Τρίτη 8 Αυγούστου 2023

Τὸ Ἅγιον Ὄρος εἰς τὸν ἱστὸν τῆς ἐκκοσμικεύσεως, τῆς παγκοσμιοποιήσεως καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ

Τοῦ π. Εὐψυχίου Ἁγιορείτου Κελλιώτου

 1ον

Ἐν Ἁγίῳ Ὄρει τῇ 5 Ἰουνίου 2023 π. ἡμ. Κυριακὴ τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων

Πρὸς:

Τὴν Ἱερά Κοινότητα, τούς Καθηγουμένους καὶ τούς Ἀντιπροσώπους τῶν Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους- Ἄθω.

«Σῶσόν με Κύριε ὅτι ἐκλέλοιπεν ὅσιος ὅτι ὠλιγώθησαν αἱ ἀλήθειαι ἀπό τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων».1

Σεβαστοὶ Πατέρες,

Τίς τελευταῖες δεκαετίες, παρατηροῦμε ὅτι στό Ἅγιον Ὄρος, τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, συμβαίνουν πολλὰ πράγματα λίαν ἀνησυχητικά, τὰ ὁποῖα κάποιος θὰ χαρακτήριζε καὶ ὡς κοσμογονικὲς ἀλλαγές.

Ἐπειδή ὅλα αὐτὰ εἶναι πολύ κρίσιμα καὶ μᾶς ἀφοροῦν ὅλους μας, ἀναγκάζομαι νὰ καταθέσω δημοσίως αὐτὲς τὶς σκέψεις μου σὰν Ἁγιορείτης Μοναχός.

Σὰν Ἁγιορείτης, λοιπὸν, καὶ ἡ ἐμὴ ἐλαχιστότης, ὅπου ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου καὶ τῆς Κυρίας Θεοτόκου, μὲ ἔφερε καὶ μὲ ἀξίωσε νὰ ζῶ στὸν Ἱερὸ ἡμῶν τόπο, σ᾿ αὐτὸν τὸν ἐπίγειο παράδεισο, τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας μας, ἐδῶ καὶ πενῆντα -50- περίπου ἔτη καὶ πρῶτα ὡς Κοινοβιάτης και ὡς Κελλιώτης μετά, δόξα Σοι ὁ Θεὸς, καὶ συνεχίσω ἀγωνιζόμενος καὶ γιὰ τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς μου, «ἐν εἰρήνῃ μετανοίᾳ καὶ ὁμολογίᾳ ἐκτελέσαι».

Ἐπειδὴ ὅπως γίνεται φανερὸν τό Ἅγιον Ὄρος (Α.Ο.) γιὰ ἐμένα δὲν εἶναι μόνο ἕνας τόπος κατοικίας, ὅπου ἁπλά ζῶ, ἀλλὰ εἶναι ἡ ἴδια ἡ πνευματική πατρίδα μου, καὶ ἡ «γέφυρα ἡ ἐκ γῆς πρὸς οὐρανὸν μετάγουσα», εἶχα, λοιπὸν τὴν εὐλογία, νὰ προλάβω καὶ νὰ γνωρίσω τὸ παλαιὸ Α.Ο. καὶ τοὺς παλαιοὺς Ἁγιορεῖτες Πατέρες καὶ Γέροντες. Ἔχοντας, λοιπὸν αὐτὸ τὸ παλαιό Α.Ο. ὡς ἕνα μέτρο συγκρίσεως καὶ ἀξιολογήσεως, σχετικά μὲ τὸ σύγχρονο Α.Ο. καὶ ζώντας μισό αἰῶνα ἐδῶ, ὡς ἐκ τούτου, νομίζω ὅτι ἔχω καὶ κάποιο λόγο, καὶ ὑποχρέωσι συνάμα νὰ ἐκθέσω δημοσίως μερικὰ Ἁγιορείτικα θέματα, ἀπό μία ἄλλη καὶ ἀθέατη – ἴσως γιὰ ἐσᾶς πλευρά- τὴν ὁποίαν ὅμως δὲν λαμβάνετε καθόλου ὑπ᾿ ὄψιν σας.

Ὅλα αὐτὰ τὰ θέματα, τὰ ὁποῖα θὰ σᾶς ἐκθέσω, ἴσως, ἐσᾶς νὰ μή ἀπασχολοῦν, ἀλλά ἀπασχολοῦν ὅλους ἐμᾶς τούς λοιποὺς Ἁγιορεῖτες, καὶ μάλιστα πολὺ, καὶ μᾶς πληγώνουν καὶ πολύ βαθειὰ. Ὑπάρχουν, λοιπὸν, πολλοί Ἁγιορεῖτες Πατέρες, τοὺς ὁποίους νομίζω ὅτι καὶ ἐκφράζω, καὶ ἰδιαιτέρως τοὺς Κελλιῶτες, ἐμεῖς, οἱ ὁποῖοι ζοῦ­με ἔξω τῶν τειχῶν καὶ ἔξω τῶν πολλαπλῶν ἀνέσεων τῶν Μονῶν.

Εἶναι ἑπόμενο, λοιπὸν, καὶ τὸ γνωρίζω ὅτι «τολμώντας τὰ ἀτόλμητα» δὲν θὰ σᾶς εἶναι αὐτὸ ἀρεστό, διότι ἡ φωνὴ τῆς ἀληθείας ἀπὸ τὴν φύσι της, ὅταν ἀκούγεται, ἐνοχλεῖ καὶ πονάει, ἀλλά καὶ συγχρόνως, ὅποιος μετανοεῖ καὶ τὴν ἀποδέχεται, τὸν ἀναγεννάει. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ποὺ εἶναι ἡ Αὐτοαλήθεια, ἦλθε στὸν κόσμο, γιὰ νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν Ἀλήθεια, λέγοντας: «ἐγὼ εἰς τοῦ­το γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ»2.

Καὶ ἡ δική μας, λοιπὸν, συνείδησις, ὡς Ἁγιορεῖτες Μοναχοὶ, δὲν μᾶς ἐπιτρέπει ἄλλο νὰ σιωποῦμε, νὰ ὑποκρινόμαστε καὶ νὰ δικαιολογοῦμε τὰ ἀδικαιολόγητα, γιὰ νὰ μὴ δῆθεν “κατακρίνουμε”, ἀλλὰ ἀντίθετα μᾶς προτρέπει δημόσια νὰ σᾶς ἐκθέσουμε τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων, ἡ ὁποία δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ κρύβεται, καὶ θά πρέπει νὰ ποῦμε τὰ πράγματα μέ τό ὄνομά τους. Διότι προβλήματα ποὺ κουκουλώνονται καὶ δὲν λύνονται, διαιωνίζονται καί συσσωρεύονται.

Γι’ αὐτὸ, παρακαλῶ, δεχθεῖτε αὐτὸ τὸ τόλμημα ἄν θέλετε καὶ σὰν μία δημόσια ἐξομολόγησι, «ἐξομολογεῖσθε ἀλλήλοις τὰ παραπτώματα, καὶ εὔχεσθε ὑπὲρ ἀλλήλων, ὅπως ἰαθῆτε»3. Καὶ ἄν κάπου κάνω λάθος, σὰν ἄνθρωπος, παρακαλῶ νὰ τὸ ὑποδείξετε.

Εἰλικρινὰ σᾶς λέγω, μάρτυς ὁ Θεὸς, ὅτι δέν τὸ κάνω μὲ καμία διάθεσι νὰ ἐλέγξω ἤ νὰ προσβάλλω κανένα ἀπό σᾶς προσωπικὰ (ἐξάλλου καὶ ποιὸς εἶμαι ἐγώ;), καθότι ὅλοι μας, ὡς ἄνθρωποι, εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ καὶ πεπτωκότες, καὶ θὰ κριθοῦμε καὶ θὰ λογοδοτήσουμε στὸν Ἀδέκαστο Κριτή μας. Ξεκαθαρίζω, λοιπὸν, ἐξ ἀρχῆς, ὅτι δὲν ἑστιάζω στὰ πρόσωπά σας, ἀλλὰ στὶς πράξεις σας καὶ στὶς ἀποφάσεις σας, τὶς ὁποῖες λαμβάνετε ὅσον ἀφορᾷ τὰ κοινά θέματα, γιὰ τὰ ὁποῖα εἶστε καὶ ὑπεύθυνοι μήπως θὰ ἔπρεπε, κανονικὰ νὰ λογοδοτεῖτε στὴν Παναγιορείτικη Ἀδελφότητα (Μοναστηριακούς, Σκητιῶτες, Κελλιῶτες καὶ Ἐρημίτες);

Διότι σὲ λίγα χρόνια δὲν θὰ ὑπάρχουμε ἐπί τῆς γῆς, καθότι εἴμαστε προσωρινοὶ ὁδοιπόροι, ἀλλὰ ὅμως μέ τίς πράξεις μας, γράφουμε ἱστορία καὶ ἀναλόγως ἤ θά κατακριθοῦμε ἤ θὰ δικαιωθοῦμε. Ἐπειδὴ, λοιπὸν, ἐσεῖς κατέχετε τὴν ἐξουσία (καὶ ὄχι τὴν διακονία, ὅπως ἀρέσκεσθε νὰ λέτε), τὴν Διοίκησι τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Τόπου, προσ­παθοῦμε νὰ κάνουμε μιὰ ὑστάτη ἔκκλησι στὴν καλή σας διάθεσι, βούλησι καὶ θέλησι, μὲ τὴν ἐλπίδα, μήπως ἀλλάξετε τὴν πορεία τῶν πραγμάτων καὶ προλάβουμε νά περισώσουμε, ὡς Ἁγιορεῖτες, ὅ,τι ἔχει ἀπομείνει πιὰ, γιὰ τὸ καλό αὐτοῦ τοῦ τόπου καὶ τοῦ μέλλοντός του.

Τὰ θέματα, τὰ ὁποῖα θὰ ἐκτεθοῦν, ἐπειδὴ εἶναι πολλὰ, πολὺ σοβαρά, καὶ κοσμογονικὰ, γι᾿αὐτὸ θὰ παρατεθοῦν ἐπιγραμματικὰ καὶ σύντομα, κατ’ εὐθεῖαν στὴν οὐσία τους.

