Τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτου π. Μάρκου Μανώλη
Α´
Τελειώνει, μὲ τὴν χάριν τοῦ Κυρίου, ἡ νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Τὸ λέγει ἕνα τροπάριον, ποὺ θὰ ἀκούσωμεν τὴν προσεχῆ Παρασκευήν:
«Τὴν ψυχωφελῆ πληρώσαντες τεσσαρακοστὴν καὶ τὴν ἁγίαν ἑβδομάδα τοῦ πάθους σου αἰτοῦμεν κατιδεῖν, φιλάνθρωπε, τοῦ δοξάσαι ἐν αὐτῇ τὰ μεγαλεῖα σου καὶ τὴν ἄφατον δι’ ἡμᾶς οἰκονομίαν σου, ὁμοφρόνως μελωδοῦντες, Κύριε δόξα σοι» πλ. δ΄
Καὶ ἡ μεγάλη Ἑβδομὰς ἐντὸς ὀλίγου ἀρχίζει. Ὀνομάζεται δὲ «Μεγάλη» διότι «μεγάλα τινὰ καὶ ἀπόρρητα τυγχάνει τὰ ὑπάρξαντα ἡμῖν ἀγαθὰ» κατὰ τὸν ἱερὸν Χρυσόστομον. Καλὸν εἶναι νὰ ἀφιερώσωμεν τὸν χρόνον αὐτὸν εἰς τὸ πάθος καὶ τὸν Σταυρικὸν θάνατον τοῦ Κυρίου μας, τὰ ὁποῖα ἔπαθε ἑκουσίως διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν.
Ἀναφέρει τὸ «Γεροντικόν, ὅτι ἕνας γέροντας ἐκάθητο κάποτε κοντὰ εἰς τὸν Ἀββᾶν Ποιμένα, καὶ τὸν εἶδε εἰς θείαν ἔκστασιν· καὶ ἐπειδὴ εἶχε πολὺ θάρρος εἰς αὐτόν, τοῦ ἔβαλε μετάνοια καὶ τὸν παρεκάλεσε λέγοντας: πές μου, ποῦ ἤσουν; Ὁ δέ, ἀφοῦ τὸν ἀνάγκασε εἶπεν· «ὁ λογισμός μου ἦτο ὅπου ἡ ἁγία Μαρία ἡ Θεοτόκος ἔστεκε καὶ ἔκλαιε πλησίον τοῦ σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος. Καὶ ἐγὼ ἤθελα πάντοτε ἔτσι νὰ κλαίω».
Μᾶς εἶχε δοθῆ ἡ εὐκαιρία τὴν παραμονὴν τῶν Χριστουγέννων νὰ ὁμιλήσωμε διὰ τὴν μεγάλην σημασίαν, ποὺ ἔχει δι’ ἡμᾶς καὶ «τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν» ἡ ἐνσάρκωσις τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. «Ἄνθρωπος γίνεται Θεός, τονίζει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν». Ἡ σωτηρία μας ἀρχίζει μὲ τὴν Γέννησιν. Ὁλοκληρώνεται ὅμως μὲ τὸν θάνατόν Του, τὸν σταυρικὸν θάνατον (Φιλ. 2.8)
«Μέγα τὸ τῆς εὐσεβείας μυστήριον. Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκὶ» (Α΄ Τιμ. ιβ´ 3). Ὁ ἐνσαρκωθείς Λόγος φανερώνεται ἐπὶ γῆς ὡς ἄνθρωπος μεταξὺ ἀνθρώπων. Ἡ ἐνσάρκωσις ἦτο μία ὕψωσις τοῦ ἀνθρώπου, μία θέωσις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ὁ Σωτὴρ ἤδη ἀπὸ τὴν πρώτην στιγμὴν τῆς Γεννήσεώς Του, ὅπως παρατηρεῖ σύγχρονος κορυφαῖος θεολόγος, τοῦ ὁποίου τὴν πατερικὴν διδασκαλίαν θὰ προσπαθήσωμεν νὰ ἀναπτύξωμεν ἀπόψε, δὲν ὑπέκειτο οὔτε εἰς τὴν φθοράν οὔτε εἰς τὸν θάνατον, ὅπως καὶ ὁ πρωτόκτιστος. Ἠδύνατο δηλ. νὰ μὴ ἀποθάνη. Ἠδύνατο ὅμως καὶ νὰ ἀποθάνη. Ἔτσι ὁ θάνατος τοῦ Σωτῆρος ἦτο δυνατὸν νὰ εἶναι καὶ ἦτο μόνον ἑκούσιος.
Ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τοῦ Σωτῆρος ἦτο μία φανέρωσις ἀγάπης, ἡ ἄσκησις μιᾶς ἀγάπης ποὺ πάσχει. Ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τοῦ Σωτῆρος ἦτο Σταυρός. Ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τοῦ Θεανθρώπου ὑπῆρξε μία συνεχὴς ἄσκησις ὑπομονῆς, μακροθυμίας, εὐσπλαγχνίας, ἀγάπης. Παρὰ ταῦτα ἡ σωτηρία ὁλοκληροῦται εἰς τὸν Γολγοθᾶ, ὄχι εἰς τὸ Θαβώρ.
Ὁ Χριστὸς δὲν ἔρχεται μόνον, διὰ νὰ διδάξη ὡς «ἐξουσίαν ἔχων» καὶ νὰ «γνωρίση» εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός· πολὺ περισσότερον δὲν ἦλθε μόνον, διὰ νὰ κάμη ἔργα εὐσπλαγχνίας. Ἦλθε νὰ πάθη καὶ νὰ ἀποθάνη, σύμφωνα μὲ ὅσα ἐπανειλημμένως διεβεβαίωσε τοὺς μαθητάς Του. Καὶ ὄχι μόνον εἶχε προφητεύσει τὰ ἐρχόμενα πάθη Του καὶ τὸν θάνατόν Του, ἀλλὰ καὶ τὸ ἔλεγε καθαρὰ ὅτι «πρέπον ἐστὶν» καὶ ὅτι «δεῖ» νὰ πάθη καὶ ἀποθάνη. Τὸ ἀκούσαμεν αὐτὸ καὶ εἰς τὸ χθεσινὸν κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγέλιον «καὶ ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν, ὅτι ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ τοῖς γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσιν καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται». Ὁ θάνατος λοιπὸν τοῦ Κυρίου ἦτο ἐξ ὁλοκλήρου ἑκούσιος.
Τὰ πάθη Του ἦσαν ἐπιταγὴ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Εἰς τὸ μυστήριον τοῦ Σταυροῦ ἀποκαλύπτεται τὸ προαιώνιον μυστήριον τῆς ἀγάπης καὶ τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δύσκολον νὰ εὕρη κανεὶς λόγια καὶ ἐκφρὰσεις ἐκτὸς ἀπὸ τὰ θεόπνευστα λόγια τῆς Καινῆς Διαθήκης, τὰ λόγια τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, διὰ νὰ κατορθώση νὰ διατυπώση μὲ ἀκρίβειαν καὶ πληρότητα «τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον». Τὰς δυσκολίας αὐτάς ἐγνώριζαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες καὶ μάλιστα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ὁποῖος λέγει σχετικῶς: «Τίνι γὰρ τὸ ὑπὲρ ἡμῶν αἷμα καὶ περὶ τίνας ἐχύθη, τὸ μέγα καὶ περιβόητον, τοῦ Θεοῦ καὶ Ἀρχιερέως καὶ θύματος; Κατειχόμεθα μὲν γὰρ ὑπὸ τοῦ πονηροῦ, πεπραμένοι ὑπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ ἀντιλαβόντες τῆς κακίας τήν ἡδονήν. Εἰ δὲ τὸ λύτρον οὐκ ἄλλου τινὸς ἢ τοῦ κατέχοντος γίνεται, ζητῶ τίνι τοῦτο εἰσηνέχθη καὶ δι’ ἥντινα αἰτίαν; Εἰ μὲν τῷ πονηρῷ, φεῦ τῆς ὕβρεως, εἰ μὴ παρὰ τοῦ Θεοῦ μόνον, ἀλλὰ καὶ τὸν Θεὸν αὐτὸν λύτρον ὁ ληστὴς λαμβάνει καὶ μισθὸν οὕτως ὑπερφυῆ τῆς ἑαυτοῦ τυραννίδος, δι’ ὅν καὶ ἡμῶν φείδεσθαι δίκαιον ἦν. Εἰ δὲ τῷ Πατρί, πρῶτον μὲν πῶς; Οὐχ ὑπ’ ἐκεῖνον γὰρ ἐκρατούμεθα· δεύτερον δέ, τὶς ὁ λόγος Μονογενοῦς αἷμα τέρπειν Πατέρα, ὃς οὐδὲ τὸν Ἰσαὰκ ἐδέξατο παρὰ τοῦ πατρὸς προσφερόμενον, ἀλλ’ ἀντιλλάξατο τὴν θυσίαν, κριὸν ἀντιδοὺς τοῦ λογικοῦ θύματος;». Μὲ τὰ ἐρωτήματα αὐτὰ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος θέλει νὰ μᾶς δείξη ὅτι μὲ βάσιν τὴν λογικὴν ὁ Σταυρικὸς θάνατος τοῦ Χριστοῦ μας μένει ἀνεξήγητος. Εἰς ὅλα τὰ ἐρωτήματα, ποὺ θέτει, δίδει ἀπάντησιν.
