Δευτέρα 22 Μαΐου 2023

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΝ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΩΝ

«Ἡ Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδος… ἀπεφήνατο διὰ τὴν ἀποκατάστασιν τῆς διασαλευθείσης
κανονικῆς τάξεως καὶ ἐξῃτήσατο τὴν συγχώρησιν
παρὰ τοῦ Ἁγίου Πατρὸς ἡμῶν Νεκταρίου» (Ἀπόφασις Πατρ. Ἀλεξανδρείας 15.01.1998).
Ἂς μὴ εὑρεθῆ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἰς παρομοίαν θέσιν…

Τὸν Ἰούνιον ἐκδικάζεται ἀπὸ τὸ ΣτΕ προσφυγὴ ἱ. Ἡσυχαστηρίων
κατὰ τοῦ ἀντιμοναστικοῦ νέου κανονισμοῦ

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΝ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ

ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΩΝ

 Θέτουν τὰ ἱ. Ἡσυχαστήρια ὑπὸ δεσποτοκρατίαν,
διὰ νὰ τὰ «φιμώσουν», ὡς συνέβη εἰς τοὺς κληρικοὺς
διὰ τοῦ νέου νόμου περὶ ὀργανικῶν θέσεων, ἀμφισβητοῦντες,
τῇ θείᾳ ἐπινεύσει, ἵδρυσιν τοῦ πρώτου Ἡσυχαστηρίου
τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος ὑπὸ τοῦ Ἁγ. Νεκταρίου.

Γράφει ὁ κ. Χαράλαμπος Ἄνδραλης, δικηγόρος

Ἡ Βαυαροκρατία ἔκλεισε μὲ τὸ ἀπὸ 25-9-1833 βασιλικὸ διάταγμα, τετρακόσια δώδεκα (412) μοναστήρια στὴν τότε Ἑλληνικὴ Ἐπικράτεια, κρατικοποιώντας τὴν περιουσία τους καὶ δημεύοντας ἀκόμα καὶ τὰ ἱερὰ σκεύη τῆς λατρείας, τὶς εἰκόνες, τὶς οἰκοσκευὲς κ.λπ. Ἄφησε μόλις ἑκατὸν πενῆντα ἕνα (151) μοναστήρια σὲ λειτουργία, ὡς νομικὰ πρόσωπα δημοσίου δικαίου, σὲ ἐξάρτηση δηλαδὴ ἀπὸ τὸ κράτος καὶ μάλιστα μὲ ἀπόλυτη ἐξουσία τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου πάνω σὲ αὐτά.

Ἡ νομικὴ αὐτὴ διαστροφὴ καὶ ἡ κατάργηση τοῦ αὐτοδιοικήτου τῶν μονῶν, σὲ συνδυασμὸ μὲ δυτικὲς μισσιοναριστικὲς ἀντιλήψεις περὶ κοινωνικῆς προσφορᾶς τῶν μοναχῶν, ἔπληξαν βαθέως τὸν ἑλλαδικὸ μοναχισμό.

Ἔκτοτε, ὁ μοναχισμὸς στὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο παρότι δὲν ἐξέλειψε ποτέ, ἔφθινε μέχρι καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα, ὅποτε καὶ ἐμφανίστηκε ἀθόρυβα ὁ διωγμένος ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας, Μητροπολίτης Πενταπόλεως Νεκτάριος, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ὁ ἀναβιωτὴς τοῦ αὐτοδιοίκητου μοναχισμοῦ στὴν Ἑλλάδα.

Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, πρὶν τὴν ἔνταξή του στὸν κοσμικὸ κλῆρο, ἔζησε ἕνα μικρὸ χρονικὸ διάστημα στὸ κοινόβιο τῆς Νέας Μονῆς Χίου, ὅπου ἐκάρη μοναχός. Μέσα ἀπὸ τὶς γνωστὲς περιπέτειες, κατέληξε τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του στὴν Αἴγινα, ὅπου μαζὶ μὲ πνευματικές του θυγατέρες ἵδρυσαν κοινόβιο γυναικεῖο μοναστήρι, στὸ ὁποῖο ἐγκαταβιοῦσε καὶ ἐκεῖνος ὡς πνευματικὸς τῶν καλογραιῶν.

Ἡ στιγμὴ τῆς ἄτυπης ἵδρυσης τῆς Μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος ἦταν ἱστορική, ὄχι μόνο γιατί δημιουργήθηκε ἕνα μοναστήρι ποὺ ἔμελε νὰ λάβει παγκόσμια ἀκτινοβολία καὶ νὰ βοηθήσει χιλιάδες ψυχές, ἀλλὰ καὶ διότι ὑπῆρξε τὸ πρῶτο μοναστήρι ἰδιωτικοῦ δικαίου στὸ Ἑλληνικὸ κράτος, νομικὴ μορφὴ ποὺ ἀργότερα ὀνομάστηκε «Ἡσυχαστήριο», γιὰ νὰ διαχωρίζεται ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ εἶναι δημοσίου δικαίου.

Κάθε ἀγαθὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔργο, ὅμως, βρίσκει σθεναρὴ πειρασμικὴ ἀντίσταση, ὥσπου νὰ ἐξαγιασθεῖ μὲ τὶς ἀρετὲς τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς ἀνεξικακίας. Ἔτσι καὶ τὸ Ἡσυχαστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος πέρασε πολλὲς περιπέτειες μέχρι νὰ ἀναγνωρισθεῖ νομικά. Ὅπως πληροφορούμασθε ἀπὸ  τοὺς βιογράφους του, ὁ Ἅγιος Νεκτάριος μὲ ἐπιμονὴ ζητοῦ­σε ἀπὸ τὴν ἁρμόδια ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ (τότε Μητρόπολη Ἀθηνῶν) τὴν ἔγκριση καὶ ἀναγνώριση τῆς Μονῆς ὡς ἰδιωτικῆς, ὑπὸ τὴν πνευματικὴ ἐποπτεία τῆς Μητροπόλεως. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, κάτι τέτοιο ἦταν πρωτόγνωρο, καθὼς τὰ μοναστήρια λειτουργοῦσαν ὑπὸ τὴ μορφὴ ΝΠΔΔ, ἐνῷ τὰ ἐλάχιστα ἰδιωτικὰ κοινόβια ὀρθοδόξων μοναχῶν, δὲν ἀναγνωρίζονταν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ κράτος καὶ λειτουργοῦσαν παράτυπα.

Ὁ ἐξόριστος Μητροπολίτης, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα βάσανα ποὺ ὑπέμεινε ἀπὸ τὸ φθόνο ἐκκλησιαστικῶν καὶ μὴ προσώπων, εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει καὶ τὴ σταθερὴ ἄρνηση τῶν Μητροπολιτῶν Ἀθηνῶν, Θεοκλήτου Μηνοπούλου καὶ Μελετίου Μεταξάκη, γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῆς Μονῆς του.

Παρὰ ταῦτα ὁ Ἅγιος δὲν ἔκανε καμία ὑποχώρηση στὴ νομικὴ μορφὴ ποὺ ὁραματιζόταν νὰ δώσει στὸ Μοναστήρι του, παρότι ὡς χαρακτήρας ἦταν ἤπιος καὶ ὑποχωρητικός. Τὸ γεγονὸς αὐτό, μᾶς ἰσχυροποιεῖ τὴν πεποίθηση ὅτι ἡ ἐπιθυμία τοῦ Ἁγίου δὲν ἦταν ἀποτέλεσμα «καπρίτσιου» ἢ ἐκκλησιαστικοῦ καπετανάτου, ἀλλὰ ἀποτέλεσμα θείας πληροφορίας γιὰ τὴν ἀνεύρεση τοῦ χαμένου –  ἐλέῳ βαυαροκρατίας – αὐτοδιοίκητου καὶ ἀπρόσκοπτου μοναχισμοῦ.

Μάλιστα, ὁ κανονισμὸς τοῦ Μοναστηριοῦ, κατόπιν παρακλήσεως τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, συνετάχθη ἀπὸ τὸν Πρύτανη τῶν Ἡσυχαστῶν, τὸν διακριτικὸ Ὅσιο Δανιὴλ τὸν Κατουνακιώτη τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1908, ὁ ὁποῖος δὲν ἔφερε καμία ἀντίρρηση στὴν ἐπιθυμία τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου γιὰ τὴ νομικὴ φύση τῆς Μονῆς καὶ ὁ ὁποῖος σὲ καμία περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ ἀπειθὴς πρὸς τὴν Ἐκκλησία.

Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἐκοιμήθη τὸ 1920 χωρὶς νὰ ἔχει ἀναγνωρισθεῖ τὸ μοναστήρι του. Στὴν ἰδιόγραφη διαθήκη του διατύπωσε τὴν ἐπιθυμία του νὰ λάβει τὸ μοναστήρι νομικὴ προσωπικότητα ἰδιωτικοῦ δικαίου, γεγονὸς ποὺ πραγματοποιήθηκε κατ’ εὐδοκίαν τοῦ Κυρίου, ἀρκετὰ ἔτη μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου. Ὑπὸ τὴν παλλαϊκὴ ἀναγνώριση τοῦ Ἁγίου ὡς θαυματουργοῦ καὶ χαριτόβρυτου, ἀναγνωρίσθηκε ἀπὸ τὸ Κράτος καὶ τὴν Ἐκκλησία ἡ νόμιμη ἵδρυση καὶ λειτουργία μονῶν ἰδιωτικοῦ δικαίου ἀρχικὰ μὲ τὸ ἄρθρο 33 τοῦ ν.δ. 126/1969 καὶ ἀργότερα, καταργουμένου τοῦ νομοθετικοῦ διατάγματος, μὲ τὸ ἄρθρο 39 παρ. 10 τοῦ ν. 590/1977.

Ἔτσι, ἡ Μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος Αἰγίνης ἔγινε τὸ πρῶτο ἐπίσημο Μοναστήρι Ἰδιωτικοῦ Δικαίου, μὲ τὴ μορφὴ ἱδρύματος, ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὸ κράτος καὶ ὑφιστάμενο στὴν πνευματικὴ μόνο ἐποπτεία τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου καὶ ὄχι στὴν ἀπόλυτη ἐξουσία του. Οὐσιαστικά, ἔγινε τὸ πρῶτο μοναστήρι τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, ποὺ λειτουργοῦσε κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ὅπως οἱ Μονὲς στὴ Ρωμανία (Βυζάντιο), οἱ ὁποῖες κατατάσσονταν στὰ εὐαγῆ ἱδρύματα καὶ μάλιστα μὲ ἰδιαίτερη νομικὴ προσωπικότητα[1].

Ἔκτοτε, ἱδρύθηκαν καὶ ἄλλα ἰδιωτικοῦ δικαίου Ἡσυχαστήρια. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουμε τὶς μονὲς Ἁγίου Ἰωάννη Εὐαγγελιστοῦ Σουρωτῆς Θεσσαλονίκης καὶ Ἁγίου Ἀρσενίου Καππαδόκου Χαλκιδικῆς, ἱδρυθεῖσες ἀπὸ πνευματικὰ τέκνα τοῦ Ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου κατὰ τὶς ὑποδείξεις του, Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στὸ Μήλεσι Ὠρωποῦ, ἱδρυθεῖσα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Πορφύριο Καυσοκαλυβίτη, Κεχαριτωμένης Τροιζηνίας, ἱδρυθεῖσα ἀπὸ τὸ Γέροντα Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο, Παναγίας Γλυκοφιλούσας Ραψάνης, ἱδρυθεῖσα ἀπὸ πνευματικὲς θυγατέρες τοῦ Γέροντος Ἐφραὶμ Φιλοθεΐτη καὶ Ἀριζονίτη κατὰ τὶς ὑποδείξεις του, Τιμίου Προδρόμου στὴ Μεταμόρφωση Χαλκιδικῆς, ἱδρυθεῖσα ἀπὸ τὸ Γέροντα Γρηγόριο Παπασωτηρίου, Ἁγίας Τριάδος καὶ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου Πανοράματος Θεσσαλονίκης, ἱδρυθεῖσες ἀπὸ τὸ Γέροντα Συμεὼν Κραγιόπουλο κ.λπ.

