Τρίτη 2 Μαΐου 2023

Πόλεμος τῶν δαιμόνων κατὰ τῆς προσευχῆς.

Ἐπειδὴ ἡ προσευχὴ ἑνώνει μὲ τὸν Χριστόν μας, ὁ σατανᾶς καὶ οἱ δαίμονές του, ἀνὰ τοὺς αἰῶνας, καὶ πρὸ Χριστοῦ καὶ μετὰ Χριστόν, τὴν ἐπολέμησαν λυσσαλέως,
ὅσο τίποτε ἄλλο εἰς τὸν κόσμον. Ἀπὸ τὴν πρᾶξι καὶ ἀπὸ
τὴν ἐμπειρία μας, ἀπὸ πνευματικῆς πλευρᾶς, σὰν ἀρετή,
σὰν ἀγώνισμα, ὅλοι ἔχομε διαπιστώσει πώς δὲν συναντᾶ κανεὶς τόσο μεγάλη ἀντίστασι καὶ δυσκολία σὲ κανένα ἄλλο θέμα· συναντᾶ βεβαίως, ἀλλὰ ὄχι εἰς τὸν βαθμὸν αὐτόν, ὅπως εἰς τὴν νοερὰ προσευχήν. Ὅταν θὰ
ἔλθῃ ἡ ὥρα νὰ συνομιλήσῃ κανεὶς μὲ τὸν Χριστόν, παίρνοντας εἰς τὸ χέρι τὸ κομβοσχοίνι του ἢ νοερῶς, τότε γίνεται γενικὴ ἐπιστράτευσις ὅλων τῶν δαιμόνων. Τότε θὰ ἔλθουν ὅλοι οἱ λογισμοί. Καὶ εἰς ἄλλας περιπτώσεις βομβαρδισμὸς πανταχόθεν. Ἂν κανεὶς δὲν τὸ ἔχῃ ἀντιληφθῇ, σύντομα θὰ γίνῃ ἀντιληπτόν. Εἶναι ἀναπόφευκτον.

Ὁ Χριστός μας, εὐθὺς μετὰ τὴν Βάπτισί Του, μετέβη εἰς τὸ Σαραντάριον Ὄρος, ὅπως γνωρίζομε, καὶ ἔμεινε
ἐκεῖ σαράντα ἡμέρας ἐν νηστείᾳ καὶ προσευχῇ. Εἰς τὸ
διάστημα αὐτὸ ἐπειράσθη ὑπὸ τοῦ σατανᾶ καὶ ἔδωσε αἰώνιον παράδειγμα καὶ εἰς ὅλους μας ὅτι καὶ ἡμεῖς θὰ
πειρασθῶμεν. Αν τὸν Χριστὸν ἀπετόλμησε νὰ δοκιμάσῃ, πόσο μᾶλλον ἡμᾶς. Ἀλλὰ οἱ ῞Αγιοι Πατέρες δὲν
ἠσχολήθησαν τόσο μὲ τὸ πῶς προσηύχετο ὁ Χριστὸς εἰς
τὸν οὐράνιόν Του Πατέρα· τοὺς ἐνδιέφερε τὸ γεγονὸς
ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ ἔκαμνε διὰ νὰ πάρωμε ἐμεῖς παράδειγμα, νὰ μιμηθῶμεν κι ἐμεῖς τὸν Χριστό μας. Ἐφ' ὅσον
προσηύχετο, κι ἐμεῖς θὰ προσευχώμεθα. Ἐφ' ὅσον ἐγονάτιζε καὶ ἔκαμε τὴν ἐκτενῆ προσευχή, ἐκεῖ εἰς τὴν ἀγωνία τῆς Γεθσημανῆς, τὸ ἴδιο θὰ κάμνωμε κι ἐμεῖς.