Διά τοῦτο συμπεραίνει: «Δῆλον ὅτι λαμβάνει μὲν ὁ Πατήρ, οὐκ αἰτήσας, οὐδὲ δεηθείς, ἀλλὰ διὰ τὴν οἰκονομίαν καὶ τὸ χρῆναι ἁγιασθῆναι τῷ ἀνθρωπίνῳ τοῦ Θεοῦ τὸν ἄνθρωπον».
Ἡ σωτηρία ὡλοκληρώθη καὶ ἐτελειώθη ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ. «διά τοῦ αἵματος τοῦ Σταυροῦ». Ὄχι μόνον μὲ τὰ πάθη εἰς τὸν Σταυρόν, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν θάνατον ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρόν. Ἔτσι κατηργήθη ὁ θάνατος.
Β´
Ἡ ἔννοια τοῦ θανάτου
Ὁ ἄνθρωπος ἐκτίσθη ἐπ’ «ἀφθαρσίᾳ». Ἐπλάσθη καὶ ἐκλήθη νὰ συμμετάσχη εἰς τὴν ζωὴν τοῦ Θεοῦ· νὰ ἀποκτήση τὴν «ἐν Θεῷ» ζωήν. Καὶ ἐπειδὴ ἐπλάσθη «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» ἐδόθη εἰς τὸν ἄνθρωπον εὐθὺς ἀπὸ τῆς δημιουργίας του ἡ ἀθανασία, ὡς «δυνατότης». Τελικῶς θὰ ἀπεκτᾶτο διὰ τῆς καλῆς χρήσεως τῆς ἐλευθερίας του.
Μὲ τὴν πτῶσιν ἡ δυνατότης αὐτὴ ἐξέλιπε διὰ τὸν ἄνθρωπον. Ὁ ἄνθρωπος ἀπέθανε, κατέστη θνητός. Ἡ πτῶσις του, ὡς ἀπομάκρυνσις ἀπὸ τὴν μόνην πηγὴν τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀθανασίας καὶ ἀπόκρουσις τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἦτο ὁ θάνατός του.
«Κοινωνία Θεοῦ, ζωὴ καὶ φῶς. Χωρισμὸς δὲ Θεοῦ, θάνατος», λέγει ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος. Οἱ προπάτορες ἀπέθανον ἀμέσως μόλις ἡμάρτησαν, διότι ἀμέσως ἔγιναν «ἄξιοι θανάτου». Ὁ θάνατος εἰσῆλθε εἰς τὸν κόσμον διὰ τῆς ἁμαρτίας (Ρωμ. 5. 12). «Διά τοῦτο ὥσπερ δι’ ἑνὸς ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθε καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος, καὶ οὕτως εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθεν, ἐφ’ ᾧ πάντες ἥμαρτον».
Μὲ τὴν πτῶσιν ὁ ἄνθρωπος ἔγινε θνητός, καὶ ἀποθνήσκει. «Ἥλιος ἀκτῖνας ἔκρυψε, ἡ σελήνη σὺν τοῖς ἄστροις εἰς αἷμα μετετράπη· ὄρη ἔφριξαν· βουνοὶ ἐτρόμαξαν, ὅτε ὁ Παράδεισος ἐκλείσθη» λέγει ἕνας ὕμνος (Τυροφάγου. Λιτή). Κατὰ κυριολεξίαν θνητὸν καὶ φθαρτὸν ἔγινε συνεπείᾳ τῆς ἁμαρτίας μόνον τὸ σῶμα. Μόνον τὸ σῶμα διαλύεται μετὰ θάνατον. Μόνον τὸ σῶμα εἶναι δυνατὸν νὰ ὑποστῆ διάλυσιν καὶ φθοράν. Ὁ θάνατος καὶ ἡ φθορὰ ὅμως τοῦ σώματος εἶναι ἀμαύρωσις (σκοτείνιασμα) τῆς ἐν τῷ ἀνθρώπῳ «Εἰκόνος τοῦ Θεοῦ» Περὶ τούτου ὁμιλεῖ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς εἰς τὰ νεκρώσιμα τροπάριά του. «Θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι, ὅταν ἐννοήσω τὸν θάνατον καὶ ἴδω ἐν τοῖς τάφοις κειμένην τὴν κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πλασθεῖσαν ἡμῖν ὡραιότητα, ἄμορφον, ἄδοξον, μὴ ἔχουσαν εἶδος». Ἡ «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πλασθεῖσα ἡμῖν ὡραιότης» δὲν εἶναι τὸ σῶμα, ἀλλὰ ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι «ἡ εἰκὼν τῆς ἀρρήτου δόξης» τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη καὶ ὅταν «στίγματα φέρῃ πταισμάτων». Μὲ τὸν θάνατον «τὸ ἄγαλμα τὸ λογικόν», ὡς ὀνομάζει ὁ ἅγιος Μεθόδιος τὸν ἄνθρωπον, μεταβάλλεται εἰς «πτῶμα». «Ὅτι γυμνὰ ὀστέα ὁ ἄνθρωπος, σκωλήκων βρῶμα καὶ δυσωδία». Τὸ μυστήριον τοῦ θανάτου ἔγκειται εἰς τὸ σημεῖον αὐτό, ποὺ εἶναι πράγματι αἰνιγματικόν.
«Ὄντως φοβερώτατον τὸ τοῦ θανάτου μυστήριον! Πῶς ψυχὴ ἐκ τοῦ σώματος βιαίως χωρίζεται; Ἐκ τῆς ἁρμονίας καὶ συμφυΐας ὁ φυσικώτατος δεσμὸς θείῳ βουλήματι ἀποτέμνεται; Ὢ τοῦ θαύματος! Πῶς παρεδόθημεν τῇ φθορᾷ; Πῶς συνεζεύχθημεν τῷ θανάτῳ;» Οἱ θρῆνοι καὶ οἱ στεναγμοὶ μας πηγήν τους ἔχουν αὐτὸν τὸν φόβον τοῦ θανάτου. Ὅμως ὁ «φόβος τοῦ θανάτου» δὲν φεύγει, εἰ μὴ διὰ τῆς ἐλπίδος τῆς ἀναστάσεως, ποὺ εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή.
(Ἂς σημειωθῆ ὅτι ἡ σύνδεσις τῆς ψυχῆς μὲ τὸ σῶμα δὲν διακόπτεται ὁριστικὰ μὲ τὸν θάνατον. Ὡς λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης μεταξὺ σώματος καὶ ψυχῆς διατηρεῖται ἀκόμη καὶ κατὰ τὸν θάνατον «μία φιλικὴ σχέσις καὶ γνωριμία». Ἀκόμη καὶ μετὰ τὸν θάνατον ἡ ψυχὴ εὑρίσκεται πλησίον τῶν στοιχείων τοῦ φθειρομένου καὶ διαλυομένου σώματος).
Μέσα του ὁ θάνατος κρύβει τὸν σπόρον, τὴν δυνατότητα τῆς Ἀναστάσεως (Ὄχι κακόν, ἀλλὰ εὐεργεσία). Ἡ δυνατότης ὅμως αὐτὴ γίνεται πραγματικότης μόνον χάρις εἰς τὴν «ἀπαρχὴν τῶν κεκοιμημένων». Τὸν Χριστὸν.
Ἡ λύπη τοῦ θανάτου λύεται μόνον μὲ τὴν δύναμιν τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
(Κατὰ τὸν Μ. Ἀθανάσιον ὁ «λόγος σὰρξ ἐγένετο, διὰ νὰ παύση καὶ ἐξαφανίση τὴν φθοράν. Ὅμως ὁ θάνατος νικᾶται καὶ καταργεῖται ὄχι μόνον διὰ τῆς παρουσίας τῆς ζωῆς εἰς τὸ φθειρόμενον σῶμα, ἀλλὰ διὰ τοῦ ἑκουσίου θανάτου τοῦ ζωοποιοῦντος τὸ σῶμα. Ὁ Λόγος σαρκοῦται ἕνεκα τοῦ ἐν τῇ σαρκὶ θανάτου»).
Ὁ Θεάνθρωπος καταργεῖ τὴν φθορὰν καὶ ζωοποιεῖ (ὄχι μόνον τοὺς νεκροὺς ἀλλὰ) ἀκόμη καὶ τὸν θάνατον διὰ τοῦ θανάτου Του. Τὴν δύναμιν καὶ τὸ κράτος τοῦ θανάτου τὰ συνέτριψε μὲ τὸν θάνατόν Του «τοῦ θανάτου τὸ κράτος ἐξήλειψας, Δυνατέ, τῷ θανάτῳ Σου». Καὶ ὁ τάφος Του ἔγινε «ζωοδόχος» καὶ «πηγὴ τῆς ἡμῶν Ἀναστάσεως». Ἔτσι μὲ τὸν θάνατον τοῦ Θεανθρώπου κατανοεῖται τὸ ἀναστάσιμον νόημα τοῦ θανάτου «θανάτῳ θάνατον ὤλεσε».
