Τὴν
Κυριακὴ τῶν Βαΐων, ἀγαπητοί μου, ἄντρες, γυναῖκες καὶ παιδιά, ἀκούσαμε
στὸ ναὸ τὸ ἔξοχο τροπάριο «Τὰ πάθη τὰ σεπτὰ ἡ παροῦσα ἡμέρα, ὡς φῶτα
σωστικὰ ἀνατέλλει τῷ κόσμῳ…» (Μ. Δευτ. ὄρθρ., κάθ.). Τὴν ἑβδομάδα αὐτὴ
ὄντως, ὅπως ὁ ἥλιος ἀπὸ μακρινὴ ἀπόστασι φωτίζει, θερμαίνει καὶ ζωογονεῖ
τὴν πλάσι, ἔτσι τὰ γεγονότα τῶν σεπτῶν παθῶν τοῦ Χριστοῦ σὰν ἥλιος
φωτίζουν τὸν κόσμο.
Ἀπόψε θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ μιλήσω πάλι, γιατὶ ἀκούω ἕνα λόγο
ποὺ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία –δὲν ξέρω ἂν τὰ προσέχετε–, ἕναν ὕμνο ποὺ λέει·
«Μὴ κρύπτε λόγον Θεοῦ» (ὄρθρ. Μ. Τρίτ., δοξ. αἴν.)· ἐσύ, λέει, ποὺ
εἶσαι ἐπίσκοπος ἢ ἱεροκήρυκας, «μὴν κρύβεις τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ», ἀλλὰ νὰ
τὸν κηρύττῃς, ἔστω καὶ ἂν δὲν ὑπάρχουν αὐτιὰ νὰ σ᾽ ἀκούσουν. Καὶ ἕνας
μόνο ν᾽ ἀκούσῃ, ἀρκεῖ· τὸ καλὸ εἶνε μεγάλο.
* * *
Τὰ πρόσωπα τῆς Μεγάλης
Ἑβδομάδος, ἀδελφοί μου, ποὺ σχετίζονται μὲ τὸν Ἰησοῦ τὸ Ναζωραῖο, εἶνε
πολλά. Τὸ πιὸ δραματικὸ ὅμως, τὸ πιὸ σκοτεινὸ πρόσωπο, εἶνε ἀσφαλῶς ὁ
Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης.
Ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δύσκολο νὰ
εἰσδύσῃ κανεὶς στὴν ψυχοσύνθεσί του. Ποιός μπορεῖ νὰ τὸν περιγράψῃ;
Κάθε ἄνθρωπος, εἶνε μυστήριο· κ᾽ ἐμεῖς, ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς, ἀποτελεῖ
ἕνα μυστήριο. Ὁ Ἰούδας, λοιπόν, ἔζησε τὸν πειρασμὸ τῆς ἀποστασίας, τὸ
μυστήριο τῆς ἁμαρτίας.
Ἄκουσε τὸ Χριστό, ἑλκύστηκε ἀπὸ τὰ λόγια του, τὸν
ἀκολούθησε, κατατάχθηκε στὴν χορεία τῶν δώδεκα ἀποστόλων. Εἶχε ὅλη
τὴν ἀγάπη καὶ φροντίδα τοῦ Κυρίου, εἶχε τὴν ἐμπιστοσύνη τῶν συμμαθητῶν
του· εἶχε ἀκόμη στὰ χέρια του καὶ τὸ ταμεῖο τῆς ἀδελφότητος, μὲ τὸ
ὁποῖο ἀγόραζαν τ᾽ ἀναγκαῖα γιὰ νὰ τραφοῦν οἱ ἀδελφοί, καὶ ἔκαναν
ἐλεημοσύνες σὲ φτωχούς. Δὲν ὑπῆρχε κανένα παράπονο ἀπέναντι τοῦ
Χριστοῦ.
Πῶς μπορεῖ νὰ ἐξηγηθῇ ἡ μεταβολή του;
Μία ἐξήγησι, ποὺ δίνουν κάποιοι
σήμερα, εἶνε ὅτι αὐτὸς ἦταν Ἰουδαῖος φανατικός, ἐθνικιστής· περίμενε,
ὅτι ὁ Ἰησοῦς θ᾽ ἀστράψῃ καὶ θὰ βροντήσῃ, θὰ κηρύξῃ ἐπανάστασι κατὰ τῶν
κατακτητῶν, θὰ νικήσῃ τὶς λεγεῶνες τῆς Ῥώμης καὶ θ᾽ ἀνακηρυχθῇ
βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων στὴν Ἰερουσαλὴμ πιὸ ἔνδοξος κι ἀπὸ τὸ Σολομῶντα
καὶ τὸ Δαυΐδ· ἀλλὰ στὴν πορεία οἱ ἐλπίδες του ἄρχισαν νὰ διαψεύδωνται·
ἔβλεπε, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε μὲν βασιλεύς, ἀλλὰ βασιλεὺς πνευματικός, ὄχι
ἐγκόσμιος, ὅπως οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς· καὶ τότε ἦρθε σὲ συνεννοήσι μὲ
τοὺς φαρισαίους καὶ τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ ἔγινε τὸ κακό.
Στοὺς ὕμνους ὅμως τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἀκοῦμε ἡ ἐξήγησι ποὺ
δίδεται εἶνε κυρίως, ὅτι ἡ ψυχή του ῥαθύμησε καὶ ἄφησε νὰ νικηθῇ ἀπὸ τὴ
φιλαργυρία, τὸν φοβερὸ αὐτὸν πειρασμό. Ἡ φιλαργυρία ἦταν αὐτὴ ποὺ
στὸ τέλος τὸν ἔκανε νὰ πλησιάσῃ καὶ νὰ συνεννοηθῇ μὲ τοὺς ἐχθροὺς
τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὸν παρέδωσε γιὰ «τριάκοντα ἀργύρια» (Ματθ. 26,15),
ποσὸ δηλαδὴ μικρό, μὲ τὸ ὁποῖο τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἀγόραζαν ἢ πουλοῦσαν
ἕνα δοῦλο. Πῆγε καὶ ἔκλεισε μ᾽ αὐτοὺς συμφωνία. Καὶ τὴ νύχτα τῆς
Μεγάλης Πέμπτης πρὸς τὴν Παρασκευὴ βρέθηκε στὴ Γεθσημανῆ κ᾽ ἐκεῖ μὲ
προδοτικὸ φίλημα ἀσπάστηκε τὸν Κύριο ὑποδεικνύοντας ποιός εἶνε ὁ
Ἰησοῦς, καὶ ἔτσι τὸν συνέλαβαν.
Μετὰ τὴν καταδίκη ὅμως τοῦ Διδασκάλου ὁ Ἰούδας αἰσθάνθηκε
φοβερὲς τύψεις συνειδήσεως, ἀμείλικτο ἔλεγχο γιὰ τὴν πρᾶξι του. Ὅλοι
λίγο – πολὺ ἔχουμε νιώσει τί σημαίνει τύψις συνειδήσεως. Ὅπως λέει καὶ
ἕνας Ἄγγλος ποιητής, ὁ Σαίξπηρ, δὲν ὑπάρχει τίποτε πιὸ καυστικὸ ἀπὸ
τὴν τύψι συνειδήσεως. Οἱ τύψεις λοιπὸν ὡδήγησαν τὸν Ἰούδα νὰ μεταμεληθῇ
καὶ νὰ ἐπιστρέψῃ τὰ τριάκοντα ἀργύρια στοὺς ἀρχιερεῖς λέγοντας·
«Ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον» (Ματθ. 27,4). Τέλος πῆγε μέσα σὲ δάσος
καὶ κρεμάστηκε ἀπὸ ἕνα δέντρο· ἀλλὰ ἔπεσε χάμω μπρούμυτα, σχίστηκε ἡ
κοιλιά του καὶ χύθηκαν ἔξω ὅλα τὰ σπλάχνα του (βλ. Πράξ. 1,18). Ἔτσι
αὐτοκτόνησε.
Δὲν ἔπρεπε νὰ ἔχῃ τέτοιο τέλος ὁ Ἰούδας. Μποροῦσε νὰ μιμηθῇ τὸν
ἀπόστολο Πέτρο, ποὺ κι αὐτὸς ἁμάρτησε· μπροστὰ σὲ μιὰ ὑπηρέτρια
ἀρνήθηκε τὸ Χριστό, ἀλλ᾽ ὅταν λάλησε ὁ πετεινὸς θυμήθηκε τὰ λόγια τοῦ
Κυρίου, συναισθάνθηκε τὸ ἁμάρτημά του καὶ «ἔκλαυσε πικρῶς» (Ματθ.
26,75). Δὲν ἀπελπίστηκε ὅμως. Καὶ ὁ Χριστὸς τὸν συγχώρησε. Μόνο τὸν
ρώτησε ἀργότερα τρεῖς φορές, μετὰ τὴν ἀνάστασι, «Φιλεῖς με», Πέτρο (Ἰω.
21,17); καὶ αὐτὸς πάλι τρεῖς φορὲς ὡμολόγησε ὅτι τὸν ἀγαπᾷ (βλ. ἔ.ἀ.
21,15-717).
* * *
Νὰ φυλαχτοῦμε, ἀδελφοί μου, ἀπὸ
τὴν προσκόλλησι στὸ χρῆμα, τὴ φιλαργυρία. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει, ὅτι
αὐτὴ εἶνε «ῥίζα ὅλων τῶν κακῶν» (Α΄ Τιμ. 6,10). Μεγάλη παγίδα.
Τρεῖς εἶνε οἱ ἀπατηλοὶ ἔρωτες, ποὺ συγκλονίζουν τὸν κόσμο· ὁ
ἔρωτας τῶν χρημάτων, ὁ ἔρωτας τῆς δόξης, καὶ ὁ ἔρωτας τῶν ἡδονῶν. Σ᾽
αὐτοὺς ὑπέκυψε ὁ Σολομῶν· καὶ τὸ ὑπόγειο τῶν ἀνακτόρων του ἦταν γεμᾶτο
ἀπὸ χρυσάφι, καὶ στοὺς γυναικωνῖτες του εἶχε τὶς ὡραιότερες
γυναῖκες, καὶ ἡ δόξα του ἦταν μεγάλη, τὸ ὄνομά του γνωστὸ σὲ ὅλο τὸν
κόσμο. Ποιό ὅμως ἦταν τὸ τελικὸ συμπέρασμά του; Ὁ ἴδιος εἶπε καὶ ἔγραψε·
«Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2· 12,8).
Πράγματι, ὅλα ἐδῶ εἶνε μάταια. Ὑπεράνω τῶν ματαίων ἐρώτων τῆς
γῆς ἕνας ἔρωτας μένει ἄφθορος, ἀλλὰ λίγες ψυχὲς τὸν αἰσθάνονται. Δὲν
εἶνε ὁ ἔρωτας οὔτε τῶν χρημάτων, οὔτε τῆς δόξης, οὔτε τῶν ἡδονῶν· εἶνε ὁ
ἔρωτας τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ, ὁ θεῖος ἔρωτας. Αὐτὸς ἂς κυριαρχήσῃ καὶ σ᾽
ἐμᾶς, τώρα μάλιστα τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα.
Αὐτὸ δὲν μᾶς ἀποκλείει νὰ ἀγαποῦμε τὸν πατέρα μας, τὴ μητέρα
μας, τὴν σύζυγο, τὰ παιδιὰ καὶ κάθε ἄλλο προσφιλὲς πρόσωπο· πάνω ὅμως
ἀπὸ ὅλα νὰ ἔχουμε τὸν θεῖο ἔρωτα. Ὅποιος δὲν ἀγαπάει τὸ Χριστό, ποὺ ἦρθε
στὴ γῆ νὰ διδάξῃ, νὰ φωτίσῃ, νὰ θυσιαστῇ καὶ νὰ σώσῃ τὸν ἄνθρωπο, εἶνε
χυδαῖος, δὲν λογίζεται ἄνθρωπος. Γιὰ πολλοὺς δυστυχῶς τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ
δὲν ἔχει φέξει στὴ ζωή τους· ζοῦν μέσα σὲ σκοτάδι. Δὲν ἔχουν μάτια νὰ
δοῦν, αὐτιὰ ν᾽ ἀκούσουν, καρδιὰ νὰ αἰσθανθῇ τὴν ἀγάπη στὸ Χριστό.
«Τὸν Νυμφίον», λέει ἕνας ὕμνος, «ἀδελφοί», ἂς ἀγαπήσουμε
(ὄρθρ. Μ. Τρίτ. κάθ.). Καὶ ὅμως σήμερα πολλοὶ εἶνε εἰδωλολάτρες. Εἶπα
καὶ ἄλλοτε τὸ ἑξῆς. Σὲ ἕνα νησὶ ποὺ ζοῦσα κάποτε, στὴν Ἴο τῶν Κυκλάδων,
ἑρμήνευα τὸ χωρίο «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου
ἄξιος» (Ματθ. 10,37). Δυστυχῶς, ἔλεγα, δὲν ἀγαποῦμε ἔτσι τὸ Χριστό.
