Τρίτη 11 Ιουλίου 2023

ΓΕΡΩΝ ΑΡΣΕΝΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ. (+1912-1991)

  «Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

Ὑπό  μον. Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου

Ὁ Γέρο Ἀρσένιος εἶναι θεομητορικός μοναχός. Ὁσάκις ὁμιλεῖ, γράφει καί προσεύχεται γιά τήν Θεοτόκο χρησιμοποιεῖ τίς τρυφερώτερες ἐκφράσεις. Αἰσθάνεται ὡσάν νά βλέπει μπροστά του τήν Ἁγνή Θεομήτορα καί συνομιλεῖ μαζί της μέ τόση οἰκειότητα ὅση ἔχει τό μικρό παιδί πρός τήν στοργική του μητέρα. Κι αὐτή ἡ οὐράνια πνευματική σχέσις ὀφείλεται στήν καθαρότητα, τήν ἁπλότητα, τήν εἰλικρίνεια καί τήν ἀγαθότητα τοῦ Γέροντος Ἀρσενίου.

Διακρίνεται ἀνάμεσα στούς λοιπούς Πατέρες γιά τήν ὑψηλή του μυστική κοινωνία μέ τόν οὐράνιο κόσμο. Τόν ἐπρόδιδε καθημερινά τό ἱλαρό καί χαρίεν πρόσωπό του. Ζήσαμε μαζί 16 χρόνια καί δέν τόν εἶδα οὔτε μία φορά νά ὀργισθῆ τό πρόσωπό του. Ἀντίθετα τόν διέκρινε ἡ πραότης, ἡ εἰρηνική καί καθάρια μορφή του, τά χαριτωμένα καί πρωτότυπα ἀστεῖα του, τά ὁποῖα δέν ἦσαν δηκτικά, ἀλλά προκλητικά γιά εὔθυμη διάθεσι.

Ἀγαπᾶ νά συναυλίζεται καί συνδιακονῆ ἰδιαίτερα μέ τούς νέους Πατέρες. Ὅλους τούς χαιρετᾶ μέ τό καλογερικό: "εὐλογεῖτε", χωρίς νά περιμένη τόν χαιρετισμό ἀπό τούς ἄλλους. Προσέχει νά μή λυπήση οὔτε μέ τό νεῦμα τῶν ὀφθαλμῶν του κάποιο μοναχό ἤ λαϊκό. Ἄν, ἔστω καί κατά φαντασίαν συλλάβη τόν ἑαυτό του ἔνοχον γιά κάτι, τρέχει ἀμέσως νά βάλη μετάνοια, νά ζητήση συγχώρησι, ἄς εἶναι καί ὁ τελευταῖος Δόκιμος.

Ἡ παρουσία τέτοιων Γεροντάδων στό τόπο τῆς Μετανοίας μας εἶναι ἀναμφίβολα ἕνα πολύτιμο καί ἀκριβό  δῶρο τοῦ Θεοῦ γιά τήν ζωή μας. Αἰσθανόμεθα μικροί καί τιποτένιοι μπροστά τους, ἀλλά καί ἀτενίζοντάς τους σκεπτόμεθα πόσοι πνευματικοί ἀγῶνες θά χρειασθοῦν γιά νά φθάσουμε, ἔστω καί στά κράσπεδα τῶν ἱματίων τους!

Ἔτσι, ἕνα ἀπόγευμα τοῦ ἔτους 1988, τρία χρόνια πρίν ἀπό τήν ὁσιακή τελευτή του, ἔφθασα στό κελλάκι του γιά τήν συνηθισμένη μου ἐνοχλητική στούς ἄλλους ἐργασία.

-Πάτερ Ἀρσένιε, εὐλογεῖτε.

-Ἡ Παναγία νά σ᾿ εὐλογῆ, παιδί μου.

-Μοῦ ἐπιτρέπετε νά περάσω μέσα; Ἦλθα νά μάθω γιά τήν ὑγεία σας καί νά διασταυρώσουμε καί λίγες κουβεντοῦλες γιά τόν μοναχικό μας ἀγῶνα.

-Ἄν ἦλθες γιά συμβουλές, δέν ἔχω τίποτε νά σοῦ εἰπῶ, διότι δέν πιάνουν τόν σημερινό ἄνθρωπο.

-Πές μου, πάτερ Ἀρσένιε, ἄν εἶναι εὐλογημένο ἀπό ποῦ κατάγεσαι καί πῶς ἀπεφάσισες νά γίνης μοναχός.

