Σάββατο 29 Ιουλίου 2023

Ὁ «Θεὸς» τοῦ Καζαντζάκη καὶ τοῦ Νίτσε

kazantzakis 25 

Δάφνη Βαρβιτσιώτη, Ἱστορικὸς

 Ὁ «Θεὸς» τοῦ Καζαντζάκη καὶ τοῦ Νίτσε 

Ἡ Συμβολή του στὴν Ἑδραίωση τῆς Παγκοσμιοποίησης καὶ γιατί ὁ «Νέος Τραγικὸς Πολιτισμὸς θὰ  ἀναπηδήσει ἀπὸ τὴν Γερμανία»

 .               Σὲ προηγούμενο ἄρθρο μας, μὲ τίτλο «Νίκος Καζαντζάκης. Ἡ Συμβολὴ τῶν Ἰδεῶν του στὸ “Κοινωνικὸ Ὁλοκαύτωμα” ποὺ Συντελεῖται στὴν Σύγχρονη Ἑλλάδα», εἴχαμε ἐπικεντρωθεῖ στὰ περιεχόμενα τοῦ προλόγου τοῦ “ταξιδογραφήματός” του, «Ταξιδεύοντας-Ἀγγλία» (1940), τὸ ὁποῖο προσέφερε, σὲ κυριακάτικο φύλλο της, ἐφημερίδα πανελλαδικῆς ἐμβέλειας.

.               «Φυσικὴ» Ἠθικὴ καὶ Μετάλλαξη: Στὸ ἄρθρο αὐτό, εἴχαμε ἀναλύσει τοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους ἡ μεταφυσικὴ ἀντίληψη τοῦ Καζαντζάκη ὁδηγεῖ τὸν ἀνυποψίαστο ἀναγνώστη στὴν ἀποδοχὴ ἑνὸς κόσμου ἱερχαρχημένου βάσει τῆς «φυσικῆς» ἠθικῆς, ὅπου κυριαρχεῖ ὁ δυνατώτερος καὶ ἐπιζεῖ ὁ πλέον προσαρμοζόμενος, καὶ ὅπου δὲν ὑπεισέρχεται τὸ ἔλεος ἔναντι τῶν ἀδυνάμων, πόσον μᾶλλον θέμα ἐλευθερίας τους (ὅπως συμβαίνει καὶ στὸν σατανισμό, ὅπου, γιὰ τοὺς Δυνατούς, «Τὸ “Θέλω” εἶναι ὁ Νόμος», ἄρα «οἱ σκλάβοι πρέπει νὰ ὑπηρετοῦν».

