνείδησή τους. Υπάρχει και ψεύτικη ντροπή μπροστά στον πνευματικό και είναι διάχυτος γενικά ένας μικρόψυχος φόβος να αρχίσουν σοβαρά να σκάβουν και να ψάχνουν τη ζωή τους, που είναι γεμάτη με μικρές και συνήθεις αδυναμίες. Η αληθινή εξομολόγηση είναι ένα καλό σοκ της ψυχής, κάτι που φοβίζει γιατί προϋποθέτει αποφασιστικότητα και την ανάγκη για αλλαγή, έστω να σκεφτεί κανείς τον εαυτό του. Εδώ ο ιερέας πρέπει να εκδηλώσει αποφασιστικότητα, να μη φοβάται μην και καταστρέψει αυτή την ηρεμία, και να προσπαθήσει να προκαλέσει πραγματική μετάνοια.
***
Η εξομολόγηση δεν είναι συζήτηση για τα ελαττώματα και τις αμφιβολίες μας, δεν είναι ενημέρωση του πνευματικού για τον εαυτό μας, και κυρίως δεν είναι «ευσεβές έθιμο». Η εξομολόγηση είναι ένθερμη μετάνοια της καρδιάς, δίψα για κάθαρση, που πηγάζει από την αίσθηση της αγιότητας, από το να πεθαίνουμε για την αμαρτία και να ζωντανεύουμε για την αγιότητα. Η μετάνοια είναι ήδη ένας βαθμός αγιότητας, ενώ η αναισθησία, η απιστία θέτουν τον άνθρωπο εκτός ιερού, εκτός Θεού.
***
Το φυσιολογικό σχέδιο για την ψυχή μας.
1) Η μυστηριώδης, εσωτερική, άγνωστη σε μας ζωή του πνεύματος είναι η πραγματική εγγύηση της σωτηρίας μας, αυτή που προέρχεται από το άγιο Βάπτισμα, από τα Μυστήρια, από την πνοή του Αγίου Πνεύματος εντός μας.
2) Ένα σύννεφο από ψευδοαρετές, παραμορφωμένες, καταφαγωμένες από την κενοδοξία, σαν από οξύ: δήθεν τα δικά μας καλά έργα, δήθεν η δική μας προσευχή, η ειλικρίνεια, η ευθύτητα· αυτό το σύννεφο κρύβει από μας την πραγματική ελεεινή εικόνα της ψυχής μας και εμποδίζει την μετάνοιά μας.
3) Τα σύννεφα των πραγματικών αμαρτιών που δεν θυμόμαστε, που εύκολα συγχωρούμε στον εαυτό μας είναι η συνεχής κατάκριση, η ειρωνεία, η περιφρόνηση, η ψυχρότητα, η κακία.
4) Τέλος, κάτω από όλα αυτά υπάρχουν βαθιά, παλιά στρώματα, που συγχωνεύονται με τα οικογενειακά και αυτά που είναι κοινά για όλους τους ανθρώπους: βασικές, βαθιές αμαρτίες, από τις οποίες, σαν βρωμεροί ατμοί, αναδύονται βλάσφημες σκέψεις, κίνητρα, κάθε είδους ακαθαρσίες, τερατώδεις διαστροφές ....
***
Η ανηλεότητά μας, η αμείλικτη και αδίστακτη συμπεριφορά μας απέναντι στους ανθρώπους είναι ένα αδιαπέραστο πέπλο ανάμεσα σε εμάς και τον Θεό. Είναι σαν να σκεπάζουμε ένα φυτό με μαύρη κουκούλα και ύστερα να παραπονιόμαστε ότι πεθαίνει που δε βλέπει το φως του ήλιου.
***
Η προετοιμασία για την εξομολόγηση δεν συνίσταται στο να θυμάται και να καταγράφει κανείς τις αμαρτίες του όσο το δυνατόν πληρέστερα, αλλά στο να φτάσει σε εκείνη την κατάσταση συγκέντρωσης, σοβαρότητας και προσευχής, στην οποία οι αμαρτίες θα γίνουν ορατές, όπως στο άπλετο φως. Να το πούμε αλλιώς: δεν πρέπει κανείς να φέρνει στον εξομολόγο κατάλογο αμαρτιών, αλλά τη συναίσθηση της μετάνοιας, τη συντετριμμένη καρδιά και όχι μια εξαντλητική διατριβή.
***
Σημαντικό δεν είναι να ονομάζουμε την αμαρτία, ούτε να την περιγράφουμε με ψυχολογική ακρίβεια, ούτε να συλλογιζόμαστε, ακόμα και αν είναι σωστοί οι συλλογισμοί μας, αναφορικά με τις αιτίες και τις συνέπειες των αμαρτιών. Αντιθέτως, το σημαντικό είναι να συναισθανόμαστε την ίδια την ύλη της αμαρτίας, τα ίδια τα συστατικά της, τον πόνο και τη θλίψη για αυτήν, τη δίψα για απελευθέρωση από αυτήν.
***
Η λύση, η άφεση αμαρτιών δίδεται από τον Θεό στο μέτρο της μετάνοιας και της πίστης μας.
***
Η ένδειξη ότι η μετάνοια έχει συντελεστεί είναι να αισθάνεται κανείς ανακούφιση, αναγέννηση, ανείπωτη χαρά, τότε που η αμαρτία φαίνεται το ίδιο δύσκολη και ακατόρθωτη, όπως μακρινή φάνταζε, μόλις πριν λίγο, ετούτη η χαρά.
***
Αν δε νιώθουμε αυτό το αίσθημα της ανακούφισης, της αναγέννησης, πρέπει να βρούμε δυνάμεις να επιστρέψουμε ξανά στην εξομολόγηση, να ελευθερώσουμε τελείως την ψυχή μας από την ακαθαρσία, να την ξεπλύνουμε με δάκρυα από τη μαυρίλα και τη βρωμιά. Όποιος το επιθυμεί διακαώς, πάντα πετυχαίνει αυτό που επιδιώκει.
***
Όσον αφορά στην εξομολόγηση, μην την αναβάλλεις. Η αδύναμη πίστη και οι αμφιβολίες δεν αποτελούν εμπόδιο. Οπωσδήποτε να εξομολογείσαι, και να μετανοείς για την αδύναμη πίστη και τις αμφιβολίες ως αδυναμίες και αμαρτίες σου. Έτσι είναι κιόλας: μόνο οι δυνατοί στο πνεύμα και οι δίκαιοι έχουν βαθιά πίστη. Πού να βρούμε την πίστη τους εμείς, οι ακάθαρτοι και ολιγόπιστοι; Αν την είχαμε, θα ήμασταν άγιοι και θείοι και δεν θα χρειαζόμασταν τη βοήθεια που μας προσφέρει η Εκκλησία. Εσύ μην αποφεύγεις αυτή τη βοήθεια.