Γράφει ὁ κ. Χαράλαμπος Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
το 1ον ΕΔΩ
το 2ον ΕΔΩ
3ον.-Τελευταῖον
Πρωθυπουργὸς εἰς τὸ ράντζο
Παράδειγμα πολιτικοῦ ποὺ ἀγαποῦσε τὴν πτωχεία ἔμπρακτα ὑπῆρξε καὶ ὁ Στρατηγὸς Νικόλαος Πλαστήρας, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ αὐτὸς παράδειγμα πρὸς μίμηση τῶν συγχρόνων πολιτικῶν. Ἕνας πιστός του φίλος ἀνέφερε ὅτι ὁ Στρατηγὸς εἶχε ἀπαγορεύσει στοὺς συγγενεῖς του νὰ ἐκμεταλλεύονται τὸ ὄνομα «Πλαστήρας», γιὰ νὰ πετυχαίνουν τοὺς στόχους τους. Ἔτσι, ὅταν ὁ ἄνεργος ἀδελφός του πῆγε νὰ ζητήσει ἐργασία στὸ ἐργοστάσιο «ΦΙΞ» καὶ ρωτήθηκε γιὰ τὸ ὄνομά του δίσταζε νὰ τὸ πεῖ, γιὰ νὰ μὴ παραβεῖ τὸν κανόνα τοῦ ἀδελφοῦ του. Ὅταν πιεζόμενος τὸ πρόφερε, ὁ ὑπεύθυνος τῶν προσλήψεων τὸν ρώτησε ἂν συγγένευε μὲ τὸν Στρατηγὸ καὶ Πρωθυπουργό. Μὲ κατεβασμένο κεφάλι ἐκεῖνος ἀναγκάσθηκε νὰ πεῖ ὅτι ἦταν ἀδελφός του, ἀλλὰ παρακάλεσε νὰ μὴ τοῦ γίνει καμία ἀναφορά. Ὅταν ὁ Στρατηγὸς ἔμαθε γιὰ τὴν πρόσληψή του καὶ γιὰ τὴν μνεία τῆς συγγενείας του μαζί του τοῦ ἀπαγόρευσε νὰ ἀναλάβει ἐργασία λέγοντάς του:
-Ἂν ἔχεις ἀνάγκη κάθησε μαζί μου, νὰ μοιραζόμαστε τὸ φαγητό μου.
Ἔτσι καὶ ἔγινε!
Ἄλλοτε πάλιν ὅταν ὁ Πλαστήρας ἔπασχε ἀπὸ φυματίωση καὶ στὸ ταπεινὸ σπιτάκι ποὺ εἶχε νοικιάσει, τοῦ πρότειναν νὰ τοῦ βάλουν τηλέφωνο, ἐκεῖνος ἀρνήθηκε λέγοντας:
-Ἡ Ἑλλάδα πένεται καὶ ἐμένα θὰ μοῦ βάλετε τηλέφωνο»; Καὶ ἀρνήθηκε τὴν προσφορά.
Ἀργότερα, τὸ 1952, ὁ κατάκοιτος ἀπὸ τὴν ἀσθένειά του Πρωθυπουργὸς δέχθηκε τὴν ἐπίσκεψη τῆς Βασίλισσας ἄκουσε ἀπὸ τὰ ἔκπληκτα χείλη της νὰ τοῦ λέει:
-Νίκο μου, ἐπιτρέπεται στὴν κατάσταση ποὺ εἶσαι νὰ κοιμᾶσαι σὲ ράντζο;
Καὶ ἡ ἀπάντησή του ἦταν ἀφοπλιστική:
-Συνήθισα, Μεγαλειοτάτη, τὸ ράντζο ἀπὸ τὸ στρατὸ καὶ δὲν μπορῶ νὰ τὸ ἀποχωρισθῶ.
Μακριὰ ἀπὸ τὰ βρόμικα χρήματα
Χαρακτηριστικὸ τοῦ ἀδαμάντινου χαρακτήρα τοῦ Νικόλαου Δημητρακόπουλου, ὑπουργοῦ δικαιοσύνης κυβερνήσεως Βενιζέλου τὸ 1915 εἶναι καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι, ὅταν στὴν Βουλὴ γινόταν συζήτηση πάνω στὸ νομοσχέδιο γιὰ τὴν ἀνέγερση τῶν φυλακῶν καὶ τόνιζαν τὴν οἰκονομικὴ δυσχέρεια τοῦ Κράτους, εἶχε ἔλθει στὴν Ἀθήνα ὁ περίφημος Ζαχάρωφ, ἕνας Ἕλληνας πάμπλουτος ἐπιχειρηματίας, ποὺ προμήθευε ὑλικὰ πολέμου σὲ διάφορα κράτη. Εἶχε συναντήσει τὸ Βασιλιὰ Γεώργιο καὶ εἶχε ἰδεῖ καὶ τὸν Βενιζέλο, μὲ τὸν ὁποῖο συζήτησαν γιὰ πολλὰ θέματα. Ὁ βασιλιὰς Γεώργιος τὸν εἶχε βολιδοσκοπήσει γιὰ τὸ θέμα τῶν φυλακῶν καὶ τὸν βρῆκε μὲ καλὴ διάθεση. Τότε κάλεσε τὸν Δημητρακόπουλο στὸ παλάτι καὶ τοῦ συνέστησε νὰ τὸν δεῖ καὶ νὰ λυθεῖ τὸ ζήτημα τῶν νέων φυλακῶν. Ὁ Δημητρακόπουλος ἀμέσως κατσούφιασε καὶ μὲ σταθερὴ καὶ κοφτὴ φωνὴ ἀπάντησε:
–Δὲν θὰ τὸν δεχθῶ, Μεγαλειότατε· ἐγὼ ὡς Ὑπουργὸς τῆς Δικαιοσύνης, δὲν δίδω τὸ χέρι μου στὸ Ζαχάρωφ!…
-Γιατί, ρώτησε κατάπληκτος ὁ Γεώργιος.
-Γιατί, Μεγαλειότατε, ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ὡς προμηθευτὴς τοῦ ρωσικοῦ στρατοῦ στὸν Ρωσοϊαπωνικὸ πόλεμο, φάνηκε τόσο ἀσυνείδητος, ὥστε ἀπὸ τὰ χαλασμένα τρόφιμα ποὺ ἔστελνε, δηλητηριάσθηκαν ἕνα σωρὸ δυστυχεῖς Ρῶσοι στρατιῶτες, ποὺ πολεμοῦσαν γιὰ τὴν τιμὴ τῆς πατρίδας τους. Καὶ δὲν εἶναι ἡ μόνη βρομιὰ ποὺ ἔχει διαπράξει.
Μάταια ὁ Γεώργιος τοῦ τόνισε τὴν πρακτικὴ πλευρὰ τῆς δουλειᾶς καὶ ἐπέμενε νὰ τὸν δεχθεῖ, χάριν τοῦ ζητήματος τῶν φυλακῶν. Ὁ Δημητρακόπουλος ἔμεινε ἄκαμπτος.
–Δὲν εἶναι ἠθικῶς ἐπιτετραμένο, Μεγαλειότατε, τοῦ εἶπε, εἰς τὸ Κράτος, νὰ ἔλθει εἰς τὴν ἐλεεινὴ θέση νὰ ἀνακηρύξει εὐεργέτη του ἢ δωρητὴ τὸν Ζαχάρωφ, ἀλλὰ καὶ ἡ ἔννοια τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἠθικῆς θὰ ὑφίστατο πλῆγμα, διὰ τῆς ἐμπράκτου ἐφαρμογῆς τῆς ἀρχῆς, ὅτι «διὰ τῶν χρημάτων τὸ πᾶν ἀποκτᾶται καὶ τὸ πᾶν ἀμνηστεύεται».
Ὡς πολιτικὸς ὁ Δημητρακόπουλος ἔτρεφε μεγάλη ἀποστροφὴ στὴν διαφήμιση. Εἶχε ἀξία καὶ ἔπραττε πάντοτε κατὰ συνείδηση. Τὸ γνώριζαν μόνο δυό-τρεῖς προσωπικοί του φίλοι. Μετά, ὅμως, ἀπὸ δεκαέξι χρόνια, τὸ 1927, εἶχε ἀρχίσει νὰ γίνεται σὲ μερικοὺς πολιτικοὺς κύκλους, σὲ μιὰ μερίδα τοῦ λαοῦ καὶ στὶς ἐφημερίδες πολὺς λόγος γιὰ τὴν ὑποψηφιότητα τοῦ Ζαχάρωφ στὴν προεδρία τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας. Τότε ἔγραψε ἡ ἐφημερίδα τοῦ «Σκρίπ»: «Πόσων ἄραγε τόνων ἀφέλεια πρὸς τὴν νοημοσύνη τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ἀπαιτεῖται, γιὰ νὰ πιστευθεῖ, ὅτι εἶναι δυνατό, μὲ μόνο τὸ προσὸν τοῦ ἐπιτυχοῦς τυχοδιωκτισμοῦ, νὰ ἀνακηρυχθεῖ πρῶτος πολίτης τῆς Ἑλλάδος, αὐτὸς ποὺ δὲν πέτυχε στοιχειώδους τιμῆς νὰ γίνει δεκτὸς οὔτε ὡς ἁπλὸς ὑπουργοῦ ἐπισκέπτης;».
Τὰ Γαϊδούρια
Κάποτε ὁ Ὄθων κάλεσε στὸ παλάτι τὸν Κολοκοτρώνη καὶ τοῦ εἶπε:
-Ἡ κυβέρνησή μου ἀποφάσισε νὰ ἀμείψει τοὺς ἀγωνιστές. Ἐδῶ ἔχω τὶς ἀναφορὲς μὲ τὶς ὁποῖες ζητοῦν τὰ δικαιώματά τους. Ἐσὺ τί θὰ ζητήσεις, Στρατηγέ;
-Ἐγώ, ἀπάντησε ὁ Κολοκοτρώνης, δὲν θὰ ζητήσω τίποτε, γιατί οὔτε ἔχασα οὔτε ξόδεψα γιὰ τὸ Ἔθνος.
– Ο Ὄθων συνηθισμένος ἀπὸ τὶς παράλογες ἀπαιτήσεις πολλῶν ἀγωνιστῶν τοῦ γλυκοῦ νεροῦ, ξαφνιάσθηκε ἀπὸ τὴν ἀπάντησή του.
– Πῶς γίνεται αὐτό;
Ρώτησε ὁ βασιλιάς. Καὶ ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ τοῦ ἐξήγησε:
– Ἐγὼ ὅταν μπῆκα στὸν ἀγώνα, εἶχα στὸ σελάχι μου μιάμιση ρεγγίνα (ἕνα αὐστριακὸ τάληρο) καὶ ξόδεψα μονάχα τὴν μισή.
– Καὶ δὲν μοῦ λές, Μεγαλειότατε, ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ πού ζητοῦν χρήματα;
Ὁ Ὄθων τοῦ ἀνέφερε κάποια ὀνόματα, ποὺ ὁ Κολοκοτρώνης ἤξερε τί κιοτῆδες στάθηκαν στὸν Ἱερὸ Ἀγώνα.
– Ἂν αὐτοὶ πού μοῦ λές, βασιλιά μου, πάρουν αὐτὰ ποῦ ζητᾶνε, τότε τί πρέπει νὰ πάρουν τὰ γαϊδούρια τῆς Ζαράκοβας; (περιοχῆς τῆς Ἀρκαδίας).
– Καὶ ποιὰ εἶναι τὰ γαϊδούρια τῆς Ζαράκοβας;
Ρώτησε ὁ Ὄθων μὲ περιέργεια. Καὶ ἀπαντᾶ ὁ ἀθάνατος ἥρωας:
-Βασιλιά μου, τὰ γαϊδούρια τῆς Ζαράκοβας, εἶναι ἐκεῖνα ποὺ μᾶς κουβαλοῦσαν τὸ νερὸ καὶ τὸ ψωμί, ποὺ εἴχαμε τόσο ἀνάγκη κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Ἐπαναστάσεως γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Πατρίδος μας ἀπὸ τοὺς Τούρκους!