Γ´
Διά τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ φανερώνεται ἡ ζωή. Μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ ἀνοίγει ἡ νέα ὁδὸς ζωῆς, ἡ ὁδὸς πρὸς τὴν αἰωνίαν ἀνάπαυσιν, «ἐν ᾗ κατέπαυσεν ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων Αὐτοῦ ὁ Θεός».
Ὁ διὰ τοῦ Σταυροῦ θάνατος εἶναι ὄχι ἁπλῶς μία «θυσία» ἀλλὰ προσφορὰ θυσίας. Ἡ προσφορὰ τῆς θυσίας τοῦ Σταυροῦ εἶναι θυσία ἀγάπης. «Χριστὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ παρέδωκεν ἑαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν προσφορὰν καὶ θυσίαν τῷ Θεῷ εἰς ὀσμὴν εὐωδίας» (Ἐφ. 5.21).
Ὁ Χριστὸς παραδίδει Ἑαυτὸν ὄχι μόνον διὰ τὰς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου, ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ μᾶς δοξάση.
(Τὸ φοβερὸν καὶ ἔνδοξον μυστήριον τοῦ Σταυρικοῦ θανάτου ἔγκειται εἰς τοῦτο: ὅτι δηλ. εἰς τὸν Γολγοθᾶν ἱερούργησεν ὁ σαρκωθείς Λόγος καὶ προσέφερε θυσίαν τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, ποὺ Αὐτὸς εἶχε προσλάβει εἰς τὴν ὑπόστασίν του ἤδη ἀπὸ τῆς στιγμῆς τῆς συλλήψεώς Του ἔτσι ὥστε νὰ συναποτελῆ μὲ αὐτὴν μίαν ἑνότητα ἀδιάσπαστον καὶ ἡ ὁποία (φύσις), ἀκριβῶς ἐπειδὴ προσελήφθη εἶχε ἀποκατασταθῆ εἰς τὴν ἀρχέγονον ἀναμαρτησίαν καὶ καθαρότητα).
Ὁ Σωτὴρ εἶχε εἰπῆ εἰς τοὺς μαθητάς του: «Δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα, ὅ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ, δυνάμεθα. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς. Τὸ μὲν ποτήριον ὅ ἐγὼ πίνω πίεσθε καὶ τὸ βάπτισμα ὅ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καί ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἐστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ’ οἷς ἡτοίμασται».
Τὸ ποτήριον εἶναι ὁ πόνος καὶ τὸ μαρτύριον, ποὺ ἐδοκίμασαν ὁ Κύριος καὶ ἐν συνέχειᾳ οἱ μαθηταί του ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς ἐξ αἰτίας τῆς πίστεως εἰς Αὐτόν. Τὸ βάπτισμα δὲ εἶναι ὁ διὰ τοῦ Σταυροῦ θάνατος καὶ ἡ ἔκχυσις τοῦ Αἵματός Του. «Βάπτισμα μαρτυρίου καὶ αἵματος, ᾧ καὶ αὐτὸς ἐβαπτίσθη ὁ Χριστὸς» ὡς λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ὁ Σταυρικὸς θάνατος εἶναι τὸ δι’ αἵματος βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι «πλύσιμο» τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τὸ ἐκχυθὲν κατὰ τὴν θυσίαν Του. Πλύσιμο – προπαρασκευὴ τῆς ἀναστάσεως. Πλύσιμο ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος. Εἶναι τὸ δι’ αἵματος βάπτισμα ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας (μὴ ἔχουσα σπίλον, ρυτίδα…..). Μὲ τὸ διὰ Σταυροῦ βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ βαπτισθῆ κάθε σῶμα. «Τὸ ποτήριον, ὅ ἐγὼ πίνω, πίεσθε καὶ τὸ βάπτισμα, ὅ ἐγὼ βαπτίζομαι, βαπτισθήσεσθε». Ἀκόμη ὁ διὰ Σταυροῦ θάνατος εἶναι ἡ κάθαρσις παντός τοῦ κόσμου. Διά τοῦτο εἰς τὸ διὰ Σταυροῦ πάθος τοῦ Θεανθρώπου συμμετεῖχε μυστικῶς ὁλόκληρος ἡ κτίσις «πᾶσα ἡ κτίσις ἠλλοιοῦτο θεωροῦσα Σε ἐν Σταυρῷ κρεμάμενον, Χριστέ! Ὁ ἥλιος ἐσκοτίζετο· καὶ γῆς τὰ θεμέλια συνεταράττετο. Τὰ πάντα συνέπασχον τῷ πάντα κρίσαντι».