Ἐπιστρατεύομε ὅλας τὰς δυνάμεις μας, ἐπιστρατεύει
καὶ ὁ διάβολος ὅλας τὰς ἰδικάς του δυνάμεις, ὅλας τὰς
παρατάξεις. ῎Εχομε πλουσία ἐμπειρία, εἰς τὴν Πατερικὴν βιογραφίαν. Ἕναν μεγάλον ἀσκητήν, ἕναν ἀββᾶ,
τὸν ἁγιώτατο γέροντα καὶ κοινοβιάρχην, τὸν ἅγιο
Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ, πού ἑορτάζει εἰς τὶς δεκαπέντε
Νοεμβρίου καὶ ὁ ὁποῖος ἦτο μοναχός εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, εἰς τὸν Προφήτη Ἠλία, τὸν ἐπολέμουν καὶ τρία
καὶ πέντε καὶ δέκα καὶ χίλια καὶ δέκα χιλιάδες δαιμόνια. Ἐκεῖνος, όμως, είχε φθάσει σὲ τέλεια μέτρα καρδιακῆς καὶ πνευματικῆς προσευχῆς καὶ εἰς τόσο μεγάλον βαθμόν ὥστε, ὅταν ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἔμαθε ὅτι ἔχει αὐτὴν τὴν ἐμπειρία καὶ τὴν κατάστασι, ἠθέλησε νὰ γίνῃ ὑποτακτικὸς κοντά του.
Εἰς τὴν ζωήν του τὸν ἐπολέμουν δέκα χιλιάδες δαιμόνια. Καὶ μάλιστα ἕνας μεγάλος ἀξιωματικὸς δαίμονας, εἰς μίαν κατάστασιν ἀποκαλύψεως, τοῦ εἶπε ὅτι ἡ
προσευχή, ὡς πύρινη, κατακαίει τὰ δαιμόνια, ἀλλὰ τὰ
δαιμόνια, ὡς πεισματάρικα, δὲν ὑποχωροῦν. Ἐλπίζουν.
Μπορεῖ νὰ χάνουν ἀλλὰ ἐλπίζουν. Κάποτε κάτι θὰ κερδίσουν. Ὅμως, δὲν ἐκέρδισαν εἰς τὸν ἅγιον Παΐσιον καὶ
δὲν ἐπέτυχαν. Τὸ μόνο ποὺ παρεχώρησεν ὁ Θεός, ἦτο νὰ
καῇ μία βιβλιοθήκη μὲ χειρόγραφά του. Ἕνας διάβολος μάλιστα προέβλεψε καὶ τοῦ εἶπε:
Ὅσο ζῇς θὰ σὲ πολεμοῦμε, μολονότι εἴμαστε τόσοι,
ἀλλὰ μετὰ τὴν κοίμησί σου νὰ ξέρῃς πὼς θὰ φτάσῃ ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποία καὶ ἕνας δαίμων θὰ ἀρκεῖ γιὰ νὰ
ἐπιβλέπῃ εἰς τὸ μοναστήρι ὅλη τὴν κατάστασι.
Ὄχι νὰ πολεμῇ. Νὰ ἐπιβλέπῃ ἁπλῶς. Δὲν θὰ χρειάζεται νὰ κάνῃ ὁ δαίμων τίποτε. Αὐτὰ ποὺ θὰ ἤθελε νὰ
κάνῃ, θὰ τὰ κάνουν καὶ μόνοι τους οἱ μοναχοί. Ἑπομένως, θὰ εἶναι γενικὸς ἐπιθεωρητὴς τῆς ὑποθέσεως.
Πῶς ξεκινᾶ μία πνευματική παράταξις καὶ ποῦ καταντᾶ, ποῦ καταλήγει. Καὶ οἱ μοναχοὶ εἶναι ἴδιοι. Αἱ προαιρέσεις εἶναι ἴδιες, ἀλλὰ καθὼς ἀλλάζουν οἱ
ἄνθρωποι καὶ φεύγουν εἰς τὸν ἄλλον κόσμον, μετὰ
ἔρχονται ἄλλα γεγονότα, ἄλλες συνθῆκες, γίνονται
ἀλλοιώσεις. Εἶναι ἑπόμενο αὐτό. Κι ἔτσι, λοιπόν, ἡ προσευχὴ αὐτοῦ τοῦ μεγάλου ἁγίου, αὐτοῦ τοῦ ἀνθρωπου τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅλων, βέβαια, τῶν Ἁγίων, ἐκράτει σε
ἀπόστασι τόσα δαιμόνια.
Ὅμως, κατὰ κοινὴν ὁμολογίαν ὅλων τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἐπειδὴ ὁ νοῦς εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐπικοινωνεῖ διὰ
τῆς ἑνώσεως μὲ τὸν Χριστόν μας, ὁ νοῦς εἶναι αὐτὸς ὁ
ὁποῖος δέχεται καὶ ὅλο τὸ πῦρ τῶν λογισμῶν. Εἶναι τὸ
κέντρον, εἰς τὸ ὁποῖον τοξεύουν ὅλα τὰ πυρφόρα βέλη
των οἱ δαίμονες.
Τί λογισμὸ θέλομε καὶ δὲν περνᾶ ἀπὸ τὸ μυαλό μας,
πάντοτε, ἀλλὰ κυρίως ἐν ὥρᾳ προσευχῆς;
Ἔλεγε ἕνας γέροντας:
- Θέλω νὰ γράψω ὅλους τοὺς λογισμοὺς ποὺ δέχθηκα μόνο σὲ μία προσευχὴ μιᾶς ὥρας. ῞Ενας τόμος δὲν
μοῦ φτάνει. Δέκα χιλιάδες χέρια χρειάζεται νὰ γράφουν. Μὰ τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι ὅτι δὲν μοῦ φθάνει ὁ
τόμος, ἀλλὰ ὅτι ὅλα αὐτὰ θὰ εἶναι τὰ πιὸ ἀπίθανα πράγματα ποὺ θὰ ἠμποροῦσε νὰ διαβάσῃ κάποιος. Τὰ πιὸ
ἀπίθανα. Τὰ πιὸ φανταστικὰ ὅλης τῆς κλίμακος, καὶ
τῆς καλῆς καὶ τῆς κακῆς.
Καὶ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα: Ἑπομένως, νὰ μὴν προσευχώμεθα; Νὰ καταθέσωμεν τὰ ὅπλα τῆς προσευχῆς;
Διότι ἅμα σταματήσωμε νὰ προσευχώμεθα, κοντοστέκεται ὁ ἔχθρὸς καὶ λέγει:
- Γιὰ νὰ δοῦμε, θὰ συνεχίσῃς;.
Συνεχίζεις; Συνεχίζει. Σταματᾶς; Σταματάει.
Εἶναι φοβερὸν αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Διότι ἡ προσευχὴ
ἐνεργεῖ διπλά. Ἐμᾶς φωτίζει καὶ αὐτὸν φλογίζει. Δι᾿
αὐτὸ καὶ ἐπιτίθεται.
Διότι, ἂν θὰ ἦτο θεατὴς ὁ διάβολος καὶ θὰ ἐκάθητο
κάπου, εἰς μία πολυθρόνα καὶ δὲν τὸν ἐνδιέφερε, θὰ ἐλέγαμε κι ἐμεῖς; «Δὲν μὲ ἐνδιαφέρει, κάνε ὅ,τι καταλαβαίνεις.
Ἐπειδή, όμως, τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ τὸν κυνηγά,
ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς εἶναι πανταχοῦ παρών, καὶ ἡ Χάρις
Του πανταχοῦ παροῦσα, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζῃ νὰ
λέγει: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», κινεῖ τὴν ἐνέργεια σὲ δρᾶσι. Διατάσσει αὐτὴν τὴν φλόγα τῆς Θείας
χάριτος, τὴν ἁπανταχοῦ τῆς γῆς, τῆς οἰκουμένης, τοῦ
σύμπαντος, εὑρισκομένη νὰ ἐνεργήσῃ καὶ ἐνεργεῖ. Πῶς
ἐνεργεῖ; Τοὺς μὲν ἀγγέλους χαροποιεῖ, τοὺς δὲ δαίμονας θλίβει. Επομένως, μέσα εἰς τὸ ὑπάρχον βάσανο
αὐξάνει καί ἄλλο βάσανο. Εἶναι ἡ Κόλασις καὶ ἡ φωτιὰ
τῆς Κολάσεως.