1) Ἡ ἐκκοσμίκευσις

Πρῶτα μᾶς σκανδαλίζει ἡ ἐκκοσμίκευσις, ἡ ὁποία ἔχει συντελεσθεῖ στὸ Α.Ο. κατὰ τίς τελευταῖες δεκαετίες (ἀπὸ τὸ 1968 μὲ τὴν εἰσαγωγή στὸ Α.Ο. τῶν νέων ἐκ τοῦ κόσμου Ἀδελφοτήτων, γιὰ τὶς ὁποῖες θὰ ἀναφερθοῦμε πιό κάτω), καὶ εἶναι τεραστίων διαστάσεων.

Ἐννοοῦμε ὡς ἐκκοσμίκευσι τὴν κοσμικὴ νοοτροπία, ἡ ὁποία εἰσήχθη στὸ Α.Ο., μὲ τὴν ἁγιογραφικὴ ἔννοια «μὴ ἀγαπᾶτε τὸν κόσμον μηδὲ τὰ ἐν τῷ κόσμῳ, ἐάν τις ἀγαπᾶ τὸν κόσμον, οὐκ ἔστιν ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρὸς ἐν αὐτῷ· ὅτι πᾶν τὸ ἐν τῷ κόσμῳ, ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου».4

Τὸ παλαιὸ Α.Ο., ἀγαπητοὶ Πατέρες, τὸ ὁποῖο ἐμεῖς προλάβαμε, δὲν θύμιζε τίποτε τὸ κοσμικό. Ὅταν ἦλθα στὸ Α.Ο. τὸ 1974, νόμιζα ὅτι ζοῦσα μέσα σὲ ἕνα ὄνειρο, λές καὶ ὁ χρόνος εἶχε σταματήσει αἰῶνες πίσω, σὲ ἕνα τελείως διαφορετικὸ, καὶ ἀπόκοσμο μέρος. Οἱ παλαιοί Ἁγιορεῖτες ἀρνοῦνταν πεισματικὰ κάθε τι τὸ κοσμικὸ, τὶς κοσμικὲς ἀνέσεις, καὶ κάθε τι ποὺ θύμιζε κόσμο, καὶ γενικὰ τό κοσμικὸ φρόνημα, ὅπως τὸ ἔλεγαν, μὲ σκοπὸ νὰ κρατήσουν καί νὰ διασώσουν τὸν ἀσκητικό καὶ μοναχικὸ χαρακτήρα τοῦ Α.Ο.

Κοσμικὸ φρόνημα δὲν εἶναι, βέβαια, τὸ μῖσος πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, τὴν ὀμορφιὰ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ἡ ἀλαζονεία τῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων, οἱ ἐπιθυμίες τῆς σαρκός καὶ τῶν ὀφθαλμῶν, οἱ κοσμικὲς ἀνέσεις καὶ ἡ ματαιότητα, «ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης». Ὅλα αὐτὰ εἶναι καὶ ἀποτελοῦν, αὐτὸ ποὺ λέμε κοσμικὸ φρόνημα ἤ ἐκκοσμίκευσι, ἡ ὁποία τελικὰ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο μακρυὰ ἀπὸ τὸν Θεόν.

Αὐτὸ συνέβη κατὰ τὶς τελευταῖες δεκαετίες στὸ Α.Ο., καὶ ὀφείλεται στὶς στενὲς σχέσεις ποὺ ἔχει ἀναπτύξει τὸ Α.Ο. μὲ τὸν κόσμο καὶ τὰ τοῦ κόσμου. Διότι εἰσήγαγαν σιγὰ -σιγὰ, μαζί μὲ τὸν κόσμο καὶ τὸ κοσμικό φρόνημα, δηλαδή τὶς κοσμικὲς ἀνέσεις, τὸ χρῆμα, τὴν πολυτέλεια, τὰ πανάκριβα αὐτοκίνητα, ἐξοβελίσθηκε ὁ σωματικὸς κόπος, ἡ ἄσκησις κ.λπ. Ἔτσι τὰ μοναστήρια ἀπὸ τόπος προσευχῆς καὶ ἀσκήσεως μετατράπηκαν σὲ κερδοφόρες ἐπιχειρήσεις, μὲ μιὰ ἀτελείωτη ἀνοικοδόμησι, ἀσταμάτητες βιοτικὲς μέριμνες, κοσμικὸ ἄγχος, γιὰ νὰ μετατραποῦν στὸ τέλος σὲ τουριστικὰ θέρετρα. Σιγὰ-σιγὰ δημιουργήθηκε μιὰ κατάστασι ποὺ δὲν διαφέρει καὶ πολὺ ἀπό τὰ πράγματα τοῦ κόσμου. Ἄς μὴ ξεχνᾶμε καὶ τὸ “περίφημο” σκάνδαλο Βατοπαιδίου, τὸ ὁποῖο γιὰ τρία χρόνια κατασκανδάλιζε τὸν λαὸ, δηλαδή ἐμπλεκόμενα οἰκονομικὰ συμφέροντα μὲ πολιτικούς, ἀνταλλαγὲς ἀκινήτων κ.λπ., καὶ ἡ πρόσφατη κερδοφόρα ἐπιχείρησι ἐμπορίας νεροῦ, (μὲ τὴν ὀνομασία «Ἄβατον»), τῆς σημερινῆς Σιμωνόπετρας, καὶ ἀκολουθοῦν καὶ ἄλλα.

Ἐδῶ, διευκρινίζουμε ὅτι ἄλλο ἡ καλή διαχείρησις τῆς μοναστηριακῆς περιουσίας γιὰ τὴν ἐπιβίωσι τῶν μοναχῶν καὶ ἄλλο ἡ ἐμπορικὴ ἐπιχείρησις μὲ στόχο τὸ ἐμπορικὸ κέρδος, τὴν φιλοχρηματία καὶ τὸν πλοῦτο. Ποτὲ τὰ μοναστήρια στὴν ἱστορία τους δὲν πουλοῦσαν π.χ. καλλυντικὰ καὶ γυναικεῖες κρέμες, γιὰ νὰ ζήσουν, ἀλλὰ ἀντίθετα, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸ ὑστέρημά τους, ἔκαναν ἐλεημοσύνες στὸν πτωχὸ λαό, καὶ κοινωφελῆ ἔργα, ὅπως σχολεῖα, γεφύρια, σπούδαζαν φτωχά παιδιὰ κ.ἄ. Τὰ Μοναστήρια ἦταν τὸ καταφύγιο κάθε πονεμένου καὶ πτωχοῦ καὶ ψυχοσωματικὰ θεραπευτήρια, καὶ ὄχι κοσμικὰ ἐργαστήρια καὶ χρηματιστήρια.

Τὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα, ὅλης αὐτῆς τῆς καταστάσεως εἶναι ἡ σημερινὴ θρησκευτικὴ τουριστικοποίησι τοῦ Α.Ο., καὶ τὸ κοσμικὸ φρόνημα πού ἐπικρατεῖ, σχεδὸν παντοῦ, καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ξεχωρίσει σήμερα, ἄν ζεῖ στὸ Α.Ο. μὲ ὅλη αὐτὴ τὴν ἀέναη κίνησι ἀνθρώπων καὶ ἐμπορευμάτων ἤ στὸν κόσμο, καὶ ἄν τελικὰ ζεῖ κανεὶς πιὸ ἄνετα καὶ πιὸ πλούσια στὸ Α.Ο. ἤ στόν κόσμο!

Ἡ πτῶσις αὐτὴ στὴν ἐκκοσμίκευσι, ξεκίνησε μὲ τὸ ἄφθονο χρῆμα τῶν Εὐρωπαϊκῶν κονδυλίων, τὸ ὁποῖο ἄρχισε νὰ εἰσρέει ἀπὸ τό 1990 καί μετὰ. Ἔλεγαν οἱ παλαιοὶ Γεροντάδες, ὅτι ὁ πάπας Ρώμης, ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ χρόνια, ἔλεγε “γιὰ νὰ ὑποτάξουμε τὸ Α.Ο. δῶστε χρῆμα”!

Μέ τὴν ἳδρυσι τοῦ Κε.Δ.Α.Κ., δὲν συντηρήθηκαν ἤ ἀνακαινίσθηκαν ἁπλὰ καὶ μόνο τὰ πεπαλαιωμένα Μοναστήρια, (ὅπως, βεβαίως ἦταν ἀναγκαῖο νὰ γίνει), ἀλλὰ ταυτόχρονα εἰσῆλθε καὶ τὸ κυνήγι τοῦ χρήματος. Τὸ χρῆμα – καὶ μάλιστα τὸ χρῆμα τῶν ξένων, τῶν Εὐρωπαίων, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι Ὀρθόδοξοι-, δὲν δίνεται ποτὲ ὡς “εὐλογία”, ἀλλά πάντοτε συμφεροντολογικὰ καὶ μὲ ἀνταλλάγματα-παραχωρήσεις. Αὐτὸ ἐπέτρεψε νὰ εἰσχωρήσει στὸ Α.Ο. καὶ ἡ κοσμικὴ συμφεροντολογικὴ νοοτροπία. Στήν διαχείρησι αὐτοῦ τοῦ χρήματος, ἔχουν γίνει (ὅπως λέγεται) καὶ οἰκονομικὲς καταχρήσεις, ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐμπλεκομένους, καὶ οἱ ὁποῖες λειτουργοῦν δεσμευτικὰ. Αὐτὴ ἡ ἐκκοσμίκευσι ἔδωσε τὸ δικαίωμα σὲ μιὰ ὀργανωμένη κρατικὴ-πολιτικὴ καὶ οἰκονομικὴ ἐκμετάλλευσι καὶ ἐπέμβασι στὰ ἐσωτερικὰ τοῦ Α.Ο., μὲ ἀποτέλεσμα τὴν δέσμευσι τῶν Μονῶν ἔναντι τοῦ πολιτικοῦ-κυβερνητικοῦ κατεστημένου, μὲ πολιτικὲς καὶ πελατειακὲς σχέσεις, ὅπως ὑποδοχές πολιτικῶν προσώπων καὶ Ὑπουργῶν (οἱ περισσότεροι ἐκ τῶν ὁποίων, ἀνήκουν σὲ μασωνικὲς στοὲς κ.λπ., οἱ ὁποῖοι δὲν πιστεύουν στὸν Χριστό). Αὐτοὺς ὅλους, ἅγιοι Πατέρες, ἐσεῖς τοὺς ὑποδέχεσθε μὲ καμπανοκρουσίες καὶ εὐαγγέλια, τιμὲς καὶ δόξες, (χωρίς νὰ σᾶς τὸ ζητήσουν), γιά νὰ ἐξασφαλίζετε ἔτσι τὴν ἔγκρισι τῶν κονδυλίων ἐκ τῆς ἑκάστοτε κυβερνήσεως, καὶ τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας κ.ἄ.

Τοιουτοτρόπως ἡ Ἱερὰ Κοινότης (Ἱ.Κ.) τοῦ Α.Ο., ἔχει μάθει νὰ συνεργάζεται ἄριστα μὲ τοὺς πολιτικοὺς καὶ νὰ κάνει περισσότερο πολιτικὴ καὶ διπλωματία, (σ᾿ αὐτὸ μάλιστα ἀριστεύετε) παρά νὰ δίνετε μιὰ μοναχικὴ μαρτυρία, (βλέπε ἔξοδος εἰκόνος “Ἄξιόν Ἐστιν”, σὲ προεκλογικὴ περίοδο 3-15 Μαΐου 2023 ν. ἡμ.5, καὶ ὑπόσχεσις ἀπὸ κυβερνητικοὺς ὅτι θά δοθοῦν 45.000.000 εὐρώ στὸ Α.Ο., γιὰ νὰ τοὺς στηρίξουν προεκλογικὰ κ.λπ.).

Ὅλα αὐτὰ καὶ πολλὰ ἄλλα, δὲν συνιστοῦν πολιτικὴ καὶ ἐκκοσμίκευσι; Ὅλα αὐτὰ, ἔχουν καὶ σὰν ἀποτέλεσμα νὰ ἀλλοιώνουν πολὺ βαθειὰ τὸ ἁγιορειτικὸ ἦθος, τὴν καλογερικὴ συνείδησι καὶ συμπεριφορὰ τῆς νέας μοναχικῆς γενιᾶς, ἐκείνων, δηλαδὴ τῶν ἀδελφοτήτων, οἱ ὁποῖες, (κατὰ τὰ ἄλλα) εἶχαν ἔλθει ἐκ τοῦ κόσμου (τὸ 1968), γιὰ νὰ ἐπανδρώσουν καὶ νὰ σώσουν τὰ Μοναστήρια, ἀπὸ τούς ἀγράμματους παλαιούς Ἁγιορεῖτες μοναχούς!

Ἀποτέλεσμα, ὅλων αὐτῶν εἶναι καὶ ἡ ἐμπλοκή τοῦ Α.Ο. μέσα στὰ γρανάζια τοῦ ἀντι-χριστιανικοῦ παγκόσμιου οἰκονομικοῦ τοκογλυφικοῦ τραπεζικοῦ συστήματος, τῆς ὁμάδας τῶν Παγκοσμιοποιητῶν καὶ τῆς Νέας Τάξεως Πραγμάτων (Ν.Τ.Π.), οἱ ὁποῖοι φιλοδοξοῦν, (ὅπως οἱ ἴδιοι μᾶς τό λέγουν καὶ ὄχι κάποιοι “συνωμοσιολόγοι”), ἀφοῦ ὑποτάξουν τοὺς λαοὺς πρῶτα νὰ τοὺς ἐλέγχουν οἰκονομικά, μετὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν καὶ σὲ μιὰ παγκόσμια κυβέρνησι, καὶ μετά σὲ μιὰ παγκόσμια θρησκεία. Αὐτὴ τὴν πορεία ἐξυπηρετεῖ καὶ τό κίνημα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

Κατὰ συνέπεια καὶ αὐτὴ ἡ σημερινὴ νέα γενιὰ τῶν μοναχῶν, τοῦ 2000, προερχόμενη ἀπὸ μία ἤδη, πολύ βαθειὰ ἐκκοσμικευμένη, ὑλιστικὴ καί ἄθεη κοινωνία, καὶ μακρυὰ ἀπὸ τὸν Χριστὸ, ἐνῶ ἔρχεται στὸ Α.Ο. μέ καλή διάθεσι νὰ ζήσει μιὰ πνευματικὴ, χριστιανικὴ μοναχικὴ καὶ ἀσκητικὴ ζωή, ὅμως, ἀντὶ νὰ βρεῖ αὐτὸ ποὺ ζητάει, δηλαδή, μιὰ ἀπόκοσμη, καὶ ἡσυχαστικὴ μοναχικὴ πολιτεία, ὅπως νομίζει, μέσα στὴν ὁποία θὰ ἀσκηθεῖ, γιὰ νὰ καθαρισθεῖ ἀπό τὰ πάθη της, ὣστε νὰ φθάσει στὸν ποθούμενο ἁγιασμὸ καὶ στὴν κατὰ Χάρι θέωσι, τελικὰ βρίσκει πάλι μπροστά της ὅλα αὐτὰ τὰ κοσμικὰ καὶ τὶς ματαιότητες, τὰ ὁποῖα ἄφησε πίσω της, καὶ μάλιστα πολλὲς φορές περισσότερα ἀπό ὅσα ἄφησε, δηλαδή ἕνα Α.Ο. ἐκκοσμικευμένο καὶ μιὰ ἐκκοσμικευμένη καὶ τουριστικοποιημένη κοινωνία, καὶ ὄχι μιὰ ἁγιασμένη μοναστικὴ Πολιτεία, θεωμένων καὶ ἁγιασμένων προσώπων.

Ἔτσι ἡ μεγάλη ἀξία τοῦ Α.Ο. σήμερα, εἶναι τελικὰ κυρίως ὁ θρησκευτικὸς τουρισμὸς του, στὸ σύστημα τοῦ ὁποίου ἔχει ἐνταχθεῖ τὸ Α.Ο., τὸν ὁποῖο ἐπιδιώκει, καὶ ἀπὸ τὸν ὁποῖον ζεῖ καὶ πλουτίζει οἰκονομικὰ, κυρίως ἡ Ἱ.Κ. καὶ τὰ Μοναστήρια. Κατὰ συνέπεια καὶ ἡ ἀξία τοῦ Α.Ο., τελικὰ ἔφτασε νὰ εἶναι κυρίως ἡ ὄμορφη φύσι του, καὶ τὰ βυζαντινὰ κειμήλια (τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας), ἔτσι αὐτὸ ποὺ τοῦ ἔχει ἀπομείνει σήμερα, θὰ λέγαμε ὅτι εἶναι, μόνο μιὰ σκιὰ τοῦ ἑαυτοῦ του, τοῦ ἄλλοτε Ἁγιασμένου μεγαλείου του, τοῦ ἐνδόξου παρελθόντος…

Δὲν εἶμαι, φυσικὰ, κατά τῆς τεχνολογίας καὶ τῆς προόδου, διότι ὅπως εἶναι φυσικόν, κάθε ἐποχὴ ἔχει τὴν δική της σφραγίδα καὶ τεχνολογία, ἀλλὰ κατὰ τῆς ἀσύνετης καὶ ἀδιάκριτης καταναλωτικῆς τάσεως, τὸ κυνήγι τοῦ πλούτου, καὶ τὴν ἐκκοσμίκευσι, πού υἱοθετοῦμε εἰς βάρος τῶν θεμελιωδῶν δομῶν τοῦ Μοναχισμοῦ, ποὺ εἶναι τὸ ἡσυχαστικό, προσευχητικό, ἀσκητικό καὶ ἀπόκοσμο πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ μοναχισμὸς, ἀπὸ τὴν φύσι του, ἦταν πάντοτε συντηρητικὸς καὶ ὓστερα ἀπὸ πολὺ περίσκεψι υἱοθετοῦσε τὰ ἄκρως ἀναγκαῖα γιὰ τὴν ἐπιβίωσί του, «ἔχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα τούτοις ἀρκεσθησόμεθα»6.

2) Ἡ κατάργησις τοῦ ἱστορικοῦ θεσμοῦ τοῦ Πρώτου,

(ὀλίγα ἱστορικὰ στοιχεῖα)

Πῶς ἆραγε ἔφθασε σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο παρακμῆς τὸ Α.Ο.; Θὰ πρέπει πρῶτα νὰ δοῦμε λίγα ἱστορικὰ στοιχεῖα γιὰ τὸν θεσμὸ τοῦ Πρώτου.

Ὁ Ἀθωνικὸς μοναχισμὸς, ἀρχίζει μὲ τὴν ἐμφάνισι τοῦ πρώτου γνωστοῦ ἀσκητοῦ στὸν Ἄθωνα, τοῦ Ὁσίου Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου, 7ος αἰώνας καὶ μετὰ.

«…συγκαταλέγονται καὶ τὰ ἐν Ἄθῳ περὶ τὴν ΣΤ΄ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, καθότι τότε ἀπεδὸθη ὁ Ἄθως πρὸς κατοικίαν ὑπὸ Φλαβίου Κωνσταντίνου Πωγωνάτου τῷ 677…κατὰ τούτους λοιπὸν τοὺς χρόνους δι᾿ὑλικῶν ἐκ τῶν ἐρειπίων τῶν Ἐκκλησιῶν, τῶν πόλεων καὶ τῶν χωρίων ἱδρύθησαν Μονύδρια Πυργούδια, τῶν ὁποίων ἡ διοίκησις ἐκαλεῖτο ‘’Καθέδρα τῶν Γερόντων’’, ἐγγὺς τοῦ Ἰβηριτικοῦ Μετοχίου Πυργούδια, τοῦ παρά τὴν διώρυγα κειμένου (σ.σ σημερινὰ Νέα Ρόδα)»7.

Στὴ συνέχεια ἐμφανίζεται στὸ προσκήνιο τοῦ Ἀθωνικοῦ Μοναχισμοῦ, ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Νέος, 9ος αἰώνας (859- 898) κτήτορας τῆς Μονῆς τῶν Περιστερῶν (στὰ περίχωρα τῆς Θεσσαλονίκης), καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Κολοβός κτήτορας τῆς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου στὰ περίχωρα τῆς Ἱερισσοῦ, 9ος αἰώνας. Ἀπό τότε ἀρχίζουν νὰ ἐμφανίζονται καὶ οἱ πρῶτοι ἀσκητὲς καὶ οἱ πρῶτες ἀναχωρητικὲς ὁμάδες πρὸς τὰ ἐνδότερα τοῦ Ἄθωνος.

Σύμφωνα μὲ τὶς ἱστορικὲς πηγές τῶν χρυσοβούλλων καὶ χειρογράφων, ὅπως τὶς ἀναλύει στὸ βιβλίο της ἡ καθηγήτρια βυζαντινολόγος κ.Διον.Παπαχρυσάνθου:

«Οἱ Ἀθωνίτες ζοῦσαν ἤ ὡς μεμονωμένοι ἀσκητές ἤ σέ ἀναχωρητικὲς ὁμάδες ἤ σέ μικρὲς κοινοβιακές κοινότητες, μικρὰ μοναστήρια μέ πέντε, δέκα τὸ πολὺ δεκαπέντε μοναχούς. Ἡ μεγάλη πλειοψηφία τῶν Ἀθωνιτῶν μοναχῶν ζοῦσαν τότε ὡς ἐρημίτες ἤ συσπειρωμένοι σὲ ὁμάδες γύρω ἀπὸ ἕνα πνευματικὸ πατέρα. Ὅπου ἀπό τὴν δικὴ του προσωπικότητα ἐξαρτιόταν, ἄν ἡ ζωή τῶν μαθητῶν του θὰ προσανατολιζόταν πρὸς τὴν ἀτομικὴ ἄσκηση ἤ πρὸς τὴν κοινή συμβίωση, δηλαδὴ τὴν δημιουργία ἑνὸς κοινοβίου».8

Εὐθύς ἀπὸ τὸν 9ο αἰῶνα δημιουργεῖται μιὰ κεντρικὴ διοίκησις μὲ ἕδρα τίς Καρυές, ἤ τὴν Μεγάλη Μέση ἤ τὴν Λαύρα τῶν Καρυῶν. «ἐν ἔτει 887 ἀποστείλαντες (σ.σ. οἱ Ἀθωνίτες) εἰς τὴν βασιλεύουσαν τὸν Πρῶτον καὶ ἡσυχαστήν τοῦ Ἄθω Ἀνδρέαν ἐκ μέρους πάντων, δικαιωθέντες δ᾿ ἔκτοτε ἀπεχωρίσθησαν, ἱδρύσαντες ἐν Καρυαῖς τὴν διοίκησιν αὐτῶν ὑπό τὸν καλούμενον Πρῶτον, ἔνθα ἔκτισαν μικρόν Ναὸν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἡ ὑπό τὸν Πρῶτον δ᾿αὓτη διοίκησις ἐπεκλήθη Πρωτᾶτον περὶ τὸ 875, ἐπωνυμία ἣτις διεσώθη ἄχρι τῆς σήμερον, συνήγοντο δ᾿ἐν αὐτῷ οἱ τότε Πατέρες πρὸς σύσκεψιν τῶν κοινῶν ὑποθέσεων».9

Οἱ ἀποφάσεις γιὰ τὰ διάφορα θέματα γίνονταν ἀπὸ τὶς κοινὲς συνάξεις ὅλων τῶν Ἀθωνιτῶν μοναχῶν. Ἀρχικὰ γίνονταν μέσα στὸ Πάνσεπτο Ναὸ τοῦ Πρωτάτου (ὅπου καὶ ἡ ὀνομασία του, Πρωτᾶτον, ὀφείλεται ἀπὸ τὸν θεσμό τοῦ Πρώτου). Ἐπειδὴ, ὅμως ὁ ναὸς ἀποδείχθηκε μικρὸς, στή συνέχεια μεγάλωσαν τὸν Ναὸ τοῦ Πρωτάτου (τὸ 962-4 καὶ τὸ 1089), ἐνῶ τὸ 1153 κτίζεται καὶ ξεχωριστὸ κτίριο, ὅπου γίνονταν οἱ κοινὲς συνάξεις ὅλων τῶν μοναχῶν, καὶ ἀποφάσιζαν γιὰ τὰ κοινά θέματα. Οἱ κοινὲς συνάξεις πραγματοποιοῦνταν στὶς τρεῖς μεγάλες ἑορτὲς, τὰ Χριστούγεννα, τό Πάσχα καὶ τὸν Δεκαπενταύγουστο. Ἀργότερα προστέθηκαν καὶ ἄλλες δύο συν­άξεις: τοῦ Ἁγίου Δημητρίου 26 Ὀκτωβρίου καὶ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου 23 Ἀπριλίου. Ἀπομεινάρι αὐτῶν τῶν συν­άξεων εἶναι οἱ σημερινὲς δισηνιαύσιες, (οἱ ὁποῖες σήμερα, σὲ ἀντίθεσι μὲ τὴν παράδοσι δὲν πραγματοποιοῦνται μὲ τὴν συμμετοχή ὅλων τῶν μοναχῶν, ἀλλὰ ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο ἀπὸ τοὺς Ἡγουμένους καὶ τοὺς Ἀντιπροσώπους τῶν εἴκοσι Μονῶν, καὶ δύο φορὲς τὸν χρόνο, μετὰ τὸ Πάσχα καὶ μετὰ τὸν Δεκαπενταύγουστο).Οἱ κοινὲς συνάξεις, ἀπὸ τὴν ἀρχή τοῦ μοναχισμοῦ λειτουργοῦσαν μὲ ἕνα σύστημα πυραμίδας, δηλαδὴ Σύν­αξις, Συμβούλιο, καὶ Πρῶτος. «Ἡ διοργάνωση αὐτὴ ποὺ εἶναι ἐμφανής καὶ δρᾶ τὸ 972, βρῆκε τὴν ἐπιβεβαίωση καὶ τὴν ἐπισημοποίησή της τὸ 1045, καὶ ἔμεινε σταθερή-μέ πολύ λίγες διαφορὲς- ὣς τὸ τὲλος τῆς βυζαντινῆς περιόδου (σ.σ. τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας) καὶ ἀκόμη περισσότερο»10.

«Ὁ θεσμὸς τοῦ Πρώτου δημιουργήθηκε ἐξ ἀρχῆς τοῦ Ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ καὶ ἐξ ἀνάγκης, γιὰ νὰ ἐκπροσωποῦνται οἱ Ἀθωνίτες μοναχοὶ στὶς τοπικὲς καὶ αὐτοκρατορικὲς ἀρχὲς. Ἔτσι οἱ κυριότερες πλευρὲς τοῦ λειτουργήματος τοῦ Πρώτου ἦταν:

α) Ἀντιπροσώπευε τὸν Ἄθω στίς πολιτικὲς καὶ ἐκκλησιαστικὲς ἀρχές.

β) Μὲ τὴν συνδρομὴ τῶν ἡγουμένων τῶν Μονυδρίων ἀπέδιδε τήν δικαιοσύνη στὸν Ἄθω καὶ μεριμνοῦσε γιὰ τὴν τήρηση τῆς τάξεως.

γ) Ἐπικύρωνε τὴν ἐκλογὴ τῶν ἡγουμένων καὶ τοὺς ἐνεχείριζε τὴν ράβδο τῆς ἡγουμενίας στὸ ὄνομα τοῦ αὐτοκράτορα. (σ.σ Τὸ Α.Ο. ὑπαγόταν κατευθεῖαν στὸν Αὐτοκράτορα, γιὰ νὰ μή ἐπεμβαίνουν οἱ ἐκκλησιαστικὲς καὶ οἱ κοσμικὲς ἀρχὲς στὰ ἐσωτερικά του, ὣστε νὰ μπορέσει νὰ διαφυλάξει τὸν ἀσκητικό καὶ ἡσυχαστικό του χαρακτήρα, χὰριν στὸ προνόμιο τοῦ Αὐτοδιοικήτου του).

δ) Ὁ Πρῶτος ἐκτὸς ἀπὸ τὰ διοικητικὰ καὶ δικαστικὰ καθήκοντα εἶχε καὶ πειθαρχικὴ ἐξουσία, τόσο ὅσον ἀφορᾶ τὰ τρέχοντα ζητήματα, ὅσο καὶ τὰ πνευματικά».11

Ἡ ἐκλογὴ τοῦ Πρώτου

Ὁ Πρῶτος ἐκλέγονταν ἁπὸ ὅλους τούς μοναχούς τοῦ Α.Ο.

«Ὁ Πρῶτος ἐκλέγονταν χωρίς ἀμφιβολία ἀπὸ τὴ Σύν­αξη (σ.σ ὅλων τῶν μοναχῶν) ἀνάμεσα σὲ δύο ἤ τρεῖς ὑποψηφίους, ὁ ἐκλεγμένος θὰ ἦταν ἀσφαλῶς ἕνας ἀξιοσέβαστος μοναχός. Ἡ κυρίως ἀρετὴ του συνίσταντο στὴν ἱκανότητά του νὰ συσπειρώνει γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπό του ὅλους τούς μοναχοὺς καὶ νὰ γίνεται σεβαστὸς ἀπὸ ὅλους. Οἱ Πρῶτοι προέρχονταν κυρίως ἀπὸ τὰ μικρά καὶ ἀσήμαντα μοναστήρια (σ.σ Κελλιὰ-Μονύδρια) καὶ ὄχι ἀπὸ τὶς μεγάλες Μονές».

Μετὰ τὴν ἐκλογή, ὁ Πρῶτος πήγαινε στὴν Κωνσταντινούπολη νὰ λάβει τὴν ποιμαντικὴ ράβδο ἀπό τὸν αὐτοκράτορα, σύμβολο τῆς ἐξουσίας του. Ἡ ἰδαίτερη αὐτὴ σχέση τοῦ αὐτοκράτορα μὲ τὸ Α.Ο. ὑπῆρξε ἐξ ἀρχῆς. Ἀνύψωσαν τὸν Ἄθω σὲ ἕνα «πρωτεῖον» καὶ τοῦ ἔδωσαν προνόμια, γιὰ νὰ εἶναι ἀνεξάρτητο ἀπὸ κάθε ἐκκλησιαστικὴ καὶ κοσμικὴ ἀρχή.