«Πολλὰ μὲν δὴ τοῦ τότε καιροῦ τὰ θαύματα λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. «Θεὸς σταυρούμενος· ἥλιος σκοτιζόμενος καὶ πάλιν ἀναφλεγόμενος…· καταπέτασμα σχιζόμενον· αἷμα καὶ ὕδωρ τῆς πλευρᾶς χεόμενον. Τὸ μὲν ὡς ἀνθρώπου, τὸ δὲ ὡς ὑπὲρ ἄνθρωπον· γῆ σειομένη, πέτραι ὑπὲρ τῆς πέτρας ρηγνύμεναι· νεκροὶ ἀνιστάμενοι εἰς πίστιν τῆς τελευταίας καὶ κοινῆς ἀναστάσεως· τὰ ἐπὶ τῷ τάφῳ σημεῖα τὰ μετὰ τὸν τάφον· ἅ τὶς ἄν ἀξίως ὑμνήσειεν! Οὐδὲν δὲ οἷον τὸ θαῦμα τῆς ἐμῆς σωτηρίας! ρανίδες αἵματος ὀλίγαι κόσμον ὅλον ἀναπλάττουσαι…!»
Ὁ διὰ Σταυροῦ θάνατος εἶναι μυστήριον. Εἶναι τὸ Πάσχα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Αὐτὸ ἀποκαλύπτεται εἰς τὸν Μυστικὸν Δεῖπνον. Ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος δὲν ἦτο ἕνα σύμβολον, μία προτύπωσις, ὅπως καὶ ἡ θεία εὐχαριστία δὲν εἶναι ἁπλῶς καὶ μόνον μία συμβολικὴ ἀνάμνησις, ἀλλὰ μυστήριον ἀληθινόν, τὸ ὁποῖον ὡς Ἀρχιερεὺς τῆς Καινῆς Διαθήκης τελεῖ ὁ Χριστός. Τὸ μυστήριον τοῦ διὰ Σταυροῦ θανάτου εἶναι τὸ σῶμα τὸ κλώμενον καὶ τὸ αἷμα τὸ ἐκχυνόμενον. Ταυτοχρόνως εἶναι τὸ μυστήριον τῆς ἀρρήτου μεταμορφώσεως. Τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ μὲ τὴν θέλησίν Του ἔχυσε ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων σωτηρίας «ἔγινε φάρμακον ἀθανασίας, ἀντίδοτον τοῦ μὴ ἀποθανεῖν, ἀλλὰ ζῆν (Ἅγ. Ἰγνάτιος Θεοφόρος). Πρέπει νὰ προσέξωμεν. Ὁ Κύριος «κατεδέξατο» τὸν θάνατον κατὰ εὐδοκίαν τῆς λυτρωτικῆς Του ἀγάπης πρὸς ἡμᾶς.
Ὁ θάνατος τοῦ Θεανθρώπου καθίσταται ἡ ἀνάστασις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Καὶ ὁ Σταυρὸς γίνεται ζωοποιός, τὸ νέον «ξύλον τῆς ζωῆς», «δι’ οὗ τοῦ θανάτου ἐξηφανίσθη κατήφεια». Περὶ αὐτοῦ ἡ ἐκκλησία ὁμιλεῖ μὲ πολλὴν δύναμιν εἰς τὴν ἀκολουθίαν τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. «Εἰ καὶ τέθνηκε τοιγαροῦν ὡς ἄνθρωπος, λέγει ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς, καὶ ἡ ἁγία Αὐτοῦ ψυχὴ τοῦ ἀχράντου διηρέθη σώματος, ἀλλ’ ἡ θεότης ἀχώριστος ἀμφοτέρων διέμεινε τῆς τε ψυχῆς φημὶ καὶ τοῦ σώματος». Τὸ μυστήριον τοῦ Σταυροῦ ἔχει δύο πλευράς. Εἶναι καὶ «μυστήριον πόνου» καὶ «μυστήριον χαρᾶς». Μυστήριον καὶ ἀτιμίας καὶ δόξης. «Σήμερον ὁ Δεσπότης τῆς Κτίσεως καὶ Κύριος τῆς δόξης τῷ Σταυρῷ προσπήγνυται… ἐμπτυσμοὺς καὶ μάστιγας δέχεται, ὀνειδισμοὺς καὶ κολαφισμούς». Καὶ ὁ Κύριος τὰ καλύπτει ὅλα μὲ τὴν συγχώρησιν τῆς ἀγάπης, ποὺ πονεῖ καὶ πάσχει καὶ προσεύχεται ὑπὲρ τῶν σταυρωτῶν Του. Ἀλλὰ ἡ ἡμέρα τοῦ ὀνειδισμοῦ τοῦ Σταυροῦ, εἶναι καὶ ἡμέρα χαρᾶς καὶ δόξης.
«Σήμερον ὁ Κύριος ἡμῶν (Ἰησοῦς Χριστὸς) ἐν Σταυρῷ καὶ ἡμεῖς ἑορτὴν ἄγομεν, ὅτι ὁ Σταυρὸς ἑορτὴ καὶ πανήγυρις» παρατηρεῖ ὀρθότατα ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος. Διότι τὸ ξύλον τοῦ Σταυροῦ εἶναι «ξύλον ἀειδόξαστον» ἀληθινὸν «ξύλον ζωῆς» «δι᾽ οὗ ἐξηφάνισται ἡ φθορὰ» καὶ τοῦ «θανάτου ἐξηφανίσθη ἡ κατήφεια».
Διά τοῦτο Αὐτόν, λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, βασιλέα καλῶ, ἐπειδὴ βλέπω Αὐτὸν σταυρούμενον· βασιλέως γὰρ ἐστι τὸ ὑπὲρ τῶν ἀρχομένων ἀποθνήσκειν».
Μὲ τὸν Σταυρὸν Του ὁ Κύριος μᾶς ἐπανάγει εἰς τὴν «ἀρχαίαν μακαριότητα». «Ἦλθε διὰ τοῦ Σταυροῦ χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ». Ἀπὸ τὸν Σταυρὸν πηγάζει τοῖς «ἀνθρώποις τὴν ἀθανασίαν».
«Πᾶσα πρᾶξις καὶ θαυματουργία τοῦ Χριστοῦ, λέγει ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, μεγίστη καὶ θεία καὶ θαυμαστή. Ἀλλὰ πάντων ἐστι θαυμαστότερον ὁ τίμιος Αὐτοῦ Σταυρός. Δι’ οὐδενὸς γὰρ ἑτέρου ὁ θάνατος κατήργηται, ἡ τοῦ προπάτορος ἁμαρτία λέλυται, ὁ ἅδης ἐσκύλευται, ἡ ἀνάστασις δεδώρηται, ἡ πρὸς τὴν ἀρχαίαν μακαριότητας ἐπάνοδος κατώρθωται, πύλαι παραδείσου ἠνοίχθησαν, ἡ φύσις ἡμῶν ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ κεκάθικε, τέκνα Θεοῦ καὶ κληρονόμοι γεγόναμεν, εἰ μὴ διὰ τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· διὰ τοῦ Σταυροῦ γὰρ πάντα ταῦτα κατώρθωται…»
Εἰς αὐτὸ ἔγκειται τὸ σταυροανάστιμον μυστήριον τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Ὡς λέγει τὸ συναξάρι τῆς ἡμέρας «τῷ ἁγίῳ καὶ μεγάλῳ Σαββάτῳ τὴν θεόσωμον ταφὴν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν εἰς Ἅδου κάθοδον ἑορτάζομεν, δὶ ὧν τῆς φθορᾶς τὸ ἡμέτερον γένος ἀνακληθὲν πρὸς αἰωνίαν ζωὴν μεταβέβηκεν». Ἡ εἰς Ἅδου κάθοδος εἶναι ἤδη Ἀνάστασις, ὅπως βλέπομεν εἰς τὰς Ἀναστασίμους εἰκόνας. Εἶναι ἡ ἀνάστασις τοῦ Ἀδὰμ παγγενεί. Διά τοῦτο λέγομεν «Ὁ Ἅδης στένων βοᾶ». Διότι μὲ τὴν κάθοδόν Του ὁ Χριστὸς συνέτριψε καὶ κατέλυσε «μοχλοὺς αἰωνίους» καὶ ἀνέστησε τὸ πεπτωκὸς γένος τῶν ἀνθρώπων ὁλόκληρον. Κατήργησε τὸν θάνατον «τοῦ θανάτου τὸ κράτος κατήργησας καὶ διαβόλου τὴν πλάνην ἐξήλειψας».
Δ´
(Προκειμένου περὶ τῆς σωτηρίας πρέπει νὰ γίνεται διάκρισις μεταξὺ ἰατρεύσεως τῆς φύσεως καὶ ἰάσεως τῆς θελήσεως. Ἡ φύσις θεραπεύεται καὶ γίνεται ὑγιής, μόνον διὰ τῆς δυνάμεως τῆς πανσθενοῦς θείας ἀγαθότητος… Ἡ βούλησις τοῦ ἀνθρώπου θεραπεύεται μόνον μὲ τὴν ἄσκησιν καὶ τὴν ἐλευθερίαν της.
Ὅποιος δὲν ἀποθνήσκει σὺν Χριστῷ, δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ ζῆ ἐν Χριστῷ οὔτε νὰ ζήση ἐν Χριστῷ).
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης εἰς τὴν κατήχησίν του εἰς τὴν Μεγάλην Παρασκευὴν μεταξὺ ἄλλων, διδάσκει καὶ τὰ ἑξῆς: «Ἐὰν τὰ ἄψυχα στοιχεῖα καὶ ἀναίσθητα, σὰν νὰ ἦσαν ἔμψυχα καὶ ζωντανά, ἐξέστησαν καὶ μετάλλαξαν τὴν θέσιν τους ἀπὸ φόβον Κυρίου καὶ ἀπὸ τὰς θεωρίας τῶν βλεπομένων, ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι οἱ λογικοί, καὶ ὁπού ἐλάβομεν τοσαύτας εὐεργεσίας ἐκ Θεοῦ, καὶ ὅπου δι’ ἡμᾶς ὁ Χριστὸς ἀπέθανε, νὰ μὴ κατανυχθοῦμεν καὶ νὰ μὴ δακρύσωμεν ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις,… Δὲν εἶναι ἔτσι ἀδελφοί, δὲν εἶναι… Μάλιστα ἡμεῖς μετὰ φόβου καὶ τρόμου ἂς ἀνυμνήσωμεν καὶ δοξολογήσωμεν τὰ θεῖα παθήματα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, τὴν καλὴν ἀλλοίωσιν ἀλλοιούμενοι καὶ συσταυρούμενοι καὶ ἡμεῖς μετὰ τοῦ Δεσπότου ἡμῶν, τὸ μὲν διὰ τῆς ὑποταγῆς καὶ τῆς ἐκκοπῆς τῶν ἰδίων θελημάτων, τὸ δὲ καὶ διὰ τῆς θανατώσεως τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν καὶ κακῶν ὀρέξεων…».
Διά τοῦτο καὶ ἅγιοι, λέγει ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος, ἀναλογιζόμενοι τὴν τόσην πολλὴν ἀγάπην ποὺ ἔχει εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ἐπιθυμοῦσαν νὰ δώσουν κάτι ὡς ἀνταπόδωμα εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχαν τί νὰ δώσουν, οἱ μὲν ἔδωκαν τὸ αἷμα αὐτῶν, ὡσὰν οἱ Μάρτυρες, ἄλλοι δὲ ἐδαπάνησαν καὶ ἐξήραναν τὸ κορμὶ τους εἰς νηστείαν καὶ εἰς τοὺς λοιποὺς κόπους τῆς ἀσκήσεως, ἤγουν οἱ Ὅσιοι καὶ Δίκαιοι. Ἕτεροι ἔδωσαν τὸν βίον τους ἐλεημοσύνην, ψάλλοντες μετὰ τοῦ θείου Δαβίδ, τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν;»
Καὶ μὴ εἰποῦμε ὅτι ἀδύνατα εἶναι αὐτά. Ἰδοὺ ἡ ὁσία Μαρία, ποὺ ἑωρτάσαμεν χθές. «καὶ τὴν τῶν παθῶν ἀγριότητα, διὰ πολιτείας, ἠμαύρωσας λεπτύνασα σαρκός…».
«Ἔρημον οἰκήσασα, τῶν σῶν παθῶν τὰς εἰκόνας, ἐκ ψυχῆς ἀπήλειψας, τὸ θεοειδέστατον ἐξεικόνισμα, ἐν ψυχῇ γράψασα, ἀρετῶν ἰδέας· καὶ τοσοῦτον ὑπερέλαμψας, ὡς καὶ τοῖς ὕδασι, κούφως ὑπερβαίνειν μακάριε, καὶ γῆθεν ὑπεραίρεσθαι, ἐν ταῖς πρὸς Θεόν σου ἐντεύξεσι…». Καὶ ὄχι ἁπλῶς ἐσώθη, ἀλλὰ καὶ ἐθεώθη ἡ μεγίστη ἁμαρτωλός. Θείων ἐνταλμάτων, σεμνὴ ἀγνοοῦσα, θεῖον εἰκόνισμα, Θεοῦ ἐρρύπωσας· θείᾳ προνοίᾳ δὲ πάλιν, ἀπεκάθηρας πανεύφημε, θεωθεῖσα πράξεσιν, Ὁσία ταῖς ἐνθέοις σου.
(Κανὼν Ὁσίας Μαρίας. Ἦχος πλ.β´, κύματι θαλάσσης, Ὠδὴ α΄, στ. 3).
* Ὁμιλία εἰς τήν αἴθουσαν τῆς Π.Ο.Ε (Κάνιγγος 10) τήν Δευτέραν 28.3.77