-Γεννήθηκα στό χωριό Βελβίτσιο Πατρῶν τό 1912. Οἱ γονεῖς μου Ἀντώνιος καί Γεωργία Τσελίκας δέν ἦσαν ἄνθρωποι τῆς ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτό ἔχω πονέσει πολύ στήν ζωή μου, διότι νομίζω ὅτι ἔφυγαν ἀμετανόητοι. Καί προσεύχωμαι νά τούς χαρίση ὁ Θεός καλλίτερο τόπο ἐκεῖ πού εὑρίσκονται. Καί πράγματι κάποια φορά τούς εἶδα στήν προσευχή μου νά εἶναι καλλίτερα.

 Σάν κοσμικός ἤμουν χωροφύλακας στό Α΄Ἀστυνομικό Τμῆμα Πύργου Ἠλείας. Ζοῦσα μέσα στά σκοτάδια τῆς ἁμαρτίας καί τῆς παρανομίας. Μία ἀκτίνα φωτός ἦλθε μία ἡμέρα καί μπῆκε μέσα μου. Μοῦ συνέβη ἕνα θλιβερό περιστατικό καί αὐτό μέ ἀνάγκασε νά συλλογισθῶ γιά τήν ματαιότητα αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί τήν αἰωνιότητα τοῦ ἄλλου.

Μία κοπέλλα 16 ἐτῶν, ἡ Ζωή,  γνωστή ἑνός συναδέλφου μου ἀπέθανε ἀπό φυματίωσι. Αὐτό τό πένθιμο γεγονός μ᾿ ἔκανε νά κλαύσω, νά μετανοήσω γιά τίς ἁμαρτίες μου καί νά παρακαλέσω τόν Θεό νά μέ συγχωρήση. Ἀκόμη τόν παρεκάλεσα νά μέ ἀξιώση νά γίνω μοναχός γιά νά σώσω τήν ἁμαρτωλή ψυχή μου.

Ὅταν ἔφυγα γιά τό μοναστήρι ἤμουν 27 ἐτῶν. Μετά ἀπό πολλές περιπέτειες πού πέρασα τήν περίοδο τοῦ ἀνταρτοπολέμου, ἔφθασα τό 1939 στήν Μονή τῶν Βλαχερνῶν Κυλλήνης Ἠλείας. Τότε τό μοναστήρι εἶχε 12 μοναχούς μέ ἡγούμενο τόν ἀρχιμ. π. Νικηφόρο. Μέ ἔκειρε μοναχό δινοντάς μου τό ὄνομα Ἀγάπιος. Γιά τήν ἐθνική μου δρᾶσι μέ καταζητοῦσαν οἱ Γερμανοί, οἱ ὁποῖοι καί ἔστησαν τό πολυβόλο στό μέσον τῆς αὐλῆς τοῦ μοναστηριοῦ. Σύμφωνα μέ πληροφορίες πού εἶχαν ἀναζητοῦσαν κάποιον Τόντιο Γαλίφα (Ἀντώνιο Τσελίκα-τόν μον.Ἀγάπιο). Ἔψαξαν τό ὄνομα αὐτό στό Μοναχολόγιο. Τελικά δέν τόν βρῆκαν καί ἔφυγαν ἄπρακτοι.

Τήν ἐποχή ἐκείνη δέν ὑπῆρχε πνευματική ζωή στό μοναστήρι μας, γι᾿ αὐτό καί ὁ κάθε μοναχός ἔψαχνε παντοῦ νά βρῆ τρόπο γιά τήν σωτηρία του. Ἐγώ ἔμεινα ἐκεῖ ἕξι χρόνια καί τό 1945 ἀπεφάσισα νά ρθῶ στό Περιβόλι τῆς Παναγίας μας, τό Ἅγιον Ὄρος. Διάλεξα τήν ἱερά Μονή τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου. Τότε ὁ ἡγούμενος π. Βησσαρίων μέ ὑποδέχθηκε καί μέ βοήθησε ποικιλοτρόπως. Σ᾿ ἕνα χρόνο μ᾿ ἐκούρευσε μεγαλόσχημο δίδοντάς μου τό ὄνομα Ἀρσένιος μοναχός.

