«Ἡ οὖν Μαρία ὡς ἦλθεν ὅπου ἦν ὁ Ἰησοῦς, ἰδοῦσα αὐτὸν ἔπεσεν αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας λέγουσα αὐτῷ· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, οὐκ ἂν ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός». (: Ὅταν λοιπὸν ἡ Μαρία ἦλθεν ἐκεῖ, ποὺ ἦτο ὁ Ἰησοῦς, μόλις τὸν εἶδεν, ἔπεσεν εἰς τὰ πόδια του καὶ τοῦ εἶπε· Κύριε, ἐὰν ἤσουν ἐδῶ, δὲν θὰ μοῦ ἐπέθαινεν ὁ ἀγαπημένος ἀδελφός, διότι θὰ τὸν ἐθεράπευες).
Μὰ ὁ Κύριος εἶναι πανταχοῦ παρὼν καὶ ὅταν παραχωρεῖ μιὰ δοκιμασία γνωρίζει γιατὶ τὸ ἔκανε, διότι κάτι καλὸ θὰ βγῆ.
Ἄς ἔχουμε λοιπὸν πίστη στὸν Θεό.
- Παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Αὐτὸ εἶναι πίστη, τὸ νὰ μὴ δίνουμε δηλαδὴ προσοχή σ’ αὐτὰ ποὺ βλέπουμε, ἔστω κι ἄν αὐτὰ ποὺ γίνονται εἶναι ἀντίθετα μὲ τὴν ὑπόσχεση, ἀλλὰ νὰ ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στὴ δύναμη Ἐκείνου ποὺ ἔδωσε τὴν ὑπόσχεση. Ἔτσι εὐδοκίμησε ὁ Πατριάρχης Ἀβραάμ, μὲ τὸ νὰ πιστεύση δηλαδὴ στὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὸ νὰ γίνη ἀνώτερος τῆς φύσεως καὶ τῶν ἀνθρώπινων λογισμῶν».
- Γιατί ἐπέτρεψε ὁ Κύριος νὰ πεθάνη ὁ Λάζαρος; Στὸ περιοδικὸ «Ὅσιος Θεόφιλος» ἀναφέρονται γιὰ τὸ θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ἁγίου Λαζάρου τὰ ἑξῆς:
«Φαντάζει πολύ παράδοξο τό ὅτι ἕνας ἄνθρωπος πέθανε καὶ ἐπανῆλθε στήν ζωή. Πῶς μπορεῖ ἡ ψυχὴ νὰ ἐπιστρέψη στὸ νεκρὸ σῶμα; Ἀλλά, ὅπως γνωρίζουμε πολὺ καλὰ ἀπὸ τὴ Γραφὴ καὶ ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας· «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἔστιν» (Λουκ. ιη΄ 27).
Ὁ Θεὸς εἶναι κυρίαρχος ἀκόμα καὶ στὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, πρᾶγμα ἀδιανόητο γιὰ τὰ ἀνθρώπινα δεδομένα.
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, καὶ μάλιστα τετραημέρου, ἀπὸ τὸν Κύριο μᾶς ξάφνιασε καὶ ἐντυπωσίασε. Ἡ ψυχὴ ἤδη εἶχε κατέβη στὸν Ἅδη, ἑπομένως ἔμοιαζε ἀδύνατη ἡ ἐπιστροφή της. Ὅμως, ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου ἐπενέβη δυναμικά. «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω!» (Ἰω. ια΄ 43), ἦταν τὰ θεϊκὰ λόγια ποὺ ἀκούσθηκαν μπροστὰ στὸ μνῆμα τοῦ κεκοιμημένου.
Καὶ ὁ Λάζαρος «δεδεμένος… κειρίαις» ἐξῆλθε τοῦ τάφου, ἀφήνοντας μὲν τὴν φοβέρα τοῦ Ἅδου, ἐπιστρέφοντας δὲ στὴν ματαιότητα τῶν γήινων πραγμάτων.
Ὁ ἅγιος Λάζαρος, τοῦ ὁποίου ἡ ἀνάσταση ἑορτάζεται τὸ Σάββατο πρὶν ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, πρὶν τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα, τιμᾶται ἰδιαίτερα ἀπὸ τοὺς Κυπρίους, διότι διετέλεσε Ἐπίσκοπος Κιτίου. Μάλιστα ἡ κυπριακὴ πόλη Λάρνακα, τὸ ἀρχαῖο Κίτιο, πῆρε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὴν λάρνακα, τὸν τάφο, τὸν ἁγίου Λαζάρου, ποὺ βρίσκεται σήμερα μέσα στὸν ὁμώνυμο ναό.
Ὁ ἅγιος Λάζαρος, ὁ δίκαιος καὶ σεβαστὸς σὲ ὅλους ἄνθρωπος, μετὰ τὴν ἀνάστασή του ἀπὸ τὸν Κύριο, ἔγινε πρόσωπο μισητὸ γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Τὸ θαῦμα τῆς ἀναστάσεώς του κήρυττε περίτρανα τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ ἔψαχναν εὐκαιρία νὰ θανατώσουν τὸν Κύριο, δὲν μποροῦσαν νὰ δεχθοῦν τὴν μαρτυρία αὐτή. Ἔτσι, ὅπως μᾶς λέγει ἡ Γραφή: «ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοὶ δι’ αὐτὸν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν Ἰησοῦν» (Ἰω. ιβ΄ 10-11).