Ὁ Πρῶτος ἐξασκοῦσε τὸ λειτούργημά του, ἔχοντας μαζί του καὶ τοὺς διάφορους συμβούλους καὶ ἀξιωματούχους ἐκ τῶν μοναχῶν, ὅπως ὁ Οἰκονόμος, ὁ Ἐπιτηρητής, ὁ Ἐκκλησιάρχης καὶ οἱ Δικαῖοι (σ.σ. ἡγούμενοι-γέροντες τῶν μικρῶν μοναστηριῶν)».12

Μερικὲς ἀπὸ τὶς σημαντικότερες μορφὲς τῶν Πρώτων ἦταν ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Πρῶτος, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε ἐπὶ Βέκκου (1275) καὶ ἔζησε σὲ μιὰ πολὺ κρίσιμη ἐποχή γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ Α.Ο. «Αἱ κακώσεις (καὶ τὰ μαρτύρια) τοῦ Μιχαὴλ Παλαιολόγου καὶ τῶν ὁμοφρόνων αὐτοῦ (Λατινοφρόνων-Ἑνωτικῶν) κατὰ τῶν Ὀρθοδόξων, κυρίως ἔλαβον χώραν κατὰ τὴν ὀκταετῆ σχεδὸν πατριαρχείαν τοῦ Ἰωάννου Βέκκου (26 Μαΐου 1275 ἕως 27 Δεκεμβρίου 1282). Τότε ἐκακώθησαν δεινῶς καὶ οἱ Ἁγιορεῖται καὶ πολλοὶ τούτων ἐθανατώθησαν, ὡς ὁμοφώνως ἡ παράδοσις σώζει… Μαχαίρᾳ παρεδόθησαν καὶ οἱ μοναχοὶ τῶν Καρεῶν μετὰ τοῦ Πρώτου».13

Ἕνας ἄλλος σπουδαῖος Πρῶτος (ἀπὸ τοὺς τελευταίους) ἦταν καὶ ὁ Ἱερομόναχος Σεραφεὶμ, «μία ἐξέχουσα φυσιογνωμία τοῦ Α.Ο., ὅπου ἡ παρουσία του μαρτυρεῖ­ται πρὶν τὸ ἀπὸ τὸν Μὰϊο τοῦ 1496 καὶ ὡς τὰ τέλη τοῦ 1548. Στὴν ἀρχὴ ἐμφανίζεται ὡς ἱερομόναχος συντάκτης ἐγγράφων τοῦ Πρωτάτου καὶ τῆς Ἱερᾶς Συνάξεως γιὰ περισσότερο ἀπὸ σαράντα χρόνια, γραφέας ἁγιολογικῶν κειμένων καὶ ἀντιγραφέας Βίων Ἁγίων. (σ.σ Αὐτὸς διέσωσε καὶ τὸ ἱστορικὸ τοῦ θαύματος τῆς Εἰκόνος «Ἄξιόν Ἐστιν»). Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1538 ἀναγορεύεται (σ.σ ψηφίζεται) Πρῶτος τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ φέρει τὸν τίτλο τοῦ πατριαρχικοῦ πρωτοσυγκέλλου. Ὡς Πρῶτος τοῦ Α.Ο. ἀνοικοδομεῖ ἐκ βάθρων τοὺς νάρθηκες, τὸ κωδωνοστάσιο καὶ ἱστορεῖ (σ.σ. ἁγιογραφεῖ) τὸν ναὸ τοῦ Πρωτάτου ἐκτὸς καὶ ἐντός».14

Σὲ ὅλη τὴν μακραίωνη ἱστορία τοῦ Ἀθωνικοῦ Μοναχισμοῦ, ἀπὸ τὸ 908 ἕως καὶ τὸ 1593, παρήλασαν 141 Πρῶτοι.15 Ὁ θεσμὸς τοῦ Πρώτου καταλύεται τὸ 1661.

3) Ἡ κατάλυσις τοῦ θεσμοῦ τοῦ Πρώτου, ἡ ἀνισορροπία εἰς τὴν διοίκησιν καὶ τὰ κοινά, καὶ ἡ ἄδικος ἀπονομὴ τοῦ Δικαίου εἰς τὸ Α.Ο.

Μετὰ ἀπὸ ὅλη αὐτὴ τὴν μακραίωνη ἱστορία ἐννέα αἰώνων, τὸν 17οναἰῶνα, ὁ θεσμὸς τοῦ Πρώτου καταργεῖται τὸ 1661 καὶ μαζί του ἀλλάζουν πολλὰ πράγματα. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοσι, μέχρι καὶ τὸν 17ον αἰῶνα, ὁ Πρῶτος ψηφίζεται ἀπὸ ὅλους τοὺς μοναχοὺς καὶ εἶναι κοινῆς ἀποδοχῆς. Τὸ Β΄ Τυπικὸ τοῦ Αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου Θ΄ τοῦ Μονομάχου (ΙΑ΄αἰώνας, 1046) κατοχυρώνει τὴν πλήρη συμμετοχή ὅλων τῶν Μοναχῶν τοῦ Α.Ο. γιὰ τὴν λῆψι ἀποφάσεων στὶς καθολικὲς Συν­άξεις, γιὰ τὰ κοινὰ θέματα καὶ τὴν ἐκλογή τοῦ Πρώτου. Σαφῶς ὁρίζει, οἱ ἀποφάσεις νὰ λαμβάνονται: «οὐκ ἐξουσιαστικῶς, οὔτε μήν αὐθεντικῶς, οὔτε ἀβουλεύτως ἤ ἀπερισκέπτως, ἀλλὰ θελήσει καὶ ἀρεσκείᾳ ἁπάντων τῶν τοῦ Ὄρους εὐλαβεστάτων μοναχῶν καὶ καθηγουμένων (σ.σ Γερόντων)».

Ἀκόμη καὶ γιὰ τὶς καθημερινὲς ἀνάγκες «…Αἱ ἀξιόλογοι ὑποθέσεις δέον τοῦ λοιποῦ νὰ κρίνωνται εἰς τὰς καθολικὰς Συνάξεις, αἱ δὲ μικραὶ καὶ εὐτελεῖς ὑπό τοῦ Πρώτου παραλαμβάνοντος καὶ πέντε-δέκα ἡγουμένους (σ.σ Γέροντες Κελλίων-Μονυδρίων)».16

Μαζί μὲ αὐτὴ τὴν ἀλλαγὴ, δηλαδὴ τὴν κατάργησι τοῦ ἰσόβιου θεσμοῦ τοῦ Πρώτου, ἀλλάζουν στὸ Α.Ο. πολλὰ πράγματα. Ποῖοι οἱ λόγοι αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς; Σύμφωνα μὲ τὶς ἱστορικὲς πηγὲς, μέχρι τὸ 1600, τὰ Κελλιὰ ἀνῆκαν στὴν δικαιοδοσία τοῦ Πρώτου, τὰ ὁποῖα ὅμως ἀναγκάσθηκε νὰ τὰ πωλήσει στὰ Μοναστήρια λόγῳ ὑπερόγκου κοινοῦ χρέους.

«Ἀπὸ τὸ 1661 ἕνεκα τοῦ ὑπερόγκου κοινοῦ χρέους ἀπεφασίσθη ὑπὸ τῆς Συνάξεως καὶ ἐπωλήθησαν εἰς τάς Μονὰς τὰ ἐν τοῖς ὁρίοις τῶν Καρυῶν κελλία τοῦ Πρώτου, ἅτινα ἦσαν τὸ μόνον ὁρατὸν λείψανον τοῦ οἰχουμένου Πρώτου. Αἱ μᾶλλον εὐποροῦσαι Μοναὶ καὶ τὰ πρώτιστα ἡ τοῦ Χελανδαρίου ἠγόρασαν τὰ περισσότερα, ἀλλά τὸ χρέος μετ᾿ οὐ πολὺ κατέστη αὖθις ἀναφαίρετος κλῆρος».17

Ἀπὸ τὸ 1661, ὅπου καταλύεται ὁ θεσμὸς τοῦ Πρώτου, καὶ μέχρι καὶ τὸ 1783, (γιὰ 122 χρόνια!) ἡ κεντρική διοίκηση τοῦ Α.Ο. εἶναι ἀνύπαρκτη (!) καὶ κάθε μοναστήρι φροντίζει μόνο του γιὰ τὸν ἑαυτό του, γιατὶ ἆραγε;

«Τὴν ἔλλειψιν ταύτην κατανοήσαντες ἐπὶ τέλους καὶ συνεννοηθέντες ἐν Κων/πόλει μετὰ τοῦ Πατριάρχου καὶ τῶν λογάδων τοῦ Γένους συνέστησαν προνοίᾳ ἐκκλησιαστικῇ τῷ 1783 τὸ σωματεῖον τῆς Ἱερᾶς Ἐπιστασίας ὅπερ πολυτίμους ὑπηρεσίας προσέφερεν ἔκτοτε…Ὁ Πατριάρχης Γαβριήλ Δ΄ κατὰ τὸ ἔτος τοῦτο καθώρισε συν­οδικῶς τὰ δέοντα ἐν σιγιλλιώδει τυπικῷ, ὅπερ ἐν συν­όψει περιέχει τὰς ἑξῆς διατάξεις:

«Αἱ Μοναὶ διαιροῦνται εἰς πέντε τετράδας, ἑκάστη δὲ τούτων ἐκ περιτροπῆς πέμπει εἰς Καρυὰς κατὰ τὴν 1η ἑκάστου Ἰουνίου τέσσαρας Ἐπιστάτας ἐκ τῆς τάξεως τῶν προεστώτων, οἳτινες δέον νὰ ἐκλέγονται (σ.σ. ἀπὸ ποίους;) φρόνιμοι ἐγγράμματοι καὶ πεπειραμένοι».18

Βλέπουμε ὅτι ἐδῶ ἔχουμε πατριαρχικὴ ἐπέμβασι στὰ διοικητικὰ καὶ ἐσωτερικὰ τοῦ Α.Ο. καὶ ἀλλαγή τοῦ διοικητικοῦ συστήματος τοῦ Α.Ο.

Ἔτσι ὓστερα ἀπο αὐτὴ τὴν ἱστορικὴ ἐξέλιξι, διαπιστώνουμε, ὅτι ἀπὸ τὸ 1661, ἀφοῦ καταργήθηκε ὁ θεσμὸς τοῦ Πρώτου, οἱ Μονὲς κατάφεραν σιγὰ -σιγὰ νὰ καταλάβουν ὁριστικὰ καὶ τὴν ἐξουσία τοῦ Πρώτου, καὶ νὰ ἀντικαταστήσουν τὸν θεσμὸ τοῦ Πρώτου, ὁρίζοντας τὸ σημερινὸ σύστημα Διοικήσεως τοῦ Α.Ο., τῆς λεγομένης Πενταρχίας, ὅπου ὁ Πρῶτος προέρχεται ἀπὸ τὰ πέντε πρῶτα Μοναστήρια, καὶ ὄχι ἀπὸ τοὺς Κελλιῶτες μοναχοὺς καὶ χωρίς τὴν καθολική ψῆφο ὅλων τῶν μοναχῶν (Μοναστηριακῶν, Κελλιωτῶν καὶ Σκητιωτῶν).

Ἀπὸ τότε τὰ πέντε πρῶτα μοναστήρια (Λαύρας, Βατοπαιδίου, Ἰβήρων, Χιλανδαρίου καὶ Διονυσίου) ὁρίζουν-μὲ ποιὰ κριτήρια καὶ προσόντα;- ἕνα δικό τους μοναχὸ τῆς Μονῆς τους ὡς Πρῶτον, (δὲν τὸν ἐκλέγουν), καθὼς καὶ τέσσερεις Ἐπιστάτες ἐκ τῶν προϊσταμένων τῆς Μονῆς, ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες πέντε τετράδες. Ἔτσι ὁ Πρῶτος σήμερα δὲν ἔχει καμία διοικητικὴ ἐξουσία, εἶναι ἕνα ἁπλὸ διακοσμητικὸ στοιχεῖο στὴν διοίκησι, ποὺ ἀλλάσσεται κάθε χρόνο μαζί μὲ τὴν Ἱερὰ Ἐπιστασία. Τοῦ ἔχει ἀπομείνει μόνο, θὰ λέγαμε σὰν ἕνα ἀρχαιολογικὸ στολίδι- ἡ ράβδος καὶ ὁ σταυρὸς μὲ τίς κορδέλλες-, χωρίς καμία ἐξουσία… Ἀποτέλεσμα, ὁ θεσμὸς τοῦ Πρώτου, σήμερα, δὲν θυμίζει τίποτε ἀπὸ τὸ ἔνδοξο παρελθόν του.

Ἀνισορροπία εἰς τὴν διοίκησιν καὶ τὰ κοινὰ

Ἡ ἀλλαγὴ τοῦ θεσμοῦ τοῦ Πρώτου, εἶχε ὡς συνέπεια, τὴν ἀνισορροπία στὴν διοίκησι καὶ στὰ κοινὰ, διότι οἱ Γέροντες τῶν μικρῶν Μονυδρίων καὶ Κελλίων, δηλαδὴ οἱ Κελλιῶτες, ἐξοβελίζονται μιὰ γιὰ πάντα ἀπό τὴν συμμετοχή τους στὰ κοινά καὶ στὴν διοίκησι τοῦ Α.Ο. Δὲν συμμετέχουν στὰ κοινὰ θέματα καὶ δὲν ἔχουν ψῆφο καὶ λόγο. Ἔτσι φαίνεται ὅτι οἱ Μονὲς, ἀγοράζοντας τὰ Κελλιά, πίστεψαν ὅτι ἀγόραζαν, μαζί μὲ τὰ κελλιὰ καὶ τοὺς μοναχοὺς, ὡς περιουσιακὰ τους στοιχεῖα, καὶ αὐτὸ ἐξελίχθηκε σταδιακὰ, ὣστε σήμερα, οἱ Κελλιῶτες Γέροντες καὶ οἱ μοναχοὶ νὰ θεωροῦνται ἀπὸ τὶς Μονὲς, μὲ τὸν προσβλητικὸ χαρακτηρισμὸ, ὡς ἐξαρτηματικοὶ μοναχοὶ, δηλαδή ἐξαρτήματα τῶν Μονῶν, κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τους, στὶς ὁποῖες πρέπει νὰ ὑποτάσσονται, ἐν πολλοῖς ὡς ἄβουλα ὄντα (ἐξαρτήματα), γι᾿αὐτὸ λέγονται καὶ ἐξαρτηματικοί!

Ἀποδεικνύεται, λοιπὸν, μέσα ἀπό τὶς ἱστορικὲς πηγὲς, ὅτι στούς πρώτους αἰῶνες τοῦ μοναχισμοῦ στὸ Α.Ο., δὲν ὑπῆρχε αὐτὴ ἡ ἄνιση καὶ ἄδικη κατάστασι, ἡ ὁποία συνιστᾶ μιὰ ἀνισορροπία, καὶ ἐπικράτησε ἀργότερα ἀπὸ τὸν 17ον αἰῶνα γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ἀναφέραμε. Ἔτσι εἰσάγεται ὁ διαχωρισμὸς τῶν Μοναχῶν σὲ δύο κατηγορίες, Μοναστηριακοὺς καὶ Κελλιῶτες. Δημιουργεῖται, θὰ λέγαμε μὲ σύγχρονους ὅρους μία ταξικὴ κοινωνία, ἐξ ἧς ἀπορρέει καὶ ἡ ἄδικη ἀπονομὴ τοῦ δικαίου. Αὐτὸ εἶναι μία μεγάλη καινοτομία καὶ ἕνας νεωτερισμὸς στὴν ἱστορία τοῦ Α.Ο. Κατ᾿αὐτὸν τὸν τρόπον καταπατοῦνται οἱ φυσικὲς καὶ πνευματικὲς ἐλευθερίες τῶν Κελλιωτῶν Μοναχῶν. Μὲ τὴν κατάργησι τοῦ θεσμοῦ τοῦ Πρώτου, καταργήθηκε ὄχι μόνον, ἡ κοινὴ συμμετοχὴ ὅλων τῶν Μοναχῶν στὶς κοινὲς ἀποφάσεις, καὶ στὶς καθολικὲς Συνάξεις, ἀλλὰ σήμερα δὲν ἀπονέμεται οὔτε κἄν καὶ ἡ στοιχειώδης δικαιοσύνη.

Ἡ ἄνισος ἀπονομὴ τοῦ Δικαίου εἰς τὸ Α.Ο.

Ἡ ἄνιση ἀπονομὴ τοῦ δικαίου στὸ Α.Ο., τὸ ὁποῖο ἀπορρέει ἀπὸ τὸν διαχωρισμὸ σὲ Μοναστηριακοὺς καὶ Κελλιῶτες ἤ ἐξαρτηματικοὺς μοναχούς, εἶναι ἕνα ἄλλο θέμα, τὸ ὁποῖο ἔχει ἀλλοιώσει συθέμελα τὴν ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ παράδοσι.

Ἀπὸ τὸ 18ο αἰῶνα καὶ μετὰ ἀναγνωρίζονται στὸ Α.Ο. μόνο οἱ εἴκοσι -20- κυρίαρχες Ἱ.Μονὲς, στὶς ὁποῖες ὑπάγονται οἱ ἕνδεκα -11- Σκῆτες καὶ τὰ διακόσια ἐνενῆντα-290- Κελλιὰ καὶ Καλύβες, ὅπου ἀσκοῦνται οἱ Κελλιῶτες Πατέρες. Τὰ 2/3, λοιπὸν τῶν Μοναχῶν τοῦ Α.Ο. (πληθυσμιακά) εἶναι οἱ Γέροντες Κελλιῶτες Πατέρες, μετὰ τῶν Συνοδειῶν αὐτῶν. Αὐτὰ τὰ 2/3 τῶν Μοναχῶν τοῦ Α.Ο., δὲν ἐκπροσωποῦνται πουθενὰ, καὶ αὐτὸ ἀποτελεῖ μοναδικὸ φαινόμενο στὸν κόσμο. Δὲν ἔχουν δικαίωμα νὰ συμμετέχουν στὴν Διοίκησι τοῦ Α.Ο. Δὲν ἔχουν δικαίωμα νά ἐκφρασθοῦν γιὰ τὰ κοινὰ θέματα ποὺ τοὺς ἀπασχολοῦν. Δὲν ἔχουν δικαίωμα νὰ διαμαρτυρηθοῦν. Δὲν ἔχουν δικαίωμα οὔτε κἄν νὰ ἐνημερώνονται γιὰ τὰ κοινὰ θέματα, τὶς συζητήσεις, καὶ τὶς ἀποφάσεις ποὺ λαμβάνει ἡ Ἱερά Κοινότης (Ἱ.Κ.). Ἔτσι, σήμερα ὅλες οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἱ.Κ. λαμβάνονται ὄχι μόνον ἐρήμην τῆς γνώμης καὶ τῆς θελήσεως τῶν Κελλιωτῶν Πατέρων, ἀλλὰ καὶ ἐν ἀγνοίᾳ τους, καὶ οὐδέποτε τοὺς κοινοποιοῦνται. Ἄν καὶ ἀποτελοῦν, ὅπως εἴπαμε, τὴν πλειοψηφία τοῦ Α.Ο., θεωροῦνται ἀνύπαρκτοι καὶ δὲν ἐκπροσωποῦνται πουθενὰ! Δὲν γνωρίζουμε ἄν ὑπάρχει στόν κόσμο, καμία ἄλλη ὀργανωμένη καὶ εὔνομος πολιτεία, ὅπου τὰ 2/3 τῶν πολιτῶν της, νὰ μή ἔχουν κανένα δικαίωμα σὲ τίποτε, ἀλλά μόνο ὑποχρεώσεις!

Οἱ Κελλιῶτες μοναχοὶ, σήμερα, δὲν ἔχουν ἀκόμη δικαίωμα οὔτε κἄν αὐτοπροσώπως νὰ ἀπευθυνθοῦν γιὰ κάποιο πρόβλημά τους, π.χ. στὴν Ἱερὰ Ἐπιστασία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἐκτελεστικὴ ἐξουσία τοῦ Α.Ο., καί σύμφωνα μὲ τὸν Καταστατικὸ Χάρτη τοῦ Ἁγίου Ὄρους (Κ.Χ.Α.Ο.), ὀφείλει νὰ δέχεται καὶ νὰ δίνει λύσεις στὰ καθημερινὰ προβλήματα τῶν μοναχῶν.