.               «Νὰ Ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Θεό»: Στὴν συνέχεια, ἡ ἴδια ἐφημερίδα προσέφερε τὰ βιβλία «Ὁ Χριστὸς Ξανασταυρώνεται» καὶ «Ὁ Τελευταῖος Πειρασμὸς»- ποὺ εἶχαν, πρὸ πεντηκονταετίας, προκαλέσει σάλο καὶ τὸν παρ’ ὀλίγο ἀφορισμὸ τοῦ συγγραφέα ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία- διαφημίζοντας τηλεοπτικῶς ἕνα ἐξ αὐτῶν ὡς λογοτεχνικὸ ἔργο διὰ τοῦ ὁποίου ὁ Καζαντζάκης μᾶς παροτρύνει «νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸ Θεό».
.               Αὐτὸ μᾶς προβλημάτισε ἰδιαίτερα, διότι, ἤδη ἀπὸ τὸ 1940, ὁ Καζαντζάκης χαρακτήριζε ὡς παρωχημένο τὸν Χριστό, καὶ ἐξωθοῦσε τοὺς ἀναγνῶστες του νὰ τὸν ἀντικαταστήσουν μὲ κάποιον ἄλλον θεό, πιὸ σύγχρονο καὶ πιὸ ἀποτελεσματικό: «Γιατί γυρίζετε πίσω; (…) Ἔκαμε ὁ Χριστὸς τὸ χρέος του, ἔδωκε μίαν ἀπάντηση σὲ ἄλλες ἐποχές, σὲ ἄλλα προβλήματα (…) Τώρα ἄλλαξε τὸ πρόσωπο τῆς ἀγωνίας, γύρισε ὁ τροχός».
.               Ὁ «Μεγάλος Ἀνθρωποφάγος Κεραυνός»: Ἐξ ἄλλου, ὅταν ὁ Καζαντζάκης ἀναφέρεται στὸν «μεγάλο ἀνθρωποφάγο κεραυνὸ ποὺ ὀνομάζουμε “Θεό”», ὁπωσδήποτε δὲν ἐννοεῖ τὸν Ἐλεήμονα Τριαδικὸ Θεό· τὸν Ὁποῖον σαφῶς ἀπορρίπτει μὲ ρήσεις ὅπως, π.χ.: «Κι εἶναι μεγάλο ἀτύχημα ποὺ ἡ λέξη «Πνέμα» στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα εἶναι οὐδέτερου γένους· ἂν ἦταν θηλυκοῦ, θά ᾽χαμε τὴ σωστὴ πανανθρώπινη, βαθύτερη ἀπὸ κάθε θρησκευτικὸ δόγμα Ἅγια Τριάδα: Πατέρα, Μάνα, Γιό». Τὸν Τριαδικὸ Θεό, ὡς δημιουργό τοῦ κόσμου ἐκ τοῦ μηδενός, ἀπορρίπτει ὁ Καζαντζάκης καὶ «ὅταν, τανύζοντας στὸ ἀκρότατο σημεῖο –ὅπου ἀρχίζει νὰ τρίζει ὁ ἐγκέφαλος– τὴν μνήμη, μάχεται νὰ θυμηθεῖ πῶς ἦταν τὸ πρωτόγονο Χάος, πρὶν νὰ ᾽ρθεῖ ὁ νοῦς νὰ τὸ στενέψει καὶ νὰ τὸ νοικοκυρέψει σὲ “κόσμο”, δηλαδή, σὲ ἀνθρώπινη τάξη».
.               Τὸν Προσωπικὸ Θεὸ καὶ τὴν μοναδικότητα τοῦ ἀνθρωπίνου Προσώπου καταργεῖ ὁ Καζαντζάκης σὲ ρήσεις ὅπως π.χ.: «Ὅλοι εἴμαστε ἕνα. Ὅλοι εἴμαστε Θεός», ἢ «ὁ Θεὸς –θέλω νὰ πῶ: ἡ σημερινὴ ἀνώτατη λαχτάρα τοῦ ἀνθρώπου» κ.ἄ., ποὺ ὁδηγοῦν τὸν ἀποίμαντο ἀναγνώστη στὴν αὐτοθέωση, τὴν ὁποίαν, ἡ μὲν Ὀρθόδοξη Πατερικὴ Παράδοση ἀπορρίπτει ὡς ἑωσφορική, οἱ δὲ ὁμάδες τῆς «Νέας Ἐποχῆς» προωθοῦν στοὺς δυτικοὺς ὀπαδούς τους, ὥστε νὰ τοὺς μεταλλάξουν καταλλήλως, ἐν ὄψει τῆς παγκοσμιοποίησης.
.               Θεὸς καὶ Παγκοσμιοποίηση: Ἀπὸ τὴν πλευρά τους, οἱ ἐκδόσεις «Καζαντζάκη», στὶς ὁποῖες ἀνήκει τὸ σύνολο τῶν ἔργων του, ἔχουν ἐπιλέξει ὡς ἔμβλημά τους τὸ σύμβολο Γὶν-Γιὰνγκ τοῦ Ταοϊσμοῦ, ὁ ὁποῖος «ὁδήγησε στὴν ἀνακάλυψη μιᾶς ἀνώνυμης κοσμικῆς ἀρχῆς», ἐνῶ ἀργότερα ἐνσωμάτωσε, μεταξὺ ἄλλων, τὸ δόγμα τῆς μετενσάρκωσης καὶ τὴν γιόγκα. Στὸν Ταοϊσμὸ –διευκρινίζουμε ἐμεῖς– δὲν ὑπεισέρχονται, οὔτε κἂν ὡς ἁπλὲς ἔννοιες, ὁ Προσωπικὸς Τριαδικὸς Θεός, τὸ Μέγα Ἔλεός Του καὶ ἡ «ἔνθεη λογικότητα τοῦ κόσμου», οὔτε ὑπεισέρχονται ὡς αὐταξίες, ὁ ἄνθρωπος καὶ ἡ μία καὶ μόνη ζωή του, πόσῳ μᾶλλον ἡ κοινωνικὴ ἐλευθερία καὶ ἄλλες ἀνάλογης σημασίας δυτικογενεῖς ἠθικο-θρησκευτικὲς ἔννοιες. Δοθέντος, λοιπόν, ὅτι, ὁ θεὸς τοῦ Καζαντζάκη δὲν εἶναι ὁ Ἐλεήμων Τριαδικὸς Θεός, καὶ δοθέντος ὅτι «ἃ θύει τὰ ἔθνη, δαιμονίοις θύει» σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὸν Ταοϊσμό, ἐγείρεται τὸ ἑξῆς ἐρώτημα: μὲ ποιὸν «θεὸ» καλούμεθα νὰ ἑνωθοῦμε, μέσῳ τοῦ Καζαντζάκη, στὴν ἐποχὴ τῆς παγκοσμιοποίησης καὶ γιατί;
.               Ἀναζητώντας τὴν «Ἀλήθεια»: Πάντως, σὲ διάσπαρτες ἀναφορές του στὸ ἴδιο “ταξιδογράφημα” –καὶ ἰδίως στὸ ἐνδεκασέλιδο ἀφιέρωμά του στὸν πνευματικό του πατέρα, Φρειδερίκο Νίτσε (1844-1900)– ὁ Καζαντζάκης ἀποκαλύπτει ἀρχικὰ ὅτι ἡ «ἀλήθεια» ἀμφοτέρων βασίσθηκε στὴν ἰνδουϊστικὴ μεταφυσικὴ ἀντίληψη πὼς ἡ ζωὴ εἶναι ψευδαίσθηση (μιὰ «Μάγια»): «Ὁ κόσμος εἶναι δημιούργημα δικό μου· ὅλα ὅσα ξεκρίνω, ὁρατὰ κι ἀόρατα, εἶναι ὄνειρο πλάνο. Μία θέληση μονάχα ὑπάρχει, τυφλή, χωρὶς ἀρχὴ καὶ τέλος, χωρὶς σκοπό, ἀδιάφορη, μήτε λογικὴ μήτε παράλογη, ἄλογη, τεράστια. (…) Πρόοδο δὲν ὑπάρχει, λογικὸ δὲν κυβερνάει τὴ μοίρα, οἱ ἀφηρημένες ἔννοιες, οἱ θρησκεῖες, οἱ ἠθικές, εἶναι ἀνάξιες παρηγοριὲς γιὰ τοὺς ἀνίδεους καὶ τοὺς δειλούς».
.               Σύμφωνα μὲ τὴν νιτσεϊκὴ ἐκδοχὴ τῆς «Μάγια» –ποὺ ἐμπεριέχει καὶ τὸ δόγμα τῆς μετενσάρκωσης–, τὸ «συμπαντο» διέπει μία ἀνηλεὴς καὶ αὐθαίρετη Δύναμη, ἡ ὁποία ἐνυπάρχει στὰ πάντα (καὶ στοὺς ἀνθρώπους. Ὡς ἐκ τούτου, τὰ πάντα εἶναι ἕνα, τὰ πάντα εἶναι “θεός”, καὶ ἑπομένως, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ἕνα, καὶ ἄρα, ὅλοι εἴμαστε “θεός”, καὶ ὅλοι εἴμαστε ἀνηλεεῖς καὶ αὐθαίρετοι. Συγχρόνως, ὅμως, τίποτα δὲν εἶναι πραγματικό, καὶ τίποτα –οὔτε ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, ὁ πόνος, ἡ δυστυχία του καὶ ἡ ζωή του– ἔχει ἀξία ἢ σημασία.
.               Ἡ «Θέληση νὰ Κυριαρχεῖς»: Ὁ Νίτσε ἀποφάσισε νὰ βελτιώσει τὴν «Μάγια» του, προσθέτοντας ὅτι, «ἡ ζωὴ δὲν εἶναι μονάχα θέληση νὰ ζεῖς· εἶναι κάτι ἐντονότερο: θέληση νὰ κυριαρχεῖς! Δὲ χορταίνει ἡ ζωὴ νὰ συντηρεῖται μονάχα· θέλει ν’ ἁπλώνεται καὶ νὰ καταχτάει»· δηλαδή: «ἡ οὐσία τῆς ζωῆς εἶναι ἡ λαχτάρα ν’ ἁπλωθεῖ καὶ νὰ κυριαρχήσει καὶ μονάχα ἡ δύναμη εἶναι ἄξια νά ᾽χει δικαιώματα». Τὴν βελτίωση αὐτὴ –ποὺ ἴσως ἐκπήγαζε ἀπὸ μία ὑποσυνείδητη ἀνάγκη ἀντιστάθμισης καὶ ὑπέρβασης τῶν προσωπικῶν του ψυχοσωματικῶν ἀδυναμιῶν– υἱοθετεῖ μὲ ἐνθουσιασμὸ ὁ Καζαντζάκης –ποὺ εἶχε, καὶ αὐτός, τὶς δικές του ψυχοσωματικὲς ἀδυναμίες.