Ὅποιος ὅμως παραπάνω ἀπὸ τὸ Χριστὸ ἀγαπᾷ κάτι ἄλλο στὸν κόσμο, αὐτὸς
εἶνε εἰδωλολάτρης. Μὴν κάνεις εἴδωλο τὸν ἄντρα σου, τὴ γυναῖκα σου,
τὸ παιδί σου. Ἕνας εἶνε ὁ λατρευτὸς Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς
ψυχῆς μας, ὁ Χριστός. Ἐνῷ λοιπὸν ἔλεγα αὐτά, πετιέται ἕνας ποὺ εἶχε
ἕνα χαριτωμένο ἀγοράκι, καὶ λέει· «Ἄκου λόγια, ἄκου παραμύθια! Μὰ ὅσο
ἐγὼ ἔχω τὸ νυχάκι τοῦ παιδιοῦ μου, δὲν ἔχω τὸ Χριστό…»! Αὐτὸς εἶχε τὸ
θράσος καὶ τὸ εἶπε, οἱ ἄλλοι τὸ λένε μέσα τους, αὐτὸ τὸ φρόνημα ἔχουν
κι αὐτοί.
Ὑπεράνω ὅλων εἶνε ὁ Χριστός, ὁ ὡραῖος Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας μας.
Κ᾽ ἐπειδὴ μιλήσαμε γιὰ τὸν Ἰούδα, ἐπανέρχομαι στὸν κίνδυνο τῆς
φιλαργυρίας. Τὸ χρῆμα εὔκολα γίνεται εἴδωλο. Δὲν φταίει τὸ χρῆμα,
φταίει ἡ λατρεία τοῦ χρήματος. Δὲν ἀπαγορεύεται νὰ ἔχης χρήματα.
Μπορεῖς νὰ ἔχῃς χρῆμα ὑπὸ δύο ὅρους· πρῶτον νὰ τὸ ἔχῃς ἀποκτήσει μὲ
μέσα τίμια, καὶ δεύτερον νὰ τὸ χρησιμοποιῇς γιὰ τὶς ἀνάγκες καὶ τοῦ
πλησίον σου, ὄχι μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό σου. Τὸ χρῆμα σήμερα κυβερνᾷ τὸν
κόσμο. Ἀναστενάζουν τὰ χρηματοκιβώτια ἀπὸ τὰ πλούτη, τὴν ὥρα ποὺ τόση
δυστυχία ὑπάρχει στὸν κόσμο.
* * *
Τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες ἂς
προσέξουμε. Ὑπάρχουν φτωχοί, ποὺ ἡ Δ.Ε.Η. τοὺς ἔκοψε τὸ ῥεῦμα, ποὺ δὲν
ἔχουν ν᾽ ἀγοράσουν φάρμακα, ποὺ δὲν ἔχουν χρήματα γιὰ νοσοκομεῖο. Νά,
σήμερα ἦρθε μιὰ γυναίκα ἀπὸ ἕνα χωριὸ καὶ ἔκλαψα μαζί της· ὁ ἄντρας της,
νέος ἄνθρωπος 28 ἐτῶν, ἔχει καρκίνο, τοῦ ἀφαίρεσαν τὸ λάρυγγα, καὶ
τώρα δὲν μιλάει, συνεννοεῖται μὲ νεύματα. Ὑπάρχει πολλὴ δυστυχία.
Πάσχα χωρὶς ἐλεημοσύνη δὲν εἶνε Πάσχα. Μὴ μιμηθοῦμε τὸν Ἰούδα.
Νὰ ἀγαπήσουμε τὸν νυμφίο Χριστό, ὁ ὁποῖος μᾶς λέει· φάρμακο κατὰ τῆς
φιλαργυρίας εἶνε ἡ ἐλεημοσύνη, φάρμακο κατὰ τῆς φιληδονίας εἶνε ἡ
ἐγκράτεια, καὶ φάρμακο ἐναντίον τῆς φιλοδοξίας εἶνε ἡ ἄκρα ταπείνωσις
τοῦ Νυμφίου τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὰ συντελοῦν στὸ νὰ πλησιάζουμε πάντοτε τὸν
Κύριο.
Ἔτσι νὰ ἑορτάσουμε Πάσχα, ὄχι κοσμικά. Ὑπὲρ πάντα νὰ ἀγαπήσουμε
τὸν Χριστόν· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς
αἰῶνας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 17-4-1995 βράδυ, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 17-3-2023.