Σέ τί διακονήματα ἐργασθήκατε στό Μοναστήρι μας, πάτερ Ἀρσένιε;

-Σάν βάσι γιά τήν πνευματική μου προκοπή ἔβαλα τήν ὑπακοή καί διακονοῦσα ὅπου μ᾿ ἔβαζε τό Μοναστήρι. Ἔτσι ἐργάσθηκα στό Ἀμπέλι, στήν ἐκκλησία, στούς κήπους, στό μαγειρεῖο, στό Ἀντιπροσωπεῖο σάν κοναξῆς, στό Τυπικαριό καί ἀλλοῦ.

-Γιατί φύγατε ἀπό τήν Μονή μας καί πήγατε στά Μετέωρα;

--Ἐνωχλήθηκα μέ κάποιον Ἀδελφό τῆς Μονῆς μας. Ὁ διάβολος μοῦ ἔσπερνε συνεχῶς λογισμούς φυγῆς. Τότε κι ἐγώ δέν ἄντεξα καί πῆγα τό 1961 στήν Μονή Βαρλαάμ τῶν Μετεώρων. Ὅμως ὁ νοῦς μου σκεπτόταν σταθερά τό Ἅγιον Ὄρος. Γι᾿ αὐτό τό 1965 ἦλθα στήν Ἰβηρίτικη Σκήτη. Μά καί ἐκεῖ παρουσιάσθηκαν πολλοί πειρασμοί καί ἐπέστρεψα στά Μετέωρα. Αὐτή ἡ ἀκαταστασία μου μέ εἶχε κουράσει πολύ πνευματικά. Ἐλέγχοντας καί καταδικάζοντας τόν ἑαυτό μου ἀπεφάσισα νά γυρίσω καί πάλι στό Περιβόλι τῆς Παναγίας μας.

Ἔμαθα ὅτι στήν Νέα Σκήτη ζοῦσε ἕνας ὑποτακτικός τοῦ φημισμένου ἡσυχαστοῦ Γέροντος Ἰωσήφ, ὁ μοναχός Ἰωσήφ μέ τήν συνοδεία του. Εἶναι ἡ συνοδεία πού ἐπήνδρωσε λίγο ἀργότερα τήν Μονή Βατοπαιδίου. Ἦλθα κοντά τους τό 1972 καί μέ δέχθηκαν. Μετά ἀπό 2-3 χρόνια ὁ γέροντας Ἰωσήφ σχεδίαζε νά πάη σέ κάποιο μοναστήρι. Ἐγώ δέν ἤξερα τί νά κάνω. Ἤμουν ἀπό παλαιότερα μεγαλόσχημος μοναχός τῆς Μονῆς Γρηγορίου. Ἦλθε στόν ὕπνο μου ἡ Θεοτόκος σέ ἡλικία τριῶν ἐτῶν καί μοῦ εἶπε νά μή ξεχνῶ τό Κοιμητήριο τοῦ ἁγίου Νικολάου. Κατάλαβα ἀμέσως καί στόν Εὐαγελισμό της, τό ἔτος 1975, ἐπέστρεψα σάν τόν θαλασσοδαρμένο Ὁδυσσέα στό λιμάνι τῆς Μετανοίας μου.

Ἀπό διάφορα περιστατικά καί βάσανα τῆς ζωῆς μου διδάχθηκα νά μή κατακρίνω κανέναν. Ἀκόμη καί νά ἰδῶ κάποιον νά προσκυνᾶ τά εἴδωλα δέν θά τόν κατακρίνω, διότι, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι ἀκόμη στήν ζωή, λέγω, θά μετανοήση κι αὐτός. Καλά βέβαια τώρα "τοῦ ἔφυγε ὁ σκοῦφος του" καί προσκυνᾶ τά εἴδωλα, ἀλλά ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἀγαπᾶ τόν πλάσμα Του, θά τόν φέρη στήν μετάνοια καί ἐγώ προσεύχομαι καί παρακαλῶ τόν Θεό νά τόν ἐλεήση. Ὅπως λέγει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: "ὅπου ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ Χάρις".

-Πῶς ἠμπορεῖ νά βοηθήση τόν κόσμο ὁ μοναχός, πάτερ Ἀρσένιε;

-Μόνο μέ τίς ἀρετές. Μέ τά λόγια δέν γίνεται τίποτε. Ὁ Γέροντας μᾶς εἶπε ὅτι, ἐάν πηγαίναμε κι ἐμεῖς τακτικά ἔξω στόν κόσμο, δέν θά μᾶς ἔδιναν καμμία σημασία, ὅπως δέν δίδουν σημασία καί σ᾿ αὐτούς πού εὑρίσκονται ἔξω, ἐκτός βέβαια ἐξαιρέσεων.