Ὁ «Τροχὸς τοῦ Καιροῦ»: Ἀκολούθησε τὸ νιτσεϊκὸ «ὅραμα τοῦ αἰωνίου Γυρισμοῦ» τοῦ ἀνθρώπου στὴν ζωή, τὸ ὁποῖο εἶναι μία παραλλαγὴ τῆς μετενσάρκωσης, ὑπὸ τὴν ἔννοιαν ὅτι, κατ’ αὐτήν, ὁ ἴδιος ἄνθρωπος ἐπανέρχεται στὶς ἴδιες ἐπακριβῶς συνθῆκες ζωῆς, ἀναρίθμητες φορές, καί, ἑπομένως: «Καμμιὰ λοιπὸν ἐλπίδα τὸ μελλούμενο νά ᾽ναι καλύτερο, καμμιὰ σωτηρία, πάντα οἱ ἴδιοι, ἀπαράλλαχτοι, θὰ στρουφογυρίζουμε στὸν τροχὸ τοῦ καιροῦ». Παρακάτω, θὰ δοῦμε ποιὰ ἀλλαγὴ ἐπέφερε ὁ Καζαντζάκης στὸ «ὅραμα» αὐτό.
.               «Ἀνάξιες Παρηγοριὲς γιὰ Δειλούς»: Καταρρακωμένος, ὅμως, μετὰ ἀπὸ μία μεγάλη ἐρωτικὴ ἀπογοήτευση, ὁ Νίτσε δειλιάζει μπροστὰ στὸ «ὅραμα» τοῦ δικοῦ του «αἰώνιου Γυρισμοῦ» στὶς ἴδιες συνθῆκες: «Ὄχι, ποτὲ ποτὲ νὰ μὴν ξαναζήσω τὶς ὧρες τοῦτες! Πρέπει ν’ ἀνοίξω μία θύρα σωτηρίας στὸν κλειστὸ κύκλο τοῦ αἰώνιου Γυρισμοῦ!», τὸν φαντάζεται νὰ ἀναφωνεῖ ὁ Καζαντζάκης, ποὺ συνεχίζει: «Γράφει τὸν Ζαρατούστρα, καινούργια ἐλπίδα ἄστραψε στὸ νοῦ του, ὁ νέος σπόρος, ὁ Ὑπεράνθρωπος»· διευκρινίζει δὲ ὅτι, ὁ Νίτσε ἐπινόησε τὸν Ὑπεράνθρωπο, ἐπειδὴ «Ὁ αἰώνιος Γυρισμὸς εἶναι χωρὶς ἐλπίδα. Ὁ Ὑπεράνθρωπος εἶναι μιὰ μεγάλη ἐλπίδα».
.               Ὁ Ὑπεράνθρωπος ὡς «Λυτρωτής»: Ὁ Καζαντζάκης περιγράφει τὸ πῶς ὁ Νίτσε νοεῖ τὸν Ὑπεράνθρωπο ὡς ἐλπίδα: «Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς γῆς, αὐτὸς κρατάει τὴ λύτρωση. Αὐτὸς εἶναι ἡ ἀπόκριση στὸ παλιό του ἐρώτημα: Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐξευγενιστεῖ; Ναὶ μπορεῖ! Κι ὄχι ἀπὸ τὸν Χριστό (…) παρὰ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὸν ἴδιο, ἀπὸ τὶς ἀρετὲς καὶ τοὺς ἀγῶνες μίας καινούργιας ἀριστοκρατίας. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γεννήσει τὸν Ὑπεράνθρωπο. Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς, ἡ πηγὴ τῆς ἐνέργειας, ὁ Λυτρωτής (…) ἡ νέα χίμαιρα ποὺ θὰ ξορκίσει τὴ φρίκη τῆς ζωῆς». Γιατί, ὅμως, ὁ Καζαντζάκης χαρακτηρίζει τὸν νιτσεϊκὸ Ὑπεράνθρωπο ὡς χίμαιρα, ἀφοῦ ἔτσι τὸν ἀκυρώνει ὡς Λυτρωτή; Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ θὰ ἀπαντήσουμε πιὸ κάτω.
.               Μεταφυσικὴ Ἀριστοκρατία: Ὡς Ὑπεράνθρωπο-Λυτρωτή, ὁ Νίτσε  ἐννοεῖ ἕναν συγκεκριμένο τύπο ἀνθρώπου, ἀπόλυτα σύμφωνου πρὸς τὶς δικές του ψυχοπνευματικὲς ἀνάγκες, τὸν ὁποῖον καὶ ἐξιδανικεύει. Δηλαδή, χρίζει ὡς Λυτρωτὲς τῆς ἀνθρωπότητας τοὺς ὀλίγους καὶ «ἐκλεχτούς», ποὺ –ἀρνούμενοι, ἢ ἀγνοοῦντες, τοὺς περιορισμοὺς ποὺ θέτουν στὸν ἄνθρωπο οἱ δυτικογενεῖς ἠθικο-θρησκευτικὲς «ἀφηρημένες ἔννοιες»– διακατέχονται ἀπὸ τὴν «λαχτάρα ν’ ἁπλωθοῦν καὶ νὰ κυριαρχήσουν» καὶ ἀπὸ τὴν πεποίθηση «πὼς μονάχα ἡ δύναμη εἶναι ἄξια νά ᾽χει δικαιώματα». Στὴν οὐσία, ὁ Νίτσε χρίζει ὡς διαχρονικοὺς «Λυτρωτὲς» τῆς ἀνθρωπότητας τοὺς ἀδίστακτους δυναμολάγνους ἐξουσιαστές. Ἀλλά, μὲ τὸ νὰ τοὺς χρίζει καὶ ὡς τοὺς μόνους ἄξιους νὰ ἔχουν δικαιώματα στὴν ζωή, ὁ Νίτσε θεμελιώνει καὶ μεταφυσικὰ τὴν ἐπικράτηση μίας νέας κυρίαρχης τάξης “εὐγενῶν”, διὰ τῆς ὁποίας διαχωρίζει τὴν ἀνθρωπότητα στοὺς “δυνατούς” –καὶ ὀλίγους– καὶ στοὺς πολλοὺς καὶ “ἀδύναμους”· στοιχεῖο τὸ ὁποῖο ὁ Καζαντζάκης μεγιστοποιεῖ στὰ ἔργα του.
.               Διόνυσος καὶ Ὑπεράνθρωπος: Γιὰ νὰ περιγράψει τὴν βούληση γιὰ κυριαρχία τῶν Ὑπερανθρώπων-Λυτρωτῶν του, ὁ Νίτσε ἀνατρέχει στὴν ἐποχὴ ποὺ «στὰ στήθη τῆς Ἑλλάδας βογκοῦσε τὸ χάος, ἡ μεγάλη πίκρα, ἡ ἀντικεια βουλή», ἐπειδὴ σ’ αὐτὰ κυριαρχοῦσε «Ἕνας ἀχαλίνωτος θεός, ὁ Διόνυσος», καὶ τοὺς ταυτοποιεῖ ὡς τοὺς φορεῖς τοῦ «διονυσιακοῦ πνέματος», τῆς «διονυσιακῆς μέθης» καὶ τῶν «ἀκράτητων διονυσιακῶν δυνάμεων».
.               Ὁ Διόνυσος, Λυτρωτὴς τῆς Εὐρώπης: Ἀπὸ τὸν Διόνυσο καὶ τοὺς φορεῖς τῆς μέθης του –δηλαδή, τοὺς φορεῖς τῆς βούλησης γιὰ κυριαρχία– προσμένει ὁ Νίτσε τὴν «λύτρωση» τῆς Εὐρώπης, διότι, κατ’ αὐτόν: «Ἡ Εὐρώπη χάνεται καὶ πρέπει νὰ ὑποβληθεῖ στὴν αὐστηρὴ δίαιτα τῶν ἀρχηγῶν. Ἡ ἠθικὴ ποὺ σήμερα κυριαρχεῖ εἶναι ἔργο σκλάβων εἶναι συνωμοσία ποὺ ὀργάνωσαν οἱ ἀδύνατοι καὶ τὸ κοπάδι ἐνάντια στὸν δυνατὸ καὶ τὸν τσοπάνη. Οἱ σκλάβοι ἀναποδογύρισαν μὲ συφεροντολόγα πονηριὰ τὶς ἀξίες: κακὸς εἶναι, κήρυξαν, ὁ δυνατός, ὁ δημιουργός· καλὸς εἶναι ὁ ἄρρωστος κι ὁ ἠλίθιος· δὲν ἀντέχουν τὸ πόνο· κατάντησαν φιλάνθρωποι χριστιανοὶ καὶ σοσιαλιστές. Μονάχα ὁ Ὑπεράνθρωπος, σκληρὸς μὲ τὸν ἑαυτό του, μπορεῖ νὰ χαράξει καινούριες ἐντολὲς καὶ νὰ δώσει στὶς μάζες σκοποὺς καινούριους». Μὲ ἄλλα λόγια, Νίτσε καὶ Καζαντζάκης νοοῦν ὡς «λύτρωση» –τῆς Εὐρώπης, ἀλλὰ καὶ ὡς δική τους– τὴν ἀποδέσμευση ἀπὸ τοὺς ἠθικοὺς φραγμοὺς καὶ ἀπὸ τοὺς νόμους καὶ θεσμοὺς ποὺ ἀπορρέουν ἐξ αὐτῶν, τοὺς ὁποίους θέτουν στοὺς ἀδίστακτους καὶ δυναμολάγνους ἐξουσιαστές, ὁ ἀρχαιοελληνικὸς ἀνθρωπισμὸς καὶ ὁ χριστιανικὸς θεανθρωπισμός.