Γιὰ τὸν κίνδυνο λοιπὸν αὐτόν, ἔφυγε γιὰ τὴν Κύπρο κι ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκε στὸ Κίτιο (σημερινὴ Λάρνακα). Στὸν τόπο αὐτό, μετὰ ἀπὸ χρόνια, τὸν συνάντησαν οἱ ἀπόστολοι Παῦλος καὶ Βαρνάβας καὶ τὸν χειροτόνησαν Ἐπίσκοπο Κιτίου.
Λέγεται ὅτι, ὅταν ἀκόμη ἡ Παναγία ἦταν σωματικῶς στὴν γῆ, πῆγε στὴν Κύπρο αὐτοπροσώπως καὶ ἔδωσε στὸν Λάζαρο ἕνα ὠμοφόριο, ποὺ εἶχε φτιάξει μόνη της, μὲ τὰ ἴδια της τὰ χέρια.
Ὁ ἅγιος Λάζαρος, ὁ μοναδικὸς ἄνθρωπος ποὺ γνώρισε καὶ βίωσε τὴν κατάσταση τοῦ Ἅδη, μποροῦσε νὰ ἔχη πλήρη ἀντίληψη τῆς ματαιότητος τοῦ κόσμου. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅπως μᾶς ἀναφέρει ὁ ἱερὸς Συναξαριστής, μετὰ τὴν ἀνάστασή του ἀπὸ τὸν Κύριο, δὲν γέλασε ξανὰ ποτὲ στὴν ζωή του, ἐκτὸς ἀπὸ μία φορά, ποὺ θὰ ἀναφέρουμε ἀμέσως παρακάτω.
Κάποτε, λέει ἡ βιογραφία του, εἶδε ὁ Ἅγιος ἕναν ἄνθρωπο νὰ κλέβη ἕνα πήλινο ἀγγεῖο. Στάθηκε καὶ τὸν κοίταζε. Στὴν συνέχεια χαμογέλασε καὶ μονολόγησε: «Τὸ ἕνα χῶμα κλέβει τὸ ἄλλο».
Ἕνα γεγονός, ποὺ ἔχει μείνει ἔντονο στὴν συνείδηση καὶ στὴν παράδοση τῶν Κυπρίων ἀδελφῶν μας, ἀποτελεῖ τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου στὴν περιοχὴ τῆς ἁλυκῆς τῆς Λάρνακας, στὸν σημερινὸ ὑδροβιότοπο, ποὺ ἔχει λάβει διεθνῆ ἀναγνώριση καὶ σημασία.
Στὸν τόπο αὐτὸ ὑπῆρχε μιὰ μεγάλη ἔκταση, ὅπου εἶχε φυτευθῆ ἕνα ἀμπέλι. Τὸ ἀμπέλι αὐτὸ ἄνηκε σὲ μιὰ πλούσια γυναῖκα τῆς περιοχῆς.
Κάποτε ὁ ἅγιος Λάζαρος περνοῦσε ἀπὸ τὴν περιοχὴ αὐτὴ καὶ εἶδε τὴν ἀπέραντη ἔκταση μὲ τὰ σταφύλια. Τότε ἀπευθυνόμενος στὴν γυναῖκα αὐτὴ τῆς εἶπε: «Μπορεῖς νὰ μοῦ δώσης ἕνα τσαμπὶ σταφύλι;». Ἡ ἰδιοκτήτρια, τοῦ ἀπάντησε μὲ ἀναίδεια καὶ χωρὶς σεβασμό: «Βλέπεις κανένα ἀμπέλι ἐδῶ γύρω;». Τότε, κατὰ παραχώρηση Θεοῦ, μὲ θαυμαστὸ τρόπο, ὅλα τὰ σταφύλια μετατράπηκαν σὲ ἁλάτι κι ὁ τόπος ἔγινε ἁλυκή.
Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικὸ ὅτι μέχρι σήμερα οἱ ἄνθρωποι, ποὺ βγάζουν τὸ ἁλάτι ἀπὸ τὴν περιοχὴ αὐτή, μαρτυροῦν ὅτι, στὸ βάθος ἀπὸ τὶς τέσσερις λίμνες ποὺ ἔχουν σχηματισθῆ ἐκεῖ, βρίσκουν κορμοὺς καὶ ρίζες ἀπὸ ἀμπέλια.
Ὁ Ἅγιος ἔζησε στὴν Κύπρο, μετὰ τὴν ἀνάστασή του, γιὰ τριάντα περίπου χρόνια.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά, γιὰ δεύτερη φορά, καὶ μετοίκησε ὄχι ξανὰ στὸν φρικτὸ Ἅδη, ὁ ὁποῖος εἶχε πλέον καταργηθῆ, ἀλλὰ στὸν τόπο τῆς προγεύσεως τοῦ Παραδείσου. Ἡ δική του μάλιστα προσωπικὴ μαρτυρία ἔγινε λαμπρὴ ἀπόδειξη τόσο τῆς θεότητος καὶ μεσσιανικότητος τοῦ Χριστοῦ, ὅσο καὶ τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν.