Σάββατο 10 Ιουνίου 2023

Πρότυπα ἤθους Νεοελλήνων

 Γράφει ὁ κ. Χαράλαμπος Μ. Μπούσιας,

Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

1ον

Θλιβερὴ ἐπισήμανση γιὰ τὸν ἑλληνισμὸ εἶναι ὅτι οἱ  «θέλοντες ἄρχειν», πρωθυπουργοί, δήμαρχοι, πρόεδροι, ἀλλὰ καὶ σχεδὸν ὅλοι οἱ πολιτικοί, ἀνώτατοι πνευματικοὶ καὶ θρησκευτικοὶ ἡγέτες μετὰ τὴν Ἐθνική μας Παλιγγενεσία στεροῦνταν καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ στεροῦνται φρονημάτων ἤθους καὶ ἀρχῶν. Τοὺς χαρακτηρίζει, δυστυχῶς, ἄκρατος ἀτομισμός, ἀπληστία, ἀδικία, ἰδιοτέλεια, κενοδοξία. Ἂν καὶ πολλοὶ μπαίνουν  πάμφτωχοι στὴν πολιτικὴ γίνονται σύντομα πάμπλουτοι ἐξασφαλίζοντας ἄνομα ἀκόμη καὶ τοὺς ἀπογόνους τους μὲ κύρια χαρακτηριστικά τους τὴν τεμπελιά, τὸ ψέμα καὶ τὸ εὔκολο καὶ γρήγορο κέρδος. Μὲ σατυρικὸ ποίημα στὶς ἀρχὲς τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος ὁ Γιῶργος Σουρῆς  ἔγραφε ἀνθολογώντας διαχρονικὰ τὴν οἰκονομία καὶ παρουσιάζοντας τὴν ἠθικὴ κατάπτωση τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν κορυφή, ἀπὸ τοὺς κυβερνῆτες:

Δυστυχία σου Ἑλλάς,

μὲ τὰ τέκνα ποὺ γεννᾶς.

Ὦ Ἑλλάς, ἡρώων χώρα,

τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα!

Ὑπάρχουν, ὅμως, καὶ πρότυπα ἤθους πολιτικοῦ καὶ ἀρχῶν Εὐαγγελίου, γιὰ τὰ ὁποῖα καμαρώνουμε καὶ ὀφείλουμε νὰ τὰ προβάλλουμε πρὸς μίμηση. Γι’ αὐτοὺς θὰ μπορούσαμε νὰ λέμε!

Ναί, πατρίδα μου Ἑλλάς,

ἤθους πρότυπα γεννᾶς.

Ὦ Ἑλλάς, ἡρώων χώρα,

βγάζεις ἤθους ἄνδρες τώρα!

Ἂν ὅλοι μας, ἄρχοντες καὶ πολίτες, μόνιμο συνοδὸ στὴν ζωή μας ἔχουμε τὴν ἀγάπη, τὴν ἐπίγνωση ὅτι εἴμασθε παρεπίδημοι στὴν γῆ καὶ τὸ πολίτευμά μας εἶναι στὸν οὐρανό, τὴν πτωχεία τοῦ Ἰησοῦ καὶ  τὶς ἀρχὲς τοῦ Εὐαγγελίου, ὁδηγούμασθε στὴν πλήρη ἐλευθερία καὶ εὐημερία, ἀφοῦ ὁ ἀνιδιοτελής, ὁ ἐραστὴς τῆς πτωχείας καὶ ὁ ἐνσυνείδητος χριστιανὸς εἶναι ἐλεύθερος ἄνθρωπος. Δὲν δεσμεύεται ἀπὸ ὑλικὰ πράγματα, τὰ ὁποῖα δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ ἀποκτήσει, ἀφοῦ ἡ ψυχή του ζητεῖ τὰ αἰώνια, αὐτὰ ποὺ δὲν καταστρέφει ὁ πανδαμάτορας χρόνος. Ὁ σεβασμὸς τοῦ ἄλλου, ἡ κενωτικὴ ἀγάπη, ἡ διακονικὴ διάθεση καὶ ἡ ἐπίγνωση ὅτι τὸ «ἄκοπο χρῆμα» δὲν εὐλογεῖται δημιουργεῖ τὰ θεμέλια εὐνομούμενης πολιτείας. Ἡ ἐπιδίωξη τοῦ πλούτου  ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν σωτήρια ταπείνωση, αὐτὴν ποὺ ἕλκει πλούσια ἐπάνω μας τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, μᾶς καθιστᾶ συγκληρονόμους τῆς Βασιλείας Του, μᾶς χαρίζει τὴν υἱοθεσία, μᾶς ἀναδεικνύει πλούσια πριγκηπόπουλά Του στὴν γῆ, χωρὶς ἀνέχειες καὶ θλίψεις καὶ μᾶς χαρίζει τὴν ἄληκτη στοὺς οὐρανοὺς χαρὰ καὶ μακαριότητα. Ὅποιος ἐπιζητεῖ τὸν πλοῦτο, ἔστω μὲ τὴν δικαιολογία ὅτι δὲν τὸν θέλει γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἄλλους, ἀπατᾶται καὶ ἀπατᾶ καὶ τοὺς ἄλλους. Ἔχουμε τὸν Θεό μας ποὺ φροντίζει γιὰ κάθε μας ἀνάγκη. Ἂς τὰ ἀφήσουμε ὅλα ἐπάνω Του. «Πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Ἂς ἔχουμε ἐμπιστοσύνη σὲ  Ἐκεῖνον, τὸν «ἐμπιπλῶντα ἐν ἀγαθοῖς τὴν ἐπιθυμίαν» (Ψαλμ. 102, 5) μας κατὰ τὸ ἱερὸ Ψαλμωδό.  Σὲ Ἐκεῖνον ποὺ ἀπὸ πλούσιος Θεὸς ἔγινε πτωχὸς ἄνθρωπος, γιὰ νὰ μᾶς δείξει ὅτι ἐμεῖς οἱ πτωχοὶ τῆς γῆς μποροῦμε νὰ γίνουμε οἱ πλούσιοι τοῦ οὐρανοῦ. Ἔχουμε καλὰ παραδείγματα, παραδείγματα πρὸς μίμηση καὶ ὄχι πρὸς ἀποστροφή. Νά, μερικά, ποὺ δείχνουν σύγχρονες μορφὲς μὲ ἦθος ἀκραιφνέστατο.

Ἔντιμος ζητιάνος

Ὁ Ἅγιος τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων, ὁ «φτωχούλης τοῦ Θεοῦ», ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ἀγαποῦσε καὶ βίωνε τὴν «ἔντιμον πτωχείαν». Ποτὲ δὲν ἐπεδίωκε τὸ χρῆμα καὶ ποτὲ δὲν ἔτρεχε πίσω του. Πέθανε πάμπτωχος στὶς 3 Ἰανουαρίου τοῦ 1911 ἀπὸ πνευμονία καὶ λέγουν ὅτι, ἄν δὲν πέθαινε τότε, σίγουρα σὲ πολὺ λίγο θὰ πέθαινε ἀπὸ πεῖνα. Ἀπὸ τὸ ἴδιο παπαδιαμαντικὸ πνεῦμα ἐμφορεῖτο καὶ ὁ ἥρωας τοῦ Εἰκοσιένα, ὁ πλούσιος στὶς ἀρετὲς Νικηταρᾶς. Καὶ αὐτὸς πέθανε στὴν «ψάθα», ζητιανεύοντας στὰ σοκάκια τοῦ Πειραιᾶ.

Στὰ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια ποὺ καὶ τὸ ψωμί, ὁ ἄρτος ὁ ἐπιούσιος, ἦταν περιζήτητο, πολλοὶ πτωχοὶ ἔβγαιναν στὸν δρόμο καὶ ζητιάνευαν. Ἦσαν δὲ τόσοι, ποὺ ἀναγκαζόταν ἡ ἁρμόδια ἀρχὴ τοῦ κράτους νὰ δίνει ἄδειες ἐπαιτείας. Μιὰ τέτοια ἄδεια ἔδωσε καὶ στὸν ἀκαταμάχητο, ἀλλὰ ἀνιδιοτελῆ ἥρωα τῆς Ἐπαναστάσεως, τὸν Νικηταρᾶ, καὶ μάλιστα γιὰ μιὰ ἡμέρα μόνο τῆς ἑβδομάδος. Ἔτσι, ὁ γενναῖος ἥρωας σχεδὸν τυφλὸς τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του, ἀναγκαζόταν νὰ ἁπλώνει τὸ χέρι καὶ νὰ ζητᾶ ἐλεημοσύνη ἀπὸ τοὺς διαβάτες, αὐτοὺς ποὺ μὲ τοὺς ἀγῶνες του τοὺς εἶχε δώσει τὴν εὐλογία νὰ ἀναπνέουν τὸν ζωτικὸ ἀέρα τῆς λευτεριᾶς. Τὸ σημεῖο ποὺ τοῦ ὅριζαν ἦταν ἐκεῖ ποὺ σήμερα ὑψώνεται ὁ Ναὸς τῆς Εὐαγγελιστρίας τοῦ Πειραιᾶ  καὶ ἡ ἡμέρα ἐπαιτείας του εἶχε ὁρισθεῖ ἡ Παρασκευή. Μὲ αὐτὴ τὴν ἐπαιτεία ὁ πάμπτωχος Νικηταρᾶς προσπαθοῦσε νὰ ζήσει τὴν οἰκογένειά του, ἡ ὁποία ἀσφαλῶς ἄλλα θὰ περίμενε ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ πολιτεία σὰν ἐλάχιστη εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴν προσφορὰ του στὸ ἔθνος καὶ στὴν πατρίδα.