Ὅλοι αὐτοὶ οἱ ὁσιακῆς βιοτῆς ἱδρυτὲς ἡσυχαστηρίων, φρόντισαν ὄχι τυχαῖα νὰ ἱδρύσουν Μονὲς ἰδιωτικοῦ καὶ ὄχι δημοσίου δικαίου. Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ κατηγορήσει τοὺς Ἁγίους καὶ τοὺς ὁσιακῆς μνήμης Γέροντες γιὰ ἀντιεκκλησιαστικὸ φρόνημα, ἀνυπακοή, ἐγωισμό, ἀνταρσία. Κινήθηκαν κανονικῶς καὶ νομίμως, γιὰ τὴν ἵδρυση ΝΠΙΔ, διότι ἡ ἐπιθυμία τους ἦταν νὰ δώσουν τὴ συγκεκριμένη νομικὴ μορφὴ στὶς Μονές τους, ὑπολογίζοντας τὶς διαφορὲς στὸ νομικὸ καθεστὼς καὶ τὴ λειτουργία, ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς Ἱερὲς Μονὲς ποὺ λειτουργοῦν ὡς ΝΠΔΔ. Στὴν ἐπιλογή τους νὰ ἱδρύσουν ἰδιωτικὰ Ἡσυχαστήρια, συγκατένευσε τόσο ὁ οἰκεῖος Ἀρχιερέας, κατὰ τὰ ὁριζόμενα στὸν Δ΄ Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅσο καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος. Ἀκολουθώντας τὴ διαδικασία ποὺ ὁρίζει ὁ νόμος, ὑπέβαλαν στὴν ἁρμόδια ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ (οἰκεῖο Ἱεράρχη ἢ ΔΙΣ) τὸ αἴτημά τους, τὸ ὁποῖο ἔγινε δεκτό. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, στὰ πλαίσια τῆς οἰκονομικῆς καὶ κοινωνικῆς ἐλευθερίας ποὺ κατοχυρώνεται στὸ ἄρθρο 5 τοῦ Συντάγματος, συνέταξαν τὸ καταστατικὸ λειτουργίας, σύμφωνο μὲ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, τὶς Ἱερὲς Παραδόσεις τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ τοὺς νόμους τοῦ κράτους.

Οἱ σημερινοὶ διάδοχοί τους ἔχουν τὴν ἠθικὴ ὑποχρέωση (τὴν ὁποία ἐκτελοῦν στὸ ἀκέραιο, πρὸς τιμήν τους) νὰ διατηρήσουν τὸ νομικὸ χαρακτῆρα τῶν κοινοβίων τους καὶ ἡ διοικοῦσα Ἐκκλησία νὰ σεβασθεῖ τὴν ἐπιθυμία τῶν ἱδρυτῶν τους, ἡ ὁποία ἐπιθυμία εἶχε καὶ τὴν ἔγκριση τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία γιὰ παραπάνω ἀπὸ μισὸ αἰῶνα δεχόταν ἀσμένως καὶ σοφῶς τὴν ἵδρυση ἰδιωτικῶν ἡσυχαστηρίων, κάτι ποὺ προστάτευε καὶ τὴν περιουσία τῶν Μονῶν αὐτῶν ἀπὸ τὶς αὐθαίρετες παρεμβάσεις τῆς Πολιτείας, ὅπως ὁ ἐκκλησιομάχος Νόμος Τρίτση. Ἄλλωστε, τὰ Ἡσυχαστήρια πάντα τελοῦ­σαν ὑπὸ τὴν πνευματικὴ ἐποπτεία τοῦ Ἐπισκόπου, κατὰ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ οὐσιαστικὰ ἀποτελοῦ­σαν καὶ ἀποτελοῦν ἀναπόσπαστο μέρος τῶν τοπικῶν Ἐκκλησίων, διατηρώντας, ὅμως, τὴν αὐτοδιοίκησή τους.

Ὡστόσο, τὰ τελευταῖα χρόνια ἐπιχειρεῖται ἡ κατάργηση τοῦ αὐτοδιοικήτου τῶν ἡσυχαστηρίων καὶ ἡ ἐξίσωσή τους μὲ τὶς μονὲς δημοσίου δικαίου. Πιὸ συγκεκριμένα, μὲ τὸ ἄρθρο 50 παρ. 2α τοῦ νόμου 4559/2018 (ΦΕΚ Α΄ 142/3.8.2018) τροποποιήθηκε ὁ καταστατικὸς χάρτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὥστε νὰ δίνεται ἡ δυνατότητα νὰ συμπληρώνονται καὶ νὰ τροποποιοῦνται ἀπὸ τὴν Διαρκῆ Ἱερὰ Σύνοδο κατόπιν προτάσεως τοῦ οἰκείου Ἀρχιερέως, τὰ καταστατικὰ τῶν Ἡσυχαστηρίων, μὲ τὰ ὁποῖα ρυθμίζονται τὰ τῆς διοικήσεως, διαχειρίσεως ἐλέγχου καὶ ἐν γένει λειτουργίας αὐτῶν, ὡς καὶ τὰ τῆς ὑπηρεσιακῆς ἐν  γένει καταστάσεως τοῦ προσωπικοῦ αὐτῶν.

Μὲ τὴν ἴδια τροποποίηση δίνεται ἡ δυνατότητα στὸν οἰκεῖο Μητροπολίτη νὰ ἀσκεῖ ἐπὶ τῶν Ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων τῆς ἐπαρχίας του ὄχι μόνο πνευματικὴ ἐποπτεία, ἀλλὰ καὶ τὸν ἔλεγχο τῆς οἰκονομικῆς διαχειρίσεως, ἀσχέτως ἀντιθέτων προβλέψεων στὰ ἱδρυτικὰ κείμενα τῶν Ἡσυχαστηρίων καὶ τοῦ ἕως σήμερα καθεστῶτος λειτουργίας τους.

Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὰ Ἡσυχαστήρια χάνουν τὴν αὐτοδιοίκησή τους, παρότι εἶναι ἀναγνωρισμένες – ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἀπὸ τὴν Πολιτεία – ἑνώσεις προσώπων ἰδιωτικοῦ δικαίου. Δίνεται δὲ στὸν ἑκάστοτε Ἀρχιερέα ἡ δυνατότητα νὰ τροποποιεῖ κατὰ τὸ δοκοῦν τὰ καταστατικὰ καὶ τὸν κανονισμὸ λειτουργίας τους, χωρὶς τὴ συγκατάθεση τῶν μοναστῶν καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ νὰ καθιστᾶ τὰ ἡσυχαστήρια, ἀπολύτως ἐξαρτώμενα ἀπὸ τὸν ἴδιο.

Ἡ νομοθετικὴ ἐξίσωση μὲ τὰ μοναστήρια δημοσίου δικαίου πάσχει πολλαπλῆς ἀντισυνταγματικότητας, καθὼς ἔρχεται σὲ καταφανῆ σύγκρουση μὲ τὰ ἄρθρα 4 (Ἰσότητα τῶν Ἑλλήνων), 5 (Ἐλεύθερη ἀνάπτυξη τῆς προσωπικότητας, προσωπικὴ ἐλευθερία), 13 (Περὶ θρησκευτικῆς ἐλευθερίας), 17 (Προστασία τῆς ἰδιοκτησίας)  καὶ 109  (Διαθήκη, κωδίκελλος, δωρεὰ) τοῦ Συντάγματος, καθὼς ἡ συνταγματικὰ ἀπαραβίαστη ἰδιωτικὴ περιουσία τῶν ἡσυχαστηρίων ποὺ ἀποκτήθηκε μὲ προσωπικὴ ἐργασία, κληρονομιὲς καὶ δωρεές, μπορεῖ νὰ τεθεῖ ὑπὸ τὴ διαχείριση τρίτων προσώπων καὶ μάλιστα ἐξαιτίας τοῦ γεγονότος ὅτι εἶναι Ὀρθόδοξες Μονές, ἐνῷ δὲν τυγχάνουν ἴδιας μεταχείρισης καθιδρύματα ἄλλων δογμάτων καὶ θρησκειῶν, οὔτε φυσικὰ τὰ μὴ θρησκευτικὰ νομικὰ πρόσωπα.

Ἐπὶ τῇ βάσει τῆς παραπάνω ἀντιμοναστικῆς νομοθετικῆς τροποποίησης, κυρώθηκε ὁ ὑπ’ ἄρ. 337/2021 (ΦΕΚ 37/Α/28-2-2022) Γενικὸς Κανονισμὸς λειτουργίας τῶν Ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

 Ὁ κανονισμὸς υἱοθετεῖ τὶς συνταγματικὰ ἀπαράδεκτες τροποποιήσεις ποὺ ἐξισώνουν τὰ ἡσυχαστήρια μὲ τὶς Μονὲς δημοσίου δικαίου καὶ τὶς θέτουν ὑπὸ τὴν ἀπόλυτη ἐξουσία τοῦ ἐπιχωρίου Ἐπισκόπου. Ὁ κανονισμὸς ἔχει προσβληθεῖ ἁρμοδίως ἐνώπιον τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας καὶ ἀναμένεται ἡ συζήτηση ἐπὶ τῆς αἰτήσεως ἀκυρώσεως, ἐντός τοῦ μηνὸς Ἰουνίου.

* * *

Γιατί, ὅμως, τέτοια σπουδὴ γιὰ τὸν ἔλεγχο τῶν ἡσυχαστηρίων;

Ἂς θυμηθοῦμε τὸ θέμα ποὺ θίξαμε πρὶν λίγους μῆνες, μὲ τὶς ὀργανικὲς θέσεις καὶ τὸ φίμωμα τῶν κληρικῶν τῶν ἐνοριῶν μὲ τὴν ἀπειλὴ τῆς διακοπῆς τῆς μισθοδοσίας τους.

Ἡ Πολιτεία θέλει τὴν Ἐκκλησία φιμωμένη, χωρὶς λόγο, νὰ δρᾶ ὡς κοσμικὸ φιλανθρωπικὸ ἵδρυμα. Καὶ κυρίως ὁ κλῆρος, ἔγγαμος ἢ ἄγαμος νὰ εἶναι πλήρως ἐλεγχόμενος.

Οἱ μοναχοὶ δὲν ἔχουν μισθό. Πῶς θὰ τοὺς κρατήσουν ἐλεγχόμενους; Μὲ τὴν ἀπειλὴ ὅτι τὸ μοναστήρι τους, τὸ σπίτι τους δηλαδή, θὰ ἀλλάξει χέρια. Θὰ διοικεῖται ἀπὸ ἄλλους.

Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, συνδέονται, κατὰ τὴ γνώμη μου, ὁ νόμος περὶ ὀργανικῶν θέσεων μὲ τὸ νόμο περὶ ἡσυχαστηρίων, μὲ κοινὸ σκοπὸ τὸ ἀνελεύθερο καθεστὼς τῆς κομματοκρατίας νὰ θέσει τοὺς ρασοφόρους, ἐνοριακοὺς ἢ μοναστηριακούς, ὑπὸ καθεστὼς ὁμηρίας καὶ σιωπῆς.

Ὁ ἀντιμοναστικὸς κανονισμὸς περὶ ἡσυχαστηρίων ἐξυπηρετεῖ τὴν κοσμικὴ ἰδεολογία τῆς πολιτειοκρατίας, ἡ ὁποία θέλει τὴν Ἐκκλησία (καὶ ὡς ἐκ τούτου καὶ τὶς μονὲς) κοινωνικὸ ὀργανισμό, νὰ μοιράζει συσσίτια, νὰ ἀφήσει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ διακονεῖ τραπέζαις. Φυσικὰ καὶ ἡ κοινωνικὴ πρόνοια εἶναι ἔργο ἀξιέπαινο καὶ πρέπει νὰ γίνεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὡς πάρεργο καὶ χωρὶς τυμπανοκρουσίες, κατὰ τὴν ξεκάθαρη ἐπιταγὴ τοῦ Χριστοῦ, μὴ γνώτω ἡ δεξιά σου τί ποιεῖ ἡ ἀριστερά σου.

Γιατί, ὅμως, ἐνοχλοῦν τὰ μοναστήρια καὶ μάλιστα τὰ αὐτοδιοίκητα;

Τὸ μοναστήρι εἶναι ἕνας θεσμὸς ποὺ προβάλλει ἰσχυρὴ ἀντίσταση στὸ ρεῦμα τῆς κοσμικότητας καὶ τοῦ ὑλισμοῦ καὶ σὲ ὅλες τὶς παγίδες τῆς Νέας Ἐποχῆς. Ἐμπνέει τοὺς πιστοὺς στὴν ἀντίσταση πρὸς τὸ κακό, γιὰ αὐτὸ πάντοτε ἐνοχλοῦσε, ἐνοχλεῖ καὶ θὰ ἐνοχλεῖ τὶς δυνάμεις ποὺ θέλουν τοὺς χριστιανοὺς ἀδιάφορους καὶ χλιαρούς.

Πολλοὶ ἄνθρωποι μὲ καθόλου ἢ μὲ λίγη πίστη, εὑρισκόμενοι σὲ κάποιο μοναστήρι, ἄλλαξαν τὴ ζωή τους, βλέποντας ἐφαρμοσμένο σὲ μεγάλο βαθμὸ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ αἰσθανόμενοι τὴ δύναμη τῆς προσ­ευχῆς τῶν μοναχῶν. Στὰ μοναστήρια οἱ ἀπελπισμένοι ἄνθρωποι βρίσκουν ἐλπίδα καὶ ἀνθρώπους πρόθυμους νὰ τοὺς ἀκούσουν καὶ νὰ ἀποθέσουν σὲ ἐκείνους τὰ βάρη, τὶς ἀνησυχίες καὶ τὶς ἁμαρτίες τους.

Ἡ Ἐκκλησία ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἔργο τῆς κήρυξης τοῦ Θείου λόγου, ἔχει ἐξίσου σημαντικὴ ἀποστολὴ νὰ τελεῖ τὶς ἀκολουθίες καὶ νὰ προσεύχεται ἀδιαλείπτως γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Τὰ μοναστήρια εἶναι οἱ κατ’ ἐξοχὴν τόποι, ὅπου τελοῦνται ὅλες οἱ καθιερωμένες ἀκολουθίες, πολλὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἔχουν ἐκλείψει στὶς ἐνορίες. Αὐτὸ τὸ πολὺ σημαντικὸ ἔργο, γιὰ τοὺς ὑλιστὲς μπορεῖ νὰ θεωρεῖται χαμένος χρόνος, ἀλλὰ γιὰ κάθε εὐσυνείδητο πιστὸ εἶναι τὸ σημαντικότερο ἐπὶ γῆς ἔργο, καὶ ταυτόχρονα γνήσια φιλανθρωπία.

Μὲ μόνη τὴν ὀρθὴ τέλεση τῶν διατεταγμένων, ἡ παρουσία τῶν ἡσυχαστηρίων ἀσκεῖ δριμὺ σιωπηρὸ ἔλεγχο σὲ ὅλες τὶς καινοτομίες καὶ παρατυπίες ποὺ ἐξαφανίζουν τὸ αἴσθημα τῆς ἱερότητας καὶ ἀπομακρύνουν τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὸ στόχο τῆς σωτηρίας. Αὐτὸς ἴσως εἶναι καὶ ἕνας λόγος ποὺ ὅλο καὶ περισσότεροι πιστοὶ ἐκκλησιάζονται σὲ ἱ. μονὲς καὶ ὄχι σὲ ἐνορίες, διότι ἔχει διαδοθεῖ σὰν πανδημία ἡ φολκλορικὴ τέλεση τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν καὶ τὸ «σόου» κάποιων προϊσταμένων, ἔχει μετατρέψει τὶς ἐνορίες σὲ πεδίον δόξης λαμπρὸ γιὰ κάθε ἀπίθανη καινοτομία, δῆθεν γιὰ νὰ φέρουμε κόσμο στὴν Ἐκκλησία. Ἀλλὰ μὲ αὐτὰ ὁ κόσμος φεύγει, ὅπως ἀποδεικνύεται, προτιμώντας εἴτε νὰ ἀναζητήσουν κάτι πιὸ γνήσια πνευματικό, εἴτε νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἐντελῶς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀφοῦ τὴν ἀνάγκη γιὰ «σόου» μποροῦν νὰ τὴν ἱκανοποιήσουν καὶ στὰ κοσμικὰ κέντρα.

Αὐτὸ ποὺ ἀναζητᾶ ὁ κόσμος, γιὰ νὰ ἔρθει στὴν Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἁγιότητα καὶ ὄχι οἱ «ἔξυπνες ποιμαντικὲς» ποὺ  ἐπιχειροῦν μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο νὰ καλύψουν τὸ κενὸ ἁγιότητας. Τὰ μοναστήρια μας εἶναι τὰ κατ’ ἐξοχὴν ἐργαστήρια ἁγιότητας.

Ὅμως δὲν σταματάει ἐδῶ ἡ προσφορὰ τῶν μοναστηριῶν. Τὰ μοναστήρια ὑπῆρξαν πάντοτε τὰ προπύργια καὶ μαζὶ μὲ τὸν πιστὸ λαό, οἱ φύλακες τοῦ δόγματος. Εἰδικὰ στὶς μέρες μας ποὺ τὸ δόγμα ἔχει παραθεωρηθεῖ καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ τάξη καταφρονεῖ­ται, ἡ ἰσχυρὴ παρουσία τῶν ἀνεξάρτητων ἡσυχαστηρίων, ἀποτελεῖ ἕνα ἀνάχωμα στὴν οἰκουμενιστικὴ λαίλαπα καὶ ἐγγύηση γιὰ τὴ δογματικὴ σταθερότητα τῆς Ἐκκλησίας.

 Σὲ ὅλες τὶς ταραγμένες περιόδους τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, τὰ αὐτοδιοίκητα μοναστήρια ἔγιναν οἱ μπροστάρηδες τῆς ἀντίστασης, ἐπανδρωμένα ἀπὸ ἀνθρώπους πλήρως ἀνεξάρτητους καὶ ἄρα ἀνυπότακτους στὴν ἀσέβεια. Τὰ αὐτοδιοίκητα μοναστήρια ἔδωσαν μάρτυρες καὶ ὁμολογητὲς σὲ περιόδους αἱρετικῶν πατριαρχῶν καὶ ψευδοενώσεων μὲ τὸν ἐκπεσόντα Πάπα Ρώμης.

Μὲ τὸ νέο κανονισμὸ τῶν ἡσυχαστηρίων, τί θὰ γίνει ἂν ἕνα ἡσυχαστήριο ἀρνηθεῖ νὰ δεχθεῖ νὰ λειτουργήσουν αὐτοχειροτόνητοι σχισματικοὶ Οὐκρανοί; Τί θὰ γίνει σὲ μία ἑπόμενη πανδημία, ἂν τὰ ἡσυχαστήρια δὲν ἐφαρμόσουν τὰ μέτρα πού διατάχθηκαν νὰ ἐφαρμόσουν στὴν πανδημία τοῦ κορωνοϊοῦ; Τί θὰ γίνει ἂν ἕνα ἡσυχαστήριο ἐλέγξει δημόσια ἕναν ἀπὸ τοὺς πολιτικοὺς ποὺ τρεισήμισι χρόνια πολιτεύονται ἐνάντια στὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ μισὸ χρόνο γυρίζουν τὰ προσκυνήματα, γιὰ νὰ μαζέψουν τὴν ψῆφο τῶν Χριστιανῶν; Τί θὰ γίνει ἂν προχωρήσουν οἱ οἰκουμενιστὲς στὴν ἕνωση μὲ τὸ Βατικανὸ τὸ 2025 (ὅπως φημολογεῖται) ἢ σὲ κάποια ἄλλη χρονικὴ περίοδο;

Εἶναι πολὺ ἁπλό. Ἂν δὲν ἀκολουθήσουν, ἡ ἰδιωτικὴ περιουσία τοῦ ἡσυχαστηρίου θὰ δύναται νὰ δοθεῖ σὲ  ἄλλους, πρόθυμους, καὶ  ἐκεῖνοι νὰ  ἐκδιω­χθοῦν ἀπὸ τὰ μοναστήρια τους, διότι ἔτσι θὰ ἐπιτάσσει ἕνα νέο καταστατικὸ ποὺ θὰ ἔχει ἐπιβάλει ὁ ἐπιχώριος δεσπότης, μὲ τὴν προβλεπόμενη στὸ νόμο διαδικασία.

Ἐδῶ, πλέον, δὲν μιλᾶμε γιὰ μία ἁπλὴ διοικητικὴ διαφορά, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξη τοῦ θεσμοῦ τῶν ἡσυχαστηρίων, καθὼς ὁ θεσμὸς στὴν οὐσία καταργεῖται μὲ τὸν ἀνωτέρω νόμο.

Τὰ ἡσυχαστήρια πρέπει νὰ ζήσουν καὶ θὰ ζήσουν.

Εἶναι πολὺ διδακτικὴ ἡ ὄχι πολὺ παλιὰ ἱστορία τῆς κόντρας κεκοιμημένου σήμερα πρώην ἐπισκόπου καὶ τῆς ἀδελφότητας γυναικείας Ἱερᾶς Μονῆς, μὲ σκοπὸ τὴν οἰκονομικὴ ἐκμετάλλευση τῆς Μονῆς καὶ τοῦ Ἁγίου της ἀπὸ τὸν ἴδιο (ὅπως ἀπεφάνθη ἡ Ἑλληνικὴ Δικαιοσύνη σὲ ἀνώτατο ἐπίπεδο), ἡ ὁποία κόντρα κατέληξε σὲ διασυρμὸ τοῦ ἰδίου καὶ βαρύτατο σκανδαλισμὸ τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος καὶ βεβαιώνει ὅτι ὅποιος ἀδικεῖ τὰ Μοναστήρια καὶ τοὺς Ἁγίους τους, πρὸς κέντρα λακτίζει.

Ἰσχυρὴ πεποίθηση τοῦ γράφοντος εἶναι ὅτι ἂν τὸ ΣτΕ δὲν βάλει ἀνάχωμα στὸν ἀντιμοναστικὸ καὶ ἀντισυνταγματικὸ κανονισμό, θὰ βάλουν οἱ Ἅγιοι ἱδρυτὲς τῶν Ἡσυχαστηρίων.

Σημείωσις:

[1] Μαρία Τατάγια: Τὸ Νομικὸ Καθεστὼς τῶν Ἡσυχαστηρίων στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, Θεσσαλονίκη 2003, σελ 28. (Διατριβὴ ΑΠΘ)