Ἐρώτησαν τὰ δαιμόνια:
- Τί σᾶς καίει πιὸ πολύ;
- Ἡ προσευχή, ἀπήντησαν.
Εἶναι ὁ δαίμων τοῦ δαίμονος. Ὁ δαίμων ποὺ δαιμονίζει καὶ κολάζει τὸ δαιμόνιο· μία κόλασις ποὺ κολάζει
τὰ δαιμόνια εἶναι ἡ προσευχὴ τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ.
Καὶ πολλοὶ Ἅγιοι Πατέρες, ἐκ τῶν δαιμόνων, καί ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐμπειρία, ἐπῆραν αὐτὴν τὴν αἴσθησι: τί δύναμι ἔχει ἡ προσευχὴ εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μας
καὶ πόσο ὠφελούμεθα ἐμεῖς. Μάλιστα, ἕνας μεγάλος γέροντας εἶχε εἰπεῖ ὅτι:
- Δὲν θὰ φτάσῃ ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸ ἐπίπεδο νὰ ἔχῃ τόσο μεγάλη αἴσθησι καὶ φόβο τῆς προσευχῆς, ὅσον ὁ διάβολος. Ἐκτὸς ἐὰν συμβῇ αὐτὸ σὲ σπάνια περίπτωσι.
Ἐπειδὴ ἀκριβῶς γνωρίζει, ὡς πεπτωκὼς ἄγγελος,
καὶ δὲν ἔχει χάσει τὴν αἴσθησιν τῆς μνήμης, δὲν θέλει
ἐπ᾽ οὐδενὶ νὰ φθάσῃ ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸ σημεῖο αὐτό, εἰς
τὸ ἀξίωμα αὐτὸ καὶ τὴν θέσιν, ἀπὸ τὴν ὁποία αὐτὸς πέπτωκεν. Καὶ ἀγωνίζεται παντοιοτρόπως.
῎Ετσι, λοιπόν, ἡ ἰδία ἡ προσευχὴ λαμβάνει μορφὴν
δραματικῆς μονομαχίας, τιτανομαχίας. Δὲν εἶναι
ἁπλῶς νὰ καθήσωμε κάπου καὶ νὰ προσευχηθοῦμε:
«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ,
ἐλέησόν με· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με ...» καὶ ἐτελειώσαμε. Δὲν εἶναι ἔτσι. ῎Ισως, ἔτσι θὰ προσεύχωνται
μερικοί, οἱ ὁποῖοι ἀκόμη σκέπτονται νὰ ξεκινήσουν ἢ
ἤδη ξεκίνησαν, καὶ ὁ δαίμων δὲν τοὺς ἀντελήφθη ἀκόμη, δὲν τοὺς ἤκουσε, δὲν τοὺς ἔμαθε ὅτι προσεύχονται.
Διότι ἠμπορεῖ νὰ συμβαίνῃ καὶ αὐτό.
Πῆγε κάποιος νὰ γίνῃ δόκιμος μοναχὸς καὶ ὁ διάβολος τὸ ἔμαθε μετὰ ἀπὸ μῆνες. Συναντήθηκαν κάποια
δαιμόνια.
Λέγει ὁ ἕνας δαίμων:
- Δὲν τὸν βλέπω τὸν δικό μου. Ποῦ γυρίζει;
Κάπου στὸ Ἅγιον Ὄρος τὸν εἶδα ἐγώ, ἀπαντᾶ ὁ ἄλλος.
- Σώπα ρέ, λέγει, ποῦ γυρίζει στὸ Ἅγιον Ὅρος; Κάνε καμμιὰ βόλτα νὰ μοῦ τὸν φέρῃς.
Αὐτὸς ἔκανε μία βόλτα καὶ πείραζε καὶ τοὺς ἄλλους ἄνθρώπους.
Πῆγε εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος.
- Ἐδῶ εἶσαι; Τοῦ λέγει. Ωχ, ὤχ, ὤχ, θὰ πάω νὰ φέρω
τώρα καμμιὰ ντουζίνα δαιμόνια, νὰ δῇς τί θὰ γίνῃ.
Ἀπὸ αὐτὸ τὸ περιστατικὸ βλέπομε τί συμβαίνει ἀοράτως! Ὅπως ἐμεῖς σκεπτόμεθα καὶ ὁμιλοῦμε καὶ παίρνομε ἀποφάσεις καὶ ἔχομε τὰς δουλὰς καὶ τὰ συνέδρια,
ἔτσι καὶ τὰ πνεύματα. Ἀλλὰ καὶ οἱ ἄγγελοι καὶ τὰ πνεύτὰ πονηρά. Ὅλοι διπλὰ ἐνεργοῦν· οἱ μὲν ἄγγελοι
νὰ δοξάσουν τὸν Θεὸν καὶ νὰ βοηθήσουν ἐμᾶς, οἱ δὲ
δαίμονες νὰ κολάσουν τοὺς ἀνθρώπους.
Καὶ εἶναι γνωστὸ ὅτι μόνον μὲ τοὺς ἀνθρώπους
ἀσχολοῦνται. Οὔτε μὲ τὰ ψαράκια, οὔτε μὲ τὰ ζωάκια,
οὔτε μὲ τὰ πουλάκια, οὔτε μὲ τὰ φυτά, οὔτε μὲ τὰ χόρτα,
μὲ τίποτε, οὔτε μὲ τοὺς πλανῆτες, μὲ τίποτε δὲν ἀσχολοῦνται. Σὰν νὰ μὴν ὑπάρχῃ τίποτε εἰς τὸ σύμπαν. Μόνο σὰν νὰ ὑπάρχουν αἰωρούμενα ὄντα, οἱ ἄνθρωποι καὶ μὲ αὐτὰ συνεχῶς ἀσχολοῦνται. Εἶναι φοβερὸ αὐτὸ τὸ
πρᾶγμα.
Γι' αὐτὸ καὶ εἰς τὴν Δευτέρα Παρουσία δὲν θὰ ἠμποροῦν νὰ μᾶς πολεμοῦν. Τοὺς ἀφαιρεῖται πλέον τὸ δικαίωμα νὰ πολεμοῦν τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὴ ἡ αἴσθησις
πὼς θὰ εἶναι ἀπολέμητοι, πὼς δὲν θὰ πολεμήσουν πιὰ,
ἀλλὰ θὰ βρίσκονται σ' αὐτὴν τὴν αἰώνιον ἀπραξίαν - ἀκινησίαν, εἶναι ἡ πιὸ φρικτή των κόλασις· νὰ ἵστανται
ἔτσι καὶ νὰ μὴν ἠμποροῦν οὔτε εἰς τὸ μὴ ὂν νὰ πᾶνε, νὰ
ἐπιστρέψουν, οὔτε καὶ νὰ ἠμποροῦν νὰ πολεμήσουν·
διότι θὰ ἐνθυμοῦνται ὅτι κάποτε, ὅταν ἦταν ὁ κόσμος,
πολεμοῦσαν τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἄλλους μὲν κέρδισαν,
ἄλλους δὲ ἔχασαν.
Ἐφ᾽ ὅσον, ὅμως, κάποιος μνημονεύῃ τὸ ὄνομα τοῦ
Χριστοῦ, ἡ ἰδία ἡ αὐθυπάρχουσα ἐνέργεια ποὺ περικλείεται μέσα εἰς τὸ θεῖον ὄνομα, καθὼς λέγεται, ἐκρήγνυται.
Σὰν νὰ ἔχω μία ἀτομικὴ δόμβα καὶ τὴν ρίχνω· ἐκρήγνυται, παράγοντας ἐνέργεια, καὶ ἀλλοίμονο σὲ ὅποιους βρεθοῦν ἐκεῖ. Εἶναι αὐτονόητον. ῎Ετσι καὶ τὸ ὄνομα
τοῦ Κυρίου, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», ἐνῷ
εἶναι παντοδύναμον, ὅμως, δὲν ἐνεργεῖ πάντα. Θὰ ἐνεργήσῃ μόνον μέσῳ τῆς ἐνεργείας τοῦ προσευχομένου
ἀνθρώπου, μὲ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις. Διότι δὲν ἐνεργοῦν ὅλες οἱ προσευχές.
Διότι, ἂν ποῦμε σὲ κάποιον νὰ προσευχηθῇ καὶ λέγῃ
τὰ ἴδια πράγματα, δὲν θὰ ἐνεργήσῃ ὑποχρεωτικὰ ὁ πόλεμος.
Υπάρχει μέθοδος καὶ σύστημα διὰ τὸ πῶς θὰ προσευχηθῇ ὁ ἄνθρωπος, ἁπλῶς ἐπειδὴ τὸ λένε οἱ
ἄλλοι, ἀλλὰ διὰ νὰ ἑλκύσῃ τὴν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· πρῶτον γιὰ νὰ συγχωρηθῇ καὶ νὰ θεραπευθῇ
καὶ δεύτερον διὰ νὰ φωτισθῇ καὶ νὰ καθαρισθῇ καὶ νὰ
θεωθῇ, νὰ τελειοποιηθῇ. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὁδὸς καὶ ὁ πόθος
καὶ ἡ ἐπιθυμία μας. Καὶ φυσικά, καθ᾽ ὁδόν, ἀντιστέκονται καὶ τὰ πνεύματα τὰ πονηρά, διότι δὲν θέλουν ἐπ᾿
οὐδενὶ νὰ φθάσῃ ὁ ἄνθρωπος σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο.
Ἕνας γέροντας, ὁ ὁποῖος εἶχε αὐτὲς τὶς καταστάσεις
καὶ ἐμπειρίες, μᾶς ἔλεγε:
- Πατέρες μου, ἐνῷ ὁ ἄνθρωπος κάθεται ἐπάνω εἰς
τὸν πλανήτη γῆ, ἐπάνω εἰς τὴν ἐπιφάνεια τοῦ χώματος,
ὁπουδήποτε καὶ νὰ εἶναι τὸ κελλάκι του καὶ τὸ ἀσκητήριό του, καθὼς λέγει τό: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν
με», αὐτὴ ἡ εὐχὴ περνᾶ τὸν ἀέρα, περνᾶ τὰ ἐναέρια τελώνια καὶ διαχέεται μέσα εἰς τὸ σύμπαν καὶ συνεχῶς
ἀκούγεται καὶ δὲν χάνεται ὁ ἦχος.
Επομένως, συνεχῶς ὁ οὐρανὸς βομβαρδίζεται μὲ
ἤχους ταπεινοὺς περὶ Θείου Ἐλέους. Ὅταν θὰ εἴπωμε
μία εὐχὴ ἐδῶ εἰς τὴν γῆ, μετὰ ἀπὸ λίγο τὰ παλμικὰ κύματα θὰ ἐκταθοῦν, θὰ σταματήσουν. Αν θὰ ὡμιλούσαμε εἰς τὸ κενὸν τοῦ ἀέρος, ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχουν τὰ κύματα, δὲν θὰ ἠκούετο ἡ φωνή. Ὄχι πὼς δὲν ὁμιλοῦμε,
ἀλλά, λόγῳ ἐλλείψεως ἠχητικῶν κυμάτων, δὲν μεταδίδεται ἡ φωνή. Αὐτὸ εἶναι πολὺ φυσικόν. Ὅμως, τοῦτο
δὲν θὰ συμβῇ, ὅταν θὰ λέγῃ κανεὶς τὴν προσευχὴ ἐν
Πνεύματι Ἁγίῳ. Αὐτὴ ἡ εὐχή, αὐτὸς ὁ ἦχος, θὰ ἀκούγεται εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.