-Πῶς ἠμποροῦμε νά προοδεύσουμε στήν προσευχή, Γέροντα;

-Ὅπως καταλαβαίνεις καί μέ γνωρίζεις, πάτερ, ἐγώ δέν ἔχω προοδεύσει στήν προσευχή. Συναντῶ τόν Θεό μέ ποικιλία ἔργων. Δηλαδή προσπαθῶ νά κάνω ὑπακοή. Προσπαθῶ νά μή μέ ξεγελάση ὁ διάβολος καί εἰπῶ κανένα ψέμμα. Προσπαθῶ νά εὑρίσκομαι πάντοτε μέσα στά ὅρια τῆς πραγματικότητος, δηλαδή νά λέγω τήν ἀλήθεια καί ν᾿ ἀγαπῶ ἀληθινά τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους. Ἀκόμη προσπαθῶ νά ζῶ μέσα στόν φόβο τοῦ Θεοῦ.

-Τί ἔχετε νά πῆτε γιά τά δάκρυα, πάτερ;

Τί νά σοῦ εἰπῶ; Ἐγώ δέν ἔχω δάκρυα. Μόνο ὅταν καθαρίζω τά κρεμμύδια μοῦ ἔρχονται πολλά δάκρυα καί τρέχω στήν βρύσι νά πλυθῶ. Ἀλλά νά σοῦ εἰπῶ καί τήν καθαρή ἀλήθεια, αὐτά δέν τά ἀφήνει νά τρέξουν ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή εἶμαι χαρούμενος καί μοῦ κάνει ἐντύπωσι πῶς εὐδόκησε ὁ Θεός νά μέ εἰσάγη μέσα σ᾿ αὐτό τό μοναχικό πολίτευμα, ἐνῶ ἤμουνα ἡ σαπίλα τῆς ζωῆς. Κατάλαβες;

-Ποιό εἶναι τό ἀληθινό σημεῖο ταπεινώσεως τοῦ ἀνθρώπου, Γέροντα;

-Ὄχι ἐκεῖνος πού ταπεινολογεῖ καί ψάχνει νά εὕρη τρόπους ταπεινώσεως, ἀλλά ἐκεῖνος πού εἶναι ἀπό τήν καρδιά του ταπεινός.

Ἕνας γνωστός μου μοναχός (εἶναι ὁ ἴδιος ὁ γέρο-Ἀρσένιος) μοῦ εἶπε κάποτε ὅτι εἶδε νήπιο ἑνός ἔτους τήν Παναγία μας καί τήν κρατοῦσε μία ὑπηρέτρια στά χέρια της. Ἦτο τό πρόσωπό της τόσο πολύ στολισμένο μέ ταπείνωσι ἀπό τόν Θεό, ὥστε ὁ μοναχός αὐτός ἀπό τήν ἔκπληξί του, ἔπαθε ἴλιγγο.

Ἡ ταπείνωσις εἶναι χαρακτηριστικό τοῦ ἁγίου ἀνθρώπου καί ἐκδηλώνεται καί στό πρόσωπόν του. Ἡ Παναγία μας δηλαδή πού εἶναι ταπεινή δέν ἀνευρίσκει τρόπους νά ταπεινωθῆ, διότι τό ἐπάγγελμά της εἶναι ἡ ταπείνωσις.

-Πῶς αἰσθάνεσθε, πάτερ Ἀρσένιε, μπροστά στήν Παναγία;

-Εἶμαι ὑπερβολικά εὐγνώμων, διότι μοῦ ἔδωσε ὑπερβολικά χαρίσματα.

-Ποιό εἶναι τό πιό μεγάλο χάρισμα πού σᾶς ἔδωσε;

-Στά δεκατρία χρόνια πού εὑρίσκομαι κοντά στό ἅγιο Γέροντά μας π. Γεώργιο, ἔμπειρο ποιμένα τῶν ψυχῶν, αἰσθάνομαι ὅτι ἡ Παναγία μας ἔχει μεσιτεύσει νά μέ ἑνώση μέ τόν Υἱόν της. Αὐτό δέν τό εἶχα πρίν καί ἀγνοοῦσα τήν θεία ἕνωσι μέ τόν Κύριο. Ἀγωνιζόμουν βέβαια γιά τήν ἀπόκτησι τῶν ἀρετῶν τό κατά δύναμι, ἀλλά εἶχα καί τίς ἐλλείψεις καί ἀδυναμίες μου γιά τίς ὁποῖες εὑρῆκα πρόθυμο ἀρωγό τήν Θεοτόκο.

-Ποιά ἀρετή ἀγαπήσατε περισσότερο καί κοπιάσατε νά τήν ἀποκτήσετε;

-Ἀφ᾿ ὅτου ἔγινα Καλόγερος, τίποτε δέν ἀγάπησα ἀπ᾿ αὐτόν τόν ἔξω κόσμο. Μπαίνοντας στό Κοινόβιο στήν συντροφιά τόσων Ἀδελφῶν, ἀναπαύθηκα πλήρως, διότι μέσα σέ μία τέτοια κοινωνία βλαστάνουν καί ἐπαυξάνουν τά χαρίσματα. Δοκίμασα καί τήν ἡσυχία

μόνος μου, ἀλλά εἶδα ὅτι ἦταν χειρότερα ἀπό τήν ζωή τοῦ Κοινοβίου. Ὅταν φεύγης στήν ἔρημο μέ τό θέλημά σου, δέν σέ πληροφορεῖ ὁ Θεός ὅτι ἡ πνευματική σου ἐργασία εἶναι εὐάρεστη ἐνώπιόν Του.

-Μέ τί τρόπους σᾶς παρηγορεῖ ἡ θεία Χάρις, Γέροντα;

-Αὐτή ἡ Χάρις εἶναι αἰσθητή. Φαίνεται, βιοῦται δηλαδή. Πρῶτα σ᾿ ἐνισχύει ἡ θεία Χάρις καί κατόπιν σ᾿ ἀφήνει ὀλίγο γιά νά ἰδῆ τήν ἰδική σου προαίρεσι. Κατόπιν παραχωρεῖ ὁ Θεός νά σοῦ ἔλθη πειρασμός, ὁ ὁποῖος καί σέ "τσαλακώνει"γιά τά καλά πού λέμε. Ὅμως ἡ θεία Χάρις σέ παρακολουθεῖ ἀπό μακριά καί εἶναι ἕτοιμη νά σέ ἐλέγξη, νά σέ νουθετήση καί νά σέ βοηθήση, ὅταν πληγωθῆς ἀπό τά σκάνδαλα τοῦ νοητοῦ ἐχθροῦ.

-Πότε λέγομεν ὅτι ἕνας μοναχός προσεύχεται ἀληθινά;

-Τό πιό ὄμορφο εἶναι νά πᾶς στόν Χριστό καί νά Τοῦ εἰπῆς: "Χριστέ μου, σέ παρακαλῶ, ἔχω αὐτήν τήν ἀνάγκη. Κάνε μου τήν χάρι καί ἔλα νά τήν τακτοποιήσης. Ἐσύ ξέρεις, ἐάν πρέπει νά μοῦ πάρης τόν πόλεμο ἤ ὄχι. Ἐγώ αὐτόν τόν πόλεμο δέν τόν ἀντέχω. Τότε ὠφελεῖσαι μ᾿ αὐτό τόν τρόπο τῆς προσευχῆς καί πᾶς εἰρηνικός στήν δουλειά σου. Τό κομποσχοίνι μέ τούς 100 κόμπους εἶναι ζήτημα να σέ βοηθήση ἔστω κι ἕνας κόμπος μέ τόν τρόπο πού σοῦ λέγω ἐγώ τώρα...

-Διαβάζετε πνευματικά βιβλία, διότι βλέπω, ὅτι δέν ἔχετε βιβλία στό κελλί σας;

-Ἄκουσα τόν ἅγιο Ἐφραίμ τόν Σῦρο πού γράφει ὅτι: "Ἐάν, ἀδελφέ, ἔχεις μεγάλη βιβλιοθήκη στό κελλί σου καί δέν ἀποκτᾶς τίς ἀρετές μέ τήν μελέτη τους, ὅταν θά πεθάνης, θά σοῦ κρεμάση ὁ διάβολος τά βιβλία ἁλυσίδα στόν λαιμό σου καί θά σέ ρίξη στήν κόλασι". Ἔε, ἀπό τότε κι ἐγώ δέν κρατῶ πλέον βιβλία στό κελλί μου. Δανείζομαι ἀπό ἄλλους Ἀδελφούς ἤ ἀπό τήν βιβλιοθήκη. Νά, κι αὐτό πού διαβάζω εἶναι ξένο.