Καὶ αὐτὸ ἀκόμη τό τόσο φυσικὸ καὶ ἁπλό δικαίωμα, τὸ ὁποῖο στόν κόσμο ἔχει καὶ ὁ καθένας ἁπλός πολίτης, δηλαδὴ τὴν δυνατότητα νὰ ἀπευθυνθεῖ σὲ μία δημόσια ὑπηρεσία καὶ νὰ πεῖ τὸ πρόβλημά του· στὸ Α.Ο. δὲν μποροῦν οἱ Κελλιῶτες Μοναχοὶ νὰ τὸ κάνουν ἀπ᾿ εὐθείας, παρὰ μόνο γραπτῶς διὰ μέσῳ τῆς Μονῆς, στὴν ὁποία ἀνήκει τὸ Κελλί τους! Καί αὐτὸ μετὰ ἐπαφίεται στὴν καλὴ θέλησι τοῦ Ἀντιπροσώπου τῆς Μονῆς. Ἄν π.χ. ὁ Ἀντιπρόσωπος τῆς Μονῆς δὲν σὲ συμπαθεῖ, τὸ θέμα σου δὲν προχωράει…

Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ ὅταν οἱ Κελλιῶτες μοναχοὶ κατ᾿ ἀνάγκην ἀπευθύνονται, στὴν ἴδια τὴν Μονὴ τους, καὶ μάλιστα γραπτῶς. Ἄν θέλει ἡ Μονὴ δέχεται τὸ γράμμα σου, ἤ τὸ δέχεται μὲν, καὶ ἀνάλογα μὲ τὸ περιεχόμενό του συμπεριφέρεται, ὅταν δὲν τὴν συμφέρει, δὲν σὲ ἐξυπηρετεῖ, καὶ δὲν τὸ πρωτοκολλεῖ κἄν στὰ εἰσερχόμενα ἔγγραφα, ὅπως ὀφείλουν νὰ πράττουν. Ἁπλὰ τὸ πετᾶνε στὸ κάλαθο τῶν ἀχρήστων, καὶ σὲ ξεγελᾶνε, λέγοντας, ναὶ θὰ τὸ τακτοποιήσουμε, ἤ τέλος ἀρνοῦνται ἀκόμη καὶ ὅτι τὸ ἔχουν λάβει…

Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Καταστατικὸς Χάρτης (Κ.Χ.Α.Ο.) τοῦ Α.Ο., τὸν ὁποῖο ἡ ἴδια Ἱ. Κ. συνέταξε (1924) γιὰ τὰ δικὰ της συμφέροντα, κυρίως τῶν Μονῶν καὶ εἰς βάρος τῶν Κελλιωτῶν, καταπατεῖται ἀπὸ τὴν ἴδια, ὡς πρὸς τὸ θέμα τῆς ἀπονομῆς τοῦ Δικαίου, ὅπου ὁρίζει σαφέστατα:

«Οὐδεὶς δικάζεται ἀνήκουστος, οὐδεμία ποινὴ ἐπιβάλλεται ἄνευ Νόμου ἤ Ἱεροῦ Κανόνος θεμελιοῦντος αὐτὴν, καὶ οὐδεὶς στερεῖται ἄκων τοῦ φυσικοῦ αὐτοῦ Δικαστοῦ».19

Αὐτὸ τὸ ἄρθρο, τὸ ὁποῖο συνιστᾶ καὶ τὴν ψυχὴ τῆς ἀπονομῆς τοῦ δικαίου, καταπατεῖται κατὰ συρροὴν στὸ Α.Ο.!

Ἔχουμε σήμερα περιπτώσεις μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνον δὲν δικάσθησαν, ὄχι μόνον δὲν τοὺς δέχθηκαν σὲ ἀκρόασι, ὄχι μόνον δὲν δέχθηκαν τὰ ἔγγραφα αἰτήματά τους καὶ δὲν ἔδιδαν ἀριθμὸ πρωτοκόλλου, ἀλλὰ δὲν δέχονταν οὔτε κἄν καί τὴν ἔφεσί τους, μέ τὴν ὁποία προσ­έβαλλαν τὸ ἄδικον. Καὶ ὄχι μόνο αὐτὸ, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀναγκάζονταν οἱ μοναχοὶ νὰ πληρώσουν Δικαστικὸ κλητήρα, γιὰ νὰ ἔλθει μέσα στὸ Α.Ο., γιὰ νὰ τοὺς ἐπιδώσει τήν ἔφεσί τους καὶ νὰ τούς ἀναγκάσει νὰ τὴν δεχθοῦν, ἀκόμη καὶ στὸν Δικαστικό κλητήρα ἀρνήθηκαν νὰ παραλάβουν τὸ ἔγγραφο!!!

Καὶ αὐτὸ, ἀκόμα λοιπὸν τὸ φυσικὸ δικαίωμα ποὺ ἔχουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἐπί τῆς γῆς, νὰ δικάζονται νομίμως καὶ νὰ εἶναι ἴσοι ἀπένατι τοῦ νόμου, στὸ Α.Ο. δὲν ὑφίσταται, καταπατεῖται. Ἔτσι ἔχουμε, σήμερα περιπτώσεις μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι καταδικάσθηκαν καὶ διώχθηκαν, ἀπὸ τὶς Μονές τους, καὶ μάλιστα μέ τὴν βία τῆς ἀστυνομίας, χωρὶς δίκη καὶ ἀνήκουστοι…

Ἅγιοι Πατέρες, αὐτὴ εἶναι ἡ “δικαιοσύνη” τὴν ὁποία ἀποδίδετε ἐσεῖς στὸ Α.Ο. κατὰ τὸ 21ον αἰῶνα! Οὔτε οἱ κοσμικοὶ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν τέτοια μεταχείρισι ἀπὸ τὶς κοσμικὲς ἀρχές.

Ἡ δρᾶσις τῆς Κελλιώτικης Ἀδελφότητος.

Τὰ θέματα τὰ ὁποῖα ἀντιμετωπίζουμε σήμερα, καὶ αὐτὴ τὴν ἄδικη καὶ σκληρή στάσις τῆς Ἱ.Κ. ἀπέναντι στοὺς Κελλιῶτες, φαίνεται ὅτι ἔχει προϊστορία…

Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς Κελλιώτικης Ἀδελφότητος. Τί εἶναι ἡ Κελλιωτικὴ Ἀδελφότητα;

«Οἱ Κελλιῶτες γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν συλλογικὰ τὰ μεγάλα ζητήματα ποὺ τοὺς ἀφοροῦσαν ἀπὸ τὶς ἀρχές τοῦ 20ου αἰώνα συνέστησαν σωματεῖο τὸ 1905, στοῦ ὁποίου τὴ σφραγῖδα ἦταν χαραγμένος ὁ τίτλος «Ἑλληνικὴ Κελλιωτικὴ ἀγαθοεργὸς Ἀδελφότης». Αὐτὸ τὸ σωματεῖο διενήργησε, ἐράνους ὑπὲρ ἐνίσχυσης τῆς Ἑλλάδος στοὺς ἐθνικοὺς της ἀγῶνες.

…Οἱ Κελλιῶτες περιῆλθαν σὲ ὅλα τὰ ἑλληνικὰ Κελλιὰ καὶ συνέλεξαν 386 χρυσὲς λίρες καὶ 53 γρόσια καὶ τὰ παρέδωσαν στὴν ἑλληνικὴ κυβέρνηση τὸ Μάρτιο τοῦ 1913… Τό ἴδιο ἔτος ἔστειλαν 2.238 χρυσὲς δραχμές ὑπέρ τῶν θυμάτων τοῦ πολέμου. Τὸ 1914 ἐπέδωσαν στὸν Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γεννάδιο 552 χρυσὲς δραχμές ὑπέρ τοῦ Ἠπειρωτικοῦ ἀγώνα κ.ἄ.»20.

Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο, ἐπίσης, ὅτι τὴν περίοδο ἐκείνη, ὅπου γίνονταν οἱ διεργασίες γιὰ τὸν ὑπὸ ἐκπόνηση Νέο Καταστατικὸ Χάρτη τοῦ Α.Ο., ἡ Ἱ.Κ. ἀρνήθηκε τὴν συμμετοχὴ τῶν Κελλιωτῶν, γιὰ νὰ συνεργασθεῖ μαζί τους.21 Γιατὶ;

Τὸ γιατὶ, τὸ τονίζει μὲ ἔμφαση ὁ συγγραφέας:

«Οἱ Ἕλληνες Κελλιῶτες ἔπαιζαν πάντοτε πρωταγωνιστικὸ ρόλο στοὺς ἐθνικοὺς ἀγῶνες, τονίζοντας σὲ κάθε περίπτωση τὰ πατριωτικὰ τους αἰσθήματα σὲ ἀντίθεση πρὸς τὴν Ἱ.Κ καὶ τὴν ἀνώτερη διοικητικὴ ὁμάδα τῶν Μονῶν, στὴν ὁποία ἀπέδιδαν ἀδράνεια καὶ ἀδιαφορία γιὰ τὰ ἑλληνικὰ συμφέροντα. Ἐκεῖνο δὲ ποὺ τοὺς προσῆπταν ἦταν ἡ ἐνδοτικὴ καὶ μειοδοτικὴ στάση στὸ θέμα τῆς ἐκποίησης πολλῶν Κελλίων, τὰ ὁποῖα ἔτσι περιῆλθαν στὰ χέρια τῶν Ρώσων μοναχῶν, μὲ ἀποτέλεσμα ἀπὸ τὰ 202 περίπου Κελλιὰ, νὰ κατέχουν ξένοι τὰ 54 καὶ στὰ μὲν ἑλληνικὰ Κελλιὰ νὰ ἐγκαταβιοῦν πεντακόσιοι περίπου, ἐνῶ στὰ ξένα χίλιοι πεντακόσιοι».22

Δηλαδὴ οἱ Ἀντιπρόσωποι τῆς ἑκάστοτε Ἱερᾶς Κοινότητος (Κοινοτικοὶ), ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἤθελαν νὰ τὰ ἔχουν καλά μὲ ὅλες τὶς κοσμικὲς καὶ ἐκκλησιαστικὲς ἐξουσίες εἰς βάρος τοῦ κοινοῦ καλοῦ τοῦ Α.Ο. Ἐνῶ οἱ Κελλιῶτες ἀγωνίζονταν, γιὰ νὰ μένει τὸ Α.Ο. ἀνεξάρτητο καὶ αὐτεξούσιο ἀπὸ ὅλα αὐτὰ. Κάτι ἀνάλογο γίνεται καὶ σήμερα, μὲ τὴν Μονὴ Παντοκράτορος, ὅπου παρεχώρησε ἕνα ἀρχαῖο μονύδριο (Ἱ.Κελλίον Ἁγίων Ἀρχαγγέλων τοῦ Φαλακροῦ, πλησίον τῆς Μονῆς) σέ Σχισματικοὺς, Νεοναζί τῆς Οὐκρανίας, γιὰ νὰ ἔρχονται νὰ ἐγκαταβιοῦν Οὐκρανοὶ σχισματικοαιρετικοὶ- οἰκουμενιστὲς.

Ἀλλὰ χάριν στοὺς ἀγῶνες αὐτῆς τῆς Ἀδελφότητος τῶν Κελλιωτῶν Πατέρων προστατεύθηκε τότε τὸ Α.Ο., ἀπὸ τὴν Διεθνοποίησι καὶ τὸν κίνδυνο τοῦ Πανσλαβισμοῦ τὸ 1912-13 καὶ ἔγινε τὸ περίφημο ψήφισμα στὸ Πρωτᾶτο.

Βλέπουμε ὅτι διαχρονικὰ ὑπῆρχε μία ἀντιπαλότητα Μοναστηριακῶν καὶ Κελλιωτῶν, λόγῳ τῆς ἀλαζονείας τῶν Μονῶν. «Οἱ Κελλιῶτες (πάντοτε) ἐξέφραζαν τὸν προβληματισμό τους, ἐὰν ἀπολαμβάνουν τοῦ προνομιακοῦ καθεστῶτος τοῦ Α.Ο. ὅλοι οἱ μοναχοί ἤ μόνο οἱ Μοναστηριακοί… Ἡ πικρία καί ἡ ἀντιπαλότητα πρός μία
θεωρουμένη ἀνώτερη τάξη μοναχ¢ν, (μία elite) το  Α.Ο., ἡ ὁποία ἀξιοποιοῦσε τήν προνομιακή ἐξουσία πού διέθετε γιά τήν αὔξηση τῆς ἀτομικῆς διοικητικῆς καί οἰκονομικῆς της δύναμης, ἔστρεψε τούς Κελλιῶτες ἐναντίον αὐτοῦ  τοῦ  ἰδίου τοῦ  ἁγιορειτικοῦ  καθεστῶτος».23 Οἱ Κελλιῶτες δέν κατόρθωσαν τελικά νά ἀποκτήσουν τήν ἰδική τους ἰδιοπροσωπία κα­ τήν προώθησι τῶν δικαίων αἰτημάτων τους, ὅπως μέ συγκεκριμένο ὑπόμνημα διεκδικοῦσαν, π.χ. τό δικαίωμα τῆς ἐλεύθερης σκέψης, κρίσης, κα­ τοῦ ἀναφέρεσθαι. Κάτι πού ἀρνεῖτο καί­ τότε, ἀλλά κα­ σήμερα ἡ Ἱ.Κ.

Βλέπουμε ὅτι μέσα ἀπό τά ἱστορικά γεγονότα, πολλές ἀποφάσεις τῆς Ἱ.Κ. ἔρχονται σἐ ἀντίθεσι κα­ καταπατοῦν αὐτόν τόν ἴδιο τόν Κ.Χ.Α.Ο., τόν ὁποῖο ἡ ἴδια τόν κατήρτισε καί συνέταξε, τό 1924 (κα­ ἄς μή ξεχνᾶμε τό 1924 εἶναι σημαδιακή χρονιά, ὅπου ἔγινε κα­ ἡ καινοτομία τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἑορτολογίου, κα­ διαίρεσε τό Α.Ο., τυχαῖα;).
Τά ἀναφέρουμε ὅλα αὐτά, ὄχι βέβαια γιατί­ πάσχουμε ἀπό κάποια ἀρχομανία ἤ φιλοδοξία, ὅπως ἴσως κάποιοι θά μᾶς κατηγορήσουν, (ἄν πάσχαμε θά μέναμε κα­ί ἐμεῖς στά Μοναστήρια, γιά νά γίνουμε καί­ ἔμεῖς Προϊστάμενοι κ.λπ.), οὔτε τόσο γιατ­ μᾶς συμπεριφέρεσθε σάν νά εἴμαστε ἀνύπαρκτοι. Ἐκεῖνο τό ὁποῖο μᾶς σκανδαλίζει κα­ μᾶς πληγώνει πολύ βαθειά εἶναι ὅτι ἡ ὅλη αὐτή ἡ συμπεριφορά καί­ ἡ στάσις σας, εἶναι ἀντιευαγγελική κα­ ἀντιχριστιανική, διότι καταλύετε τό Εὐαγγέλιο, καί­ τόν εὐαγγελικό νόμο τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης καί ἀδελφοσύνης. «Δικαισύνην μάθετε οἱ ἐνοικοῦντες ἐπί τῆς γῆς», καί «μακάριοι οἱ πεινῶντες καί διψῶντες τήν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοί χορτασθήσονται». Καθῶς, ἐπίσης, καί­ τό ὅτι ἡ Ἱερά Κοινότητα, ὡς Διοίκησις, λειτουργεῖ ἀπέναντί μας ἄψυχα καί­ ἄκαρδα, σάν μιά ἄσπλαγχνη μητριά, ἤ σάν μιά ψυχρή γραφειοκρατική μηχανή, κα­ αὐτό εἶναι πού μᾶς πληγώνει περισσότερο. Ἄς εἶναι.

Παρόλα αὐτά, ἄν καί­ ὁ Κελλιώτικος Μοναχισμός, μέ λίγα λόγια, ὑποτιμᾶται καί θεωρεῖται ἀπό ἐσᾶς σάν νά μή ὑπάρχει, ἀλλά τί νά κάνουμε ὅμως, Χάριτι Θεοῦ ἀκόμη ὑπάρχουμε καί­ ἐμεῖς οἱ πτωχο­ί Κελλιῶτες στό Α.Ο.
Καί ἴσως νά παίζουμε καί­ ἐμεῖς, κατά κάποιον τρόπο, ὅπως κάποτε καί­ ὁ Σωκράτης ἕναν ἀνάλογο ρόλο, ὅπου προσπαθοῦσε μέ τήν στάσι του κα­ί τήν σοφία του νά ξυπνάει τήν “περίφημη Δημοκρατική” Ἀθήνα, ἀπό τόν βαθύ ὕπνο της κα­ τόν λήθαργο ἐκ τῆς πολλῆς της “Δημοκρατίας”…, ὅπως συμβαίνει κα­ σήμερα. Ναί­, εἴμαστε καί­ ἐμεῖς ἐδῶ, δέν εἶστε μόνον ἐσεῖς. Ναί­, ζοῦμε κα­ ἀσκούμεθα καί­ ἐμεῖς στό Ἅγιον Ὄρος. Ναί­, εἴμαστε καί ἐμεῖς Ἁγιορεῖτες, ὅπως κα­ σεῖς, ὅσο καί­ ἄν δέν τό θέλετε κα­ μᾶς ὑποτιμᾶτε. ἀλλά δέν πρέπει νά ξεχνᾶτε, ὅτι πάντοτε σέ ὅλη τήν ὑπερχιλιετῆ ἱστορία, στό Α.Ο. οἱ Κελλιῶτες Πατέρες, ὄχι μόνον ἦταν πολυπληθέστεροι τῶν Κοινοβιατῶν, κατά τά 2/3, ἀλλά καί­ ἀπό αὐτούς τούς Κελλιῶτες, ἡσυχαστές κα­ί ἀσκητές, προέρχονται καί­ οἱ περισσότεροι ἅγιοι καί κτήτορες τῶν Μονῶν, καί­ αὐτή εἶναι ἡ πραγματική δόξα τοῦ Α.Ο., οἱ Ἅγιοί του.

Παραπομπές:
1. Ψαλμ. ΙΒ΄, 11. 2. Ἰω. ΙΗ΄, 37. 3. Ἰακ. Ε΄, 16 4. Α΄ Ἰωάν. Β΄,15-16. 5. orthodoxostypos.gr 6. Α΄Τιμ., ΣΤ΄, 8. 7. «Τὸ Ἅγιον Ὄρος», Ἱερομονάχου Γερασίμου Σμυρνάκη, ἐκδ.Πανσέληνος 2005, σ.19. 8. «Ὁ Ἀθωνικὸς Μοναχισμὸς, Ἀρχές καὶ Ὀργάνωση», Διονυσία Παπαχρυσάνθου, Βυζαντινολόγος, Ἀθήνα 1992, σ. 116, 117. 9. «Τὸ Ἅγιον Ὄρος», Ἱερομονάχου Γερασίμου Σμυρνάκη, ἐκδ.Πανσέληνος 2005, σ.23. 10. ὅ.π. σ. 303. 11. ὅ.π. σ. 316, 317. 12. ὅ.π. σ. 319. 13. «Ἡ χερσόνησος τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω καὶ αἱ ἐν αὐτῇ Μοναὶ καὶ Μοναχοὶ πάλαι τε καὶ νῦν», Κοσμᾶ Βλάχου Διακόνου Ἁγιορείτου, Βόλος 1903, Ἐκδόσεις Πανθεσσαλικόν, σ. 53-54. 14. «Τὰ Κειμήλια τοῦ Πρωτά- του», Β΄τόμος, ἐκδ. Ἱ. Κοινότης, σ. 141. 15. ὅ.π. σ.319,320. 16. «Ἡ Χερσόνησος τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω», Κοσμᾶ Βλάχου σ. 36-42 καὶ σ. 92. 17. ὅ.π. σελ. 92 18. ὅ.π. σ. 97. 19. Ν.Δ.10/16 Σεπτ. 1926 «Περὶ Καταστατικοῦ Χάρτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους», Κεφ.Δ΄, ἄρθ.7, ἐκδ. 1979. 20. «Τὸ Ἅγιο Ὄρος κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Μεσοπολέμου», Δημητρίου Μουζάκη ἔκδ. Ἀντ. Ν. Σάκκουλα, σ.154. 21. ὅ.π. σ.157. 22. ὅ.π. σ. 155.