.               Γερμανία καὶ «Τραγικὸς Πολιτισμός»: τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ «διονυσιακοῦ πνέματος» καὶ τῶν «ἀκράτητων διονυσιακῶν δυνάμεων» στὴν Γερμανία ὁ Νίτσε ἀνίχνευε στὴν ὁλοένα πιὸ ἔντονη βούληση γιὰ κυριαρχία ποὺ ἐξέπεμπε ἡ γερμανικὴ μουσική: «Ἡ γερμανικὴ μουσική, ἀπὸ τὸν Μπὰχ ἴσαμε τὸν Βάγκνερ, διαλαλεῖ τὸν ἐρχομό του» (σ.σ. τοῦ Διονύσου, δηλαδή, τῆς βούλησης γιὰ κυριαρχία). Καὶ ἤξερε ὅτι, ὅταν ὁ «ἀχαλίνωτος» αὐτὸς θεὸς καὶ οἱ ἀνεξέλεγκτες δυνάμεις τοῦ ἐπικρατήσουν στὴν Γερμανία, θὰ γεννήσουν ἕναν «Νέο “τραγικὸ πολιτισμό”». Ὁ Νίτσε, δηλαδή, ἤξερε ὅτι, ὅπου κυριαρχεῖ ἡ ἄλογη καὶ τυφλὴ βούληση γιὰ δύναμη καὶ κυριαρχία, αὐτὴ «συντρίβει τὴν ἀτομικότητα», «ἄνθρωποι καὶ θεριὰ ἀδελφώνονται, ὁ θάνατος εἶναι κι αὐτὸς ἕνα ἀπὸ τὰ προσωπεῖα τῆς ζωῆς καὶ τὸ παρδαλὸ μαγνάδι τῆς πλάνης ξεσκίζεται κι’ ἀγγίζουμε στῆθος μὲ στῆθος τὴν ἀλήθεια: Ὅλοι εἴμαστε ἕνα. Ὅλοι εἴμαστε Θεός». Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ Νίτσε ἤξερε τί τραγωδία μέλλει νὰ προκαλέσει ἡ «διονυσιακὴ μέθη» δυναμολαγνείας –ποὺ διέβλεπε ὅτι (ξανα)κυρίευε τὸν νοῦ καὶ στὴν ψυχὴ τῶν Γερμανῶν, ἀπὸ τὰ τέλη ἤδη τοῦ 19ου αἰώνα: ὁ ἄνθρωπος θὰ μεταβληθεῖ σὲ ἁπλὸ ζωικὸ ὂν (ὁ δὲ δυνατός, σὲ θηρίο)· ὁ θάνατος τῶν ἀδυνάμων δὲν θὰ ἔχει σημασία, ἀφοῦ καὶ ἡ ζωή τους δὲν θὰ ἔχει πιὰ ἀξία· τὸ πλέγμα τῶν ἠθικο-θρησκευτικῶν ὁρίων καὶ ἀξιῶν θὰ διαρρηχθεῖ· ὅλοι (ἰδίως οἱ δυνατοὶ) θὰ θεωροῦν ὅτι ὅλα τοὺς ἐπιτρέπονται· καὶ θὰ ἐπικρατήσει τὸ χάος, ὁ ἀλληλοσπαραγμὸς καὶ ἡ ἀπόγνωση.
.               Προφήτης, ἢ Τροχιοδείκτης Τυραννίας; Τὸ 1940, ὁ Καζαντζάκης ἀποκαλεῖ τὸν Νίτσε «προφήτη», ἀκριβῶς διότι ἐκεῖνος εἶχε προβλέψει –σχεδὸν τριάντα χρόνια πρὶν ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὸν Α΄ παγκόσμιο πόλεμο– ὅτι: «Ὁ νέος τραγικὸς πολιτισμὸς θ’ ἀναπηδήσει ἀπὸ τὴ Γερμανία».
.               Τὸ γεγονὸς ὅτι, σήμερα, ὁ Νίτσε ἐπαληθεύεται γιὰ τρίτη φορὰ –ἀφοῦ πολλοὶ ἀναλυτὲς ἀναφέρονται πλέον σὲ μία «γερμανικὴ Εὐρώπη» καὶ σὲ ἕνα οἰκονομικὸ Δ΄ Ράιχ– ἀποδεικνύει ἁπλῶς τὰ ἑξῆς: α)  ὅτι, οἱ ἐξουσιαστὲς γνωρίζουν ὅτι, αὐτὸ ποὺ προστατεύει τὴν ἐλευθερία τῶν πολλῶν ἀπὸ τὴν τυραννία τῶν ὀλίγων εἶναι τὸ σύνολο τῶν ἠθικο-θρησκευτικῶν ἀξιῶν τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ (ἐξ οὗ καὶ ἡ ἀπέχθειά τους πρὸς τὸν ἀρχαιοελληνικὸ ἀνθρωπισμὸ καὶ τὸ μένος τους κατὰ τοῦ χριστιανικοῦ θεανθρωπισμοῦ)· καὶ β) ὅτι, μελετώντας προσεκτικὰ τὸν Νίτσε (καί, ἀργότερα τὸ πνευματικοπαίδι του, τὸν Καζαντζάκη), οἱ ἐξουσιαστὲς ἀναγνώρισαν στὴν ἀναδυόμενη γερμανικὴ βούληση γιὰ κυριαρχία, τὴν ψυχοπνευματικὴ ἀχίλλειο πτέρνα τῆς Εὐρώπης. Καὶ ἔδρασαν ἀναλόγως.
.               Ἡ Ἐκδίκηση τῆς Λογικῆς: Ὁ Νίτσε –πού, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν χριστιανισμό, ἀπέρριπτε καὶ τὴν Λογικὴ (καὶ πέθανε διεγνωσμένα παράφρων)– οὐδέποτε ἀποτελείωσε τὸ «Τάδε Ἔφη Ζαρατούστρας», διότι τὰ ἴδια τοῦ τὰ «ὁράματα» τὸν ἔθεταν ἐνώπιον τῶν ἑξῆς λογικῶν ἀδιεξόδων: «Ὁ αἰώνιος Γυρισμὸς εἶναι χωρὶς ἐλπίδα· ὁ Ὑπεράνθρωπος εἶναι μία μεγάλη ἐλπίδα· πῶς μποροῦν τὰ δύο αὐτὰ ἀντικρουόμενα ὁράματα ν’ ἁρμονιστοῦν;». Ἀφοῦ, δηλαδή, ἡ ἀνθρωπότητα εἶναι δεσμευμένη στὸν τροχὸ τοῦ «αἰώνιου Γυρισμοῦ» της πρὸς τὶς ἴδιες ἐπακριβῶς συνθῆκες ζωῆς καὶ πρὸς τὴν ἴδια ἐπακριβῶς «φρίκη» της, πῶς καὶ ἀπὸ τί μέλλει νὰ τὴν «λυτρώσει» ἡ κάστα τῶν Ὑπερανθρώπων-Λυτρωτῶν;
.               «Ἡ ψυχὴ τοῦ Νίτσε ἀπὸ τότε πιὰ φτεροκοπάει στὸν γκρεμὸ τῆς παραφροσύνης», γράφει ὁ Καζαντζάκης· χωρὶς παρ’ ὅλα ταῦτα νὰ πάψει νὰ θαυμάζει τὸν μὲν Νίτσε ὡς «προφήτη» καὶ «Μεγαλομάρτυρα», τὸν δὲ Ὑπεράνθρωπο ὡς κάστα ἀδίστακτων ἐξουσιαστῶν· ἀλλὰ καὶ χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ ἐπιλύει τὸ πρόβλημα τῆς λύτρωσης τῆς ἀνθρωπότητας ἀπὸ τὴν «φρίκη τῆς ζωῆς».
.               Καζαντζάκης καὶ «Δύναμη»: Καί, δὲν ἐπιλύει τὸ πρόβλημα αὐτό, διότι, ἁπλά, δὲν τὸ θεωρεῖ πρόβλημα. Ὡς πιὸ “δυνατός” ἀπὸ τὸν Νίτσε, ὁ Καζαντζάκης ἀφαιρεῖ τὸ προσωπεῖο τοῦ Διονύσου, γιὰ νὰ μᾶς ἀποκαλύψει μία ἀόρατη μέν, ἀλλὰ ἀπόλυτα ὑπαρκτὴ ὀντότητα, τὴν ὁποίαν ἀρχικὰ ἀποκαλεῖ «μεγάλη μυστικὴ Δύναμη». Παραλλήλως, ἐγκαταλείπει καὶ τὰ ἀλληγορικὰ-μυθολογικὰ περὶ  τοῦ Ὑπερανθρώπου ὡς φορέα τῶν διονυσιακῶν δυνάμεων, γιὰ νὰ τὸν ταυτοποιήσει πλέον ὡς φορέα τῆς βούλησης γιὰ κυριαρχία τῆς ἀόρατης αὐτῆς ὀντότητας, στὴν ὁποίαν ἀποδίδει τὶς ἀκόλουθες ἰδιότητες: «Ὑπάρχει, φαίνεται, μία Δύναμη ἔξω καὶ μέσα στὸν ἄνθρωπο, ποὺ θαρρεῖς ἕνα καὶ μόνο σκοπὸ ἔχει: ν’ ἀνέβει». Ποῦ; σὲ ποιόν ἀνήφορο; Κανένας δὲν ξέρει· κάπου κάπου μονάχα μποροῦμε, ἀφουκραζόμενοι τὸ αἷμα μας, νὰ μαντέψουμε τὸ ρυθμό της. Κι ὅταν μία πράξη, ἕνας ἄνθρωπος, ἕνας στοχασμός, πεταχθοῦν στὸ δρόμο της, ἐμποδίζοντας τὸ ἀνέβασμά της, τὴν κυριεύει θυμός. Ὄχι θυμός· λύσσα. Χιμάει, χτυπάει τυφλά, ξεκάνει σωρὸ καλοὺς καὶ κακούς, ξεσκίζει ἡ ἴδια τὶς σάρκες της, σὰ νά ᾽ταν καὶ τὸ κακὸ τοῦτο, καὶ τὸ ἐμπόδιο τοῦτο, ποὺ μπῆκε στὸ ἀνηφόρισμά της, σάρκα ἀπὸ τὴ σάρκα της· ρυθμὸς καὶ παράβαση ρυθμοῦ, σὰ νά ᾽ταν καὶ τὰ δύο μέσα στὴ φύση της. Γι᾽ αὐτὸ ἡ φοβερὴ αὐτὴ Δύναμη δὲν μπορεῖ νὰ σκοτώσει τὴν ἀτιμία, τὸ ἔγκλημα, τὸ πάθος, τὴν προστυχιά, χωρὶς νὰ πληγώσει βαριὰ τὸν ἑαυτό της». (…) «Πότε χιμάει μανιασμένη νὰ πνίξει τὸ κακό, σὰ νά ᾽ταν  ὁ μεγαλύτερός της ὀχτρός, πότε χαίρεται νὰ συντρίβει ὅ,τι καλύτερο ἔχει ὁ κόσμος τοῦτος. Ἂν ἦταν χωρὶς ἠθικὲς λαχτάρες, γιατί τότε νὰ πολεμάει μὲ τόση λύσσα τὴν ἀδυναμία, τὴν ἀτιμία, τὴν ψευτιά; Κι ἂν εἶχε ἠθικὲς λαχτάρες, γιατί νὰ σκοτώνει μὲ τόση σιγουράδα καὶ κακεντρέχεια τὶς μεγάλες ψυχές;»
.                 Περιγράφοντας τὴν «Δύναμη» αὐτὴ ὡς διφυῆ, ὁ Καζαντζάκης προσεγγίζει τὸ ἀντιθετικὸ ζεῦγος δυνάμεων τοῦ Γὶν-Γιάνγκ. Χαρακτηρίζοντάς την, ὅμως, ὡς φοβερή, λυσσαλέα, ἄλογη, ἀμείλικτη, αὐθαίρετη, κακόβουλη, καταστροφικὴ καὶ ἀνθρωποκτόνο –καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο, ὡς «ἀχόρταγη, πονηρὴ καὶ ἀνήλεη»–, τὴν ταυτοποιεῖ σαφῶς ὡς τὸ Ἀπόλυτο Κακό, ἀποδεικνύοντας –ἂν ὄχι σὲ τί «θύει» τὰ ἔθνη– σὲ τί «θύει» ὁ ἴδιος.

    Τὸ Ἀπόλυτο Κακό, Μόνη Πηγὴ Ζωῆς: Ὁ Καζαντζάκης, δηλαδή, δὲν ἐπιλύει τὸ πρόβλημα τῆς λύτρωσης τῆς ἀνθρωπότητας ἀπὸ τὴν φρίκη τῆς ζωῆς, διότι θεωρεῖ τὸ Ἀπόλυτο Κακὸ ὡς τὴν μόνη πηγὴ ζωῆς, δημιουργίας καὶ ἐνέργειας καὶ ὡς τὴν μόνη κινητήριο δύναμη τῆς ἀνθρωπότητας: «Ἂν κόψεις ὅλα τὰ ἐλαττώματα ἀπὸ μία ψυχή, αὐτὴ παραμορφώνεται καὶ μαραίνεται. Γιατί χάνει μερικές, ἴσως τὶς πιὸ βαθιές, ρίζες της ποὺ τῆς φέρνουν θροφὴ ἀπὸ τὰ χώματα. Καὶ τῆς δίνουν δύναμη νὰ βαστάει καὶ ν’ ἀντέχει στὸ ἀποκρουστικὸ θέαμα τῆς καθημερινῆς φθορᾶς καὶ τοῦ καθημερινοῦ θανάτου, (…) «μονάχα οἱ ξεθυμασμένοι –καὶ πρὸ πάντων οἱ ἐντελῶς ξεθυμασμένοι, οἱ νεκροὶ– εἶναι λυτρωμένοι ἀπὸ κάθε κακία». (Κατ’ αὐτόν, δηλαδή, οἱ Ἅγιοί μας ἦσαν ζωντανοὶ-νεκροί.)
.                 Ἀφουγκραζόμενος τὸ Δικό του «Αἷμα»: τὴν παρουσία τῆς βούλησης γιὰ κυριαρχία τῆς ἄλογης, κακόβουλης καὶ ἀνθρωποκτόνου αὐτῆς -ἀόρατης, ἀλλὰ ὑπαρκτῆς- ὀντότητας ὁ Καζαντζάκης ἐντοπίζει παντοῦ καὶ στὰ πάντα. Π.χ., τὴν βλέπει νὰ ἐκφράζεται στὴν γοτθικὴ θρησκευτικὴ ἀρχιτεκτονικὴ ὡς «κάτι παράφορο κι ὁρμητικό, μία ἔνθεη ἀλλοφροσύνη ποὺ συνεπαίρνει ξάφνου τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κάνει νὰ ἐξορμάει στὴν γαλάζιαν ἐρημιὰ καὶ νὰ ζητάει νὰ αἰχμαλωτίσει τὸν μεγάλο ἀνθρωποφάγο κεραυνὸ ποὺ ὀνομάζουμε “Θεό”». Ἀκόμα καὶ στὶς «τίγρες» βλέπει «τὸ πιὸ ἀποκαλυπτικό, τὸ πιὸ ἀντιπροσωπευτικὸ δημιούργημα τῆς ζωῆς. Εἶναι ἡ καθαρὴ οὐσία τῆς φοβερῆς δημιουργικῆς κίνησης, ἡ γυμνή, ἀχόρταγη, πονηρή, ἀνήλεη δύναμη, λυγερὴ πολὺ κι ὅλο ὕπουλη ἐπικίντυνη χάρη –ἀπαράλλαχτη σὰν τὸ Πνέμα. Ἂν τὸ Πνεῦμα ἦταν ὁρατό, ἔτσι σὰν τὸν τίγρη θὰ περπατοῦσε, καὶ θά ᾽τρωγε τὴν ἴδια τροφή: κοτρώνια κρέας. Κι ἔτσι, μὲ τὸ ἴδιο κίτρινο μάτι, πιτσιλισμένο αἷμα, θὰ κοίταζε τοὺς ἀνθρώπους. Ὄχι σὰν ὀχτρός, οὔτε σὰ φίλος· σὰν κρέας».
.                 Τὴν βούληση γιὰ κυριαρχία τῆς δύναμης τοῦ Ἀπόλυτου Κακοῦ –ἡ ὁποία βλέπει τὴν ἀνθρωπόμαζα σὰν «κρέας», δηλαδή, σὰν ἀπρόσωπη καὶ ἀναλώσιμη ὀργανικὴ ὕλη– ὁ Καζαντζάκης ἐντοπίζει καὶ μέσα του. Ἐξ ἄλλου, ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον τὴν περιγράφει, μαρτυράει ἔντονη ἐμπειρία τῆς ἐπενέργειάς της ἐντός του.
.                 Μεταγγίζοντας τὸ «Αἷμα» του: Αὐτὴν ἐνσταλάζει καὶ στοὺς ἀνυποψίαστους ἢ ἀποίμαντους ἢ ἄθεους ἀναγνῶστες του, διὰ τῆς ὑποβολῆς. Ἡ πιὸ συνήθης πρακτική του εἶναι ἡ χρήση τοῦ πρώτου πληθυντικοῦ προσώπου, διὰ τοῦ ὁποίου τοὺς συμπαρασύρει στὴν δίνη τῆς δικῆς του ἐμπειρίας, καὶ στὴν ἕνωσή τους μὲ τὸν δικό του «θεό». Ὅσοι παρασύρονται χωρὶς νὰ τὸ συνειδητοποιοῦν, γίνονται μοιρολάτρες καὶ ὑποταγμένοι. Ὅμως, ὅσοι βρίσκουν, στὴν «Δύναμη» αὐτή, τὸ ἄλλοθι γιὰ τὴν ἀγριότητα τῆς δικῆς τους βούλησης γιὰ κυριαρχία, αὐτοὶ ἀποκτοῦν τὴν αὐτοσυνειδησία τῶν «ἐκλεχτῶν», στοὺς ὁποίους ὅλα ἐπιτρέπονται, καὶ μεταλλάσσονται σὲ συνειδητοὺς Θύτες (ὅπως οἱ παγκοσμιοποιητὲς καὶ οἱ ἀρωγοί τους)
.                 Ἡ Φωνὴ τοῦ Δαίμονα: Ἐπὶ παραδείγματι, μὲ ἀφορμὴ τὶς σαιξπηρικὲς τραγωδίες –καὶ ἐνῶ μαίνεται ὁ πόλεμος στὴν Εὐρώπη– ὁ Καζαντζάκης ὑποβάλλει στοὺς δυτικοὺς ἀναγνῶστες του ὅτι, ὅλοι ἀντιλαμβανόμαστε, «μέσα μας», τὴν ὕπαρξη μίας «ἄλλης φωνῆς»: «Μέσα μας μία φωνή, ὁ “ἄνθρωπος”, εἶναι φυσικὸ νὰ πονάει τοὺς ἀνθρώπους καὶ ν’ ἀποτροπιάζεται τὸ αἷμα· μὰ μέσα μας ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη φωνή, ποὺ δὲ νοιάζεται γιὰ τὴν ἀσφάλεια, τὴν καλοπέραση καὶ τὴν εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ξέρει πώς, χωρὶς τὸν Πατέρα Πόλεμο, θὰ βούρκιαζε, στεκάμενο νερό, ἡ ζωή. Ἡ ἀπάνθρωπη αὐτὴ φωνὴ μέσα στὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι δική μας· εἶναι κάποιου δαίμονα ποὺ ἐνεδρεύει στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἀπάνθρωπη καὶ ὑπεράνθρωπη. Ἢ καλύτερα: Περάνθρωπη, ποὺ φωνάζει, καὶ μάχεται γιὰ σκοποὺς πέρα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Κι ἡ φωνὴ αὐτὴ “ἐλπίζει” πὼς ὁ πόλεμος δὲ θὰ πάψει ποτέ».
.                 Βέβαια, αὐτοὶ οἱ «σκοποὶ πέρα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο» θὰ μποροῦσαν νὰ παραπέμπουν στὶς νομοτελειακὲς «διαδοχικὲς φάσεις τῆς γενικῆς μεταβολῆς τῶν ὄντων» τοῦ Γὶν-Γιάνγκ. Ὅμως, τόσο ὁ ἀνθρωποκτόνος «δαίμονας ποὺ ἐνεδρεύει μέσα στὴν ψυχή μας», ὅσο καὶ ἡ ἀνηλεὴς πηγὴ ἐκπορεύσεώς του καὶ τὰ παρελκόμενά της, παραπέμπουν σαφῶς ἀλλοῦ, γεγονὸς ποὺ ὁ Καζαντζάκης ὄχι ἁπλῶς γνωρίζει –καὶ ὄχι μόνον ἀναγνωρίζει ἐντός του–, ἀλλὰ μεταλαμπαδεύει καὶ σὲ ἐμᾶς, μεταλλάσσοντάς μας, ἄλλους μὲν σὲ θύτες, ἄλλους δὲ σὲ θύματα.
.                 Ἡ «Δύναμη ποὺ Σκοτώνει» καὶ ἡ Ἀριστοκρατία της: Ἄλλο παράδειγμα ἀθέατης μύησής μας στὸν δικό του «θεὸ» εἶναι τὸ ἑξῆς: μὲ τὸ ἐπιχείρημα ὅτι, ὁ θάνατος τοῦ ἥρωα τῆς σαιξπηρικῆς τραγωδίας ἀφήνει πίσω του μία «μυστηριώδη οὐσία», ἡ ὁποία δίνει στὸν ἥρωα «ἀκατάλυτη ζωή», ὁ Καζαντζάκης μᾶς ὑποβάλλει ὅτι: «Γι’ αὐτὸ νιώθουμε ἀνεξήγητη ἀνακούφιση στὸ τέλος τῆς τραγωδίας. Μίαν παράξενη συμφιλίωση μὲ τὴν Δύναμη ποὺ σκοτώνει. Συμφιλίωση μονάχα; Μπορεῖ, θαρρῶ, κι εὐγνωμοσύνη». «Γιατί ἡ Δύναμη αὐτὴ πρώτη φορὰ μᾶς δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ μαντέψουμε, βλέποντας τὸν ἥρωα νὰ συντρίβεται ὄρθιος κάτω ἀπὸ τὸ βάρος ἀλάκερου τοῦ Σύμπαντου, πὼς ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου πρέπει νά’ ναι κάτι φοβερό, καὶ μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου μία ἄλλη δύναμη, πολὺ πιὸ φοβερὴ ἀκόμα, ὅλο ποιότητα, ποὺ καταφρονάει, καὶ πέρα ἀπὸ τὸ θάνατο, τὴν τυφλὴ ὅλο χτηνωδία ποσότητα».
.                 Μὲ πρόσχημα, δηλαδή, τὶς σαιξπηρικὲς τραγωδίες, ὁ Καζαντζάκης μᾶς μυεῖ στὸν πυρήνα τῆς –ἀπογυμνωμένης ἀπὸ μυθολογικὲς ἀλληγορίες– δικῆς του «ἀλήθειας», ἡ ὁποία εἶναι ὅτι: ὅποιος θέλει νὰ ἀνήκει –ἢ αἰσθάνεται ὅτι ἀνήκει– στὴν μεταφυσικὴ ἀριστοκρατία τῶν Ἀδίστακτων, ἀποδέχεται ὅτι, οἱ ποιοτικές, «ζωντανὲς» καὶ δυνατὲς ψυχὲς καταφρονοῦν τὴν ζωὴ τῆς «τυφλῆς ὅλο χτηνωδία ποσότητας», πού, γι’ αὐτές, εἶναι ἁπλὸ «κρέας». Ἀποκαλεῖ, μάλιστα, τὰ ἔργα τοῦ Σαίξπηρ τὴν «Βίβλο τοῦ ἐλεύτερου ἀνθρώπου», διότι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ὁ ἴδιος τὰ ἑρμηνεύει, τὸν συμφιλιώνει μὲ τὴν δική του βούληση κυριαρχίας καὶ μὲ τὰ δικά του ἀνθρωποκτόνα ἔνστικτα, καὶ ἔτσι τὸν ἀπελευθερώνει ἀπὸ κάθε τύψη καὶ ἐνοχή. Ἐξ οὗ καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη του πρὸς «τὴν Δύναμη ποὺ σκοτώνει».
.                 Τὸ Δίκαιο Ἀνήκει στὴν Δύναμη: Σημειωτέον ὅτι, τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ οἱ δυνάμεις τοῦ ναζισμοῦ ἐφορμοῦσαν κατὰ τῆς ὑπόλοιπης Εὐρώπης, ὁ Καζαντζάκης –πού, ὅπως ὁ Νίτσε, ἀπεχθανόταν τὸν δυτικὸ πολιτισμὸ καὶ πίστευε ὅτι, «Ὁ νέος τραγικὸς πολιτισμὸς θ’ ἀναπηδήσει ἀπὸ τὴ Γερμανία»– ἔγραφε μὲ ἀγαλλίαση: «Ξεσκίσθηκαν οἱ μάσκες, γκρεμίστηκε ἡ πίστη, ἄνοιξαν οἱ καταπαχτὲς ποὺ κρατοῦσαν καταχωμένες τὶς μέσα μας ἀπάνθρωπες δυνάμεις». «Βρισκόμαστε πιά, μπαίνουμε πιά, στὴν ἀρχή. Δὲν εἶναι πιὰ παρακμὴ ἡ ἐποχή μας, ὅπως σοῦ ἀρέσει νὰ πιστεύεις, γιὰ νὰ δικαιολογήσεις τὴν ὕπαρξή σου· εἶναι ἀκμὴ ἀπὸ τεράστιες δυνάμες, βάρβαρες μπορεῖ, μὰ ἔτσι ἀρχινοῦν πάντα οἱ πολιτισμοί». Πρὸς ἐπίρρωση δὲ αὐτοῦ, προσέθετε: «Ὁ Τσιγκισχάνος φοροῦσε ἕνα σιδερένιο δακτυλίδι κι ἀπάνω ἦταν χαραγμένες δύο λέξες: “Ραστὶ-Ρουστί”, Δύναμη, Δίκιο. Ἡ ἐποχή μας φόρεσε τὸ σιδερένιο τοῦτο δαχτυλίδι». Μὲ γνώμονα, δηλαδή, ὅτι τὸ δίκαιο ἀνήκει στὴν δύναμη –ὅπως ἐπιτάσσουν καὶ τὰ ἀμφιλεγόμενης προέλευσης «Πρωτόκολλα τῶν Σοφῶν τῆς Σιών»– ὁ Καζαντζάκης ἔβλεπε τὶς δυνάμεις τοῦ Τρίτου Ράιχ, ὄχι ὡς ἁπλοὺς φορεῖς τῆς ἀμέσως ἑπόμενης ἀπὸ τὶς «διαδοχικὲς φάσεις τῆς γενικῆς μεταβολῆς τῶν ὄντων» τοῦ Γὶν-Γιάνγκ, ἀλλὰ ὡς φορεῖς τῆς βούλησης γιὰ κυριαρχία τῆς ἀνηλεοῦς «Δύναμης ποὺ σκοτώνει». Καί, τὶς θαύμαζε ἀκριβῶς γι’ αὐτό. Τὸν θαυμασμὸ δὲ αὐτὸν ἐπιβάλλει στοὺς ἀνυποψίαστους ἀναγνῶστες του διὰ τοῦ πνευματικοῦ ἐκβιασμοῦ –δηλαδή, περιφρονώντας ὡς “κατώτερο” ὅποιον διαφωνεῖ.

 Οἱ Ἀδίστακτοι Ἐφορμοῦν: Τὶς βάρβαρες αὐτὲς δυνάμεις, ὁ Καζαντζάκης ἐξυμνεῖ διθυραμβικά: «Οἱ ζωντανὲς αὐτὲς ψυχὲς ρίχνουνται στὴ δράση. Περιφρονοῦν τὸ πνέμα, εἶδαν τὴ χρεοκοπία τῆς παλιᾶς γενεᾶς. (…) Εἶδαν καὶ σιχάθηκαν, καὶ ρίχτηκαν νὰ γκρεμίσουν ἕνα τέτοιο συγκρότημα καμουφλαρισμένης σκλαβιᾶς, καλοπέρασης καὶ ψευτιᾶς. Κάνουν ἕφοδο. Οἱ καλύτεροι νέοι τοῦ κόσμου σήμερα δὲ γράφουν, ἐνεργοῦν. Ἀντικρύζουν ἡρωικὰ τὸν θάνατο, τοὺς κυριεύει ἔνθεη μανία, ἄνοιξε ἡ καταπαχτὴ καὶ τινάχτηκαν οἱ ὑποχθόνιες δύναμες ἀπὸ τὰ παμπάλαια ἱερὰ σκοτάδια τοῦ ὑποσυνείδητου καὶ κάνουν ἕφοδο».
.                 Τὸ γεγονός, ὅμως,  ὅτι, θεωρεῖ «νεκρούς» τοὺς «λυτρωμένους ἀπὸ κάθε κακία», ἐπιβεβαιώνει ὅτι: ὁ Καζαντζάκης θαυμάζει ὡς «ζωντανὲς ψυχὲς» τὶς δυνάμεις τοῦ ναζισμοῦ, ἐπειδὴ τὶς ἀναγνωρίζει ὡς ψυχὲς ὑποδουλωμένες σὲ κάθε κακία· δηλαδή, τὶς θαυμάζει ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶναι φορεῖς τῆς βούλησης γιὰ κυριαρχία τῆς Δύναμης τοῦ Ἀπόλυτου Κακοῦ ποὺ διέπει τὸ δικό του «συμπαντο».
.                 Οἱ Ἀδίστακτοι, Γεννήτορες Πολιτισμῶν: Ὁ Καζαντζάκης παραλλάσσει καὶ τὸν νιτσεϊκὸ «τροχὸ τοῦ καιροῦ» ὡς ἑξῆς: ἀποδέχεται μὲν ὡς ἀναπόδραστο τὸν «αἰώνιο Γυρισμὸ» στὴν ζωὴ τῆς κάστας τῶν ἀδίστακτων ἐξουσιαστῶν, ὄχι ὅμως ὡς μετενσάρκωση τῶν ἰδίων ἀνθρώπων στὶς ἴδιες συνθῆκες ζωῆς, ἀλλὰ ὡς φορεῖς τῶν συνεχῶν ἐπανεκδηλώσεων τῆς βούλησης γιὰ κυριαρχία τῆς «δύναμης ποὺ σκοτώνει». Μὲ τὴν παραλλαγὴ αὐτήν, οἱ ἀδίστακτοι ἐξουσιαστὲς δὲν νοοῦνται πλέον ὡς νιτσεϊκοὶ διονυσιακοὶ Ὑπεράνθρωποι-Λυτρωτές, ἀλλὰ ὡς ἀνηλεεῖς, καταστροφεῖς, θύτες, ἅρπαγες καὶ ἀνθρωποκτόνοι. Καὶ αὐτοὶ συνιστοῦν τὴν δική του ἐκδοχὴ τοῦ Ὑπεράνθρωπου. Αὐτοὺς ἐξιδανικεύει, καὶ γι’ αὐτὸ τὸν προβάλλουν οἱ παγκοσμιοποιητές.
.                 Μὲ τὸ σαθρὸ δὲ ἐπιχείρημα ὅτι, «μὰ ἔτσι ἀρχινοῦν πάντα οἱ πολιτισμοί», ὁ Καζαντζάκης προβάλλει ὡς νομοτελειακὰ ἐπιβαλλόμενες τὶς ἀενάως ἐπαναλαμβανόμενες (ἑκάστοτε διαφορετικὲς) ἐφορμήσεις τῆς βούλησης γιὰ κυριαρχία τῆς κάστας τῶν (ἑκάστοτε διαφορετικῶν) δικῶν του «ἐκλεχτῶν» Ὑπερανθρώπων –γιὰ τοὺς ὁποίους ἰσχύει «τὸ δίκαιο ἀνήκει στὴν δύναμη» καὶ «Τὸ “Θέλω” εἶναι ὁ Νόμος»–, ἐναντίον (τῆς ἑκάστοτε διαφορετικῆς ἀνθρωπόμαζας) τῶν ἀδυνάμων, χωρὶς κανένα ἔλεος ἔναντι αὐτῶν, καὶ μὲ μόνη σταθερὰ ὅτι: «οἱ σκλάβοι πρέπει νὰ ὑπηρετοῦν».
.                 Φυσικὴ Νομοτέλεια, ἡ Εὐτυχία τῶν Ὀλίγων: Τὸ γεγονὸς ὅτι, τέτοιου εἴδους «πολιτισμοὶ» ἔχουν διαχρονικὰ ἀποδειχθεῖ «τραγικοί», ἀκριβῶς ἐπειδὴ -βασιζόμενοι σ’ αὐτὴ τὴ «φυσικὴ» ἠθικὴ- ἐκθέτουν τοὺς πολλοὺς στὴν τυραννία τῶν ὀλίγων, οὐδόλως ἐνοχλεῖ τὸν θαυμαστή του Τζένγκινς Χάν. Καὶ τοῦτο, διότι ὁ ἴδιος –ἐπιλέγοντας νὰ ἀρνεῖται τὸν ἐνανθρωπήσαντα Θεό, ὁ Ὁποῖος κατέρριψε τὸ ἀναπόδραστό της φυσικῆς νομοτέλειας διὰ τῶν θαυμάτων Του, διὰ τοῦ σταυρικοῦ Του μαρτυρίου καὶ διὰ τῆς Ἀναστάσεώς Του –ὑποβάλλει στοὺς ἀνυποψίαστους δυτικοὺς ἀναγνῶστες του ὅτι: ὁ ἄνθρωπος «ἔπλασε ἰδανικὰ καθαρὰ ἀνθρώπινα, πλάσματα κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσή του–τὴ δικαιοσύνη, τὴν ἰσότητα, τὴν εὐτυχία γιὰ ὅλους. Αὐτὰ δὲν ὑπάρχουν πουθενὰ ἔξω ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ζούγκλα ποὺ ὀνομάζουμε οὐρανὸ καὶ γῆ ἔχει ἄλλους νόμους, ὁλότελα ἀντίθετους –τὴν ἀδικία, τὴν ἀνισότητα, τὴν εὐτυχία γιὰ λίγους, ποὺ κι αὐτὴ περνάει καὶ χάνεται σὰν ἀστραπή».

ΠΗΓΕΣ:

O ”ΘΕΟΣ” TOY KAZANTZAKH KAI TOY NIΤΣΕ-1 («Ὁ Νέος Τραγικὸς Πολιτισμὸς θὰ ἀναπηδήσει ἀπὸ τὴν Γερμανία») | Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία (wordpress.com)

O “ΘΕΟΣ” TOY KAZANTZAKH KAI TOY NIΤΣΕ-2 («Ὁ Νέος Τραγικὸς Πολιτισμὸς θὰ ἀναπηδήσει ἀπὸ τὴν Γερμανία») | Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία (wordpress.com)

O “ΘΕΟΣ” TOY KAZANTZAKH KAI TOY NIΤΣΕ-3 («Βούληση γιὰ κυριαρχία τῆς δύναμης τοῦ Ἀπόλυτου Κακοῦ, ἡ ὁποία βλέπει τὴν ἀνθρωπόμαζα σὰν “κρέας”») | Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία (wordpress.com)

O “ΘΕΟΣ” TOY KAZANTZAKH KAI TOY NIΤΣΕ-4 «Αὐτοὺς ἐξιδανικεύει, τοὺς ἀνηλεεῖς, καταστροφεῖς, θύτες, ἅρπαγες καὶ ἀνθρωποκτόνους, καὶ γι’ αὐτὸ τὸν προβάλλουν οἱ παγκοσμιοποιητές. | Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία (wordpress.com)