-Φοβᾶσαι τόν θάνατο, πάτερ Ἀρσένιε;

-Ναί, φοβᾶμαι πολύ. Πρό δεκαετίας εἶχα ἔλεγχο συνειδήσεως γιά τόν θάνατο. Ὅταν ἦλθε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ λίγο-λίγο περισσότερη καί ἐθέρμανε τήν καρδιά μου, δέν θέλω νά πεθάνω, ἄν δέν μοῦ δώση ἀκόμη περισσότερη ἀγάπη. Θέλω νά καίγεται, νά σκιρτᾶ ἡ ψυχή μου ἀπό τόιν θεῖον ἔρωτα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτήν τήν ἀγάπη δέν τήν εἶχα παλαιότερα. Εἶχα ὅμως πολύν φόβο καί παρακαλοῦσα τήν Παναγία, τόν Χριστό νά μέ γεμίσουν μέ τήν ἀγάπη τους.

-Ζῆτε, Γέροντα, ὁπωσδήποτε μέ τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας σας. Δέν εἶναι ἔτσι;

-Καί βέβαια, ζῶ μ᾿ αὐτή τήν ἐλπίδα. Ἀφοῦ δέν μ᾿ ἄφησε ὁ Θεός νά χαθῶ μέχρι τώρα, ἐλπίζω ὅτι δέν θά μ᾿ ἀφήση καί στό μέλλον. Πιστεύω δηλαδή ὅτι θά μέ σώση.

-Πῶς ἠμποροῦμε νά φυλαχθοῦμε ἀπό τήν κενοδοξία;

-Αὐτός ὁ διάβολος εἶναι σάν τήν Λερναία Ὕδρα. Ἐμφανίζεται παντοῦ. Δέν σ᾿ ἀφήνει ὁλότελα. Γυαλίζεις τό παποῦτσι σου; Θά σοῦ εἰπῆ ἡ κενοδοξία: "Καμάρωσε τώρα. Κτύπα καί λίγο δυνατά τό τακούνι νά σ᾿ ἀκούσουν καί νά σέ προσέξουν οἱ ἄλλοι". Ἐάν δέν τά βάψης, θά σοῦ εἰπῆ: "Ἔτσι νά εἶσαι γιά νά ὁμοιάζης μέ τούς ἐρημίτες καί ἡσυχαστές πού γυρίζουν κουρελιασμένοι καί μέ γουρουνοτσάρουχα, ἐπειδή μεριμνοῦν μόνο γιά τά ὑψηλά θέματα τῆς σωτηρίας τους". Σιδερώνεις τά ροῦχα σου; Ἀμέσως ὁ λογισμός σου σέ βάζει νά ἐξυψώνεσαι στά μάτια τῶν ἄλλων. Δέν τά σιδερώνεις; Σέ παρουσιάζει καί σέ ἐγκωμιάζει γιά ἀσκητή. Παντοῦ παρουσιάζεται στήν ζωή μας αὐτός ὁ διάβολος τῆς κενοδοξίας. Τώρα τελευταῖα φυλάγομαι, ὅσο ἠμπορῶ, ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, γιατί εἶναί ἱκανά νά μᾶς ρίξουν στόν βυθό τῆς ὑπερηφανείας, δηλαδή στήν κόλασι.

-Πῶς κανείς διαπιστώνει ὅτι χάνει τήν Θεία Χάρι;

-Ὅταν δεχθῆ τόν ἔλεγχο τῆς συνειδήσεώς του γιά κάποιο παράπτωμα, αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ θεία Χάρις ὑποχωρεῖ. Τότε χρειάζεται ἀμέσως ἐξομολόγησι στόν Πνευματικό καί βία γιά μετάνοια. Ὅταν μ᾿ ἐνοχλῆ σέ κάτι ὁ λογισμός μου, σπεύδω νά διορθώσω τό λάθος μου καί ἔτσι πάλι εἰρηνεύω. Τώρα στά γεράματα πολύ προσέχω τήν συνείδησί μου!

-Τί συμβουλές ἀφήνετε σ᾿ ἐμᾶς τούς νεωτέρους, πάτερ Ἀρσένιε, πρίν ἀναχωρήσετε ἀπό τήν παροῦσα ζωή;

-Τί νά σοῦ εἰπῶ, ἀδελφέ μου. Ἔχω πικράν πεῖραν καί μεγάλες ἐμπειρίες ὅτι οἱ συμβουλές δέν πιάνουν. Νά, ἄν ἄκουγε συμβουλές αὐτός ὁ νέος κόσμος τῆς Πατρίδος μας καί τά βάσανα πού περάσαμε στούς πολέμους καί στόν ἀνταρτοπόλεμο τοῦ 1948-49, θά ἀπέφευγαν τόν Κομμουνισμό. Ἀλλά τί μᾶς λέγουν τώρα; Ὅτι εἴμεθα ἀντιδραστικοί. Λοιπόν, ὅταν σᾶς πιάνουν λογισμοί, δέν ἀκοῦτε τότε καμμία συμβουλή. Μόνο νά παρακαλοῦμε ἡ Θεία Χάρις νά σᾶς βοηθῆ καί ἐσᾶς καί νά ἑτοιμάζη τό ταξίδι ὅλων μας γιά τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

Οἱ συμβουλές ὁμοιάζουν μέ τά ξερά χώματα, τά ὁποῖα δέν κολλοῦν στόν τοῖχο. Δέν ἠμπορῶ νά δώσω γενικές συμβουλές, διότι οἱ ἄνθρωποι διαφέρουν στά πνευματικά τους μέτρα. Ὁ Θεός θά σᾶς διδάξη καί θά σᾶς γυμνάση μέ τόν τρόπο πού Ἐκεῖνος ξέρει. Φυλάγομαι νά μή δίνω συμβουλές, διότι δέν πιάνουν. Αὐτό μ᾿ ἔχει διδάξει ἡ πεῖρα. Ὁ ἄνθρωπος ὁμοιάζει μέ τίς καιρικές συνθῆκες. Σήμερα εἶναι γαλήνη καί σέ λίγο ἔρχεται συννεφιά, θαλασσοταραχή, ἀστραπές καί βροντές. Ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, μεταβάλλεται ξαφνικά. Ἀπό τήν χαρά μεταπίπτει στήν λύπη καί δέν θυμᾶται χθές τήν χαρά πού ἔζησε.

-Ἔχετε λάβει πληροφορία ὅτι συνεχωρήθησαν οἱ ἁμαρτίες σας, Γέροντα;

-Ναί, ἔχω λάβει κάποια πληροφορία, ὅταν ζητοῦσα νά μοῦ ἐκπληρώση ὁ Θεός κάποιο σοβαρό αἴτημά μου. Τόν παρακαλοῦσα ἐπί ὀκτώ χρόνια νά μάθω, ἐάν συγχωρέθηκε ἡ δεκαεξάχρονη Ζωή, ἡ ὁποία πέθανε, ὅπως εἴπαμε ἀπό φυματίωσι. Μετά ἀπό προσευχές ὀκτώ ἐτῶν δέν ξέρω πῶς, ἡ ψυχή μου εὑρέθηκε στόν Παράδεισο καί κατόπιν στήν κόλασι καί μετά σέ ἄλλη χειρότερη. Σ᾿ ἕνα ὄνειρό μου, λοιπόν, εἶδα τήν Ζωή ντυμένη στά λευκά. Κρατοῦσε λουλούδια στά χέρια της καί μιά κανάτα μέ νερό. Ἔβγαινε ἀπό ἕνα παλάτι καί  ἄδειαζε τό νερό στήν θάλασσα. Σταγόνες νεροῦ ἔβρεξαν καί μένα...Καί ἄλλα ἐκστατικά ὄνειρα εἶδα, τά ὁποῖα θά τά βρῆτε γραμμένα. (Δημοσιεύθηκαν στό Περιοδικό τῆς Μονῆς μας: "Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος, ἔτος 1992, τεῦχος 17).

-Αἰσθάνεσθε συνεχῶς τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, Γέροντα, στήν ζωήν σας;

-Ναί, τήν αἰσθάνομαι συνεχῶς. Ἔχω διπλό συναίσθημα. Τόν ἀγαπῶ καί Τόν φοβοῦμαι, διότι εἶμαι ἄνθρωπος εὐόλισθος  καί κινδυνεύω ἀνά πᾶσαν στιγμήν νά πέσω. Ἄν βέβαια εἶχα τήν ἀγάπη τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, δέν θά ἐφοβούμην..

-Ποιούς ἁγίους εὐλαβεῖσθε περισσότερο;

-Ὅταν πάω νά τούς προσκυνήσω, αἰσθάνομαι μία γλυκύτητα νά ἔρχεται στήν καρδιά μου ἀπό ὅλους τούς Ἁγίους. Ἰδιαίτερα αἰσθάνομαι μία χαρά ἀπό τήν παρουσία τοῦ φύλακος ἀγγέλου μου, γι᾿ αὐτό καί συχνά τόν ἐπικαλοῦμαι νά μέ χειραγωγήση στίς τελευταῖες στιγμές τῆς ζωῆς μου καί νά παραλάβη τήν ψυχή μου.

Ὁ Γέρο-Ἀρσένιος ἔζησε τήν δεύτερη περίοδο τῆς μοναχικῆς του ζωής στό Μοναστήρι

μας ἀπό τό 1975 μέχρι τῆς κοιμήσεως του ἡ ὁποία συνέβη στίς 16 Ἰανουαρίου 1991. Τόν ἐπισκέφθηκε ὁ Θεός μέ ἀλλεπάλληλα ἐγκεφαλικά ἐπεισόδια. Τό τρίτο τόν καθήλωσε στό κρεββάτι, τό 1990. Συνῆλθε κἄπως καί μποροῦσε νά συνομιλῆ μέ δυσκολία. Τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου του τοῦ συνέβη καί τό τελευταῖο ἐγκεφαλικό ἐπεισόδιο. Οἱ γιατροί τῆς Μονῆς τόν κρατοῦσαν στήν ζωή μέ τεχνητές ἀναπνοές. Τελικά στόν Μικρό Ἑσπερινοῦ τῆς ἀγρυπνίας τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου τόν ὁποῖον τιμοῦσε, διότι εἶχε σάν κοσμικός αὐτό τό ὄνομα, ἀνέβηκε ἡ ψυχή του στούς οὐρανούς. Μετέβη γιά νά συναντήση τήν Κυρία Θεοτόκο, τίς ταξιαρχίες τῶν Ἀγγέλων τούς χορούς τῶν ὁσίων, Μαρτύρων καί Δικαίων, ὅλους τούς Ἁγίους μέ τούς ὁποίους ζοῦσε στιγμές  ἀφάτου πνευματικῆς εὐφροσύνης, ὅταν ἀσπαζόταν τίς εἰκόνες τους καί προσευχόταν κοντά τους.

Εἴμεθα εὐτυχεῖς ἐμεῖς πού, ὅταν ἤλθαμε στό Μοναστήρι, εὑρήκαμε μία περίπου εἰκοσάδα ἀγωνιστῶν Πατέρων. Διδαχθήκαμε πολλά ἀπό τήν ζωήν τους. Θαυμάσαμε τήν ἁπλότητά τους, τό ἀνυπόκριτον τῆς συμπεριφορᾶς τους. Μᾶς παρέδωσαν τά τυπικά γιά τήν λειτουργία τῶν Ἀκολουθιῶν τῆς ἐκκλησίας, γιά τά διακονήματα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ, τοῦ Μακηπείου (φούρνου), τοῦ γραφείου, τῆς καλλιέργειας τῶν κήπων. Μά προπαντός μᾶς ἔδωσαν σάν μοναδική καί ἀνεπανάληπτη προσφορά τήν ζωή καί τούς ἀγῶνες τους μέ τούς ὁποίους καί ἐμεῖς, ἐάν θέλουμε, θά ἠμπορέσουμε νά βαδίσουμε στά ἴχνη τους. Αὐτοί μᾶς στηρίζουν μέ τίς προσευχές τους ἀπό ψηλά, γιατί βρῆκαν παρρησία στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ. Τούς εὐχαριστοῦμε.

Μακαριστέ Γέροντα Ἀρσένιε, ἤσουν ἀξιαγάπητος ἀπό τόν σεβαστόν μας Γέροντα π. Γεώργιο μέχρι καί τόν τελευταῖο Δόκιμο τῆς Μονῆς μας. Κανείς δέν εἶχε λογισμό ἐναντίον σου. Μᾶς εἶχες ἀφοπλίσει μέ τήν πραότητά σου, τό χαμόγελο σου τά νόστιμα καί διδακτικά ἀστεῖα σου. Εἶχες νικήσει τόν θάνατο καί τόν περιγελοῦσες, διότι εἶχες ἐνωθῆ μέ τήν Ἁγία Τριάδα. Τό γαλήνιο καί χαρωπό πρόσωπό σου μαρτυροῦσε τίς διαθέσεις καί τά ἄλματα τῆς ἀρετῆς πού εἶχες φθάσει μέσα στήν καρδιά σου. Χαῖρε τώρα καί πάλιν ἐρῶ χαῖρε, μέσα στήν ἀέναη χαρά τοῦ Κυρίου σου καί πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν. Ἀμήν.

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου